ΟΙ 3 ΤΡΟΠΟΙ ΤΟΥ ΨΕΥΔΟΥΣ
Κάθε ἁμαρτία γίνεται ἢ ἀπὸ φιληδονία ἢ ἀπὸ φιλαργυρία ἢ ἀπὸ φιλοδοξία. Ὁμοίως καὶ τὸ ψεῦδος ἀπὸ αὐτὰ τὰ τρία πάθη γίνεται· ψεύδεται κανεὶς ἢ γιὰ νὰ μὴν κατηγορηθεῖ καὶ ταπεινωθεῖ ἢ γιὰ νὰ ἱκανοποιήσει ἐπιθυμία, ἢ γιὰ νὰ κερδίσει ἀγαθά.
Ὑπάρχουν δὲ τρεῖς τρόποι ψεύδους· εἶναι ὁ ψευδόμενος κατὰ διάνοιαν, ὁ ψευδόμενος ἐν λόγῳ καὶ ὁ ψευδόμενος μὲ τὸν βίον του.
Ὁ
ψευδόμενος κατὰ διάνοιαν εἶναι ἐκεῖνος ὅπου δέχεται ὑπόνοιες. Ἐὰν αὐτὸς
δεῖ κάποιον νὰ ὁμιλεῖ μὲ τὸν ἀδελφόν του, ὑποπτεύται καὶ λέγει ὅτι γιὰ
μένα μιλοῦν. Κι ἂν διακόψουν τὴν ὁμιλία, πάλι ὑποπτεύεται ὅτι γι’αὐτὸν
διέκοψαν. Ἐὰν πεῖ κανεὶς λόγο, ὑποπτεύεται ὅτι τὸν εἶπε γιὰ νὰ τὸν
θλίψει, καὶ γενικῶς σὲ κάθε πρᾶγμα, ὑποπτεύεται ἔτσι τὸν πλησίον
λέγοντας, «γιὰ μένα τὸ ἔκανε τοῦτο, γιὰ μένα τὸ εἶπε τοῦτο, γιὰ αὐτὸν
τὸν σκοπὸν τὸ ἔκανε τοῦτο». Αὐτὸς εἶναι ὁ ψευδόμενος κατὰ διάνοια. Διότι
δὲν λέγει τίποτε ἀληθινό, ἀλλὰ ὅλα ἀπὸ ὑποψία. Ἀπὸ αὐτὸ λοιπὸν
προέρχονται οἱ περιέργιες, οἱ καταλαλιές, τὸ κρυφάκουσμα, τὸ μάχεσθαι, ἡ
κατάκρισις.
Ὁ ψευδόμενος ἐν λόγῳ εἶναι αὐτὸς ποὺ ὑποθετικά, βαριέται νὰ σηκωθεῖ
στὴν ἀγρυπνία καὶ δὲν λέγει, συγχωρεσὲ μέ, ποὺ βαρέθηκα νὰ σηκωθῶ, ἀλλὰ
λέγει, εἶχα πυρετό, εἶχα σκοτοδίνη, δὲν μπόρεσα νὰ σηκωθῶ, εἶχα ἀτονία,
καὶ λέγει δέκα λόγους ψευδεῖς, γιὰ νὰ μὴν βάλει μία μετάνοια καὶ
ταπεινωθεῖ. Ἐὰν δέ, τὸν κατηγορήσει κανεὶς γιὰ κάτι, ἐπιμένει νὰ ἀλλάξει
καὶ νὰ τρόποποιεί τοὺς λόγους του, γιὰ νὰ μὴν βαστάξει τὴν κατηγορίαν.
Ὁμοίως ἐὰν συμβεῖ νὰ ἔχει κάποια δυσαρέσκεια μὲ τὸν ἀδελφό, δὲν παύει νὰ
δικαιολογήται καὶ νὰ λέγει, «ἀλλὰ ἐσὺ εἶπες, ἀλλὰ ἐσὺ ἔκανες, ἀλλὰ ἐγὼ
δὲν εἶπα, ἀλλὰ ἐκεῖνος εἶπε», ἀλλὰ τοῦτο, ἀλλὰ ἐκεῖνο, μόνο καὶ μόνο γιὰ
νὰ μὴν ταπεινωθεῖ.
Ὁ
ψευδόμενος μὲ τὸν βίον του εἶναι αὐτὸς ποὺ ἐνῷ εἶναι ἄσωτος,
προσποιεῖται ἐγκράτεια, ἢ ἐνῷ εἶναι πλεονέκτης ὁμιλεῖ περὶ ἐλεημοσύνης
καὶ ἐπαινεῖ τὴν συμπάθεια, ἢ ἐνῷ εἶναι ὑπερήφανος θαυμάζει τὴν
ταπεινοφροσύνη. Καὶ δὲν τὴν θαυμάζει διότι θέλει νὰ ἐπαινέσει τὴν ἀρετή.
Διότι ἂν εἶχε αὐτὸν τὸν σκοπό, πρῶτα θὰ ὁμολογοῦσε τὴν ἀδυναμία τοῦ
λέγοντας «ἀλλοίμονο σὲ μένα τὸν ἄθλιο, ποὺ εἶμαι ἄδειος ἀπὸ κάθε ἀγαθό».
Καὶ μετὰ τὴν ὁμολογία τῆς ἀδυναμίας τοῦ τότε θὰ μποροῦσε νὰ θαυμάσει
καὶ νὰ ἐπαινέσει τὴν ἀρετή. Ἀλλὰ δὲν ἐγκωμιάζει τὴν ἀρετὴ οὔτε μὲ σκοπὸ
νὰ μὴ σκανδαλίσει κανένα· διότι καὶ τότε ὀφείλει νὰ σκεφθεῖ, «ναὶ ἐγὼ
εἶμαι ἄθλιος καὶ ἐμπαθής, γιατί νὰ σκανδαλίσω καὶ ἄλλον; γιατί νὰ βλάψω
καὶ ἄλλη ψυχὴ καὶ νὰ ἐπιβάλω στὸν ἑαυτό μου κι ἄλλο βάρος;». Τότε θὰ
μποροῦσε, ἂν καὶ καθ’ εὐατὸν ἁμαρτωλός, τουλάχιστον νὰ ἐγγίσει τὸ ἀγαθό.
Διότι εἶναι γνώρισμα ταπεινώσεως τὸ νὰ ταλανίζει τὸν ἑαυτό του καὶ
συμπαθείας τὸ νὰ λυπῆται τὸν πλησίον. Ἀλλ’ αὐτὸς ὁ ψεύστης δὲν θαυμάζει
τὴν ἀρετὴ κατὰ κάποιον ἀπὸ τοὺς τρόπους ποὺ ἀναφέρθηκαν, ἀλλὰ προβάλει
τὸ ὄνομα τῆς ἀρετῆς ἢ γιὰ νὰ παρουσιάσει καὶ τὸν ἑαυτὸ τοῦ ἐνάρετο
ὁμιλώντας γι’αὐτήν, ἢ γιὰ νὰ σκεπάσει τὴν δική του ντροπή, ἢ πολλὲς
φορὲς γιὰ νὰ βλάψει καὶ νὰ δελεάσει.
Φιλοκαλία Αββά Δωρόθεου τομ. 12 σελ. 435-449
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου