Εγκώμιο στους ένδοξους Μάρτυρες που μαρτύρησαν σε όλο τον κόσμο
Είναι λαμπρή και πολυπόθητη πάντοτε η μνήμη των Αγίων και από τους Αγγέλους και από τους ανθρώπους· γι’ αυτό και εμείς αγωνιζόμαστε στον παρόμοιο ζήλο τους να αγαπήσουμε τον Θεό, μιμούμενοι αυτούς. Διότι αυτή εισορμά στις καρδιές σφοδρότερα από τη φωτιά, και πείθει να καταφρονήσουμε τον μάταιο κόσμο και όλες τις χαρές που υπάρχουν σ’ αυτόν, τη βλαβερή κοσμική φιλία, και την αγάπη των γονέων, και τη συμπάθεια των αδελφών, και τη φροντίδα για τη γυναίκα και τα παιδιά, και για όλα τα κτήματα.
Ανυψώνει τον νου μας, και κάνει το λογισμό να πετάξει από όλα τα γήινα προς τα επουράνια, και μας καθιστά συγχορευτές των Αγγέλων· και στη συνέχεια μας κάνει να παρουσιασθούμε στον θεϊκό θρόνο του Υψίστου, και ενώ ακόμη είμαστε στο σώμα να μιμούμαστε τους ασώματους Αγγέλους, και ενώ βαδίζουμε στη γη να σκεφτόμαστε τα ουράνια. Διότι έτσι και ο Παύλος, ο διδάσκαλος των εθνών, προτρέπει γράφοντας, ώστε να σκεφτόμαστε τα ουράνια αγαθά, όπου είναι ο Χριστός στα δεξιά του Θεού (Κολ. 3, 1-2).
Όσοι λοιπόν έρχονται στον Χριστό με όλη τους την ψυχή, και αναθέτουν όλη τη μέριμνα τους σ’ αυτόν (Α΄ Πετρ. 5, 7), δεν πρέπει πια να συνεχίσουν να ακολουθούν τα θελήματα τους και τις απολαύσεις της σάρκας, ούτε πρέπει να παρασύρονται από τα σωματικά πάθη. Διότι αυτός που πιστεύει στον Θεό, δεν πρέπει να αμφιβάλλει, σαν να πρόκειται να ζημιωθεί την υπηρεσία του· διότι ο ολιγόπιστος κρίνεται ως άπιστος, επειδή δεν έχει σταθερή την ελπίδα του στον Θεό.
Έτσι λοιπόν οι Μάρτυρες παρέδωσαν ολόψυχα τον εαυτό τους στον Θεό, με όλη τους την καρδιά, ώστε να καταφρονούν στο εξής και τον ίδιο τον θάνατο και όλη την εχθρική απειλή των τυράννων, πρόθυμοι να υποστούν κακοποιήσεις και βασανιστήρια και διάφορες εξαρθρώσεις σε όλο τους το σώμα· πρόσφεραν τα νώτα τους σε πληγές από μαστιγώσεις και σε ποικιλότροπους κατατεμαχισμούς των ινών και των μυελών.
Γι’ αυτό οι ασεβείς υπηρέτες των τυράννων, άνθρωποι που χαίρονταν να βλέπουν αίμα και που ήταν πολύ διψασμένοι γι’ αυτό, αφού άρπαζαν τους αγίους, τους κομμάτιαζαν με τα μαστίγια, και ξέσχιζαν βαθιά τα πλευρά τους με μυτερούς όνυχες* στη συνέχεια με άσπλαχνη την καρδιά συνέτριβαν αλύπητα τις ράχες τους με μολυβένια μαστίγια, διαιρούσαν αλύπητα με μυτερές σούβλες την ένωση του στήθους σαν άγρια θηρία, και βάζοντας πυρωμένες σφαίρες στις μασχάλες τους, τις έκαιγαν με πολλή σκληρότητα· έκοβαν με ξίφη τους μηρούς μαζί με τα νεύρα, και άνοιγαν σχίζοντας με μάχαιρες τους σωλήνες των φλεβών, και δεν άφηναν ούτε ένα μέλος ατιμώρητο· απεναντίας συνέτριβαν με λύσσα ακόμη και τα κόκκαλα τους.
* όνυχες, όργανα βασανισμού.
Γι’ αυτό οι Μάρτυρες πήραν δύναμη από τον Θεό, ώστε να υπομένουν με γενναιότητα όλα τα παθήματα, και ήταν αδιάφοροι σε κάθε βασανιστήριο, σαν να υπέφεραν με ξένα σώματα· ή καλύτερα αντιστέκονταν με θάρρος σ’ εκείνους που τους τιμωρούσαν, και τους εξόργιζαν περισσότερο, λέγοντας, «Αν έχετε φοβερότερα βασανιστήρια, φέρτε τα σ’ εμάς· διότι αυτά δεν είναι τίποτε».
Λοιπόν αναμμένοι και βράζοντας από οργή, σαν άγρια θηρία, ούρλιαζαν εναντίον τους, κράζοντας στους δήμιους να βασανίζουν σφοδρότερα τα άγια σώματα των αγίων αθλητών. Αυτοί όμως απαντούσαν πάλι στους ηγεμόνες «Πού λοιπόν είναι οι απειλές των τιμωριών σας; Διότι η φωτιά σας είναι κρύα, τα βασανιστήρια άπρακτα, αυτοί που χτυπούν είναι αδύναμοι, τα ξίφη είναι ξύλα σαθρά. Δεν έχετε τίποτε ίσο με την προθυμία μας. Εμείς στεκόμαστε πρόθυμοι να πάθουμε περισσότερα».
Γι’ αυτό τον λόγο, αν και πέθαναν, ενεργούν ως ζωντανοί, θεραπεύοντας τους άρρωστους, διώχνοντας τους δαίμονες και κάνοντας με τη δύναμη του Κυρίου να φεύγει κάθε πονηρία της εξουσίας τους· διότι συνυπάρχει πάντοτε στα άγια λείψανα η χάρη του Αγίου Πνεύματος, που πραγματοποιεί όλα τα θαύματα. Επειδή δηλαδή ομολόγησαν γενναία τον Χριστό μπροστά στους ανθρώπους, με πολλή υπομονή, γι’ αυτό και ο ίδιος τους ανακήρυξε νικητές μπροστά στον Πατέρα και τους Αγγέλους του, και τους υποσχέθηκε τα αγαθά εκείνα, που μάτι δεν τα είδε, και που αυτί δεν τα άκουσε, και νους ανθρώπου θνητού δεν τα συνέλαβε (Α΄ Κορ. 2, 9)· τα οποία επιθυμούν να κατανοήσουν οι Άγγελοι (Α΄ Πετρ. 1, 12).
Διότι τι περισσότερο θέλουμε να υπονοήσουμε με το λόγο; Τους έκανε αυτούς συγκληρονόμους του (πρβλ. Ρωμ. 8, 17). Όμως ποια είναι η κληρονομιά του Χριστού, κανείς δεν αγνοεί, όπως εγώ νομίζω· είναι οι ουρανοί των ουρανών, και όλα όσα υπάρχουν σ’ αυτούς· είναι το απλησίαστο φως, και ο θρόνος της δόξας είναι η γη των πράων, και ολόκληρος ο παράδεισος τα δένδρα που υπάρχουν σ’ αυτόν, και ο γλυκύτατος καρπός. Αυτά είναι τα κτήματα του βασιλιά Χριστού, και επιπλέον άλλα άπειρα, που εμείς αγνοούμε ακόμη και το όνομα τους, διότι είναι αόρατα από τους ανθρώπους.
Είναι τρισμακάριοι όλοι οι Άγιοι, για την κληρονομιά που πρόκειται να απολαύσουν, και για την αιώνια συναναστροφή με τον Χριστό, που απαστράπτει το υπέρλαμπρο φως· με τον Χριστό που η δόξα της ουσίας του είναι απερίγραπτη, και η μεγαλοπρέπεια του είναι ανεξιχνίαστη, και η φανέρωση της σωτήριας οικονομίας της ενανθρώπησης του επάνω στη γη είναι ανεξερεύνητη. Αυτός είναι η τέλεια σφραγίδα (πρβλ. Εβρ. 1, 3) εκείνου που τον γέννησε, και η πηγή της ζωής, και ο δημιουργός όλων το άσειστο θεμέλιο των ομολογητών· το στεφάνι των αθλητών και ο βραβευτής των νικητών· ο ισχυρός Θεός και ο άρχοντας της ειρήνης· ο λαφυραγωγός του άδη και ο ζωοποιός των νεκρών.
Αυτός ενίσχυσε τους αγίους Μάρτυρες να νικήσουν τις απάνθρωπες επινοήσεις των τυράννων. Αυτός πρόσφερε σ’ αυτό τον πόλεμο όλη την πανοπλία στους στρατιώτες του, ασφαλίζοντας τους από παντού με την ασπίδα της πίστης (πρβλ. Εφεσ. 6, 16), και με το θώρακα της αγάπης, και με τη σταθερότητα της γνώμης· οπλίζοντας τους με τη μάχαιρα του Πνεύματος (πρβλ. Εφεσ. 6, 17) με την οποία και κατέκοβαν το κεφάλι του Εχθρού, ανέσκαψαν από τα θεμέλια τους ναούς τών ειδώλων και συνέτριψαν τα ξόανα σαν λεπτότατη σκόνη, γκρέμισαν τα τεμένη και τα θυσιαστήρια των ακάθαρτων θυσιών και των ασεβών σπουδών· και τους βδελυρούς ιερείς τους, μαζί με τους υπηρέτες των ναών, τους κατέκαυσε με φωτιά ο Χριστός, και έδιωξε από τους ναούς τους δαίμονες των απατηλών αγαλμάτων και τους παρέδωσε στη γέεννα.
Βλέποντας λοιπόν οι ένδοξοι Μάρτυρες να πραγματοποιούνται αυτά έτσι, με τη δύναμη του Χριστού, αποκτούσαν μεγαλύτερη προθυμία να πάθουν για το όνομα της δύναμης του, και με τα ίδια τους τα χέρια στο εξής ανέτρεπαν τα είδωλα, συντρίβοντας στη γη όλα τα βδελύγματα· και όπου έβρισκαν στημένο άγαλμα, κομματιάζοντας το με πέτρες, το έριχναν στο βόρβορο, ντροπιάζοντας ολότελα και περιγελώντας εκείνους που τα λάτρευαν και τα προσκυνούσαν λέγοντας στους ασεβείς άρχοντες και τυράννους·
«Να, τα ιερά της λατρείας σας, τα αναίσθητα και κουφά και αδύναμα, τα τυφλά και ακίνητα, που εσείς λατρεύετε· τα άλαλα εσείς οι λογικοί· τους οποίους ο Θεός δημιούργησε σύμφωνα με τη δική του εικόνα (πρβλ. Γεν. 1, 26-27), για να γνωρίσετε τη δύναμη του, και να τον λατρεύσετε με φόβο και τρόμο, και να κάνετε κάθε μέρα όσα αρέσουν σ’ αυτόν· διότι ο ίδιος είναι Θεός άναρχος και ισχυρός, φοβερός και δυνατός, ένδοξος και αόρατος. Αφήσατε λοιπόν να προσκυνείτε αυτόν που σας δημιούργησε, και λατρεύετε τα δημιουργήματα, για να τον παροργίζετε.
Δημιούργησε τον ήλιο για το φωτισμό της μέρας (πρβλ. Γεν. 1, 16), ώστε απολαμβάνοντας το φως και τη θερμότητα να δοξάζετε πάντοτε το δημιουργό του, που μας χορηγεί την απόλαυση τους1· εσείς όμως, σαν τυφλοί, αφήσατε το δημιουργό και λατρεύσατε περισσότερο το ίδιο του το δημιούργημα. Παρόμοια ο σοφός δημιουργός δημιούργησε για μας τη σελήνη για να φέγγει τη νύχτα (πρβλ. Γεν. 1, 16)· εσείς όμως, σαν ανόητοι, τη λατρεύετε, θεωρώντας ότι είναι και αυτή στη θέση του Θεού.
Ο εύσπλαχνος Θεός λοιπόν ανέχθηκε με μακροθυμία, περιμένοντας πάντοτε την επιστροφή όλων, επειδή δε θέλει ποτέ τον θάνατο των αμαρτωλών· και περιμένοντας την επιστροφή κραυγάζει διαρκώς, λέγοντας· “Ελάτε σ’ εμένα όλοι όσοι κουρασθήκατε από τα αμαρτήματα, και όσοι είσθε φορτωμένοι με τα αβάσταχτα φορτία των ασεβών πράξεων και των σαρκικών ηδονών, και θα σας ξεκουράσω (πρβλ. Ματθ. 11, 28) μέσα στην αιώνια απόλαυση, προσφέροντας σ’ εσάς τη συγχώρεση των αμαρτιών σας· και θα γίνετε παιδιά της βασιλείας μου, και θα αναπαυθείτε μαζί με όλους τους εκλεκτούς μου”».
Αυτά συμβούλευαν οι Μάρτυρες στους ασεβείς για την επιστροφή τους, αν θα ήθελαν να σωθούν. Οι ανόητοι όμως τους χλεύαζαν, περιγελώντας με ασέβεια τις συμβουλές τους, διότι σε ψυχή κακόβουλη και δαιμονική δεν μπορεί να εισχωρήσει η σοφία (πρβλ. Σοφ. Σολ. 1, 4) και η σύνεση. Οι Άγιοι όμως όλα τα έλεγαν και τα έκαναν για την επιστροφή τους, παρόλο που μαστιγώνονταν, εκπληρώνοντας τον λόγο του Δεσπότη τους «Αγαπάτε τους εχθρούς σας, και εκείνους που σας μισούν, για να ομοιωθείτε με τον ουράνιο Πατέρα μου, με το να είσθε αμνησίκακοι και σπλαχνικοί σε όλους» (Ματθ. 5, 44-45 Λουκ. 6, 27 και 36).
Μακάριοι λοιπόν είναι εκείνοι οι αθλητές του Χριστού, οι συμμέτοχοι του φωτός και της αιώνιας ζωής, οι στύλοι της πίστης και οι σύνδεσμοι της αγάπης, τα ζωντανά θεμέλια, που συγκρατούν τα πάντα, οι γιοί της σεμνής Εκκλησίας του Χριστού, οι πύργοι των κάστρων της επουράνιας Σιών. Αυτοί τώρα λαμπρύνουν τη Νύφη του Σωτήρα. Αυτοί καλλωπίζουν την ωραιότητα της. Αυτοί στολίζουν σαν βασίλισσα με πνευματικά στολίδια την ωραία Εκκλησία, που στάθηκε στα δεξιά του λαμπρή και ολοστόλιστη, με φόρεμα χρυσοκέντητο από τις ποικίλες αρετές του Δεσπότη της, και που συνεχώς λαμπρύνεται από τη λάμψη του Πνεύματος και αστράπτει περισσότερο από την λαμπρότητα του ορατού ήλιου· που κατά τη λάμψη ξεπερνάει ακόμη άπειρες φορές κάθε ανθρώπινη σκέψη.
Αυτής λοιπόν της Εκκλησίας νυμφαγωγός είναι ο θαυμάσιος απόστολος Παύλος, ο σοφός αρχιτεχνίτης (πρβλ. Α΄ Κορ. 3, 10), ο οποίος στην αρχή βέβαια την εκπορθούσε και τη λεηλατούσε, κυριευμένος από το ζήλο του Νόμου (πρβλ. Γαλ. 1, 13-14), όμως χωρίς συναίσθηση. Όταν λοιπόν ονομάζονταν Σαύλος, γέμισε τα πάντα με σάλο και ταραχή και πολλή αναστάτωση· σέρνοντας δεμένους και μαστιγώνοντας όλους αυτούς που σέβονταν τον Χριστό, τους παρέδινε δεμένους στις φυλακές (πρβλ. Πραξ. 8, 3), έχοντας απειλητικές και φονικές διαθέσεις (πρβλ. Πραξ. 9, 1), που δεν περιγράφονται, εναντίον εκείνων που ήθελαν να διαδώσουν το κήρυγμα, και περιφερόμενος στις πόλεις έξω από τα Ιεροσόλυμα, και ερευνώντας με πολλή προθυμία, μήπως κάπου βρεθεί κανείς να ομολογεί το όνομα του Χριστού (πρβλ. Πραξ. 26, 9-11). Τόσο μίσος είχε ακόμη και στο ίδιο το όνομα, το γλυκύ και ποθητό σε όλους τους ανθρώπους, στο όνομα που έσωσε από την πλάνη το γένος των ανθρώπων.
Οργιζόμενος λοιπόν παράφορα για τους μαθητές του Λόγου, εξεγείρεται με τις επιστολές που πήρε από τους αρχιερείς, ώστε, αν βρει κάποιους που ομολογούν το όνομα του Χριστού, άνδρες και γυναίκες, να τους δέσει (πρβλ. Πραξ. 9, 2) και να τους παραδώσει, για να τιμωρηθούν από τον άρχοντα και να υποστούν την τιμωρία του θανάτου. Όταν όμως προσκλήθηκε από τον ουρανό από τον φιλάνθρωπο Δεσπότη, εμποδίσθηκε από το δρόμο που ολέθρια έτρεχε «Σαύλε, Σαύλε, λέει, για ποιο λόγο με καταδιώκεις (πρβλ. Πραξ. 9, 4), αγνοώντας τη δύναμη της εξουσίας μου; Συγκράτησε λοιπόν στο εξής τον ανώφελο ζήλο σου, και σταμάτησε να καταδιώκεις αυτούς που με προσκυνούν».
Ο Σαύλος λοιπόν, όταν τυφλώθηκαν τα μάτια του σώματος του από την υπερβολή του απερίγραπτου φωτός εκείνου, ο οποίος μιλούσε σ’ αυτόν μέσα σε φωτεινή νεφέλη, έμεινε άφωνος και ήταν πεσμένος στη γη. Αν και ήταν λοιπόν ανοιχτά τα μάτια του, δεν έβλεπε κανένα από τους συνοδοιπόρους του (πρβλ. Πραξ. 9, 8). Αφού δέχθηκε δηλαδή τον λόγο, όπως το ψάρι δέχεται το αγκίστρι, ανασύρθηκε από το βυθό. Τυφλώθηκε ωφέλιμα· και αφού απαλλάχθηκε από τη λαμπρότητα της ζωής και των ιουδαϊκών συνηθειών, στο εξής ακολουθούσε τον Χριστό· και αφού ρίχθηκε μέσα στην κολυμβήθρα των γλυκών ναμάτων, ξαναβρήκε το φως του με την επίκληση του ονόματος του Χριστού (πρβλ. Πραξ. 9, 18)· και αφού μετονομάσθηκε Παύλος, χάρισε την ησυχία στους μαθητές του Χριστού.
Και αφού έγινε ασφαλής κήρυκας, και στερεός στύλος της πίστης, αποδείκνυε συνεχώς ότι ο Ιησούς είναι ο Χριστός (πρβλ. Πραξ. 9, 22), και λίγο μετά θυσίασε και τη ζωή του από υπερβολική αγάπη. Διότι τόσο πολύ τον πόθησε ολόψυχα, ώστε να προσφέρει όλο τον εαυτό του στους κινδύνους· και θέλοντας να δείξει τον φλογερό πόθο που είχε γι’ αυτόν, έτσι έγραφε σε όλους· «Ποιος μπορεί να μας χωρίσει από την αγάπη του Χριστού; Η θλίψη, ή η στενοχώρια, ή ο διωγμός, ή η πείνα, ή η γύμνια του σώματος, ή ο κίνδυνος, ή η μάχαιρα;» (Ρωμ. 8, 35). Και ανέφερε ένα προς ένα λέγοντας «Ούτε άγγελοι, ούτε αρχές, ούτε δυνάμεις, ούτε ύψωμα, ούτε βάθος, ούτε κανένα άλλο δημιούργημα, θα μπορέσει να μας χωρίσει από την αγάπη του Θεού, η οποία φανερώθηκε σ’ εμάς στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού του Κυρίου μας» (Ρωμ. 8, 38-39).
Ποιος μπορεί να πει τώρα, ότι τόσο πολύ αγαπά αυτόν που μας δημιούργησε και μας σώζει; Ποιος τόσο ολόψυχα καταφρονεί αυτή τη ζωή, και απομακρύνεται εύκολα από όλα όσα υπάρχουν σ’ αυτή; Ποιος λοιπόν παρουσιάζεται να είναι ανώτερος από τα πάθη και να ξεφεύγει από τα δεσμά της ματαιοδοξίας; Και ποιος απαρνήθηκε ολότελα ακόμη και τις ίδιες τις σκιές των πραγμάτων, και αφού τα εγκατέλειψε όλα, σήκωσε τον σταυρό του Χριστού, ο οποίος είπε με τρόπο απόλυτο σ’ εκείνους που θέλουν να ακούν· «Αν κάποιος έρχεται σ’ εμένα και δεν απαρνιέται όλα τα υπάρχοντα του, δεν είναι μαθητής μου» (Λουκ. 14, 26 και 33). Και αν ακόμη κρατά κοντά του κάτι ελάχιστο από την περιουσία του, αμαρτάνει και με αυτό τον τρόπο· διότι δεν απαρνήθηκε ολότελα τα δικά του, αλλά πλησίασε με δυσπιστία και δισταγμό.
Πρέπει λοιπόν ένας τέτοιος άνθρωπος να αρνηθεί τον εαυτό του, και αφού λάβει τον σταυρό του να ακολουθεί τον Χριστό (πρβλ. Ματθ. 10, 38). Διότι όπως εκείνος που είναι καρφωμένος κατά το σώμα στο σταυρό, δεν μπορεί να κρατήσει τίποτε, έτσι και εκείνος που σταύρωσε τον εαυτό του ως προς τα πράγματα του κόσμου, πρέπει να μη σέρνει μαζί του κανένα από τα πράγματα του κόσμου, για να μην μοιάσει σ’ αυτό με τον Ανανία και τη γυναίκα του, επειδή έκλεψαν τα πράγματα του Θεού (πρβλ. Πραξ. 5, 2).
Διότι ο απόστολος Παύλος τόσο πολύ απομάκρυνε τον εαυτό του σε όλα από τα πράγματα αυτής της ζωής, ώστε να λέει και να γράφει· «Ο κόσμος έχει σταυρωθεί για μένα, και εγώ ο ίδιος έχω σταυρωθεί ολότελα για τον κόσμο (Γαλ. 6, 14)· και θεωρώ όλα ότι είναι όπως τα σκουπίδια, για να κερδίσω τον Χριστό, που αγάπησα» (Φιλιπ. 3, 8).
Αυτόν αφού μιμήθηκαν οι ένδοξοι Μάρτυρες, πρόσφεραν τον εαυτό τους σε κάθε τιμωρία, έχοντας προσηλωμένα τα μάτια τους στον ίδιο τον σοφό δάσκαλο, τον αρχηγό και νικητή αυτού του πολέμου, ο οποίος έγινε οδηγός για όλους αυτούς που θέλουν να πετύχουν την απόλαυση της αιώνιας ζωής. Και αφού πρόθυμα έπαθαν με πολλή υπομονή, να, μακαρίζονται στους αιώνες των αιώνων.
Και μάλιστα έχουμε χρέος όλοι να υμνούμε με εγκώμια τα κατορθώματα των Αγίων, διότι αγωνίσθηκαν με γενναίο φρόνημα να εξιλεώσουν τον Θεό, με το να γίνουν με το αίμα τους εξιλέωση όλων μας, ολοκαυτώματα για μας, σαν άκακα, άσπιλα και άμωμα αρνιά, και να γίνουν απαρχή για όλο το λαό, και να προσφέρουν στον Θεό τις ψυχές τους ευάρεστη θυσία με πολλή ευωδιά, έχοντας παράδειγμα τους γενναίους τρεις Παίδες (πρβλ. Δαν. 3, 12), τους φύλακες του Νόμου και τους κήρυκες του Θεού· μαζί μ’ αυτούς ας ανυμνήσουμε τον Σωτήρα του κόσμου. Διότι σ’ αυτόν ανήκει η δόξα και το κράτος, στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
Οσίου Εφραίμ του Σύρου. Έργα. τ. Ζ΄.
μετ. Κωνσταντίνου Γ. Φραντζολά.
εκδ. Το Περιβόλι της Παναγίας, εκδ. Α΄ 1998.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου