Μπορείτε να διαβάσετε και τα υπόλοιπα κεφάλαια εδώ: Οσίου Εφραίμ του Σύρου. Έργα.
Το κείμενο της Ομιλίας στην πόρνη αντλήσαμε από την έκδοση του Assemani (τ. 3ος, σελ. 385D-395). Ο ίδιος Λόγος με την επιγραφή «Λόγος εἰς τὴν γυναῖκα τὴν ἁμαρτωλόν, τὴν ἀλείψασαν τὸν Κύριον μύρῳ», από άλλη χειρόγραφη παράδοση, με αρκετές παραλείψεις και ελάχιστες προσθήκες, έχει περιληφθεί στην έκδοση του Thwaites (σελ. υε΄-υι΄), αλλά και στην έκδοση του Assemani (τ. 2ος, σελ. 297-306F). Στην παρούσα έκδοση συμπεριλάβαμε τις προσθήκες, κάνοντας σχετική μνεία.
Η αρχή της ομιλίας αυτής δείχνει ότι πιθανώς προηγήθηκε Λόγος «Περί δικαιοσύνης».
Ομιλία στην πόρνη
Ήταν για μας απλός ο κόπος και εύκολη η έρευνα για τη δικαιοσύνη τώρα όμως παρουσιάσθηκε η έρευνα για την πόρνη, η οποία μας προσκαλεί σε τέλεια πίστη, αν βέβαια θελήσουμε και μεις με την προτροπή εκείνης να έρθουμε σε υπακοή και να κερδίσουμε εκείνο το μεγάλο και πολύτιμο μαργαριτάρι, χάρη στο οποίο η βασιλεία των ουρανών (πρβλ. Ματθ. 13, 45-46) ονομάζεται όπως της πρέπει· χάρη στο οποίο προηγήθηκε το κάλεσμα των εθνών και προχώρησε το πρόσταγμα των ουρανών για μετάνοια· χάρη στο οποίο διακηρύχθηκε η κατάργηση των αμαρτιών και νομοθετήθηκε η διάλυση των συμφορών που προέρχονται από τον Εχθρό· χάρη στο οποίο ετοιμάσθηκε για τους πιστούς το αιώνιο φως, και προσδοκάται να λάμψει γι’ αυτούς που αγαπούν τον Κύριο πολλή και ανείπωτη χαρά· χάρη στο οποίο έχει δοθεί ως υπόσχεση η αθάνατη ζωή γι’ αυτούς που προτίμησαν να ζουν θεάρεστα· χάρη στο οποίο και εγώ, αφού πήρα πολύ θάρρος από τα αγαθά που είναι μπροστά μας, θα τα αναφέρω σε όλους εσάς τους αγαπητούς και τίμιους αδελφούς εν Κυρίω.
Δεν μακρύνω τον λόγο μου, αλλά αυξάνω την προθυμία σας, για να διδαχθείτε όλοι από την καλή και αγαθή μετάνοια της γυναίκας που αναφέραμε· διότι αυτό που έπρεπε να συμβεί, να νικήσει δηλαδή η παρθενία την πορνεία, δε συνέβη, αλλά η γεμάτη δάκρυα μετάνοια της πορνείας υπερνίκησε την παρθενία· και αυτό έγινε, για να εκπληρωθεί η θεία και αληθινή φωνή του Σωτήρα μας Χριστού, η οποία λέει· «Δεν ήρθα να καλέσω σε μετάνοια τους δίκαιους, αλλά τους αμαρτωλούς» (Ματθ. 9, 13).
Είναι σωστό λοιπόν, αγαπητοί, να σπείρουμε εμείς τον λόγο σ’ αυτούς που τον δέχονται με καλή διάθεση, πως δηλαδή και με ποιο τρόπο έτρεξε με τη μεγάλη και αδιάντροπη τόλμη της και πρόσφερε την πηγή των δακρύων της στον καλό και αγαθό γιατρό, πάνω στην πλάκα της καρδιάς της, όπως επάνω σε κάποιο πολύτιμο δίσκο, για να εξαλείψει τη βαθιά δεξαμενή των αμαρτημάτων της.
Εκείνη έχοντας άγνοια της πίστης, αγόρασε το γνήσιο και πολύτιμο μαργαριτάρι με ασήμαντα δώρα φιλοξενίας· εμείς όμως που έχουμε άφθονη τη χάρη της πίστης, δεν το αγοράζουμε ούτε με τον λόγο. Εκείνη πούλησε πρόθυμα την πορνεία και απέκτησε την αγνότητα· εμείς όμως αμελήσαμε την παρθενία και αποκτήσαμε τα έργα της ασέβειας. Εκείνη με την ακτημοσύνη αγόρασε τη δικαιοσύνη· εμείς όμως που είμαστε πολυκτήμονες αποκτήσαμε την πλεονεξία σαν εγκράτεια. Εκείνη έκανε την επιστροφή του χρέους, χωρίς να της ζητηθούν πίσω τα δηνάρια, και πήρε με τη συγχώρηση το χρεωστικό έγγραφο, θεωρώντας ότι η δόξα της ευγνωμοσύνης είναι πολύτιμο δώρο· εμείς όμως υποδουλωμένοι σε περισσότερα καταδικαστικά χρέη, δε φροντίζουμε να διαγράψουμε καμιά κατηγορία.
Εκείνη απόλαυσε ολόκληρο το δένδρο της ζωής· εμείς όμως έχουμε τη ρίζα της κακίας και της υπερηφάνειας, χωρίς να γνωρίζουμε ότι μετά από λίγο θα μας διαδεχθεί ο καιρός της απώλειας, και αν μείνουμε άκαρποι από τα αγαθά, θα γίνουμε κληρονόμοι της κόλασης. Η σύντροφος της αμαρτίας και της δυσοσμίας, προσκομίζοντας απρόσμενα δάκρυα, τρύγησε την αληθινή κληματαριά (πρβλ. Ιω. 15, 1)· εμείς όμως δε θέλουμε ούτε δούλοι να γίνουμε ποτέ της αγαθής υπακοής, για να σώσουμε τις ψυχές μας από το θάνατο.
Παρόλο λοιπόν που υπάρχουν πολλοί όσιοι άνδρες και άξιοι του Κυρίου μας, από αυτούς που ανυμνούν με ευλάβεια τον άχραντο Δεσπότη, αξιώθηκα και εγώ που είμαι ανάξιος να δοξολογήσω μαζί μ’ αυτούς, με τη χάρη της πίστης, τη δύναμη του δεσπότη Θεού, η οποία προσέχει όλα τα ταπεινά· διότι ποτέ δε θα μπορούσε να πει κανείς ότι η χάρη κάνει απόβλητο κάποιο από τους ανθρώπους που θέλουν να σωθούν. Όπως δηλαδή η πηγή αναβρύζοντας αδιάκοπα τα καθαρά ρείθρα της και τα πολλά νερά της, ποτέ δεν εμποδίζει εκείνον που ποθεί να απολαύσει πλούσια τα καθαρά νερά της δωρεάς της, έτσι και η θεία χάρη απλώνεται πάνω σε όλους, για να την απολαμβάνει ο καθένας με τον τρόπο που θέλει.
Διότι όταν ο Σωτήρας στα Ευαγγέλια καλούσε με τη θεία φωνή του τους πάντες, λέγοντας, «Αν κανείς διψά, ας έρθει σ’ εμένα, και ας πιει» (Ιω. 7, 37), χωρίς να ξεχωρίσει εντελώς τον φτωχό από τον πλούσιο, ούτε τον αμαρτωλό από τον δίκαιο, γι’ αυτό τον λόγο και εγώ, αν και είμαι ανάξιος, έγινα με την παρρησία μου συμμέτοχος στο να ανυμνήσω και να ποθήσω τη χάρη του, χωρίς να μου λείπουν τα δάκρυα, για να λάβω και εγώ τη συγχώρηση των αμαρτιών, όπως εκείνη η αμαρτωλή γυναίκα, η οποία μπήκε αδιάντροπα, με θερμότητα ψυχής, σε γιατρό χαροποιό και αγαθό, σε σπίτι όπου παρέθεταν τραπέζι στο οποίο καθόταν ο συγχωρητής των αμαρτημάτων.
Παρατηρώ, και αποκτώ πάρα πολλή προθυμία να εκφράσω και εγώ ο αδιάντροπος το αίτημα μου. Διότι βλέπω το μέγεθος της θερμότητας της ψυχής και τη σεμνή αδιαντροπιά εκείνης της καλής γυναίκας. Ελάτε λοιπόν, φιλόχριστοι και τέλειοι ακροατές, χαρείτε με την καλή διήγηση εκείνη τη σπουδαία και θαυμαστή γυναίκα, η οποία μας προσκαλεί να δούμε ένα υπέροχο θέαμα. Εγώ ονομάζω θέαμα εκείνο το θέατρο, το οποίο παρουσίασε στους Αγγέλους και στους ανθρώπους. Πώς δηλαδή μπήκε ολοφάνερα, χωρίς καθόλου να την προσκαλέσουν και πως επίσης πλησίασε τον Χριστό, που καθόταν έτσι στο τραπέζι, αναγγέλλοντας όλα τα μυστικά της καρδιάς της, αναθέτοντας όλα σ’ αυτόν χωρίς φωνή και λέξη.
Είδες την υπέρμετρη προθυμία της ψυχής της, πως περιφρούρησε τον εαυτό της με την αδιαντροπιά! Δεν φοβήθηκε η γενναία ούτε το θόρυβο των δούλων, ούτε τη σκληρή επίπληξη των παρισταμένων, επειδή συλλογιζόταν αυτό· ότι δηλαδή, «αν δεν κάνω τον εαυτό μου σαν το σίδερο ή σαν το χαλκό, δεν μπορώ να σωθώ· ή επίσης, όπως προηγουμένως, έχοντας τα εξωτερικά μάτια άκαμπτα, δεν ένιωθα καμιά ντροπή για την αρπαγή των πολλών, έτσι και τώρα, αν δεν μπω, κάνοντας τα εσωτερικά μάτια της καρδιάς μου πολύ σκληρά και αδιάντροπα, δε θα μπορέσω να πετύχω τον κρυφό μου πόθο, ούτε επίσης να καθαρισθώ από την αισχρή πλημμύρα της ασέλγειας μου.
Τώρα είναι ανάγκη να προτιμήσω την αδιαντροπιά από την προηγούμενη αισχρότητα μου· τώρα είναι καιρός να μεταβάλω τα έργα της προηγούμενης αισχρότητας σε σεμνότητα· τώρα είναι καιρός για πολύ αγώνα, ώστε να ξεχάσω τα πρόσκαιρα και ρυπαρά αρώματα, με τα οποία γέρασα μέσα στο βάθος της αμαρτίας· τώρα είναι καιρός να αναλογισθώ, ώστε από τη μια να ζητήσω τον αρχηγό του φωτός και της ζωής, χάρη στον οποίο θα μπορέσω να πετύχω την αγγελική χάρη, να απομακρύνω από την άλλη την πικρή αλαζονεία της ζοφερής νύχτας, μέσα στην οποία έπραξα τα άπρεπα.
Τώρα πρέπει να δείξω εγώ ανταρσία εναντίον του μεγάλου και φοβερού Εχθρού, και του σπορέα που έσπειρε σ’ εμένα σπόρο ακαθαρσίας και ζιζανίων, ώστε, νικώντας σ’ αυτό τον πόλεμο, να αποκτήσω ένδυμα αγνότητας μαζί με το βραβείο της νίκης από τον Φιλάνθρωπο. Πρέπει λοιπόν να ξεχάσω εγώ τα θανατηφόρα μυρωδικά, επειδή προσκαλεί σ’ αυτό ο καιρός, και αφού πλησιάσω στο αληθινό και αιώνιο μύρο, να αποκτήσω την αναμάρτητη ζωή. Στους ανθρώπους έγινα αρεστή δια μέσου της μισητής αμαρτίας για ορισμένο καιρό, πρέπει να γίνω αρεστή και στον άγιο Θεό με καθαρή καρδιά και πιστή ψυχή, αφού καθαρισθώ δια μέσου αυτού. Ξέρω δηλαδή ότι αυτός ο καιρός είναι καιρός των σωζομένων· επειδή δηλαδή είναι παρών και ο Σωτήρας.
Θα καταφρονήσω για λίγο τα εμπτύσματα και τον χλευασμό, αδιαφορώντας εντελώς για τις προσβολές των δούλων. Θα προλάβω την κρυπτόμενη σωτηρία που προσφέρει ο ποθούμενος, και η χάρη θα νικήσει τις απευθυνόμενες προσβολές των όχλων. Αυτός ο καιρός της καλής αδιαντροπιάς είναι πιο λίγος από κείνο τον καιρό της άπρεπης αναισχυντίας μου. Στεκόμουν στους δρόμους και όλους τους προσκαλούσα σε άτοπα έργα και συναντώντας όλους με αισχρά καλλωπίσματα, πλέκοντας τα μαλλιά μου με τελειότητα και γυαλίζοντας τα, βάφοντας τα μάγουλα μου για να εξαπατήσω, ώστε να ελκύσω κοντά μου ως εραστή κάθε κομψό και όμορφο νέο, πολλούς βύθισα μέσα στο βόρβορο της αμαρτίας, αλλά και εγώ εξαιτίας των πολλών δεν γνώρισα τον Θεό της σωτηρίας.
Τώρα όμως ο καιρός είναι καλός, και είναι παρούσα η ετοιμασία της σωτηρίας που εγώ ανέμενα· τώρα ήρθε η χαρά εκείνων που λυπούνται· τώρα οι ποικίλες αρρώστιες εκείνων που ασθενούν πλησίασαν τον αληθινό Γιατρό. Έγινα διαβολική παγίδα, πιάνοντας ολότελα τις ψυχές για την αιώνια κρίση. Τώρα πρέπει να φροντίσω να βαδίσω γρήγορα και να κάνω καλά έργα αντί για κείνα τα αισχρά που έκανα· διότι αυτά είναι σκοτεινά και αφιλάνθρωπα. Τώρα θα πάω και θα πέσω στον μεγάλο Γιατρό, που δέχεται όλους και δεν τους περιφρονεί που γιατρεύει χωρίς αντάλλαγμα και απαλλάσσει από τις αρρώστιες με πολλή χαρά. Όλα τα γνωρίζει, ένα μόνο αγνοεί· δεν ξέρει δηλαδή να παίρνει αμοιβή για τη θεραπεία από τους θεραπευθέντες, αλλά ζητά μόνο την πίστη, που καθαρίζει την αμαρτία· την πίστη μόνο ξέρει να εισπράττει για την κάθαρση της ψυχής.
Σ’ αυτόν θα πω όλα, όσα εγώ έκανα με το σώμα μου, που δεν ήταν σωστά, και θα μεταχειρισθώ για ποδιά, δηλαδή για πετσέτα, τις ωραίες μου πλεξούδες που τις γυάλισα για την τέρψη και τον σκανδαλισμό πολλών· και τα βλέφαρα μου, που έκαναν αισχρά νεύματα, μαζί με τις κόρες των ματιών, θα τα μεταχειρισθώ για ρυάκια δακρύων. Και στο εξής θα ακολουθήσω στα βήματα του αγίου Γιατρού, για να πέσω γονατιστή σ’ αυτόν και να σωθώ· διότι ακούω ότι αυτός όχι μόνο ευεργετεί χωρίς αντάλλαγμα, αλλά και γνωρίζει τις σκέψεις του καθενός.
Τι λοιπόν μεταχειριζόμενη ή τι σκεπτόμενη, ή καλύτερα τι προφασιζόμενη, να μπω κατευθυνόμενη στον ευεργέτη; Ποιον να πάρω βοηθό της τέτοιας αγαθής πρόθεσης μου για μια τέλεια παρρησία, ώστε να πετύχω τον καλό μου σκοπό; Ποιον καλό εγγυητή θα μπορέσω να βρω για τον ποθούμενο από μένα θησαυρό; Επειδή βρίσκομαι σε έγνοια και σε μεγάλη ταραχή, δεν προφθαίνω να βρω άνθρωπο για να τον πάρω οδηγό, ώστε να κατευθύνει τη φροντίδα μου στη σωτηρία. Θα θεωρήσω καλύτερα ικανότερη τη συνείδηση μου, η οποία δεν πρόκειται διόλου να με φθονήσει. Θα αγωνισθώ γι’ αυτό, παίρνοντας θάρρος από τον σκοπό μου.
Εγώ νομίζω ότι είναι καλό να πάρω στα χέρια μου κάτι μικρό και να πάω σ’ αυτόν έτσι· κάτι που νομίζω ότι μπορώ να προμηθευθώ· διότι νομίζω ότι δε θα είναι δυσάρεστο σ’ αυτόν εκείνο το δώρο διότι και δε φαίνεται να είναι ενοχλητικό, δηλαδή για να φάει ή για να πιει. Έτσι θα κάνω θα συμφωνήσω μόνο με το λογισμό μου, και έτσι θα μπω σ’ αυτόν. Αν με αποστραφεί καθώς προσφέρω εκείνο το δώρο, θα βεβαιωθώ ότι δεν είμαι άξια να ελευθερωθώ από τα δεσμά της αμαρτίας».
Έχοντας εκείνη η αξιοθαύμαστη γυναίκα αυτή την πρόθεση, περίμενε την ευκαιρία, επειδή είχε στην ψυχή της πολλή δυνατή πρόθεση να αγκαλιάσει με πόθο τα πόδια του Κυρίου. Και όταν πληροφορήθηκε ότι ο Σίμων, ένας από τους Φαρισαίους, κάλεσε τον Σωτήρα (πρβλ. Ματθ. 26, 6. Μαρκ. 14, 3), χάρηκε πολύ και τρέχοντας πήγε με πολύ πόθο σε κάποιον από τους αρωματοποιούς για να αγοράσει ένα αλαβάστρινο δοχείο με μύρο και μάλιστα καθώς βάδιζε, έλεγε μονολογώντας: «Πού λοιπόν θα μπορέσω να βρω εκλεκτό μύρο, αντάξιο του μεγάλου και αγίου Γιατρού, για να το δεχθεί ευχάριστα μαζί με τα δάκρυα μου;
Διότι αυτά είναι απαραίτητο να τα προσαρμόσω στην κατάνυξη. Θα προσφέρω μεγάλο αντίτιμο, για να πετύχω μόνο τον σκοπό μου. Και τον ίδιο τον αρωματοποιό θα πιέσω αφόρητα, ή καλύτερα θα τον εξορκίσω στο όνομα του Θεού των αγίων πατέρων, στον οποίο αυτοί πιστεύουν, ώστε να μου δώσει εκλεκτό βασιλικό μύρο αντάξιο του Γιατρού, αφού πάρει μεγάλο αντίτιμο».
Και αφού πήγε σε κάποιον από τους αρωματοποιούς, του είπε με χαρά «Χαίρε, αρωματοποιέ· δος μου εκλεκτό βασιλικό πολύτιμο μύρο, ώστε να μη βρεθεί ποτέ μύρο αντάξιο μ’ αυτό· διότι αυτός στον οποίο θα προσφέρω αυτό το μύρο, είναι ανώτερος από όλους, και δεν υπάρχει άλλος που μπορεί να συγκριθεί μ’ αυτόν».
Και απαντώντας ο αρωματοποιός είπε στη γυναίκα «Γυναίκα, είπες υπερβολικά λόγια. Ποιος δε σε γνωρίζει ότι στέκεσαι στους δρόμους της πόλης, έχοντας σ’ αυτή μεγάλο πλήθος εραστών; Σε ποιον λοιπόν απ’ όλους, γυναίκα, θέλεις να προσφέρεις το εκλεκτό βασιλικό μύρο; Τι μπορεί να σου προσφέρει εκείνος για το μύρο που θέλεις να αγοράσεις τόσο ακριβά; Γνωρίζω όλους τους εραστές σου· όμως δεν υπάρχει κανείς απ’ αυτούς τόσο ικανός να σου προσφέρει δώρο αντάξιο για το μύρο που ζητάς να πάρεις και να προσφέρεις σ’ έναν απ’ αυτούς. Θέλω και εγώ να πουλήσω, όμως ήθελα να μάθω σε ποιον το πας αυτό με τόσο ζήλο και με τέτοια ταραχή.
Μήπως άραγε ο εραστής σου κατάγεται από βασιλική γενιά, ή μήπως είναι παιδί αρχόντων; Ή μήπως επίσης είναι ανώτερος από τον Δαβίδ, από τον οποίο άλλος μεγαλύτερος βασιλιάς δεν εμφανίσθηκε στους Ισραηλίτες; Μήπως κατάγεται από τη γενεά του ο νέος σου εραστής, γυναίκα; Θέλω δηλαδή να πληροφορηθώ· διότι το αντίτιμο είναι μεγάλο, και αυτός ο ζήλος σου μου προξενεί κατάπληξη, ποιος είναι αυτός».
Τότε λοιπόν η θαυμαστή γυναίκα απάντησε, με ταραγμένη την ψυχή, και λέγοντας στον αρωματοποιό· «Τον Θεό των πατέρων φοβήσου, άνθρωπε, και δος μου το αλαβάστρινο δοχείο, για να προφθάσω γρήγορα· φοβήσου τον Θεό σου, που έδωσε τόσο μεγάλη δύναμη στο χέρι του Μωυσή, ώστε να σχίσει με τη ράβδο τη θάλασσα, και να σταματήσει τα νερά σαν απόκρημνο βράχο, και να περάσει τον λαό μέσα σε ξερό κονιορτό (πρβλ. Εξ. 14, 21-22). Σε ορκίζω, νεανία, στα άγια οστά που κρατούσε ο Μωυσής στην κοιλάδα της θάλασσας (πρβλ. Εξ. 13, 19)· εννοώ δηλαδή τα λείψανα του αθλοφόρου Ιωσήφ, ο οποίος νίκησε ολοφάνερα τη φαρμακερή οχιά μέσα στη σπηλιά της (πρβλ. Γεν. 39, 12).
Και στη ράβδο του Ααρών που σε μια στιγμή βλάστησε καρύδια μέσα στη σκηνή ανάμεσα στις άλλες ράβδους (πρβλ. Αριθ. 17, 23. Εβρ. 9, 4)· σε ορκίζω στην άγια φωνή που μίλησε στον Μωυσή στην καιόμενη φλόγα, που δεν έκαψε τη βάτο (. πρβλ. Εξ. 3, 2). σε ορκίζω στον Θεό που έδωσε στο πρόσωπο του Μωυσή να λάμψει στο όρος με απλησίαστη δόξες (πρβλ. Εξ. 34, 29)· σε ορκίζω στην άγια κιβωτό, που σταμάτησε τα νερά του ποταμού Ιορδάνη, ώστε να εξαφανισθούν εντελώς (Ιησ. Ναυή 3, 15-16)· σε ορκίζω στην άγια δύναμη που σύντριψε στη στιγμή τα τείχη της πόλης Ιεριχώ (Ιησ. Ναυή 6, 20).
Σε ορκίζω στα όσια χέρια τού γιου τού Ναυή, που υψώθηκαν στο ύψος του αέρα, και σταμάτησε με τον λόγο την πορεία των στοιχείων* (Ιησ. Ναυή 10, 12-13), με αποτέλεσμα δυο μέρες μαζί να γίνουν μία. Δες όσα σου είπα· σε ορκίζω στο όνομα του Θεού και των Αγίων του, οι οποίοι ευαρέστησαν σ’ αυτόν. Δος μου λοιπόν το μύρο και πάρε όσα χρήματα θέλεις για το αλαβάστρινο δοχείο. Μόνο δος μου διαλεχτό μύρο, και άφησε με λοιπόν να φύγω, για να δω γρήγορα τον μεγάλο άχραντο εραστή μου, που ποθώ».
* Στοιχεία· ο ήλιος και η σελήνη
Απάντησε πάλι ο αρωματοποιός στη γυναίκα, βλέποντας τη μεγάλη τιμή του αλαβάστρινου δοχείου «Τι σε βλάπτει, λέει, γυναίκα, αν πεις και σ’ εμένα για τον εραστή σου, που τώρα απέκτησες με πολύ και μεγάλο πόθο; Διότι με οδήγησες σε πόθο να τον δω, γυναίκα· και δεν μπορώ να σου δώσω, αν δε μου πεις ποιος είναι».
Απάντησε η γυναίκα· «Τι με πιέζεις, ρωτώντας με τόση λεπτομέρεια, αυτά που δεν είναι δυνατό να μάθεις; Βλέπεις πως φλέγεται η καρδιά μου, πότε να τον δω και να με γεμίσει από χαρά; Φοβούμαι μήπως περάσει ο καιρός της επιθυμίας μου, και δε βρω πια τον όμοιο του· διότι δεν υπάρχει επάνω στη γη χρόνος που παραμένει, ούτε τυχαίνει να είναι αυτός κάποιος από τους όμοιους μ’ εμάς ψευτογιατρούς, ή κάποιος που παρασκευάζει κάποια υλικά φάρμακα, αλλά αυτός με ένα του λόγο ενδυναμώνει τα δημιουργήματα, και η θεραπεία που προέρχεται απ’ αυτόν παραμένει ισχυρή σε όλους τους αιώνες. Έχει κάποιο χρονικό διάστημα που αυτός ζει επάνω στη γη, και σε όλους τους αιώνες είναι αόρατος· διότι η πόλη ε
Λοιπόν άφησε, παίρνοντας το ανάλογο αντίτιμο, για να μη γίνεις σ’ εμένα να αιτία αβάσταχτης λύπης, και καταλήξουν ανώφελα αυτά που ελπίζω και περιμένω. Διότι, αν γνώριζες τον κρυφό έρωτα της καρδιάς μου, θα μου έδινες το μύρο με το ανάλογο αντίτιμο, προτού να με ρωτήσεις. Γι’ αυτό μην καθυστερείς· διότι ίσως και συ θα ωφεληθείς και θα λιώσεις από τον πόθο του, σπεύδοντας κατά τον ίδιο μ’ εμένα τρόπο. Διότι ο πολυαγαθος έρωτας που υπάρχει μέσα του είναι τέτοιος· εκείνους δηλαδή που τον πλησιάζουν, τους ξεπροβοδεί με πολλή χαρά και τους έχει αγαπητούς στους αιώνες με το ασυγκράτητο φίλτρο της αγάπης του.
Φοβήσου λοιπόν, άνθρωπε, τον άχραντο Θεό, και ανακούφισε με, μέ την καλή σου απάντηση· φοβήσου τον άγιο Θεό, που κάλεσε τον Αβραάμ (πρβλ. Γεν. 12, 1-3) και δόξασε τον γιο του Ισαάκ (πρβλ. Γεν. 26, 13)· και που μετονόμασε επίσης τον Ιακώβ Ισραήλ (πρβλ. Γεν. 32, 28), και τον έκανε πατριάρχη στις δώδεκα φυλές· φοβήσου, άνθρωπε, τον Θεό, που χάρισε στην Άννα τον Σαμουήλ, όταν προσευχήθηκε με πόνο μέσα στη θλίψη της ψυχής της (πρβλ. Α΄ Βασιλ. 1, 10-11)· φοβήσου, άνθρωπε, τον δίκαιο Θεό, που έσωσε την αμνάδα Σωσάννα από φοβερότατους λύκους (πρβλ. Σωσάννα 62). Πίστευσε στα λόγια μου, νεαρέ, και δος μου το αλαβάστρινο δοχείο, το βασιλικό και εκλεκτό, όπως προηγουμένως σου είπα. Αν γνώριζες, άνθρωπε, τη φλόγα της καρδιάς μου, ο ίδιος θα έσπευδες να με ξεπροβοδήσεις από δω».
Πάλι όμως ο αρωματοποιός μίλησε σ’ αυτή, επειδή ήθελε να πληροφορηθεί για το αλαβάστρινο μυροδοχείο· «Άκουσε με, γυναίκα. Πολύ με όρκισες και με κατηγόρησες, για να σου δώσω το αλαβάστρινο μυροδοχείο· και εγώ επίσης πολλές φορές ζήτησα από σένα να πεις ποιος είναι αυτός ο εραστής σου, και δε θέλησες να μου πεις. Μήπως είναι ανώτερος από όλους τους ανθρώπους, και δεν υπάρχει επάνω στη γη ωραιότερος απ’ αυτόν; Διότι τόσο πολύ πληγώθηκες από την ομορφιά εκείνου, ώστε να φέρεις στον ωραίο εραστή σου εκλεκτό μύρο. Μήπως κατάγεται, όπως είπα, από το γένος του δίκαιου βασιλιά Δαβίδ, ή από το γένος του μεγάλου Αβραάμ, του φίλου του Υψίστου; Πες μου, ποιος είναι; Διότι τόσο πολύ φλέγεσαι από τον πόθο να δεις αμέσως την ομορφιά του».
Απαντά η θαυμαστή γυναίκα στον αρωματοποιό· «Γιατί με πιέζεις τόσο πολύ, να σου πω τα μυστικά μου; Ήρθα να αγοράσω μύρο, δεν ήρθα να κάνω διάλογο. Φοβήσου, άνθρωπε, τον άχραντο Θεό, και λυπήσου με, και άφησε με αμέσως, για να φθάσω γρήγορα τον μεγάλο εραστή μου. Με κάθε ιερότητα λοιπόν, δος μου το αλαβάστρινο μυροδοχείο. Μην καθυστερείς, άνθρωπε, για να μη γίνεις για μένα αιτία αιώνιας λύπης, αν στερηθώ έναν τέτοιο θησαυρό».
Απάντησε σ’ αυτήν ο αρωματοποιός· «Αν δεν υπάρχει σ’ εσένα κάποιος φθόνος, φανέρωσε μου τον ευεργέτη σου· ώστε και εγώ να ευχαριστηθώ και να σου δώσω το βασιλικό μύρο που ζητάς· αλλά και να με βρεις, όπως νομίζω, βοηθό στην καλή σου προσδοκία».
Όταν όμως είδε η γυναίκα τη μεγάλη εξέταση των λόγων του νεαρού, που απευθύνθηκαν σ’ αυτή, θαύμασε πολύ για το ενδιαφέρον του ανθρώπου, πως δηλαδή ζήτησε να μάθει με ακρίβεια, με τόσο πολύ πόθο και στη συνέχεια του απάντησε· «Όπως νομίζω, κανενός δεν διαφεύγουν την προσοχή μέσα στην πόλη όσα εγώ έκανα, μολύνοντας κάθε ώρα τον εαυτό μου μέσα στις πορνείες και θηρεύοντας άλλους στον ίδιο μολυσμό. Είδα όμως ξαφνικά εκείνο τον άγιο, που παρουσιάσθηκε στη γη γιατρός και σωτήρας, και η ψυχή μου αιχμαλωτίσθηκε αμέσως ακολουθώντας την άχραντη ωραιότητα του· διότι είδα με τα μάτια μου φοβερές θεραπείες και θαύματα ασύλληπτα από τον νου και πολλή ευσπλαχνία μέσα του.
Δέχεται τους αμαρτωλούς, πλησιάζει τους τελώνες, δεν απορρίπτει τους λεπρούς, δε διώχνει τους ασεβείς, αλλά συγχρόνως όλους τους δέχεται με ευσπλαχνία, χωρίς να οργίζεται μ’ αυτούς που πλησιάζουν σ’ αυτόν· και γενικά ανασταίνει νεκρούς, και διώχνει το γένος των δαιμόνων, πραγματοποιώντας τα όλα μόνο με το λόγο. Και όταν τα είδα αυτά, θαύμασα και είπα μέσα μου· γιατί ζω εγώ η ταλαίπωρη, αν δεν τον πλησιάσω; Η αμαρτία μου είναι πολλή το ίδιο και η ασέλγειά μου· η σήψη μου επίσης είναι μεγάλη.
Για ποιο λόγο αδιαφορώ για τον εαυτό μου; Άλλη τέτοια ευκαιρία δε θα μπορέσω να βρω ποτέ, ούτε άλλον τέτοιο γιατρό φιλάνθρωπο. Εγώ μάλιστα έχω έτσι την πεποίθηση ότι αυτός είναι Θεός που φάνηκε στη γη με μεγάλη εξουσία. Όλα τα προστάζει με τον λόγο, όλους τους θεραπεύει με τον λόγο, συγχωρεί τις αμαρτίες με όλη του την εξουσία. Επειδή βρήκα τέτοια ευκαιρία, και τέτοιο γιατρό, δεν έπρεπε να ραθυμήσω. Δεν έπρεπε να αδιαφορήσω για τη θεραπεία μου. Γι’ αυτό τον λόγο σπεύδω να παραδώσω το γραμμάτιο των αμαρτιών μου στον αγαθό συγχωρητή.
Ξέρω ότι αμάρτησα υπέρμετρα, και δεν μπορώ να βρω όμοια με τη δική μου ασέλγεια· όμως είναι σταγόνες όλες οι αμαρτίες μου, συγκρινόμενες με το πλήθος της δικής του ευσπλαχνίας. Και το ξέρω αυτό καλά· ότι μόνο να πλησιάσω σ’ αυτόν, αμέσως με καθαρίζει απ’ όλες τις αμαρτίες μου, διώχνοντας από μένα κάθε άτοπο έργο, διότι είναι ουράνιος και άχραντος. Να, νεαρέ, σου είπα όλα τα μυστικά της καρδιάς μου. Δος μου λοιπόν το μύρο· πέρασε αρκετή ώρα αφότου με εμποδίζεις και με πιέζεις, για να μάθεις σε ποιον θα πάω το μύρο».
Όταν τα άκουσε όλα αυτά ο αρωματοποιός, απάντησε στη γυναίκα με χαρούμενη καρδιά· «Σου χρωστώ ευγνωμοσύνη, πιστότατη γυναίκα, διότι φανέρωσες σ’ εμένα την καλή σου πρόθεση. Απέκτησες ξαφνικά μεγάλο ουράνιο εραστή. Με τον λόγο του αγιάζει όλους με τρόπο θεϊκό. Θέλεις να κάνεις, γυναίκα, πράξη γεμάτη έπαινο και πάρα πολύ ωφέλιμη για όλες τις γενεές. Πραγματικά αυτή η μέγιστη σωτηρία είναι πρώτα για σένα, αλλά και για όλους τους αμαρτωλούς. Είσαι θυγατέρα των πατέρων και συγγενής των οσίων που πίστευσαν ορθά στον άγιο Θεό. Όμως εγώ θα σου δώσω μια μικρή συμβουλή, και δέξου την αμέσως, χωρίς διόλου να με κακίσεις.
Ξέρεις καλά και η ίδια ότι οι Φαρισαίοι, καθώς είναι πονηροί, αντιδρούν σ’ αυτόν, επειδή είναι Θεός μεγάλος και φιλάνθρωπος και συγχωρεί τις αμαρτίες με την ευσπλαχνία του. Αν λοιπόν σε δουν να μπαίνεις εκεί, θα κλείσουν τις πόρτες, βρίζοντας σε αλύπητα. Εσύ όμως ακούγοντάς τους να μη δειλιάσεις καθόλου, αλλά να κάνεις την ψυχή σου στερεότερη από βράχο. Αν στις πορνικές πράξεις ήσουν ανερυθρίαστη, πόσο περισσότερο πρέπει να είσαι εδώ, για τη σωτηρία σου; Διότι πρόκειται να σε επιπλήξουν φοβερά όλοι ελεύθεροι και δούλοι, θυρωροί και υπηρέτες.
Περιφρονώντας λοιπόν όλους, μπες με θάρρος σ’ αυτόν τον άγιο, με πολλή ταπείνωση, όπως είπες η ίδια. Αγκάλιασε με πόθο τα πόδια του άχραντου, και θα είσαι μακάρια· διότι εγώ άκουσα ότι αυτός είναι σήμερα στο σπίτι του Σίμωνα, ενός από τους Φαρισαίους (Ματθ. 26, 6. Μαρκ. 14, 3). Πήγαινε με ειρήνη, μπες με χαρά, πλησίασε με προθυμία. Θα δεχθεί το δώρο σου. Να, σου έδωσα μύρο βασιλικό, εκλεκτό, πολύτιμο, αντάξιο του Σωτήρα, πιστότατη γυναίκα. Άλλη ποιότητα μύρου μεγαλύτερης τιμής δε βρίσκω».
Μόλις λοιπόν πήρε η γυναίκα το αλαβάστρινο μυροδοχείο, έφυγε με χαρά και έλεγε μέσα της ευχόμενη «Ποιος θα μου κάνει τη χάρη να βρω πόρτα ανοιχτή, για να μπω αμέσως και να πλησιάσω τα πόδια του αγίου Γιατρού μου; Και μάλιστα, αφού τον αγκαλιάσω, δε θα τον αφήσω, ωσότου να λάβω τη συγχώρηση των αμαρτιών μου. Θα προσευχηθώ επίσης με προθυμία στον Κύριο, που γνωρίζει όλα τα μυστικά μου, και που ξέρει, πριν να τον πλησιάσω, για ποιον αλήθεια λόγο πηγαίνω εγώ να τον δω στο σπίτι του Σίμωνα·
“Να, Κύριε, εσύ γευματίζεις στο σπίτι του Σίμωνα μαζί μ’ αυτόν, επειδή σε νόμιζαν άνθρωπο· ως Θεός όμως βλέπεις το λογισμό της ψυχής μου, και γνωρίζεις, Κύριε, γιατί εγώ αγόρασα το μύρο για να έρθω δηλαδή και να πέσω να προσκυνήσω στα πόδια της αγίας θεότητας σου και να σωθώ. Διότι γνωρίζω ότι είσαι Θεός άγιος, και σώζεις με την ευσπλαχνία σου όλους, επειδή δε θέλεις να απωλεσθεί κανείς από τους αμαρτωλούς που πέφτει και σε προσκυνά, Σωτήρα, με την προαίρεση του. Μόνο δηλαδή σε είδα στις πλατείες και πίστεψα ότι όλα τα μπορείς. Χάρισε μου, Σωτήρα, αυτό, να μπω δηλαδή ανεμπόδιστα, όπου γευματίζεις ο ίδιος”».
Ενώ αυτή έλεγε αυτά, έφθασε στο σπίτι, όπου γευμάτιζε ο Χριστός, και βρίσκει την πόρτα του σπιτιού ανοιχτή, και μπήκε, και αμέσως πλησιάζει από πίσω, και αγγίζει τα άγια πόδια του, και σκύβοντας το κεφάλι μαζί με την καρδιά, με στεναγμούς και με χείμαρρους δακρύων έβρεχε τα πόδια του, καταφιλώντας τα με χαρά, με σφοδρότατο πόθο, και τα σκούπισε με τα μαλλιά της, και τα άλειφε με το μύρο με προθυμία (Λουκ. 7, 38), λέγοντας·
«Μόνο εσύ ο ίδιος ξέρεις το πως εγώ τόλμησα να το κάνω αυτό. Χωρίς να αγνοώ, Κύριε, τα φαύλα έργα μου, τόλμησα να πλησιάσω εσένα τον άχραντο· θέλοντας όμως να σωθώ, έπεσα και προσκύνησα, όπως οι τελώνες και οι αμαρτωλοί. Δέξου, Χριστέ, τους χείμαρρους των δακρύων μου. Δέξου, Κύριε, τον πόθο της ψυχής μου. Η τόλμη μου ας θεωρηθεί παράκληση, και η θρασύτητά μου προσευχή το μύρο μου ας συντελέσει στην εξιλέωση μου, και η συντριβή της καρδιάς μου στο φωτισμό μου.
Από την παιδική μου ηλικία άκουσα ότι ο Θεός θα γεννηθεί από παρθένο, και θέλοντας εγώ να μάθω, ρωτούσα πως είναι δυνατό να σαρκωθεί ο άσαρκος; Και μου έλεγαν οι γονείς μου· “Δεν υπάρχει αυτή η παράδοση από τους πατέρες γι’ αυτό, ότι δηλαδή ο Θεός ο άγιος θα γεννηθεί στη γη από παρθένο με σάρκα ανθρώπου;”. Αυτό που άκουσα εγώ, όταν ήμουν μικρή, να τώρα το βλέπω με τα μάτια μου αληθινό τον μεγάλο δηλαδή και άγιο Θεό να παρουσιάζεται με τη δική μας σάρκα για να μας σώσει. Δεν σε βλέπω, όπως σε βλέπει ο Φαρισαίος Σίμων, που σε κάλεσε σε γεύμα· αλλά σε βλέπω ως τον μεγάλο δημιουργό Θεό, ο οποίος με τον λόγο του δημιούργησε τα σύμπαντα.
Είμαι αμνάδα του κοπαδιού σου, που περιπλανιέμαι φέρε με πίσω στο μαντρί σου, Χριστέ, διότι ο ίδιος είσαι βοσκός καλός και μοναδικός, που συναθροίζεις στην αυλή σου εκείνους που περιπλανώνται. Είμαι περιστέρα σου, φιλάνθρωπε, που αρπάχθηκα από φοβερότατο γεράκι. Φλέγεται η ψυχή μου, που πληγώθηκε για τη μεγάλη σου άχραντη εξιλέωση. Απομάκρυνε με τη χάρη σου τη φοβερότατη δυσοσμία των ανομιών μου.
Ως ανταπόδοση για το μύρο, Κύριε, καθάρισε μου τις πληγές των φοβερότατων αμαρτημάτων μου, ξεπλύνοντας τα με τα δάκρυα μου. Η χάρη σου άνοιξε το στόμα μου να τα πω αυτά μπροστά σου, από την καρδιά μου, για να γίνω καλό παράδειγμα για τους αμαρτωλούς, τους οποίους ήρθες να σώσεις ο ίδιος, φιλάνθρωπε. Ναι, Σωτήρα, σε παρακαλώ, μην παραβλέψεις τα δάκρυα της ταλαίπωρης καρδιάς μου· διότι ξέρω ότι τίποτε δεν είναι αδύνατο για σένα και ότι όλα τα μπορείς».
Προσευχόταν, μέσα στην καρδιά της, σ’ αυτόν που έπλασε μόνος τις καρδιές των ανθρώπων, και πήρε ανταμοιβή για το μύρο, μύρο ζωής· ανταμοιβή για το φθαρτό, τον άφθαρτο και μόνιμο μισθό. Δεν ήταν τόσο ευωδιαστό το μύρο, όσο ήταν το μύρο του λόγου του Χριστού. Πρόσφερε μύρο και αγάπη, και δέχθηκε τη συγχώρηση των χρεών της. Διότι ο Σωτήρας, καθώς είναι Θεός προγνώστης, φανέρωσε τον πόθο της ψυχής της, κάνοντας να μη μείνουν άγνωστα τα αμαρτήματα που προηγουμένως διέπραξε η θαυμαστή γυναίκα.
Αλλά πρώτα – πρώτα διακήρυξε τα αμαρτήματα της, έπειτα έδειξε την αγάπη της, λέγοντας στους μαθητές «Γιατί ενοχλείτε τη γυναίκα; Έκανε μια καλή πράξη για μένα. Διότι τους φτωχούς τους έχετε πάντοτε μαζί σας, εμένα όμως δε με έχετε πάντοτε. Διότι, όταν αυτή έχυσε το μύρο στο κεφάλι μου, το έκανε ως προετοιμασία για τον ενταφιασμό μου. Αλήθεια σας λέω· όπου και αν κηρυχθεί αυτό το Ευαγγέλιο, σε όλο τον κόσμο, θα διαλαληθεί και αυτό που έκανε αυτή, για την ανάμνησή της» (Ματθ. 26, 10-13).
Φέρνοντας αυτά στο νου μου, αγαπητοί, έμεινα φοβερά κατάπληκτος, πως μπήκε, πως πλησίασε χωρίς φόβο, πως παρουσιάσθηκε μπροστά σε όλους μαζί, πως έκλαιγε μπροστά στα μάτια όλων αυτών που γευμάτιζαν εκεί, πως έλυσε τις πλεξούδες των μαλλιών της με θάρρος, πως έβρεχε με τα δάκρυα τα πόδια του Χριστού χωρίς ντροπή, και πως κανείς εντελώς δεν αγανάκτησε εναντίον της· αλλά απεναντίας ήταν γι’ αυτούς το κλάμα της γλυκύτατο, και ο στεναγμός της ήταν ωραίος και πολύτιμος για όλους.
Μένοντας άφωνοι οι άνθρωποι, έτρωγαν μαζί με την τροφή τη θέαση, βλέποντας παράξενη έκπληξη, που παρουσιάσθηκε την ώρα του γεύματος, και που έγινε ξαφνικά: μια γυναίκα πόρνη, απρόσκλητη, μπήκε και στάθηκε πίσω από το τραπέζι, έχοντας τις πλεξούδες της στο στήθος της, και κρατώντας στα χέρια της αλαβάστρινο μυροδοχείο με εκλεκτό μύρο· και δε βρισκόταν αυτός που θα τη ρωτήσει, «Γιατί μπήκες αδιάντροπα;», ή αυτός που θα πει, «Τι ζητάς εδώ, γυναίκα;», ούτε από αυτούς που γευμάτιζαν, ούτε από αυτούς που υπηρετούσαν.
Αλλά ήταν για όλους η έκπληξη που προκάλεσε γλυκύτατη, και το θέαμα παράδοξο και ευχάριστο. Όλοι οι Αρχάγγελοι κυριεύθηκαν από τρόμο. Τα Χερουβείμ και τα Σεραφείμ στέκονταν με φόβο, βλέποντας τη μεγάλη παρρησία της γυναίκας, η οποία κρατούσε με θέρμη τα πόδια του Κυρίου! Τα Χερουβείμ δεν τολμούν διόλου να σηκώσουν το βλέμμα τους, και μια αμαρτωλή γυναίκα φιλά τα πόδια του! Τα Σεραφείμ σκεπάζουν με τα φτερά τους το πρόσωπό τους, και μια αμαρτωλή γυναίκα στέκεται μπροστά του ολοφάνερα! Οι Άγγελοι δεν μπορούν να πλησιάσουν στο θρόνο, και μια γυναίκα σκουπίζει τα πόδια του με τα μαλλιά της!
Ω πιστότατη γυναίκα, πως εγώ να επαινέσω την υπερβολική αγάπη της θερμής σου πρόθεσης; Ω γυναίκα, πως να δοξολογήσω τον μεγάλο πόθο της ψυχής σου, που παρουσιάσθηκε τέλεια προς τον Θεό; Ή ποιος αγαπά τόσο πολύ, όπως αγάπησες εσύ; Ή ποιος λοιπόν από τους ανθρώπους θα γίνει τόσο δεκτός όπως έγινες εσύ; Όλα αυτά ο Σωτήρας τα οικονομεί με τη χάρη του για τη σωτηρία του γένους των ανθρώπων, ώστε να δώσει θάρρος να έρθουν σε μετάνοια αυτοί που εξουσιάζονται φοβερά από τις αμαρτίες.
Στο διάστημα όμως της προσευχής και του θρήνου της γυναίκας, όταν είδε ο Φαρισαίος, ταράχθηκε πάρα πολύ. Μετανιωμένος λοιπόν, διότι κάλεσε τον Χριστό στο σπίτι του με την ιδιότητα του προφήτη, και κάνοντας μέσα στην καρδιά του πικρούς λογισμούς, έλεγε μέσα του «Εγώ, λέει, νόμιζα ότι αυτός είναι προφήτης, που γνωρίζει τα μέλλοντα και ξέρει καλά αυτά που έχουν περάσει, και προφήτης τέλειος. Τώρα όμως αντιλήφθηκα ότι δε γνωρίζει ούτε αυτά που είναι μπροστά στα μάτια του, αλλά είναι όπως όλοι οι άνθρωποι» (πρβλ. Λουκ. 7, 39).
Ο Κύριος μας όμως, που πάντοτε εξετάζει τα μυστικά των καρδιών μας, ως Πλάστης, δεν ελέγχει αμέσως με σκληρότητα τον πονηρό, αλλά χωρίς κακία φέρνει στο φως τα μυστικά· και μάλιστα με πραότητα και με πολλή καλοσύνη εκφράσθηκε σ’ αυτόν αινιγματικά, γι’ αυτά που σκέφθηκε·
«Σίμων, Σίμων, έχω να σου πω κάποια παραβολή, και θέλω να σε βάλω κριτή των λόγων μου. Κάποιος δανειστής είχε δύο χρεοφειλέτες· ο ένας χρωστούσε σ’ αυτόν πενήντα χρυσά νομίσματα, και ο άλλος χρωστούσε πεντακόσια· και βρίσκονταν και οι δύο μέσα στη φτώχεια. Βλέποντας λοιπόν εκείνος ο μεγάλος δανειστής τη δυσκολία τους, χάρισε και στους δύο εξίσου το χρέος τους και έδειξε σε όλους ολοφάνερα πολύ μεγάλη συμπόνια. Πώς εσύ κρίνεις για τον ένα και για τον άλλο; Ποιος έχει υποχρέωση να αγαπά περισσότερο τον ευεργέτη του εκείνος που του χαρίσθηκαν λίγα, ή καλύτερα εκείνος που του χαρίσθηκαν πολλά; Διότι και οι δυο ευεργετήθηκαν από αυτόν» (Λουκ. 7, 40-42).
Αποκρίθηκε ο Σίμων· «Εκείνος στον οποίο χαρίσθηκαν πολλά, εκείνος έχει υποχρέωση να δείξει την αγάπη πολύ περισσότερο» (Λουκ. 7, 43).
Και ο Κύριος είπε σ’ αυτόν· «Ορθά έκρινες. Άκουσε λοιπόν, θα σου πω για την άγνοια σου. Τιμώντας με ο ίδιος, με κάλεσες στο σπίτι σου· δεν έπλυνες με νερό τα πόδια μου, ως προφήτη· η γυναίκα όμως που βλέπεις, με τα δάκρυα της έπλυνε τα πόδια μου, και με τα μαλλιά της τα σκούπισε· επίσης εσύ, Σίμων, δε μου έδωσες φίλημα, αυτή όμως δε σταμάτησε να φιλά τα πόδια μου· ποτέ δεν άλειψες το κεφάλι μου με λάδι, αυτή όμως άλειψε τα πόδια μου με εκλεκτό μύρο. Γι’ αυτό τον λόγο οι πολλές της αμαρτίες, σου λέω, που ο ίδιος νομίζεις ότι τις αγνοώ, θα συγχωρηθούν σ’ αυτή, επειδή πρόφθασε να δείξει την αγάπη της για τη συγχώρηση. Σ’ εκείνον που λίγο αγαπά, προσφέρεται λίγη συγχώρηση· σ’ εκείνον όμως που αγαπά πολύ, προσφέρεται πολλή συγχώρηση (πρβλ. Λουκ. 7, 43-47).
Λοιπόν μη σκανδαλισθείς για τη σωτηρία αυτής της αμαρτωλής· διότι εγώ ήρθα να σώσω αμαρτωλούς, να φωτίσω σκοτισμένους (πρβλ. Λουκ. 4, 18). Την Ραάβ, που δέχθηκε τους κατασκόπους, όταν πίστευσε ορθά στον Θεό των πατέρων, πως την έσωσε ο Ιησούς ο γιος του Ναυή (Ιησ. Nαυί 6, 25), επειδή κατάλαβε ότι είναι πάρα πολύ πιστή, ώστε και το όνομα της να γραφεί ανάμεσα σε όλες τις γενεές, και η φήμη της ανάμεσα στις δώδεκα φυλές του Ισραήλ.
Κατά τον ίδιο τρόπο τώρα την δέχθηκα και αυτή. Με ασάλευτη πίστη και με τέλειο πόθο με αγάπησε, και με όλη της την καρδιά και με όλη της την ψυχή. Την δέχομαι αυτή ως εκλεκτή, και θα συμπεριλαμβάνεται στον αριθμό των δικαίων που με αγάπησαν, και θα συγχωρηθούν σ’ αυτή τα αμαρτήματα της. Και το όνομα της δε θα σβήσει, αλλά θα διαλαληθεί από γενεά σε γενεά αυτό που έκανε, για να την μνημονεύουν. Και όταν μάθουν όλοι την πράξη της, θα γίνουν και οι ίδιοι εραστές καλών έργων, και συμμέτοχοι πλούσιων και αιώνιων δωρεών».
Αυτής της γυναίκας εύχομαι να γίνουμε και εμείς μιμητές, και εξομολογούμενοι να καθαρίσουμε με τα δάκρυα μας το ρύπο των ψυχών, και να πετύχουμε τη φιλανθρωπία από τον άγιο Θεό· διότι δική του είναι η δόξα· του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
Οσίου Εφραίμ του Σύρου. Έργα. τ. Ζ΄.
μετ. Κωνσταντίνου Γ. Φραντζολά.
εκδ. Το Περιβόλι της Παναγίας, εκδ. Α΄ 1998.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου