1. «Αιρετικοί» οι Λατίνοι και «αβάπτιστοι»
Έχοντας βαθύτατη γνώση της εκκλησιαστικής ιστορίας μετά το σχίσμα και της διαφωνίας των Ορθοδόξων ως προς τον χαρακτηρισμό των Λατίνων ως αιρετικών ή σχισματικών οι συγγραφείς μας, εκφράζοντας δε την θεολογική αυτοσυνειδησία τους, σε απόλυτη ομοφωνία μεταξύ τους και χωρίς την παραμικρή αμφιβολία δέχονται τους Λατίνους (και κατ’ επέκταση τους «Λουθηροκαλβίνους») ως αιρετικούς. Οι Λατίνοι «είναι αιρετικοί», υποστηρίζει ο άγ. Νικόδημος, και «ως αιρετικούς τους βδελυττόμεθα, ό,τι λογής δηλαδή και τους Αρειανούς ή Σαβελλιανούς ή πνευματομάχους Μακεδονιανούς»[156]. Η άμεση αναφορά του Αγίου στους αρχαίους – μεγάλους – αιρετικούς έχει σκοπό να δηλώσει ότι οι Λατίνοι είναι, όπως άλλωστε λέγει, «παμπάλαιοι αιρετικοί»[157], δηλαδή της ίδιας σημασίας, όπως οι εμφανισθέντες στην αρχαία αδιαίρετη Εκκλησία. Προς υποστήριξη της πεποιθήσεώς του επικαλείται την μαρτυρία του Πατριάρχου Δοσιθέου, του Ηλία Μηνιάτη, του αγ. Μάρκου Εφέσσου κ.ά.
Κατά τον ίδιο τρόπο εκφράζεται περί των Λατίνων και ο Νεόφυτος – «Πενταχώς» - λέγει – διαφερόμενοι προς την Ορθοδοξίαν (οι Λατίνοι), κατά μεν τας άλλας διαφοράς σχισματικοί, κατά δε την μόνην την του Πνεύματος και εκ του Υιού εκπόρευσιν αιρετικοί εισιν, αυτοί τε και οι τα αυτά φρονούντες Λουθηροκαλβίνοι»[158]. Το περί του «Φιλιόκβε’’ αιρετικό δόγμα[159] των Λατίνων αρκούσε, ώστε να θεωρούνται αιρετικοί, διότι δεν είχε βεβαίως δογματισθεί ακόμη το παπικό δόγμα περί αλαθήτου. Και στην συνήθως προβαλλομένη ένσταση, ότι μία και μόνη ήταν η ουσιώδης διαφορά των Λατίνων, απαντά ο Νεόφυτος, ότι ισχύει γι’ αυτούς ό,τι και για τους Εικονομάχους, οι οποίοι, «ως μεν περί της εις Θεόν πίστεως ημίν μη διαφερόμενοι, ουκ εισιν αιρετικοί, αλλά σχισματικοί· ως δε δια της των σεπτών εικόνων αθετήσεως τον εικονιζόμενον Χριστόν αθετούντες, και των αιρετικών αυτών εισι χείρους»[160]. Η μία διαφορά των Λατίνων, όντας «περί της εις Θεόν πίστεως», είναι καιρία και αποφασιστική[161]. Η αίρεση, άλλωστε, έχοντας δυναμικό χαρακτήρα, δεν κρίνεται από τον αριθμό των αποκλίσεων από την αλήθεια, διότι κατά τον ευαγγελικό λόγο «ο πταίσας εν ενί γέγονε πάντων ένοχος» (Ιακ. 2, 10). Κάθε δε αίρεση προϋποθέτει αλλοίωση των πνευματικών προϋποθέσεων της Εκκλησίας, δηλαδή της πνευματικής – νηπτικής πατερικής – εμπειρίας και τούτο αποτελεί ακράδαντη πεποίθηση των παρόντων συγγραφέων.
Αιρετικοί κρίνονται οι Λατίνοι και κατά τον Αθαν. Πάριο[162] και κατά τον Οικονόμο, εξ αιτίας της καινοτομίας του ‘’Φιλιόκβε’’. Κατά τον Οικονόμο οι Λατίνοι, «όντες αιρετικοί και ου μόνον σχισματικοί»[163], «αιρετικώς κακοδοξούσιν εν άλλοις, και μάλιστα περί την του θείου συμβόλου ομολογίαν»[164]. Διο και ομιλεί περί «παπιστικής αιρέσεως»[165], υπαινισσόμενος έτσι την συμβολή και του παπικού θεσμού, όπως διαμορφώθηκε στην ιστορία, στη δογματική διαφοροποίηση της Δύσεως.
Στο επιπολάζον ερώτημα της εποχής των συγγραφέων, πότε καταδικάστηκαν από την Ορθόδοξη Εκκλησία οι Λατίνοι, ως αιρετικοί, απαντά ο Νεόφυτος, ότι «το των Λατίνων περί Θεού φρόνημα, είτ’ ουν δόγμα, αιρετικόν ον, και σύνοδοι ήλεγξαν...». Η συνοδική έτσι καταδίκη του ‘’Φιλιόκβε’’ υπήρξε για τον Νεόφυτο συγχρόνως καταδίκη και των ίδιων των Λατίνων, ώστε να μη κρίνεται αναγκαία άλλη, ειδική καταδίκη των. Μεταξύ δε των συνόδων αυτών καταλέγει: την επί Φωτίου Η’ Οικουμενική (879), την επί Μιχαήλ Κηρουλαρίου (1054), την επί Γρηγορίου (Β’) Κωνσταντινουπόλεως (1283-1289), «αποτεμούσαν της των Ορθοδόξων ολομελείας και αποκηρύκτους της του Θεού Εκκλησίας τους Λατίνους ποιησαμένην», την περί τον Σέργιο (Β’) Κωνσταντινουπόλεως (999-1019), ο οποίος διέγραψε το όνομα του Ρώμης Σεργίου από τα δίπτυχα της Ανατολικής Εκκλησίας, τις επί Αλεξίου, Ιωάννου και Μανουήλ των Κομνηνών (ια’-ιβ΄αι.), την των εν Ανατολή τριών Πατριαρχών μετά την εν Φλωρεντία (1482), τις εν Ρωσία τοπικές, τις εν Μολδοβλαχία κ.λπ.[166].
Με βάση τις ανωτέρω εκκλησιολογικές προϋποθέσεις οι Λατίνοι, ως αιρετικοί, «δεν δύνανται να τελειώσουν βάπτισμα, διότι απώλεσαν την τελεταρχικήν χάριν», όπως παρατηρεί ο άγ. Νικόδημος[167]. Δεν έχουν βάπτισμα κατά τον Νεόφυτο, διότι λείπει σ’ αυτούς «η υγιής της Τριάδος ομολογία»[168]. Έτσι το βάπτισμά των «παρεκβαίνει της πίστεως» κατά τον Μ. Βασίλειο[169], εφ’ όσον «εισάγοντες οι Λατίνοι εν τη μοναρχική Τριάδι ελληνικήν πολυαρχίαν, (είναι) άθεοι» και συνεπώς ‘’αβάπτιστοι’’[170]. Είναι όμως επίσης ‘’αβάπτιστοι’’ και κατά κυριολεξία, κατά τον άγ. Νικόδημο, διότι «δεν φυλάττουσι τας τρεις καταδύσεις», και έτσι δεν έχουν το βάπτισμα της Εκκλησίας[171]. «ως μηδόλως καταδυόμενοι – παρατηρεί ο Νεόφυτος – είτ’ ουν βαπτιζόμενοι», είναι αβάπτιστοι[172]. Τα ίδια επαναλαμβάνει και ο Αθ. Πάριος[173].
Ο Κ. Οικονόμος προσθέτει περαιτέρω, ότι όπως στο μυστήριο της Θ. Ευχαριστίας και η ελάχιστη μεταβολή καταδικάζεται από την Εκκλησία, διότι αναιρεί αυτό το ίδιο το μυστήριο, έτσι και στο βάπτισμα ούτε η ελαχίστη μεταβολή μπορεί να γίνει ανεκτή[174]. Στην περίπτωση δε των Λατίνων η καινοτομία δεν περιορίστηκε στην απόρριψη των καταδύσεων και αναδύσεων, αλλά, κατά το κοσμικό νεωτεριστικό πνεύμα που επικράτησε στην Δύση, επεκτάθηκε βαθμηδόν και σε άλλα σημεία του μυστηρίου, ώστε τούτο να απομακρυνθεί ακόμη περισσότερο από το ένα βάπτισμα της Εκκλησίας[175]. Η μία και βασική καινοτομία, έτσι, επέφερε και όλες τις υπόλοιπες. Η απομάκρυνση άρα από την ορθοδοξοπατερική πνευματικότητα προκάλεσε και διαφοροποίηση στα δόγματα. Έτσι οι δογματικές διαφορές δεν νοούνται σχολαστικά, αλλά πατερικά και πνευματικά.
[153] Βλ. Ι. Καρμίρη, Τα Δογματικά...., ΙΙ, σ. 92 ε.ε., 979 ε. Μητροπολίτου Αίνου Γερμανού, Περί το κύρος του βαπτίσματος των αιρετικών, Ορθοδοξία ΚΖ (1952) σ. 301 ε.ε.
[154] Αρκεί να αναγνώσει κανείς τα εξ αφορμής του ζητήματος τούτου συνταχθέντα «στηλιτευτικά» κείμενα «κατά των αναβαπτιστών» του ΙΗ’ αιώνος. Βλ. Ε. Σκουβαρά, μν. έργ. Σελ. 94 ε.ε., 122 ε.ε. Πρβλ. Μητροπολίτου Αίνου Γερμανού, όπ. παρ. Σελ. 314.
[155] Βλ. ενδεικτικώς το περιεκτικότατο κεφάλαιο: «Greek and Latins, hostility and friendship», στο παραπ. του T. Ware, σελ. 16 ε.ε.
[156] Π, σ. 55, 56.
[157] Π, σ. 55.
[158] Ε, σ. 147 θ’.
[159] Τη σημασία και τις διαστάσεις του περί «Filioque» δόγματος των Λατίνων μπορεί να δει κανείς στις μελέτες του Καθηγ. Π. Ιωάννου Ρωμανίδου, Δογματική και Συμβολική Θεολογία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τόμ. Α’, Θεσσαλονίκη 1973, σελ. 289 ε.ε., 342 ε.ε., 379 ε.ε. The Filioque (Anglican-Orthodox joint doctrinal discussions), Athens 1978.
[160] Ε, σ. 147 θ’.
[161] Ε, σ. 127. «Περί μικρόν ευσεβούντες... ουδ’ όλως ευσεβούσι». Ε, σ. 147 η’.
[162] Μ, σ. 263, 265.
[163] Ο, σ. 459.
[164] Ο, σ. 445.
[165] Ο, σ. 485.
[166] Ε, σ. 147 στ’. Πρβλ. Ο, σ. 450 ε.ε. Βλ. Βλασίου Ιω. Φειδά, Θεολογικός Διάλογος Ορθοδόξου και Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας από του σχίσματος μέχρι της Αλώσεως, Αθήναι 1975.
[167] Π, σ. 56. Πρβλ. Π, σ. 509, 605.
[168] Ε, σ. 139.
[169] Ε, σ. 145.
[170] Ε, σ. 142.
[171] Π, σ. 55. Είναι η θέση του Ε. Αργέντη. Βλ. T. Ware, μν. έργ., σελ. 93.
[172] Ε, σ. 127.
[173] Μ, σ. 263 ε., 265 ε. Οι Λατίνοι «είναι πάντη αβάπτιστοι και χείρους των Ευνομιανών. Ει γε εκείνοι εις τρεις μεν ουκ εβάπτιζον καταδύσεις...., εβάπτιζόν γε μην τουλάχιστον εις μίαν».
[174] Ο, σ. 441 (σημ. α’).
[175] Ο, σ. 445 ε., 457. ΠΡβλ. Ε. Σημαντηράκη, Η παρά Ρωμαιοκαθολικοίς τελεσιουργία των μυστηρίων του Βαπτίσματος, του Χρίσματος και της Θ. Ευχαριστίας..., Εν Αθήναις 1979, σελ. 141.
ΠΗΓΗ -->’ΟΜΟΛΟΓΩ ΕΝ ΒΑΠΤΙΣΜΑ…’’ Πρωτοπρεσβυτέρου ΓΕΩΡΓΙΟΥ Δ. ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΥ
ΠΑΤΡΙΑΡΧΟΥ ΚΩΝ/ΠΟΛΕΩΣ ΙΕΡΕΜΙΟΥ Β΄
ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΛΟΥΘΗΡΙΑΝΟΥΣ ΕΔΩ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου