Μετὰ τὴν φιλοξενία τοῦ Ἀβραάμ, ὅταν ὁ Κύριος ἔφευγε ἀπὸ τὸ σπίτι του εἶπε στὸν Ἀβραάμ: «Ἡ κακὴ φήμη τῶν Σοδόμων καὶ τῶν Γομόρρων διαδόθηκε πολὺ καὶ ἡ ἁμαρτία τους εἶναι πολὺ βαριά. Θὰ κατεβῶ, λοιπόν, νὰ ἐξακριβώσω ἂν ἀληθεύουν ὅλες αὐτὲς οἱ διαδόσεις ποὺ ἔφτασαν ὡς ἐμένα». Οἱ δυὸ ἄγγελοι ἔφυγαν ἀπὸ τὸ σπίτι τοῦ Ἀβραὰμ καὶ κατευθύνθηκαν πρὸς τὰ Σόδομα. Ἀλλὰ ὁ Κύριος παρέμεινε ἀκόμη μαζὶ μὲ τὸν Ἀβραάμ.
Πλησίασε
τότε ὁ Ἀβραὰμ καὶ τοῦ εἶπε: «θὰ καταστρέψεις τοὺς δικαίους μαζὶ μὲ τοὺς
ἁμαρτωλούς; Ἴσως ὑπάρχουν κάποιοι δίκαιοι στὴν πόλη. Θὰ τοὺς
καταστρέψεις κι αὐτούς; Δὲν θὰ συγχωρήσεις τὴν περιοχὴ γιὰ χάρη τῶν
λίγων δικαίων ποὺ βρίσκονται σ᾿ αὐτήν; Δὲν γίνεται νὰ θανατώσεις
δικαίους κι ἁμαρτωλοὺς μαζί, σὰν νὰ ἦταν ὅλοι τὸ ἴδιο. Δὲν εἶναι δυνατό!
Ὁ κριτὴς ὅλης τῆς γῆς δὲν πρέπει νὰ᾿.. ἀποδώσει δικαιοσύνη;»
Ὁ
Κύριος τοῦ ἀπάντησε: «Ἂν βρῶ στὴν πόλη τῶν Σοδόμων ἔστω καὶ δέκα
δικαίους, δὲν θὰ καταστρέψω τὴν πόλη καὶ τὴν περιοχὴ γιὰ χάρη τῶν
δέκα».
Οἱ
δυὸ ἄγγελοι ἔφτασαν στὰ Σόδομα τὸ βράδυ. Ὁ Λὼτ τοὺς φιλοξένησε, τοὺς
περιποιήθηκε καὶ τοὺς ἑτοίμασε τὸ δεῖπνο. Πρὶν ὅμως κοιμηθοῦν, οἱ ἄντρες
τῶν Σοδόμων περικύκλωσαν ἀπὸ παντοῦ τὸ σπίτι. Ἦταν ἐκεῖ ὅλος ὁ ἀντρικὸς
πληθυσμὸς τῆς πόλης, νέοι καὶ γέροι. Φώναζαν στὸν Λὼτ καὶ τοῦ ἔλεγαν:
«Ποῦ εἶναι ἐκεῖνοι οἱ ἄνθρωποι ποὺ ἦρθαν σπίτι σου ἀπόψε; Φέρ᾿ τους μας
ἔξω, νὰ συνευρεθοῦμε μαζί τους!»
Τότε
ὁ Λὼτ τοὺς παρεκάλεσε καὶ τοὺς ἔλεγε, «μὴν τοὺς κάνετε κανένα κακό,
γιατί εἶναι φιλοξενούμενοί μου κι ἦρθαν νὰ προστατευτοῦν στὸ σπίτι
μου».
Ἐκεῖνοι
ὅμως φώναζαν καὶ ἔλεγαν: «Ἦρθε ἕνας ξένος καὶ θέλει νὰ μᾶς κρίνει!»
«Τώρα θὰ σοῦ κάνουμε χειρότερα ἀπ᾿ ὅτι σ᾿ ἐκείνους». Καὶ σπρώχνοντας μὲ
βία τὸν Λὼτ προσπαθοῦσαν νὰ τοῦ σπάσουν τὴν πόρτα.
Τότε
οἱ δύο ἄγγελοι ἅπλωσαν τὸ χέρι τους καὶ τράβηξαν τὸν Λὼτ μέσα στὸ σπίτι
καὶ ἔκλεισαν τὴν πόρτα. Κατόπιν τύφλωσαν ὅλους ὅσοι ἦταν ἀπ᾿ ἔξω,
μικροὺς καὶ μεγάλους, ἔτσι ποὺ ἄδικα προσπαθοῦσαν νὰ βροῦν τὴν πόρτα τοῦ
σπιτιοῦ.
Εἶπαν
τότε οἱ δυὸ ἄγγελοι στὸν Λώτ: «Πάρε τὴν γυναῖκα σου, τὸν γαμπρό σου,
τοὺς γιούς σου καὶ τὶς κόρες σου καὶ ὅποιον δικό σου ἔχεις στὴν πόλη καὶ
φύγετε γιατί θὰ καταστρέψουμε αὐτὸ τὸν τόπο. Εἶναι μεγάλη ἡ κατακραυγὴ
ποὺ ὑψώνεται στὸν Κύριο ἐνάντια στοὺς κατοίκους τῆς περιοχῆς καὶ ὁ
Κύριος μᾶς ἔστειλε νὰ καταστρέψουμε τὰ Σόδομα».
Ὁ
Λὼτ πῆγε καὶ μίλησε στοὺς γαμπρούς του, ποὺ ἐπρόκειτο νὰ παντρευτοῦν
τὶς θυγατέρες του καὶ τοὺς εἶπε: «Σηκωθεῖτε καὶ φύγετε ἀπὸ ᾿δῶ, γιατί ὁ
Κύριος θὰ καταστρέψει τὴν πόλη». Αὐτὸ ὅμως φάνηκε ἀστεῖο στοὺς γαμπρούς
του καὶ τὸν εἰρωνεύτηκαν.
Ὅταν
ξημέρωσε, οἱ ἄγγελοι εἶπαν στὸν Λώτ: «Σήκω, πάρε τὴν γυναῖκα σου καὶ
τὶς δυό σου κόρες, γιὰ νὰ μὴν καταστραφεῖς γιὰ τὶς ἁμαρτίες τῆς πόλης.
Φύγε καὶ μὴν κοιτάξεις πίσω σου καὶ μὴ σταθεῖς πουθενὰ σὲ ὅλη τὴν
περιοχή».
Ὅταν
ὁ Λὼτ ἀπομακρύνθηκε, τότε ὁ Κύριος ἄφησε ἀπὸ τὸν οὐρανὸ νὰ βρέξει
θειάφι καὶ φωτιὰ στὰ Σόδομα καὶ στὰ Γόμορρα. Οἱ πόλεις ἐκεῖνες καὶ οἱ
κάτοικοί τους καθὼς καὶ ὅλη ἡ γύρω περιοχὴ καὶ ἡ βλάστησή της
κατεστράφηκαν. Ἡ γυναῖκα ὅμως τοῦ Λὼτ παρέβη τὴν προειδοποίηση τοῦ
ἀγγέλου καὶ κοίταξε πίσω γιὰ νὰ δεῖ τί συνέβαινε καὶ ἀμέσως ἔγινε στήλη
ἅλατος. Σὲ ὅλη τὴν περιοχὴ ἀνέβαινε ἀπὸ τὴν γῆ καπνός, σὰν νὰ ἔβγαινε
ἀπὸ καμίνι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου