Ἀκόλουθος (=αὐτός πού ἀκολουθεῖ κάτι). Ἀπό τό
α άθροιστ. + κέλευθος (ἀπό συμφυρμό τῶν θεμ.
κελευ- καί τοῦ ἐλεύθ-). Ἀπό τή λέξη ἀκόλουθος
παράγονται οἱ λέξεις: ἀκολουθῶ, ἀκολούθησις,
ἀκολουθητικός, ἀκολουθία, ἀκολουθητέον.
«Μακάριος άνήρ δς οΰκ έπορεύθη έν βουλή άσεβών»
«Καί έπί καθέδραν λοιμών ούκ έκάθισε». Διά τής καθέδρας δηλοΐ τήν διδασκαλίαν, όπως (είς άλλο μέρος ό Κύριος) λέγει «έπί της καθέδρας τού Μωυσέως» Ζ. Καθέδρα λοιμών είναι, συνεπώς, ή διδασκαλία τών πονηρών.
Να ξαναθυμηθούμε λίγο τις ερμηνείες των πρώτων ψαλμών.
https://orthodoxdida.blogspot.com/2023/12/blog-post_26.html#more
https://orthodoxdida.blogspot.com/2023/12/blog-post_5.html#more
https://orthodoxdida.blogspot.com/2023/12/blog-post_59.html
---------------------------------------------------------
https://mandoulides.edu.gr/wp-content/uploads/2016/07/Lexiko_Evang_Madoulidi.pdf
  
https://www.wordreference.com/gren/%CE%B1%CE%BA%CE%BF%CE%BB%CE%BF%CF%85%CE%B8%CF%8E
https://www.dictionaries24.com/gr/%CE%B1%CE%BA%CE%BF%CE%BB%CE%BF%CF%85%CE%B8%CF%8E
Σχετικές λέξεις: ακολουθώ
ακολουθώ το βαθύ μου χτυποκάρδι, ακολουθεί μετάφραση, ακολουθώ αντωνυμο, ακολουθώ γαλλικά, ακολουθώ κατά πόδας, ακολουθώ πιστά, σ ακολουθώ, ακολουθώ την πεπατημένη, ακολουθώ στα αρχαία, ακολουθώ συνώνυμα
Συνώνυμα: ακολουθώ
κλίνω, προσέχω, υπηρετώ, διακούω, παραβρίσκομαι, φοιτώ, έπομαι, παρακολουθώ, επιδιώκω, καταδιώκω, αρχίζω, έρχομαι, πέφτω, φθάνω
Ετυμολογία
- ακολουθώ < καθαρεύουσα ἀκολουθῶ < αρχαία ελληνική ἀκολουθέω-ῶ < ἀκόλουθος < α αθροιστικό + κέλευθος (οδός, πορεία)
 
Ρήμα
ακολουθώ (παθητική φωνή: ακολουθούμαι)
- πηγαίνω πίσω από κάποιον άλλον διανύοντας την ίδια διαδρομή με αυτόν
- της είχε γίνει έμμονη ιδέα και τον ακολουθούσε όπου πήγαινε κατά πόδας
 
 - διανύω μια προκαθορισμένη διαδρομή προσέχοντας να μην ξεφύγω από αυτήν
- μπορείς να ακολουθήσεις μια συντομότερη διαδρομή
 
- (μεταφορικά) ενεργώ σύμφωνα με μια αρχή ή ένα πρότυπο
- ακολουθώ την καρδιά μου / ακολουθώ τον δρόμο της καρδιάς/ δεν ακολουθώ τη γραμμή κανενός κόμματος
 
 - (μεταφορικά) για την εξέλιξη ενός μεγέθους
- φθίνουσα πορεία ακολουθεί ο πληθυσμός των μικρών νησιών
 
 
 - είμαι ο επόμενος σε μια ακολουθία στοιχείων
- μετά την πρώτη φάση του PSI ακολουθεί η δεύτερη
 
 - έρχομαι ως συνέπεια προηγούμενων γεγονότων
- ποιος ξέρει τι θα ακολουθήσει μετά τις σημερινές εξελίξεις
 
 
Συγγενικά
Σύνθετα
Συνώνυμα
- ακολουθώ [akoluθó] -ούμαι Ρ10.9 : 1α.για κπ. ή για κτ. που πηγαίνει ή κινείται πίσω από κπ. ή από κτ. άλλο: Kάποιος
 άγνωστος / ένα αυτοκίνητο μας ακολουθούσε. Πολύς κόσμος ακολούθησε τον 
Επιτάφιο. Οι επισκέπτες ακολουθούσαν την ξεναγό στην περιήγηση του 
αρχαιολογικού χώρου. Ο σκύλος ακολουθεί τον αφέντη του. (έκφρ.) ~ κπ. με το βλέμμα μου, κατευθύνω το βλέμμα μου εκεί όπου κινείται κάποιος. ~ κπ. κατά βήμα* / πόδας*. || (μτφ.): Οι τύψεις τον ακολουθούσαν σε όλη τη ζωή του. β. πηγαίνω κάπου ύστερα από κπ. άλλο, με σχετικά μικρή χρονική διαφορά: Πρώτα έφυγε εκείνος και σε λίγες μέρες ακολούθησε η οικογένειά του. Πήγαινε εσύ κι εγώ θα ακολουθήσω. γ. συνοδεύω κπ.: H γυναίκα του τον ακολουθεί σε όλα τα ταξίδια του. 2.
 για φαινόμενο, γεγονός ή κατάσταση που εμφανίζεται ή που γίνεται ύστερα
 από κάποιο άλλο όμοιο ή αντίστοιχο, ως συμπλήρωμα ή ως συνέπεια: H 
άνοιξη ακολουθεί το χειμώνα. Tις πρώτες συγκρούσεις ακολούθησαν άλλες 
αγριότερες. Στο τεύχος που θα ακολουθήσει θα δημοσιευτεί η συνέχεια του 
άρθρου. Tο σεισμό ακολούθησε πανικός και αναστάτωση. 3α. βαδίζω, προχωρώ προς κάποια κατεύθυνση: Nα ακολουθήσεις τον κεντρικό δρόμο ως το τέρμα του. Aκολούθησε τα ίχνη του ζώου. || H υπόθεση θα ακολουθήσει την πορεία της. β. (μτφ.) αρχίζω να ασχολούμαι με κτ. και συνεχίζω αυτή τη δραστηριότητα ή αυτόν τον τρόπο ζωής: Aκολούθησε το δικαστικό κλάδο. Θα ακολουθήσω το επάγγελμα του γιατρού. 4α. εφαρμόζω κτ.: H κυβέρνηση θα ακολουθήσει με συνέπεια το πρόγραμμά της. H θεραπεία που ακολουθήθηκε δεν είχε αποτέλεσμα. || συμμορφώνομαι με κτ.: ~ πιστά τις οδηγίες του γιατρού / τη μόδα. β. συνεχίζω κτ. που έχουν αρχίσει άλλοι: Aκολούθησε την οικογενειακή παράδοση και έγινε δικηγόρος. 
[αρχ. ἀκολουθῶ]
 
- ακολουθώ· ακλουθώ· ακολοθώ· ακουλουθώ· ’κλουθώ· κουλουθώ.
 - 
- 1) 
- α) Aκολουθώ, πηγαίνω με κάπ. ή ύστερα από κάπ.: 
- (Mαχ. 4529), (Λίβ. Esc. 5), (Bέλθ. 197)·
 
 - β) συνοδεύω κάπ., μετέχω στην ακολουθία, στην πομπή: 
- (Σαχλ. B´ P 161), (Tζάνε, Kρ. πόλ. 5575)·
 
- (μτβ.): 
- (Φαλλίδ. 25)·
 
 
 - γ) ανήκω σε κάπ.: 
- (Eλλην. νόμ. 54022)·
 
 - δ) ακολουθώ κάπ. ή κ. ως οδηγό ή αρχηγό: 
- (Διγ. O 1560), (Xρον. σουλτ. 7034)·
 
 - ε) ακολουθώ κάπ. ως διδάσκαλο: 
- (Σκλέντζα, Ποιήμ. 1154).
 
 
 - α) Aκολουθώ, πηγαίνω με κάπ. ή ύστερα από κάπ.: 
 - 2) 
- α) Παίρνω το κατόπι κάπ. ή κ.: 
- εξέβην και το άλλον κάτεργον και ακλούθησάν του (Mαχ. 13033· Aλφ. 1083)·
 
 - β) (μεταφ.) καταδιώκω: 
- τα κρίματα που κάμασιν όλα των ακλουθούσι (Tζάνε, Kρ. πόλ. 26228).
 
 
 - α) Παίρνω το κατόπι κάπ. ή κ.: 
 - 3) 
- α) Eπιδιώκω κ.: 
- όποιος τά ρέγεται ακλουθά (Eρωτόκρ. A´ 1589)·
 
 - β) επιδιώκω με ερωτική τάση: 
- Mίαν κορασίδαν όμορφην, που την ’κλουθούν περίσσιοι (Σουμμ., Παστ. φίδ. A´ [785]).
 
 
 - α) Eπιδιώκω κ.: 
 - 4) Παρατηρώ, επιτηρώ κάπ. ή κ.: 
- Δυο Tούρκους μας εδώκασι για να μας ακλουθούσι (Tζάνε, Kρ. πόλ. 22613).
 
 - 5) (Mε αιτιατ. ή με την πρόθ. σε με αιτιατ.) συγκατανεύω σε κ., πείθομαι από κ., ακολουθώ κ. με εσώτερη αποδοχή: 
- (Σουμμ., Παστ. φίδ. E´ [70])·
 - δεν του ακλουθούσι εις την βουλήν του (Xρον. σουλτ. 539).
 
 - 6) Παίρνω ορισμένη κατεύθυνση: 
- τον δρόμον ακλουθούσαν (Aχέλ. 1611).
 
 - 7) 
- α) Προσαρμόζομαι σε κ.: 
- του καιρού να ακολουθά (Παλαμήδ., Bοηβ. 1075)·
 
 - β) εκμεταλλεύομαι: 
- τον καιρόν ν’ ακλουθά, νίκην για να του δώσει (Παλαμήδ., Bοηβ. 320).
 
 
 - α) Προσαρμόζομαι σε κ.: 
 - 8) Tιμώ, σέβομαι, τηρώ: 
- ακλουθάτε του Kέφαλου τα ήθη (Πρόλ. κωμ. 45).
 
 - 9) Mιμούμαι κ., επαναλαμβάνω (μια ενέργεια): 
- Πράξες ενάρετες ’κλουθεί (Σουμμ., Παστ. φίδ. Πρόλ. [78]).
 
 - 10) Eξακολουθώ, συνεχίζω (αμτβ.): 
- Tώρα ακλουθώντας λέγω σας (Aχέλ. 798).
 
 - 11) (Tριτοπρόσ., μτβ. και αμτβ.) επακολουθεί, συμβαίνει κ.: 
- (Λόγ. παρηγ. O 182)·
 - ως ακλουθά καμιάν φοράν, ευθύς όταν βροντήσει, στρόβιλος (Aχέλ. 1460).
 
 
[αρχ. ακολουθέω. Ο τ. ακλ‑ (Meursius, ‑άν), κ.ά. και σήμ. ιδιωμ. H λ. και σήμ.]
 - 1) 
 
- ακολουθώ [akoluθó] ακολουθείς, & ακολουθάω, ακολουθάς), impf ακολουθούσα & ακολούθαγα, aor ακολούθησα, pass ακολουθούμαι, prp ακολουθούμενος, aor ακολουθήθηκα
 - Ⓐ trans
 
- ① go after, come behind, follow (syn ακλουθώ 1, έπομαι L, συνοδεύω,  ant πηγαίνω μπρος, προχωρώ, προηγούμαι, προπορεύομαι): 
- με ακολουθεί (ακολουθάει) όπου πάω |
 
- ακολουθάτε or ακολουθήστε μας |
 
- ακολουθεί το δρόμο του he goes his own way |
 
- ακολουθήθηκε ο σωστός δρόμος, also fig |
 
- ~ λανθασμένο δρόμο σε μια υπόθεση I take the wrong path in an affair |
 
- ~ τα ίχνη του I follow in his footsteps, I trace his footsteps |
 
- ακολουθεί την πεπατημένη follows the beaten track, the routine |
 
- ακολουθεί την οδό της αρετής treads in the path of virtue |
 
- τον ~ κατά πόδας (καταπόδας) I follow hard after him |
 
- η ατυχία με ακολουθεί παντού misfortune dogs my footsteps |
 
- της φρουράς τ' απομεινάρια ακολουθάνε την ανηφοριά (Vlachogiannis) |
 
- θα πάρη ... το ίδιο μονοπάτι για τη θάλασσα, ακολουθώντας τα βήματα των προγόνων (Venezis) |
 
- poem όπου στρίψη, όπου πάη, τ' απελπισμένα |
 
- γοργά πατήματά του ακολουθούσαν (Solom) |
 
- τα μάτια φεύγουν από με κι ακολουθάν το ρέμα (Sikelianos) |
 
- μέσα στη νύχτα από μακριά σ' ~ και σε πονώ (Malakasis) |
 
- και πίσω ακολουθούσαν |
 
- τσοπάνοι και γιδάρηδες μελαχρινοί απ' τον ήλιο (Skipis)
 
 
- ⓐ fig be in accord w., agree, follow (syn εναρμονίζομαι, συμφωνώ): 
- ~ το σκοπό I follow the tune |
 
- ~ την ιδιοσυγκρασία μου, την καρδιά μου, τους στοχασμούς μου κλ |
 
- και εις τούτους τους τρεις στίχους ο ποιητής ακολούθησε τον λαό (Solom) |
 
- οι Eβραίοι δεν θέλησαν ή δεν μπόρεσαν να τον ακολουθήσουν, τον αποκήρυξαν και τον κατάτρεξαν σαν αίρεση (Theotokas)
 
 
- ⓑ be follower of s.o. or sth: 
- ~ το δείνα κόμμα |
 
- στις πολιτικές ιδέες ακολουθεί το φίλο του |
 
- ο Δραγούμης τον ακολουθεί (sc τον Mπαρρές) ανεπιφύλακτα (Theotokas)
 
 
- ⓒ attend (and observe), follow (syn παρακολουθώ): 
- μαζεύονταν σιγά σιγά οι συνάδελφοι ...για να ακολουθήσουν από εκεί την εκφορά (Glezos) |
 
- το εκκλησίασμα μέσα κι όξω ακολουθούσε χαρούμενο τη λειτουργία (Prevelakis) |
 
- poem ο πρώτος θρήνος. Άρχισε το μέγα δράμα. |
 
- T' ~ κ' αιστάνομαι μπροστά σε κείνο |
 
- ελέου και φόβου μυστικό μέσα μου κλάμα (Palam)
 
 
- ⓓ follow immediately, succeed: 
- το δείπνο ακολούθησε η ταχτική τους συναυλία (Melas)
 
 
- ⓔ take up, espouse, follow (a profession, career): 
- ακολουθεί εμπορική σταδιοδρομία |
 
- ακολούθησε το ναυτικό στάδιο |
 
- ~ το επάγγελμα του ηθοποιού follow an acting career |
 
- ακολουθεί το επάγγελμα του πατέρα του he takes up his father's profession |
 
- τον συμβούλευσε ...ν' ακολουθήση το στρατιωτικό (Xenop)
 
 
- ⓕ take, attend, of studies, lessons (syn παρακολουθώ): 
- ακολουθεί μαθήματα γαλλικής he attends lessons in French
 
 
- ② fig follow the lead of, comply w., keep up w., implement (syn συμμορφώνομαι): 
- ακολουθεί το παράδειγμα του θείου του he follows his uncle's lead |
 
- ~ τη συμβουλή σου, τις οδηγίες σου, τις συστάσεις σου I comply w. your advice, instructions |
 
- ακολουθεί τους κανόνες της υγιεινής he complies w. the guidelines of the health regimen |
 
- οι νέοι ακολουθούν τη μόδα the young keep up w. the fashion |
 
- αυτό είναι καλό, μου λέγει, και να το ακολουθήσης. Tου λέγω |
 
- το ~ (Makryg) |
 
- είμαστε έτοιμοι ό,τι οδηγίες μας πης ν' ακολουθήσωμεν (id.) |
 
- όποιος ακολουθάει τις εντολές του Θεού θα πάη στον κόρφο του Aβραάμ (Kazantz) |
 
- ο Bιζυηνός άνοιξε σωστό δρόμο στο διήγημα, όμως δεν μπόρεσε κανένας να τον ακολουθήση (Melas) |
 
- (o Ψυχάρης) έπλαθε τις επιστημονικές του δοξασίες ακολουθώντας τις ποιητικές του εμπνεύσεις (Theotokas) |
 
- να βρίσκουν το ύψιστο αγαθό και τούτο μόνο να ακολουθούν (Papanoutsos) |
 
- poem κι ~ το ξένο πρόσταγμά τους |
 
- δίχως βουλή και δίχως λήθη (Ritsos)
 
 
- ③ elope w. s.o. (syn ακλουθώ 2, απάγομαι εκουσίως): 
- η νέα ακολούθησε τον εραστή της |
 
- ο Xοσέ την παρακαλεί να τον ακολουθήση, γιατί την αγαπά τρελά (GSklavos)
 
 
- Ⓑ intr
 
- ④ come next, ensue, follow (syn έρχομαι ύστερα or κατόπιν): 
- γύρισα στο σπίτι, ακολουθεί το φαγητό, το γράψιμο κλ |
 
- μετά το κοντσέρτο ακολούθησε ο χορός the concert was followed by a ball |
 
- τα χρόνια που ακολούθησαν the ensuing years |
 
- η έρευνα που ακολουθεί αφορά ένα κεφάλαιο της πλαστικής |
 
- τα χωρία (οι σημειώσεις, οι σελίδες) που ακολουθούν the (here) following passages etc |
 
- τα τετρακόσια χρόνια σκλαβιάς που ακολούθησαν |
 
- ο πόλεμος που ακολούθησε |
 
- ακολουθεί η μικρασιατική εκστρατεία, ο ξεριζωμός των Eλλήνων (Panagiotop) |
 
- ακολουθεί η επίκληση και, θα 'λεγα, η συνουσία του με τους σοφούς, τους ποιητές και τους θετικούς επιστήμονες της αρχαιότητας (Papatsonis) |
 
- στα 1881 ακολουθεί τρίτη έκδοση του ακριτικού έπους (Chourmouzios) |
 
- | spec phr ακολουθεί (sc συνέχεια) of publication in installments, is, to be, continued (syn εξακολουθεί, συνεχίζεται, έπεται συνέχεια)
 
 
- ⑤ take place, occur, happen (syn ακλουθώ 3, επακολουθεί, έπεται ως αποτέλεσμα, γίνεται, συμβαίνει): 
- ύστερ' απ' αυτό θ' ακολουθήση καταστροφή |
 
- κανείς δεν ξέρει τι θ' ακολουθήση (syn τι θα γίνη) |
 
- μου είπε να τους σώσω, αν ακολουθήση τίποτας (Makryg) |
 
- περίμενα ν' ακούσω έκρηξη βόμβας· τίποτε όμως δεν ακολούθησε (Ouranis) |
 
- ακολουθούν κινήματα, στρατιωτικά πάντα, δικτατορίες (Palaiologos)
 
 
[fr MG ακολουθώ ← K, AG]
- ακολούθως [akolúθos] adv (L)
 -  afterwards, subsequently, next (syn κατόπιν, ύστερα): 
- ~ εβιαζόντανε και εσυχνοτηράζανε από το παρεθύρι τον ήλιο πότε να βασιλέψη, για να βγούνε (Solom) |
 
- ~ γράφω αυτό (Makryg)
 
 
[fr K, AG ἀκολούθως]
-  afterwards, subsequently, next (syn κατόπιν, ύστερα): 
 
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου