ΑΡΧΙΚΗ

Όσιος Εφραίμ ο Σύρος

Λόγος στην παρουσία του Κυρίου, και περί συντελείας του κόσμου, και στην παρουσία του Αντιχρίστου.

 

Πώς εγώ ο ελάχιστος και αμαρτωλός Εφραίμ και γεμάτος παραπτώματα, θα μπορέσω να διηγηθώ αυτά που είναι πάνω από τη δύναμή μου; Αλλά επειδή ο Σωτήρας μας, χάρη στη δική του ευσπλαχνία, δίδαξε τη σοφία στους αγράμματους και μ’ αυτούς φώτισε τους πιστούς που βρίσκονται σε όλο τον κόσμο, θα ενισχύσει πλούσια και τη δική μου γλώσσα για να έρθει ωφέλεια και οικοδομή και σε μένα που μιλώ, και σε όλους τους ακροατές μου.

Θα μιλήσω μάλιστα με πόνο και θα πω με στεναγμούς, για τη συντέλεια του παρόντος κόσμου και για τον αδιάντροπο και φοβερό Δράκοντα, που πρόκειται να ταράξει όλη την οικουμένη, και να βάλει μέσα στις καρδιές των ανθρώπων δειλία και αμέλεια και φοβερή απιστία, και να κάνει θαύματα και τερατουργίες και φοβερά φαινόμενα, ώστε, αν μπορέσει, να πλανήσει ακόμη και τους εκλεκτούς (Ματθ. 24, 24), και να εξαπατήσει όλους με τα ψεύτικα θαύματα και τις φανταστικές τερατουργίες που θα γίνουν απ’ αυτόν.

Διότι με παραχώρηση του αγίου Θεού θα λάβει εξουσία να εξαπατήσει τον κόσμο, διότι πλήθυνε η ασέβεια του κόσμου, και παντού θα προξενεί κάθε λογής συμφορές. Και γι’ αυτό ο άχραντος Δεσπότης παραχώρησε να πειραχθεί ο κόσμος με πνεύμα πλάνης, εξαιτίας της ασέβειας των ανθρώπων, επειδή έτσι ήθελαν οι άνθρωποι, να αποστατήσουν δηλαδή από τον Θεό και να αγαπήσουν τον Πονηρό.

Μεγάλος αγώνας, αδελφοί, θα υπάρχει εκείνους τους καιρούς, κυρίως για τους πιστούς· όταν θα πραγματοποιούνται από τον ίδιο τον Δράκοντα θαύματα και τερατουργίες με πολλή δύναμη· όταν επίσης θα παρουσιάζει τον εαυτό του, σαν θεό, με φοβερές φαντασίες, να πετά στον αέρα, και όλους τους δαίμονες να είναι ψηλά στον αέρα, σαν άγγελοι, μπροστά στον τύραννο – διότι θα κραυγάζει με δύναμη, αλλάζοντας μορφές, προξενώντας αμέτρητο φόβο σε όλους τους ανθρώπους.

Τότε, αδελφοί, ποιος άραγε θα βρεθεί να είναι οχυρωμένος με τείχος και να μένει ασάλευτος, έχοντας στην ψυχή του την απόδειξη, δηλαδή την αγία παρουσία του μονογενή Υιού του Θεού μας, όταν θα δει εκείνη την απερίγραπτη θλίψη να απλώνεται παντού σε κάθε ψυχή, και να μην έχει εντελώς από πουθενά παρηγοριά, ούτε επίσης ανακούφιση, στη στεριά και στη θάλασσα;

Όταν θα δει ολόκληρο τον κόσμο να ταράζεται, και να φεύγει ο καθένας να κρυφτεί στα βουνά, και άλλους να πεθαίνουν από πείνα, άλλους επίσης να λιώνουν σαν το κερί, από φοβερή δίψα, και να μην υπάρχει εκείνος που θα τους σπλαχνισθεί; Όταν θα δει όλα τα πρόσωπα να χύνουν δάκρυα, και να ρωτούν με πόθο, αν υπάρχει επάνω στη γη λόγος Θεού; Και θα ακούσει, ότι δεν υπάρχει πουθενά. Ποιος λοιπόν θα αντέξει εκείνες τις μέρες; Και ποιος θα υπομείνει την αβάσταχτη θλίψη, όταν θα δει την ταραχή των λαών που έρχονται από τα πέρατα της γης για να δουν τον τύραννο, και πολλούς να προσκυνούν μπροστά στον τύραννο, κραυγάζοντας με τρόμο, ότι «Εσύ είσαι ο σωτήρας μας»;

Ή θάλασσα θα ταραχθεί και η γη θα ξεραθεί, οι ουρανοί δε θα βρέξουν, τα φυτά θα μαραθούν, και όλοι όσοι είναι στα ανατολικά της γης θα φύγουν στα δυτικά, από τον πολύ φόβο· και επίσης, όσοι είναι στα δυτικά θα φύγουν στα ανατολικά, με τρόμο. Και τότε, αφού ο αδιάντροπος λάβει την εξουσία, θα στείλει τους δαίμονες σε όλα τα πέρατα, για να κηρύξουν με παρρησία ότι «Εμφανίσθηκε μεγάλος βασιλιάς με δόξα· ελάτε να τον δείτε».

Ποιος λοιπόν θα έχει τόσο ισχυρή ψυχή, ώστε να σηκώσει με γενναιότητα όλα τα σκάνδαλα; Ποιος λοιπόν θα είναι, όπως είπα προηγουμένως, τόσο δυνατός άνθρωπος, ώστε να τον μακαρίσουν όλοι οι Άγγελοι; Διότι εγώ, αδελφοί μου φιλόχριστοι και τέλειοι, φοβήθηκα από αυτή την ανάμνηση του Δράκοντα, αναλογιζόμενος τη θλίψη που πρόκειται να συμβεί στους ανθρώπους, εκείνους τους καιρούς, και επίσης πόσο αυτός ο Δράκοντας θα είναι αχρείος και σκληρός για το ανθρώπινο γένος, και περισσότερο άγριος θα γίνει για τους πιστούς που έχουν τη δύναμη να νικήσουν τις φανταστικές τερατουργίες του.

Διότι θα υπάρχουν πολλοί τότε που θα φανούν ευάρεστοι στον Θεό, και που θα μπορέσουν να σωθούν στα βουνά και στους έρημους τόπους, με πολλές δεήσεις και με αβάσταχτους θρήνους. Διότι ο άγιος Θεός βλέποντας τους να είναι μέσα σε τόσο απερίγραπτο θρήνο και σε τόσο αληθινή πίστη, θα εκδηλώσει σ’ αυτούς την ευσπλαχνία του, ως φιλόστοργος πατέρας, και θα τους διαφυλάξει εκεί όπου έχουν κρυφτεί. Και διότι ο αχρειότατος Δράκοντας δε θα σταματήσει να αναζητά τους πιστούς στη στεριά και στη θάλασσα, με την ιδέα ότι έγινε πια βασιλιάς επάνω στη γη και όλους τους έχει υποτάξει. Και νομίζει ο άθλιος ότι θα αντισταθεί εκείνη τη φοβερή ώρα, όταν θα έρθει ο Κύριος από τους ουρανούς, επειδή δε γνωρίζει ο άθλιος την αδυναμία του και την υπερηφάνεια του, εξαιτίας της οποίας έπεσε. Παρόλα αυτά όμως ταράζει τη γη και φοβερίζει τα σύμπαντα με τα ψεύτικα μαγικά θαύματα του.

Δε θα υπάρχει εκείνο τον καιρό, όταν θα έρθει ο Δράκοντας, ανακούφιση επάνω στη γη, αλλά μεγάλη θλίψη, ταραχή και σύγχυση, θάνατοι και πείνες σε όλο τον κόσμο, διότι ο ίδιος ο Κύριος μας με το θεϊκό του στόμα είπε, ‘‘Ότι τέτοια δεν έχουν συμβεί από την αρχή της δημιουργίας’’ (πρβλ. Μαρκ. 13, 19).

Εμείς όμως οι αμαρτωλοί, πως θα συμπεράνουμε το υπέρμετρο αλλά και το απερίγραπτο αυτής της θλίψης, όταν ο Θεός έτσι την χαρακτήρισε; Λοιπόν, ας προσηλώσει ο καθένας το νου του με ακρίβεια στις άγιες λέξεις του Κυρίου και Σωτήρα μας πως εξαιτίας της δυσκολίας και της υπερβολικής θλίψης θα λιγοστέψει τις μέρες της θλίψης, χάρη στην ευσπλαχνία του, παροτρύνοντας μας και λέγοντας «Να προσεύχεσθε, να μη συμβεί η φυγή σας χειμώνα ή μέρα Σάββατο» (Ματθ. 24, 20).

Και επίσης- «Να αγρυπνάτε πάντοτε, προσευχόμενοι αδιάκοπα, για να αξιωθείτε να αποφύγετε τη θλίψη και να σταθείτε μπροστά στον Θεό (Λουκ. 21, 36), διότι ο καιρός πλησιάζει (πρβλ. Αποκ. 22, 10)». Και όμως όλοι επιμένουμε σ’ αυτή την κακία, και δεν πιστεύουμε. Ας παρακαλέσουμε αδιάκοπα με δάκρυα και προσευχές, πέφτοντας γονατιστοί μπροστά στον Θεό νύχτα και μέρα, για να σωθούμε οι αμαρτωλοί.

Οποίος έχει δάκρυα και κατάνυξη, ας παρακαλέσει τον Κύριο, για να γλυτώσουμε από τη θλίψη που πρόκειται να έρθει επάνω στη γη (Αποκ. 3, 10), ώστε ούτε το ίδιο το θηρίο (Αποκ. 13, 1 κ. ε) να δει εντελώς, ούτε επίσης να ακούσει τα φοβερά πράγματα. Διότι θα έρθουν επάνω στη γη, στους διάφορους τόπους, πείνες, σεισμοί (πρβλ. Ματθ. 24, 7) και διάφοροι θάνατοι. Θα πρέπει να έχει γενναία ψυχή αυτός που θα μπορέσει να διατηρήσει τη ζωή του ανάμεσα στα σκάνδαλα. Διότι, αν βρεθεί ο άνθρωπος να αμελεί έστω και λίγο, εύκολα κυριεύεται και αιχμαλωτίζεται από τα θαύματα του πονηρού και απατηλού Δράκοντα. Και ένας τέτοιος άνθρωπος παρουσιάζεται να είναι τη μέρα της κρίσης ασυγχώρητος· διότι το βλέπει και ο ίδιος, ότι πίστεψε στον τύραννο με τη θέληση του.

Έχουμε ανάγκη, αγαπητοί, από πολλές προσευχές και από πολλά δάκρυα, για να βρεθεί κάποιος από μας σταθερός στους πειρασμούς. Διότι θα είναι πολλές οι φανταστικές τερατουργίες του θηρίου που θα συμβούν. Επειδή δηλαδή είναι θεομάχος, θέλει να απολεσθούν όλοι. Διότι μεταχειρίζεται ο τύραννος τέτοιον τρόπο, για να βαστάζουν όλοι τη σφραγίδα του θηρίου, όταν θα έρθει στην εποχή του και στον ορισμένο καιρό να εξαπατήσει όλο τον κόσμο με θαύματα· και έπειτα έτσι να προσφέρει τις τροφές και κάθε εμπόρευμα (πρβλ. Αποκ. 13, 17) και θα τοποθετήσει κυβερνήτες να εκτελούν το πρόσταγμά του.

Προσέχετε, αδελφοί μου, την υπερβολική πονηρία του θηρίου· διότι μεταχειρίζεται πονηρά τεχνάσματα. Προσέχετε πως αρχίζει οπό την κοιλιά, ώστε όταν κάποιος βρεθεί σε δυσκολία, στερούμενος την τροφή, να αναγκασθεί να δεχθεί τη σφραγίδα εκείνου, όχι όπου τύχει, σε οποιοδήποτε μέλος του σώματος, αλλά να δεχθεί το ασεβές χάραγμα στο δεξί χέρι, επίσης και στο μέτωπο (Αποκ. 13, 16), για να μην έχει ο άνθρωπος δύναμη να σχηματίσει με το δεξί του χέρι το σημείο του Σταυρού, ούτε επίσης να σημειώσει στο μέτωπο του εντελώς το άγιο όνομα του Κυρίου, ούτε τον ένδοξο και τίμιο σταυρό του Χριστού και Σωτήρα μας.

Διότι γνωρίζει ο άθλιος ότι, αν σχηματισθεί ο σταυρός του Κυρίου, καταργεί όλη τη δύναμη του, και γι’ αυτό σφραγίζει το δεξί χέρι του ανθρώπου· διότι το δεξί χέρι είναι που σφραγίζει όλα τα μέλη μας. Παρόμοια μάλιστα και το μέτωπο, σαν λυχνοστάτης, κράτα ψηλά το λυχνάρι του φωτός, δηλαδή το σύμβολο του Σωτήρα μας.

Περιμένει λοιπόν, αδελφοί μου, φοβερός αγώνας όλους τους φιλόχριστους ανθρώπους, ώστε να μη δειλιάσουν ως την ώρα του θανάτου, ούτε να δείξουν αδιαφορία, όταν θα χαράζει ο Δράκοντας τη σφραγίδα του αντί για το σταυρό του Σωτήρα. Διότι μεταχειρίζεται τέτοιον τρόπο, ώστε να μην αναφέρεται διόλου, αυτό τον καιρό, το όνομα του Κυρίου και Σωτήρα. Και το κάνει αυτό ο ανίσχυρος, επειδή φοβάται και τρέμει από την αγία δύναμη του Σωτήρα μας. Διότι, αν κάποιος δε δεχθεί τη σφραγίδα εκείνου, δεν αιχμαλωτίζεται από τις φανταστικές τερατουργίες του, ούτε επίσης ο Κύριος απομακρύνεται από αυτούς τους ανθρώπους, αλλά τους φωτίζει και τους ελκύει κοντά του.

Πρέπει να καταλάβουμε εμείς, αδελφοί, με κάθε ακρίβεια, ότι οι φανταστικές τερατουργίες του Εχθρού είναι άσπλαχνες. Ο Κύριος μας όμως έρχεται σε όλους εμάς με γαλήνη, για να αποκρούσει για χάρη μας τις πανουργίες του θηρίου. «Αν κρατάμε με ειλικρίνεια την ορθή πίστη του Χριστού, θα διασκορπίσουμε εύκολα τη δύναμη του τυράννου, θα αποκτήσουμε αμετακίνητο λογισμό και σταθερότητα, και θα απομακρυνθεί από μας ο ανίσχυρος, επειδή δε θα μπορεί να κάνει τίποτε.

Εγώ ο ελάχιστος, αδελφοί φιλόχριστοι, σας παρακαλώ, να μη γινόμαστε πλαδαροί, αλλά απεναντίας να γινόμαστε δυνατοί με τη δύναμη του Σταυρού. Ο αναπόφευκτος αγώνας είναι πολύ κοντά μας· ας πάρουμε όλοι την ασπίδα της πίστεως (πρβλ. Εφεσ. 6, 16). Να είστε λοιπόν πρόθυμοι, σαν έμπιστοι δούλοι, και να μη δέχεστε άλλον. Επειδή δηλαδή ο κλέφτης και άθλιος και σκληρός πρόκειται να έρθει πρώτος αυτός, στον καιρό του, θέλοντας να κλέψει και να σφάξει και να οδηγήσει στην απώλεια (πρβλ. Ιω. 10, 10) την εκλεκτή ποίμνη του αληθινού Ποιμένα Χριστού, γι’ αυτό παίρνει τη μορφή του αληθινού Ποιμένα.

Ας μάθουμε, αγαπητοί, με τι λογής μορφή έρχεται στη γη ο αδιάντροπος Όφις. Επειδή δηλαδή ο Σωτήρας, θέλοντας να σώσει το γένος των ανθρώπων, γεννήθηκε από την Παρθένο και με μορφή ανθρώπου νίκησε τον εχθρό με την αγία δύναμη της θεότητας του, σοφίσθηκε αυτός να πάρει τη μορφή της παρουσίας του και να μας εξαπατήσει.

Ο Κύριος μας όμως θα έρθει στη γη μέσα σε φωτεινές νεφέλες, σαν φοβερή αστραπή (πρβλ. Ματθ. 24, 27). Ο εχθρός απεναντίας δε θα έρθει με τον ίδιο τρόπο, διότι είναι αποστάτης. Θα γεννηθεί όμως ακριβώς το όργανο εκείνου από μία αχρεία κόρη και δε θα γίνει άνθρωπος αυτός. Και θα έρθει ο αχρειότατος με τέτοια μορφή, σαν κλέφτης, για να εξαπατήσει όλο τον κόσμο: ταπεινός, ήσυχος, μισώντας, λέει, την αδικία, αποστρεφόμενος τα είδωλα, προτιμώντας την ευσέβεια, αγαθός, φιλόπτωχος, υπερβολικά όμορφος, ατάραχος, χαρούμενος προς όλους, τιμώντας υπερβολικά το γένος των Ιουδαίων, διότι αυτοί περιμένουν τον ερχομό του.

Ανάμεσα σε όλους αυτούς θα πραγματοποιεί θαύματα, τερατουργίες και φοβερά πράγματα, με πολλή δύναμη. Και θα μηχανεύεται με δόλο να γίνει αρεστός σε όλους, για να αγαπηθεί γρήγορα από πολλούς. Και δε θα παίρνει δώρα, δε θα μιλά με οργή, δε θα παρουσιάζεται σκυθρωπός, αλλά με το πρόσχημα της καλής του διαγωγής θα εξαπατά τον κόσμο, ωσότου να βασιλεύσει.

Όταν λοιπόν θα δουν πολλοί λαοί και έθνη τέτοιες αρετές και τέτοια θαύματα, όλοι τους θα συμφωνήσουν και θα τον ανακηρύξουν βασιλιά με μεγάλη χαρά, λέγοντας ο ένας στον άλλο· «Μήπως λοιπόν υπάρχει άλλος τόσο πολύ αγαθός και δίκαιος άνθρωπος;». Θα ανυψωθεί μάλιστα αμέσως η βασιλεία του, και θα πατάξει με θυμό τρεις μεγάλους βασιλείς (Δαν. 7, 24). Στη συνέχεια θα υπερηφανευθεί ή καρδιά του, και θα ξεράσει ο Δράκοντας την πικρότητα του. Θα ταράξει την οικουμένη και θα κινήσει το πέρατα του κόσμου· θα προξενήσει θλίψη σε όλο τον κόσμο και θα μολύνει τις ψυχές.

Όχι πια σαν ευλαβής, αλλά σε όλα σκληρός προς όλους, απότομος, οργίλος, θυμώδης, φοβερός, εμπαθής, τρομερός, άσχημος, μισητός, σιχαμερός, άγριος, ολέθριος, αδιάντροπος και πρόθυμος να ρίξει μέσα στο λάκκο της ασέβειας όλο το ανθρώπινο γένος.

Θα πληθύνει τα θαύματα του ανάμεσα στο πλήθος, με ψευτιά και όχι με αλήθεια. Ενώ θα παραβρίσκονται και άλλα πολλά πλήθη, και θα τον επευφημούν για τις φανταστικές τερατουργίες του, θα φωνάξει δυνατά, ώστε να σαλευτεί ο τόπος, όπου τα πλήθη στέκονται μπροστά του· «Γνωρίστε, όλοι οι λαοί, τη δύναμη μου και την εξουσία μου». Θα μετακινεί βουνά μπροστά στα μάτια αυτών που τα βλέπουν και θα ανυψώνει νησιά από τη θάλασσα· όλα όμως θα τα κάνει με απάτη και με φαντασία, και όχι αληθινά, αλλά απεναντίας θα πλανά τον κόσμο και θα εξαπατά με τις φανταστικές τερατουργίες τα σύμπαντα. Πολλοί θα πιστέψουν και θα τον δοξάσουν, σαν ισχυρό θεό.

Τότε θα θρηνήσει φοβερά και θα στενάξει κάθε ψυχή. Τότε όλοι θα αντικρίσουν μία απαρηγόρητη θλίψη, που θα τους κράτα νύχτα και μέρα, και δε θα βρίσκουν πουθενά τρόπο να χορτάσουν από τροφή. Διότι θα τοποθετηθούν σε κάθε τόπο κυβερνήτες σκληροί· και αν κάποιος έχει τη σφραγίδα του τυράννου χαραγμένη στο μέτωπο ή στο δεξί του χέρι, θα αγοράζει (πρβλ. Αποκ. 13, 17) λίγα τρόφιμα απ’ αυτά που θα υπάρχουν.

Τότε θα πεθαίνουν τα νήπια στην αγκαλιά των μανάδων τους· θα πεθαίνει επίσης η μάνα πάνω από το παιδί της· θα πεθαίνει επίσης ο πατέρας μαζί με τη γυναίκα του και τα παιδιά του στην αγορά, και δε θα υπάρχει εκείνος που θα τους μαζέψει και θα τους βάλει στο μνήμα. Από τα πολλά πτώματα, που θα πετιούνται στις πλατείες, θα βγαίνει παντού δυσωδία, που θα βασανίζει φοβερά τους ζωντανούς.

Το πρωί όλοι θα λένε με λύπη και στεναγμούς· «Πότε θα βραδιάσει, για να βρούμε ανακούφιση;». Και όταν επίσης θα έρθει το βράδυ, θα λένε μεταξύ τους με πολύ πικρά δάκρυα· «Πότε λοιπόν θα φέξει, για να αποφύγουμε τη θλίψη που μας πιέζει;». Και δε θα υπάρχει τόπος, όπου να φύγουν ή να κρυφθούν διότι τα πάντα έχουν ταραχθεί: ή θάλασσα και ή ξηρά. Γι’ αυτό είπε σε μας ο Κύριος· «Να αγρυπνάτε, παρακαλώντας αδιάκοπα να αποφύγετε τη θλίψη» (Λουκ. 21, 36).

Θα υπάρχει δυσωδία στη θάλασσα, δυσωδία επάνω στη γη, πείνες, σεισμοί. Θα υπάρχει ταραχή στη θάλασσα, ταραχή επάνω στη γη· φοβερά πράγματα στη θάλασσα, φοβερά πράγματα επάνω στη γη. Το πολύ χρυσάφι και το ασήμι και τα μεταξωτά ενδύματα καθόλου δε θα ωφελήσουν κάποιον σ’ εκείνη τη θλίψη, αλλά απεναντίας όλοι οι άνθρωποι θα μακαρίζουν τους νεκρούς που θάφτηκαν προτού να έρθει ή μεγάλη θλίψη επάνω στη γη. Διότι θα πετιέται στις πλατείες και το χρυσάφι και το ασήμι, και δε θα υπάρχει εκείνος που θα τα αγγίξει, επειδή όλα θα είναι ανεπιθύμητα· αλλά απεναντίας όλοι θα σπεύδουν να φύγουν και να κρυφθούν, και δε θα υπάρχει γι’ αυτούς πουθενά τόπος να κρυφθούν από τη θλίψη.

Αλλά ακόμη μαζί με την πείνα και τη θλίψη και το φόβο, θα υπάρχουν θηρία και ερπετά σαρκοφάγα, που θα δαγκώνουν τους ανθρώπους. Από μέσα φόβος και από έξω τρόμος, και τη νύχτα και τη μέρα. Στις πλατείες θα υπάρχουν πτώματα. Στις πλατείες θα υπάρχει δυσωδία, στα σπίτια θα υπάρχει δυσωδία. Στις πλατείες πείνα και δίψα, στα σπίτια πείνα και δίψα. Στις πλατείες φωνή θρήνου, στα σπίτια φωνή θρήνου. Στις πλατείες θόρυβος, στα σπίτια θόρυβος. Θα συναντά ο ένας τον άλλο με θρήνο· ο πατέρας το παιδί του, και ο γιος τον πατέρα· η μητέρα την κόρη της. Οι φίλοι θα ξεψυχούν στις πλατείες αγκαλιασμένοι με τους φίλους, και οι αδελφοί θα πεθαίνουν αγκαλιασμένοι με τους αδελφούς. Θα μαραθεί και η ομορφιά από τα πρόσωπα όλων των ανθρώπων, και θα γίνει η όψη τους, σαν όψη νεκρού. Θα γίνει σιχαμερή και μισητή και η ομορφιά των γυναικών. Θα μαραθούν όλοι οι άνθρωποι και ή επιθυμία των ανθρώπων.

Όλοι μάλιστα όσοι υπάκουσαν στο φοβερό θηρίο και δέχθηκαν τη σφραγίδα του, το ασεβές χάραγμα (Αποκ. 13, 16) του αχρείου θηρίου, θα τρέχουν σ’ αυτό για βοήθεια και συγχρόνως θα λένε με πόνο «Δώσε μας να φάμε και να πιούμε, διότι πεθαίνουμε όλοι, πιεζόμενοι από την πείνα· και απομάκρυνε από μας τα φαρμακερά θηρία».

Και αδυνατώντας να ανταποκριθεί ο άθλιος, θα απαντήσει με πολλή σκληρότητα, λέγοντας· «Από που εγώ θα σας δώσω να φάτε και να πιείτε, άνθρωποι; Ο ουρανός δε θέλει να δώσει βροχή στη γη· και η γη επίσης δεν έδωσε διόλου θερισμό ή γεννήματα».

Και ακούγοντάς τα αυτά οι λαοί, θα πενθήσουν και θα κλάψουν, επειδή δε θα έχουν διόλου παρηγοριά στη θλίψη τους, αλλά απεναντίας θα ακολουθήσει επάνω στη θλίψη τους ανείπωτη θλίψη, διότι τόσο πρόθυμα πίστεψαν στον τύραννο. Διότι εκείνος ο άθλιος δεν έχει τη δύναμη ούτε τον εαυτό του να βοηθήσει, και πως θα μπορέσει να ελεήσει αυτούς;

Εκείνες τις μέρες θα υπάρχει μεγάλη δυσκολία από την πολλή πίεση του Δράκοντα και από το φόβο και από το σεισμό και από τον ήχο της θάλασσας και από την πείνα και από τη δίψα και από τα δαγκώματα των θηρίων.

Όλοι μάλιστα όσοι δέχθηκαν την σφραγίδα του Αντιχρίστου και τον προσκύνησαν, σαν τον αγαθό Θεό, δε θα έχουν κανένα μερίδιο στη βασιλεία του Χριστού, αλλά απεναντίας θα πεταχτούν μαζί με τον Δράκοντα στη γέεννα.

Είναι μακάριος αυτός που θα βρεθεί να είναι σε όλα άγιος και σε όλα πιστός· αυτός που θα έχει προσηλωμένη την καρδιά του στον Θεό, χωρίς δισταγμό· διότι άφοβα θα αποκρούσει όλες τις ερωτήσεις του Δράκοντα, καταφρονώντας και τα βασανιστήρια και τις φανταστικές τερατουργίες του.

Προτού μάλιστα να συμβούν αυτά, θα στείλει ο Κύριος, ως εύσπλαχνος, τον Ηλία τον Θεσβίτη και τον Ενώχ (πρβλ. Αποκ. 11, 3), για να διδάξουν αυτοί την ευσέβεια στο γένος των ανθρώπων και να κηρύξουν με παρρησία σε όλους τη γνώση του Θεού, ώστε να μην πιστέψουν στον τύραννο από φόβο, και θα κραυγάζουν και θα λένε: «Άνθρωποι, είναι απατεώνας· κανείς να μην πιστέψει εντελώς σ’ αυτόν, ούτε να υπακούσει στον θεομάχο· κανείς από σας να μη φοβηθεί· διότι γρήγορα θα καταργηθεί. Να, ο άγιος Κύριος έρχεται από τον ουρανό να κρίνει όλους εκείνους που πίστεψαν στα θαύματα του».

Όμως λίγοι θα είναι τότε αυτοί που θα θελήσουν να υπακούσουν και να πιστέψουν στο κήρυγμα των Προφητών. Και αυτό το κάνει ο Σωτήρας, για να δείξει την ανέκφραστη φιλανθρωπία του· διότι ούτε εκείνο τον καιρό θα αφήσει το ανθρώπινο γένος χωρίς κήρυγμα, για να είναι όλοι αναπολόγητοι στην κρίση.

Πολλοί λοιπόν από τους πιστούς, όσοι τότε θα υπάρχουν κατά τον ερχομό του αχρείου, θα χύνουν ποτάμι τα δάκρυα με στεναγμούς προς τον άγιο Θεό, να γλυτώσουν από τον Δράκοντα. Και θα φεύγουν με μεγάλη βιασύνη στις ερήμους, και θα κρύβονται με φόβο στα βουνά και στα σπήλαια, και θα ρίχνουν στα κεφάλια τους χώμα και στάχτη, παρακαλώντας νύχτα και μέρα με πολλή ταπείνωση. Και θα χορηγείται σ’ αυτούς από τον άγιο Θεό αυτό που παρακαλούν, και θα τους οδηγεί η χάρη σε ασφαλείς τόπους, και θα σώζονται κρυβόμενοι στις οπές και στα σπήλαια, μη βλέποντας τα θαύματα και τα φοβερά πράγματα του Αντίχριστου.

Διότι απ’ αυτούς που έχουν γνώση, εύκολα αναγνωρίζεται ο ερχομός του. Από κείνους όμως που έχουν το νου τους σε βιωτικά πράγματα και ποθούν τα γήινα, δε θα είναι αυτό ευκολοδιάκριτο. Διότι αυτός που διαρκώς είναι δεμένος σε βιωτικά πράγματα, και αν ακόμη ακούσει, δείχνει απιστία και αποφεύγει εκείνον που το λέει. Γι’ αυτό το λόγο ενδυναμώνονται οι πιστοί, διότι απαρνούνται όλα τα ανθρώπινα και τη μέριμνα αυτής της ζωής.

Τότε θα πενθήσει όλη η γη και η θάλασσα. Θα πενθήσει και ο αέρας, και συγχρόνως θα πενθήσουν τα άγρια ζώα μαζί με τα πουλιά του ουρανού. Θα πενθήσουν τα όρη και τα βουνά και τα δένδρα της πεδιάδας. Θα πενθήσουν επίσης και τα άστρα του ουρανού για το ανθρώπινο γένος, διότι όλοι απομακρύνθηκαν από τον άγιο Θεό και πίστεψαν στον απατεώνα, και δέχθηκαν το χάραγμα του αχρείου και θεομάχου αντί για τον ζωοποιό σταυρό του Σωτήρα. Θα πενθήσει η γη και η θάλασσα, διότι ξαφνικά σταμάτησε η φωνή της ψαλμωδίας και της προσευχής από το στόμα των ανθρώπων. Θα πενθήσουν όλες οι Εκκλησίες του Χριστού με μεγάλο πένθος, διότι δεν τελείται ή λειτουργία και η προσφορά.

Ύστερα λοιπόν από τη συμπλήρωση των τρεισήμισι χρόνων (Αποκ. 12, 14) της εξουσίας και της δράσης του αχρείου, και όταν θα συμπληρωθούν όλα τα σκάνδαλα όλης της γης (πρβλ. Ματθ. 13, 41), όπως λέει ο Κύριος, θα έρθει στο τέλος, αστράφτοντας σαν αστραπή από τον ουρανό (Ματθ. 24, 27), ο άγιος και άχραντος και φοβερός και ένδοξος Θεός μας, με δόξα ανέκφραστη, ενώ θα τρέχουν μπροστά από τη δόξα του τα τάγματα των Αγγέλων και των Αρχαγγέλων, και θα είναι όλοι φλόγες φωτιάς, και θα ρέει ποταμός γεμάτος από φωτιά, με φοβερό παφλασμό.

Τα Χερουβείμ, με στραμμένο το βλέμμα κάτω, και τα Σεραφείμ, που θα πετούν και θα κρύβουν τα πρόσωπα και τα πόδια τους με τα πύρινα φτερά τους (Ησ. 6, 2), θα κραυγάζουν με φρίκη: «Σηκωθείτε, όσοι κοιμάστε. Να, ήρθε ο Νυμφίος».

Θα ανοίξουν επίσης τα μνήματα, και στη στιγμή θα αναστηθούν όλες οι φυλές, και θα στρέψουν το βλέμμα τους στο άγιο κάλλος του Νυμφίου. Και μύριες μυριάδες και χίλιες χιλιάδες Αγγέλων και Αρχαγγέλων, αναρίθμητες στρατιές, θα έχουν μεγάλη χαρά. Οι άγιοι και οι δίκαιοι και όλοι όσοι δεν δέχθηκαν τη σφραγίδα του αχρείου και ασεβούς Δράκοντα θα χαίρονται.

Και θα οδηγηθεί ο τύραννος, δεμένος από τους Αγγέλους, μαζί με όλους τους δαίμονες, μπροστά στο βήμα, και όσοι δέχθηκαν τη σφραγίδα του, και όλοι οι ασεβείς και αμαρτωλοί δεμένοι. Και ο Βασιλιάς θα βγάλει εναντίον τους την απόφαση της αιώνιας καταδίκης στο άσβεστο πυρ (πρβλ. Αποκάλυψη 19, 20).

Όλοι όμως όσοι δε δέχθηκαν την σφραγίδα του Αντιχρίστου, και όλοι όσοι κρύφτηκαν στα σπήλαια, θα χαίρονται μαζί με τον Νυμφίο στον αιώνιο και ουράνιο νυφικό θάλαμο, μαζί με όλους τους Αγίους, στους απέραντους αιώνες των αιώνων. Αμήν.

Αναδημοσίευση από


(Πρωτότυπο)

Λόγος εις την παρουσίαν του Κυρίου, και περί συντελείας του κόσμου, και εις την παρουσίαν του Αντιχρίστου.

Πῶς ἐγὼ ὁ ἐλάχιστος καὶ ἁμαρτωλὸς Ἐφραΐμ, καὶ μεστὸς πλημμελημάτων, δυνήσομαι ἐξειπεῖν τὰ ὑπὲρ τὴν ἐμὴν δύναμιν; Ἀλλ᾿ ἐπειδὴ ὁ Σωτὴρ ἰδίᾳ εὐσπλαγχνίᾳ τοὺς ἀγραμμάτους σοφίαν ἐδίδαξε καὶ δι᾿ αὐτῶν τοὺς πανταχῆ πιστοὺς κατεφώτισε, καὶ ἡμῶν ἀφθόνως τὴν γλῶτταν τρανώσει πρὸς ὠφέλειαν καὶ οἰκοδομὴν καὶ ἐμοὶ τῷ λέγοντι καὶ πᾶσιν ἀκροαταῖς. Λαλήσω δὲ ἐν ὀδύναις καὶ εἴπω ἐν στεναγμοῖς περὶ τοῦ ἐνεστῶτος κόσμου τῆς συντελείας καὶ περὶ τοῦ ἀναιδεστάτου καὶ δεινοῦ Δράκοντος, τοῦ μέλλοντος ταράσσειν πᾶσαν τὴν ὑπ᾿ οὐρανὸν καὶ ἐμβαλεῖν δειλίαν καὶ ὀλιγωρίαν καὶ δεινὴν ἀπιστίαν ἐν καρδίαις ἀνθρώπων, καὶ ποιεῖν τέρατα καὶ σημεῖα καὶ φόβητρα, ὥστε, εἰ δυνηθῇ, πλανῆσαι καὶ τοὺς ἐκλεκτούς, καὶ πάντας ἀπατῆσαι ἐν ψευδέσι σημείοις καὶ τεράτων φαντασμοῖς ὑπ᾿ αὐτοῦ γινομένοις. Κατὰ συγχώρησιν γὰρ Θεοῦ τοῦ ἁγίου, λαμβάνει ἐξουσίαν τοῦ ἀπατῆσαι τὸν κόσμον, διότι ἐπληθύνθη ἡ ἀσέβεια τοῦ κόσμου καὶ πανταχοῦ παντοῖα δεινὰ κατεργάζεται. Καὶ διὰ τοῦτο ὁ ἄχραντος Δεσπότης πνεύματι πλανήσεως πειρασθῆναι τὸν κόσμον διὰ τὴν ἀσέβειαν αὐτῶν συνεχώρησεν, ἐπειδὴ οὕτως ἤθελον οἱ ἄνθρωποι τοῦ ἀποστῆναι Θεοῦ καὶ φιλεῖν τὸν Πονηρόν.

Μέγας ἀγών, ἀδελφοί, ἐν τοῖς καιροῖς ἐκείνοις, μάλιστα τοῖς πιστοῖς· ὅταν ἐπιτελῶνται σημεῖα καὶ τέρατα ὑπ᾿ αὐτοῦ τοῦ Δράκοντος ἐν πολλῇ ἐξουσίᾳ· ὅταν πάλιν δεικνύῃ ἑαυτόν, ὥσπερ θεόν, ἐν φαντάσμασι φοβεροῖς ἐν τῷ ἀέρι ἱπτάμενον καὶ πάντας τοὺς δαίμονας ἐν τῷ ἀέρι ἐπηρμένους, ὥσπερ ἀγγέλους, ἔμπροσθεν τοῦ τυράννου· βοᾷ γὰρ ἐν ἰσχύϊ, ἀλλάσσων τὰς μορφάς, ἐκφοβῶν ἀμέτρως ἅπαντας τοὺς ἀνθρώπους.

Τότε, ἀδελφοί, τίς ἆρα εὑρεθῇ τετειχισμένος καὶ μένων ἀσάλευτος, ἔχων τὸ τεκμήριον ἐν τῇ ψυχῇ, τοῦ μονογενοῦς Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν τὴν ἁγίαν παρουσίαν, ὅταν ἴδῃ ἐκείνην τὴν θλῖψιν τὴν ἀμύθητον γινομένην πανταχοῦ ἐπὶ πᾶσαν ψυχὴν μὴ ἔχουσαν τελείως ποθὲν παραμυθίαν, οὔτε πάλιν ἄνεσιν, ἐν γῇ καὶ θαλάσσῃ; Ὅταν ἴδῃ τὸν σύμπαντα κόσμον ταρασσόμενον, καὶ φεύγῃ ἕκαστος ἐν ὄρεσι κρυβῆναι, τοὺς μὲν λιμῷ θνῄσκοντας, τοὺς δὲ ἐν δίψῃ δεινῇ τηκομένους, ὡσεὶ κηρόν, καὶ οὐκ ἔστιν ὁ ἐλεῶν; Ὅταν ἴδῃ ἅπαντα τὰ πρόσωπα δακρύοντα καὶ πόθῳ ἐρωτῶντας, μήποτε ῥῆμα Θεοῦ ἐπὶ τῆς γῆς; Καὶ ἀκούῃ, οὐδαμοῦ. Τίς ἄρα βαστάσει τὰς ἡμέρας ἐκείνας; Τίς δὲ ὑπομείνῃ τὴν θλῖψιν τὴν ἀφόρητον, ὅταν ἴδῃ σύγχυσιν τῶν λαῶν ἐρχομένων ἀπὸ περάτων τῆς γῆς εἰς θέαν τοῦ τυράννου, καὶ πολλοὺς προσκυνοῦντας ἔμπροσθεν τοῦ τυράννου, κράζοντας μετὰ τρόμου ὅτι σὺ εἶ ὁ σωτὴρ ἡμῶν; Θάλασσα ταράσσεται καὶ ἡ γῆ ξηραίνεται, οὐρανοὶ οὐ βρέχουσι, τὰ φυτὰ μαραίνονται, ἅπαντες δὲ οἱ ὄντες ἐπὶ γῆς ἀνατολῶν ἐπὶ δυσμὰς φεύγουσιν ἐκ τῆς πολλῆς δειλίας· καὶ πάλιν δὲ οἱ ὄντες ἐπὶ δυσμῶν ἡλίου ἐπὶ τὴν ἀνατολὴν φεύγουσι μετὰ τρόμου. Λαβὼν δὲ ὁ ἀναιδὴς τότε τὴν ἐξουσίαν, δαίμονας ἀποστελεῖ εἰς πάντα τὰ πέρατα, ὥστε κηρύξαι παρρησίᾳ ὅτι βασιλεὺς μέγας ἐφάνη μετὰ δόξης· δεῦτε καὶ θεάσασθε αὐτόν.

Τίς ἄρα ἔχων οὕτως ψυχὴν ἀδαμαντίνην, ὥστε φέρειν γενναίως ἅπαντα τὰ σκάνδαλα; Τίς ἄρα ἐστὶν οὕτως, ὡς προεῖπον, ἄνθρωπος, ἵνα πάντες Ἄγγελοι μακαρίσωσιν αὐτόν; Ἐγὼ γάρ, ἀδελφοὶ φιλόχριστοι καὶ τέλειοι, ἐπτοήθην ἐξ αὐτῆς τῆς μνήμης τοῦ Δράκοντος, μελετῶν εἰς ἑαυτὸν τὴν θλῖψιν τὴν μέλλουσαν ἔσεσθαι τοῖς ἀνθρώποις ἐν τοῖς καιροῖς ἐκείνοις, καὶ ποταπὸς δὲ οὗτος ὁ Δράκων εὑρίσκεται μιαρός, ἀπότομος τῷ γένει τῶν ἀνθρώπων, πλεῖον δὲ ἁγίοις πικρότερος γίνεται, τοῖς δυναμένοις νικᾶν τὰ αὑτοῦ φαντάσματα. Εἰσὶ γὰρ πολλοὶ εὑρισκόμενοι τότε εὐάρεστοι τῷ Θεῷ, δυνάμενοι σωθῆναι ἐν ὄρεσι καὶ ἐν ἐρήμοις τόποις, ἐν πολλαῖς δεήσεσι καὶ κλαυθμοῖς ἀφορήτοις. Ὁ γὰρ ἅγιος Θεὸς θεωρῶν αὐτοὺς οὕτως ἐν κλαυθμῷ ἀμυθήτῳ καὶ πίστει εἰλικρινεῖ, σπλαγχνίζεται ἐπ᾿ αὐτούς, ὡς πατὴρ φιλόστοργος, καὶ διατηρεῖ αὐτούς, ἔνθα ἀπεκρύβησαν. Καὶ γὰρ ὁ παμμίαρος οὐ παύεται ἐκζητῶν τοὺς ἁγίους ἔν τε γῇ καὶ θαλάσσῃ, λογιζόμενος ὅτι ἐβασίλευσε τὸ λοιπὸν ἐπὶ τῆς γῆς καὶ πάντας ὑποτάσσει. Καὶ νομίζει ὁ ἄθλιος ἀντιστῆναι τῇ ὥρᾳ ἐκείνῃ τῇ φοβερᾷ, ὅταν ἔλθῃ ὁ Κύριος ἐκ τῶν οὐρανῶν, μὴ εἰδὼς ὁ ἄθλιος τὴν ἑαυτοῦ ἀσθένειαν καὶ ὑπερηφανίαν, δι᾿ ἣν καὶ ἐξέπεσεν. Ὅμως ταράσσει τὴν γῆν, ἐκφοβεῖ τὰ σύμπαντα ἐν ψευδέσι σημείοις μαγικοῖς.

Οὐκ ἔστιν ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ὅταν ἔλθῃ ὁ Δράκων, ἄνεσις ἐπὶ τῆς γῆς, ἀλλὰ θλῖψις μεγάλη, ταραχὴ καὶ σύγχυσις, θάνατοι καὶ λιμοὶ εἰς πάντα τὰ πέρατα· αὐτὸς γὰρ ὁ Κύριος ἡμῶν θείῳ στόματι ἔφη, ὅτι τοιαῦτα οὐ γέγονεν ἀπ᾿ ἀρχῆς κτίσεως. Ἡμεῖς δὲ οἱ ἁμαρτωλοὶ πῶς εἰκάσομεν αὐτῆς τὸ ὑπέρμετρον, ἀλλὰ καὶ ἀνέκφραστον, οὕτως τοῦ Θεοῦ αὐτὴν ὀνομάσαντος; Στησάτω δὲ ἕκαστος τὸν νοῦν αὐτοῦ ἀκριβῶς ἐν λέξεσιν ἁγίαις τοῦ Κυρίου καὶ Σωτῆρος· πῶς διὰ τὴν ἀνάγκην καὶ θλῖψιν τὴν ὑπέρογκον κολοβοῖ τὰς ἡμέρας τῆς θλίψεως, τῇ αὑτοῦ εὐσπλαγχνίᾳ, παραινῶν ἡμῖν καὶ λέγων· προσεύχεσθε, ἵνα μὴ γένηται ἡ φυγὴ ὑμῶν χειμῶνος, μηδὲ σαββάτῳ. Καὶ πάλιν· ἀγρυπνεῖτε πάντοτε, δεόμενοι συνεχῶς, ἵνα γένησθε ἄξιοι ἐκφυγεῖν τῆς θλίψεως καὶ σταθῆναι ἔμπροσθεν τοῦ Θεοῦ· ὁ γὰρ καιρὸς ἐγγύς. Καὶ ἐν ταύτῃ τῇ κακίᾳ στήκομεν πάντες, καὶ οὐ πιστεύομεν. Δεηθῶμεν συνεχῶς ἐν δάκρυσι καὶ προσευχαῖς, νυκτὸς καὶ ἡμέρας προσπίπτοντες τῷ Θεῷ, ἵνα σωθῶμεν οἱ ἁμαρτωλοί.

Εἴ τις ἔχει δάκρυα καὶ κατάνυξιν, δεηθήτω τοῦ Κυρίου, ἵνα ῥυσθῶμεν ἐκ θλίψεως τῆς μελλούσης ἔρχεσθαι ἐπὶ τῆς γῆς· ἵνα μήτε ἴδῃ παντελῶς μήτε αὐτὸ τὸ θηρίον, μηδὲ πάλιν ἀκούσῃ τὰ φόβητρα αὐτοῦ. Ἔσται γὰρ κατὰ τόπους λιμοί, σεισμοὶ καὶ θάνατοι διάφοροι ἐπὶ τῆς γῆς. Γενναίας ἔσται ψυχῆς, δυναμένης συγκρατῆσαι τὴν ἑαυτοῦ ζωὴν ἀναμέσον τῶν σκανδάλων. Ἐὰν γὰρ μικρὸν ὀλιγωρῶν εὑρεθῇ ἄνθρωπος, εὐχερῶς πολιορκεῖται καὶ γίνεται αἰχμάλωτος ἐν σημείοις τοῦ Δράκοντος, καὶ πονηροῦ καὶ δολίου. Καὶ ἀσύγγνωστος ὁ τοιοῦτος εὑρίσκεται ἐν τῇ κρίσει· αὐτοψεὶ γὰρ εὑρίσκεται, ὅτι ἐπίστευσε τῷ τυράννῳ ἑκουσίως.

Πολλῶν εὐχῶν καὶ δακρύων χρῄζομεν, ὦ ἀγαπητοί, ἵνα τις ἡμῶν εὑρεθῇ ἑδραῖος ἐν τοῖς πειρασμοῖς. Πολλὰ γάρ εἰσι τὰ φαντάσματα τοῦ θηρίου τὰ γινόμενα· θεομάχος γὰρ ὑπάρχων, πάντας θέλει ἀπολέσθαι. Τοιοῦτον γὰρ τρόπον σκευάζει ὁ τύραννος, ἵνα πάντες τὴν σφραγῖδα τοῦ θηρίου βαστάζωσιν, ὅταν ἔλθῃ ἀπατῆσαι τὰ σύμπαντα, ἐν τῷ καιρῷ τῷ ἰδίῳ, ἐν σημείοις, εἰς τὸ πλήρωμα τῶν καιρῶν· καὶ εἶθ᾿ οὕτως ἀγοράσαι τὰ βρώματα καὶ πᾶν εἶδος· καὶ δημάρχους ἱστᾷ ἐπιτελεῖν τὸ πρόσταγμα.

Προσέχετε, ἀδελφοί μου, τὴν ὑπερβολὴν τοῦ θηρίου· τεχνάσματα γὰρ πονηρίας. Πῶς ἐκ γαστρὸς ἄρχεται, ἵν᾿ ὅταν τις στενωθῇ, βρωμάτων ὑστερούμενος, ἀναγκασθῇ λαβεῖν ἐκείνου τὴν σφραγῖδα, οὐχ ὡς ἔτυχεν, εἰς πᾶν μέλος τοῦ σώματος, ἀλλ᾿ ἐπὶ χεῖρα δεξιάν, ὁμοίως καὶ ἐπὶ τοῦ μετώπου, τὸν δυσσεβῆ χαρακτῆρα, ἵνα ἐξουσίαν μὴ ἔχῃ ὁ ἄνθρωπος σφραγίσασθαι τῇ δεξιᾷ χειρὶ τὸ σημεῖον τοῦ σταυροῦ, μήτε πάλιν ἐν μετώπῳ σημειώσασθαι παντελῶς τὸ ἅγιον ὄνομα τοῦ Κυρίου, μήτε τὸν ἔνδοξον καὶ τίμιον σταυρὸν τοῦ Χριστοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν. Γινώσκει γὰρ ὁ ἄθλιος ὅτι ὁ σταυρὸς τοῦ Κυρίου, ἐὰν σφραγισθῇ, λύει αὐτοῦ πᾶσαν τὴν δύναμιν, καὶ διὰ τοῦτο σφραγίζει τὴν δεξιὰν τοῦ ἀνθρώπου· αὕτη γὰρ ἡ σφραγίζουσα πάντα τὰ μέλη ἡμῶν. Ὁμοίως δὲ καὶ τὸ μέτωπον, ὥσπερ λυχνία, βαστάζει λύχνον φωτός, τὸ σημεῖον τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν ἐν τῷ ὕψει.

Λοιπὸν οὖν, ἀδελφοί μου, φρικτὸς ἀγὼν ἅπασι τοῖς φιλοχρίστοις ἀνθρώποις, ἵνα μέχρις ὥρας τοῦ θανάτου μὴ δειλιάσωσι, μηδὲ στῶσιν ἐν χαυνότητι, ὅταν χαράσσῃ ὁ Δράκων τὴν ἑαυτοῦ σφραγῖδα ἀντὶ τοῦ σταυροῦ τοῦ Σωτῆρος. Τοιοῦτον γὰρ τρόπον ποιεῖ, ἵνα παντελῶς τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου καὶ Σωτῆρος μηδὲ ὅλως ὀνομασθῇ ἐν τῷ καιρῷ τούτῳ. Τοῦτο δὲ ποιεῖ φοβούμενος καὶ τρέμων ἐξ ἁγίας δυνάμεως τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν ὁ ἀσθενής. Ἐὰν μὴ γάρ τις σφραγίζηται τὴν ἐκείνου σφραγῖδα, οὐ γίνεται αἰχμάλωτος ἐκ τῶν ἐκείνου φαντασμάτων· οὔτε πάλιν ὁ Κύριος ἀφίσταται ἐκ τῶν τοιούτων, ἀλλὰ φωτίζει καὶ ἕλκει πρὸς ἑαυτόν.

Νοεῖν ἡμᾶς δεῖ, ἀδελφοί, μετὰ πάσης ἀκριβείας, τὰ τοῦ Ἐχθροῦ φαντάσματα ἄστοργα ὑπάρχοντα. Ὁ δὲ Κύριος ἡμῶν ἐν γαλήνῃ προσέρχεται πᾶσιν ἡμῖν, ἀποκρούσασθαι δι᾿ ἡμᾶς τοῦ θηρὸς τὰ τεχνάσματα. Τὴν ἀκλινῆ πίστιν τοῦ Χριστοῦ εἰλικρινῶς βαστάζοντες, εὐρίπιστον ποιήσομεν τὴν δύναμιν τοῦ τυράννου. Λογισμὸν ἀμετάθετον κτησώμεθα καὶ εὐστάθειαν, καὶ ἀφίσταται ἡμῶν ὁ ἀσθενής, μὴ ἔχων τὸ τί ποιήσῃ.

Ἐγὼ ὁ ἐλάχιστος, ἀδελφοί, παρακαλῶ ὑμᾶς, φιλόχριστοι, μὴ γενώμεθα χαῦνοι, ἀλλὰ μᾶλλον δυνατοὶ τῇ δυνάμει τοῦ σταυροῦ. Ἀπαραίτητος ἀγὼν ἐπὶ θύραις ἐστί· τὸν θυρεὸν τῆς πίστεως ἀναλάβωμεν πάντες. Ἕτοιμοι οὖν γίνεσθε, ὥσπερ οἰκέται πιστοί, ἄλλον μὴ δεχόμενοι. Ἐπειδὴ γὰρ ὁ κλέπτης καὶ ἀλάστωρ καὶ ἀπηνής, πρῶτος μέλλει ἔρχεσθαι ἐν τοῖς ἰδίοις καιροῖς, βουλόμενος κλέψαι καὶ θῦσαι καὶ ἀπολέσαι τὴν ποίμνην τὴν ἐκλεκτὴν τοῦ ἀληθινοῦ ποιμένος Χριστοῦ· ἀναλαμβάνει γὰρ σχῆμα τοῦ ἀληθινοῦ ποιμένος.

Διδαχθῶμεν, ὦ φίλοι, ὁποίῳ σχήματι ἔρχεται ἐπὶ τῆς γῆς ὁ ἀναίσχυντος Ὄφις. Ἐπειδὴ ὁ Σωτὴρ σῶσαι βουλόμενος τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων ἐκ Παρθένου ἐτέχθη καὶ σχήματι ἀνθρώπου ἐπάτησε τὸν Ἐχθρόν, ἐν ἁγίᾳ δυνάμει τῆς αὑτοῦ θεότητος, ἐλογίσατο οὗτος ἀναλαβεῖν τὸ σχῆμα τῆς αὐτοῦ παρουσίας καὶ ἀπατῆσαι ἡμᾶς. Ὁ δὲ Κύριος ἡμῶν ἐν νεφέλαις φωτειναῖς, ὡς ἀστραπὴ φοβερά, ἐλεύσεται ἐπὶ τῆς γῆς. Οὐχ οὕτως δὲ ὁ Ἐχθρὸς ἐλεύσεται· ἀποστάτης γάρ ἐστι. Τίκτεται δὲ ἀκριβῶς ἐκ κόρης μιαρᾶς τὸ ἐκείνου ὄργανον, οὐχ οὗτος δὲ σαρκοῦται. Ἐν σχήματι δὲ τοιούτῳ ἥξει ὁ παμμίαρος, ὡς κλέπτης, ἀπατῆσαι τὰ σύμπαντα· ταπεινός, ἥσυχος, μισῶν, φησίν, ἄδικα, ἀποστρεφόμενος εἴδωλα, προτιμώμενος εὐσέβειαν, ἀγαθός, φιλόπτωχος, εὐειδὴς ὑπερβολῇ, εὐκατάστατος, ἱλαρὸς πρὸς πάντας, τιμῶν μεθ᾿ ὑπερβολῆς τὸ γένος τῶν Ἰουδαίων· αὐτοὶ γὰρ προσδοκῶσι τὴν ἐκείνου ἔλευσιν. Μεταξὺ δὲ πάντων τούτων σημεῖα ἐπιτελεῖ, τέρατα καὶ φόβητρα, ἐν πολλῇ ἐξουσίᾳ. Ἀρέσαι δὲ πᾶσι τεχνάζεται δολίως, ὅπως ἀγαπηθῇ ἐν τάχει ὑπὸ πολλῶν. Δῶρα δὲ οὐ λήψεται, μετ᾿ ὀργῆς οὐ λαλήσει, κατηφὴς οὐ δείκνυται, σχήματι δὲ εὐταξίας ἐξαπατᾷ τὸν κόσμον, ἕως ἂν βασιλεύσῃ.

Ὅταν οὖν ἴδωσι λαοὶ πολλοὶ καὶ δῆμοι τοιαύτας ἀρετὰς καὶ δυνάμεις, πάντες ἐπὶ τὸ αὐτὸ μιᾷ γνώμῃ γίνονται καὶ ἐν χαρᾷ μεγάλῃ βασιλέα αὐτὸν κηρύσσουσι, λέγοντες πρὸς ἀλλήλους· μὴ ἄρα εὑρίσκεται τηλικοῦτος ἄνθρωπος ἀγαθὸς καὶ δίκαιος; Ἀνορθοῦται δὲ εὐθέως ἡ ἐκείνου βασιλεία, καὶ πατάξει ἐν θυμῷ τρεῖς βασιλεῖς μεγάλους. Ἔπειτα ὑψοῦται τῇ καρδίᾳ, καὶ ἐμέσει ὁ Δράκων τὴν ἑαυτοῦ πικρότητα. Ταράσσει τὴν οἰκουμένην καὶ κινεῖ τὰ πέρατα· ἐκθλίβει τὰ σύμπαντα, μιαίνει τὰς ψυχάς. Οὐκέτι ὡς εὐλαβής, ἀλλὰ πάντα ἐν πᾶσιν αὐστηρός, ἀπότομος, ὀργίλος, θυμώδης, δεινός, ἀκατάστατος, φοβερός, ἀειδής, μισητός, βδελυκτός, ἀνήμερος, ἀλάστωρ, ἀναιδὴς καὶ σπουδάζων ἐμβαλεῖν εἰς βόθρον ἀσεβείας πᾶν τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων. Πληθύνει σημεῖα ψευδῶς καὶ οὐκ ἀληθείᾳ, ἐν τῷ πλήθει. Παρεστώτων καὶ ἄλλων πολλῶν δήμων καὶ εὐφημούντων αὐτὸν διὰ τὰς φαντασίας, βάλλει φωνὴν ἰσχυράν, ὥστε σαλευθῆναι τὸν τόπον, ἐν ᾧ οἱ ὄχλοι αὐτῷ παρεστήκασι· γνῶτε, πάντες οἱ λαοί, τὴν ἐμὴν δύναμιν καὶ ἐξουσίαν. Μεθιστᾷ ὄρη ἐν ὀφθαλμοῖς τῶν θεωρούντων καὶ νήσους ἀνάγει ἐκ τῆς θαλάσσης· πλάνῃ δὲ καὶ φαντασίᾳ πάντα, καὶ οὐκ ἀληθείᾳ· ἀλλὰ πλανᾷ κόσμον καὶ φαντάζει τὰ σύμπαντα. Πολλοὶ πιστεύσουσι καὶ δοξάσουσιν αὐτόν, ὡς θεὸν ἰσχυρόν.

Τότε θρηνεῖ δεινῶς πᾶσα ψυχὴ καὶ στενάζει. Τότε πάντες θεάσονται θλῖψιν ἀπαραμύθητον, τὴν περιέχουσαν αὐτοὺς νυκτὸς καὶ ἡμέρας, καὶ οὐδαμοῦ εὑρίσκουσιν ἐμπλησθῆναι τῶν βρωμάτων. Δήμαρχοι γὰρ ἀπότομοι κατὰ τόπον σταθήσονται· καὶ εἴ τις φέρει μεθ᾿ ἑαυτοῦ τὴν σφραγῖδα τοῦ τυράννου ἐν μετώπῳ ἢ δεξιᾷ, ἀγοράζει βραχὺ βρώματα ἐκ τῶν εὑρισκομένων. Τότε ἐκλείπῃ τὰ νήπια ἐν τοῖς κόλποις τῶν μητέρων· θνῄσκει πάλιν μήτηρ ὑπεράνω τοῦ παιδίου· θνῄσκει πάλιν πατὴρ σὺν γυναικὶ καὶ τέκνοις ἐν ταῖς ἀγοραῖς, καὶ οὐκ ἔστιν ὁ θάπτων καὶ συστέλλων ἐν μνήμασιν. Ἐκ τῶν πολλῶν θνησιμαίων τῶν ῥιπτομένων ἐν ταῖς πλατείαις δυσωδία πανταχόθεν ἐκθλίβουσα τοὺς ζῶντας ἰσχυρῶς. Πρωῒ πάντες ἐροῦσι μετ᾿ ὀδύνης καὶ στεναγμῶν· πότε ἑσπέρα γίνεται, ἵνα ἀνέσεως τύχωμεν; Καταλαβούσης δὲ πάλιν τῆς ἑσπέρας, ἐν δάκρυσι πικροτάτοις συλλαλοῦσιν εἰς ἑαυτούς· πότε ἄρα διαφαύσει, ἵνα τὴν ἐπικειμένην θλῖψιν ἐκφύγωμεν; Καὶ οὐκ ἔστι ποῦ φυγεῖν ἢ κρυβῆναι· τετάρακται γὰρ τὰ σύμπαντα, ἡ θάλασσα καὶ ἡ ξηρά. Διὰ τοῦτο ἔφη ἡμῖν ὁ Κύριος· γρηγορεῖτε, δεόμενοι ἀδιαλείπτως ἐκφυγεῖν ἐκ θλίψεως.

Δυσωδία ἐν θαλάσσῃ, δυσωδία ἐπὶ τῆς γῆς, λιμοί, σεισμοί. Ἐν θαλάσσῃ σύγχυσις, ἐπὶ τῆς γῆς σύγχυσις· ἐν θαλάσσῃ φόβητρα, φόβητρα ἐπὶ τῆς γῆς. Χρυσὸς πολὺς καὶ ἄργυρος καὶ σηρικὰ ἱμάτια οὐδὲν ὠφελήσει τινὰ ἐν τῇ θλίψει ἐκείνῃ, ἀλλὰ πάντες οἱ ἄνθρωποι τοὺς νεκροὺς μακαρίζουσι τοὺς ταφέντας πρὸ τοῦ ἐλθεῖν τὴν θλῖψιν τὴν μεγάλην ἐπὶ τῆς γῆς. Ῥίπτεται γὰρ καὶ ὁ χρυσὸς καὶ ὁ ἄργυρος ἐν πλατείαις, καὶ οὐκ ἔστιν ὁ ἁπτόμενος, ἐπεὶ πάντα ἐβδέλυκται· ἀλλὰ πάντες τοῦ ἐκφυγεῖν καὶ κρυβῆναι σπουδάζουσι, καὶ οὐδαμοῦ αὐτοῖς ἔστι κρυβῆναι ἐκ θλίψεως. Ἀλλ᾿ ἔτι μετὰ τοῦ λιμοῦ καὶ τῆς θλίψεως καὶ τοῦ φόβου θηρία καὶ ἑρπετὰ σαρκοφάγα εὑρίσκονται δάκνοντα. Ἔσωθεν φόβος καὶ ἔξωθεν τρόμος, καὶ ἐν νυκτὶ καὶ ἐν ἡμέρᾳ. Ἐν πλατείαις θνησιμαῖα. Ἐν πλατείαις δυσωδία, ἐν οἰκίαις δυσωδία. Ἐν πλατείαις πεῖνα καὶ δίψα, ἐν οἰκίαις πεῖνα καὶ δίψα. Ἐν πλατείαις φωνὴ κλαυθμοῦ, ἐν οἰκίαις φωνὴ κλαυθμοῦ. Ἐν πλατείαις θόρυβος, ἐν οἰκίαις θόρυβος. Εἷς ἕκαστος τῷ ἑτέρῳ μετὰ κλαυθμοῦ συναντῶσι· πατὴρ τέκνῳ καὶ υἱὸς πατρί· μήτηρ τῇ θυγατρί. Φίλοι φίλοις ἐν πλατείαις περιπλακέντες ἐκλείπουσι, καὶ ἀδελφοὶ ἀδελφοῖς περιπλακέντες θανατοῦνται. Μεμάρανται καὶ τὸ κάλλος τῆς ὄψεως πάσης σαρκός· γίνονται δὲ αἱ ἰδέαι αὐτῶν ὡς νεκροῦ. Ἐβδέλυκται καὶ μεμίσηται καὶ τὸ κάλλος τῶν γυναικῶν. Μαρανθήσεται πᾶσα σὰρξ καὶ ἡ ἐπιθυμία τῶν ἀνθρώπων.

Ἅπαντες δὲ οἱ πεισθέντες τῷ δεινῷ θηρίῳ καὶ λαβόντες τὴν ἐκείνου σφραγῖδα, τὸν δυσσεβῆ χαρακτῆρα τοῦ μιαροῦ, προστρέχοντες αὐτῷ ἅμα καὶ λέγουσι μετ᾿ ὀδύνης· δὸς ἡμῖν φαγεῖν καὶ πιεῖν, ὅτι πάντες ἐκλείπομεν ἐκ τοῦ λιμοῦ σφιγγόμενοι· καὶ ἀπέλασον ἀφ᾿ ἡμῶν τὰ ἰοβόλα θηρία. Καὶ ἀπορῶν ὁ ἄθλιος ἀποκρίνεται ἐν πολλῇ ἀποτομίᾳ, λέγων· πόθεν ἐγὼ δώσω ὑμῖν φαγεῖν καὶ πιεῖν, ὦ ἄνθρωποι; Ὁ οὐρανὸς οὐ βούλεται δοῦναι τῇ γῇ ὑετόν· ἡ γῆ δὲ πάλιν οὐ δέδωκεν ὅλως θέρος ἢ γεννήματα. Ἀκούοντες δὲ ταῦτα οἱ λαοί, πενθοῦσι καὶ κλαίουσι, μὴ ἔχοντες παντελῶς παραμυθίαν θλίψεως, ἀλλὰ θλῖψις ἐπὶ τῇ θλίψει ἔσται αὐτοῖς ἀμύθητος, ὅτι οὕτως εὐπροθέτως τῷ τυράννῳ ἐπίστευσαν. Ἐκεῖνος γὰρ ὁ ἄθλιος οὐκ ἰσχύει οὐδὲ ἑαυτῷ βοηθῆσαι· καὶ πῶς αὐτοὺς ἐλεῆσαι; Ἐν ἐκείναις ταῖς ἡμέραις ἔσται ἀνάγκη μεγάλη ἐκ θλίψεως πολλῆς τοῦ Δράκοντος καὶ τοῦ φόβου καὶ σεισμοῦ καὶ τῆς θαλάσσης τοῦ ἤχου καὶ τοῦ λιμοῦ καὶ τῆς δίψης καὶ τῶν δηγμάτων τῶν θηρίων. Πάντες δὲ οἱ λαβόντες τὴν σφραγῖδα τοῦ Ἀντιχρίστου καὶ προσκυνήσαντες αὐτῷ, ὡς Θεῷ τῷ ἀγαθῷ, οὐκ ἔχουσί τινα μερίδα ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ μετὰ τοῦ Δράκοντος βληθήσονται ἐν τῇ γεέννῃ.

Μακάριος ὁ εὑρεθεὶς πανάγιος καὶ πάμπιστος, ὁ ἔχων αὑτοῦ τὴν καρδίαν πρὸς τὸν Θεὸν ἀδιστάκτως· ἀφόβως γὰρ ἐκκρούεται τὰς πεύσεις αὐτοῦ πάσας, καταφρονῶν καὶ βασάνων καὶ τῶν φαντασιῶν αὐτοῦ. Πρὶν ἢ δὲ ταῦτα γενέσθαι, ἀποστέλλει ὁ Κύριος Ἠλίαν τὸν Θεσβίτην καὶ τὸν Ἐνώχ, ὡς εὔσπλαγχνος, ὅπως αὐτοὶ γνωρίσωσιν εὐσέβειαν τῷ γένει τῶν ἀνθρώπων καὶ κηρύξωσι παρρησίᾳ θεογνωσίαν πᾶσι, μὴ πιστεῦσαι τῷ τυράννῳ φόβου ἕνεκα, κράζοντας καὶ λέγοντας· πλάνος ἐστίν, ὦ ἄνθρωποι· μηδεὶς αὐτῷ πιστεύσῃ τὸ σύνολον, ἢ ὑπακούσῃ τῷ θεομάχῳ· μηδεὶς ὑμῶν φοβηθῇ· ἐν τάχει γὰρ καταργεῖται. Ὁ Κύριος ὁ ἅγιος, ἰδού, ἔρχεται ἐξ οὐρανοῦ κρῖναι πάντας τοὺς πειθομένους αὐτοῦ τοῖς σημείοις. Πλὴν ὀλίγοι εἰσὶ τότε οἱ θέλοντες ὑπακούειν καὶ πιστεῦσαι τῷ κηρύγματι τῶν Προφητῶν. Τοῦτο δὲ ποιεῖ ὁ Σωτήρ, ἵνα δείξῃ τὴν ἄφατον αὑτοῦ φιλανθρωπίαν· ὅτι οὐδὲ ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ ἀφίησι τὸ τῶν ἀνθρώπων γένος δίχα κηρύγματος, ὅπως ἀναπολόγητοι ὦσι πάντες ἐν τῇ κρίσει. Πολλοὶ μὲν οὖν τῶν ἁγίων, ὅσοι τότε εὑρεθῶσιν εἰς τὴν ἔλευσιν τοῦ μιαροῦ, ἐκχέουσι ποταμηδὸν τὰ δάκρυα ἐν στεναγμοῖς πρὸς τὸν Θεὸν τὸν ἅγιον τοῦ ῥυσθῆναι τοῦ Δράκοντος. Καὶ φεύγουσιν ἐν σπουδῇ μεγάλῃ ἐν ἐρήμοις, καὶ κρύπτονται ἐν ὄρεσι καὶ σπηλαίοις μετὰ φόβου, καὶ πάσσουσι γῆν καὶ σποδὸν ἐπὶ τὰς κεφαλάς, δεόμενοι νυκτὸς καὶ ἡμέρας ἐν πολλῇ ταπεινώσει. Καὶ δωρεῖται αὐτοῖς τοῦτο παρὰ Θεοῦ τοῦ ἁγίου, καὶ ὁδηγεῖ αὐτοὺς ἡ χάρις εἰς τόπους ὡρισμένους, καὶ σῴζονται κρυπτόμενοι ἐν ταῖς ὀπαῖς καὶ τοῖς σπηλαίοις, μὴ βλέποντες τὰ σημεῖα καὶ τὰ φόβητρα τοῦ Ἀντιχρίστου. Τοῖς γὰρ ἔχουσι γνῶσιν, εὐχερῶς ἡ τούτου γνωρίζεται ἔλευσις· τοῖς δὲ τὸν νοῦν ἔχουσιν εἰς πράγματα βιωτικὰ καὶ ποθοῦσι τὰ γήϊνα, οὐκ εὔδηλον ἔσται τοῦτο. Ὁ γὰρ ἀεὶ δεδεμένος ἐν πράγμασι βιωτικοῖς, κἂν ἀκούσῃ, ἀπιστεῖ καὶ βδελύσσεται τὸν λέγοντα. Τούτου χάριν ἐνισχύουσιν οἱ ἅγιοι, ὅτι πᾶσαν τὴν ἡμέραν καὶ τὴν μέριμναν τοῦ βίου τούτου ἀπέρριψαν.

Πενθεῖ τότε πᾶσα ἡ γῆ καὶ θάλασσα. Καὶ ἀὴρ πενθεῖ ἅμα καὶ τὰ ζῶα τὰ ἄγρια σὺν πετεινοῖς τοῦ οὐρανοῦ. Πενθοῦσιν ὄρη καὶ βουνοὶ καὶ τὰ ξύλα τοῦ πεδίου. Πενθοῦσι δὲ καὶ φωστῆρες τοῦ οὐρανοῦ διὰ τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων, ὅτι πάντες ἐξέκλιναν ἀπὸ τοῦ Θεοῦ τοῦ ἁγίου καὶ τῷ πλάνῳ ἐπίστευσαν, δεξάμενοι χαρακτῆρα τοῦ μιαροῦ καὶ θεομάχου ἀντὶ τοῦ ζωοποιοῦ σταυροῦ τοῦ Σωτῆρος. Πενθεῖ ἡ γῆ καὶ ἡ θάλασσα, ὅτι ἄφνω κατέπαυσε φωνὴ ψαλμοῦ καὶ προσευχῆς ἐκ στόματος ἀνθρώπου. Πενθοῦσιν αἱ ἐκκλησίαι τοῦ Χριστοῦ πᾶσαι πένθος μέγα, διότι οὐ λειτουργεῖται ἁγιασμὸς καὶ προσφορά.

Μετὰ γοῦν τὸ πληρωθῆναι τοὺς τρεῖς καιροὺς καὶ ἥμισυ τῆς τοῦ μιαροῦ ἐξουσίας καὶ πράξεως, καὶ ὅταν πληρωθῇ πάντα τὰ σκάνδαλα πάσης τῆς γῆς, καθώς φησιν ὁ Κύριος, ἥξει λοιπόν, ὡς ἀστραπὴ ἀστράπτων ἐξ οὐρανοῦ, ὁ ἅγιος καὶ ἄχραντος καὶ φοβερὸς καὶ ἔνδοξος Θεὸς ἡμῶν, μετὰ δόξης ἀνεικάστου, προτρεχόντων τῶν ταγμάτων ἐνώπιον τῆς δόξης αὐτοῦ Ἀγγέλων, Ἀρχαγγέλων, πάντες φλόγες πυρὸς ὄντες, καὶ ποταμὸς πλήρης πυρὸς ἐν φοβερῷ ῥοιζήματι. Χερουβεὶμ ἔχοντα τὸ ὄμμα κάτω καὶ Σεραφεὶμ ἱπτάμενα καὶ κρύπτοντα τὰ πρόσωπα καὶ τοὺς πόδας ἐν ταῖς πτέρυξι ταῖς πυρίναις, κεκραγότα μετὰ φρίκης· ἐγείρεσθε, οἱ καθεύδοντες. Ἰδού, ἦλθεν ὁ Νυμφίος. Ἀνοίγονται δὲ τὰ μνήματα, καὶ ὡς ἐν ῥιπῇ ὀφθαλμοῦ ἐγείρονται πᾶσαι αἱ φυλαί, καὶ βλέπουσιν εἰς τὸ κάλλος τὸ ἅγιον τοῦ Νυμφίου. Καὶ μύριαι μυριάδες καὶ χίλιαι χιλιάδες Ἀγγέλων καὶ Ἀρχαγγέλων, ἀναρίθμητοι στρατιαί, χαίρουσι χαρὰν μεγάλην. Ἅγιοι καὶ δίκαιοι καὶ πάντες οἱ μὴ λαβόντες τὴν σφραγῖδα τοῦ Δράκοντος <τοῦ μιαροῦ> καὶ ἀσεβοῦς ἀγάλλονται. Καὶ ἄγεται ὁ τύραννος, δεδεμένος ὑπὸ Ἀγγέλων, σὺν πᾶσι τοῖς δαίμοσιν, ἐνώπιον τοῦ βήματος, καὶ οἱ λαβόντες τὴν αὑτοῦ σφραγῖδα, καὶ πάντες οἱ ἀσεβεῖς καὶ ἁμαρτωλοὶ δεδεμένοι. Καὶ δίδωσιν ὁ Βασιλεὺς τὴν κατ᾿ αὐτῶν ἀπόφασιν τῆς αἰωνίου κρίσεως ἐν τῷ πυρὶ τῷ ἀσβέστῳ. Πάντες δὲ οἱ μὴ λαβόντες τὴν σφραγῖδα τοῦ Ἀντιχρίστου, καὶ πάντες οἱ ἐν σπηλαίοις, ἀγάλλονται σὺν τῷ Νυμφίῳ ἐν παστῷ αἰωνίῳ καὶ οὐρανίῳ, μετὰ πάντων τῶν Ἁγίων, εἰς ἀπεράντους αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.


Πηγή : Οσίου Εφραίμ του Σύρου. Έργα, Τόμος Δ΄, εκδ. Το περιβόλι της Παναγίας, 1992, σελ. 111-128.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Το πρωτάκουστο και παράδοξο είναι, όταν τα ίδια τα όπλα των εχθρών οδηγούνται σαν πολεμικές μηχανές εναντίον τους 5

  Η Ιερωσύνη-  ο Γάμος - το  Ευχέλαιο Απαντήσεις σε ερωτήματα δογματικά  Ανδρέα Θεοδώρου, εκδ. Αποστολικής Διακονίας, 1997, σελ. 172-1...

Δημοφιλείς αναρτήσεις