ΑΡΧΙΚΗ

Περί των εκπεσόντων (Α΄), (Β΄), (Γ΄)

 

Άγιος Ιερομάρτυς Κυπριανός: Περί των εκπεσόντων. (Α΄)

 

Η ομιλία είναι η πρώτη που εκφώνησε ο Κυπριανός, όταν πλέον το 251 επέστρεψε στην Καρχηδόνα, έπειτα από την εκούσια απουσία του, κατά τον διωγμό του Δεκίου (250). Τα προβλήματα, που έπρεπε να αντιμετωπίσει, ήταν οι αποστασίες λόγω της σφοδρότητας του διωγμού, η ανυπακοή ορισμένων πρεσβυτέρων, οι οποίοι, μαζί με τον διάκονο Felicissimus, δημιούργησαν σχίσμα.

Ήταν όμως και οι “μάρτυρες”, οι οποίοι, επειδή αντιμετώπισαν τον θάνατο ή υπέστησαν τα βασανιστήρια, θεωρούσαν τον εαυτό τους αρμόδιο να απαλλάσσουν τους εκπεσόντες από τη μετάνοια και ότι έχουν τη δυνατότητα συμμετοχής στο μυστήριο της θείας Κοινωνίας.

Ο Κυπριανός, με τους συνεπισκόπους, ήλθαν σε συμφωνία με τους κληρικούς της Ρώμης. Αποφάσισαν ότι τέτοια επανασύνδεση δεν θα γινόταν έως ότου διαρκεί ο διωγμός, μετά από το τέλος του οποίου θα συνέρχονταν, για να καθορίσουν μία από κοινού αντιμετώπιση του προβλήματος. Η μόνη εξαίρεση, που δόθηκε, ήταν για όσους μετανοούντες κινδύνευαν να πεθάνουν. Για δε τους άλλους γινόταν σαφές ότι, μόνο μετά από ειλικρινή μετάνοια, θα γίνονταν και πάλι δεκτοί στην εκκλησία.


ΣΤ΄. ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΕΚΠΕΣΟΝΤΩΝ


Α΄

1. Ιδού η ειρήνη, φίλτατοι αδελφοί, αποδόθηκε στην εκκλησία και αυτό που πρόσφατα οι άπιστοι θεωρούσαν δύσκολο και οι δύσπιστοι αδύνατο, με τη βοήθεια και την προστασία του Θεού, αποκαταστάθηκε η ασφάλεια μας. Ο νους μας επιστρέφει στη χαρά και, εφ’ όσον διαλύθηκαν η θύελλα και το σύννεφο της θλίψεως, έλαμψαν η γαλήνη και ο καθαρός ουρανός. Πρέπει να υμνήσουμε τον Θεό και να εορτάσουμε τις ευεργεσίες Του και τις δωρεές Του, μαζί με τις ευχαριστίες μας⸱ μολονότι το να τον ευχαριστούμε δεν έπαυσε ούτε στον διωγμό.

Δεν μπορεί να επιτραπεί στον εχθρό τόσο, ώστε όσοι αγαπάμε τον Θεό με όλη την καρδιά και την ψυχή και τη δύναμη να μη διακηρύττουμε πάντοτε και παντού τις ευλογίες του Θεού και τους ύμνους, μαζί με τη δοξολογία Του. Ήλθε η ευκταία από όλους ημέρα και, ύστερα από τον φοβερό και μιαρό ζόφο της μακράς νύκτας, ο κόσμος ακτινοβολήθηκε από το φως του Κυρίου και εξέλαμψε.

2. Βλέπουμε τους ομολογητές να λάμπουν με το να κηρύττουν το καλό όνομα και τους βλέπουμε ένδοξους και χαρούμενους για τα εγκώμια της δύναμης και της πίστεως. Τούς ασπαζόμαστε με άγια φιλήματα και με ακόρεστη, για πολύ χρόνο, επιθυμία, ενωμένους μαζί μας και επιθυμητούς. Παρίσταται το λαμπρό σύνταγμα των στρατιωτών, οι οποίοι, με σταθερότητα συγκρούσθηκαν και την ταραχώδη αγριότητα του διωγμού, που πίεζε, τη συνέτριψαν⸱ έτοιμοι για να υπομείνουν τη φυλακή, οπλισμένοι για να βαστάξουν τον θάνατο.

Αντισταθήκατε με δύναμη εναντίον του αιώνος τούτου⸱ παρέσχετε στον Θεό ένδοξο θέαμα⸱ υπήρξατε παράδειγμα για τους μελλοντικούς αδελφούς. Τα λόγια της ευλαβείας μίλησαν για τον Χριστό και ομολόγησαν ότι σε αυτόν πιστεύουν άπαξ δια παντός. Τα λαμπρά χέρια, τα οποία συνήθισαν μόνο στα έργα του Θεού, αντιστάθηκαν στις ιερόσυλες θυσίες. Τα στόματα που αγιάσθηκαν με την ουράνια τροφή, αρνήθηκαν, μετά από το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου, τα βέβηλα μιάσματα και τα κατάλοιπα των ειδώλων. Από το ασεβές και μιαρό κάλυμμα, με το οποίο εκεί κάλυπταν τα κεφάλια των ζώων που συνέλαβαν και θυσίασαν, απέμεινε το δικό σας ελεύθερο κεφάλι. Το μέτωπο, που ήταν καθαρό με το σημείο του Θεού, δεν μπόρεσε να φέρει το στεφάνι του διαβόλου⸱ διατήρησε το στεφάνι του Κυρίου. 

Με πόσο χαρούμενη αγκαλιά σάς υποδέχεται η εκκλησία, τώρα που επιστρέφετε από τη μάχη! Πόσο ευτυχισμένη, πόσο χαρούμενη ανοίγει τις θύρες της, για να εισέλθετε, με ενωμένες τις στρατιές, και να φέρετε τα τρόπαια από τον εχθρό που κατατροπώθηκε! Μαζί με τους θριαμβευτές άνδρες έρχονται και οι γυναίκες, οι οποίες, μαζί με τον κόσμο, νίκησαν και το φύλο. Έρχονται και οι παρθένοι, με τη διπλή δόξα του στρατεύματος τους και τα παιδιά, που ξεπέρασαν με τις δυνάμεις τους τα χρόνια τους.

Ακόμη και το υπόλοιπο πλήθος όσων μένουν σταθεροί ακολουθεί τη δική σας δόξα και τα δικά σας ίχνη, με εγγύτατα και σχεδόν ενωμένα σημάδια εγκωμίων⸱ η ίδια και σε αυτούς απλότητα της καρδιάς, η ίδια ολοκλήρωση της μόνιμης πίστεως. Είναι προσηλωμένοι με ρίζες των ουρανίων εντολών αδιάσειστες, ακμαίοι με τις ευαγγελικές παραδόσεις⸱ χωρίς να προφασίζονται τις εξορίες ή να στοχάζονται τα βασανιστήρια, αλλά και να μη φοβούνται τις τιμωρίες της περιουσίας τους και του σώματος. Είχαν προκαθορισθεί οι ημέρες της δοκιμασίας της πίστεως⸱ αλλ’ αυτός που θυμάται ότι απαρνήθηκε τον κόσμο δεν γνωρίζει καμμία ημέρα του κόσμου, ούτε υπολογίζει πλέον τον επίγειο χρόνο, αυτός που ελπίζει από τον Θεό την αιωνιότητα.

3. Ουδείς, αδελφοί, ουδείς να κολοβώνει αυτήν τη δόξα⸱ ουδείς να παραλύει την αδιάφθορη βεβαιότητα όσων μένουν σταθεροί, με την κακολογία και τη διαβολή. Επειδή πέρασε η ημέρα που είχε προκαθορισθεί για όσους αρνούνται, δεν υπάρχει κάποιος που να ομολόγησε μέσα στην ημέρα ότι είναι Χριστιανός. Το πρώτο όνομα της νίκης που πιάνουν στα χέρια τους οι εθνικοί είναι η ομολογία του Κυρίου⸱ το δεύτερο βήμα προς τη δόξα είναι να φυλαγόμαστε από την αποστασία και αυτό που μας στέρησαν να το διασώζουμε για τον Κύριο.

Η μία είναι δημόσια, η άλλη ιδιωτική ομολογία. Ο ένας νικά τον κριτή αυτού του αιώνος⸱ ο άλλος εντόνως διαφυλάττει για τον Θεό και κριτή του καθαρή τη συνείδηση, με την αθωότητα της καρδιάς⸱ εκεί είναι πιο φανερή η γενναιότητα, εδώ πιο ασφαλής η ανησυχία. Ο ένας, όταν πλησιάζει η ώρα του, ήδη αποδεικνύεται ότι είναι ώριμος. Ο άλλος ίσως αναβάλλει και, εφ’ όσον εγκατέλειψε την πατρική περιουσία, γι’ αυτό την αποχωρίσθηκε, επειδή δεν επρόκειτο να αρνηθεί. Επομένως ας ομολογούσε, εάν και ο ίδιος βράδυνε.

4. Αυτά τα ουράνια στεφάνια των μαρτύρων, αυτές τις πνευματικές δόξες των ομολογητών, αυτές τις μέγιστες και έξοχες αρετές των αδελφών που έμειναν σταθεροί, τις καλύπτει μία λύπη. Ο βίαιος εχθρός κατέρριψε το αποσπασμένο τμήμα των σπλάγχνων μας, με τη φθορά του δικού του πλήθους. Τί να πράξω σε αυτό το σημείο, φίλτατοι αδελφοί, που κλυδωνίζομαι από την ταραχή του νου, ή πως να μιλήσω; Έχουμε ανάγκη μάλλον από δάκρυα, παρά από λόγια, για να εκφράσουμε τον πόνο και την πληγή που έχουμε στο σώμα μας και οδυρόμαστε. Πρέπει να θρηνούμε, διότι χάθηκε πλήθος ανθρώπων ποικίλο και κάποτε αναρίθμητο.

Ποιος είναι τόσο σκληρός και αναίσθητος, ποιος λησμονεί την αδελφική αγάπη, ώστε ευρισκόμενος ανάμεσα στις ποικιλόμορφες και θρηνώδεις πτώσεις των δικών του και στα άσχημα υπολείμματα από την πολλή ξηρασία, να μένει δυνατός και με στεγνά τα μάτια, να μην εκβάλλει αμέσως το κλάμα και να μη φανερώνει τους αναστεναγμούς του πρωτύτερα με τα δάκρυα, παρά με τη φωνή του; Πονώ, αδελφοί, πονώ μαζί σας και δεν με τέρπουν καμμία ιδιαίτερη ευεξία και ατομική υγεία, για να απαλύνουν τους πόνους μου⸱ εφ’ όσον ο ποιμένας περισσότερο τραυματίζεται με το τραύμα του ποιμνίου του.

Με τον καθένα χωριστά ενώνω την καρδιά μου⸱ συμμετέχω στα πολυπενθή βάρη του οδυρμού και της κηδείας. Θρηνώ μαζί με όσους θρηνούν⸱ οδύρομαι μαζί με όσους οδύρονται⸱ μαζί με όσους αθυμούν πιστεύω ότι αθυμώ. Συγχρόνως τα μέλη μου είναι κτυπημένα από τα ακόντια εκείνου του εχθρού που ενέσκηψε⸱ τα λυσσαλέα μαχαίρια διαπέρασαν τα σπλάγχνα μου. Η ψυχή δεν μπορεί να είναι αμέτοχη και απαλλαγμένη από την επιδρομή του διωγμού⸱ η διάθεση μου και εμένα κατέβαλε για τους αδελφούς που κατέπεσαν.

5. Φίλτατοι αδελφοί, πρέπει να κρατούμε τον λόγο της αληθείας. Ο σκοτεινός ζόφος του επικίνδυνου διωγμού δεν πρέπει να τυφλώνει τον νου και το φρόνημα, ώστε να μην απομένει καθόλου φως και φωτισμός, από όπου να μπορούμε να βλέπουμε τις εντολές του Θεού. Εάν είναι γνωστή η αιτία του ολέθρου, βρίσκουμε και τη θεραπεία του τραύματος. Ο Κύριος θέλησε να δοκιμασθεί ο οίκος Του⸱ και επειδή η μακρά ειρήνη έφθειρε την παιδεία που μας παρέδωσε ο Θεός, η κρίση του ουρανού ήγειρε την πίστη που κείτονταν και θα έλεγα ότι σχεδόν κοιμόταν. Μολονότι δε αξίζαμε κάτι περισσότερο για τις αμαρτίες μας, ο πραότατος Κύριος τα μετρίασε όλα έτσι, ώστε όλο αυτό που συνέβη να φαίνεται μάλλον δοκιμασία, παρά διωγμός. 

6. Ο καθένας φρόντιζε να αυξάνει την περιουσία του. Λησμονούσαν τι έκαναν πρωτύτερα οι πιστοί με τους αποστόλους (πρβλ. Πραξ. 2, 44ε. 4, 32ε) ή τι όφειλαν πάντοτε να κάνουν και με ακόρεστη φλόγα της επιθυμίας ασχολούνταν να αυξάνουν τις περιουσίες. Οι ιερείς δεν είχαν την αφοσίωση και την ακρίβεια, οι διάκονοι την ολοκληρωμένη πίστη. Δεν υπήρχε η ἐν ἔργοις ελεημοσύνη, η παιδεία στα ήθη. Οι άνδρες χαλούσαν το γένειο (πρβλ. Λε 19, 27)⸱ οι γυναίκες φτιασίδωναν το πρόσωπο τους⸱ τα μάτια μοίχευαν και ατίμαζαν τα χέρια του Θεού⸱ τα μαλλιά βάφονταν ψεύτικα⸱ οι πανούργες απάτες είχαν το χαρακτηριστικό της απλότητας, για να εξαπατούν τις καρδιές⸱ οι ύπουλες θελήσεις ήταν για να εξαπατούν τους αδελφούς.

Το να συνδεόμαστε με τους απίστους μέσω του δεσμού του γάμου σημαίνει ότι με τους εθνικούς ατιμάζουμε τα μέλη του Χριστού (πρβλ. Α΄ Κορ. 6, 15. Β΄ Κορ. 6, 14ε). Όχι μόνον κάποιοι ορκίζονταν ανοήτως, αλλά και επιορκούσαν⸱ περιφρονούσαν τους προϊσταμένους με αλαζονεία και έπαρση⸱ κακολογούσαν με δηλητηριασμένο στόμα⸱ διαφωνούσαν μεταξύ τους με ολέθρια μίση. Οι πιο πολλοί επίσκοποι, οι οποίοι έπρεπε να είναι προτροπή και υπόδειγμα για τους υπόλοιπους, παρέβλεπαν να φροντίζουν για τα του Θεού και γίνονταν επιστάτες κοσμικών πραγμάτων. Εγκατέλειπαν την έδρα τους, εγκατέλειπαν τον λαό και περιπλανιόνταν σε ξένες επαρχίες⸱ θήρευαν, αγόραζαν και πωλούσαν κερδοφόρα εμπορεύματα.

Ήθελαν να έχουν οι πεινασμένοι αδελφοί της εκκλησίας γενναιόδωρα χρήματα⸱ άρπαζαν κτήματα με απάτες επίβουλες και μεγάλωναν το δάνειο με τόκους πολλαπλάσιους. Τέτοιοι που είμαστε τι δεν αξίζαμε να υποφέρουμε για τις αμαρτίες μας, όταν ήδη πρωτύτερα η κρίση του Θεού μας είχε υπομνήσει και μας είχε πει: «Ἐὰν ἐγκαταλίπωσι τὸν νόμον μου καὶ ἐν τοῖς κρίμασί μου μὴ πορευθῶσι, ἐὰν τὰ δικαιώματά μου βεβηλώσωσι καὶ τὰς ἐντολάς μου μὴ φυλάξωσιν, ἐπισκέψομαι ἐν ράβδῳ τὰς ἀνομίας αὐτῶν καὶ ἐν μάστιξι τὰ ἁμαρτήματα αὐτῶν»; (Ψαλμ. 88, 31-33)

7. Αυτά προαναγγέλθηκαν και προφητεύθηκαν για εμάς. Αλλ’ εμείς, αμνήμονες του νόμου που δόθηκε και της τήρησης του, με τις αμαρτίες μας κατορθώσαμε το εξής⸱ εφ’ όσον περιφρονήσαμε τις εντολές τού Θεού, να φθάσουμε να κατηγορούμαστε ότι αμαρτάνουμε και να δοκιμασθεί η πίστη με φάρμακα σκληρότερα. Βεβαίως ούτε έστω και καθυστερημένα επιστρέψαμε στον φόβο του Θεού, ώστε αυτήν την κατηγορία και τη δοκιμασία του Θεού να τη βαστάξουμε με υπομονή και γενναιότητα. Αμέσως στις πρώτες απειλές του εχθρού πολύ μεγάλος αριθμός αδελφών πρόδωσε την πίστη του⸱ δεν κατέπεσε από την επιθετικότητα του διωγμού, αλλ’ οι ίδιοι κατέπεσαν με πτώση εκούσια.

Για ποιο ανήκουστο να προσευχηθώ, τι καινοφανές ήλθε, ώστε, σαν να έχουν προκύψει πράγματα άγνωστα και απροσδόκητα, να καταλύεται και να κατακρημνίζεται αφρόνως το μυστήριο του Χριστού; Μήπως αυτά δεν τα ανήγγειλαν και οι προφήτες πρωτύτερα και οι απόστολοι αργότερα; Μήπως τις θλίψεις των δικαίων και τις παντοτινές αδικίες των εθνικών δεν τις προανήγγειλαν, πλήρεις Πνεύματος Αγίου;

Μήπως η αγία Γραφή, που είναι πάντοτε οπλισμένη με την πίστη μας και με ουράνια φωνή ενισχύει τους δούλους του Θεού, δεν λέει: «Κύριον τὸν Θεόν σου προσκυνήσεις καὶ αὐτῷ μόνῳ λατρεύσεις»; (Δευτ. 6, 13. πρβλ. Ματθ. 4, 10. Λουκ. 4, 8). Μήπως ο Θεός, επειδή δείχνει την οργή και την αγανάκτηση Του και υπενθυμίζει εκ των προτέρων τον φόβο της τιμωρίας, δεν λέει εκ νέου: «Προσεκύνησαν οἷς ἐποίησαν οἱ δάκτυλοι αὐτῶν, καὶ ἔκυψεν ἄνθρωπος καὶ ἐταπεινώθη ἀνήρ, καὶ οὐ μὴ ἀνήσω αὐτούς»; (Ησ. 2, 8-9)

Και πάλι ο Θεός λέει τα εξής: «Ὁ θυσιάζων θεοῖς ἐξολοθρευθήσεται, πλὴν Κυρίῳ μόνῳ» (Έξ 22, 20). Επίσης αργότερα, στο ευαγγέλιο, ο Κύριος, ο διδάσκαλος ἐν λόγοις καὶ τελειωτὴς ἐν ἔργοις, αυτός που δίδασκε τι να κάνουμε και εφάρμοζε αυτό που δίδασκε, δεν υπενθύμιζε εκ των προτέρων τι γίνεται τώρα και τι θα γίνει; Δεν καθόρισε εκ των προτέρων τις αιώνιες τιμωρίες σε όσους τον αρνούνται και τα βραβεία της σωτηρίας σε όσους τον ομολογούν; (πρβλ. Ματθ. 10, 32-33. Λουκ. 12, 8-9).

8. Μερικοί τα απέκοψαν όλα ανοσίως και τα λησμόνησαν. Σίγουρα δεν περίμεναν να ανέλθουν στο βήμα, εφ’ όσον είχαν συλληφθεί, ώστε να αρνηθούν, όταν τους ρωτήσουν. Πολλοί νικήθηκαν πριν από τη μάχη⸱ κατέπεσαν πριν να συγκρουσθούν. Δεν άφησαν για τον εαυτό τους ούτε αυτό⸱ να φαίνονται ότι ακουσίως θυσιάζουν στα είδωλα. Το να τρέχουν εκουσίως στο δικαστήριο, το να σπεύδουν στον θάνατο με τη θέληση τους, είναι σαν να το επιθυμούσαν από παλιά, σαν να έστεργαν την ευκαιρία που τους δόθηκε, την οποία ευχαρίστως εύχονταν.

Πόσους εκεί οι αρχές τούς άφησαν για αργότερα, διότι πίεζε το βράδυ⸱ πόσοι ακόμη και παρακαλούσαν για να μην αναβληθεί η θανάτωση τους; Πόση δύναμη μπορεί τέτοιος άνθρωπος να προφασισθεί, για να καθαρίσει με αυτήν το κρίμα του, ενώ μάλλον ο ίδιος δημιούργησε τη δύναμη του, για να απωλεσθεί; Μήπως, όταν με τη θέληση τους ήλθαν στο Καπιτώλιο, όταν εκουσίως προσήλθαν για να επιτελέσουν το απαίσιο έγκλημα τους, μήπως γλίστρησαν τα βήματα τους, σκοτείνιασε η όψη τους, έτρεμαν τα σπλάγχνα τους, κατέπεσαν τα χεριά τους; Οι αισθήσεις τους δεν θαμπώθηκαν, η γλώσσα τους δεν κρατήθηκε, τα λόγια τους δεν εξέλιπαν;

Ο δούλος του Θεού μπόρεσε να σταθεί εκεί, να μιλήσει και να αρνηθεί τον Χριστό, αυτός που ήδη είχε απαρνηθεί τον διάβολο και τον κόσμο; Εκείνος ο βωμός, όπου προσήλθε και επρόκειτο να πεθάνει, δεν υπήρξε γι’ αυτόν τάφος; Τον βωμό του διαβόλου, τον οποίο είδε να καπνίζει και να μυρίζει με βδελυρή δυσωδία, δεν όφειλε να τον τρέμει και να τον αποφύγει σαν κηδεία και τάφο της ζωής του; Ταλαίπωρε, γιατί μαζί σου επιθέτεις το σφάγιο, συ που θα ικετεύσεις το θυσιαζόμενο; Συ ο ίδιος ήλθες στους βωμούς σφάγιο και θυσιαζόμενο. Εκεί θυσίασες τη σωτηρία σου, την ελπίδα σου, κατέκαυσες την πίστη σου με το θανατηφόρο πυρ.

9. Επιπλέον για πολλούς δεν αρκούσε η ατομική απώλεια. Ο ένας προέτρεπε τον άλλο και ο λαός εξωθήθηκε στον όλεθρο. Ο θάνατος προσέγγισε τον ένα μετά τον άλλο με θανατηφόρο ποτήρι. Προκειμένου δε να μη λείψει τίποτε για να φθάσουμε στην κορυφή του εγκλήματος, ακόμη και τα νήπια, τα έθεταν επάνω στα χέρια των γονέων ή τα τραβούσαν⸱ έχασαν τα μικρά παιδιά αυτό που είχαν συνηθίσει ακριβώς στην πρώτη αρχή της γεννήσεως τους.

Μήπως, όταν ήλθε η ημέρα της δίκης, ακόμη και εκείνα δεν έλεγαν: “Εμείς δεν κάναμε τίποτε⸱ δεν εγκαταλείψαμε τον άρτο και το ποτήριο του Κυρίου και σπεύσαμε με τη θέληση μας στα βέβηλα μιάσματα⸱ μας απώλεσε η απιστία των άλλων⸱ αισθανθήκαμε τους γονείς ως παιδοκτόνους⸱ αυτοί αρνήθηκαν για εμάς την εκκλησία ως μητέρα, τον Θεό ως Πατέρα⸱ ώστε, εφ’ όσον αγνοούσαμε το φαύλο και απροσδόκητο και τόσο μεγάλο έγκλημα, μέσω άλλων συμμετέχουμε στο έγκλημα και μας εξαπατούν άλλοι”;

10. Ούτε υπάρχει κάποια δίκαιη και σοβαρή δικαιολογία για ένα τόσο μεγάλο έγκλημα. Έπρεπε να εγκαταλείψουν την πατρίδα και να χάσουν την πατρική περιουσία. Σε ποιόν, που γεννάται και πεθαίνει, δεν πρέπει να αφήνουμε και όταν μαζί με την πατρίδα πρέπει να χάσει την περιουσία του; Ας μην εγκαταλείψουμε τον Χριστό και ας φοβόμαστε την απώλεια της σωτηρίας και της αιώνιας καθέδρας. Ιδού το Πνεύμα το Άγιο φωνάζει δυνατά δια του προφήτου: «Ἀπόστητε, ἀπόστητε, ἐξέλθατε ἐντεῦθεν καὶ ἀκαθάρτου μὴ ἅπτεσθε. Ἐξέλθετε ἐκ μέσου αὐτῶν, ἀφορίσθητε οἱ φέροντες τὰ σκεύη Κυρίου» (Ης. 52, 11).

Ποιοι είναι τα σκεύη Κυρίου και ο ναός του Θεού, για να μην αναγκασθούν να αγγίξουν ακάθαρτο, να μολυνθούν και να βεβηλωθούν με τροφές θανατηφόρες, και όμως δεν εξέρχονται από ανάμεσα τους, ούτε επιστρέφουν; Σέ άλλη περικοπή ακούμε επίσης φωνή από τον ουρανό, που εκ των προτέρων υπενθυμίζει τι αρμόζει να κάνουν οι δούλοι του Θεού: «Ἔξελθε ἐξ αὐτῆς ὁ λαός μου, ἵνα μὴ συγκοινωνήσητε ταῖς ἁμαρτίαις αὐτῆς καὶ ἵνα μὴ ἅπτησθε τῶν πληγῶν αὐτῆς» (Απ. 18, 4)..

Όποιος εξέρχεται και αποχωρεί δεν γίνεται συμμέτοχος της αμαρτίας. Όμως λαμβάνει τις πληγές και όποιος αποδεικνύεται κοινωνός του εγκλήματος. Γι’ αυτό ο Κύριος παρήγγειλε στον διωγμό να αποχωρούμε και να φεύγουμε, δίδαξε δε και έπραξε για να γίνει αυτό (πρβλ. Ματθ 10, 23· 4, 12. Ιω 11, 54). Όταν κατέρχεται το στεφάνι, όπως θεωρεί άξιο ο Θεός, δεν. μπορούμε να το λάβουμε, ει μη μόνον εάν είναι η ώρα να το λάβουμε⸱ και όποιος μένει εν τω Χριστώ και εν τω μεταξύ αποχωρεί, δεν απαρνείται την πίστη, αλλά αναμένει την κατάλληλη στιγμή. Όμως όποιος έπεσε, ενώ δεν εξέρχονταν, αυτός παρέμεινε αρνητής.


Ειρηναίος Ι. Χατζηεφραιμίδης.
Αγίου Κυπριανού Καρχηδόνος. Ομιλίες.
εκδ. Μ. Σταμούλη. Θεσσαλονίκη, 2025.

 ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ  ΕΔΩ .👇

 Στ΄. Περί των εκπεσόντων (Α΄), (Β΄), (Γ΄)

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Περί των εκπεσόντων (Α΄), (Β΄), (Γ΄)

  Άγιος Ιερομάρτυς Κυπριανός: Περί των εκπεσόντων. (Α΄)

Δημοφιλείς αναρτήσεις