Άγιος Ιουστίνος ο φιλόσοφος και μάρτυς: Απολογία Β΄. 1. Το μαρτύριο του Πτολεμαίου.
Του αυτού αγίου Ιουστίνου φιλοσόφου και μάρτυρα απολογία υπέρ Χριστιανών προς την Ρωμαίων σύγκλητο
ΑΠΟΛΟΓΙΑ Β΄
… *
1. ΤΟ ΜΑΡΤΥΡΙΟ ΤΟΥ ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΥ
Και τα χθες δε, ή προχθές συμβάντα στην πόλη σας ενώπιον του Ουρβίκου, ω Ρωμαίοι, καθώς και τα πανταχού επίσης αλόγως πραττόμενα υπό των διοικητών με εξανάγκασαν να συντάξω την παρούσα πραγματεία υπέρ υμών [=σας] των ιδίων, οι οποίοι είσθε ομοιοπαθείς και αδελφοί μας, έστω και αν αγνοείτε και δεν θέλετε από αγάπη της δόξας των νομιζόμενων αξιωμάτων.
* Το απότομο της έναρξης είναι ενδεικτικό ότι η πραγματεία είναι ακέφαλη, διότι αλλιώς, ως εκ της φύσεως της, έπρεπε να έχει επί κεφαλής την προσφώνηση προς τους αυτοκράτορες, τους οποίους μνημονεύει επανειλημμένως κατωτέρω.
Διότι παντού είναι δυνατόν να σωφρονισθεί οποιοσδήποτε, από πατέρα, ή γείτονα, ή τέκνο, ή φίλο, ή αδελφό, ή άνδρα, ή γυναίκα, σε περίπτωση ελαττώματος, λόγω του δυσκολομεταπείστου, της φιληδονίας και του δυσκίνητου της τάσεως προς το καλό· εκτός από εκείνους οι οποίοι έχουν πεισθεί ότι οι άδικοι και ακόλαστοι θα τιμωρηθούν σε αιώνιο πυρ, οι δε ενάρετοι και οι ζήσαντες ομοίως με τον Χριστό θα κοινωνήσουν με τον Θεό εν απαθεία (εννοούμε δε όσους έχουν γίνει χριστιανοί).
Διότι οι φαύλοι δαίμονες, εχθρευόμενοι εμάς και έχοντας υπόδουλους και λάτρεις τους, τούς τέτοιους δικαστές, σαν δαιμονιζόμενους άρχοντες, τους παρακινούν να μας φονεύουν. Για να γίνει δε φανερή σε σας η αιτία του όλου επεισοδίου ενώπιον του Ουρβίκου, θα σας διηγηθώ τα συμβάντα.
Μία γυναίκα συζούσε με άνδρα ακόλαστο, ακολασταίνοντας και αυτή κατ’ αρχάς. Όταν δε γνώρισε τα διδάγματα του Χριστού, αυτή η ίδια σωφρονίσθηκε και προσπάθησε ομοίως να πείσει και τον άνδρα της να σωφρονεί, αναφέροντας τα διδάγματα και αναγγέλλοντας την κόλαση σε αιώνιο πυρ, που θα επιβληθεί εις όσους δεν ζουν με σωφροσύνη και ορθό λόγο.
Εκείνος όμως επιμένοντας στις ίδιες ασέλγειες αποξένωσε με τις πράξεις του την σύζυγο. Διότι αυτή, θεωρούσα ασεβές να συγκατακλίνεται στο εξής με άνδρα, ο οποίος προσπαθεί να εξευρίσκει πόρους ηδονής παρά τον νόμο της φύσεως και παρά τον νόμο του κράτους, θέλησε να διαλύσει την συζυγία. Και επειδή παρακαλείτο από τους δικούς της, οι οποίοι την συμβούλευαν να υπομείνει ακόμη, με την ελπίδα ότι κάποτε ο σύζυγος θα έφθανε στην κατάσταση της επιστροφής, παρέμεινε πιέζοντας τον εαυτό της.
Επειδή δε αναγγέλθηκε ότι ο σύζυγος της, μεταβαίνοντας στην Αλεξάνδρεια, διέπραττε χειρότερα, αυτή, για να μη γίνει μέτοχος των αδικημάτων και ασεβημάτων μένοντας στην συζυγία και συνεχίζοντας να είναι ομοδίαιτη και ομόκλινη, έδωσε το λεγόμενο από σας ρεπούδιο [= διαζευκτήριο] και χωρίστηκε.
Ο δε καλός και αγαθός άνδρας της, ενώ έπρεπε να είναι ευχαριστημένος διότι αυτή όσα άλλοτε έπραττε ευχερώς μετά των υπηρετών και των μισθοφόρων επιδιδόμενη σε μέθη και κάθε κακία, τώρα τα διέκοψε και ήθελε να παύσει και αυτός να πράττει αυτά, την κατήγγειλε ότι απομακρύνθηκε χωρίς την θέληση του, λέγοντας ότι είναι Χριστιανή.
Και εκείνη μεν έδωσε σε σένα τον αυτοκράτορα βιβλίδιο*, δια της οποίας ζητούσε πρώτον μεν να της επιτραπεί να ρυθμίσει τα περιουσιακά της θέματα, έπειτα δε, μετά την τακτοποίηση των θεμάτων αυτών, να απολογηθεί περί της κατηγορίας· και της το επέτρεψες.
* βιβλίδιο· λίβελλος, αναφορά προς την κυβέρνηση.
Ο δε άλλοτε σύζυγος της, μη δυνάμενος πλέον να απευθυνθεί προς αυτήν, ετράπη προς κάποιον Πτολεμαίο, ο οποίος υπήρξε διδάσκαλος της στα Χριστιανικά μαθήματα, κατά τον εξής τρόπο. Έπεισε ένα εκατόνταρχο φίλο του να συλλάβει τον Πτολεμαίο και να τον ρωτήσει μόνο και μόνο αν είναι Χριστιανός. Και αφού ο Πτολεμαίος, καθώς ήταν φιλαλήθης και όχι πλάνος και ψευδολόγος στον χαρακτήρα, ομολόγησε ότι είναι Χριστιανός, ο εκατόνταρχος ενήργησε ώστε να οδηγηθεί σε δεσμά και επί πολύ χρόνο τον τιμώρησε σε φυλακή.
Τελικώς δε, όταν ο άνθρωπος οδηγήθηκε ενώπιον του Ουρβίκου*, εξετάσθηκε ομοίως τούτο μόνο, εάν είναι Χριστιανός. Και πάλι, συναισθανόμενος τα γι’ αυτόν καλά από την διδαχή από τον Χριστό, ομολόγησε την διδασκαλία της θείας αρετής. Διότι ο αρνούμενος οτιδήποτε, ή αρνείται διότι περιφρονεί το πράγμα, ή αποφεύγει την ομολογία διότι θεωρεί τον εαυτό του ανάξιο και ξένο προς το πράγμα· κανένα απ’ αυτά όμως δεν ταιριάζει στον αληθινό Χριστιανό.
* Ο Λόλλιος Ούρβικος υπήρξε έπαρχος της Ρώμης από το 144 μέχρι το160.
Και όταν ο Ούρβικος διέταξε αυτόν να απαχθεί προς εκτέλεση, κάποιος Λούκιος*, Χριστιανός και αυτός, βλέποντας την κατ’ αυτόν τον τρόπο γενόμενη κρίση, είπε προς τον Ούρβικο:
* Αυτό είναι κλασικό παράδειγμα εισπηδήσεως ενός μη διωκομένου Χριστιανού στην δίκη ενός άλλου. Ο Λούκιος δεν άντεχε να βλέπει την γινόμενη αδικία εις βάρος ομόπιστου.
– «Ποια είναι η αιτία τούτου; Τιμώρησες τον άνθρωπο τούτο, ενώ δεν αποδεικνύεται, ούτε μοιχός, ούτε πόρνος, ούτε ανδροφόνος, ούτε λωποδύτης, ούτε άρπαγας, ούτε δράστης οποιασδήποτε γενικά αδικίας, ομολόγησε δε την ιδιότητα του Χριστιανού; Ω Ούρβικε, δεν κρίνεις όπως πρέπει σε ευσεβή αυτοκράτορα και σε φιλόσοφο Καίσαρα και σε υιό φιλοσόφου Καίσαρα*».
* Εδώ παρουσιάζεται ο Αντωνίνος Ευσεβής μετά των υιών συμβασιλέων του, όπως στην Α΄ Απολογία 1 και Β΄ Απολογία 15, 5.
Και εκείνος, χωρίς να αποκριθείτε τίποτε άλλο, είπε προς τον Λούκιο·
– «Μου φαίνεται ότι είσαι και συ τέτοιος».
Και όταν ο Λούκιος απάντησε, «μάλιστα», πάλι διέταξε να απαχθεί και αυτός.
Εκείνος δε ομολόγησε ότι χρωστάει και χάρη, γνωρίζοντας ότι απαλλάσσεται από τόσο πονηρούς δεσπότες και μεταβαίνει προς τον Πατέρα και βασιλέα των ουρανών.
Και άλλος δε τρίτος παρουσιασθείς καταδικάστηκε σε τιμωρία.
Και εγώ λοιπόν περιμένω να πέσω θύμα επιβουλής από κάποιον από τους ονομασθέντες* και να δεθώ στο ξύλο, ή ακόμη από τον Κρήσκεντα** τον φιλοθόρυβο και φιλοκόμπο. Διότι δεν αξίζει να πούμε φιλόσοφο τον άνδρα, ο οποίος καταγγέλλει σε βάρος μας δημόσια πράγματα τα οποία δεν γνωρίζει, ως δήθεν αθέων και ασεβών Χριστιανών, πράττοντας αυτά προς χάριν και ευχαρίστηση των πολλών, οι οποίοι πλανώνται.
* Στο απολεσθέν τμήμα της αρχής, προφανώς αναφέρονταν ονόματα λογίων εχθρικώς διακείμενων προς τους Χριστιανούς.
** Ο Κρήσκης ήταν κυνικός φιλόσοφος, διδάσκοντας επί χρήμασι και φθονώντας τον Ιουστίνο, διότι παρέσυρε πολλούς μαθητές.
Διότι, εάν μας κατατρέχει χωρίς να μελετήσει τα διδάγματα του Χριστού, είναι παμπόνηρος και πολύ χειρότερος από τους αμαθείς, οι οποίοι προσέχουν πολλάκις να μη ομιλούν και ψευδομαρτυρούν για πράγματα τα οποία αγνοούν· ή εάν τα μελέτησε, δεν κατανόησε το σ’ αυτά μεγαλείο, ή κατανοώντας αυτό, πράττει αυτά για να μη γίνει ύποπτος ότι είναι τέτοιος, καθ’ όσον είναι πολύ περισσότερο δειλός και παμπόνηρος, υποδουλωμένος στην πρόστυχη και παράλογη δόξα και στον φόβο. Διότι θέλω να γνωρίζετε ότι, αφού του προέτεινα και τον ρώτησα σχετικές ερωτήσεις, έμαθα και απέδειξα ότι πράγματι δεν γνωρίζει τίποτε.
Και ότι λέω αληθή, εάν δεν αναφέρθηκαν σε σας οι συζητήσεις, είμαι έτοιμος να απευθύνω πάλι τις ερωτήσεις ενώπιον σας· βασιλικό δε έργο θα ήταν και τούτο. Εάν δε γνώσθηκαν από σας οι ερωτήσεις μου και οι αποκρίσεις εκείνου, είναι φανερό σε σας, ότι δεν γνωρίζει τίποτε από τα δικά μας, ή εάν γνωρίζει, δεν τολμά δε να το πει εξ αιτίας των ακουόντων, δείχνεται, όπως είπα ομοίως με τον Σωκράτη, άνδρας όχι φιλόσοφος αλλά φιλόδοξος, ο οποίος δεν τιμά το αξιαγάπητο σωκρατικό: «αλλά βέβαια ο άνδρας δεν πρέπει να τιμάται περισσότερο από την αλήθεια» (Πλάτωνος Πολιτεία 595 C). Είναι δε αδύνατον σε κυνικό, ο οποίος σκοπό θεωρεί την αδιαφορία, να γνωρίζει το αγαθό πλην της αδιαφορίας.
Ιουστίνου φιλοσόφου και μάρτυρος. Άπαντα τα έργα.
Απολογία Β΄. 1. Το μαρτύριο του Πτολεμαίου.
Πετερικές εκδόσεις »Γρηγόριος ο Παλαμάς». Θεσσαλονίκη 1985.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου