Ἰουδαίων αἱρέσεις ἑπτά.
14 Γραμματεῖς, οἵτινες νομικοὶ μὲν ἦσαν καὶ δευτερωταὶ παραδόσεων τῶν παρ' αὐτοῖς
πρεσβυτέρων τῇ περιττοτέρᾳ ἐθελοθρησκείᾳ ἔθη φυλάττοντες, ἃ οὐ διὰ τοῦ νόμου
μεμαθήκασιν, ἀλλ' ἑαυτοῖς ἐτύπωσαν σεβάσματα δικαιώματος τῆς νομοθεσίας.
15 Φαρισαῖοι, οἱ ἑρμηνευόμενοι ἀφωρισμένοι· οἱ τὸ ἀκρότατον βιοῦντες καὶ
δῆθεν τῶν ἄλλων δοκιμώτεροι, παρ' οἷς καὶ νεκρῶν ἀνάστασις, ὃ καὶ παρὰ τοῖς
γραμματεῦσι, καὶ ἡ περὶ ἀγγέλων καὶ πνεύματος ἁγίου, ὅτι ἔστι, συγκατάθεσις· πολιτεία
δὲ διάφορος, καὶ μέχρι χρόνου ἐγκράτεια καὶ παρθενία, νηστεία δὲ δὶς τοῦ σαββάτου,
ξεστῶν καθαρισμὸς καὶ πινάκων καὶ ποτηρίων ὡς καὶ οἱ γραμματεῖς, ἀποδεκατώσεις τε
καὶ ἀπαρχαὶ καὶ ἐνδελεχεῖς εὐχαὶ καὶ σχήματα ἐθελοθρησκευτικὰ τῆς ἐνδυσίας διά τε
τῆς ἀμπεχόνης καὶ τῶν δελματικῶν ἤτουν κολοβίων καὶ τοῦ πλατυσμοῦ τῶν
φυλακτηρίων, τουτέστι σημάτων τῆς πορφύρας καὶ κρασπέδων καὶ ῥοΐσκων ἐπὶ τὰ
πτερύγια τῆς ἀμπεχόνης, ἅτινα ταῦτα ἐτύγχανε σημεῖα τῆς παρ' αὐτοῖς ἕως καιροῦ
ἐγκρατείας· οἳ καὶ παρεισέφερον γένεσιν καὶ εἱμαρμένην.
16 Σαδδουκαῖοι, οἱ ἑρμηνευόμενοι δικαιότατοι, οἳ ἐκ γένους μὲν ἦσαν Σαμαρειτῶν ὁμοῦ καὶ ἱερέως Σαδοὺκ ὀνόματι, νεκρῶν μὲν ἀνάστασιν ἀρνούμενοι καὶ μὴ παραδεχόμενοι ἄγγελον μήτε
πνεῦμα, τὰ δὲ πάντα ὄντες Ἰουδαῖοι.
17 Ἡμεροβαπτισταί, οἳ μὲν κατὰ πάντα Ἰουδαῖοι ἦσαν, ἔφασκον δὲ μηδένα ζωῆς
αἰωνίου τυγχάνειν, εἰ μή τι ἂν καθ' ἑκάστην ἡμέραν βαπτίζοιτο.
18 Ὀσσηνοί, οἳ δὴ ἰταμώτατοι ἑρμηνεύονται. Ἦσαν δὲ οὗτοι κατὰ νόμον τὰ
πάντα τελοῦντες, ἐχρῶντο δὲ καὶ γραφαῖς ἑτέραις μετὰ τὸν νόμον, τοὺς δὲ πλείους τῶν
μετέπειτα προφητῶν ἀπεβάλλοντο.
19 Νασσαριαῖοι, οἱ ἑρμηνευόμενοι ἀφηνιασταί, οἳ πᾶσαν σαρκοφαγίαν ἀπαγορεύουσιν, ἐμψύχων τε οὐδ' ὅλως μεταλαμβάνουσιν, ἄχρι δὲ Μωσέως καὶ Ἰησοῦ τοῦ Ναυῆ τοῖς ἐν πεντατεύχῳ ἁγίοις ὀνόμασι πατριαρχῶν κεχρημένοι καὶ πιστεύοντες, φημὶ δὴ Ἀβραὰμ καὶ Ἰσαὰκ καὶ Ἰακὼβ καὶ τῶν ἀνωτάτω καὶ αὐτοῦ Μωσέως καὶ Ἀαρὼν καὶ Ἰησοῦ. Τὰςδὲ τῆς πεντατεύχου γραφὰς οὐκ εἶναι
Μωσέως δογματίζουσιν, ἄλλας δὲ παρ' αὐτὰς διαβεβαιοῦνται.
20 Ἡρωδιανοὶ Ἰουδαῖοι μὲν ἦσαν κατὰ πάντα, Ἡρώδην δὲ Χριστὸν προσεδόκουν
καὶ αὐτῷ τὸ τοῦ Χριστοῦ γέρας ἀπεδίδουν καὶ ὄνομα. Οὗτος ὁ πρῶτος τόμος περιέχων
κατὰ τῶν εἴκοσι τούτων αἱρέσεων· ἐν αὐτῷ δὲ ἡ περὶ τῆς Χριστοῦ ἐπιδημίας ὑπόθεσις
καὶ ἡ τῆς ἀληθείας ὁμολογία. Τάδε ἔνεστιν ἐν τῷ δευτέρῳ τόμῳ τοῦ πρώτου βιβλίου, ἐν
ᾧ περὶ αἱρέσεων δεκατριῶν αἱ παρὰ Χριστιανοῖς αἱρέσεις.
Πηγή: Ιωάννου Δαμασκηνού Περὶ αἱρέσεων ἐν συντομίᾳ ἑκατόν, ὅθεν ἤρξαντο καὶ πόθεν γέγοναν
και στο Αποστολικοί Πατέρες 1 Διαταγές των Αγίων Αποστόλων Βιβλίο ΣΤ’ Περί ΣΧΙΣΜΑΤΩΝ γίνετε αναφορά για τα σχίσματα και τις αιρέσεις.
Υ.Γ. Ο Μέγας Αθανάσιος μας λέει :Καθέδρα λοιμών είναι, συνεπώς, ή διδασκαλία τών πονηρών.
. «Διά ' ούτο ούκ άναστήσονατι άσεβεϊς έν κρίσει». Διά τούτο, δηλ. διότι δέν έχουν ρίζαν Αλλ* όμοιάζουν πρός σκόνην χώματος ή όποία φέρεται τήδε κειίσε ύπό του Ανέμου ώς άνεμον δέ νά έννοήσης τήν ύπό τοϋ Θεού καταδίκην διά τών λόγων «Φύγετε μακράν άπό έμέ, κατηραμενοι, είς τό πύρ τό αίώνιον» 3. Όσοι δέ ακούσουν αύτήν τήν φωνήν δικαίως θά καταπέσουν (είς τήν κόλασιν)· διότι δέν έστηρίχθησαν εις τόν Χριστόν, τό στήριγμα καί τό θεμέλιον τών πιστών, οί δέ λόγοι (του θεού) λέγονται ώς καταδίκη καί όχι ώς έπερώτησις. «Έν τή συναγωγή δικαίων» 1 λέγει, διότι διαχωρίζει τούς δικαίους άπό τούς Αμαρτωλούς.
1 ΟΙ Ο' έχουν «έν βουλή δικαίων». Ό Μ. Αθανάσιος παραθέτει κατά τήν μετάφρασιν του ’Ακύλα καί τού Θεοδοτίωνος, οΐ άποίοι «συνάγωγήν ήρ- μηνεύκασι» κατά Εύσέβιον του Καισαρείας (Ερμηνεία είς τούς Ψαλμούς, έν χωρία ΒΕΠ 21, 20).
6. «"Οτι γινώσκει Κύριος όδόν δικαίων». Τό «γινώσκει» αντί του «τιμά», συμφώνως προς τό λεχθέυ υπό τού Θεού είς τον Μωυσήν «Γινώσκω σε παρά πάντας» άντί τού· σέ τιμώ, καί εύρες εύνοιαν πλησίον μου.
Η λέξη διδασκαλία
- διδασκαλία η [δiδaskalía] Ο25 : 1α. εκπαιδευτική διαδικασία με την οποία γίνεται η μετάδοση γνώσεων, κυρίως από το δάσκαλο στο μαθητή: Θα καθιερωθεί / εισαχθεί η ~ της πληροφορικής στα σχολεία. Σκοπός και μέθοδος της διδασκαλίας των αρχαίων ελληνικών / των μαθηματικών. || νουθεσία. (έκφρ.) άρχισε πάλι τις διδασκαλίες / να αφήσεις τις διδασκαλίες, κουραστικές ή και άχρηστες συμβουλές. || μέθοδος, τρόπος διδασκαλίας: H ~ του γοήτευε τους μαθητές του. β. ~ ενός θεατρικού έργου, προετοιμασία για την παράσταση ενός έργου, κυρίως αρχαίου δράματος. 2. το σύνολο των θέσεων που πρεσβεύει μια θρησκεία ή ένα φιλοσοφικό σύστημα: H χριστιανική ~ / η ~ του Xριστού. H ~ του Σωκράτη.
[λόγ. < αρχ. διδασκαλία]
Η λέξη πονηρός.
απονήρευτος -η -ο [aponíreftos] Ε5 : που δε βάζει στο νου του κακό, δόλο, υπόνοιες, υποψίες· αθώος, άδολος: Είναι ακόμα άβγαλτο και απονήρευτο κοριτσάκι. απονήρευτα ΕΠIΡΡ χωρίς πονηριά, δόλο, καχυποψία: Mιλάει / σκέφτεται / ενεργεί ~.
[μσν. απονήρευτος < α- 1 πονηρεύ(ομαι) -τος]
κουτοπονηριά η [kutoponirjá] Ο24 : η ιδιότητα και η συμπεριφορά κουτοπόνηρου ανθρώπου.
[κουτοπόνηρ(ος) -ιά]
κουτοπόνηρος -η -ο [kutopóniros] Ε5 : άνθρωπος κουτός, που, επειδή σκέφτεται με ιδιοτέλεια και πονηριά, πιστεύει ότι είναι πιο έξυπνος από τους άλλους και ικανός να τους ξεγελάσει.
[κουτ(ός) -ο- + πονηρ(ός) -ος]
παμπόνηρος -η -ο [pambóniros] Ε5 : πάρα πολύ πονηρός· πονηρότατος: Παμπόνηρο ύφος / βλέμμα. Παμπόνηρη σκέψη. Παμπόνηρο σχέδιο / μυαλό. Παμπόνηρη η γριά δεν έπεσε στην παγίδα. ~ σαν αλεπού.
[λόγ. < αρχ. παμπόνηρος `αχρείος΄ κατά την εξέλ. της σημ. του πονηρός]
πονηράδα η [poniráδa] Ο26 : η ιδιότητα αλλά και η ενέργεια, η πράξη του πονηρού, η πονηριά: Φέρομαι / σκέφτομαι / ξεφεύγω με ~. Άσε τις πονηράδες.
[πονηρ(ός) -άδα]
πονήρεμα το [ponírema] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του πονηρεύω.
[πονηρεύ(ω) -μα με αποβ. του [v] πριν από [m] (πρβ. αρχ. πονηρεύματα `παλιανθρωπιές΄)]
πονηρεύω [ponirévo] -ομαι Ρ5.2 : 1. κάνω κπ. να σκέφτεται με πονηρό τρόπο, του δημιουργώ υποψίες, διεγείρω την καχυποψία του: Aυτό που άκουσα με πονήρεψε. 2. γίνομαι πονηρός, χάνω την αθωότητα, την αφέλεια ή την ευπιστία μου. || (ειδικότ.) αποκτώ συνείδηση του ερωτισμού, της σεξουαλικότητας: Mεγάλωσε το παιδί και πονήρεψε. || (παθ.) γίνομαι καχύποπτος, μπαίνω σε υποψίες: Tους είδα / τους άκουσα να κρυφομιλούν και πονηρεύτηκα.
[ενεργ. του αρχ. πονηρεύομαι `δείχνω κακή συμπεριφορά΄ κατά την εξέλ. της σημ. του πονηρός]
πονηριά η [ponirjá] Ο24 : η ιδιότητα αλλά και η ενέργεια, η πράξη του πονηρού: Σκέφτομαι / ενεργώ / φέρομαι με ~. Kατάφερε με διάφορες πονηριές να τον ξεγελάσει. Xρειάζεται ~ για να πετύχουμε το σκοπό μας.
[μσν. πονηριά (στη σημερ. σημ.) < αρχ. πονηρία `κατεργαριά΄ με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]
πονηρός -ή -ό [ponirós] Ε1 : 1. που προσανατολίζει και χρησιμοποιεί την όποια ικανότητα και ευφυΐα διαθέτει στο να κάνει σκέψεις και να επινοεί τρόπους (συχνά πλάγιους και ανορθόδοξους) ή τεχνάσματα που δεν περνούν από το μυαλό των άλλων, προκειμένου να πετύχει τους σκοπούς του: H γυναίκα του, πονηρή και καπάτσα, κατάφερνε πάντα να γίνεται το δικό της. Ο ~ διαρρήκτης ξέφευγε από τις παγίδες της αστυνομίας. Έπεσε θύμα πονηρών εμπόρων. || (έκφρ.) πονηρή αλεπού*. (λόγ.) εκ του πονηρού, με πονηρό σκοπό, πρόθεση. (προφ.) ~ ο βλάχος!, λέγεται για κπ. που αποδεικνύεται πονηρός ενώ θεωρούνταν αφελής. οι καιροί είναι πονηροί, οι περιστάσεις είναι απρόβλεπτες, ασταθείς, δεν εμπνέουν εμπιστοσύνη. || (ως ουσ.) ο πονηρός, ο διάβολος. 2. που έχει χαρακτηριστικά του πονηρού: Tα πονηρά μάτια του στριφογύριζαν δεξιά αριστερά. Tο πονηρό της μουτράκι έλαμψε μ΄ ένα χαμόγελο. 3. που δεν εξαπατάται εύκολα, φιλύποπτος, καχύποπτος. ANT εύπιστος, αφελής: Είναι πολύ πονηρή, δεν την ξεγελάς εύκολα. 4. που αναφέρεται, που σχετίζεται με τα ερωτι κά, τα σεξουαλικά: Kάνει πονηρές σκέψεις. Έχει πονηρό σκοπό. || (ως ουσ.) το πονηρό, το κακό, το ανήθικο: Όλο στο πονηρό πάει ο νους / το μυαλό του. πονηρούλης -α -ικο YΠΟKΟΡ. πονηρούτσικος -η / -ια -ο YΠΟKΟΡ. πονηρά ΕΠIΡΡ: Σκέφτομαι / χαμογελώ / κοιτάζω ~. Mου ΄κλεισε ~ το μάτι.
[αρχ. πονηρός `καταπονημένος, άχρηστος΄ (η σημερ. σημ. μσν.)· πονηρ(ός) -ούλης· πονηρ(ός) -ούτσικος
https://anyflip.com/qjml/bboy/
https://anyflip.com/qjml/kqaf/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου