Προφήτης Δανιήλ
και οι Άγιοι Τρεις Παίδες Ανανίας, Αζαρίας και Μισαήλ
Ο προφήτης Δανιήλ είναι ένας από τους
τέσσερις μεγάλους προφήτες και έζησε στα τέλη του 7ου με τις αρχές 6ου π.Χ.
αιώνα. Ανήκε στη φυλή του Ιούδα, ήταν από βασιλικό γένος και γεννήθηκε στην
Άνω Βηθαρά.
Νήπιο ακόμα, οδηγήθηκε μαζί με τους γονείς του αιχμάλωτος στη Βαβυλώνα. Με
την πρόνοια του Ναβουχοδονόσορα, ο Δανιήλ (που ο αυτοκράτορας μετονόμασε
Βαλτάσαρ) με τους τρεις Εβραίους νεαρούς, Ανανία, Αζαρία και Μισαήλ,
σπούδασαν στην αυτοκρατορική αυλή. Επειδή η απόδοσή τους στις σπουδές ήταν
άριστη, όταν ενηλικιώθηκαν ο βασιλιάς τους έδωσε μεγάλη θέση στο κράτος.
Μάλιστα ο Δανιήλ είχε το χάρισα να ερμηνεύει όνειρα και αργότερα προφήτευσε
και τον ερχομό του Υιού του ανθρώπου.
Κάποτε όμως ο Ναβουχοδονόσωρ, έκανε δική του χρυσή εικόνα και απαίτησε απ'
όλους τους αξιωματούχους και το λαό να την προσκυνήσουν. Ο Δανιήλ έλειπε σε
αποστολή. Ήταν όμως οι τρεις παίδες, που δεν προσκύνησαν την εικόνα. Αμέσως
καταγγέλθηκαν στο βασιλιά. Αυτός τους είπε ότι, αν πράγματι δεν προσκύνησαν,
τους περιμένει το καμίνι της φωτιάς. Τότε οι τρεις παίδες απάντησαν: «Άκου
βασιλιά, ο ουράνιος Θεός, τον οποίο εμείς λατρεύουμε, είναι τόσο δυνατός,
που μπορεί να μας βγάλει σώους και αβλαβείς από το καμίνι της φωτιάς και να
μας σώσει από τα χέρια σου. Αλλά και αν ακόμα δεν το κάνει, να ξέρεις ότι
τους θεούς σου δε λατρεύουμε και την εικόνα σου δεν προσκυνάμε».
Πράγματι, όταν τους έριξαν στη φωτιά, οι τρεις παίδες βγήκαν σώοι και
αβλαβείς. Το ίδιο συνέβη αργότερα και με το Δανιήλ, όταν ο Δαρείος τον έριξε
στο λάκκο των λεόντων, επειδή έκανε την προσευχή του, ενώ ο βασιλιάς είχε
διατάξει για 30 μέρες να μη κάνει κανείς ιδιαίτερη προσευχή.
Βλέποντας το θαύμα ο Δαρείος, κράτησε το Δανιήλ στην αυλή του, όπου
παρέμεινε και πέθανε σε βαθιά γεράματα, πιθανότατα, στα Σούσα. Η Ορθόδοξη
Εκκλησία εορτάζει τη μνήμη του Προφήτη Δανιήλ και των 3 φίλων του στις 17
Δεκεμβρίου.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος β’.
Μεγάλα τὰ τῆς πίστεως κατορθώματα! ἐν τῇ πηγῇ τῆς φλογός, ὡς ἐπὶ ὕδατος
ἀναπαύσεως, οἱ ἅγιοι τρεῖς παῖδες ἠγάλλοντο· καὶ ὁ Προφήτης Δανιήλ, λεόντωv
ποιμήv, ὡς προβάτων ἐδείκνυτο. Ταῖς αὐτῶν ἰκεσίαις, Χριστὲ ὁ Θεός, ἐλέησον
ἡμᾶς.
Κοντάκιον
Ἦχος γ’ Ἡ Παρθένος σήμερον.
Καθαρθεῖσα Πνεύματι, ἡ καθαρά σου καρδία, προφητείας γέγονε, φαεινοτάτης
δοχεῖον· βλέπεις γὰρ ὡς ἐνεστῶτα τὰ μακρὰν ὄντα, λέοντας, ἀποφιμοῖς δὲ
βληθείς ἐν λάκκῳ· διὰ τοῦτό σε τιμῶμεν, Προφῆτα Μάκαρ, Δανιὴλ Ἔνδοξε.
Ἕτερον Κοντάκιον
Ἦχος πλ. β’ . Αὐτόμελον.
Χειρόγραφον εἰκόνα μὴ σεβασθέντες, ἀλλ᾽ ἀγράφῳ οὐσίᾳ θωρακισθέvτες,
τρισμακάριοι ἐν τῷ σκάμματι, τοῦ πυρὸς ἐδοξάσθητε· ἐν μέσῳ δὲ φλογός,
ἀvυποστάτου ἱστάμεvοι, Θεὸν ἐπεκαλεῖσθε· Τάχυνοv ὦ οἰκτίρμωv, καὶ σπεῦσον ὡς
ἐλεήμωv, εἰς τὴv βοήθειαν ἡμῶv, ὅτι δύνασαι βουλόμενος.
Κάθισμα
Ἦχος πλ. δ’. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον.
Προφητείας τὴν χάριν πεπλουτηκώς, τῆς Παρθένου τὸν Τόκον σκιαγραφεῖς, καὶ
λύεις ὀνείρατα, τῶν κρατούντων σαφέστατα, ἐμβληθεὶς δὲ λάκκῳ, ὡς Μάρτυς
ἐδίδαξας, παραδόξως Μάκαρ, νηστεύειν τοὺς λέοντας· ὅθεν καταστρέψας, τῶν
ἀθέων τὸ σέβας, τὸν δράκοντα ἔκτεινας, ἀριστεύσας λαμπρότατα, Δανιὴλ
Ἀξιάγαστε. Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς
ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν ἁγίαν μνήμην σου.
Ὁ Οἶκος
Ἐκτεινόν σου τὴν χεῖρα, ἧς πάλαι ἔλαβον πεῖραν Αἰγύπτιοι πολεμοῦντες, καὶ Ἑβραῖοι πολεμούμενοι, μὴ καταλίπῃς ἡμᾶς, καὶ καταπίῃ ἡμᾶς θάνατος, ὁ διψῶν ἡμᾶς, καὶ Σατᾶν ὁ μισῶν ἡμᾶς, ἀλλ' ἔγγισον ἡμῖν, καὶ φεῖσαι τῶν ψυχῶν ἡμῶν, ὡς ἐφείσω ποτὲ τῶν Παίδων σου, τῶν ἐν Βαβυλῶνι ἀπαύστως ἀνυμνούντων σε, καὶ βληθέντων ὑπὲρ σοῦ εἰς τὴν κάμινον, καὶ ἐκ ταύτης κραυγαζόντων σοι. Τάχυνον ὁ οἰκτίρμων, καὶ σπεῦσον ὡς ἐλεήμων, εἰς τὴν βοήθειαν ἡμῶν, ὅτι δύνασαι βουλόμενος.
Προφήτης Ζαχαρίας
Ο Προφήτης Ζαχαρίας είναι ο ενδέκατος της σειράς των μικρών λεγομένων προφητών της Παλαιάς Διαθήκης. Καταγόταν από το γένος του Ισραήλ και τη φυλή του Λευΐ. Γεννήθηκε στην πόλη Γαλαάδ της Παλαιστίνης κατά την περίοδο της βαβυλώνιας αιχμαλωσίας και το όνομά του σημαίνει, στην ελληνική γλώσσα, μνήμη Θεού, εκείνον δηλαδή τον οποίο ο Θεός ενθυμείται. Ήταν γιος του Βαραχίου και εγγονός του Αδδώ.
Ο Ζαχαρίας, ήταν αυτός που με τον προφήτη Αγγαίο, διήγειραν τους Ιουδαίους, όταν αυτοί το 537 με 536 π.Χ. επέστρεψαν στην Ιουδαία, να ανοικοδομήσουν το ναό της Ιερουσαλήμ. Υπάρχει η άποψη, ότι ο προφήτης Ζαχαρίας ανήκε σε Ιερατικό γένος και ήταν ιερεύς και ο ίδιος. Κατά την Ιουδαϊκή παράδοση, ο Ζαχαρίας και ο Αγγαίος ήταν μέλη της Μεγάλης Συναγωγής, η οποία ώρισε τον Κανόνα των βιβλίων της Παλαιάς Διαθήκης. Ασχολήθηκαν δε και με την τακτοποίηση της ιεράς λειτουργίας, και συνέθεσαν ή αναθεώρησαν ψαλμούς. Ο Ζαχαρίας προφήτευσε την είσοδο του Ιησού στην Ιερουσαλήμ για την Κυριακή των Βαΐων, και για το ποσό που πλήρωσαν οι Αρχιερείς στον Ιούδα σαν τίμημα για την προδοσία του Διδασκάλου. Ο Προφήτης Ζαχαρίας κοιμήθηκε σε βαθύ γήρας και ενταφιάσθηκε κοντά στον τάφο του Προφήτη Αγγαίου. Ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος ο Μέγας (379-395 μ.Χ.) έκτισε ναό αφιερωμένο στον Προφήτη Ζαχαρία στη μονή της Αγίας Δομνίκης Κωνσταντινουπόλεως. Ναός, επίσης, του Προφήτου υπήρχε στο βουνό του Αυξεντίου, σε τόπο όπου καλείτο «Θέατρο». Η Ορθόδοξη Εκκλησία εορτάζει τη μνήμη του Προφήτη Ζαχαρία στις 8 Φεβρουαρίου.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Τὴν κλῆσιν κατάλληλον, δείξας τοὶς ἔργοις σοφέ, ταμεῖον ἐπάξιον, τῆς
ἐπιπνοίας Θεοῦ, Ζαχαρία γεγένησαι, ἔχων γὰρ ἐν τῷ βίῳ, συλλαλούντας Ἀγγέλους,
ὤφθης τῶν ἐσομένων, θεηγόρος Προφήτης. Καὶ νῦν ἠμῶν τᾶς αἰτήσεις, ἄνωθεν
πλήρωσαν.
Ο ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΗΛΙΑΣ (ΗΛΙΟΥ)
Ο προφήτης Ηλίας (Ηλιού όπως είναι γνωστός στην Παλαιά Διαθήκη) ήταν γιος του Σωβάκ και καταγόταν από τη Θέσβη (Θισβέ) της περιοχής Γαλαάδ, που βρίσκεται δυτικά του ποταμού Ιορδάνη, γι' αυτό και ονομάστηκε Θεσβίτης (Γ' Βασιλειών 17,1. 18,27. 18,29. 20,17. Δ' Βασιλειών 1,3. 1,8). Ανήκε στην φυλή του Ααρών και το όνομά του σημαίνει "ο Γιαχβέ είναι Θεός". Ο προφήτης Ηλίας έζησε τον 9 π.Χ. αιώνα. Είναι από τους γνωστότερους και μεγαλύτερους προφήτες του Ισραήλ. Ο Ηλίας άσκησε το προφητικό του χάρισμα επί 25 έτη. Ήταν δασύτριχος και ζωσμένος με μια δερμάτινη ζώνη (Δ' Βασιλειών 1,8).
Όταν γεννήθηκε, ο πατέρας του είδε μία θεία οπτασία: Δύο άνδρες λευκοφορεμένοι τον ονόμαζαν Ηλία, τον σπαργάνωναν με φωτιά και του έδιναν φλόγα να φάει. Τότε ο πατέρας του, πήγε στα Ιεροσόλυμα και αφού περιέγραψε την οπτασία στους ιερείς, εκείνοι του είπαν ερμηνεύοντας την οπτασία, ότι ο γιος του θα γίνει προφήτης και θα κρίνει το Ισραήλ με δίκοπο μαχαίρι και φωτιά.
Ο ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΗΛΙΑΣ ΠΡΟΑΝΑΓΓΕΛΛΕΙ ΑΝΟΜΒΡΙΑ
ΚΑΙ Η ΦΥΓΗ ΤΟΥ ΣΤΟ ΧΕΙΜΑΡΡΟ ΧΟΡΡΑΘ
Ο προφήτης Ηλίας εμφανίστηκε σε μια δύσκολη εποχή για τον Ισραήλ, όταν στο βόρειο βασίλειο βασίλευε ο Αχαάβ, ένας κακός και ασεβής βασιλιάς, που επηρεαζόταν από την ειδωλολάτρισσα σύζυγό του Ιεζάβελ. Ο προφήτης Ηλίας, ως απεσταλμένος του Θεού, πηγαίνει στο βασιλιά Αχαάβ και προφητεύει ότι θ' ακολουθήσουν τρία χρόνια ανομβρίας στη χώρα.
Έπειτα ο Κύριος είπε στον Ηλία, προκειμένου ν' αποφύγει την οργή του Αχαάβ, να πάει στ' ανατολικά και να κρυφτεί στο χείμαρρο Χορράθ, ανατολικά του Ιορδάνη. Έτσι ο Ηλίας υπάκουσε στην εντολή του Κυρίου και κρύφτηκε στο χείμαρρο Χορράθ. Εκεί οι κόρακες, σύμφωνα με το λόγο του Κυρίου, του έφερναν ψωμί το πρωΐ και κρέας το βράδυ. Κι από το χείμαρρο έπινε νερό. Μετά όμως από μερικές ημέρες ξεράθηκε ο χείμαρρος, γιατί υπήρχε ανομβρία στη χώρα (Γ' Βασιλειών 17,1-7).
Ο ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΗΛΙΑΣ ΚΑΙ Η ΧΗΡΑ ΤΗΣ ΣΑΡΕΠΤΑ
Όταν ξεράθηκε ο χείμαρρος, ο προφήτης Ηλίας πήρε καινούρια εντολή από τον Κύριο, να πάει στη Σαρεπτά, στην περιοχή της Σιδώνας, και να μείνει εκεί. Ο Κύριος έδωσε εντολή σε μια χήρα να φροντίζει για την τροφή του προφήτη. Σηκώθηκε, λοιπόν, ο Ηλίας και πήγε στη Σαρεπτά.
Όταν έφτασε στην πύλη της πόλης, είδε μια χήρα που μάζευε ξύλα. Της φώναξε και της ζήτησε να του φέρει λίγο νερό σ' ένα κύπελλο για να πιει. Ενώ αυτή πήγαινε να φέρει νερό, ο Ηλίας της φώναξε ξανά να του φέρει και λίγο ψωμί, από εκείνο που κρατούσε στο χέρι της. Εκείνη του απάντησε, ότι δεν είχε ψωμί, παρά μόνο μια χούφτα αλεύρι στο πιθάρι και λίγο λάδι στο δοχείο. Και ότι πήγε εκεί για να μαζέψει λίγα ξύλα, για να ετοιμάσει για κείνη και το γιο της ό,τι έχει απομείνει από το αλεύρι, και μετά να πεθάνουν από την πείνα.
Ο Ηλίας όμως της είπε να μην ανησυχεί και να πράξει όπως της είπε. Μόνο να φτιάξει πρώτα μια μικρή λαγάνα για κείνον κι έπειτα να φτιάξει για κείνη και το γιο της. Γιατί ο Κύριος είπε, ότι το πιθάρι με το αλεύρι δεν θ' αδειάσει και το λάδι στο δοχείο δεν θα λιγοστέψει, ως τη μέρα που ο Κύριος θα στείλει βροχή ξανά στη γη.
Πήγε, λοιπόν, η γυναίκα κι έκανε όπως της είπε ο προφήτης. Κι έμεινε ο Ηλίας στο σπίτι της και τρώγανε για πολλές μέρες. Πράγματι, το πιθάρι με το αλεύρι δεν άδειασε και το λάδι στο δοχείο δε λιγόστεψε, όπως ακριβώς είχε πει ο Κύριος μέσω του Ηλία (Γ' Βασιλειών 17,8-16).
Έπειτα από τα γεγονότα αυτά αρρώστησε ο γιος της γυναίκας. Η αρρώστια του ήταν πάρα πολύ βαριά, ώστε έσβησε πλέον η ζωή του. Τότε η γυναίκα είπε στον Ηλία: «Τι είμαι εγώ για σένα, άνθρωπε του Θεού; Ήρθες στο σπίτι μου για να θυμηθεί ο Κύριος της αμαρτίες μου και να θανατώσει το γιο μου;»
Τότε ο Ηλίας της ζήτησε να του φέρει το παιδί της. Το πήρε από την αγκαλιά της και το ανέβασε στο ανώγι, όπου έμενε ο ίδιος, και το ξάπλωσε πάνω στο κρεβάτι του. Προσευχήθηκε τότε στον Κύριο και του είπε, γιατί έκανε κακό στη χήρα που τον φιλοξενεί και άφησε να πεθάνει ο γιος της; Μετά φύσηξε πάνω στο παιδί τρεις φορές και προσευχήθηκε στον Κύριο να επιστρέψει πίσω η ψυχή του παιδιού.
Ο Κύριος άκουσε την επίκληση του Ηλία, ξαναγύρισε η ψυχή του παιδιού μέσα του και αναστήθηκε. Και τότε φώναξε δυνατά το παιδί. Ο Ηλίας πήρε το παιδί και το παρέδωσε στη μητέρα του, λέγοντας πως το παιδί της είναι ζωντανό. Εκείνη του απάντησε, ότι έχει πεισθεί πως είναι άνθρωπος του Θεού και πως ό,τι προφητεύει είναι πραγματικά λόγος του Κυρίου (Γ' Βασιλειών 17,17-24).
Ο ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΗΛΙΑΣ ΠΑΡΟΥΣΙΑΖΕΤΑΙ ΣΤΟΝ ΑΧΑΑΒ
Μετά από πολύ καιρό, το τρίτο έτος της ξηρασίας, ο Κύριος έδωσε εντολή στον Ηλία να παρουσιαστεί στον Αχαάβ και του είπε ότι θα στείλει βροχή στη γη. Ξεκίνησε, λοιπόν, ο Ηλίας να πάει στον Αχαάβ, ενώ η πείνα λόγω της ανομβρίας είχε επιδεινωθεί στη Σαμάρεια. Ο Αχαάβ εκείνες τις μέρες είχε καλέσει τον Αβδιού, τον αρχιοικονόμο του, ο οποίος σεβόταν πολύ τον Κύριο. Κι όταν η Ιεζάβελ είχε διατάξει να θανατώσουν τους προφήτες του Κυρίου, ο Αβδιού είχε πάρει εκατό προφήτες και τους είχε κρύψει από πενήντα σε δύο σπήλαια και τους προμήθευε ψωμί και νερό. Ο Αχαάβ, λοιπόν, είχε πει στον Αβδιού να πάνε σε όλες τις πηγές και στους χειμάρρους της χώρας, μήπως βρουν χορτάρι για να ταΐσουν τα άλογα και τα μουλάρια του παλατιού, πριν πεθάνουν μέσα στους στάβλους. Μοίρασαν, λοιπόν, τη χώρα ώστε να πάνε παντού. Ο Αχαάβ πήρε τον ένα δρόμο και ο Αβδιού πήρε τον άλλο δρόμο.
Στο δρόμο του ο Αβδιού συνάντησε τον προφήτη Ηλία. Τον αναγνώρισε, τον προσκύνησε και του είπε: «Εσύ είσαι αλήθεια ο Ηλίας;» Ο προφήτης Ηλίας του απάντησε «Εγώ είμαι. Πήγαινε να πεις στον κύριό σου ότι ο Ηλίας είναι εδώ». Τότε ο Αβδιού του είπε: «Σε τι αμάρτησα και θέλεις να ρίξεις το δούλο σου στα χέρια του Αχαάβ, να με θανατώσει; Σε διαβεβαιώνω, ενώπιον του Κυρίου, ότι δεν υπάρχει έθνος και βασίλειο που ο Αχαάβ να μην έστειλε να σε αναζητήσουν. Κι όταν του έλεγαν ότι δεν ήσουν εκεί, αυτός παρέδιδε στη φωτιά τη χώρα εκείνη. Και τώρα εσύ μου λες να πάω να του πω πως είσαι εδώ; Κι αν τώρα που θ' αποχωριστούμε το Πνεύμα του Κυρίου σε μεταφέρει αλλού, κι εγώ πάω να ειδοποιήσω τον Αχαάβ κι έπειτα δεν σε βρει, τότε πάνω στο θυμό του θα με θανατώσει. Αλλά εγώ, ο δούλος σου, σέβομαι τον Κύριο από τα νιάτα μου. Ασφαλώς δεν θα ξέρεις, κύριε μου, τι έκανα, όταν η Ιεζάβελ διέταξε να θανατώσουν τους προφήτες του Κυρίου; Εγώ έκρυψα εκατό προφήτες, πενήντα σε κάθε σπηλιά και τους προμήθευα ψωμί και νερό. Και τώρα μου λες να πάω να πω στον κύριό μου πως ο Ηλίας είναι εδώ; Τότε είναι που θα με θανατώσει!» (Γ' Βασιλειών 18,1-14).
Ο Ηλίας τον καθησύχασε και τον διαβεβαίωσε, ενώπιον του Κυρίου, πως σήμερα θα παρουσιαστεί στον Αχαάβ οπωσδήποτε. Έτσι ο Αβδιού πήγε και βρήκε τον Αχαάβ και του έδωσε το μήνυμα του προφήτη. Πράγματι ο Αχαάβ πήγε να συναντήσει τον Ηλία. Μόλις τον είδε, του είπε: «Εσύ είσαι που αναστατώνεις τον ισραηλιτικό λαό;» Ο Ηλίας του απάντησε: «Δεν αναστατώνω εγώ τον λαό, αλλά εσύ και η οικογένεια του πατέρα σου, επειδή αρνηθήκατε να υπακούσετε τις εντολές του Κυρίου και λατρέψατε το Βάαλ. Τώρα, λοιπόν, στείλε και συγκέντρωσε όλους τους Ισραηλίτες, στο όρος Κάρμηλος, όπως επίσης και τους 450 ιερείς του Βάαλ καθώς και τους 400 ιερείς των δασών της Αστάρτης, τους προστατευόμενους της βασίλισσας Ιεζάβελ» (Γ' Βασιλειών 18,15-19).
Ο ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΗΛΙΑΣ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟΥΣ ΙΕΡΕΙΣ ΤΟΥ ΒΑΑΛ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΣΤΑΡΤΗΣ
Ο Αχαάβ έστειλε μήνυμα σ' όλους τους Ισραηλίτες και συγκέντρωσε όλους τους ψευδοπροφήτες στο όρος Κάρμηλος. Ο Ηλίας πλησίασε το λαό και τους είπε, ως πότε θα αμφιταλαντεύεται ποιος θεός είναι ο αληθινός; Ο Κύριος ή ο Βάαλ; Εάν ο Κύριος είναι ο αληθινός Θεός ν' ακολουθήσουν αυτόν κι αν είναι ο Βάαλ ν' ακολουθήσουν εκείνον. Τους είπε ακόμη ότι είναι ο μόνος προφήτης του Κυρίου που απόμεινε στο βόρειο βασίλειο, ενώ οι προφήτες (ιερείς) του Βάαλ είναι 450 και 400 οι προφήτες των δασών της Αστάρτης. Ύστερα ζήτησε να φέρουν δύο μοσχάρια, το ένα για τους ιερείς του Βάαλ και της Αστάρτης και το άλλο για τον ίδιο. Έπειτα να κομματιάσουν τα μοσχάρια και να τα βάλουν πάνω στα ξύλα, χωρίς όμως να βάλουν φωτιά. Το ίδιο θα κάνει κι εκείνος. Στο τέλος οι ιερείς του Βάαλ και της Αστάρτης θα επικαλεστούν το όνομα του θεού τους και ο ίδιος θα επικαλεστεί το όνομα του Κυρίου. Όποιος θεός ακούσει την προσευχή και στείλει φωτιά στο θυσιαστήριο, αυτός θα είναι ο αληθινός θεός. Κι όλος ο λαός συμφώνησε μαζί του (Γ' Βασιλειών 18,20-24).
Τότε ο Ηλίας είπε στους προφήτες του Βάαλ και της Αστάρτης να διαλέξουν για τον εαυτό τους το ένα μοσχάρι και να επικαλεστούν το όνομα του θεού τους. Εκείνοι πήραν το μοσχάρι, το ετοίμασαν κι έπειτα προσευχήθηκαν στο Βάαλ να βάλει φωτιά στο θυσιαστήριο. Έτρεχαν και χοροπηδούσαν γύρω από το θυσιαστήριο παρακαλώντας το Βάαλ ν' απαντήσει στις προσευχές τους. Αλλά ο Βάαλ ούτε τους άκουγε ούτε τους απαντούσε.
Είχε φτάσει μεσημέρι και ο Ηλίας άρχισε να τους ειρωνεύεται και να τους εμπαίζει να φωνάξουν πιο δυνατά, γιατί θεός θα ήταν απασχολημένος ή θα κοιμόταν. Τότε εκείνοι άρχισαν να φωνάζουν πιο δυνατά και να κάνουν χαρακιές στο σώμα τους, όπως συνήθιζαν, με ξίφη και με λόγχες, ώσπου το αίμα άρχισε να τρέχει πάνω τους. Είχε φτάσει απόγευμα αλλά καμιά φωνή ή απάντηση δεν ερχόταν, ούτε κάποιο σημάδι ότι είχαν εισακουστεί (Γ' Βασιλειών 18,25-29).
Τότε ο Ηλίας είπε στους ιερείς του Βάαλ και της Αστάρτης ν' απομακρυνθούν και ετοίμασε κι αυτός το μοσχάρι για το ολοκαύτωμα. Είπε τότε στο λαό να πλησιάσει. Πήρε τότε δώδεκα πέτρες, όσες ήταν οι φυλές του Ισραήλ, και ξανάχτισε το θυσιαστήριο του Κυρίου, που είχε καταστραφεί. Ήταν το θυσιαστήριο στο οποίο ο Κύριος είχε δώσει στον Ιακώβ τ' όνομα Ισραήλ. Ύστερα έκανε γύρω από το θυσιαστήριο ένα μεγάλο αυλάκι που χωρούσε περίπου 25 κιλά νερό. Στοίβαξε τα ξύλα πάνω στο θυσιαστήριο, κομμάτιασε το μοσχάρι και το τοποθέτησε πάνω στα ξύλα. Ύστερα ζήτησε να φέρουν τέσσερις κάδους νερό και να τους χύσουν πάνω στα ξύλα. Αυτό το επανέλαβαν άλλες δύο φορές και το νερό έτρεξε γύρω από το θυσιαστήριο, και γέμισε το αυλάκι.
Τότε ο Ηλίας προσευχήθηκε με μεγάλη κραυγή στον ουρανό και ζήτησε από τον Κύριο ν' ακούσει την προσευχή του και να στείλει φωτιά στο θυσιαστήριο, ώστε να μάθει ο λαός ότι αυτός είναι ο Κύριος, ο μόνος αληθινός θεός.
Τότε έπεσε φωτιά από τον ουρανό και έκαψε εντελώς το ολοκαύτωμα και τα ξύλα, κι έκαψε ακόμα τις πέτρες και το χώμα, καθώς και το νερό που υπήρχε στο αυλάκι. Όταν ο λαός είδε αυτό το θαυμαστό γεγονός, έπεσε στο έδαφος και προσκύνησε τον Κύριο. Τότε ο Ηλίας είπε στο λαό να συλλάβουν τους ιερείς του Βάαλ και της Αστάρτης, και ύστερα τους πήγαν στο χείμαρρο Κισσών και τους έσφαξαν εκεί (Γ' Βασιλειών 18,29-40).
Στη συνέχεια ο προφήτης Ηλίας ανήγγειλε στον Αχαάβ το τέλος της ξηρασίας. Του είπε να φάει και να πιει, γιατί ακούει κιόλας τον ήχο από τη βροχή που έρχεται. Ο Αχαάβ ανέβηκε στην κορυφή του Κάρμηλου για να φάει και να πιεί. Ο Ηλίας έσκυψε στη γη, έβαλε το πρόσωπό του ανάμεσα στα γόνατά του και προσευχόταν. Έπειτα είπε στον υπηρέτη του ν' ανέβει σε κάποιο ύψωμα και να κοιτάξει προς τη δύση που ήταν η θάλασσα.
Ο υπηρέτης ανέβηκε, κοίταξε προς τη δύση και είπε πως δεν φαινόταν τίποτα. Ο Ηλίας του είπε να κάνει το ίδιο εφτά φορές. Την έβδομη φορά ο υπηρέτης είπε, πως βλέπει ένα μικρό σύννεφο, όπως η πατημασιά ενός ανθρώπου, που ανεβαίνει από τη θάλασσα και προμήνυε βροχή.
Τότε ο Ηλίας του είπε να πάει στον Αχαάβ και να του πει να κατέβει γρήγορα για να μην τον προλάβει η βροχή. Σε λίγη ώρα τα σύννεφα σκοτείνιασαν τον ουρανό και ξέσπασε μεγάλη βροχή. Ο Αχαάβ ανέβηκε στην άμαξα κι έφυγε για την Ιεζράελ. Ο Ηλίας έσφιξε το ρούχο του στη μέση και με τη δύναμη του Κυρίου, έτρεξε και προσπέρασε τον Αχαάβ φτάνοντας πρώτος στην Ιεζράελ (Γ' Βασιλειών 18,41-46).
Ο ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΗΛΙΑΣ ΚΑΤΑΦΕΥΓΕΙ ΣΤΟ ΟΡΟΣ ΧΩΡΗΒ
Ο Αχαάβ διηγήθηκε στην Ιεζάβελ όλα όσα έκανε ο Ηλίας και πώς κατέσφαξε όλους τους προφήτες του Βάαλ και της Αστάρτης. Τότε εκείνη οργισμένη έστειλε αγγελιοφόρο στον Ηλία και τον απείλησε με θάνατο για όσα έκανε στους ιερείς του Βάαλ και της Αστάρτης.
Ο Ηλίας φοβήθηκε. Σηκώθηκε κι έφυγε για να γλιτώσει τη ζωή του. Πήγε στη Βηρσαβεέ (Βέερ-Σεβά), που ανήκε στο βασίλειο του Ιούδα, και άφησε τον υπηρέτη του εκεί. Έπειτα προχώρησε μιας μέρας δρόμο στην έρημο και κάθισε κάτω από ένα δέντρο. Παρακαλούσε τον Κύριο να πεθάνει και αποκαρδιωμένος έπεσε και κοιμήθηκε.
Τότε τον ξύπνησε ένας άγγελος και του έδωσε να φάει μια λαγάνα ψημένη κι ένα κανάτι νερό να πιει. Ο Ηλίας έφαγε, ήπιε και ξάπλωσε πάλι. Αλλά ο άγγελος του Κυρίου τον ξύπνησε για δεύτερη φορά και του είπε να φάει και να πιεί, γιατί έχει ακόμη πολύ δρόμο μπροστά του (Γ' Βασιλειών 19,1-7).
Τότε ο Ηλίας σηκώθηκε, έφαγε και ήπιε, και με τη δύναμη εκείνης της τροφής βάδισε σαράντα μερόνυχτα ως το βουνό του Θεού, το Χωρήβ. Εκεί μπήκε σε μια σπηλιά όπου πέρασε τη νύχτα. Τότε του μίλησε ο Κύριος και του είπε: «Τι ζητάς εδώ πέρα, Ηλία;» Εκείνος απάντησε: «Εγώ αγωνίστηκα με μεγάλο ζήλο για σένα Κύριε, Παντοκράτορα, αλλά οι Ισραηλίτες αθέτησαν τη διαθήκη σου, γκρέμισαν τα θυσιαστήρια σου και κατέσφαξαν τους προφήτες σου. Έτσι έχω απομείνει εντελώς μόνος και οι εχθροί μου ζητούν κι εμένα να με θανατώσουν».
Τότε ο Κύριος είπε στον Ηλία: «Βγες αύριο έξω από τη σπηλιά και στάσου στο βουνό ενώπιόν μου, γιατί θα περάσω». Έτσι την άλλη μέρα ένας μεγάλος άνεμος και δυνατός έσχιζε τα βουνά και σύντριβε τους βράχους στο πέρασμά του, αλλά ο Κύριος δεν ήταν μέσα σ' εκείνον τον άνεμο. Μετά τον άνεμο έγινε σεισμός μεγάλος, αλλά ούτε στο σεισμό ήταν ο Κύριος. Μετά το σεισμό ήρθε φωτιά, αλλά ούτε στη φωτιά ήταν ο Κύριος. Και μετά τη φωτιά ακούστηκε ένας ήχος από ελαφρό αεράκι. Εκεί υπήρχε ο Κύριος.
Μόλις το άκουσε ο Ηλίας, σκέπασε το πρόσωπό του με το μανδύα του και στάθηκε στην είσοδο της σπηλιάς. Και τότε πάλι ο Κύριος τον ρώτησε: «Τι ζητάς εδώ πέρα, Ηλία;» Αυτός έδωσε την ίδια απάντηση, όπως και την προηγούμενη φορά.
Τότε ο Κύριος τον έστειλε να πάει στη Δαμασκό κι όταν φτάσει εκεί, να χρίσει ως βασιλιά της Συρίας, τον Αζαήλ. Μετά να χρίσει τον Ιού, γιο του Ναμεσσί, ως βασιλιά στον Ισραήλ και τον Ελισαίο, γιο του Σαφάτ, να τον χρίσει προφήτη για να τον διαδεχτεί. Του είπε ακόμη πως όποιος σωθεί από το ξίφος του Αζαήλ, θα τον σκοτώσει ο Ιού κι όποιος γλιτώσει από τον Ιού θα τον σκοτώσει ο Ελισαίος. Αλλά θ' αφήσει ζωντανούς 7000 Ισραηλίτες, όλους εκείνους που δε γονάτισαν να προσκυνήσουν, ούτε ασπάστηκαν με το στόμα τους το άγαλμα του Βάαλ (Γ' Βασιλειών 19,8-18).
Όταν ο Ηλίας αναχώρησε από εκεί, συνάντησε τον Ελισαίο, γιο του Σαφάτ, που όργωνε. Μπροστά του πήγαιναν δώδεκα ζευγάρια βόδια κι εκείνος οδηγούσε το δωδέκατο. Ο Ηλίας τον πλησίασε και του πέταξε πάνω του το μανδύα του.
Τότε ο Ελισαίος κατανόησε αυτή την πράξη, άφησε τα βόδια κι έτρεξε πίσω από τον Ηλία. Τον παρακάλεσε να πάει ν' αποχαιρετήσει τον πατέρα του και μετά θα τον ακολουθήσει. Έτσι ο Ελισαίος πήρε τα βόδια του και τα θυσίασε στον Κύριο. Με τα ξύλα του αλετριού έβρασε το κρέας και το μοίρασε στο λαό κι έφαγαν. Ύστερα ακολούθησε τον Ηλία κι έγινε υπηρέτης του (Γ' Βασιλειών 19,19-21).
Ο ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΗΛΙΑΣ ΕΛΕΓΧΕΙ ΤΟΝ ΑΧΑΑΒ ΓΙΑ ΤΟ ΦΟΝΟ ΤΟΥ ΝΑΒΟΥΘΑΙ
Μετά απ' αυτά τα γεγονότα ο Ναβουθαί, που καταγόταν από την Ιεζράελ, είχε ένα αμπελώνα κοντά στο ανάκτορο του Αχαάβ. Μια μέρα ο Αχαάβ ζήτησε από το Ναβουθαί να του δώσει τον αμπελώνα, επειδή ήταν κοντά στο ανάκτορό του. Ως αντάλλαγμα θα του έδινε έναν άλλο αμπελώνα, καλύτερο απ' αυτόν, ή το αντίτιμό του εάν προτιμούσε.
Ο Ναβουθαί αρνήθηκε να παραχωρήσει την προγονική του κληρονομιά. Έτσι η γυναίκα του Αχαάβ, η Ιεζάβελ, έστειλε ένα έγγραφο εξ ονόματος του Αχαάβ, στους πρεσβυτέρους και στους άρχοντες της Ιεζράελ, και τους συνιστούσε να κηρύξουν νηστεία στην πόλη κι έπειτα να θέσουν το Ναβουθαί ως κατηγορούμενο ενώπιον του λαού. Να βάλουν και δύο διεφθαρμένους ανθρώπους να ψευδομαρτυρήσουν εναντίον του και να τον κατηγορήσουν ότι βλασφήμησε το Θεό και το βασιλιά, έτσι ώστε να καταδικαστεί σε θάνατο.
Οι πρεσβύτεροι και οι άρχοντες της Ιεζράελ έκαναν όπως τους παρήγγειλε η Ιεζάβελ. Ο Ναβουθαί καταδικάστηκε για βλασφημία και τον θανάτωσαν με λιθοβολισμό. Όταν ο Αχαάβ έμαθε από την Ιεζάβελ ότι ο Ναβουθαί πέθανε, έσχισε τα ρούχα του και φόρεσε ένα σάκκο ως ένδειξη διαμαρτυρίας. Έπειτα όμως πήγε στον αμπελώνα του Ναβουθαί για να τον πάρει στην κατοχή του (Γ' Βασιλειών 20,1-16).
Τότε ο Κύριος είπε στον Ηλία να πάει να συναντήσει τον Αχαάβ, που εκείνη την ώρα βρισκόταν στον αμπελώνα του Ναβουθαί και να του πει: «Επειδή φόνευσες τον Ναβουθαί και πήρες τον αμπελώνα του, ο Κύριος λέει ότι, στον τόπο που οι χοίροι και τα σκυλιά έγλυψαν το αίμα του Ναβουθαί, στον ίδιο τόπο θα γλύψουν και το δικό σου αίμα και οι πόρνες θα λουστούν στο αίμα σου».
Ο Ηλίας μετέφερε στον Αχαάβ τα λόγια του Κυρίου. Του είπε ακόμη ότι επειδή με τις πράξεις του δυσαρέστησε κι εξόργισε τον Κύριο, και παρέσυρε και το λαό στην αμαρτία, γι' αυτό ο Κύριος θα του προξενήσει συμφορές και θα εξολοθρεύσει την οικογένειά του, όπως έκανε με τις οικογένειες του Ιεροβοάμ και του Βαασά, καθώς και κάθε αρσενικό, δούλο ή ελεύθερο, από τον ισραηλιτικό λαό. Όσο για την Ιεζάβελ, ο Κύριος είπε: «τα σκυλιά θα φάνε την Ιεζάβελ μπροστά στο τείχος της Ιζράελ. Κι ακόμα, όποιος από την οικογένεια του Αχαάβ πεθάνει στην πόλη θα τον φάνε τα σκυλιά κι όποιος πεθάνει στους αγρούς θα τον φάνε τα όρνεα» (Γ' Βασιλειών 20,17-24).
Ο Αχαάβ κατά τη διάρκεια της βασιλείας του δυσαρέστησε τον Κύριο και έπραττε, όπως τον παρακινούσε η Ιεζάβελ, η γυναίκα του. Έκανε τις πιο βδελυρές πράξεις λατρεύοντας τα είδωλα, όπως ακριβώς έκαναν οι Αμορραίοι, που ο Κύριος τους είχε εξολοθρεύσει από τη χώρα τους για να κατοικήσουν οι Ισραηλίτες.
Όταν ο Αχαάβ άκουσε τα λόγια του Ηλία, έσκισε τα ρούχα του, ντύθηκε πένθιμα φορώντας ένα σάκκο και περιφερόταν κλαίγοντας. Κι επειδή ο Αχαάβ είχε νηστέψει και είχε πενθίσει το φόνο του Ναβουθαί, ο Κύριος είπε στον Ηλία: «Είδες πώς ταπεινώθηκε ο Αχαάβ ενώπιόν μου; Επειδή λοιπόν ταπεινώθηκε, δε θα καταστρέψω την οικογένειά του στις μέρες του, αλλά στις μέρες του γιου του» (Γ' Βασιλειών 20,25-29).
Η προφητεία του Ηλία επαληθεύτηκε, όταν μετά το θάνατο του Αχαάβ στη Ρεμάθ (Ραμώθ) της Γαλαάδ, το σώμα του το έφεραν στη Σαμάρεια, όπου το έθαψαν εκεί. Στην πηγή της Σαμάρειας, όπου έπλυναν το άρμα του βασιλιά, εκεί πήγαιναν οι χοίροι και τα σκυλιά κι έγλυφαν το αίμα του, ενώ οι πόρνες λουζόντουσαν στο νερό της πηγής, όπου υπήρχε ακόμη το αίμα του Αχαάβ, όπως είχε πει ο Κύριος με τον προφήτη Ηλία στον Αχαάβ (Γ' Βασιλειών 22,37-38).
Ο ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΗΛΙΑΣ ΠΡΟΛΕΓΕΙ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ ΟΧΟΖΙΑ
Μετά το θάνατο του Αχαάβ οι Μωαβίτες κατεπάτησαν τη συνθήκη υποτέλειας, που είχαν συνάψει με τους Ισραηλίτες. Μια μέρα ο βασιλιάς Οχοζίας έπεσε από το υπερώο του παλατιού του στη Σαμάρεια και τραυματίστηκε. Τότε έστειλε αγγελιαφόρους να πάνε στην Ακκαρών και να ρωτήσουν τον Βάαλ, εάν θα διαφύγει τον θάνατο από τον τραυματισμό αυτόν. Αλλά Άγγελος Κυρίου κάλεσε τον Ηλία και του είπε να πάει να συναντήσει τους αγγελιαφόρους του Οχοζία και να τους πει: «Δεν υπάρχει Θεός αληθινός στον Ισραήλ και πάνε να συμβουλευτούν τον Βάαλ στην Ακκαρών; Αυτό δεν είναι σωστό. Και γι' αυτό το λόγο είπε ο Κύριος, να πείτε στον Οχοζία, βασιλιά του Ισραήλ, πως από το κρεβάτι δεν θα ξανασηκωθεί και θα πεθάνει πάνω σ' αυτό». Ο Ηλίας πήγε και συνάντησε τους αγγελιαφόρους του Οχοζία και τους είπε τα λόγια του Κυρίου (Δ' Βασιλειών 1,1-4).
Έτσι οι αγγελιαφόροι επέστρεψαν στον Οχοζία και εκείνος τους ρώτησε, γιατί επέστρεψαν τόσο σύντομα. Αυτοί του είπαν για τη συνάντησή τους με κάποιον άνδρα και του μετέφεραν τα λόγια του Κυρίου. Ο Οχοζίας τους ζήτησε να του περιγράψουν τον άνδρα αυτόν. Εκείνοι είπαν πως ήταν δασύτριχος και ζωσμένος με μια δερμάτινη ζώνη. Ο Οχοζίας αναγνώρισε πως ο άνδρας που συνάντησε τους αγγελιαφόρους ήταν ο Ηλίας και έστειλε τον Πεντηκόνταρχο με τους άνδρες του να τον καλέσουν στο παλάτι.
Ο Πεντηκόνταρχος τον βρήκε να κάθεται στην κορυφή του όρους και του είπε «Άνθρωπε του Θεού, ο βασιλιάς σε καλεί να τον συναντήσεις». Ο προφήτης Ηλίας του απάντησε «Εάν εγώ είμαι άνθρωπος του Θεού, όπως και είμαι, θα κατέβει φωτιά από τον ουρανό και θα κάψει εσένα και τους άνδρες σου». Ο Οχοζίας έστειλε στον Ηλία άλλον Πεντηκόνταρχο, αλλά κι εκείνος μίλησε στον Ηλία με τα ίδια λόγια. Επαναλήφθηκε και με τον δεύτερο Πεντηκόνταρχο ότι έγινε με τον πρώτο. Ο Οχοζίας στη συνέχεια έστειλε και τρίτο αξιωματικό, ο οποίος είπε στον Ηλία «Άνθρωπε του Θεού, γνωρίζω ότι φωτιά από τον ουρανό κατέκαψε τους δύο πρώτους Πεντηκόνταρχους και τους άνδρες τους, γι' αυτό σε ικετεύω να δείξεις έλεος και να λυπηθείς τις ζωές μας». Ο Άγγελος του Κυρίου είπε στον Ηλία να πάει μαζί του και να μην φοβηθεί (Δ' Βασιλειών 1,5-15).
Ο Ηλίας λοιπόν πήγε μαζί τους και παρουσιάστηκε στον βασιλιά. Ο Ηλίας επανέλαβε στον Οχοζία ότι είχε πει στους αγγελιοφόρους του, ότι επειδή πήγαν να συμβουλευτούν τον Βάαλ στην Ακκαρών, γι' αυτό το λόγο είπε ο Κύριος, πως από το κρεβάτι δεν θα ξανασηκωθεί και θα πεθάνει πάνω σ' αυτό. Και πράγματι η προφητεία του Ηλία επαληθεύτηκε. Ο Οχοζίας σε λίγες ημέρες πέθανε (Δ' Βασιλειών 1,15-17).
Η ΑΝΑΛΗΨΗ ΤΟΥ ΠΡΟΦΗΤΗ ΗΛΙΑ ΣΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ
Όταν έφτασε ο καιρός ο Κύριος να πάρει τον Ηλία στον ουρανό, ο Ηλίας και ο Ελισαίος αναχώρησαν από τα Γάλγαλα. Ο Ηλίας είπε στον Ελισαίο να μείνει εκεί, γιατί ο Κύριος τον έστελνε στη Βαιθήλ. Αλλά ο Ελισαίος του απάντησε πως ορκίστηκε να μην τον εγκαταλείψει. Έτσι πήγαν μαζί στη Βαιθήλ.
Οι προφήτες που βρίσκονταν στη Βαιθήλ είπαν στον Ελισαίο, εάν γνώριζε ότι σήμερα ο Κύριος θα πάρει τον Ηλία στον ουρανό; Ο Ελισαίος τους απάντησε πως το γνώριζε. Έπειτα ο Ηλίας είπε στον Ελισαίο να μείνει εκεί, γιατί ο Κύριος τον έστελνε στην Ιεριχώ. Ο Ελισαίος όμως του απάντησε πως ορκίστηκε να μην τον εγκαταλείψει. Έτσι πήγαν μαζί στην Ιεριχώ.
Οι προφήτες που βρίσκονταν στην Ιεριχώ είπαν στον Ελισαίο, εάν γνώριζε ότι σήμερα ο Κύριος θα πάρει τον Ηλία στον ουρανό; Ο Ελισαίος τους απάντησε πως το γνώριζε. Έπειτα ο Ηλίας είπε στον Ελισαίο να μείνει εκεί, γιατί ο Κύριος τον έστελνε στον Ιορδάνη. Ο Ελισαίος όμως του απάντησε πως ορκίστηκε να μην τον εγκαταλείψει. Έτσι πήγαν μαζί στον Ιορδάνη (Δ' Βασιλειών 2,1-6).
Τους ακολούθησαν και 50 προφήτες, οι οποίοι στάθηκαν απέναντί τους σε κάποια απόσταση, ενώ ο Ηλίας και ο Ελισαίος στάθηκαν στις όχθες του Ιορδάνη. Τότε ο Ηλίας πήρε τον μανδύα του, τον δίπλωσε και χτύπησε τα νερά του ποταμού. Ο Ιορδάνης χωρίστηκε στα δύο και οι δύο άνδρες πέρασαν απέναντι στην έρημο.
Όταν πέρασαν απέναντι ο Ηλίας είπε στον Ελισαίο να του ζητήσει ότι θέλει πριν αναληφθεί στον ουρανό. Ο Ελισαίος του είπε να του δώσει διπλό το προφητικό του χάρισμα. Ο Ηλίας του είπε πως του ζητάει δύσκολο πράγμα, ωστόσο εάν τον δει να ανεβαίνει στον ουρανό, τότε θα πραγματοποιηθεί αυτό που του ζήτησε. Κι ενώ βάδιζαν και συνομιλούσαν ξαφνικά ένα πύρινο άρμα με πύρινα άλογα τους χώρισαν και ο Ηλίας μέσα σ' ένα ανεμοστρόβιλο ανέβαινε στον ουρανό. Ο Ελισαίος καθώς τον έβλεπε να ανεβαίνει φώναξε «Πατέρα μου, Πατέρα μου, εσύ είσαι το άρμα και ο αρματηλάτης του Ισραήλ» (Δ' Βασιλειών 2,7-12).
Κι όταν πια ο Ελισαίος τον έχασε από τα μάτια του, έσχισε τα ρούχα του σε δυο κομμάτια. Έπειτα σήκωσε από κάτω τον μανδύα του Ηλία που τον είχε αφήσει να πέσει από ψηλά και αφού γύρισε πίσω, στάθηκε στην όχθη του Ιορδάνη. Πήρε το μανδύα του Ηλία και χτύπησε τα νερά, αλλά εκείνα δεν χωρίστηκαν όπως προηγουμένως. Τότε ο Ελισαίος φώναξε «Που είναι ο Θεός του Ηλία;» Έπειτα ξαναχτύπησε τα νερά κι εκείνα χωρίστηκαν στα δύο και ο Ελισαίος πέρασε τον Ιορδάνη.
Οι προφήτες που ήταν απέναντι προς την Ιεριχώ, είδαν το θαύμα και είπαν πως το προφητικό πνεύμα του Ηλία πήγε πια στον Ελισαίο. Ύστερα από λίγο, αφού τον συνάντησαν και τον προσκύνησαν, του είπαν πως είναι δούλοι του και να τους επιτρέψει να πάνε να ψάξουν μήπως ο Κύριος άφησε τον Ηλία σε κάποιο βουνό ή σε κάποιο άλλο μέρος. Ο Ελισαίος δεν τους επέτρεψε, αλλά εκείνοι επέμεναν τόσο, ώστε στο τέλος ο Ελισαίος δέχτηκε. Έτσι οι προφήτες έστειλαν 50 άνδρες για ν' αναζητήσουν τον Ηλία. Εκείνοι τον έψαχναν για τρεις ημέρες, αλλά δεν τον βρήκαν. Έτσι επέστρεψαν άπρακτοι στον Ελισαίο που καθόταν στην Ιεριχώ, ο οποίος τους υπενθύμισε πως τους είχε πει να μην τον αναζητήσουν (Δ' Βασιλειών 2,12-18).
Ο ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΗΛΙΑΣ
ΕΝΑΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟΥΣ ΠΡΟΦΗΤΕΣ ΤΗΣ ΠΑΛΑΙΑΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ
Ο Ηλίας άσκησε το προφητικό του χάρισμα επί 25 έτη. Προείπε για την έλευση του Χριστού στην γη 816 χρόνια πριν. Οι προφητείες του Ηλία εκπληρώθηκαν, όπως η προφητεία για το θάνατο του Αχαάβ και την τιμωρία της Ιεζάβελ εκπληρώθηκε (Γ' Βασιλειών 20,17-24. 22,37-38. Δ' Βασιλειών 9,33-37), όπως εκπληρώθηκε και κατά των απογόνων του Αχαάβ (Δ' Βασιλειών 10,10-17). Το μοναδικό έγγραφο μήνυμα του Ηλία είναι η επιστολή που έστειλε προς τον Ιωράμ (Β' Παραλειπομένων 21,12-15).
Σε προφητεία του Μαλαχία (4,5-6) ο Θεός υπόσχεται ότι θα στείλει τον Ηλία τον προφήτη, πριν έρθει η μέρα του Κυρίου. Η αναμονή της υπόσχεσης αναφέρεται συχνά στην Καινή Διαθήκη, από τον Ιωάννη το Βαπτιστή (Ματθαίος 11,14 και 17,10-13, Μάρκος 9,13, Λουκάς 1,17, Ιωάννης 1,21-25) και τον Ιησού (Ματθαίος 16,13-14, Μάρκος 6,15 και 8,28, Λουκάς 9,8-19). Στην Καινή Διαθήκη αναφέρεται ότι ο Ιωάννης ο Βαπτιστής θα προηγηθεί λίγο καιρό νωρίτερα πριν από τον Μεσσία, με το προφητικό πνεύμα και την δύναμη του Ηλία (Λουκάς 1,17). Ο Ηλίας εμφανίστηκε στο όρος της Μεταμορφώσεως μαζί με τον Ιησού και το Μωυσή (Ματθαίος 17,3-4, Μάρκος 9,4-5, Λουκάς 9,30-33).
Ο Ηλίας ήταν ένας μεγάλος προφήτης με πλήρη εμπιστοσύνη στο Θεό, και άνθρωπος προσευχής όπως αναφέρει και ο Ιάκωβος στην επιστολή του (5,17-18). Ο Ηλίας όπως και ο Ενώχ ήταν οι μοναδικοί άνθρωποι οι οποίοι αναλήφθηκαν στον ουρανό χωρίς να έχουν πεθάνει. Η Ορθόδοξη Εκκλησία τιμάει την μνήμη του προφήτη Ηλία στις 20 Ιουλίου.
ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΟΥ ΠΡΟΦΗΤΗ ΗΛΙΑ
1) Το πιθάρι με το αλεύρι και το δοχείο με το λάδι της χήρας δε λιγοστεύει (Γ' Βασιλειών 17,16)
2) Ανάσταση του γιου της χήρας της Σαρεπτά (Γ' Βασιλειών 17,17-24)
3) Η θυσία και η φωτιά στο όρος Κάρμηλος (Γ' Βασιλειών 18,30-39)
4) Οι εκατό άνδρες του Οχοζία καίγονται από τη φωτιά (Δ' Βασιλειών 1,9-12)
5) Ο ποταμός Ιορδάνης χωρίστηκε στα δύο (Δ' Βασιλειών 2,8)
ΠΡΟΦΗΤΕΙΕΣ ΤΟΥ ΠΡΟΦΗΤΗ ΗΛΙΑ
1) Τριετής ξηρασία (Γ' Βασιλειών 17,1)
2) Ο θάνατος του βασιλιά Αχαάβ, της Ιεζάβελ και των απογόνων του (Γ' Βασιλειών 20,17-24)
3) Ο θάνατος του Οχοζία (Δ' Βασιλειών 1,4. 1,16)
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχύ
προκατάλαβε.
Ὁ ἔνσαρκος Ἄγγελος, τῶν Προφητῶν ἡ κρηπίς, ὁ δεύτερος Πρόδρομος, τῆς
παρουσίας Χριστοῦ, Ἠλίας ὁ ἔνδοξος, ἄνωθεν καταπέμψας, Ἐλισαίῳ τὴν χάριν,
νόσους ἀποδιώκει, καὶ λεπροὺς καθαρίζει, διὸ καὶ τοῖς τιμῶσιν αὐτόν, βρύει
ἰάματα.
Κοντάκιον
Ἦχος β’.
Αὐτόμελον.
Προφῆτα καὶ προόπτα τῶν μεγαλουργιῶν τοῦ Θεοῦ, Ἠλία μεγαλώνυμε, ὁ τῷ
φθέγματί σου στήσας τὰ ὑδατόῤῥυτα νέφη, πρέσβευε ὑπὲρ ἡμῶν, πρὸς τὸν μόνον
φιλάνθρωπον.
Κάθισμα
Ἦχος πλ. δ'.
Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον.
Ὡς Προφήτης τοῦ ὄντως θείου φωτός, τοὺς προφήτας τοῦ ψεύδους καταβαλών, ἐν
τούτῳ διήλεγξας, Ἀχαὰβ ἀνομήσαντα, μὴ προσκυνεῖν διδάξας, τῷ Βάαλ πανένδοξε,
καὶ εὐχῇ αἰτήσας, ἐξ ὕψους τὰ νάματα· ὅθεν καὶ πυρίνῳ, ἀνελήφθης Ἠλία,
ὀχήματι μετάρσιος, διφρηλάτης πρὸς Κύριον· διὰ τοῦτο βοῶμέν σοι· Πρέσβευε
Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν
ἁγίαν μνήμην σου.
Ὁ Οἶκος
Τὴν πολλὴν τῶν
ἀνθρώπων ἀνομίαν, Θεοῦ δὲ τὴν ἄμετρον φιλανθρωπίαν, θεασάμενος ὁ Προφήτης
Ἠλίας, ἐταράπτετο θυμούμενος, καὶ λόγους ἀσπλαγχνίας πρὸς τὸν εὔσπλαγχνον
ἐκίνησεν. Ὀργίσθητι βοήσας, ἐπὶ τοὺς ἀθετήσαντάς σε, Κριτὰ δικαιότατε. Ἀλλὰ
τὰ σπλάγχνα τοῦ ἀγαθοῦ, οὐδόλως παρεκίνησε πρὸς τὸ τιμωρήσασθαι τοὺς αὐτὸν
ἀθετήσαντας· ἀεὶ γὰρ τὴν μετάνοιαν πάντων ἀναμένει, ὁ μόνος φιλάνθρωπος.
Μεγαλυνάριον
Δεύτε τον
πυρίπνουν και ζηλωτήν, τον διά τεθρίππου, αρπαγέντα από της γής, της του
Xριστού δευτέρας, Πρόδρομον παρουσίας, Hλίαν τον Θεσβίτην, ύμνοις τιμήσωμεν.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Ζήλῳ οὐρανίῳ πυρποληθείς, φλέγεις τὴν ἀπάτην, ὡς πυρίπνους καὶ ζηλωτής· ὅθεν ἀνυψώθης ἐν ἅρματι πυρίνῳ, ὦ Ἠλιοὺ Προφῆτα, πρὸς βίον ἄφθαρτον.
Ο ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΗΣΑΪΑΣ
Ο Προφήτης Ησαΐας, υιός
του Αμώς, γεννήθηκε στα Ιεροσόλυμα περί το 774 π.Χ. Υπήρξε ο πρώτος μεταξύ
των τεσσάρων μεγάλων Προφητών, ο λαμπρότερος και μεγαλοφωνότερος από αυτούς.
Το όνομα Ησαΐας, εβραϊστί Γιασιαγιάχου, σημαίνει «ο Θεός σώζει».
Κατά αρχαία ραββινική παράδοση, ο πατέρας του ήταν αδελφός του βασιλέως των
Ιουδαίων Αμασίου, η δε θυγατέρα του λέγεται ότι είχε νυμφευθεί τον βασιλέα
Μαννασή. Οι παραδόσεις αυτές, θρύλοι μάλλον και όχι ιστορικές αλήθειες,
υποδηλώνουν πάντως την ευγενή καταγωγή του Ησαΐου. Ο Ησαΐας ήταν έγγαμος και
είχε αποκτήσει δύο παιδιά, τα οποία αναφέρονται στις Προφητείες του. Σε
αυτά, κατ' εντολήν προφανώς του Θεού, είχαν δοθεί συμβολικά ονόματα. Του μεν
πρώτου το όνομα ήταν Ιασούβ και σημαίνει κατά τους εβδομήκοντα «το υπόλοιπο
θα επιστρέψει», δηλαδή οι εναπομείναντες στην αιχμαλωσία Ιουδαίοι θα
επανέλθουν στην πατρίδα τους. Του δε άλλου το όνομα ήταν Μαχέρ Σχαλάζ Χας
Βαζ και σημαίνει «ταχέως σκύλευσον, οξέως προνόμευσον», σε δήλωση της
επικείμενης κατά των Ιεροσολύμων επιδρομής των Ασσυρίων και Βαβυλωνίων.
Ο Ησαΐας κλήθηκε στην προφητική διακονία του κατά το 738 π.Χ., τελευταίο
έτος της βασιλείας του Οζίου και πρώτο έτος της βασιλείας Ιωάθαμ. Ο ίδιος
ιστορεί σε μια συναρπαστική περιγραφή την κλήση του. Ευρισκόμενος στο ιερό
είδε τον Κύριο καθήμενο επάνω σε θρόνο υψηλό, ενώ ο ναός ήταν πλημμυρισμένος
από υπέρλαμπρο φως της θείας δόξας. Τα εξαπτέρυγα Σεραφίμ, ίσταντο γύρω από
το θείο θρόνο προσφωνώντας και αντιφωνώντας το ένα το άλλο, δοξολογώντας τον
Θεό και λέγοντας «άγιος, άγιος Κύριος Σαβαώθ, πλήρης πάσα η γη της δόξης
Αυτού». Μπροστά στο μεγαλειώδες αυτό θέαμα ο Ησαΐας καταλύφθηκε από βαθιά
συγκίνηση και δέος, αναλογίστηκε την αναγιότητά του ως ανθρώπου και
αναφώνησε ότι, ως άνθρωπος που έχει ακάθαρτα χείλη, αξιώθηκε να δει τον
Βασιλέα, Κύριο Σαβαώθ. Μετά την ταπεινή αυτή ομολογία του, ένα από τα
Σεραφίμ έλαβε διά της λαβίδος στο χέρι του αναμμένο κάρβουνο από το
θυσιαστήριο, στο οποίο καιγόταν ευώδες θυμίαμα, άγγιξε τα χείλη του Ησαΐα
και του είπε: «ιδού, αυτό άγγιξε τα χείλη σου και θα αφαιρέσει τις ανομίες
σου και θα καθαρίσει τελείως και θα απαλείψει από σένα τις αμαρτίες σου».
Το έργο του Προφήτη Ησαΐα επεκτάθηκε επί της βασιλείας του Ιωάθαμ, Άχαζ,
Εζεκίου, ίσως δε και επί Μανασσή, από τον οποίο, όπως λέγεται καταδικάσθηκε
σε θάνατο και εκτελέσθηκε με ξύλινο πριόνι, επειδή τον έλεγξε δημοσίως για
την ασέβειά του.
Η εποχή κατά την οποία έζησε ο Ησαΐας ήταν πολύ δύσκολη για το Ισραηλιτικό
βασίλειο. Οι Εβραίοι της εποχής εκείνης είχαν εκτραπεί σε μια υλόφρονα ζωή,
για την ικανοποίηση της οποίας δεν δίσταζαν μπροστά σε καμία αδικία και
παρανομία. Οι ιερείς ήταν μέθυσοι, οι ψευδοπροφήτες οργίαζαν, οι άρχοντες
ήταν κλέφτες. Οι ψευδοευλαβείς εκείνοι, που νήστευαν και προσέφεραν θυσίες
υποκριτικά και ήταν άδικοι και ανελεήμονες, είχαν πληθυνθεί και συνεργούσαν
στη διαφθορά.
Μια τέτοια κατάπτωση ήταν επόμενο να οδηγήσει σε ολιγοπιστία, σε απιστία
προς τον αληθινό Θεό και σε εκτροπή προς την ειδωλολατρία. Εξαιτίας της
αμαρτωλότητας και ασέβειας που κυριαρχούσε, με σκοπό την παιδαγωγία, την
επιστροφή του λαού και την υπακοή στον θείο νόμο, ο Θεός επέτρεπε συμφορές
και θλίψεις, ιδιαίτερα δε τις καταστρεπτικές επιδρομές ξένων, γειτονικών και
μακρινών λαών.
Έτσι το έργο του Προφήτη Ησαΐα, καθ' όλο το διάστημα της δράσεώς του, ήταν
να ελέγχει την αμαρτωλότητα και ασέβεια, να καταδικάζει αυστηρότατα την
αποστασία και ειδωλολατρία, να προλέγει θλίψεις κατά του αποστάτη λαού και
να καλεί σε μετάνοια και επιστροφή προς τον Θεό. Σε περίοδο δε προφανών
κινδύνων, επιδρομής εχθρών και δουλείας του λαού, ενθάρρυνε τους
αποκαρδιωμένους, αναθέρμαινε την πίστη και υπακοή προς τον Θεό, καλλιεργούσε
την ελπίδα της απολυτρώσεως. Αλλά εκείνο το οποίο χαρακτηρίζει εντονότερα
τον Ησαΐα είναι κυρίως οι πολυάριθμες και καθαρότατες Χριστολογικές
Προφητείες του. Φωτιζόμενος από το Πανάγιο Πνεύμα προανήγγειλε την εκ
Παρθένου γέννηση του Λυτρωτού, όπως και το Όνομα Αυτού «Εμμανουήλ», το οποίο
σημαίνει «ο Θεός μαζί μας». Γι' αυτό και ονομάσθηκε από τους Πατέρες,
«Ευαγγελικός Προφήτης», οι δε Προφητείες του «Καθ' Ησαΐαν Ευαγγέλιον».
Το ιερό λείψανό του μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη, επί αυτοκράτορα
Θεοδοσίου Β' (408 - 450 μ.Χ.) και κατατέθηκε στο ναό του Αγίου Μάρτυρα
Λαυρεντίου που ήταν πλησίον των Βλαχερνών. Απότμημα Κάρας του Αγίου
βρίσκεται στη Μονή Χιλανδαρίου Αγίου Όρους.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος β’.
Τοῦ Προφήτου σου Ἡσαῒου, τὴν μνήμην Κύριε ἑορτάζοντες, δι᾽ αὐτοῦ σε
δυσωποῦμεν, Σῶσον τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς σάλπιγξ πανεύσημος, μεγαλοφώνω φθογγή, τῷ κόσμῳ προήγγειλας, τὴν
παρουσίαν Χριστοῦ, Προφῆτα θεσπέσιε, σὺ γὰρ τοῦ Παρακλήτου, ἑλλαμφθεῖς τὴ
δυνάμει, κάλαμος ὀξυγράφος, τῶν μελλόντων ἐδείχθης, διὸ σὲ Ἠσαΐα, ὕμνοις
γεραίρομεν.
Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τήν ἐν πρεσβείαις
ἀκοίμητον.
Τῆς Προφητείας τὸ χάρισμα δεδεγμένος, προφητομάρτυς Ἡσαΐα θεοκήρυξ, πᾶσιν
ἐτράνωσας τοῖς ὑφ᾽ ἤλιον, τὴν τοῦ Θεοῦ φωνήσας μεγαλοφώνως σάρκωσιν· Ἱδοὺ ἡ
Παρθένος ἐν γαστρὶ λήψεται.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου