Λόγος στην Χαναναία*, (Ματθ. ιε΄ 21-28)
* 5ος αιώνας – Migne, P. G. τ. 85, στ. 245
Κυριακή ΙΖ΄ Ματθαίου
Ιδού ότι υπήρξε και συμφορά η οποία έγινε αφορμή μεγάλης ευφροσύνης και πένθος που προξένησε ευθυμία και λύπη που έφερε υπερβολική χαρά. Επειδή όπου παρευρίσκεται ο Ιησούς, και ο θρήνος μεταβάλλεται σε ηδονή και ο κλαυθμός και οδυρμός μεταλλάσσεται σε ευφροσύνη. Το μαρτυρεί αυτό με τα λόγια της κραυγάζοντας η Χαναναία, την ιστορία της οποίας με θαυμασμό η βίβλος των Ευαγγελίων την επιδεικνύει μέχρι τώρα και διατηρεί την κραυγή της γραμμένη σαν σε στήλη, ώστε ο επίβουλος χρόνος να μην παρασύρει την μνήμη· επειδή ο καρπός της πίστεως είναι πιο δυνατός.
«Καὶ ἐξελθὼν ἐκεῖθεν ὁ Ἰησοῦς», λέει, «ἦλθεν εἰς τὰ μέρη Τύρου καὶ Σιδῶνος». Ο Θεός παρευρίσκεται παντού και κανένας τόπος δεν τόλμησε να τον περιορίσει. Και επειδή είναι κατά φύση αόρατος, επιβεβαιώνει την παρουσία του σ’ εκείνους που τον έβλεπαν προβάλλοντας τον ναό που ενδύθηκε προς χάριν μας. Ήλθε στα μέρη της Τύρου και της Σιδώνος, στα παλαιά καταγώγια των δαιμόνων, στις περιοχές των ειδώλων, στις χώρες της ειδωλολατρίας, στο αντικείμενο της κατηγορίας των Προφητών.
Από την Ιουδαία στην Σιδώνα και την Τύρο· από τα εργαστήρια της ευσεβείας στον βυθό της ασεβείας· από τους μαθητές του Μωυσή, στους εργάτες των δαιμόνων. Και για ποιον λόγο μεταβαίνει από το ένα μέρος στο άλλο; Έλεγχος των Ιουδαίων είναι η μετάβαση του Κυρίου· ως ευεργέτης συγχρόνως και δικαστής περιοδεύει ο Σωτήρας. Είναι αληθώς αδυσώπητος κατηγορία εναντίον των Ιουδαίων η επίγνωση των εθνικών.
Επειδή όμως ο καταιγισμός των θαυμάτων δεν κατόρθωσε να κάμψει τον Ιουδαϊκό λαό, ώστε να στραφεί στην πίστη, αλλά ενώ απλωνόταν το παράδοξο θεραπευτικό δίκτυ, μόνο το έθνος των Ιουδαίων εξ αιτίας της αγρίας βασκανίας τους, απέφυγε την θύρα της σωτηρίας, τι έκανε ο σοφός ιατρός; πως μεθοδεύει την ίαση της αρρωστημένης γνώμης; Μεταφέρει στην Σιδώνα τα φάρμακα της θεραπείας της, για να ερεθίσει τον άπιστο αντιπαραθέτοντας αυτόν με τα έθνη.
Είναι παλαιό, νομίζω, το τέχνασμα αυτό του Κυρίου, να κάνει δηλαδή τον αχάριστο να ντραπεί συγκρίνοντάς τον με τα χειρότερα. Θέλοντας κάποτε να ελέγξει την απείθεια των Ιουδαίων αύξησε τον έλεγχο, αντιπαραθέτοντας αυτούς με τους Νινευΐτες. Και στέλνει τον Ιωνά να παρακολουθήσει την μεταβολή των ασεβών, προβάλλοντας τον Προφήτη των Ιουδαίων υπηρέτη της κατακρίσεως των Ιουδαίων.
Αλλά εκείνος λυπούμενος άκαιρα τους ομοεθνείς του, κλέβει τον έλεγχο και δραπετεύει από εκείνον που τον έστειλε. Δεν γνώριζε ότι θα τον αλιεύσει το κήτος και θα τον παρουσιάσει δέσμιο στον Δεσπότη. Και πάλι συστελλόμενος από φόβο έγινε θεατής της ευγνωμοσύνης των ειδωλολατρών· μίαν φωνή μόνο άφησε και αιχμαλώτισε όλων τις γνώμες.
Και είδε την προφητεία του να διαψεύδεται, μαθαίνοντας στην πράξη πόσο πιο καλόπιστοι είναι οι εθνικοί από τους Ιουδαίους· καθ’ όσο αυτοί μεν κατέσφαξαν τους Προφήτες τους, ενώ εκείνοι και αυτόν ακόμη, του οποίου αγνοούσαν την ύπαρξη, έφριξαν ακούγοντας τον.
Όταν δε η μεταβολή της γνώμης ματαίωσε την απειλή του Προφήτη, έπαυσαν να σαλεύονται τα τείχη της πόλης, αποσύρθηκε το ξίφος που ήταν έτοιμο να πέσει και η απόφαση του θανάτου ανακλήθηκε, από σεβασμό προς την πίστη των καταδίκων· νικήθηκε θυμός προφητικός, βλέποντας τον υπεύθυνο να νικά με την ευγνωμοσύνη.
Έτσι και τώρα ο Σωτήρας βαδίζει από την Ιουδαία στην Σιδώνα και την Τύρο για να στηλιτεύσει την Ιουδαϊκή υποκρισία αντιπαραθέτοντας αυτούς με τους ασεβείς.
Πρόσεξε παρακαλώ τον Ευαγγελιστή πως κομπάζει με την διήγηση και αποκαλύπτει το νόημα της μετάβασης του Κυρίου: «Καὶ ἐξελθὼν ἐκεῖθεν ἦλθεν εἰς τὰ μέρη Τύρου και Σιδῶνος. Από που «εκείθεν;». Από εκεί όπου θαυματουργώντας δεχόταν συκοφαντίες, θεραπεύοντας άκουγε ύβρεις και ευεργετώντας αντιμετώπιζε την απιστία.
«Καὶ ἰδοὺ γυνὴ ἐκ τῶν ὁρίων ἐκείνων ἐξελθοῦσα ἐκραύγαζε λέγουσα· Υἱὲ Δαυΐδ, ἐλέησόν με». Χαναναία το γυναικάριο, αλλά με την προαίρεση αρνήθηκε το γένος της· η πίστη νίκησε την φύση. Κανείς, λέει, πλέον ας μην κατηγορεί τους Χαναναίους· η γυναίκα αυτή έλυσε τα εγκλήματα των πατέρων της γίνεται αρχή ευσεβείας κραυγάζοντας στους ευσεβείς· «Υἱὲ Δαυΐδ, ἐλέησόν με».
Πόσες μυριάδες Ιουδαίων θεράπευσε ο Χριστός και αντί ευχαριστίας άκουσε: «Οὗτος πόθεν ἐστὶν οὐκ οἴδαμεν» (Ιω. θ΄ 29). Ενώ μία άσημη γυναίκα Χαναναία και πριν από την θεραπεία, με αναπτερωμένη πίστη έφθασε σε ύψος ευαγγελιστή. «Κύριε, υἱὲ Δαυΐδ, ἐλέησόν με. Ἡ θυγάτηρ μου κακῶς δαιμονίζεται».
Πένθος ελεεινό και θέαμα για την μητέρα πιο πικρό και από τον θάνατο. Δαιμόνιο πολεμοχαρές παλεύει με την κόρη, και ο εχθρός παραμένοντας αόρατος παρατάσσεται κατά του παιδιού.
– Πώς να αναγγείλω το δεινό, πως να κηρύξω το πάθος; Δεν υποφέρω να την βλέπω.
Πηδά έξω από το σπίτι, περιφέρεται στην πόλη εκτείνοντας τα χέρια στον αέρα, με βλέμμα απλανές και ακάλυπτα τα μαλλιά:
– Για καταγώγιο του δαίμονα το γέννησα το παιδί μου. Παραβλέπει την αισχύνη η συμφορά και το πάθος αιχμαλώτισε την φυσική ντροπή. Αφήνει κραυγές που προκαλούν τον φόβο. Βλέπεται, αλλά δεν βλέπει, τρέχει στον δρόμο, ελεεινώς σιωπά και ακόμη χειρότερα ομιλεί. Δεν έχει προθεσμία η τιμωρία, καταναλώνονται οι νύκτες στην αγρυπνία· ευρίσκοντας δε τις ημέρες φοβερότερες από τις νύκτες, πηδά από την κλίνη και αρχίζει να διαλαλεί την συμφορά:
– Ελέησον με, που μαστιγώνομαι από την θυγατέρα μου. Εκείνης το πάθημα, δικός μου ο πόνος, εκείνη διαπομπεύει το δαιμόνιο, η φύση όμως δια μέσου εκείνης γίνεται όπλο εναντίον μου. Ο δαίμονας εισήλθε στην θυγατέρα πολεμώντας την μητέρα, σ’ εμένα ρίπτει τα βέλη δια μέσου αυτής. Είθε να μη μου γεννούσε αυτήν την κυοφορία η φύση! Να τελείωνε η ζωή μου με τον τοκετό. Θα ήταν παρηγορία για τον θάνατο ο νόμος της φύσεως. Ελέησον μας.
«Ὁ δὲ οὐκ ἀπεκρίθη αὐτῇ λόγον». Ω φιλάνθρωπη σιωπή με σχήμα απάνθρωπο! ω σιωπή μεγαλόφωνη που είναι κατήγορος των Ιουδαίων! Με αυτήν έλεγε ο Σωτήρας στους Ιουδαίους:
– Βλέπεις, Ιουδαίε, Χαναναίας ευγένεια; Βλέπεις από ρίζα διαβεβλημένη καρπό επαινετό; Δεν δέχθηκε τον Μωυσή για νομοθέτη και αναγνώρισε του Μωυσή τον Δεσπότη· δεν γνωρίζει Προφήτες και πιστεύει σ’ αυτόν που προφητεύθηκε· και σημεία δεν είδε, και τον απόγονο του Δαυίδ ομολόγησε. Τον Θεό τον αρνήθηκες μετά από τόσα θαύματα, και αυτή πριν δει θαύμα τον πίστεψε. Αλλά κοίταξε που κλαίει και εγώ την παραβλέπω προς χάριν σου· αν και λυπούμαι το πένθος, όμως κρύβω το έλεος.
Φωνάζει σαν εθνική, την στέλνω σ’ εσένα παίρνοντας σου από πριν την πρόφαση της απιστίας. Δεν την απαλλάσσω από το πάθος, για να μη σου προκαλέσω φθόνο συγκρατώ την θεραπεία, για να μη σου δώσω λαβή απιστίας, για να μη λες κατηγορώντας σαν άπιστος: την Χαναναία ελεούσες; γιατί θεράπευες τους εχθρούς του Μωυσή; Κοίταξε που την αφήνω να κλαίει και για να τιμήσω εσένα, παραβλέπω μητέρα που τιμωρείται με τα παθήματα της κόρης!
«Υἱὲ Δαυΐδ, ἐλέησόν με… Ὁ δὲ οὐκ ἀπεκρίθη αὐτῇ λόγον». Η αναβολή της θεραπείας, δοκιμασία της πίστεως, χωνευτήριο της προαιρέσεως της γυναίκας. Μάλλον η σιωπή του Κυρίου, γίνεται έπαινος στην Χαναναία, μέχρι την στιγμή που ο χορός των Αποστόλων, μη γνωρίζοντας την σοφία της Δεσποτικής σιωπής και αδυνατώντας να υποφέρει την φωνή της πονεμένης μητέρας, γίνεται μεσίτης προς τον Σωτήρα, και πρεσβεύουν για την γυναίκα οι μαθητές του Χριστού.
Δέχονται αυτοί τις ικεσίες της, και παρακαλούν τον Κύριο:
– «Ἀπόλυσον αυτήν, ὅτι κράζει ὄπισθεν ἡμῶν».
Τι απαντά η ανέκφραστη φιλανθρωπία, η απόρρητη σοφία;.
– «Οὐκ ἔστι καλὸν λαβεῖν τὸν ἄρτον τῶν τέκνων καὶ βαλεῖν τοῖς κυναρίοις».
Βαρυτέρη από την σιωπή η απόκριση· ανάλογη όμως με την πίστη της Χαναναίας. Διότι αν δεν ήταν η πίστη της μεγάλη, θα κατηγορούσε τον Σωτήρα για απανθρωπιά ή για αδυναμία, θα απομακρυνόταν και θα έλεγε:
– Τι φοβερή απανθρωπιά! Δεν με λυπήθηκε που κλαίω, δεν ελέησε μητέρα που πληγώνεται με τα παθήματα της κόρης· δεν ελέησε το δράμα της φύσεως· ικέτευα και με αποστρεφόταν, φώναζα και με απέφευγε. Και πρώτα μεν απέκρουσε τις φωνές μου με την σιωπή· ούτε όταν φώναζα την ώρα που σιωπούσε τον συγκίνησα, τότε που είχα καλές ελπίδες για την θεραπεία, όταν το πάθημα μου βρήκε συνηγόρους, όταν προσδοκούσα φιλάνθρωπο λόγο, όταν ονειροπολούσα πως μόλις ομιλήσει θα απαλλαγεί η θυγατέρα μου.
Με ανοικτό το στόμα ανέμενα φωνή που θα φέρει την άνεση· και τότε μίλησε και διέλυσε τις ελπίδες μου. Φορτωμένη με λύπη φεύγω. Μου πρόσθεσε συμφορές με τις ύβρεις του. Κυνάριο με είπε μέσα σε τόσο κόσμο. Φαίνεται κι αυτός δικαιώνει τον δαίμονα. Φαίνεται, της κόρης μου η συμφορά νίκησε κι αυτού την δύναμη. Ίσως με τις ύβρεις έκρυψε την ομολογία της ήττας του. Ένα μόνο κέρδισα από την ικεσία μου. Αύξησα του δημίου της κόρης μου την αγανάκτηση· άναψα τον θυμό του με τα λόγια εκείνου, έκανα αγριώτερο τον εχθρό του παιδιού μου.
Αλλά δεν ολίσθησε σε παρόμοιους λόγους, ούτε με τις ύβρεις η πίστη ατόνησε. Μεγάλη η πίστη της γυναίκας, γι’ αυτό και θησαυρίστηκε στα Ευαγγέλια. «Οὐκ ἔξεστιν βαλεῖν τὸν ἄρτον τῶν τέκνων τοῖς κυναρίοις». Αυτή δε προσπαθώντας να μεταπείσει τον Δεσπότη έλεγε: Ναι Κύριε· παίρνω την ύβρη σαν υπόσχεση θεραπείας· «καὶ γὰρ τὰ κυνάρια ἐσθίει ἀπὸ τῶν ψιχίων τῶν πιπτόντων ἀπὸ τῆς τραπέζης τῶν κυρίων αὐτῶν».
Μου εγγυάται την σωτηρία η προσφώνηση του ζώου αυτού· ας γίνει το μέγεθος της ύβρεως, μέτρο γι’ αυτό που θα μου δώσεις. Κυνάριο με ονόμασες. Σαν κατοικίδιο θα απολαύσω την τράπεζα του Κυρίου μου. Έχει μερίδιο από τα ψίχουλα των τέκνων και το κυνάριο. Δεν αρπάζω τον άρτο, τα ψίχουλα ζητώ· δεν πηδώ επάνω στην τράπεζα, αυτά μου φθάνουν. Δεν ομιλώ για απόλαυση· ας απολαύσει ο κληρονόμος σου εκείνο το τραπέζι· ας πέσει όμως από το χέρι σου κάποιο ψίχουλο και για εμάς.
Ω πίστη! ω σύνεση! ω ευλάβεια Χαναναίας! Τι κάνει λοιπόν ο Σωτήρας; Αποκαλύπτει τι έκρυβε η σιωπή: «Ω γύναι, μεγάλη σου ἡ πίστις»! Γι’ αυτό ανέβαλα την χάρη, για να δείξω την πίστη σου. Δεν σιωπούσα ως απάνθρωπος, αλλά ησύχαζα ως προγνώστης περίμενα να φανεί όλη σου η πίστη. Ήθελα να διδαχθούν οι παρόντες, τι μαργαρίτης κρυβόταν σε γυναίκα Χαναναία.
Σου ανοίγω όλο το τραπέζι της θεραπείας και σου χαρίζω όχι σαν σε κυνάριο τα ψίχουλα, αλλά ως θυγατέρα τον άρτο. Εσύ μεν νίκησες με την πίστη τους Ιουδαίους· εγώ δε με την δωρεά το αίτημα σου. «Γενηθήτω σοι ὡς θέλεις». Γίνε συ ιατρός της κόρης σου· μέσα σου έχεις της θεραπείας το φάρμακο. Βάδιζε νικήτρια κατά των Ιουδαίων και του δαίμονα. Λάβε έπαθλο της πίστεως την θεραπεία της φύσεως.
Ας αναζητήσουμε την πίστη, τον στέφανο της Εκκλησίας· ας αγαπήσουμε την πίστη, την αστραπή της οποίας δεν υποφέρουν οι δαίμονες· την πίστη, το κεφάλαιο των μαθητών του Χριστού. Ας ακούσουμε τον Παύλο που φωνάζει: «Στήκετε ἐν τῇ πίστει» (Α΄ Κορ. ιστ΄ 13), «Ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε» (Α΄ Θεσ. Ε΄17), ώστε να ακούσουμε και εμείς τον Δεσπότη να μας λέει: «Γενηθήτω ὑμῖν ὡς θέλετε»· αὐτῷ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Αμήν.
Πατερικόν Κυριακοδρόμιον. Ομιλίες των Αγίων Πατέρων και Μεγάλων Διδασκάλων της Εκκλησίας, σε όλες τις Κυριακές του έτους.
Ιερόν κελλίον Αγίου Νικολάου Μπουραζέρη
Καρυές, Άγιον Όρος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου