ΑΡΧΙΚΗ

Περί μετανοίας και εξορίας του Αδάμ

 

Άγιος Συμεών ο νέος Θεολόγος. Κατήχηση Ε΄: Περί μετανοίας και εξορίας του Αδάμ.

 

Ἀδελφοὶ καὶ πατέρες. Εἶναι καλὸ πρᾶγμα ἡ μετάνοια καὶ ἡ ὠφέλεια ποὺ προέρχεται ἀπὸ αὐτήν. Αὐτὸ γνωρίζοντας καὶ ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, ὁ Θεός μας, ὁ ὁποῖος ὅλα τὰ γνωρίζει ἐκ τῶν προτέρων, εἶπε: «Μετανοεῖτε, ἤγγικε γὰρ ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν». Θέλετε δὲ νὰ μάθετε ὅτι χωρὶς μετάνοια, καὶ μάλιστα μετάνοια ἀπὸ τὸ βάθος τῆς ψυχῆς καὶ τέτοια ὅπως ὁ Λόγος τὴν ζητεῖ ἀπὸ ἐμᾶς, εἶναι ἀδύνατον νὰ σωθοῦμε; Ἀκοῦστε τὸν ἴδιο τὸν Ἀπόστολο ποὺ λέει «… πᾶσα ἁμαρτία ἐκτός τοῦ σώματος ἐστίν… Ὁ δὲ πορνεύων εἰς τὸ ἴδιον σῶμα ἁμαρτάνει…». Καὶ πάλι, «Παραστῆναι δεῖ ἡμᾶς ἔμπροσθεν τοῦ βήματος τοῦ Χριστοῦ, ἵνα ἀπολήψεται ἕκαστος τὰ διὰ τοῦ σώματος πρὸς εἰ ἔπραξε, εἴτε ἀγαθὰ εἴτε φαῦλα».

Μπορεῖ λοιπὸν πολλὲς φορὲς λαμβάνοντας κάποιος ἀφορμὴ ἀπὸ αὐτὰ νὰ πεῖ: «εὐχαριστῶ τὸν Θεό, διότι δὲν μόλυνα κανένα μέλος τοῦ σώματός μου μὲ κάποιαν πονηρή πράξη», καὶ ἔχει δῆθεν παρηγοριά ἀπὸ αὐτό, ἐπειδὴ εἶναι ξένος ἀπὸ σωματικὴ ἁμαρτία. Ἀλλὰ ἀποκρίνεται ὁ Δεσπότης, λέγοντας τὴν παραβολὴ περὶ τῶν δέκα παρθένων, καὶ δείχνει σὲ ὅλους μας καὶ μᾶς βεβαιώνει ὅτι καθόλου δὲν ὠφελούμαστε ἀπὸ τὴν καθαρότητα τοῦ σώματος, ἐὰν δὲν συνυπάρχουν σ’ ἐμᾶς καὶ οἱ ὑπόλοιπες ἀρετές.

Καὶ ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλὰ ὁ ἴδιος πάλι ὁ Παῦλος μαζὶ μὲ τὸν Δεσπότη φωνάζει: «Εἰρήνην διώκετε μετὰ πάντων καὶ τόν ἁγιασμόν, οὐ χωρὶς οὐδεὶς ὄψεται τόν Κύριον». Γιατί ὅμως εἶπε «διώκετε»; Διότι δὲν εἶναι δυνατὸν σὲ μίαν ὥρα νὰ γίνουμε καὶ νὰ εἴμαστε ἅγιοι, ἀλλὰ πρέπει ἀρχίζοντας ἀπὸ τὰ μικρά, νὰ φθάσουμε προοδευτικά στὸν ἁγιασμὸ καὶ τὴν καθαρότητα. Καὶ διότι ἀκόμη καὶ χίλια χρόνια ἐὰν ζήσουμε στὴν ζωὴ αὐτή, οὐδέποτε θὰ μπορέσουμε νὰ τὰ ἀποκτήσουμε αὐτὰ σὲ τέλειο βαθμό, ἀλλὰ βάζοντας ἀρχὴν καθημερινά, ὀφείλουμε νὰ ἀγωνιζώμαστε συνεχῶς.

Αὐτὸ φανέρωσε πάλι ὁ ἴδιος λέγοντας, «Διώκω δὲ εἰ καὶ καταλάβω (μήπως κατορθώσω δηλαδὴ) ἐφ’ ὧ καὶ κατελήφθην (ἐκεῖνο δηλαδὴ γιὰ τὸ ὁποῖον καὶ ὁ Χριστὸς μὲ ἔφερε κοντά του)». Διότι κάθε ἄνθρωπος ποὺ ἔχει ἁμαρτήσει, ὅπως ἐγὼ ὁ κατακεκριμένος, καὶ ἔκλεισε μὲ τόν βόρβορο τῶν ἡδονῶν τὶς αἰσθήσεις τῆς ψυχῆς του, ἀκόμη καὶ ἂν ὅλη τὴν περιουσία του τὴν διαμοίρασε στοὺς φτωχούς, καὶ ἐγκατέλειψε ὅλη τὴν δόξα καὶ λαμπρότητα τῶν ἀξιωμάτων καὶ πολυτέλεια οἴκου καὶ ἵππων, ποιμνίων καὶ δούλων, καὶ αὐτοὺς τοὺς ἴδιους φίλους του καὶ τοὺς συγγενεῖς του ὅλους, καὶ ἦλθε φτωχὸς καὶ ἀκτήμων καὶ ἔγινε μοναχός, παρ’ ὅλα αὐτὰ χρειάζεται τὰ δάκρυα τῆς μετανοίας, ὡς ἀναγκαῖα γιὰ τὴν ζωήν του.

Καὶ αὐτὸ γιὰ νὰ ἀποπλύνει τὸν βόρβορο τῶν ἁμαρτημάτων του, καὶ ἀκόμη περισσότερο ἐὰν εἶναι καλυμμένος, ὅπως ἐγώ, μὲ τὴν αἰθάλη καὶ τὸν βόρβορο τῶν πολλῶν του κακῶν, ὄχι μόνον στὸ πρόσωπο καὶ στὰ χέρια, ἀλλὰ σὲ ὅλον γενικῶς τὸ σῶμα του. Πράγματι, δὲν ἀρκεῖ γιὰ τὴν κάθαρση τῆς ψυχῆς μας ἡ διανομὴ τῶν ὑπαρχόντων, ἀδελφοί, ἐὰν παραλλήλως δὲν κλάψουμε καὶ δὲν θρηνήσουμε ἀπὸ τὰ βάθη τῆς ψυχῆς μας. Διότι νομίζω ὅτι ἐὰν δὲν καθαρίσω ὁ ἴδιος τὸν ἑαυτό μου μὲ κάθε δυνατὴ προσπάθεια καὶ μὲ τὰ δάκρυα ἀπὸ τὸν μολυσμὸ τῶν ἁμαρτημάτων μου, ἀλλὰ ἐξέλθω ἀπὸ τόν βίο μολυσμένος, δικαίως θὰ γελάσει καὶ ὁ Θεὸς εἰς βάρος μου καὶ οἱ ἄγγελοί του, καὶ θὰ ἐκβληθῶ στὸ πῦρ τὸ αἰώνιον μὲ τοὺς δαίμονες. Ναί, πράγματι, ἔτσι εἶναι ἀδελφοί. Διότι τίποτε δὲν φέραμε μαζί μας στὸν κόσμο, γιὰ νὰ τὸ δώσουμε στόν Θεὸν ὡς ἀντίλυτρο γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας.

Εἶναι λοιπὸν δυνατὸν ἀδελφοί, σὲ ὅλους, ὄχι μόνον στοὺς μοναχοὺς ἀλλὰ καὶ στοὺς λαϊκούς, τὸ νὰ μετανοοῦν πάντοτε καὶ διαρκῶς, καὶ νὰ κλαῖνε καὶ νὰ παρακαλοῦν τὸν Θεό, καὶ δι’ αὐτῶν τῶν πράξεων νὰ ἀποκτήσουν καὶ ὅλες τὶς ὑπόλοιπες ἀρετές.

Ὅτι αὐτὸ εἶναι ἀληθὲς τὸ ἐπιβεβαιώνει μαζί μου καὶ ὁ Χρυσόστομος Ἰωάννης, ὁ μέγας στύλος καὶ διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας, στοὺς λόγους του περὶ τοῦ Δαυίδ, ἐξηγῶντας ἐκεῖ τὸν πεντηκοστὸν ψαλμό. Λέει ὅτι εἶναι δυνατὸν κάποιος ποὺ ἔχει γυναῖκα καὶ δούλους καὶ δοῦλες καὶ πλῆθος ὑπηρετῶν καὶ περιουσία πολλή, καὶ διαπρέπει στὰ κοσμικὰ πράγματα, νὰ μπορεῖ ὄχι μόνον αὐτό, τὸ νὰ κλαίει δηλαδὴ καθημερινά καὶ νὰ προσεύχεται καὶ νὰ μετανοεῖ, ἀλλὰ καὶ νὰ φθάσει στὴν τελειότητα τῆς ἀρετῆς ἐὰν θέλει, καὶ νὰ λάβει Πνεῦμα Ἅγιο καὶ νὰ γίνει φίλος του Θεοῦ καὶ νὰ ἀπολαμβάνει τὴν θέαν του, ὅπως ὑπῆρξαν πρὶν ἀπὸ τὴν παρουσία τοῦ Χριστοῦ ὁ Ἀβραάμ, ὁ Ἰσαάκ, ὁ Ἰακὼβ καὶ στὰ Σόδομα ὁ Λὼτ καί, γιὰ νὰ ἀφήσω τοὺς ἄλλους, ἐπειδὴ εἶναι πολλοί, ὁ Μωυσῆς καὶ ὁ Δαυίδ.

Στὴν δὲ νέα χάρη καὶ ἐπιφάνεια τοῦ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος μας, ὁ ἁλιεὺς καὶ ἀγράμματος Πέτρος, ὁ ὁποῖος μαζὶ μὲ τὴν πεθερά του καὶ τοὺς ἄλλους ἐκήρυττε τὸν Θεὸ ποὺ τότε φανερώθηκε.

Τοὺς δὲ ἄλλους ποιός θὰ τοὺς ἀπαριθμήσει, ποὺ εἶναι περισσότεροι ἀπὸ τὶς σταγόνες τῆς βροχῆς καὶ ἀπὸ τοὺς ἀστέρες τοῦ οὐρανοῦ; Βασιλεῖς, ἀρχιερεῖς, ἐξουσιαστάς, γιὰ νὰ μὴν πῶ τοὺς φτωχοὺς καὶ ὅσους ἔζησαν μόνο μὲ τὰ ἀπαραίτητα, τῶν ὁποίων οἱ πόλεις καὶ οἱ οἰκίες καὶ οἱ ναοὶ ποὺ ἐκεῖνοι φιλοτίμα ἀνήγειραν, τὰ γηροκομεῖα καὶ τὰ ξενοδοχεῖα, σώζονται καὶ ὑπάρχουν μέχρι τώρα;

Ὅλα αὐτὰ καὶ ὅταν ἦσαν ἀκόμη ἐκεῖνοι στὴν ζωὴ τὰ κατεῖχαν καὶ τὰ χρησιμοποιοῦσαν εὐσεβῶς, ὄχι ὡς κύριοι τους, ἀλλὰ ὡς δοῦλοι τοῦ Δεσπότου μετεχειρίζονταν αὐτὰ τὰ ὁποῖα τοὺς ἔδωσε ὁ Κύριος, ὅπως ἦταν ἀρεστὸ σ’ Ἐκεῖνον, «χρησιμοποιῶντας μὲν τῷ κόσμῳ, οὐ καταχρώμενοι δέ», σύμφωνα μὲ τὸν Παῦλο. Γι’ αὐτὸ καὶ τώρα, στὴν παροῦσα ζωή, ἔγιναν ἔνδοξοι καὶ λαμπροί, καὶ στοὺς ἀτελευτήτους αἰώνες, στὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, θὰ γίνουν ἐνδοξότεροι καὶ λαμπρότεροι. Καὶ μάλιστα ἐὰν δὲν είμασταν ὀκνηροὶ καὶ ράθυμοι καὶ καταφρονητές τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ πρόθυμοι καὶ ἄγρυπνοι καὶ προσέχαμε τὸν ἑαυτόν μας, οὐδεμία ἀνάγκη θὰ εἴχαμε ἀποταγῆς ἢ κουρᾶς ἢ τῆς φυγῆς ἀπὸ τὸν κόσμο. Καὶ γιὰ νὰ σὲ βεβαιώσω γι’ αὐτὸ ἄκουσε!

Ὁ Θεὸς ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἔκανε τὸν ἄνθρωπο βασιλιά ὅλων ὅσων ὑπάρχουν ἐπάνω στὴν γῆ, ἀλλὰ καὶ αὐτῶν ποὺ βρίσκονται κάτω ἀπὸ τόν θόλο τοῦ οὐρανοῦ. Διότι βέβαια ὁ ἥλιος καὶ ἡ σελήνη καὶ τὰ ἄστρα, γιὰ τόν ἄνθρωπον δημιουργήθηκαν. Τί λοιπόν; Ἄραγε ἐπειδὴ ἦταν βασιλεὺς ὅλων αὐτῶν τῶν ὁρατῶν, βλαπτόταν ἀπὸ αὐτὰ στὴν ἀπόκτηση τῆς ἀρετῆς; Ὄχι, καθόλου, ἀλλὰ ἐὰν ἐζοῦσε εὐχαριστῶντας τὸν Θεό, ὁ ὁποῖος τὰ ἐδημιούργησε καὶ τοῦ τὰ ἔδωσε ὅλα, ἀκόμη περισσότερο θὰ εὐδοκιμοῦσε. Διότι ἐὰν δὲν παρέβαινε τὴν ἐντολὴ τοῦ Δεσπότου, δὲν θὰ ἔχανε αὐτὴ τὴν Βασιλεία, δὲν θὰ στεροῦσε τoν ἑαυτό του ἀπὸ τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ. Ἐπειδὴ ὅμως τὸ ἔκαμε αὐτό, δικαίως ἐξεδιώχθη, ἐξορίσθη, ἔζησε καὶ ἀπέθανε.

Καὶ θὰ σᾶς πῶ ἕνα πρᾶγμα τὸ ὁποῖο, νομίζω, κανεὶς δὲν τὸ ἀπεκάλυψε σαφῶς, ἀλλὰ ἔχει λεχθεῖ σκιωδῶς. Ποιό; Ἄκου τὴν Θεία Γραφὴ ποὺ λέει: «Καὶ εἶπεν ὁ Θεὸς τῷ Ἀδὰμ (μετὰ τὴν παράβασιν ἐννοῶ). Ἀδὰμ ποῦ εἶ;». Γιατί τὸ εἶπε αὐτὸ ὁ ποιητὴς τοῦ παντός; Ὁπωσδήποτε θέλοντας νὰ τὸν φέρει σὲ συναίσθηση, καὶ καλῶντας τον σὲ μετάνοια, λέει «Ἀδὰμ ποῦ εἶ;». Ἐξέτασε τὸν ἑαυτό σου, διαπίστωσε τὴν γύμνωσή σου! Κοίτα ποῖο ἔνδυμα, ποία δόξα στερήθηκες. «Ἀδὰμ ποῦ εἶ;». Σὰν νὰ τὸν παρακαλεῖ καὶ νὰ τοῦ λέει: «Ναί, σύνελθε, ταπεινέ, ναί, ἄφησε τὸν τόπον ὅπου εἶσαι κρυμμένος. Ἀπὸ ἐμένα νομίζεις ὅτι κρύβεσαι; Πές «Ἥμαρτον!».

Ἀλλὰ δὲν τὸ λέει αὐτό, ἢ μᾶλλον ἐγὼ ὁ ἄθλιος δὲν τὸ λέω, διότι δικό μου εἶναι τὸ πάθος! Ἀλλὰ τί λέει; «Τῆς φωνῆς σου ἤκουσα περιπατοῦντος ἐν τῷ παραδείσω, καὶ ἔγνων ὅτι γυμνὸς εἰμὶ καὶ ἐκρύβην». Καὶ τί τοῦ ἀπήντησε ὁ Θεός; «Καὶ τὶς ἀνήγγειλέ σοι ὅτι γυμνὸς εἶ, εἰ μὴ ἐκ τοῦ ξύλου, οὐ ἐνετειλάμην σοι τούτου μόνον μὴ φαγεῖν, ἀπ’ αὐτοῦ ἔφαγες;». Βλέπεις, ἀγαπητέ, μακροθυμία Θεοῦ; Διότι ὅταν εἶπε: «Ἀδάμ, ποῦ εἶ:», καὶ ἐκεῖνος δὲν ὡμολόγησε εὐθὺς τὴν ἁμαρτίαν, ἀλλὰ εἶπε «τῆς φωνῆς σου ἤκουσα, Κύριε καὶ ἔγνων ὅτι γυμνὸς εἰμὶ καὶ ἐκρύβην», ὁ Θεὸς δὲν ὀργίσθηκε, δὲν τὸν ἀποστράφηκε ἀμέσως καὶ ὁριστικῶς, ἀλλὰ τοῦ δίδει εὐκαιρία νὰ ἀποκριθεῖ καὶ δεύτερη φορά, καὶ λέει: «τὶς ἀνήγγειλέ σοὶ ὅτι γυμνὸς εἶ; Εἰ μὴ ἐκ τοῦ ξύλου οὐ ἐνετειλάμην σοὶ τούτου μόνον μὴ φαγεῖν, ἀπ’ αὐτοῦ ἔφαγες;». Πρόσεξε βάθος λόγων τῆς σοφίας τοῦ Θεοῦ: «Τί λές, ὅτι εἶσαι γυμνός, τοῦ λέει, κρύβεις ὅμως τὴν ἁμαρτία σου; Μήπως νομίζεις ὅτι μόνο τὸ σῶμα σου βλέπω καὶ δὲν βλέπω τὴν καρδιά καὶ τοὺς λογισμούς σου;». Διότι ὁ Ἀδάμ, ἐπειδὴ ἀπατήθηκε, ἔλπιζε ὅτι ὁ Θεὸς δὲν γνώριζε τὴν ἁμαρτία του, καὶ ἔλεγε μέσα του κάπως ἔτσι: «ἐὰν πῶ ὅτι εἶμαι γυμνός, τότε ἐπειδὴ ὁ Θεὸς δὲν γνωρίζει, θὰ μοῦ πεῖ: καὶ γιατί εἶσαι γυμνός; Τότε ἐγὼ θὰ τοῦ ἀπαντήσω ἀρνητικὰ καὶ θὰ τοῦ πῶ: δὲν γνωρίζω, καὶ ἔτσι θὰ τοῦ διαφύγω, καὶ θὰ ἀπολαύσω πάλι τὴν πρώτη μου στολή. Τουλάχιστον δὲν θὰ μὲ ἐκδιώξει, τουλάχιστον δὲν θὰ μὲ ἐξορίσει!».

Ἐνῶ συλλογιζόταν αὐτά, ὅπως καὶ τώρα κάμουν πολλοὶ καὶ πρῶτος ἐγὼ ὁ ἴδιος, καὶ κρύβουν τὰ ἁμαρτήματά τους, ὁ Θεός, ἐπειδὴ δὲν ἤθελε νὰ πολλαπλασιάσει τὸ κρίμα του, λέει: «Καὶ πόθεν ἔγνως ὅτι γυμνὸς εἶ, εἰ μὴ ἀπὸ τοῦ ξύλου οὐ ἐνετειλάμην σοι μὴ φαγεῖν, ἀπ’ αὐτοῦ ἔφαγες;». Σὰν νὰ λέει. «Πράγματι, νομίζεις ὅτι κρύβεσαι ἀπὸ ἐμένα; Δὲν γνωρίζω ἐγὼ τί ἔπραξες; Δὲν λές τὸ «Ἥμαρτον»; Πές, πτωχέ: Ναί, ἀλήθεια, Κύριε, παρέβην τὴν ἐντολήν σου, ἔφταιξα ἀκούγοντας τὴν συμβουλὴ τῆς γυναίκας, ἔσφαλλα πολύ ἀκολουθῶντας τὸν λόγο της καὶ παρακούοντας τὸν δικό σου, ἐλέησον μεἈλλὰ δὲν λέει τοῦτο, δὲν ταπεινώνεται. Νεῦρο ἀπὸ σίδερο ὁ αὐχένας τῆς καρδίας του, ὅπως ἀκριβῶς εἶναι καὶ ὁ δικός μου. Διότι ἐὰν ἔλεγε αὐτό, θὰ ἔμενε στὸν Παράδεισο, καὶ ὅλον ἐκεῖνο τὸν κύκλο τῶν μυρίων κακῶν, τὸν ὁποῖον ὑπέστη ὅταν ἐξορίσθηκε καὶ ἔμεινε κάτω στὸν Ἅδη τόσους πολλοὺς αἰῶνες, θὰ τὸν εἶχε ἀποφύγει τότε μὲ ἕναν μόνον λόγο.

Αὐτὸ εἶναι λοιπὸν ἐκεῖνο γιὰ τὸ ὁποῖο ἔχω ὑποσχεθεῖ νὰ ὁμιλήσω. Καὶ ἄκου τὴν συνέχεια, γιὰ νὰ γνωρίσεις ὅτι τὰ λόγιά μου εἶναι ἀληθινά, καὶ τίποτε δὲν εἶναι ψεῦδος ἀπὸ ὅλα αὐτά. Εἶπε ὁ Θεὸς στὸν Ἀδάμ. «Ἥν ὥραν φάγεσθε ἀπὸ τοῦ ξύλου, οὐ ἐνετειλάμην ὑμῖν τούτου μόνον μὴ φαγεῖν, θανάτω ἀποθανεῖσθε», δηλαδὴ τὸν ψυχικὸ θάνατο, πρᾶγμα ποὺ καὶ ἔγινε τὴν ἰδία ὥρα, γι’ αὐτὸ καὶ γυμνώθηκε ἀπὸ τὴν ἀθάνατη στολή του. Τίποτε περισσότερο δὲν εἶπε ὁ Θεὸς καὶ τίποτε περισσότερο δὲν ἔγινε. Διότι προγνωρίζοντας ὁ Θεὸς ὅτι ὁ Ἀδὰμ πρόκειται νὰ ἁμαρτήσει, καὶ θέλοντας νὰ τὸν συγχωρήσει, ὅταν αὐτὸς μετανοοῦσε, μὲ τίποτε περισσότερο, ὅπως εἴπαμε, δὲν τὸν ἀπείλησε.

Ἐπειδὴ ὅμως ἀρνήθηκε τὴν ἁμαρτία του, καὶ δὲν μετενόησε οὔτε ὅταν ἐλέγχθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ (διότι εἶπε: «Ἡ γυνή, ἥν δέδωκάς μοι, αὔτη μὲ ἠπάτησεν», σὰν δηλαδὴ νὰ λέει στὸν Θεό. «Ἐσύ ἔφταιξες. Ἡ γυναίκα, τὴν ὁποία ἐσύ μοῦ ἔδωσες, αὐτή μὲ ἐξαπάτησε»).

Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Θεὸς τοῦ λέει: «Ἐν κόπῳ καὶ ἱδρῶτι φαγῆ τὸν ἄρτον σου, καὶ ἀκάνθας καὶ τριβόλους ἀνατελεῖ σοι ἡ γῆ» καὶ τελευταῖα ὅτι, «γῆ εἶ καὶ εἰς γῆν ἀπελεύση». Ἤθελα νὰ μετανοήσεις, λέει, καὶ νὰ ἐπανέλθεις στὴν προηγουμένην σου διαγωγή. Ἐπειδὴ ὅμως εἶσαι τόσο σκληρός, φύγε λοιπὸν ἀπὸ κοντά μου, καὶ ἡ ἀπομάκρυνση σου θὰ σοῦ εἶναι ἀρκετὴ γιὰ παιδαγωγία, ἐπειδὴ εἶσαι χῶμα, καὶ στὸ χῶμα θὰ ἐπιστρέψεις.

Γνωρίζεις λοιπὸν τώρα ὅτι, ἐπειδὴ μετὰ τὴν παράβαση δὲν μετανόησε νὰ πεῖ «Ἥμαρτον», ἐξορίζεται καὶ προστάζεται νὰ ζεῖ μὲ κόπο καὶ ἱδρῶτα. Γι’ αὐτὸ καὶ κατεδικάσθηκε νὰ ἐπιστρέψη στὴν γῆ ἀπὸ τὴν ὁποία ἐλήφθη. Καὶ αὐτὸ γίνεται φανερὸ ἀπὸ τὴν συνέχεια.

Ἀφήνοντας λοιπὸν αὐτόν, ἔρχεται στὴν Εὔα, θέλοντας νὰ δείξει ὅτι δίκαια καὶ αὐτὴ θὰ ἐξορισθεῖ, ἀφοῦ δὲν θέλει νὰ μετανοήσει, καὶ τῆς λέει: «Τί τοῦτο ἐποίησας;» γιὰ νὰ πεῖ τουλάχιστον αὐτὴ τὸ «Ἥμαρτον». Διότι ποία ἄλλη ἀνάγκη ἔκαμε τὸν Θεὸ νὰ τῆς ἀπευθύνει αὐτὰ τὰ λόγια, παρὰ μόνον γιὰ νὰ πεῖ: «Ἀπὸ τὴν ἀφροσύνη μου, Δέσποτα, τὸ ἔπραξα αὐτό, ἡ ταπεινὴ καὶ ἀθλία, καὶ παρήκουσα ἐσὲ τὸν Κύριο μου. Ἐλέησον με!». Ἀλλὰ δὲν εἶπε αὐτό. Καὶ τί εἶπε; «Ὁ ὄφις ἐξηπάτησέ με».

Ὢ τί ἀναισθησία! Καὶ συνομίλησες μὲ τὸν ὄφι, ὁ ὁποῖος σοῦ ὁμιλοῦσε κατὰ τοῦ Δεσπότου, καὶ προτίμησες αὐτὸν ἀντὶ τοῦ Θεοῦ ποὺ σὲ ἔπλασε, καὶ θεώρησες προτιμοτέρη καὶ ἀληθέστερη τὴν συμβουλὴ ἐκείνου, ἀπὸ τὴν ἐντολὴ τοῦ Δεσπότου; Καὶ ἐπειδὴ οὔτε αὐτὴ μπόρεσε νὰ πεῖ τὸ «Ἥμαρτον», ἐκβάλλονται ἀπὸ τὴν τρυφή, ἐξορίζονται ἀπὸ τὸν Παράδεισο καὶ ἀπὸ τὸν Θεό. Ἀλλὰ πρόσεχε, παρακαλῶ, τὸ βάθος τοῦ μυστηρίου τοῦ φιλανθρώπου Θεοῦ, καὶ μάθε καὶ διδάξου ἀπὸ αὐτὰ ὅτι, ἐὰν μετανοοῦσαν, δὲν θὰ εἶχαν ἐκδιωχθεῖ, δὲν θὰ εἶχαν κατακριθεῖ, δὲν θὰ εἶχαν καταδικασθεῖ νὰ ἐπιστρέψουν στὴν γῆ ἀπὸ τὴν ὁποία προῆλθαν. Καὶ τί ἔγινε ἔπειτα; Ἄκουσε!

Ὅταν ἐκδιώχθησαν καὶ ἔπεσαν ἤδη ἀπὸ τὴν ἀρχὴ μέσα στοὺς ἱδρῶτες καὶ τοὺς σωματικοὺς κόπους, ἄρχισαν δὲ νὰ πεινοῦν καὶ νὰ διψοῦν, καὶ συγχρόνως νὰ ριγοῦν καὶ νὰ τρέμουν καὶ νὰ πάσχουν αὐτὰ τὰ ὁποῖα καὶ ἐμεῖς πάσχουμε σήμερα, αἰσθάνθηκαν περισσότερο τὴν δυστυχία καὶ τὸ κατάντημά τους, ἀλλὰ καὶ τὴν ἰδίαν τὴν κακοφροσύνη τους, καὶ τὴν ἀνέκφραστον φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ.

Περπατῶντας λοιπὸν καὶ καθισμένοι ἔξω ἀπὸ τὸν Παράδεισο, μετανοοῦσαν, ἔκλαιγαν, θρηνοῦσαν, χτυποῦσαν τὸ πρόσωπο, ἐξερρίζωναν τὰ μαλλιά τους, καταδικάζοντας μὲ ὀδυρμοὺς τὴν σκληροκαρδία τους, καὶ αὐτὸ ὄχι μόνο μίαν ἡμέρα οὔτε δύο ἢ δέκα, ἀλλά, πιστέψετε το, σὲ ὅλη τους τὴν ζωή. Καὶ πῶς δὲν θὰ ἔκλαιγαν πάντοτε καὶ διαρκῶς, ἐνθυμούμενοι ἐκεῖνο τὸν πρᾶο καὶ ἤρεμο Δεσπότη, ἐκείνη τὴν τρυφὴ τὴν ἀνέκφραστη, τὰ ἀπερίγραπτα κάλλη τῶν ἀνθέων ἐκείνων, τὴν ἀμέριμνη ἐκείνη καὶ ἀκοπίαστη ζωή, τὶς ἀνόδους καὶ τὶς καθόδους τῶν ἀγγέλων πρὸς αὐτούς;

Διότι ὅπως ἐκεῖνοι ποὺ εἶχαν ἐκλεγεῖ ἀπὸ κάποιον ἄρχοντα τοῦ παρόντος κόσμου ὡς προσωπικοί του ὑπηρέτες, ὅσο μὲν διατηροῦν ἀνόθευτο τὸν σεβασμὸ καὶ τὴν τιμὴ καὶ τὴν δουλεία πρὸς τὸν κύριο τους καὶ ἀγαποῦν αὐτὸν καὶ τοὺς ὁμοδούλους τους, ἀπολαμβάνουν καὶ τὴν πρὸς αὐτὸν παρρησία καὶ τὴν εὔνοια καὶ τὴν ἀγάπη του, ζῶντας μέσα σὲ πολλὴ ἄνεση καὶ τρυφὴ καὶ σπατάλη. Ἐὰν ὅμως ἀλαζονευθοῦν κατὰ τοῦ κυρίου τους, καὶ ἀποθρασυνθοῦν καὶ αὐθαδιάσουν ἐναντίον τῶν συνδούλων τους, τότε ἐκπίπτουν ἀπὸ τὴν πρὸς αὐτὸν παρρησία καὶ τὴν ἀγάπη καὶ τὴν εὔνοιάν του, ἐξορίζονται σὲ χώρα μακρινή, καὶ ὑποβάλλονται κατόπιν διαταγῆς του σὲ μυρίους πειρασμούς, μέσα σὲ κόπους καὶ σὲ μεγάλες ταλαιπωρίες. Ἔτσι ὅλο καὶ περισσότερο συνειδητοποιοῦν τὴν ἄνεση τὴν ὁποίαν ἀπολάμβαναν, καὶ πόσο ζημιώθηκαν ἀπὸ τὴν στέρηση τόσων ἀγαθῶν. Τὸ ἴδιο ἔπαθαν καὶ οἱ πρωτόπλαστοι, οἱ ὁποῖοι ὅσο ἦταν στὸν Παράδεισο, ἀπολάμβαναν ὅλα ἐκεῖνα τὰ ἀγαθά, ἔπειτα ὅμως ξέπεσαν ἀπὸ αὐτὰ καὶ ἐξορίσθησαν. Ὅταν αἰσθάνθησαν ἀπὸ ποῦ ἔπεσαν, πάντοτε θρηνοῦσαν, πάντοτε ἔκλαιγαν, ἐπικαλούμενοι τὴν εὐσπλαγχνία τοῦ Κυρίου τους.

Ἀλλὰ Αὐτὸς τί κάνει, ὁ πλούσιος σὲ ἔλεος καὶ βραδὺς σὲ τιμωρίες; Ἐπειδὴ εἶδε ὅτι ταπεινώθηκαν, τὴν μὲν ἀπόφαση ποὺ εἶχε λάβει δὲν τὴν ματαιώνει ἐντελῶς −αὐτὸ τὸ ἔκαμε πρὸς σωφρονισμὸ δικό μας, καὶ γιὰ νὰ μὴν ὑπερηφανεύεται κανεὶς κατὰ τοῦ ποιητοῦ τῶν ὅλων− προγνωρίζοντας δὲ ὡς Θεὸς καὶ τὴν πτώση τους καὶ τὴν μετάνοια, εἶχε ὁρίσει ἀπὸ τὴν ἀρχή, ὁπωσδήποτε πρὶν νὰ δημιουργήσει τὰ πάντα, καὶ τὸν καιρὸ καὶ τὸν χρόνο καὶ πῶς καὶ πότε θὰ τοὺς ἀνακαλέσει ἀπὸ τὴν ἐξορία, μὲ τρόπο μυστικὸ καὶ ἀπὸ κάθε κτίσμα ἀνεξιχνίαστο. Πράγματι, ἀκόμη καὶ ἂν ὅλα τὰ μυστήρια τῆς Θείας αὐτῆς οἰκονομίας ἀποκαλυφθοῦν σὲ κάποιους, καὶ θελήσουν νὰ τὰ γράψουν, δὲν θὰ φθάσει οὔτε ὁ χρόνος οὔτε τὸ χαρτὶ οὔτε τὸ μελάνι, οὔτε ὁ κόσμος ὅλος θὰ χωρέσει τὰ βιβλία αὐτὰ ποὺ θὰ γραφοῦν.

Ὅπως λοιπὸν ἀπὸ εὐσπλαγχνία εἶχε πεῖ καὶ προορίσει ἀπὸ πρίν, ἔτσι ἀκριβῶς καὶ ἔπραξε. Καὶ αὐτοὺς τοὺς ὁποίους γιὰ τὴν ἀναίδεια τους καὶ γιὰ τὴν ἀμετανόητη καρδία καὶ γνώμη ἐξεδίωξε ἀπὸ τὸν Παράδεισο, ὅταν μετανόησαν ὅπως ἔπρεπε, καὶ ταπεινώθηκαν ἀξίως, καὶ ἔκλαυσαν, καὶ θρήνησαν, Αὐτὸς ὁ ἴδιος, ὁ μόνος Μονογενὴς Υἱὸς καὶ Λόγος, ἀπὸ μόνον τὸν προάναρχον Πατέρα, κατῆλθε, ὅπως ὅλοι γνωρίζετε, καὶ ὄχι μόνον ἔγινε ἄνθρωπος ὅμοιος μὲ ἐκείνους, ἀλλὰ καὶ νὰ πεθάνει ὅπως αὐτοὶ καταδέχθηκε, προτιμώντας βίαιο καὶ ἐπονείδιστο θάνατο. Κατῆλθε δὲ καὶ στὸν Ἅδη, καὶ ἀπὸ ἐκεῖ τούς ἀνέστησε. Αὐτὸς λοιπὸν ὁ ὁποῖος τόσα ἔπαθε γι’ αὐτούς, γιὰ νὰ τοὺς ἀνακαλέσει ἀπὸ τὴν μακρινή ἐκείνη ἐξορία, ἐὰν μετανοοῦσαν στὸν Παράδεισο, δὲν θὰ τοὺς συμπαθοῦσε; Καὶ πῶς ὄχι, ἀφοῦ εἶναι ἀπὸ τὴν φύση του φιλάνθρωπος, καὶ τοὺς δημιούργησε ἀκριβῶς γι’ αὐτό, γιὰ νὰ ἀπολαμβάνουν δηλαδή τὰ ἀγαθὰ του μέσα στόν Παράδεισο καὶ νὰ δοξάζουν τόν εὐεργέτη τους;

Ναί, πράγματι ἀδελφοί, αὐτό, ὅπως φρονῶ, θὰ γινόταν. Γιὰ νὰ μάθεις δὲ καὶ τὰ ὑπόλοιπα, καὶ νὰ πιστέψεις περισσότερο στόν λόγο, ἄκου καὶ τὰ ἑξῆς: Ἐὰν εἶχαν μετανοήσει ὅταν ἀκόμη ἦταν μέσα στόν Παράδεισο, ἐκεῖνο τὸν ἴδιον Παράδεισο θὰ ἀπολάμβαναν καὶ τίποτε περισσότερο. Ἐπειδὴ δὲ γιὰ τὴν ἀμετανοησία τους ἐξεβλήθησαν, μετὰ ταῦτα ζώντας μέσα στὶς θλίψεις, μετενόησαν καὶ ἔκλαψαν πολύ. Αὐτά, ὅπως εἶπα, δὲν θὰ τὰ πάθαιναν, ἐὰν εἶχαν μετανοήσει μέσα στόν Παράδεισο. Γιὰ τοὺς πόνους λοιπὸν αὐτοὺς καὶ τοὺς ἱδρῶτες καὶ τοὺς κόπους, καὶ γιὰ τὴν καλή τους μετάνοια, θέλοντας ὁ Δεσπότης Θεὸς νὰ τοὺς τιμήσει καὶ νὰ τοὺς δοξάσει, ἀλλὰ καὶ νὰ τοὺς κάνει νὰ λησμονήσουν ὅλα ἐκεῖνα τὰ δεινά, τί κάνει; Πρόσεξε, παρακαλῶ, τὸ μέγεθος τῆς φιλανθρωπίας! Ὅταν κατῆλθε στὸν Ἅδη καὶ τοὺς ἀνέστησε, δὲν τοὺς ἀποκατέστησε πάλι στὸν Παράδεισο ἀπὸ ὅπου ἐξέπεσαν, ἀλλὰ τοὺς ἀνέβασε σ’ αὐτὸν τὸν ἴδιο τὸν οὐρανὸ τοῦ οὐρανοῦ. Καὶ ἀφοῦ ὁ Κύριος ἐκάθισε ἐκ δεξιῶν τοῦ προανάρχου Πατρός του καὶ Θεοῦ, τί λές ὅτι τὸν ἔκαμε αὐτόν, ὁ ὁποῖος ἦταν κατὰ φύσιν δοῦλος του; Τὸν ἔκαμε κατὰ χάριν πατέρα του! (ἀφοῦ ὁ ἴδιος αὐτοαποκαλεῖται Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου). Εἶδες σὲ ποῖον ὕψος τὸν ἀνέβασε ὁ Δεσπότης, γιὰ τὴν μετάνοια καὶ τὴν ταπείνωση καὶ τοὺς θρήνους καὶ τὰ δάκρυά του;

Ὢ δύναμη τῆς μετανοίας καὶ τῶν δακρύων! Ὢ πέλαγος ἀνεκφράστης φιλανθρωπίας καὶ ἀνεξιχνίαστου ἐλέους, ἀδελφοί! Διότι ὄχι μόνο ἐκεῖνον, ἀλλὰ καὶ ὅλους τούς ἀπογόνους του, ἐμᾶς δηλαδὴ τὰ τέκνα του, οἱ ὁποῖοι μιμούμαστε τὴν ἐξομολόγηση ἐκείνου, τὴν μετάνοια, τὸν θρῆνο, τὰ δάκρυα καὶ τὰ ἄλλα τὰ ὁποῖα προείπαμε, τοὺς ἐτίμησε καὶ τοὺς ἐδόξασε, τόσο ὅσο καὶ ἐκεῖνον, ὅσους μέχρι σήμερα κάνουν ὅπως ἔκανε ἐκεῖνος, καὶ ὅσους θὰ τὸν μιμηθοῦν ἀπὸ σήμερα, εἴτε κοσμικοὶ εἶναι εἴτε μοναχοί. «Ἀμήν», εἶπεν ὁ ἀψευδὴς Θεός, «οὐκ ἐγκαταλείψω αὐτοὺς ποτέ, ἀλλ’ ὡς ἀδελφούς μου καὶ φίλους καὶ πατέρας καὶ μητέρας καὶ συγγενεῖς καὶ συγκληρονόμους μου ἀναδείξω αὐτούς, καὶ ἐδόξασα καὶ δοξάσω. Καὶ ἐν τῷ οὐρανῷ ἄνω καὶ ἐπὶ τῆς γῆς κάτω, καὶ τῆς ζωῆς αὐτῶν καὶ εὐφροσύνης καὶ δόξης οὐκ ἔσται τέλος ποτέ».

Τί ὠφέλησε, πές μου ἀδελφέ, τοὺς πρωτοπλάστους ἡ ἀκοπίαστη καὶ ἀμέριμνη ζωὴ μέσα στὸν Παράδεισο, ἀφοῦ ἐραθύμησαν, καὶ ἀπὸ ἀπιστία πρὸς τὸν Θεὸ καταφρόνησαν καὶ παράβηκαν τὴν ἐντολή του; Διότι ἐὰν τὸν εἶχαν πιστέψει, δὲν θὰ θεωροῦσε ἡ Εὔα τὸν ὄφι πλέον ἀξιόπιστο, ὁ δὲ Ἀδὰμ τὴν Εὔα πλέον ἀξιόπιστη ἀπὸ Ἐκεῖνον, ἀλλὰ θὰ εἶχαν φυλαχθεῖ νὰ μὴ φᾶνε ἀπὸ τὸ φυτό. Ἐπειδὴ ὅμως ἔφαγαν καὶ δὲν μετανόησαν, ἐξεβλήθηκαν.

Ἀπὸ τὴν ἐξορία πάλι καθόλου δὲν βλάφτηκαν, ἀλλὰ καὶ πάρα πολὺ ὠφελήθηκαν, καὶ αὐτὸ συντέλεσε στὴν σωτηρία ὅλων μας. Διότι ἀφοῦ κατῆλθε ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς ὁ Κύριος μας, κατατρόπωσε τὸν ἐχθρό μας, τὸν θάνατο, παραδίδοντας ὁ ἴδιος τὸν ἑαυτό Του, καὶ ἔτσι ματαίωσε ἐντελῶς τὴν καταδίκην ποὺ προῆλθε ἀπὸ τὴν παράβαση τοῦ προπάτορος. Καὶ ἀναγεννῶντας καὶ ἀναπλάττοντας καὶ ἀπαλλάσσοντάς μας τελείως ἀπὸ αὐτὴ, μὲ τὸ ἅγιο Βάπτισμα, μᾶς καθιστᾶ ἐντελῶς ἐλεύθερους στὸν κόσμο αὐτό, καὶ μὴ ἐνεργούμενους τυραννικῶς ἀπὸ τὸν ἐχθρό.

Ἀλλὰ τιμῶντας μας μὲ τὸ αὐτεξούσιο μὲ τὸ ὁποῖο μᾶς εἶχε προικίσει ἀπ’ ἀρχῆς, μᾶς δίνει περισσοτέρη δύναμη ἐναντίον του, ὥστε ὅποιοι θέλουν, νὰ τὸν νικοῦν μὲ εὐχέρεια μεγαλύτερη ἀπὸ ὅλους τούς πρὸ τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ ἁγίους. Καὶ μετὰ τὸν θάνατο τους νὰ μὴν ὁδηγοῦνται καὶ αὐτοὶ ὅπως ἐκεῖνοι κάτω στὸν Ἅδη, ἀλλὰ στὸν οὐρανὸ καὶ στὴν τρυφὴ καὶ τὴν ἀπόλαυση ποὺ ἐπικρατεῖ ἐκεῖ, καὶ νὰ ἀξιώνωνται: νὰ ἀπολαμβάνουν, τώρα μὲν σὲ μέτριο βαθμό, μετὰ δὲ τὴν ἐκ νεκρῶν ἀνάσταση, πλήρως ὅλη τὴν αἰώνια χαρά.

Νὰ μὴ προφασίζωνται λοιπὸν αὐτοὶ ποὺ ἐπιζητοῦν προφάσεις, οὔτε νὰ λένε ὅτι εἶναι πλήρης ἡ ἐπιρροὴ τῆς παραβάσεως τοῦ Ἀδὰμ ἐπάνω μας, καὶ ὅτι αὐτὸ εἶναι ποὺ μᾶς ἑλκύει πρὸς τὰ κάτω, πρὸς τὴν ἁμαρτία. Διότι ὅποιοι τὸ σκέπτονται καὶ τὸ λένε αὐτό, νομίζουν ὅτι ἀνωφελῶς καὶ ματαίως ἔγινε ἡ παρουσία τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ μας, πρᾶγμα ποὺ μόνον οἱ αἱρετικοὶ λένε, ὄχι οἱ πιστοί.

Πράγματι, γιὰ ποῖον ἄλλον λόγο κατῆλθε καὶ γεύθηκε τὸν θάνατο, παρὰ μόνον βεβαίως γιὰ νὰ καταργήσει τὴν καταδίκη ποὺ προῆλθε ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, καὶ νὰ ἐλευθερώσει τὸ γένος μας ἀπὸ τὴν δουλεία καὶ ἐνέργεια τοῦ ἐχθροῦ πού τὸ πολεμεῖ; Διότι αὐτὸ εἶναι ἡ πραγματικὴ αὐτεξουσιότητα, δηλαδὴ τὸ νὰ μὴν ἐξουσιαζώμαστε μὲ ὁποιονδήποτε τρόπο ἀπὸ κάποιον ἄλλον.

Ἐπειδὴ ἐμεῖς μὲν ὡς τέκνα ἐκείνου ποὺ ἁμάρτησε εἴμαστε μέχρι τότε ἁμαρτωλοί, ὡς τέκνα ἐκείνου ποὺ παρέβη τὴν ἐντολὴ παραβάτες, ὡς τέκνα ἐκείνου ποὺ ἔγινε δοῦλος τῆς ἁμαρτίας δοῦλοι κι ἐμεῖς τῆς ἁμαρτίας, ὡς τέκνα ἐκείνου ποὺ δέχθηκε τὴν κατάρα καὶ νεκρώθηκε ἐπικατάρατοι καὶ ἐμεῖς καὶ νεκροί, ὡς τέκνα ἐκείνου ποὺ ἐπηρεάσθηκε ἀπὸ τὴν συμβουλὴ τοῦ πονηροῦ καὶ ὑποδουλώθηκε σ’ αὐτόν, καὶ ἔχασε τὸ αὐτεξούσιο, εἴχαμε κι ἐμεῖς δεχθεῖ τὴν ἐπήρεια αὐτοῦ, καὶ εἴχαμε καταδυναστευθεῖ ἀπὸ τὴν τυραννικήν του ἐξουσία.

Ὁ Θεὸς ὅμως κατῆλθε καὶ σαρκώθηκε, ἔγινε ἄνθρωπος ὅπως ἐμεῖς χωρὶς ὅμως τὴν ἁμαρτία, καὶ ἔλυσε τὴν ἁμαρτία, ἁγίασε δὲ τὴν σύλληψη καὶ τὴν γέννηση, καὶ ἐπειδὴ ἀνατράφηκε ὀλίγον κατ’ ὀλίγον, εὐλόγησε κάθε ἡλικία. Καὶ ὅταν ἔγινε τέλειος ἄνδρας, τότε ἄρχισε τὸ κήρυγμα, διδάσκοντας μας νὰ μὴ προτρέχουμε σὲ ὀτιδήποτε, καὶ νὰ μὴ προλαμβάνουμε ἐκείνους ποὺ ἐλευκάνθηκαν στὴν σύνεση καὶ στὴν ἀρετή, ὅσοι μάλιστα εἴμαστε νέοι στὴν φρόνηση καὶ δὲν ἔχουμε ἀνδρωθεῖ. Ἐδέχθηκε ἐπάνω του ὅσα ἦταν πρὸς τὸ συμφέρον μας, καὶ ἀφοῦ ἐφύλαξε ὅλες τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρὸς αὐτοῦ, ἔλυσε τὴν παράβαση, καὶ ἐλευθέρωσε τοὺς παραβάτες ἀπὸ τὴν καταδίκη. Ἔγινε δοῦλος ἀναλαμβάνοντας μορφὴ δούλου, καὶ ἐπανέφερε ἐμᾶς τοὺς δούλους στὸ δεσποτικὸ ἀξίωμα, ἀναδεικνύοντάς μας δεσπότες τοῦ πρώην τυράννου.

Καὶ τὸ μαρτυροῦν αὐτὸ οἱ ἅγιοι, οἱ ὁποῖοι καὶ μετὰ θάνατον, ἀποδιώκουν ὡς ἀδυνάμους καὶ αὐτὸν καὶ τοὺς ὑπασπιστές του. Μὲ τὴν σταύρωση του ὁ ἴδιος ἔγινε κατάρα, καὶ ἔλυσε ὅλη τὴν κατάρα τοῦ Ἀδάμ. Ἀπέθανε, καὶ μὲ τὸν θάνατό του κατατρόπωσε τὸν θάνατο. Ἀνέστη, καὶ ἐξαφάνισε τὴν δύναμη καὶ τὴν ἐνέργεια τοῦ ἐχθροῦ, ὁ ὁποῖος διὰ μέσου τοῦ θανάτου καὶ τῆς ἁμαρτίας ἔχει τὴν ἐξουσία ἐναντίον μας. Διότι βάζοντας μέσα στὸ θανατηφόρο δηλητήριο καὶ στὸ φαρμάκι τῆς ἁμαρτίας, τὴν ἀνέκφραστη ἐνέργεια τῆς Θεότητας καὶ τὴν ζωοποιὸ ἐνέργεια τοῦ σώματός του, ἐλύτρωσε τελείως ὅλο τὸ γένος μας ἀπὸ τὴν ἐνέργεια τοῦ ἐχθροῦ.

Καθαίροντας δὲ καὶ ζωοποιώντας μας, μὲ τὸ ἅγιο Βάπτισμα καὶ μὲ τὴν κοινωνία τῶν ἀχράντων μυστηρίων, τοῦ τιμίου σώματος καὶ τοῦ αἵματός του, μᾶς ἀποκαθιστᾶ ἁγίους καὶ ἀναμαρτήτους. Ἀλλὰ καὶ μᾶς ἀφήνει τὴν τιμὴ τοῦ αὐτεξουσίου, γιὰ νὰ μὴ φανοῦμε ὅτι ὑπηρετοῦμε τὸν Δεσπότη μὲ τὴν βία, ἀλλὰ μὲ τὴν προαίρεση. Καὶ ὅπως ὁ Ἀδὰμ ἦταν στὸν Παράδεισον ἐξ ἀρχῆς ἐλεύθερος, ξένος πρὸς τὴν ἁμαρτία καὶ τὴν βία, ὑπάκουσε δὲ στόν ἐχθρὸ μὲ τὸ αὐτεξούσιο θέλημά του, ἐξαπατήθηκε καὶ παρέβη τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ, ἔτσι καὶ ἐμεῖς, ἀναγεννώμενοι μὲ τὸ ἅγιο Βάπτισμα, ἁπαλλασσόμαστε ἀπὸ τὴν δουλεία καὶ γινόμαστε αὐτεξούσιοι, καὶ ἐὰν δὲν ὑπακούσουμε στόν ἐχθρὸ μὲ τὴν δικὴ μας θέληση, δὲν μπορεῖ μὲ ἄλλο τρόπο νὰ ἐνεργήσει κάτι ἐναντίον μας.

Πράγματι, ἐὰν πρὶν ἀπὸ τὸν νόμο καὶ τὴν παρουσία τοῦ Χριστοῦ, χωρὶς ὅλα αὐτὰ τὰ βοηθήματα, πολλοὶ καὶ ἀναρίθμητοι εὐαρέστησαν τὸν Θεὸ καὶ ἀνεδείχθησαν ἄμεμπτοι, ὅπως ὁ δίκαιος Ἐνώχ, τὸν ὁποῖο μετέθεσε τιμῶντας τον μὲ τὸν τρόπον αὐτό, καὶ ὁ Ἠλίας τὸν ὁποῖον παρέλαβε στόν οὐρανὸ μὲ ἅρμα πύρινο, τί θὰ ἀπολογηθοῦμε ἐμεῖς, οἱ ὁποῖοι μετὰ τὴν χάρη καὶ τὴν τοιαύτη καὶ τόσο μεγάλη εὐεργεσία, οὔτε ἴσοι μὲ τοὺς πρὸ τῆς χάριτος εὑρισκόμαστε, ἀλλὰ ζοῦμε μέσα στὴν ραθυμία, καὶ καταφρονοῦμε τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ καὶ τὶς παραβαίνουμε; Καὶ αὐτὸ μετὰ τὴν κατάργηση τοῦ θανάτου καὶ τῆς ἁμαρτίας, μετὰ τὴν ἀναγέννηση τοῦ βαπτίσματος καὶ τὴν προστασία τῶν ἁγίων ἀγγέλων καὶ τὴν ἐπισκίαση καὶ ἐπέλευση τοῦ ἰδίου τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὅτι θὰ τιμωρηθοῦμε, ἐὰν ἐπιμένουμε στὸ κακό, περισσότερο ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ἁμάρτησαν ὅταν ἐπικρατοῦσε ὁ νόμος, τὸ ἐδήλωσε ὁ Παῦλος λέγοντας. «Εἰ γὰρ ὁ δι’ ἀγγέλων λαληθείς λόγος ἐγένετο βέβαιος, καὶ πᾶσα παράβασις καὶ παρακοὴ ἔλαβεν ἔνδικον μισθαποδοσίαν, πῶς ἡμεῖς ἐκφευξόμεθα τηλικαύτης ἀμελήσαντες σωτηρίας;».

Ἂς μὴ ἀποδίδει λοιπὸν τὴν εὐθύνη καὶ ἂς μὴ κατηγορεῖ τὸν Ἀδάμ, ἀλλὰ τόν ἑαυτὸ του, καθένας ἀπὸ ἐμᾶς, ὁ ὁποῖος πέφτει σὲ ὁποιαδήποτε ἁμαρτία, καὶ ἂς ἐπιδεικνύει ἀξία μετάνοια ὅπως ἐκεῖνος, ἐὰν βεβαίως θέλει νὰ ἐπιτύχει τὴν αἰωνία ἐν Χριστῷ ζωή…

Ἐκεῖνος ποὺ συλλογίζεται πάντοτε τὶς ἁμαρτίες του, καὶ συνεχῶς βλέπει ἐμπρός του τὴν μέλλουσα Κρίση, καὶ μετανοεῖ, καὶ κλαίει θερμῶς, αὐτὸς ὑπερβαίνει ὅλα μαζὶ τὰ πάθη καὶ τὰ ἁμαρτήματα, καὶ τὰ ὑπερνικᾶ ἀνυψούμενος ἀπὸ τὴν μετάνοια, ὥστε νὰ μὴν μπορεῖ οὔτε ἕνα ἀπὸ αὐτὰ, νὰ φθάσει καὶ νὰ προσεγγίσει τὴν ψυχή του, στὸ ὕψος ἐκεῖνο ποὺ πετᾶ.

Ἐὰν δὲ ὁ νοῦς μας, πτερωμένος ἀπὸ τὴν μετάνοια καὶ τὰ δάκρυα, καὶ ἀπὸ τὴν πνευματικὴ ταπείνωση ποὺ γεννᾶται ἀπὸ αὐτά, δὲν ἀνυψωθεῖ στὸ ὕψος τῆς ἀπάθειας, δὲν θὰ μπορέσουμε νὰ ἐλευθερωθοῦμε, δὲν θὰ πάψουν νὰ μᾶς κεντοῦν, πότε τὸ ἕνα, πότε τὸ ἄλλο πάθος, καὶ νὰ μᾶς κατασπαράζουν σὰν ἄγρια θηρία.

Μετὰ δὲ τόν θάνατο, ἐξ αἰτίας αὐτῶν, θὰ χάσουμε τὴν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, καὶ ἀπὸ αὐτὰ πάλι θὰ τιμωρηθοῦμε αἰωνίως. Γι’ αὐτὸ σᾶς παρακαλῶ ὅλους, πνευματικοί μου πατέρες καὶ ἀδελφοί, καὶ ποτὲ δὲν θὰ πάψω νὰ παρακαλῶ τὴν ἀγάπη σας, νὰ μὴν ἀμελήσετε τὴν σωτηρία σας, ἀλλὰ μὲ κάθε τρόπο νὰ προσπαθήσετε νὰ ἀνυψωθεῖτε λίγο ἀπὸ τὴν γῆ. Καὶ ὅταν γίνει αὐτὸ τὸ θαῦμα, τὸ ὁποῖο θὰ σᾶς καταπλήξει, τὸ νὰ ἀνυψωθεῖτε δηλαδὴ ἀπὸ τὴν γῆ καὶ νὰ ὑπερίπτασθε στὸν ἀέρα, δὲν θὰ θελήσετε πλέον νὰ κατέλθετε οὔτε κἄν γιὰ λίγο καὶ νὰ σταθεῖτε στὴν γῆ.

Λέγοντας δὲ «γῆ» ἐννοῶ τὸ σαρκικό, καὶ «ἀέρα» τὸ πνευματικὸ φρόνημα. Διότι ἐὰν ὁ νοῦς ἐλευθερωθεῖ ἀπὸ τοὺς πονηροὺς λογισμοὺς καὶ τὰ πάθη, καὶ δι’ αὐτοῦ ἀντικρύσουμε τὴν ἐλευθερία τὴν ὁποία μᾶς χάρισε ὁ Χριστός, δὲν θὰ καταδεχθοῦμε πλέον νὰ κατέλθουμε στὴν προηγούμενη δουλεία τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ σαρκικοῦ φρονήματος, ἀλλὰ σύμφωνα μὲ τοὺς λόγους τοῦ Κυρίου, δὲν θὰ πάψουμε νὰ γρηγοροῦμε καὶ νὰ προσευχώμαστε, ἕως ὅτου μεταβοῦμε πρὸς τὴν ἐκεῖθεν μακαριότητα καὶ τύχουμε τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν, «χάριτι καὶ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ᾧ πρέπει πᾶσα δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν».

ΠΗΓΗ : https://greekdownloads.wordpress.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Άγιος Αθανάσιος ο Πάριος: Άγιος Μάρκος ο Ευγενικός. (Ο Αντίπαπας) – Σκοπός συγγραφής του έργου.

  Άγιος Μάρκος ο Ευγενικός. (Ο Αντίπαπας). Η δράση και το εγκώμιο του, γραμμένα από τον Άγιο Αθανάσιο τον Πάριο. Ο ΑΝΤΙΠΑΠΑΣ

Δημοφιλείς αναρτήσεις