ΑΡΧΙΚΗ

ΜΕΓΑ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΚΑΙΣΑΡΕΙΑΣ ΟΜΙΛΙΑΙ ΕΙΣ ΨΑΛΜΟΥΣ

 

ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΚΑΙΣΑΡΕΙΑΣ
ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ

 

ΟΜΙΛΙΑΙ ΕΙΣ ΨΑΛΜΟΥΣ ΟΜΙΛΙΑ Α'

ΕΙΣ ΤΟΝ Α' ΨΑΛΜΟΝ

1. «Πάσα Γραφή θεόπνευστος και ώφέλιμος»1, διότι συνεγράφη ΰπό τοϋ Πνεύματος τού αγίου μέ σκοπόν νά διαλέγω- μεν όλοι οΐ άνθρωποι σάν άπό κοινόν Ιατρεΐον των ψυχών ό καθένας τό φάρμακον τοϋ Ιδικοΰ του πάθους. «Διότι, λέγει, ίαμα καταπαύσει αμαρτίας μεγάλος»1. Άλλα λοιπόν διδάσκουν οί προφήται, καί άλλα οΐ Ιστορικοί, καί άλλα ό νόμος, καί άλλα τό είδος των συμβουλευτικών παροιμιών. Τό δέ βιβλίον τών ψαλ­μών έχει συμπεριλάβει τό ώφέλιμον άπό όλα. Προφητεύει τά μέλλοντα- υπενθυμίζει τά παρελθόντα· θεσπίζει νόμους διά τήν ζωήν ύποδεικνύει όσα πρέπει νά πράξωμεν καί μέ ένα λό­γον είνε κοινόν ταμεΐον καλών διδαγμάτων πού προμηθεύει εις τον καθένα τό κατάλληλον συμφώνως προς τήν σπουδήν του. Διότι καί τά παλαιά τραύματα τών ψυχών θεραπεύει καί είς τον νεοτραυματισθέντα άποδίδει γρήγορα τήν θεραπείαν· καί τό άρρωστον περιποιείται καί τό ύγιές προφυλάσσει καί γενικώς ξερριζώνει, όσον είνε δυνατόν, τά πάθη, τά όποια κατα- τυραννοΰν ποικιλοτρόπως είς τήν ζωήν τάς ψυχάς τών άνθρώπων καί τοΰτο μέ κάποιαν μελωδικήν ψυχαγωγίαν

1 Έκκλ. 10, 4.


καί εύχαρίστησιν πού γεννα αγνήν σκέψιν. Τί έκανε λοιπόν τό Πνεύμα τό άγιον βλέποντας ότι τό ανθρώπινον γένος δύσκολα οδηγεί­ται προς την αρετήν, καί οτι ήμεϊς έξ αιτίας τής ροπής πρός τήν ήδονήν παραμελοϋμεν τον ορθόν βίον; Άνέμιξε μέ τάς αλήθειας τής πίστεως τήν τέρψιν τής μελωδίας, ώστε νά δεχώμεθα χωρίς άντίδρασιν τήν ώφέλειαν των λόγων που θά άκούωνται γλυκά καί άπαλά. "Ετσι καί οί σοφοί ιατροί προσφέρουν καί τά πικρό­τερα φάρμακα νά τά πιουν δύσκολοι ασθενείς άλείφοντες πολλάκις τό ποτήρι ολόγυρα μέ μέλι. Δι’ αύτό έπενοήθησαν τά άρμονικά αύτά άσματα των ψαλμών, ώστε καί τά παιδιά, ή γενικώς καί οΐ ανώριμοι εις τό ήθος, νά φαίνεται μεν ότι ψάλ­λουν, εϊς τήν πραγματικότητα όμως νά μορφώνωνται ψυχικώς. Διότι κανείς ποτέ άπό τούς πολλούς καί αμελείς δέν έφυγε συγ­κροτώντας εύκολα είς τήν μνήμην του άποστολικόν ή προφη­τικόν παράγγελμα- τά λόγια όμως των ψαλμών καί είς τάς οίκίας ψάλλονται καί είς τήν αγοράν περιφέρονται3, καί έάν κανείς, άπό εκείνους που γίνονται θηρία άνήμερα άπό τον θυ­μόν, άρχίση νά λέγη τούς ψαλμούς, άμέσως φεύγει ή άγριότης άπό τήν ψυχήν του, διότι τήν άπεκοίμισε μέ τήν μελωδίαν.

2. Ό ψαλμός γαληνεύει τάς ψυχάς, τάς βραβεύει μέ είρήνην, καθησυχάζει τούς θορύβους καί τά κύματα τών λογισμών. Μαλακώνει τήν τάσιν τής ψυχής διά θυμόν καί σωφρονίζει τήν άκολασίαν της. Ό ψαλμός συσφίγγει τήν φιλίαν ένώνει τά χωρισμένα· συμφιλιώνει τούς εχθρούς. Διότι ποιος δύναται άκόμη νά θεωρή έχθρόν έκεϊνον μέ τον όποιον ύψωσε τήν Ιδίαν φωνήν πρός τον Θεόν; "Ωστε ή ψαλμωδία χορηγεί καί τό μέγιστον άγαθόν, τήν άγάπην, διότι έπενόησεν ώς συνδε­τικόν κρίκον διά τήν ένωσιν τήν άπό κοινού ψαλμωδίαν καί συναρμονίζει τόν λαόν είς τήν συμφωνίαν ενός χορού. Ό ψαλ­μός τρέπει είς φυγήν τούς δαίμονας, έπιφέρει τήν βοήθειαν τών άγγέλων είνε δπλον είς τούς φόβους τής νυκτός καί άνάπαυσις

Ανάγνωσμα είς τούς πιστούς, καί μαρτυρεϊται καί άπό άλλονς πατέρας καί άπό τήν πλουσίαν χρήσιν είς τάς ΐεράς Ακολουθίας.


εις τούς κόπους τής ημέρας· ασφάλεια διά τα νήπια· κόσμημα διά τούς άκμαίους εις την ηλικίαν άνδρας· παρηγοριά διά τούς πρεσβυτέρους· στολίδι πάρα πολύ ταιριαστόν διά τάς γυναί­κας. Κατοικίζει τάς έρήμους, σωφρονίζει τάς συγκεντρώσεις· εϊνε ή βάσις διά τούς άρχαρίους, αύξησις αύτών πού προκύ­πτουν, στήριγμα των τελείων, φωνή τής Εκκλησίας. Αύτός λαμπρύνει τάς έορτάς, αύτός προξενεί την κατά Θεόν λύπην. Διότι ό ψαλμός έξάγει δάκρυ καί άπό πέτρινην καρδίαν. Ό ψαλμός εϊνε τό εργον των άγγέλων, τό ούράνιον πολίτευμα, τό  πνευματικόν θυμίαμα. Ώ τί σοφή έπινόησις τοϋ διδασκάλου, ό όποιος έπενόησε νά ψάλλωμεν καί συγχρόνως νά μαθαίνω μεν τά ωφέλιμα! διά τον λόγον αυτόν καί κάπως βαθύτερα έγχαράσσονται τά διδάγματα εις τάς ψυχάς. Διότι μάθημα πού εγινε μέ βίαν δέν εϊνε δυνατόν νά παραμείνη, όσα όμως είσέρχονται μέ εύχαρίστησιν καί χάριν, κάπως σταθερώτερα κατοικούν είς τάς ψυχάς μας. Διότι τί δέν δύνασαι νά μάθης άπό έδώ; Δέν μαθαίνεις τήν μεγαλοπρέπειαν τής άνδρείας; τήν άκρίβειαν τής δικαιοσύνης; τήν σεμνότητα τής σωφροσύνης; τήν τελειότητα τής φρονήσεως; τον τρόπον τής μετάνοιας; τά μέτρα τής ύπομονής; καί ό,τιδήποτε είπης άπό τά άγαθά; Έδώ ένυπάρχει τελεία Θεολογία· πρόρρησις τής ένανθρωπήσεως τοϋ Χριστού· άπειλή τής κρίσεως* ή έλπίς τής άναστάσεως· ό φόβος τής κο- λάσεως· αί ύποσχέσεις διά τήν δόξαν αποκαλύψεις μυστη­ρίων. "Ολα εϊνε άποθησαυρισμένα είς τό βιβλίον των Ψαλμών ώς εϊς κάποιο μεγάλο καί κοινόν Θησαυροφυλάκιον, τό όποιον, παρ’ όλον πού ύπάρχουν πολλά μουσικά όργανα, ό προφήτης τό προσήρμοσε προς τό μουσικόν όργανον πού όνομάζεται ψαλτήριον4. Μέ αύτόν τον τρόπον, νομίζω, θέλει νά δείξη τήν άνωθεν χάριν πού ήχε! έντός αύτού παρά τού Πνεύματος τού άγίου, διότι μόνον αύτό άπό τά μουσικά όργανα εχει τήν αιτίαν τοΰ ήχου εϊς τό επάνω μέρος.

4.οί ψαλμοί έψάλλοντο τη συνοδία  τοϋ ψαλτηρίου δλη ή βίβλος των Ψαλμών ώνομάσθη  ψαλτήριον.

 


Καί εις μέν τήν κιθάραν καί την λύραν ό χαλκός δίδει τόν ήχον είς τό πλήκτρον άπό κάτω, εις τό ψαλτήριον όμως ή αίτια των άρμονικών ρυθμών εΰρίσκεται είς τό έπάνω μέρος· διά νά φροντίζωμεν καί ημείς νά ζητώμεν τά άνω καί νά μη καταπίπτω- μεν είς τά πάθη τής σαρκός έξ αιτίας τής ηδονής τοϋ ασματος. Νομίζω ότι ό προφητικός λόγος διά τής κατασκευής τοΰ οργά­νου μάς άποδεικνύει άτράνταχτα καί σοφά καί τό έξής· άτι όσοι έχουν τάς ψυχάς των τακτοποιημένας μέ καλαισθησίαν καί άρμονίαν εύκολα δύνανται νά πορευθοΰν πρός τά άνω. "Ας ίδωμεν λοιπόν τήν άρχήν των Ψαλμών.

3. «Μακάριος άνήρ δς οΰκ έπορεύθη έν βουλή άσεβών». Οϊ άρχιτέκτονες, δταν πρόκηται νά κτίσουν υψηλά οίκοδομή- ματα, θέτουν θεμέλια άνάλογα πρός τό ύψος· καί οί ναυπηγοί, δταν κατασκευάζουν φορτηγόν πλοϊον μεγάλης χωρητικότητος, κατασκευάζουν τήν καρίναν άνάλογον πρός τό βάρος των έμπορευμάτων. Καί κατά τήν δημιουργίαν των ζώων σχη­ματίζεται πρώτη ή καρδία καί έκ φύσεως λαμβάνει διάπλασιν άνάλογον πρός τό τί μέγεθος πρόκειται νά λάβη τό ζώον. Επειδή κάθε σώμα διαπλάσσεται άναλόγως πρός τάς άτομικάς του καταβολάς, διά τούτο παρουσιάζονται αί διά­φορά! τών ζώων ώς πρός τό μέγεθος. "Οσην σημασίαν λοι­πόν έχει τό θεμέλιον διά τήν οικίαν, καί ή καρίνα διά τό πλοϊον, καί ή καρδία διά τό σώμα τοΰ ζώου, αυτήν τήν δύναμιν νομίζω δτι έχει καί τό σύντομον αυτό προοίμιον είς τήν όλην ΰπόθεσιν τών ψαλμών. Επειδή λοιπόν, είς τήν συνέχειαν τοΰ λόγου, πρόκειται νά δώση συμβουλάς πολλάς καί δυσκόλους καί γεμάτας άπό ιδρώτας καί κόπους, έπρόλαβε καί ύπέδειξεν είς τούς άγωνιστάς τής εύσεβείας τό εύτυχές τέλος, ώστε μέ τήν έλπίδα τών μελλόντων άγαθών νά ύπομένωμεν τάς δυσκολίας τής ζωής χωρίς λύπην. Έτσι καί τόν μόχθον τών όδοιπόρων πού βαδίζουν άνώμαλον καί δύσβατον δρόμον άνακουφίζει κάποιο κατάλληλον κατάλυμα είς τό όποιον έλπίζουν νά φθάσουν- καί τους έμπορους ή έπιθυμία τών έμπορευ­μάτων τούς κάνει νά ριψοκινδυνεύουν είς τήν θάλασσαν καί


τούς κόπους των γεωργών άφαιρεϊ άσυναισθήτως ή έλπίς τής καρποφορίας. Δι’ αυτόν τον λόγον καί ό κοινός διορθωτής τοϋ βίου, ό μέγας διδάσκαλος, τό Πνεύμα τής άληθείας, μέ σοφίαν καί τέχνην προέβαλε τούς μισθούς, ώστε παραβλέποντες τους παρόντας κόπους μέ την σκέψιν μας νά σπεύδωμεν πρός τήν άπόλαυσιν των αίωνίων αγαθών.

«Μακάριος άνήρ, δς οΰκ έπορεύθη έν βουλή άσεβών». Υ­πάρχει βεβαίως τό άληθινόν άγαθόν πού είνε τό κυρίως καί πρωτίστως αξιομακάριστου. Αυτό δε είνε ό Θεός. Διά τούτο καί ό Παύλος μέλλων νά κάνη ύπόμνησιν τού Χριστού λέγει* «κατά τήν επιφάνειαν τού μακαρίου Θεού, καί Σωτήρος ήμών Ιησού Χριστού»1 2. Είνε πράγματι μακάριον τό αύτόκαλον πρός αύτό τά πάντα άποβλέπουν, αύτό έπιθυμούν τά πάντα* ή άμετάβλητος φύσις, τό αρχοντικόν άξίωμα, ή άνενόχλητος ζωή, ό χωρίς λύπην τρόπος ζωής, είς τήν οποίαν δέν υπάρχει καμμία άλλοίωσις3* αυτήν δεν τήν έγγίζει ή μεταβολή* ή άνεξάντλητος πηγή, ή άφθονος χάρις, ό αδαπάνητος θησαυρός. Οι αμαθείς δμως άνθρωποι καί φιλόκοσμοι, οι όποιοι άγνοούν τήν φύσιν αύτού τού άγαθού, μακαρίζουν πολλάς φοράς έκεΐνα πού δέν έχουν καμμίαν άξίαν, τον πλούτον, τήν ύγείαν, τήν λαμπρότητα τού βίου* έκ τών οποίων κανέν δέν είνε άγαθόν έκ τής φύσεώς του, όχι μόνον διότι ευκόλως δύναται νά μετα βληθή είς τά άντίθετα, άλλά καί διότι δέν δύναται νά κάνη άγαθούς αυτούς πού τό κατέχουν. Διότι ποιος είνε δίκαιος, επειδή έχει χρήματα; ποιος σώφρων, έπειδή έχει ύγείαν; Άντιθέτως μάλιστα τό καθένα άπό αύτά γίνεται πολλάς φοράς αίτιον διά νά άμαρτήσουν έκεϊνοι πού τά διαχειρίζονται κακώς. Μακάριος λοιπόν είνε έκεϊνος πού κατέχει άγαθά μεγαλυτέρας άξίας, ό μέτοχος άναφαιρέτων άγαθών. Αύτόν δέ πώς θά τόν γνωρίσωμεν; «Ός ούκ έπορεύθη έν βουλή άσεβών». Καί προτού είπω τί είνε τό νά μή πορευθή κανείς «έν βουλή άσεβών», θέλω νά σάς

1 «ττροσδεχόμενοι τήν μακαρίαν έλπίδα καί έτπφάνειαν τής δόξης τού μεγάλου

2 θεού καί Σωτήρος ήμών Ιησού Χριστού».

3 Πρβλ. Ίακ. 1, 17* Μαλ. 3, 6.


λύσω τό ζήτημα  που παρουσιάζεται είς τό σημείου αυτό. Διατί, θά είπή κανείς, ό προφήτης έδιάλεξε καί μακαρίζει μόνον τον άνδρα; Μήπως απέκλεισε τοϋ μακαρισμού τάς γυναίκας; Μη γένοιτο. Διότι Ιδία είνε ή άρετή τοϋ άνδρός καί τής γυναικός- έξ ίσου τιμάται ή δημιουργία καί των δύο, ώστε καί ό μισθός καί των δύο είναι ό αυτός. "Ακούσε τί λέγει ή Γένεσις· «Έποίησεν ό Θεός τον άνθρωπον κατ’ είκόνα Θεού έποίησεν αυτόν άρσεν καί θήλυ έποίησεν αυτούς»7. "Οσοι έχουν τήν ιδίαν φύσιν κά­νουν τάς Ιδίας ένεργείας- έκεϊνοι πού κάνουν Ισάξια έργα παίρ­νουν τόν ίδιον μισθόν. Διατί λοιπόν άνέφερε τον άνδρα καί άπεσιώπησε τήν γυναίκα; Διότι έκρινεν ότι, έφ’ όσον μία είνε ή φύσις των, είνε άρκετόν νά δείξη τό όλον διά τοϋ ήγεμονικω- τέρου. «Μακάριος», λοιπόν «άνήρ, ός ούκ έπορεύθη έν βουλή άσεβών». Παρατήρησε τήν άκρίβειαν των ρημάτων, πώς ή κάθε λέξις είνε γεμάτη άπό δόγματα. Δέν είπεν, αύτός πού δέν πορεύεται έν βουλή άσεβών άλλά, αύτός πού δέν έπορεύθη. Διότι αύτός πού ύπάρχει εις τήν ζωήν δέν είνε άκόμη μακαρι­στός, διότι είνε άγνωστον τό τέλος του1. Εκείνος όμως πού έξετέλεσε τά καθήκοντά του, καί έτελείωσε τήν ζωήν του μέ τέλος τό όποιον κανείς δέν άμφισβητεΐ, αύτός πλέον μέ βεβαιότητα καλοτυχίζεται. Διατί λοιπόν είνε μακάριοι αύτοί πού ζούν σύμ­φωνα μέ τόν νόμον τοϋ Κυρίου2; Διότι ό λόγος δέν μακαρίζει μόνον έκείνους πού έπορεύθησαν έκεΐ, άλλά καί αύτούς πού άκόμη πορεύονται- διότι οί έργάται τού άγαθού άπό τό ίδιον τό έργον των άποδεικνύονται. Εκείνοι δέ πού άποφεύγουν τό κακόν, είνε άξιέπαινοι όχι έάν κάποτε διά μίαν ή δύο φοράς άπέφυγαν τήν άμαρτίαν, άλλά έάν δυνηθούν είς όλην τήν ζωήν των νά μή λάβουν πείραν τής άμαρτίας. Όμως μέ τήν συνέ­χειαν τοϋ λόγου παρουσιάσθηκε καί άλλη απορία. Διατί δέν μακαρίζει εκείνον πού κατορθώνει τήν άρετήν, άλλά έκεϊνον πού δέν διέπραξε τήν άμαρτίαν; "Ετσι καί ό ίππος, καί ό βούς

1 Πρβλ. Σοφ. Σειρ. 11, 28" «πρό τής τελευτής μή μακάριζε μηδένα».

2 Ψαλ. 118, 1.

 


καί ό λίθος θά μακαρισθή. Διότι ποιον άψυχον «εστη έν όδω άμαρτωλών»; ή ποιον άπό τά άλογα ζώα «έπΐ καθέδρα λοι­μών έκάθισε»; Έάν περιμένης ολίγον, θά εύρης τήν λύσιν. Διότι προσθέτει· «Άλλ’ ή έν τώ νόμω Κυρίου τό θέλημα αΰτοΰ». Ή μελέτη τοϋ θείου νόμου άνήκει μόνον είς τον λογικόν άνθρω­πον. Εμείς δέ λέγομεν έπί πλέον καί τό έξης, ότι ή άπομάκρυνσις άπό τά κακά γίνεται ή άρχή διά νά άναλάβωμεν τά καλά. Διότι λέγει- «Έκκλινον άπό κακοΰ, καί ποίησον άγαθόν»10.

4. Μέ σοφίαν λοιπόν καί τέχνην μάς ώδήγησεν είς τήν αρε­τήν καί ώρισεν ώς άρχήν τών καλών τήν άπομάκρυνσιν της κα­κίας. Διότι έάν ευθύς έξ άρχής σού παρουσίαζε τά τέλεια, θά έδίσταζες νά έπιχειρήσης τό έργον. Τώρα όμως σέ συνηθίζει είς έκεΐνα πού εύκόλως επιτυγχάνονται, διά νά τολμήσης νά έπιχειρήσης καί τά μετέπειτα. Θά έλεγα μάλιστα ότι ή άσκησις τής εύσεβείας όμοιάζει πρός κλίμακα- έκείνην τήν κλίμακα πού είδε κάποτε ό μακάριος Ιακώβ, τής οποίας τό ένα μέρος εύρίσκετο πλησίον τής γης καί χαμηλά, τό δέ άλλο άνυψούτο καί έπάνω άπ’ αύτόν τον ούρανόν11. "Ωστε λοιπόν πρέπει, αύτοί πού άρχίζουν νά ζοϋν τήν ζωήν τής άρετής, νά θέτουν τό πόδι τους είς τάς πρώτας βαθμίδας, καί άπό έκεΐ νά άνεβαίνουν είς τάς έπομένας, έως οτου διά τής βαθμιαίας προκοπής νά άναβοϋν είς τό ύψος πού είνε δυνατόν νά φθάση ό άνθρωπος. "Οπως λοι­πόν είς τήν κλίμακα τό πρώτον άνέβασμα γίνεται μέ τήν άπομάκρυνσιν άπό τήν γην, έτσι καί είς τήν κατά Θεόν πολιτείαν άρχή τής προκοπής είνε ό χωρισμός άπό τό κακόν. Καί γενικώς κάθε άποφυγή είνε εύκολωτέρα άπό όποιανδήποτε πράξιν. Π.χ. τά «ού φονεύσεις», «ού μοιχεύσεις», «ού κλέψεις»12, τό καθένα άπό αύτά χρειάζεται αποφυγήν καί άκινησίαν. Τά «άγαπήσεις τον πλησίον σου ώς σεαυτόν»· καί «πώλησόν σου τά ύπάρχοντα καί δός πτωχοίς»· καί «έάν τίς σε άγγαρεύση μίλιον έν, ύπαγε μετ’ αύτού δύο»13, είνε ένέργειαι πού αρμόζουν είς άθλητάς καί χρειάζονται διά τήν έπιτυχίαν νεανικήν ψυχήν.

12. Έξ. 20, 13 - 15.

13. Ματθ. 19, 19, 21· 5, 41.


θαύμασε λοιπόν την σοφίαν αύτού πού μάς καθοδηγεί εις την τελείωσιν διά μέσου των εύκολωτέρων καί κατορθωτών. Τρία πράγματα παρουσίασεν εις ημάς ώς άξια νά τά φυλάξωμεν, τό νά μη πορευθοΰμεν «έν βουλή άσεβών», νά μή σταθοϋμεν «έν όδφ άμαρτωλών», νά μή καθίσωμεν «έπί καθέδρας λοιμών». Ακολουθών την τάξιν τών πραγμάτων, τοποθετεί είς αύτήν την σειράν τά όσα είπε. Προηγουμένως σκεπτόμεθα- έπει­τα πραγματοποιοϋμεν τήν σκέψιν καί τέλος παραμένομεν σταθερά είς τάς άποφάσεις. Πρώτα - πρώτα λοιπόν έκείνο που μακαρίζεται είνε ή καθαρή σκέψις, έπειδή ρίζα τών σωματικών πράξεων είνε ή σκέψις τής καρδίας. Διότι ή μοιχεία πρώτα κα­τακαίει τήν ψυχήν τοϋ φιληδόνου καί έτσι αποτελειώνει τήν καταστροφήν διά τοϋ σώματος. Διά τοϋτο καί ό Κύριος λέγει ότι άπό τό έσωτερικόν τού άνθρώπου προέρχονται έκεΐνα που τόν μολύνουν14. Επειδή δέ άσέβεια λέγεται κυρίως ή άμαρτία πού προσβάλλει τόν θεόν, μή γένοιτο ποτέ νά δεχθοϋμεν άπό άπιστίαν άμφιβολίαν περί θεοϋ. Αύτό σημαίνει τό νά βαδίσης «έν βουλή άσεβών», έάν εΐπης μέσα σου, άραγε υπάρ­χει θεός πού κυβερνά τά σύμπαντα; άραγε υπάρχει θεός είς τόν ούρανόν, πού προνοεΐ διά τόν καθένα; άραγε ύπάρχει κρίσις; άραγε υπάρχει άνταπόδοσις εις τόν καθένα κατά τό έργον του; Διατί οί δίκαιοι είνε πτωχοί καί οί άμαρτωλοί πλού­σιοι; αύτοί άσθενεΐς, καί έκεΐνοι υγιείς; άλλοι δέν έκτιμώνται καί άλλοι είναι ένδοξοι; Μήπως ό κόσμος διοικεΐται μόνος του, καί μερικά παράλογα συμβάντα χωρίς τάξιν ρυθμίζουν τήν ζωήν τοϋ καθενός; Έάν σκεφθής αύτά, έπορεύθης «έν βουλή άσεβών». Μακάριος λοιπόν είνε έκεΐνος ό όποιος δέν άμφέβαλε περί τής ύπάρξεως τοϋ θεοϋ, δέν έμικροψύχησε διά τά παρόντα, άλλά περιμένει τά μέλλοντα, έκεΐνος ό όποιος δέν έδειξεν άπιστίαν εις τόν κτίστην μας. Μακάριος άκόμη είνε καί έκεΐνος ό όποιος «έν όδω άμαρτωλών ουκ έστη». Όδός βεβαίους όνομάζεται ό βίος, διότι ό καθένας πού γεννάται βαδίζει πρός τό τέλος. Διότι όπως έκεΐνοι πού κοιμούνται μέσα είς τά πλοία αύτομάτως όδη-


γοΰνται ύπό τοϋ άνέμου είς τούς λιμένας, καί άν ακόμη αυτοί δέν καταλαβαίνουν, ό δρόμος όμως τους όδηγεϊ προς τό τέλος, έτσι καί έμεϊς, ένω ό χρόνος της ζωής μας παρέρχεται, μέ κά­ποιαν κίνησιν συνεχή καί άδιάκοπον κατευθυνόμεθα ό καθένας προς τό ΐδικόν του τέλος μέ τήν άνεπαίσθητον πάροδον τής ζωής μας. Π.χ. κοιμάσαι καί ό χρόνος σέ προσπερνά; Είσαι έν έγρηγόρσει1 καί είνε άπησχολημένη ή σκέψις σου; Άλλ’ όμως ή ζωή έξοδεύεται, και άν άκόμη διαφεύγη τήν προσοχήν μας. Κάποιον δρόμον λοιπόν τρέχομεν όλοι οί άνθρωποι καί βια ζόμεθα νά φθάσωμεν ό καθένας είς τό ίδικόν του τέλος· διά τοΰτο όλοι εΰρισκόμεθα έν όδω. Καί έτσι δύνασαι νά καταλάβης τήν σημασίαν τής όδοΰ. Όδοιπόρος ένεφανίσθης είς αυτήν τήν ζωήν όλα τά παρατρέχεις, όλα τά άφήνεις πίσω σου. Είδες είς τον δρόμον φυτόν ή χόρτον ή νερόν ή ίσως κάτι άξιοθέατον ολίγον εΰχαριστήθης, έπειτα προσπέρασες. Πάλιν, συνήντησες λίθους καί φαράγγια καί κρημνούς καί βράχους υψηλούς καί πασσάλους ή κάπου καί θηρία καί έρπετά καί άκάνθας καί μερικά άλλα άπό τά ένοχλητικά· όλίγον δυσηρεστήθης, έπειτα τά άφησες. Τέτοια είνε ή ζωή, ούτε τά ευχάριστα είνε μόνιμα, ούτε τά λυπηρά διαρκή. Ό δρόμος δέν είνε ίδικός σου, άλλά ούτε καί τά παρόντα ίδικά σου. Είς τούς οδοιπόρους, μόλις ό πρώτος άφήση τό ίχνος τοΰ πατήματος, άμέσως πατάει ό δεύτερος καί έπειτα ό έπόμενος.

5. Σκέψου μήπως καί αί περιστάσεις τής ζωής είνε παρα­πλήσιοι. Σήμερον έσύ καλλιεργείς τήν γήν, καί αύριον άλλος, καί μετά άπό έκεϊνον άλλος. Βλέπεις αύτούς τούς άγρούς καί τάς πολυτελείς οικίας; Πόσα όνόματα δέν άλλαξε τό καθένα άπό αύτά άπό τότε πού έκτίσθη μέχρι τώρα; Τού τάδε έλέγετο* έπειτα έφερε τό όνομα άλλου- περιήλθε είς τόν τάδε καί τώρα λέγεται κάποιου άλλου. ΤΑρα λοιπόν δέν είνε ή ζωή μας δρόμος, έφ’ όσον κάθε φορά άλλον δέχεται καί όλους τούς έχει νά άκολουθούν ό ένας τόν άλλον; Μακάριος λοιπόν είνε εκείνος ό όποιος δέν εύρέθη είς τόν αυτόν δρόμον μέ τούς άμαρτωλούς. Τό δέ, «ούκ έστη», τί σημαίνει; "Ολοι οί άνθρωποι, όταν άκόμη


εύρισκώμεθα είς τήν πρώτην ήλικίαν, ούτε κακίαν έχομεν ούτε αρετήν (διότι αύτή ή ηλικία είνε άνεπίδεκτος αύτών των δύο συνηθειών)· όταν όμως τελειοποιηθή τό λογικόν μας, τότε συμ­βαίνει αυτό ποΰ λέγει ή Γραφή· «’Ελθούσης δέ τής έντολής, ή άμαρτία άνέζησεν, έγώ δέ άπέθανον»15. Διότι έμφανίζονται λογισμοί πονηροί πού γεννώνται εις τάς ψυχάς μας έξ αίτίας' των σαρκικών παθών. Πράγματι λοιπόν όταν έλθη ή έντολή, δηλαδή^ ή διάγνωσις τών καλών, έάν δέν συγκρατήση τόν πονηρόν λογισμόν, αλλά έπιτρέψη νά ύποδουλωθή τό λογικόν  εις τά πάθη, άναζή μέν ή άμαρτία, άποθνήσκει δέ ό νους, τόν οποίον νεκρώνουν αί άμαρτίαι. Μακάριος λοιπόν είνε έκεϊνος ό όποιος δέν έχρονοτρίβησεν είς τόν δρόμον τών άμαρτωλών, άλλά μετεπήδησε προς τήν ζωήν τής εύσεβείας μέ τόν άγαθόν λογισμόν. Δύο δρόμοι υπάρχουν πού είνε άντίθετοι μετα­ξύ των ό ένας είνε πλατύς καί εύρύχωρος, ό άλλος στενός καί τεθλιμμένος. Καί δύο όδηγοί έπίσης πού προσπαθεί ό καθένας νά έλκύση πρός τόν έαυτόν του. Ό όμαλός λοιπόν καί κατη­φορικός δρόμος έχει οδηγόν άπατεώνα, πονηρόν δαίμονα πού οδηγεί είς τήν καταστροφήν τούς άπαδούς μέ δόλωμα τήν ήδονήν άντιθέτως ό δύσκολος καί άνηφορικός δρόμος έχει άγγελον άγαθόν, πού όδηγεϊ τούς όπαδούς είς τό μακάριον τέλος διά τών δυσκόλων άγώνων τής άρετής. Έφ’ όσον λοιπόν ό καθένας άπό ή μάς είνε νήπιος, έπιδιώκει τήν πρόσκαιρον άπόλαυσιν χωρίς νά φροντίζη καθόλου διά τό μέλλον όταν όμως γίνη ήδη άνδρας, μετά τήν τελειοποίησιν τού λογικού φαίνεται σάν νά βλέπη τήν ζωήν νά χωρίζεται είς δύο, τήν άρετήν καί τήν κακίαν, καί συχνά στρέφει τό βλέμμα τής ψυχής πρός κάθε μίαν άπό τάς δύο κατευθύνσεις καί παραλλήλως κρίνει τά προσ­όντα τής κάθε μιας. Καί ή μέν ζωή τών άμαρτωλών δεικνύει όλα τά εύχάριστα τού παρόντος αίώνος- ή δέ ζωή τών δικαίων θαμπά μόνον παρουσιάζει τά άγαθά τού μέλλοντος. Καί ό μέν δρόμος τών σωζομένων όσον εύχάριστα υπόσχεται τά μέλλον­τα, τόσο δύσκολα παρουσιάζει τά παρόντα· ή δέ εύχάριστος


καί άκόλαστος ζωή παρουσιάζει την άπόλαυσιν όχι άναμενομένην εις τό μέλλον άλλά ήδη παρούσαν. Ίλιγγια λοιπόν κάθε ψυχή καί διχάζεται άπό τους λογισμούς, διότι, όταν μέν ένθυμηθή τά αίώνια, έκλέγει τήν αρετήν, όταν δέ ρίπτη τό βλέμμα είς τά παρόντα, προτιμά τήν ήδονήν. Έδώ βλέπει άπόλαυσιν σαρκός, έκεϊ σκληραγωγίαν σαρκός· έδώ μέθην, έκεϊ νηστείαν έδώ γέλια ασυγκράτητα, έκεϊ δάκρυ άφθονον έδώ χορόν, καί έκεϊ προσευχήν έδώ όργανα, έκεϊ στεναγμούς· έδώ πορνείαν ένώ έκεϊ παρθενίαν. Επειδή λοιπόν τό μέν άληθινόν αγαθόν τό άντιλαμβάνεται ό νους διά τής πίστεως (διότι εύρίσκεται μακριά, καί «οφθαλμός ούκ είδε, καί ούς ούκ ήκουσεν»16), ένώ ή εύχαρίστησις τής άμαρτίας εύρίσκεται πλησίον του καί διά πάσης αίσθήσεως ρέει ή άπόλαυσις· μακάριος είνε έκεΐνος ό όποιος δέν παρεσύρθη άπό τά δελεάσματα τής ήδονής προς τήν καταστροφήν, άλλά διά τής ύπομονής άναμένει με έλπίδα τήν σωτηρίαν καί εις τήν έκλογήν μεταξύ τών δύο οδών δέν ήκολούθησε τον δρόμον πού οδηγεί είς τήν άμαρτίαν.

6. «Καί έπί καθέδρας λοιμών ούκ έκάθισεν»17. ΤΑραγε καθέδρας λέγει αύτάς, έπί τών οποίων άναπαύομεν τά σώματά μας; Καί ποια μετάδοσις άμαρτίας είνε δυνατή άπό τό ξύλον, ώστε νά άποφεύγω ώς βλαβερόν τό κάθισμα είς τό όποιον προηγουμένως έκάθισεν ένας άμαρτωλός; "Η μήπως πρέπει νά έννοήσωμεν ότι καθέδρα όνομάζεται ή σταθερά καί μόνιμος πα­ραμονή εις τήν άμαρτίαν; Άπό αύτό πρέπει νά φυλασσώμεθα, διότι τό νά χρονοτριβή κανείς μέ προθυμίαν είς τάς άμαρτίας δημιουργεί είς τάς ψυχάς κάποιαν σταθεράν συνήθειαν. Πα­λαιόν πάθος τής ψυχής, καί άσκησις τοϋ κακού πού έρρίζωσε μέ τήν πάροδον τού χρόνου είνε δυσκολοθεράπευτος ή καί παντελώς άθεράπευτος, διότι ή συνήθεια, ώς έπί τό πλεΐστον μεταβάλλεται είς φύσιν. Είνε λοιπόν εύχής άξιον, νά μή έγγίσωμεν τό κακόν. Δευτέρα δέ προσπάθεια είνε νά τό άποφεύγωμεν άμέσως μετά τήν διάπραξιν τής άμαρτίας σάν πληγήν

17. ΟΙ Έβδομήκοντα έχουν τήν γραφήν «έπί καθέδρφ».



από φαρμακερόν όφιν, καθώς γράφει καί ό Σολομών περί τής φαύλης γυναικός, οτι «Μή έπιστήσης σόν ομμα πρός αύτήν, άλλ’ άποπήδησον μή έγχρονίσης»18. Καί όμως γνωρίζω μερι­κούς πού εις την νεότητά των έκυλίσθησαν εις τά σαρκικά πάθη, καί μέχρι αύτά τά γεράματα παραμένουν εις τάς άμαρτίας, έπειδή έσυνήθισαν είς τό κακόν. Καί δπως οΐ χοίροι πού κυ- λίονται εις τον βούρκον πάντοτε ζυμώνουν καί προσκολλοϋν επάνω τους την λάσπην, έτσι καί αυτοί καθ’ έκάστην ημέραν προσκολλοϋν έπάνω των τό αίσχος τής ηδονής. Μακάριον λοι­πόν είνε νά μή σκεφθής τό πονηρόν εάν όμως άπό κλοπήν τοΰ έχθροϋ έδέχθης είς τήν ψυχήν σου σκέψεις ασεβείς, μή παραμείνης είς τήν άμαρτίαν. Έάν δέ καί αύτό έχης πάθει, μή στερεωθής είς τό κακόν. Μή λοιπόν καθίσης είς τήν καθέδραν «των λοιμών». Έάν κατενόησες ποίαν καθέδραν εννοεί ό λόγος, δηλαδή τήν διαρκή παραμονήν είς τό κακόν, πρόσεξε τώρα, ποίους ώνόμασε «λοιμούς». Λέγουν λοιπόν έκεϊνοι πού είνε έμπειροι είς αύτά δτι ό λοιμός, όταν προσβάλη έναν άνθρωπον ή κτήνος, μεταδίδεται καί είς όλους όσοι πλησιάζουν· διότι είνε τέτοια ή φύσις τής άρρώστιας, νά καθιστα άσθενεϊς όλους όσοι έρχον­ται είς έπαφήν μέ τούς άρρώστους. Τέτοιοι περίπου είνε καί οί έργάται τής άνομίας. Ό ένας μεταδίδει είς τόν άλλον τήν νόσον καί ολοι μαζί πάσχουν καί μαζί καταστρέφονται. *Η δέν βλέπεις τούς πόρνους πού κάθονται είς τήν άγοράν καί ειρωνεύονται τούς σώφρονας καί διηγούνται τά έργα τής αίσχύνης των καί τάς πράξεις τού σκότους, καί άπαριθμούν τά πάθη τής άτιμίας ώς κατορθώματα καί άνδραγαθήματα; Αύτοΐ είνε οί λοιμοί οϊ όποιοι συναγωνίζονται νά μεταδώσουν τό ίδικόν των κακόν είς ολους καί δεικνύουν προθυμίαν νά γίνουν πολλοί όμοιοι πρός αύτούς, ώστε μέ τό νά συμμετέχουν πολλοί είς τό κακόν νά διαφύγουν τήν μομφήν. Ούτε όταν τό πύρ έγγίση εύφλεκτον ύλην είνε δυνατόν νά μή έξαπλωθή είς όλόκληρον τήν ύλην, ίδίως όταν έπιτύχη εύνοϊκόν άνεμον πού διαδίδει τήν φλόγα- ούτε όταν ένας έγγίζη τήν άμαρτίαν είνε δυνατόν νά μή μεταδοθή είς όλους όσοι πλησιάζουν, καί


μάλιστα όταν την φλογίζουν τά πνεύματα τής πονηρίας. Τό πνεύμα τής πορνείας δεν ανέχεται νά σταματήση είς τον ένα ή άτιμία, αλλά αμέσως παίρνει μαζί καί τούς συνομηλί­κους του· γλέντια καί μέθαι καί αίσχραί διηγήσεις· κάποια πόρ­νη συντρώγει μαζί των καί εις τόν ένα μειδιά προκλητικά άλ­λον έρεθίζει καί όλους μαζί τους φλογίζει προς τήν Ιδίαν άμαρτίαν. ΤΑραγε είνε μικρός αυτός ό λοιμός, ή είνε μικρά ή έξάπλωσις τού κακού; Αλλά μήπως καί εκείνος που θαυμάζει τόν πλεονέκτην, ή εκείνον που μέ κάποιο άλλο πονηρόν σχέδιον έχει περιβληθή κάποιαν λαμπράν πολιτικήν έξουσίαν, ή τόν ηγεμόνα εθνών ή τόν άρχοντα στρατοπέδων, καί έπειτα έκυλίσθη είς τά αισχρότερα άπό τά πάθη, μήπως δέν έδέχθη είς τήν ψυχήν του αυτόν τόν λοιμόν, έφ’ όσον οίκειοποιήθη τό κακόν πού έθαύμασε; Διότι τά κοσμικά άξιώματα φέρουν εις φως συγ­χρόνως καί τόν άτομικόν βίον των δημοσίων προσώπων καί οί μεν στρατιώται ώς έπί τό πλεΐστον προσπαθούν νά έξομοιωθούν μέ τούς άρχιστρατήγους· ό δέ λαός των πό­λεων ζηλεύει τούς ισχυρούς. Καί γενικώς, όταν τό κακόν τού ένός θεωρηθή άξιον μιμήσεως άπό τούς πολλούς, τότε άρμόζει καί πρέπει νά λεχθή ότι κάποιος λοιμός τών ψυχών έπικρατεΐ είς τόν βίον. Διότι αυτός πού διά τής αμαρτίας απέκτησε φή­μην παρασύρει πολλούς άπό εκείνους πού εύκολα παρασύρονται είς τό νά μιμηθοΰν τήν όμοίαν άμαρτίαν. Επειδή λοιπόν ό ένας άπό τόν άλλον έμπλέκεται είς τήν φθοράν, θά έλέγαμεν ότι αί ψυχαί τών τοιούτων πάσχουν άπό κολλητικήν άσθένειαν. Μή λοιπόν καθίσης είς καθέδραν λοιμών, ή μή συμμετάσχης είς συγκέντρωσιν φθοροποιών καί καταστρεπτικών άνθρώπων ή νά μή μείνης αμετάπειστος είς άποφάσεις τάς όποιας κακώς έλαβες. Άλλ’ ό λόγος εύρίσκεται ακόμη είς τό προοίμιον τό δέ πλήθος τών νοημάτων βλέπω ότι ξεπερνά τό μέτρον ώστε ούτε έσεΐς είνε εύκολον νά συγκρατήσετε περισσότερα, ούτε έγώ νά συνεχίσω τήν όμιλίαν, διότι ή φωνή μου έκλείπει λόγω τής άσθενείας πού μέ συντροφεύει. "Αν καί άτελώς σάς έξήγησα όσα σάς είπα, έν τούτοις σάς ύπέδειξα τήν αποφυγήν


των κακών. Παρέλειψα βεβαίως τήν τελείωση; διά των αγαθών έργων, ομως επειδή άπευθύναμεν είς εύγνώμονα αύτιά τα οσα ειπαμεν, ύποσχόμεθα, εάν θελήση ό Θεός, νά σνμπληρώσωμεν καί τάς ελλείψεις, έάν βέβαια δεν ύποκύψωμεν εις τήν σιγήν τού Θανάτου. Είθε νά δώση ό Κύριος εις εμέ τον μισθόν δι’ οσα είπα καί είς έσάς καρπόν άπό οσα ήκούσατε, διά τής χάριτος τού Χριστού αυτού, διότι είς αύτόν άνήκει ή δόξα καί τό κρά­τος είς τούς αιώνας τών αιώνων. Αμήν.

 BASILEIOY_KAISAREIAC_ERGA_05_OMILIAI_EIC_PSALMOYC_ΕΠΕ

1 σχόλιο:

  1. Ζητώ συγνώμη για τη μικρή γραμματοσειρά όσοι θέλουν μπορούν να πατήσουν το κουμπί δίπλα στο printer και να το κατεβάσουν σε μορφή pdf θα τα δουν ποιο μεγάλα κανονικά για διάβασμα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Τόμος 15ος Παλαιάς Διαθήκης - Η Μετάνοια των Νιευιτών

Διαβάστε και   Ιωάννου Χρυσοστόμου  Ομιλία β PG 64 σελ. 423-426 ΕΔΩ Ο Τόμος αξίζει να διαβάστε είναι επίκαιρος , όλοι οι Προφήτες είναι επίκ...

Δημοφιλείς αναρτήσεις