Ο ΙΑΚΩΒ
Ο Ιακώβ ήταν Πατριάρχης του Ισραήλ και πρόγονος του Ιησού. Ήταν ο δεύτερος γιος του Πατριάρχη Ισαάκ και της Ρεβέκκας (Γένεση 25,20-28. Ιησούς του Ναυή 24,4. Ματθαίος 1,2. Λουκάς 3,34). Σύμφωνα με τους υπολογισμούς των χρονολογιών της Παλαιάς Διαθήκης ο Ιακώβ θα πρέπει να έζησε περίπου το 2006-1859 π.Χ.
Ήταν μικρότερος και δίδυμος αδερφός του Ησαύ και πατέρας 12 γιων οι οποίοι έγιναν προπάτορες των 12 φυλών του Ισραήλ (Γένεση κεφ. 25-49). Τα παιδιά του Ιακώβ ήταν ο Ρουβήν, ο Συμεών, ο Λευΐ, ο Ιούδας, ο Ισσάχαρ, ο Ζαβουλών, ο Δαν, ο Νεφθαλείμ, ο Γαδ, ο Ασήρ, ο Ιωσήφ και ο Βενιαμίν. Ο Ιακώβ είχε και μια κόρη τη Δείνα (Γένεση 29,31-35 και 30,1-24. Γένεση 35,26. Ματθαίος 1,2. Λουκάς 3,33-34).
Ο Ιακώβ ονομάστηκε και Ισραήλ. Το όνομα αυτό θα γίνει αργότερα το εθνικό όνομα όλων των Εβραίων. Στις εβραϊκές λέξεις που συναντούμε την κατάληξη -ηλ ή -ελ σημαίνει ότι περιέχεται η λέξη «Θεός». Κατά τη γέννησή του κρατούσε τη φτέρνα του αδερφού του, γι αυτό και ονομάστηκε Ιακώβ, που σημαίνει "υποσκελιστής" (Γένεση 25,26). Σύμφωνα με την Παλαιά Διαθήκη ο Ιακώβ έζησε περίπου τον 18ο αι. π.Χ.
Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΗΣΑΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΙΑΚΩΒ
Η μητέρα του η Ρεβέκκα ήταν στείρα και ο Ισαάκ προσευχήθηκε στον Κύριο γι' αυτό. Ο Κύριος άκουσε την προσευχή του και η Ρεβέκκα έμεινε έγκυος με δίδυμα στην κοιλιά της.
Ο Ισαάκ ήταν 60 ετών όταν γεννήθηκαν οι γιοι του. Αυτός που βγήκε πρώτος ήταν εντελώς κόκκινος και τριχωτός σαν μανδύας, και τον ονόμασαν Ησαύ. Μετά βγήκε ο αδερφός του, που με το χέρι του κρατούσε τη φτέρνα του Ησαύ, και τον ονόμασαν Ιακώβ. Ο Ησαύ έγινε εξαίρετος κυνηγός, άνθρωπος της υπαίθρου, ενώ ο Ιακώβ ήταν ήσυχος άνθρωπος, που του άρεσε να μένει στη σκηνή. Ο Ισαάκ αγαπούσε τον Ησαύ, γιατί του άρεσαν τα φαγητά του κυνηγιού ενώ η Ρεβέκκα αγαπούσε τον Ιακώβ (Γένεση 25,20-28).
Ο ΙΑΚΩΒ ΠΑΙΡΝΕΙ ΤΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΤΟΚΟΥ
Κάποτε που ο Ιακώβ ετοίμαζε ένα φαγητό, έτυχε να γυρίσει ο Ησαύ κατάκοπος από τους αγρούς. Ο Ησαύ είπε στον Ιακώβ: «Άσε με να φάω απ' αυτό το κοκκινωπό φαγητό, γιατί είμαι εξαντλημένος». Ο Ιακώβ του απάντησε: «Πούλησε μου σήμερα τα δικαιώματα σου του πρωτότοκου».
Και ο Ησαύ είπε: «Εγώ πεθαίνω τώρα! Τι να τα κάνω τα δικαιώματα του πρωτότοκου;» Ο Ιακώβ του είπε «Ορκίσου το μου τώρα!». Ο Ησαύ του το ορκίστηκε και πούλησε στον αδερφό του τα δικαιώματα του πρωτότοκου. Τότε ο Ιακώβ έδωσε στον Ησαύ ψωμί και φακή. Εκείνος έφαγε, ήπιε κι ύστερα σηκώθηκε και έφυγε. Έτσι ο Ησαύ παραιτήθηκε από τα δικαιώματα του πρωτότοκου (Γένεση 25,27-34).
Ο ΙΑΚΩΒ ΠΑΙΡΝΕΙ ΤΗΝ ΕΥΛΟΓΙΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΣΑΑΚ
Τα χρόνια είχαν περάσει και ο Ισαάκ είχε πια γεράσει. Τα μάτια του είχαν εξασθενήσει τόσο που δεν έβλεπε καθόλου. Μια μέρα κάλεσε τον Ησαύ, το μεγαλύτερο γιο του και του είπε: «Γιε μου! Εγώ γέρασα, και δεν ξέρω ποια μέρα θα πεθάνω. Πάρε, λοιπόν, το κυνηγετικά σου όπλα, και πήγαινε στην εξοχή να μου φέρεις κυνήγι. Ετοίμασε μου ένα νόστιμο φαγητό, όπως μου αρέσει, και φέρε μου να φάω για να σε ευλογήσω πριν πεθάνω».
Η Ρεβέκκα άκουσε αυτά που έλεγε ο Ισαάκ στο γιο του τον Ησαύ. Όταν λοιπόν αυτός βγήκε στην εξοχή να κυνηγήσει και να φέρει το κυνήγι στον πατέρα του, εκείνη είπε στο γιο της τον Ιακώβ: «Πήγαινε στο κοπάδι και φέρε δυο καλά κατσικάκια. Εγώ θα τα μαγειρέψω για τον πατέρα σου πολύ νόστιμα, όπως του αρέσουν. Εσύ θα του τα πας, και θα τα φάει, για να σε ευλογήσει πριν πεθάνει».
Ο Ιακώβ της είπε: «Ναι, αλλά ο αδερφός μου ο Ησαύ είναι τριχωτός, ενώ εγώ δεν είμαι. Ίσως ο πατέρας μου με ψηλαφίσει και καταλάβει ότι τον κοροϊδεύω, έτσι θα προκαλέσω κατάρα εναντίον μου αντί για ευλογία».
Αλλά η μητέρα του του είπε: «Η κατάρα πάνω μου, παιδί μου! Μόνο άκουσε αυτά που σου λέω και πήγαινε να μου φέρεις τα κατσίκια».
Ο Ιακώβ πήγε, τα πήρε και τα έφερε στη μητέρα του. Εκείνη του έκανε ένα πολύ νόστιμο φαγητό, όπως το ήθελε ο πατέρας του. Μετά πήρε από τα ρούχα του Ησαύ, του μεγαλύτερου γιου της, τα πιο καλά που υπήρχαν στο σπίτι και έντυσε τον Ιακώβ. Με το δέρμα των κατσικιών κάλυψε τα χέρια του και τον άτριχο λαιμό του και του έβαλε στα χέρια το νόστιμο φαγητό, που είχε ετοιμάσει, καθώς και το ψωμί.
Ο Ιακώβ πήγε στον πατέρα του και του είπε: «Πατέρα μου! Είμαι ο Ησαύ, ο πρωτότοκος σου. Έκανα όπως μου είπες. Σήκω, λοιπόν, και κάτσε να φας απ' το κυνήγι μου για να με ευλογήσεις».
Αλλά ο Ιακώβ ρώτησε: «Πώς έγινε γιε μου και το βρήκες τόσο γρήγορα;»
Εκείνος απάντησε: «Ο Κύριος ο Θεός σου το έφερε μπροστά μου».
Ο Ισαάκ του είπε «Πλησίασε λοιπόν να σε ψηλαφίσω, γιε μου, για να δω αν είσαι εσύ το παιδί μου ο Ησαύ ή όχι».
Ο Ιακώβ πλησίασε τον πατέρα του κι εκείνος τον ψηλάφισε και είπε: «Η φωνή είναι του Ιακώβ αλλά τα χέρια του Ησαύ». Και δεν τον αναγνώρισε, γιατί τα χέρια του ήταν τριχωτά σαν τα χέρια του Ησαύ. Και τον ευλόγησε. Μετά όμως ξαναρώτησε: «Εσύ είσαι γιε μου, Ησαύ;» Και ο Ιακώβ απάντησε: «Εγώ είμαι».
Ο Ισαάκ του είπε «Φέρε μου, να φάω απ' το κυνήγι, για να σε ευλογήσω».
Ο Ιακώβ του έφερε κοντά το φαγητό και έφαγε, του έφερε και κρασί και ήπιε. Τότε του είπε ο Ισαάκ: «Πλησίασε και φίλησε με, παιδί μου». Ο Ιακώβ πλησίασε και τον φίλησε. Ο Ισαάκ μύρισε τότε τη μυρωδιά από τα ρούχα του, και τον ευλόγησε.
Μόλις ο Ισαάκ τέλειωσε την ευλογία του προς τον Ιακώβ και ο Ιακώβ απομακρύνθηκε από τον πατέρα του, γύρισε ο αδερφός του ο Ησαύ από το κυνήγι. Ετοίμασε κι αυτός ένα νόστιμο φαγητό και το έφερε στον πατέρα του. Είπε στον πατέρα του: «Σήκω, πατέρα μου, να φας απ' το κυνήγι του γιου σου για να με ευλογήσεις».
Ο Ισαάκ ρώτησε: «Ποιος είσαι εσύ;» Κι αυτός απάντησε: «Είμαι ο γιος σου, ο πρωτότοκος σου, ο Ησαύ». Τότε ο Ισαάκ ταράχτηκε βαθιά και είπε: «Ποιος λοιπόν ήταν αυτός που μου έφερε το κυνήγι; Έφαγα πια πριν έρθεις εσύ και τον ευλόγησα, και θα παραμείνει ευλογημένος».
Έτσι ο Ισαάκ παρόλο που κατάλαβε την απάτη, δεν πήρε πίσω την ευλογία που έδωσε στον Ιακώβ (Γένεση 27,1-40).
Ο Ησαύ μίσησε τον Ιακώβ εξαιτίας της ευλογίας, που του είχε δώσει ο πατέρας του. Η Ρεβέκκα προκειμένου να γλιτώσει τον Ιακώβ από την οργή του Ησαύ, τον έστειλε στον αδελφό της το Λάβαν στη Χαρράν, μέχρι να ξεθυμάνει ο θυμός του.
Ο Ισαάκ ευλόγησε τον Ιακώβ, του πρόσταξε να μην πάρει γυναίκα από τις κόρες της Χαναάν και τον κατευόδωσε ώστε να πάει στη Μεσοποταμία, στο Λάβαν (Γένεση 27,41-46 και 28,1-9).
ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΤΟΥ ΙΑΚΩΒ ΣΤΗ ΒΑΙΘΗΛ
Ο Ιακώβ έφυγε από τη Βέερ-Σεβά και πήγαινε προς τη Χαρράν. Όταν έδυε ο ήλιος έφτασε σ' έναν τόπο όπου και έμεινε για να διανυκτερεύσει. Έβαλε ένα λιθάρι για προσκέφαλο και κοιμήθηκε εκεί.
Στον ύπνο του τη νύχτα είδε μια σκάλα, που στηριζότανε στη γη και η κορυφή της άγγιζε τον ουρανό. Πάνω της ανέβαιναν και κατέβαιναν άγγελοι του Θεού. Ο Κύριος στάθηκε πάνω της και του είπε: «Εγώ είμαι ο Κύριος, ο Θεός των πατέρων σου Αβραάμ και Ισαάκ. Αυτή τη χώρα που κοιμάσαι θα τη δώσω σ' εσένα και στους απογόνους σου. Πλήθος θα είναι οι απόγονοι σου όπως οι κόκκοι της σκόνης στη γη. Θα επεκταθείς δυτικά και ανατολικά, βόρεια και νότια, και θα ευλογηθούν στο πρόσωπο σου και μέσω των απογόνων σου όλα τα έθνη της γης. Εγώ θα είμαι μαζί σου και θα σε φυλάω όπου κι αν πηγαίνεις, και θα σε φέρω πίσω σ' αυτήν εδώ τη χώρα. Δε θα σε αφήσω ώσπου να πραγματοποιήσω την υπόσχεση μου».
Ο Ιακώβ ξύπνησε τρομαγμένος και είπε: «Αλήθεια, ο Κύριος είναι σ' αυτό τον τόπο κι εγώ δεν το ήξερα! Εδώ δεν είναι παρά ο οίκος του Θεού, κι αυτή είναι η πύλη του ουρανού». Το πρωί που σηκώθηκε, πήρε το λιθάρι που το είχε για προσκέφαλο, το έστησε ως ιερή στήλη, κι έχυσε λάδι πάνω στην κορφή της. Και ονόμασε τον τόπο εκείνο Βαιθήλ (Οίκος Θεού), ενώ πρωτύτερα ονομαζόταν Λουζ.
Τότε ο Ιακώβ έκανε τάξιμο: «Αν ο Θεός είναι μαζί μου και με προστατεύσει στο ταξίδι που τώρα αρχίζω, αν μου δίνει τροφή να τρώω και ρούχα να φορώ, και με βοηθήσει να γυρίσω γερός στο σπίτι του πατέρα μου, τότε ο Κύριος θα είναι ο Θεός μου. Αυτό το λιθάρι που έστησα ως ιερή στήλη θα γίνει τόπος λατρείας του Θεού κι από όλα όσα αυτός θα μου δίνει, εγώ θα του δίνω το ένα δέκατο» (Γένεση 28,10-22).
Ο ΙΑΚΩΒ ΔΟΥΛΕΥΕΙ ΣΤΟ ΛΑΒΑΝ
Ο Ιακώβ κίνησε προς τις χώρες της Ανατολής. Μια μέρα είδε ένα πηγάδι στον αγρό, κι εκεί πλάι τρία κοπάδια πρόβατα που ξαπόσταιναν. Ο Ιακώβ ρώτησε τους βοσκούς: «Αδέρφια μου, από πού είστε;» Εκείνοι απάντησαν: «Είμαστε από τη Χαρράν». «Μήπως γνωρίζετε το Λάβαν, το γιο του Ναχώρ;» ξαναρώτησε. «Τον γνωρίζουμε. Να και η κόρη του η Ραχήλ, που έρχεται με τα πρόβατα».
Ενώ ακόμα μιλούσε ο Ιακώβ μαζί τους, φτάνει η Ραχήλ με τα πρόβατα του πατέρα της του Λάβαν. Μόλις ο Ιακώβ είδε τη Ραχήλ, την κόρη του Λάβαν, αδερφού της μητέρας του, με τα πρόβατα, πήγε μπροστά, κύλισε το λιθάρι από το άνοιγμα του πηγαδιού και πότισε τα πρόβατα του Λάβαν.
Ο Ιακώβ είπε στη Ραχήλ ότι είναι συγγενής του πατέρα της και γιος της Ρεβέκκας, κι εκείνη έτρεξε να το αναγγείλει στον πατέρα της. Μόλις ο Λάβαν άκουσε να γίνεται λόγος για τον Ιακώβ, το γιο της αδερφής του, έτρεξε να τον προϋπαντήσει. Τον αγκάλιασε, τον φίλησε και τον έφερε στο σπίτι του.
Ο Ιακώβ διηγήθηκε στο Λάβαν όλα τα γεγονότα και έμεινε κοντά του ένα μήνα. Μια μέρα ο Λάβαν είπε στον Ιακώβ: «Επειδή είσαι συγγενής μου δε σημαίνει ότι πρέπει να μου δουλεύεις χωρίς μισθό. Πες μου, ποιος θέλεις να είναι ο μισθός σου;» Ο Λάβαν είχε δύο κόρες. Το όνομα της μεγαλύτερης ήταν Λεία και της μικρότερης Ραχήλ. Τα μάτια της Λείας ήταν άτονα, ενώ η Ραχήλ είχε ωραία κορμοστασιά και όμορφο πρόσωπο. Ο Ιακώβ είχε αγαπήσει τη Ραχήλ. Απάντησε λοιπόν: «θα σου δουλέψω εφτά χρόνια για τη Ραχήλ, τη μικρότερη κόρη σου». Ο Λάβαν του είπε «Είναι προτιμότερο να τη δώσω σ' εσένα, παρά σ' έναν ξένο. Μείνε κοντά μου».
Έτσι ο Ιακώβ δούλεψε για τη Ραχήλ εφτά χρόνια, γιατί την αγαπούσε. Μετά είπε στο Λάβαν: «Ο χρόνος της δουλειάς μου συμπληρώθηκε. Δώσ' μου τη γυναίκα μου να μείνω μαζί της». Τότε ο Λάβαν προσκάλεσε όλους τους ανθρώπους του τόπου και οργάνωσε γιορτή. Όταν νύχτωσε, πήρε την κόρη του τη Λεία και την έφερε στον Ιακώβ, ο οποίος δεν κατάλαβε ότι ήταν η Λεία. Ο Λάβαν έδωσε στη Λεία για δούλη τη Ζελφά, που ήταν δική του δούλη.
Όταν ξημέρωσε το πρωί, αποκαλύφθηκε ότι ήταν η Λεία. Τότε ο Ιακώβ είπε στο Λάβαν: «Τι ήταν αυτό που μου έκανες; Δε σου δούλεψα για τη Ραχήλ; Γιατί με εξαπάτησες;» Ο Λάβαν απάντησε: «Δεν έχουμε τη συνήθεια στον τόπο μας να δίνουμε τη μικρότερη πριν από τη μεγαλύτερη. Πάρε τη Λεία και θα σου δώσω και τη Ραχήλ αν μου δουλέψεις άλλα εφτά χρόνια».
Ο Ιακώβ συμφώνησε. Μετά ο Λάβαν του έδωσε την κόρη του τη Ραχήλ για γυναίκα. Στη Ραχήλ ο Λάβαν έδωσε για δούλη τη Βαλλά, που ήταν δική του δούλη. Ο Ιακώβ αγαπούσε τη Ραχήλ περισσότερο από τη Λεία. Κατόπιν δούλεψε στο Λάβαν άλλα εφτά χρόνια (Γένεση 29,1-30).
ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥ ΙΑΚΩΒ
Όταν ο Κύριος είδε ότι η Λεία παραγκωνιζόταν, της έδωσε την ικανότητα να κάνει παιδιά, ενώ η Ραχήλ έμενε στείρα. Η Λεία λοιπόν έμεινε τέσσερις φορές έγκυος και γέννησε γιούς. Τους ονόμασε Ρουβήν, Συμεών, Λευί και Ιούδα. Μετά έπαψε να γεννάει.
Η Ραχήλ επειδή δε γεννούσε παιδιά, ζήλεψε την αδερφή της και έδωσε στον Ιακώβ τη δούλη της τη Βαλλά για γυναίκα, έτσι ώστε να αποκτήσει παιδιά μέσω αυτής. Η Βαλλά έμεινε δύο φορές έγκυος και γέννησε γιούς. Τους ονόμασε Δαν και Νεφθαλί (Νεφθαλείμ).
Η Λεία βλέποντας ότι έπαψε να γεννάει, πήρε τη δούλη της τη Ζελφά και την έδωσε στον Ιακώβ για γυναίκα. Η Ζελφά έμεινε δύο φορές και γέννησε στον Ιακώβ γιούς. Τους ονόμασε Γαδ και Ασήρ.
Κατόπιν η Λεία έμεινε άλλες τρείς φορές έγκυος και γέννησε δύο γιούς και μία κόρη. Τους γιούς τους ονόμασε Ισσάχαρ και Ζαβουλών. Έπειτα γέννησε κόρη και την ονόμασε Δείνα.
Τότε ο Θεός θυμήθηκε τη Ραχήλ άκουσε την προσευχή της και της έδωσε την ικανότητα να ξανακάνει παιδιά. Εκείνη έμεινε δύο φορές έγκυος και γέννησε γιούς. Τους ονόμασε Ιωσήφ και Βενιαμίν (Γένεση 29,31-35. 30,1-24. 35,26).
Ο ΙΑΚΩΒ ΦΕΥΓΕΙ ΑΠΟ ΤΟΝ ΛΑΒΑΝ
Όταν η Ραχήλ γέννησε τον Ιωσήφ, ο Ιακώβ είπε στο Λάβαν: «Άσε με να φύγω και να πάω στον τόπο μου, στην πατρίδα μου. Δώσε μου τις γυναίκες μου, που γι' αυτές σου δούλεψα, και τα παιδιά μου, και να φύγω. Εσύ ξέρεις πόσο σου δούλεψα».
Ο Λάβαν του είπε: «Έχω καταλάβει ότι ο Κύριος με ευλόγησε εξαιτίας σου. Όρισε μου, την αμοιβή σου κι εγώ θα σου τη δώσω».
Ο Ιακώβ του είπε: «Εσύ ξέρεις πόσο σου δούλεψα, και πόσα έγιναν τα κοπάδια σου με τη δική μου φροντίδα. Είχες λίγα πριν έρθω, και έγιναν πολλά. Πράγματι, ο Θεός σε ευλόγησε με τον ερχομό μου. Τώρα πρέπει κι εγώ να φροντίσω το σπίτι μου».
Ο Λάβαν ρώτησε: «Τι να σου δώσω για μισθό;» Κι ο Ιακώβ απάντησε: «Δε θα μου δώσεις τίποτε. Αν μου κάνεις αυτό που θα σου πω, εγώ πάλι θα βοσκήσω τα πρόβατα σου και θα σου τα φυλάξω. Θα περάσω σήμερα απ' όλα τα κοπάδια σου. Βάλε στην άκρη όσα κατσίκια είναι διάστικτα και παρδαλά, και όσα πρόβατα είναι σκουρόχρωμα και τελείως μαύρα. Αυτά θα είναι ο μισθός μου. Έτσι θ' αποδεικνύεται η εντιμότητα μου. Αν έχω πρόβατα ή κατσίκια που δε θα είναι διάστικτα ή παρδαλά ή μαύρα, αυτά θα θεωρούνται ότι τα έχω κλέψει».
Ο Λάβαν συμφώνησε και την ίδια μέρα ξεχώρισε όσους τράγους και κατσίκια είχαν ραβδώσεις ή ήταν διάστικτα και παρδαλά, καθώς και όλα τα πρόβατα που ήταν σκουρόχρωμα ή τελείως μαύρα, και τα έδωσε να τα φυλάνε οι γιοι του. Και απομακρύνθηκε σε απόσταση τριών ημερών από τον Ιακώβ. Ο Ιακώβ έβοσκε τα υπόλοιπα πρόβατα του Λάβαν. Ακόμη ο Ιακώβ έκανε δικά του κοπάδια, τα οποία τα κράτησε ξέχωρα από κείνα του Λάβαν. Έτσι ο Ιακώβ έγινε πάμπλουτος, απέκτησε πάρα πολλά κοπάδια, δούλες και δούλους, καμήλες και γαϊδούρια (Γένεση 30,25-43).
Ο Ιακώβ πρόσεξε επίσης ότι ο Λάβαν δεν του φερνόταν πια όπως πρώτα. Τότε ο Κύριος του είπε να γυρίσει στη χώρα των προγόνων του και ότι θα είναι δίπλα του. Τότε ο Ιακώβ πήρε τους γιους του και τις γυναίκες, πήρε κι όλα τα κοπάδια του και όλα τα υπάρχοντα του που είχε αποκτήσει στη Μεσοποταμία και ξεκίνησε να πάει πίσω στον πατέρα του, στη Χαναάν.
Ο Λάβαν είχε πάει να κουρέψει τα πρόβατα του και η Ραχήλ επωφελήθηκε κι έκλεψε τα ειδώλια του πατέρα της. Ο Ιακώβ έφυγε βιαστικά χωρίς να το αναγγείλει στο Λάβαν. Πέρασε τον ποταμό Ευφράτη και κατευθύνθηκε προς τα βουνά της Γαλαάδ (Γένεση 31,1-21).
Μετά από τρεις μέρες ανάγγειλαν στο Λάβαν ότι ο Ιακώβ είχε φύγει. Τότε αυτός πήρε μαζί του τους συγγενείς του και καταδίωξε τον Ιακώβ. Μετά από εφτά μέρες τον πρόφτασε όταν εκείνος είχε κατασκηνώσει στα βουνά της Γαλαάδ.
Ο Λάβαν άρχισε να ρωτάει τον Ιακώβ: «Γιατί έφυγες κρυφά και πήρες μαζί σου τις θυγατέρες μου, σαν να ήταν αιχμάλωτες πολέμου; Γιατί δεν με ειδοποίησες να σε ξεπροβοδίσω με γιορτές και με τραγούδια, με τύμπανα και με κιθάρες; Γιατί δε μ' άφησες να φιλήσω τα εγγόνια μου και τις κόρες μου; Φέρθηκες ανόητα! Θα μπορούσα να σου κάνω κακό. Αλλά ο Θεός του πατέρα σου μου είπε χτες τη νύχτα: "Πρόσεξε να μην πεις στον Ιακώβ ούτε καλό ούτε κακό". Τώρα λοιπόν έφυγες γιατί νοστάλγησες το σπίτι του πατέρα σου. Γιατί όμως έκλεψες τους θεούς μου;»
Ο Ιακώβ αποκρίθηκε στο Λάβαν «Φοβήθηκα και σκέφτηκα ότι θα μου έπαιρνες τις θυγατέρες σου. Αλλά εκείνος στον οποίο θα βρεις τους θεούς σου δε θα ζήσει. Ψάξε εδώ μπροστά στους συγγενείς μας και ότι είναι δικό σου και το έχω, πάρ' το». Αλλά ο Ιακώβ δεν ήξερε ότι η Ραχήλ ήταν που είχε κλέψει τους θεούς.
Ο Λάβαν πήγε στη σκηνή του Ιακώβ, στη σκηνή της Λείας και στη σκηνή των δύο δούλων γυναικών, αλλά δε βρήκε τίποτε. Όταν βγήκε από τη σκηνή της Λείας μπήκε στη σκηνή της Ραχήλ. Η Ραχήλ είχε βάλει τα ειδώλια, κάτω από το σαμάρι της καμήλας και είχε καθίσει από πάνω. Ο Λάβαν έψαξε όλη τη σκηνή αλλά δε βρήκε τίποτα (Γένεση 31,22-35).
Ο Ιακώβ θύμωσε με τον Λάβαν και τον επέπληξε ότι άδικα τον κατηγόρησε. Ο Λάβαν πρότεινε στον Ιακώβ να κάνουν μια συμφωνία και να βάλουν κάτι ως μνημείο ανάμεσα τους. Πήρε τότε ο Ιακώβ ένα λιθάρι και το έστησε για αναμνηστική στήλη. Κατόπιν μάζεψαν όλοι μαζί πέτρες και έκαναν ένα σωρό. Ο Ιακώβ και ο Λάβαν έκαναν συμφωνία ειρήνης μεταξύ τους και ονόμασαν το σωρό εκείνο Γαλαάδ και την τοποθεσία Μισπά. Μετά ο Ιακώβ πρόσφερε θυσία πάνω στο βουνό, έφαγαν όλοι μαζί και πέρασαν τη νύχτα στο βουνό. Ο Λάβαν το πρωί αφού φίλησε τα εγγόνια του και τις κόρες του, τους ευλόγησε, και κατόπιν έφυγε και γύρισε στον τόπο του (Γένεση 31,36-55).
Η ΣΥΜΦΙΛΙΩΣΗ ΤΟΥ ΙΑΚΩΒ ΜΕ ΤΟΝ ΗΣΑΥ
Έπειτα από τα γεγονότα αυτά, ο Ιακώβ συνέχισε την πορεία του και σε κάποια στιγμή σήκωσε τα μάτια του και είδε παρατεταγμένους αγγέλους του Θεού. Όταν πλησίαζε προς τα μέρη της Χαναάν έστειλε μπροστά τους δούλους του με δώρα για να καλοπιάσει τον αδερφό του, ο οποίος κατοικούσε στην Εδώμ. Όταν γύρισαν οι δούλοι του του είπαν ότι, ο Ησαύ ερχόταν να τον συναντήσει με τετρακόσιους άντρες. Τότε ο Ιακώβ φοβήθηκε πάρα πολύ και τον έπιασε αγωνία (Γένεση 32,2-22).
Την ίδια εκείνη νύχτα ο Ιακώβ πήρε τις δυο γυναίκες του, τις δυο δούλες του και τους έντεκα γιους του και τους πέρασε από το χείμαρρο του Ιαβώκ αντίπερα. Μαζί μ' αυτούς πέρασε από το χείμαρρο και όλα του τα υπάρχοντα. Εκείνος έμεινε πίσω μόνος.
Στη συνέχεια στην τοποθεσία Φανουήλ είχε μια πρωτότυπη συνάντηση με άγγελο του Κυρίου. Ο Ιακώβ πάλεψε μαζί του και τον νίκησε. Ο άγγελος του Κυρίου τότε τον ευλόγησε και του έδωσε το όνομα Ισραήλ, που σημαίνει "Παλαιστής ή Πολεμιστής του Θεού" (Γένεση 32,23-33).
Την άλλη μέρα ο Ιακώβ είδε τον Ησαύ να έρχεται με τετρακόσιους άντρες μαζί του. Ο Ιακώβ πέρασε μπροστά και προσκύνησε στη γη εφτά φορές πριν πλησιάσει τον αδερφό του. Όταν τα δύο αδέρφια συναντήθηκαν, ο Ησαύ έτρεξε και αγκάλιασε τον Ιακώβ. Φιλήθηκαν και έκλαιγαν και οι δύο μαζί.
Ο Ησαύ, αφού γνώρισε την οικογένεια του Ιακώβ, τον ρώτησε για τα δώρα που του έστειλε. Ο Ιακώβ απάντησε: «Ήθελα να κερδίσω την εύνοια σου, κύριε μου».
Ο Ησαύ του είπε: «Έχω αρκετά, αδερφέ μου! Κράτησε τα σου ανήκουν». Ο Ιακώβ του απάντησε «Όχι, σε παρακαλώ! Αν έχω κερδίσει την εύνοια σου, δέξου τα δώρα μου. Τόσο καλά με δέχτηκες. Δέξου λοιπόν τα δώρα που σου έφερα, γιατί ο Θεός με βοήθησε και έχω απ' όλα». Και επέμενε τόσο, ώστε ο Ησαύ τα δέχτηκε.
Έτσι ο Ησαύ συγχώρεσε τον Ιακώβ και πήρε την ίδια μέρα το δρόμο της επιστροφής για τη Σηείρ, όπου εγκαταστάθηκε. Η Σηείρ βρίσκεται μεταξύ της Νεκράς και Ερυθράς θαλάσσης, και η περιοχή ονομάστηκε "Εδώμ" ή Ιδουμαία.
Ο Ιακώβ προχώρησε προς τη Σουκκώθ, όπου έχτισε σπίτι για τον εαυτό του και έφτιαξε μαντριά για τα κοπάδια του. Μετά πήγε στην πόλη Σαλήμ, που βρίσκεται στη Χαναάν. Εκεί εγκαταστάθηκε κοντά στην πόλη, σ' ένα τμήμα γης που το αγόρασε από τον Εμμώρ, πατέρα του Συχέμ, και έστησε θυσιαστήριο στον Κύριο (Γένεση κεφ. 33). Τον αγρό αυτό αγόρασε ο Ιακώβ έναντι 100 αμνάδων (Ιησούς του Ναυή 24,32).
Η ΑΤΙΜΩΣΗ ΤΗΣ ΔΕΙΝΑΣ
Μια μέρα η Δείνα, η κόρη που η Λεία είχε γεννήσει στον Ιακώβ, βγήκε για να δει τα κορίτσια της περιοχής. Την είδε κι ο Συχέμ, ο γιος του Εμμώρ του Ευαίου, του άρχοντα της περιοχής, την πήρε λοιπόν και πλάγιασε μαζί της και τη βίασε. Τη συμπάθησε όμως και ζήτησε από τον πατέρα του να την πάρει για γυναίκα του.
Ο Ιακώβ έμαθε ότι ο Συχέμ είχε ατιμάσει την κόρη του τη Δείνα, αλλά επειδή οι γιοι του ήταν με τα κοπάδια στους αγρούς, δεν είπε τίποτα ωσότου επέστρεψαν. Όταν οι γιοι του Ιακώβ γύρισαν από τους αγρούς και έμαθαν τα καθέκαστα, τους κατέλαβε μεγάλη οργή και αγανάκτηση για το Συχέμ.
Ο Εμμώρ, πατέρας του Συχέμ, πήγε στον Ιακώβ για να του μιλήσει και να τη ζητήσει από την οικογένειά της. Ο Εμμώρ τους είπε: «Ο Συχέμ, ο γιος μου, συμπάθησε πολύ την κόρη σας. Δεχτείτε να του τη δώσετε για γυναίκα. Συγγενέψτε μαζί μας. Δώστε μας τις κόρες σας και πάρτε τις δικές μας. Κατοικήστε εδώ μαζί μας. Η χώρα είναι στη διάθεση σας. Εγκατασταθείτε σ' αυτήν, κινηθείτε ελεύθερα σ' αυτήν και αποκτήστε πλούτο απ' αυτήν. Την εύνοια σας να κερδίσω και ότι μου ζητήσετε θα το δώσω. Αυξήστε όσο θέλετε το τίμημα της νύφης και τα δώρα, και θα σας τα δώσω, ότι κι αν μου ζητήσετε. Δώστε μου όμως την κοπέλα για γυναίκα».
Επειδή ο Συχέμ είχε ατιμάσει την αδερφή τους τη Δείνα, τα παιδιά του Ιακώβ απάντησαν στο Συχέμ και στον πατέρα του το Εμμώρ με πονηριά: «Δεν μπορούμε να το κάνουμε αυτό, να δώσουμε δηλαδή την αδερφή μας σε άνθρωπο απερίτμητο, γιατί κάτι τέτοιο θα ήταν ντροπή για μας. Μόνο μ' αυτόν τον όρο θα συγκατατεθούμε: Να γίνετε όπως κι εμείς, δηλαδή κάθε αρσενικό σας να περιτμηθεί. Τότε θα σας δώσουμε τις κόρες μας και θα πάρουμε τις δικές σας για γυναίκες. Θα κατοικήσουμε μαζί σας και θα γίνουμε ένας λαός. Αν όμως δε δεχτείτε να περιτμηθείτε, θα πάρουμε την κόρη μας και θα φύγουμε».
Τα λόγια τους αυτά φάνηκαν σωστά στο Εμμώρ και στο Συχέμ. Ο νέος δεν δίστασε να το κάνει αυτό, γιατί αγαπούσε την κόρη του Ιακώβ. Πήγαν λοιπόν ο Εμμώρ και ο γιος του ο Συχέμ στην πόλη τους και μίλησαν στους άντρες της. Όλοι οι άντρες της πόλης, υπάκουσαν στον Εμμώρ και στο Συχέμ, και έκαναν περιτομή σε όλα τα αρσενικά τους. Αλλά την τρίτη μέρα, οι δυο γιοι του Ιακώβ, ο Συμεών και ο Λευί, αδερφοί της Δείνας, πήραν τα ξίφη τους, μπήκαν στην ανυποψίαστη πόλη και έσφαξαν όλους τους άντρες. Έσφαξαν το Εμμώρ και το Συχέμ, πήραν τη Δείνα και έφυγαν. Οι υπόλοιποι γιοί του Ιακώβ όρμησαν στα πτώματα και λεηλάτησαν την πόλη, γιατί οι κάτοικοί της είχαν ατιμάσει την αδερφή τους. Τους πήραν τα ζώα τους και ότι υπήρχε στην πόλη. Πήραν για λάφυρα τα παιδιά τους και τις γυναίκες τους και ότι βρήκαν στα σπίτια. Αλλά ο Ιακώβ τους επέπληξε αυστηρά γι' αυτό που κάνανε, γιατί οι υπόλοιποι κάτοικοι της χώρας είναι πολλοί περισσότεροι από όσους διαθέτει ο Ιακώβ (Γένεση κεφ. 34).
ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΙΑΚΩΒ ΣΤΗ ΒΑΙΘΗΛ
Ο Κύριος είπε στον Ιακώβ να πάει στη Βαιθήλ και να μείνει εκεί. Ο Ιακώβ πέταξε τους ξένους θεούς και τα σκουλαρίκια που είχαν αρπάξει οι γιοί του από τη λεηλασία της πόλης, και τα έθαψε κάτω από μια βελανιδιά που ήταν κοντά στη Συχέμ. Κατόπιν πήρε την οικογένειά του και τους δούλους του και έφυγαν. Επειδή και οι άλλοι κάτοικοι της χώρας φοβήθηκαν, γι' αυτό δεν καταδίωξαν τους γιους του Ιακώβ.
Έτσι ο Ιακώβ και όλος ο λαός που ήταν μαζί του, έφτασαν στη Βαιθήλ, στη χώρα της Χαναάν. Εκεί ο Ιακώβ έχτισε θυσιαστήριο στον Κύριο και τον ευχαρίστησε για τη σωτηρία του. Εκείνη την εποχή πέθανε η Δεβώρα, η τροφός της Ρεβέκκας, και την έθαψαν νότια της Βαιθήλ, κάτω από μια βελανιδιά.
Ο Κύριος εμφανίστηκε πάλι στον Ιακώβ και τον ευλόγησε. Του είπε «Δε θα ονομάζεσαι πια Ιακώβ αλλά Ισραήλ. Εγώ είμαι ο Θεός παντοκράτορας. Πολυάριθμοι θα είναι οι απόγονοι σου. Από σένα θα βγει λαός και άθροισμα λαών, και βασιλιάδες θα προέλθουν από σένα. Σ' εσένα και στους απογόνους σου θα δώσω τη χώρα που έδωσα στον Αβραάμ και στον Ισαάκ».
Μετά ο Ιακώβ έστησε μια λίθινη στήλη στον τόπο όπου είχε μιλήσει μαζί του ο Θεός, και πάνω σ' αυτήν πρόσφερε σπονδή και έχυσε λάδι (Γένεση 35,1-15).
Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΒΕΝΙΑΜΙΝ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΗΣ ΡΑΧΗΛ
Στη συνέχεια ο Ιακώβ και η οικογένεια του έφυγαν από τη Βαιθήλ, και ενώ βρισκόταν στην Χαφραθά, κοντά στην Εφραθά (Βηθλεέμ), ήρθε η ώρα της Ραχήλ να γεννήσει το δωδέκατο γιό του. Είχε δύσκολη γέννα και μόλις γεννήθηκε το παιδί, η Ραχήλ πέθανε. Ο πατέρας του το ονόμασε Βενιαμίν. Τη Ραχήλ την έθαψαν στο δρόμο προς την Εφραθά, δηλαδή στη Βηθλεέμ. Ο Ιακώβ έστησε πάνω στον τάφο της μια λίθινη στήλη, που σώζεται μέχρι σήμερα (Γένεση 35,16-21. 48,7).
Η ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΙΑΚΩΒ ΣΤΗ ΧΑΝΑΑΝ
ΚΑΙ Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΙΩΣΗΦ
Ο Ιακώβ εγκαταστάθηκε στον τόπο του πατέρα του στη Μαμβρή, κοντά στη Χεβρών. Τότε ο πατέρας του ο Ισαάκ πέθανε και τον έθαψαν οι γιοι του, ο Ησαύ και ο Ιακώβ (Γένεση 35,27-29). Τα επόμενα χρόνια πέθανε και η Λεία και ο Ιακώβ την έθαψε στη σπηλιά του αγρού Μαχπελά στη Μαμβρή (Γένεση 49,30-31).
Ο γιος του ο Ιωσήφ, ήταν ακόμη παιδί δεκαεφτά ετών, όταν έβοσκε τα πρόβατα μαζί με τους αδερφούς του. Ο Ιωσήφ ανέφερε στον πατέρα τους την κακή τους φήμη. Ο Ιακώβ περισσότερο απ' όλα τα παιδιά του αγαπούσε τον Ιωσήφ, γιατί τον είχε αποκτήσει στα γηρατειά του. Γι' αυτό και του έκανε δώρο έναν πολύχρωμο χιτώνα. Όταν είδαν οι αδερφοί του ότι ο πατέρας τους τον αγαπούσε περισσότερο από όλους τους άλλους, άρχισαν να τον μισούν και να μην του φέρονται φιλικά. Μάλιστα μετά από δύο όνειρα που είδε τ' αδέρφια του τον φθόνησαν περισσότερο, ενώ ο Ιακώβ συγκράτησε στη μνήμη του αυτά τα όνειρα.
Μια μέρα, ο Ιακώβ έστειλε τον Ιωσήφ να πάει να δει αν είναι καλά τ' αδέρφια του που έβοσκαν τα πρόβατα στη Συχέμ. Καθώς πήγαινε ο Ιωσήφ, τελικά βρήκε τ' αδέρφια του στη Δωθάν, που βρίσκεται βόρεια της Συχέμ.
Μόλις εκείνοι τον είδαν από μακριά και πριν ακόμα τους πλησιάσει, κατέστρωσαν σχέδιο να τον σκοτώσουν. Ο Ρουβήν προσπάθησε να τον γλιτώσει από τα χέρια τους και τους πρότεινε να μην τον σκοτώσουν, αλλά να τον ρίξουν σ' ένα ξεροπήγαδο. Είχε σκοπό να έρθει αργότερα και να τον ελευθερώσει.
Όταν ο Ιωσήφ έφτασε κοντά στ' αδέρφια του, του έβγαλαν τον πολύχρωμο χιτώνα που φορούσε, και τον έριξαν σ' ένα ξεροπήγαδο. Καθώς κοίταζαν τριγύρω, είδαν καραβάνια Μαδιανιτών (Ισμαηλιτών) που πήγαιναν στην Αίγυπτο. Όταν περνούσαν οι έμποροι, ανέβασαν τον Ιωσήφ απ' το πηγάδι και τον πούλησαν στους εμπόρους. Εκείνοι με τη σειρά τους τον μετέφεραν και τον πούλησαν στην Αίγυπτο.
Όταν γύρισε ο Ρουβήν πίσω στο πηγάδι και ο Ιωσήφ δεν ήταν πια εκεί, επέπληξε τ' αδέρφια του. Εκείνοι πήραν το χιτώνα του Ιωσήφ, έσφαξαν ένα κατσίκι και τον έβαψαν με το αίμα. Μετά έστειλαν τον πολύχρωμο χιτώνα και τον παρουσίασαν στον πατέρα τους, και του μήνυσαν ότι κάποιο άγριο θηρίο σκότωσε τον Ιωσήφ.
Ο Ιακώβ έσκισε τότε τα ρούχα του, φόρεσε στη μέση του ένα πένθιμο τρίχινο ένδυμα και θρηνολογούσε το παιδί του για πολύν καιρό. Ήρθαν κι όλα τα παιδιά του και οι θυγατέρες του να τον παρηγορήσουν. Αλλά αυτός ήταν απαρηγόρητος κι έλεγε: «Πενθώντας θα κατεβώ στο παιδί μου στον άδη» και συνέχεια τον έκλαιγε (Γένεση κεφ. 37).
Τα επόμενα χρόνια έπεσε πείνα στη Χαναάν και ο Ιακώβ έμαθε ότι στην Αίγυπτο υπήρχε σιτάρι. Γι' αυτό έστειλε τους γιούς του να πάνε στην Αίγυπτο για να φέρουν σιτάρι. Αλλά το Βενιαμίν, τον αδερφό του Ιωσήφ, δεν τον έστειλε μαζί με τ' αδέρφια του, γιατί φοβήθηκε μήπως του συμβεί κανένα κακό (Γένεση 42,1-4).
Στο μεταξύ ο Ιωσήφ είχε γίνει άρχοντας στην Αίγυπτο. Όταν τ' αδέρφια του πήγαν στην Αίγυπτο, ο Ιωσήφ τους αναγνώρισε, και αφού τους υπέβαλε σε διάφορες δοκιμασίες, τελικά τους φανερώθηκε και συμφιλιώθηκε μαζί τους. Στη συνέχεια τους ζήτησε να φέρουν και τον πατέρα τους και να εγκατασταθούν όλοι στην Αίγυπτο (Γένεση κεφ. 43-45).
Όταν εκείνοι ήρθαν στη Χαναάν είπαν στον πατέρα τους τον Ιακώβ, ότι ο Ιωσήφ ζει και είναι άρχοντας στην Αίγυπτο. Αλλά ο Ιακώβ έμενε ασυγκίνητος, γιατί δεν τους πίστευε. Του επανέλαβαν τότε όλα όσα τους είχε πει ο Ιωσήφ. Ύστερα είδε τ' αμάξια που είχε στείλει ο Ιωσήφ για να τον μεταφέρουν, και τότε ο Ιακώβ συνήλθε και είπε: «Μου φτάνει ότι ζει ακόμα ο Ιωσήφ, το παιδί μου. Θα πάω να τον δω πριν πεθάνω» (Γένεση 45,25-28).
Η ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΙΑΚΩΒ
ΚΑΙ ΤΩΝ ΓΙΩΝ ΤΟΥ ΣΤΗΝ ΑΙΓΥΠΤΟ
Ο Ιακώβ έφυγε παίρνοντας μαζί του όλα του τα υπάρχοντα. Όταν έφτασε στη Βηρσαβεέ (Βέερ-Σεβά) στο Πηγάδι του Όρκου, πρόσφερε θυσία στον Κύριο. Τη νύχτα του εμφανίστηκε ο Κύριος στ' όνειρο του και του είπε: «Ιακώβ, Ιακώβ. Εγώ είμαι ο Θεός, ο Θεός του πατέρα σου. Μη φοβηθείς να κατεβείς στην Αίγυπτο, γιατί εκεί θα σε κάνω μεγάλο έθνος. Εγώ ο ίδιος θα κατεβώ μαζί σου στην Αίγυπτο κι εγώ ο ίδιος θα σε φέρω πάλι πίσω. Και ο Ιωσήφ θα σου κλείσει τα μάτια».
Οι γιοί του Ιακώβ ανέβασαν τον πατέρα τους, μαζί με τα παιδιά τους και τις γυναίκες τους πάνω στ' αμάξια που είχε στείλει ο Φαραώ για να τους μεταφέρουν. Πήραν ακόμη τα κοπάδια τους και όλη τους την περιουσία, που είχαν αποκτήσει στη Χαναάν, και ήρθαν στην Αίγυπτο.
Τα ονόματα των γιων του Ιακώβ που ήρθαν στην Αίγυπτο, είναι: ο Ρουβήν, ο πρωτότοκος, και οι γιοι του: Ενώχ (Χανώχ), Φαλλούς, Ασρών ή Ασρώμ (Χεσρών) και Χαρμί. Ο Συμεών και οι γιοι του: Ιεμουήλ, Ιαμείν, Αώδ (Οάδ), Ιαχείν, Σάαρ (Σωχάρ) και Σαούλ. Ο Λευί και οι γιοι του: Γηρσών (Γεδσών), Καάθ και Μεραρί. Ο Ιούδας και οι γιοι του: Σηλώμ (Σηλά), Φαρές και Ζαρά (Ζάραχ), ο Ηρ και ο Αυνάν πέθαναν στη Χαναάν. Γιοι του Φαρές ήταν ο Εσρώμ (Χεσρών) και ο Ιεμουήλ (Χαμούλ). Ο Ισσάχαρ και οι γιοι του: Θωλά (Τωλά), τον Φουά (Φουβά), τον Ιασούβ (Ιώβ) και τον Ζαμβράμ ή Σεμερών (Σιμρών). Ο Ζαβουλών και οι γιοι του: Σερέδ, Αλλών (Αιλών) και Αχοήλ (Ιαχλεήλ). Αυτό ήταν οι γιοι που γέννησε η Λεία στον Ιακώβ, καθώς και τη Δείνα την κόρη του. Οι γιοι και οι κόρες του ήταν συνολικά τριάντα τρία άτομα.
Ο Γαδ και οι γιοι του: Σαφών (Σιφών), Αγγίς, Σαυνίς, Θασοβάν (Εσβών), Αηδείς (Ηρί), Αροειδείς (Αροδί) και ο Αρεηλείς (Αριηλί). Ο Ασήρ και οι γιοι του: Ιεμνά (Ιμνά), τον Ιεσσουά ή Σουΐα (Ισβά), τον Ισεούλ ή Ισουΐ (Ισβί), τον Βαριά ή Βεριά, και η αδερφή τους Σάρα ή Σορέ (Σεράχ). Γιοι του Βεριά ήταν ο Χοβόρ ή Χάβερ (Χεβέρ) και ο Μελχιήλ ή Μελχιΐλ (Μαλχιήλ). Αυτοί ήταν οι γιοι που γέννησε στον Ιακώβ η Ζελφά, η δούλη της Λείας. Συνολικά δεκάξι άτομα.
Οι γιοι της Ραχήλ, γυναίκας του Ιακώβ, ήταν ο Ιωσήφ και ο Βενιαμίν. Ο Ιωσήφ στην Αίγυπτο απέκτησε το Μανασσή και τον Εφραίμ. Ο Βενιαμίν και οι γιοι του: Βαλά ή Βαλέ (Βελά), τον Χοβώρ ή Βαχίρ (Βεχέρ), τον Ασβήλ ή Ιαδιήλ (Ιεδιαήλ). Αυτοί ήταν οι γιοι που γέννησε η Ραχήλ στον Ιακώβ, όλοι μαζί δεκατέσσερα άτομα.
Ο Δαν και ο γιος του ο Ασόμ (Χουσίμ). Ο Νεφθαλείμ (Νεφθαλί) και οι γιοι του: Ασιήλ ή Ιασιήλ (Ιαχσεήλ ή Ιαχασιήλ), τον Γωυνί ή Γωνί (Γουνί), τον Ισσάαρ ή Ισσιήρ (Ιεσέρ) και τον Συλλήμ ή Σαλλούρ (Σιλλήμ ή Σαλλούμ). Αυτοί ήταν οι γιοι που γέννησε στον Ιακώβ η Βαλλά, η δούλη της Ραχήλ. Συνολικά εφτά άτομα.
Όλοι όσοι ήρθαν μαζί με τον Ιακώβ στην Αίγυπτο και προέρχονταν απ' αυτόν, εκτός από τις γυναίκες των γιων του, ήταν 66 άτομα. Όλοι όσοι ανήκαν στην οικογένεια του Ιακώβ και ήρθαν στην Αίγυπτο ήταν 75 άτομα.
Ο Ιακώβ έστειλε τον Ιούδα να προπορευτεί προς τον Ιωσήφ. Σαν έφτασαν στην περιοχή της Γεσέν, ο Ιωσήφ έζεψε το αμάξι του κι ανέβηκε να συναντήσει τον πατέρα του τον Ιακώβ. Μόλις τον είδε, έπεσε στο λαιμό του και έκλαιγε συνέχεια στην αγκαλιά του. Ο Ιακώβ είπε «Ας πεθάνω τώρα, αφού σε είδα ότι ακόμα ζεις» (Γένεση κεφ. 46).
Ο Ιωσήφ πήγε και ειδοποίησε το Φαραώ, ότι ο πατέρας του και τ' αδέρφια του έφτασαν από τη Χαναάν με τα πρόβατα τους, τα βόδια τους και όλα τους τα υπάρχοντα, και τώρα βρίσκονται στην περιοχή της Γεσέν.
Ο Φαραώ είπε στον Ιωσήφ να εγκαταστήσει την οικογένειά του στο καλύτερο μέρος της χώρας. Μετά ο Ιωσήφ έφερε τον πατέρα του τον Ιακώβ και τον παρουσίασε στο Φαραώ.
Ο Ιωσήφ εγκατέστησε τον πατέρα του, που ήταν τότε 130 ετών, και τ' αδέρφια του στο καλύτερο μέρος της Αιγύπτου. Τους παραχώρησε για ιδιοκτησία την περιοχή Ραμεσσή, όπως είχε διατάξει ο Φαραώ, και φρόντιζε για τη διατροφή του πατέρα του, των αδερφών του και όλης της οικογένειας του πατέρα του.
Έτσι οι Ισραηλίτες εγκαταστάθηκαν στην Αίγυπτο, στην περιοχή της Γεσέμ (Γεσέν). Εκεί απέκτησαν κτήματα, και πάρα πολλά παιδιά (Γένεση 47,1-11. 47,27. Ιησούς του Ναυή 24,4). Η εγκατάσταση του Ιακώβ στην Αίγυπτο αναφέρεται και στο βιβλίο των Ψαλμών (Ψαλμοί 104,23).
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΙΑΚΩΒ
Ο Ιακώβ έζησε στην Αίγυπτο δεκαεφτά χρόνια. Η διάρκεια της ζωής του ήταν 147 χρόνια. Όταν πλησίαζε ο καιρός του θανάτου του, κάλεσε το γιο του τον Ιωσήφ και του ζήτησε να μην τον θάψει στην Αίγυπτο, αλλά στον τάφο των πατέρων του. Ο Ιωσήφ του το υποσχέθηκε (Γένεση 47,28-31).
Μετά απ' αυτά τα γεγονότα ανάγγειλαν στον Ιωσήφ ότι ο πατέρας του ήταν άρρωστος. Πήρε τότε τα δυο του παιδιά, το Μανασσή και τον Εφραίμ, και πήγε στον πατέρα του. Όταν ανάγγειλαν στον Ιακώβ ότι ο γιος του ο Ιωσήφ ήρθε να τον δει, ο Ιακώβ έβαλε όλες του τις δυνάμεις και ανακάθισε πάνω στο κρεβάτι του.
Ο Ιακώβ είπε στον Ιωσήφ: «Ο Θεός παντοκράτορας, με ευλόγησε και μου είπε: "θα σου δώσω πολλά παιδιά· θα κάνω να προέλθει από σένα πλήθος λαών και θα δώσω τη χώρα αυτή στους απογόνους σου για παντοτινή ιδιοκτησία"... Δεν έλπιζα να σε ξαναδώ, και να τώρα, που ο Θεός με αξιώνει να δω και τους απογόνους σου».
Κατόπιν ο Ιακώβ ευλόγησε τον Ιωσήφ και τα παιδιά του, αλλά ο Ιακώβ άπλωσε το δεξί του χέρι και το έβαλε στο κεφάλι του Εφραίμ, σαν να ήταν ο πρωτότοκος, και το αριστερό του χέρι στο κεφάλι του Μανασσή και είπε: «Ο Θεός, που ενώπιον του έζησαν οι πατέρες μου Αβραάμ και Ισαάκ, ο Θεός, που ήταν οδηγός μου αφ' ότου υπάρχω μέχρι σήμερα, ας ευλογήσει αυτά τα παιδιά. Ας κάνουν πολλά παιδιά, πολλούς απογόνους πάνω στη γη».
Ο Ιωσήφ είδε με δυσαρέσκεια ότι ο πατέρας του έβαλε το δεξί του χέρι στο κεφάλι του Εφραίμ, γι' αυτό έπιασε το χέρι του πατέρα του για να το πάρει απ' το κεφάλι του Εφραίμ και να το φέρει πάνω στο κεφάλι του Μανασσή. Ο Ιωσήφ του είπε «Όχι έτσι πατέρα μου! Αυτός εδώ είναι ο πρωτότοκος· βάλε το δεξί σου χέρι πάνω σ' αυτού το κεφάλι». Αλλά ο πατέρας του αρνήθηκε και είπε: «Το ξέρω, γιε μου, το ξέρω. Κι αυτός επίσης θα γίνει λαός, κι αυτός επίσης θα γίνει μεγάλος. Αλλά ο μικρότερος αδερφός του θα γίνει μεγαλύτερος απ' αυτόν και οι απόγονοι του θ' αποτελέσουν πλήθος λαών».
Τους ευλόγησε λοιπόν ο Ιακώβ εκείνη την ημέρα και είπε: «Το δικό σας όνομα θα χρησιμοποιεί ο λαός του Ισραήλ όταν θα ευλογούν ο ένας τον άλλο, και θα λένε: "Ο Θεός να σε κάνει σαν τον Εφραίμ και το Μανασσή"». Ύστερα είπε στον Ιωσήφ: «Τώρα εγώ πεθαίνω, αλλά ο Θεός θα είναι μαζί σας και θα σας φέρει πίσω στη γη των πατέρων σας. Σ' εσένα, όμως, δίνω περισσότερα απ' ότι στους αδερφούς σου: Τη Συχέμ που την πήρα από τους Αμορραίους, με το ξίφος και το τόξο μου» (Γένεση κεφ. 48).
Κατόπιν ο Ιακώβ κάλεσε τους γιους του τους ευλόγησε, τον καθένα με ξεχωριστή ευλογία, και προφήτευσε το τι επρόκειτο να τους συμβεί (Γένεση 49,1-27). Οι γιοί του αποτέλεσαν τις δώδεκα φυλές του Ισραήλ. Ύστερα τους έδωσε αυτές τις προσταγές: «Τώρα εγώ θα πάω μαζί με τους νεκρούς του λαού μου. Να με θάψετε κοντά στους προγόνους μου, στο σπήλαιο που βρίσκεται στο χωράφι του Εφρών, του Χετταίου, στον αγρό Μαχπελά, απέναντι στη Μαμβρή, στη Χαναάν. Τον αγρό εκείνο τον έχει αγοράσει ο Αβραάμ από τον Εφρών το Χετταίο, για ιδιόκτητο τάφο. Εκεί έθαψαν τον Αβραάμ και τη γυναίκα του τη Σάρρα. Εκεί έθαψαν τον Ισαάκ και τη γυναίκα του τη Ρεβέκκα, και εκεί έθαψα εγώ τη Λεία».
Όταν ο Ιακώβ τελείωσε τις εντολές του προς τους γιους του, μάζεψε τα πόδια του στο κρεβάτι και ξεψύχησε (Γένεση 49,28-33). Τότε ο Ιωσήφ έπεσε πάνω στο πρόσωπο του πατέρα του και τον έκλαιγε και τον φιλούσε. Ύστερα διέταξε τους γιατρούς που ήταν στην υπηρεσία του να βαλσαμώσουν τον πατέρα του. Οι Αιγύπτιοι κήρυξαν κι αυτοί πένθος εβδομήντα ημερών για τον Ιακώβ.
Όταν πέρασαν οι μέρες του θρήνου, ο Ιωσήφ το μετέφερε στη γη Χαναάν, στη Χεβρών, και το έθαψε στον τάφο του Αβραάμ στον αγρό Μαχπελά. Μαζί του ανέβηκαν όλοι οι άρχοντες του Φαραώ, οι αξιωματούχοι των ανακτόρων του και όλοι οι αξιωματούχοι της Αιγύπτου. Επίσης ανέβηκε όλη η οικογένεια του Ιωσήφ και του πατέρα του, και τ' αδέρφια του. Δεν άφησαν στην περιοχή της Γεσέμ παρά μόνο τα παιδιά τους και τα ζώα τους. Ανέβηκαν ακόμη μαζί του άμαξες και καβαλάρηδες, πάρα πολύ μεγάλη συνοδεία. Όταν έφτασαν ο Ιωσήφ τέλεσε για τον πατέρα του πένθος εφτά ημερών (Γένεση κεφ. 50).
Ο Ιακώβ έζησε συνολικά 147 χρόνια. Το όνομα του αναφέρεται αρκετές φορές και στην Καινή Διαθήκη. Αναφέρεται και στον κατάλογο των ηρώων της πίστεως (προς Εβραίους 11,20-21). Το όνομά του αναφέρεται και στο γενεαλογικό πίνακα των απογόνων του Αβραάμ (Α' Παραλειπομένων 1,34) και στο γενεαλογικό πίνακα του Ιησού Χριστού (Λουκάς 3,34). Η διαθήκη του Θεού με τον Αβραάμ, τον Ισαάκ και τον Ιακώβ, αναφέρεται και στο βιβλίο των Ψαλμών (Ψαλμοί 104,9-11). Ο Ιακώβ εορτάζεται από την Ορθόδοξη Εκκλησία την Κυριακή προ της Χριστού Γεννήσεως (Κυριακή των Προπατόρων).
Στη θέση που ο Ιακώβ πήρε τ' όνομα Ισραήλ, πολλά χρόνια αργότερα ο προφήτης Ηλίας ξανάχτισε το θυσιαστήριο του Κυρίου, που είχε καταστραφεί. Ήταν το θυσιαστήριο στο οποίο ο Κύριος είχε δώσει στον Ιακώβ τ' όνομα Ισραήλ. Σ' αυτό το θυσιαστήριο ο προφήτης Ηλίας, την εποχή του βασιλιά Αχαάβ, απέδειξε στο λαό την ανωτερότητα του αληθινού Θεού, απέναντι στους ιερείς του Βάαλ και της Αστάρτης. Ο προφήτης Ηλίας έκανε θυσία στον Θεό και ο Κύριος άκουσε την προσευχή του κι έστειλε φωτιά από τον ουρανό, η οποία έκαψε εντελώς το ολοκαύτωμα και τα ξύλα. Έπειτα ο προφήτης οδήγησε με τη βοήθεια του λαού τους ιερείς του Βάαλ και της Αστάρτης, στο χείμαρρο Κισσών και τους έσφαξε εκεί (Γ' Βασιλέων 18,29-40).
Κοντάκιον
Ἦχος
β’. Αὐτόμελον.
Χειρόγραφον εἰκόνα μὴ
σεβασθέντες, ἀλλ' ἀγράφῳ οὐσίᾳ θωρακισθέντες τρισμακάριοι, ἐν τῷ σκάμματι
τοῦ πυρὸς ἐδοξάσθητε, ἐν μέσῳ δὲ φλογὸς ἀνυποστάτου ἱστάμενοι, Θεὸν
ἐπεκαλεῖσθε· Τάχυνον ὁ Οἰκτίρμων, καὶ σπεῦσον ὡς ἐλεήμων, εἰς τὴν βοήθειαν
ἡμῶν, ὅτι δύνασαι βουλόμενος.
Κάθισμα
Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ.
Ὑμνήσωμεν
πιστοί, τοὺς Προπάτορας πάντας, Χριστοῦ τοῦ δι' ἡμᾶς, ἐπὶ γῆς ὁραθέντος,
δοξάζοντες ἐν ᾄσμασι, τὸν αὐτοὺς θαυμαστώσαντα, ὡς τὴν ἔλευσιν,
προεκτυπώσαντας τούτου, καὶ τὴν γέννησιν, τὴν ἐκ Παρθένου ἀφράστως, τῷ
κόσμῳ κηρύξαντας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου