Ερμηνεία εις τους ΡΝ’ (150) Ψαλμούς του προφητάνακτος Δαβίδ. Ψαλμός Γ’ (3).
Ερμηνεία εις τους ΡΝ’ (150) ψαλμούς του προφητάνακτος και θεοπάτορος Δαβίδ.
Ερμηνευτική απόδοση των Ψαλμών από τον Βυζαντινό λόγιο μοναχό Ευθύμιο Ζυγαβηνό (τέλη 11ου – αρχές 12ου αιώνος), την διόρθωση της οποίας συμπλήρωσε και υπομνημάτισε ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης (τέλη 18ου – αρχές 19ου αιώνος),
Ότε ἀπεδίδρασκεν ἀπὸ προσώπου ‘Ἀβεσσαλὼμ τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ ἐν τῇ ἐρήμῳ.
Φανερὰ μὲν εἶναι ἡ ἐπανωγραφὴ τοῦ Ψαλμοῦ τούτου εἰς ἐκείνους, ὅπου ἀναγινώσκουσι τὴν Β’ τῶν Βασιλειῶν καὶ μανθάνουσιν ἐκεῖθεν πὼς ὁ υἱὸς τοῦ Δαβὶδ ‘Ἀβεσσαλὼμ, ἀποστάτησε κατὰ τοῦ πατρός του καὶ ἐζήτει νὰ πάρη τὴν βασιλείαν του καὶ νὰ θανατώση αὐτόν. Ἁρμόζει δὲ ὁ Ψαλμὸς οὗτος καὶ εἰς κάθε Χριστιανόν, ὅπου πολεμεῖται ἀπὸ ἐχθροὺς ὁρατοὺς καὶ ἀοράτους, ἤτοι ἀπὸ ἀνθρώπους καὶ Δαίμονας [1].
[1[ Λέγει δὲ ὁ Νύσσης Γρηγόριος: «Ἀρμόσοι δ’ ἂν καὶ ἐκάστω ἠμῶν ὁ Ψαλμὸς ὑπὸ παθῶν καὶ δαιμόνων ἐνοχλουμένων ὅπως δ’ ἂν αὐτῶν ἁπαλλαγείημεν, η τῶν Ψαλμῶν τάξις καὶ ἀκολουθία διδάσκει. Οἶον ο πρῶτος ἀπέστησέ τής πρὸς τὸ κακὸν συναφείας ἠμᾶς. Ο δεύτερος τίνι προσκολληθῶμεν ὑπέδειξε, τὴν διὰ σαρκὸς τοῦ Κυρίου προμηνύσας ἐμφάνειας καὶ δείξας ὅτι τοῦτό ἐστι μακάριον, τὸ ἐπ’ αὐτῶ πεποιθέναι. Ο τρίτος τὸν παρὰ τοῦ ἐχθροῦ σοι ἐπανιστάμενον πειρασμὸν προμηνύει, ος ἤδη σὲ χρισθέντα εἰς βασιλέα διὰ τῆς πίστεως καὶ τω ἀληθινω Χριστῷ συμβασιλεύοντα, οὐκ ἔξωθεν ἐπιχειρεῖ τοῦ ἀξιώματος ἐκβάλλειν, ἀλλ’ ἐξ αὐτοῦ σοῦ γεννώμενος. Οὐ γὰρ ετέρωθεν ἔχει τὴν ἰσχὺν ο πολέμιος καθ’ ἠμῶν, οὔδε παρ’ ἄλλου τινὸς ἀπὸ τοῦ ἀξιώματος ἐκβαλλόμεθα, εἰ μὴ αὐτοὶ πατέρες τοῦ κακοῦ γεννήματος διὰ τῆς πονηρᾶς ὠδίνος γενοίμεθα, ὃς ἀνταίρει τὴ βασιλεία ἠμῶν καὶ ἐπανίσταται. Τότε τὸ κράτος καθ’ ἠμῶν λαμβάνων, ὅταν μολύνῃ τὰς συνοικούσας ἠμὶν ἐν ὑπαίθρῳ τὸ ἄγος κατεργασάμενος τουτέστιν ὅταν δημοσιεύση τὴν τῶν ἀρετῶν ἠμῶν διαφθοράν, αἶς ποτε συνωκήκαμεν».
[Μετάφραση: «Θα ταίριαζε και στον καθένα μας ο Ψαλμός, (σε μας) που
ενοχλούμαστε από πάθη και δαίμονες, η τάξη και ακολουθία των ψαλμών
διδάσκει, πώς να απαλλαγούμε από αυτά. Έτσι ο πρώτος μας απομάκρυνε από
την σχέση μας προς το κακό. Ο δεύτερος μας υπέδειξε σε ποιόν να
προσκολληθούμε, προμηνύοντας την επιφάνεια του Κυρίου με σάρκα και
δείχνοντας ότι αυτό είναι μακάριο, δηλαδή το να έχει κανείς εμπιστοσύνη
σ΄ αυτόν (στον Κύριο). Ο τρίτος σε προειδοποιεί για τον πειρασμό, που πρόκειται ξεσηκωθεί από τον εχθρό, ο οποίος εσένα που έχεις χρισθεί ως βασιλιάς δια της πίστεως και συμβασιλεύεις με τον αληθινό Χριστό, δεν επιχειρεί από έξω να σε απομακρύνει από το αξίωμα, αλλά να γίνει από τον ίδιο τον εαυτό σου. Διότι δεν δέχεται από πουθενά αλλού ο εχθρός την ισχύ εναντίον μας, ούτε
απομακρυνόμαστε από κάποιον άλλον από το αξίωμά μας, εάν εμείς οι ίδιοι
δεν γίνουμε πατέρες του κακού γεννήματος με την πονηρή σκέψη,
οπότε αντιστέκεται στην βασιλεία μας και επαναστατεί. Τότε παίρνει
εξουσία εναντίον μας, όταν μολύνει τις συνοικούσες μέσα μας αρετές,
φανερώνει τον μολυσμό δηλαδή, όταν δημοσιεύει την
διαφθορά των αρετών μας, με τις οποίες κάποτε συνοικούσαμε»].
Ψαλμός Γ’ (3).
1. Κύριε, τί [2] ἐπληθύνθησαν οἱ θλίβοντες μέ;
Ἐπειδὴ καὶ ὁ Προφήτης Δαβὶδ ἐλυπήθη κατάκαρδα, πὼς εδοκίμασε τόσην μεγάλην ἐπιβουλὴν ἀπὸ τοὺς φίλους καὶ ὑπηκόους του, οἵτινες ὅλοι τὸν ἐμίσησαν καὶ εφιλιώθησαν μὲ τὸν υἱὸν τοῦ ‘Αβεσσαλώμ, ὅστις ἀποστάτησε καὶ ἐζήτει νὰ θανατώση τὸν πατέρα του καὶ νὰ γένη αὐτὸς βασιλεύς. Διὰ τοῦτο πρὸς μόνον τὸν Θεὸν ὑψώνει τὴν ψυχὴν τοῦ ὁ Προφητάναξ καὶ ἔρωτα μὲ τὸν Ψαλμὸν τοῦτον. Διὰ ποίαν ἀφορμὴν ἔγιναν ἐχθροί του ὅλοι, ὅσοι ἦτον τριγύρω εἰς τὸν πατραλοίαν καὶ ἀποστάτην Ἀβεσσαλώμ; τούτους γὰρ θλίβοντας ὠνόμασε. Καὶ πρὸς τούτοις ερωτά, διὰ ποίαν ἀφορμὴν ἐπλήθυναν τόσον οἱ ἀνωτέρω ἐχθροί του, μὲ τὸ νὰ προσθέτωνται καθ’ ἑκάστην ἡμέραν κοντὰ εἰς αὐτοὺς καὶ ἄλλοι πολλοὶ; [3] Noείται δὲ ὁ λόγος οὗτος καὶ διὰ τοὺς νοητοὺς ἐχθροὺς Δαίμονας, οἵτινες καθ’ ἑκάστην γίνονται περισσότεροι, διὰ νὰ πολεμοῦν τὸν κάθε Χριστιανόν, ὡς λέγει ὁ Νύσσης Γρηγόριος.
[2] Ὁ δὲ θεῖος Κύριλλος, τὸ τί, ἀντὶ τοῦ σφόδρα ἑρμήνευσε λέγων: «Τὸ τί ἀντὶ τοῦ σφόδρα λέγει (ἤγουν τί τόσον πολλὰ ἐπληθύνθησαν οἱ θλίβοντες μέ;) καταπλήττεται γὰρ ἀναριθμήτους ὁρῶν τοὺς ἀρτύοντας αὐτώ τὰς ἐπιβουλᾶς. Καὶ δέδιε μὲν ὡς ἄνθρωπος, πλὴν οὒχ ἡττᾶται τοὺς δείμασιν, ἀλλ’ ἐρρωμένην ἔχων ἐπὶ Θεῶ τὴν καρδίαν, προσδοκᾷ ὅτι τῶν ἐπιβουλευόντων περιγενήσεται».
[Μετάφραση: «Το τί (=γιατί) αντί του σφόδρα λέει (δηλαδή, γιατί αυξήθηκαν τόσο πολύ αυτοί που με θλίβουν;), διότι νιώθει κατάπληξη βλέποντας αναρίθμητους εκείνους που σχεδιάζουν εναντίον του τις επιβουλές. Και φοβάται μεν ως άνθρωπος, αλλά δεν νικάται από τους φόβους, αλλά έχοντας δυνατή πίστη στην καρδιά του για τον Θεό, προσδοκά ότι θα υπερισχύσει σ΄ εκείνους που τον επιβουλεύονται».
[3] Ὅθεν εἶναι γεγραμμένον «Καὶ Ἀβεσσαλὼμ καὶ πᾶς ἀνὴρ εἰσῆλθον εἰς Ἱερουσαλὴμ καὶ Ἀχιτόφελ μετ’ αὐτοῦ» (Β’ Βασιλ. ις’ 15). Αρμόζει δὲ καὶ εἰς τὸν Χριστὸν ὁ Ψαλμὸς οὗτος. Έθλιβον γὰρ καὶ τὸν Χριστὸν οἱ Ἰουδαῖοι λέγοντες· «ἄρον ἄρον σταύρωσον αὐτὸν». Όθεν καὶ ὁ Χριστὸς ἔδυνατο νὰ λέγῃ, καθ’ ὁ ἄνθρωπος, πρὸς τὸν Πατέρα διὰ τοὺς σταυρωτάς του «Κύριε, τί ἐπληθύνθησαν οἱ θλίβοντες μέ», χωρὶς νὰ ἔχουν νὰ μὲ κατηγορήσουν εἰς κανένα πρᾶγμα; Εγὼ γὰρ καὶ τὸν Ἰούδαν ἠγάπων ὡσὰν καὶ τοὺς ἄλλους μου Μαθητᾶς, καὶ τοὺς Ἰουδαίους μυριάκις εὐεργέτησα» (παρὰ τῷ Νικῇτα).
Πολλοὶ ἐπανίστανται ἐπ’ ἐμέ.
Οὗτος ὁ λόγος ἐξηγεῖ καὶ σαφηνίζει καλλίτερα τὸ ἐπληθύνθησαν, ὁποῦ εἶπεν ἀνωτέρω [4].
[4] Ἄλλος δὲ λέγει: «Τὸ ἐπανίστασθαι κυρίως λέγεται, ὅταν οἱ πρότερον ἐν ὑπηκόων τάξει καθεστῶτες, μετὰ ταῦτα πόλεμον τῷ κυρίῳ αὐτῶν αἴρωσιν. Επανέστησαν οῦν κατὰ μὲν τοῦ Δαβὶδ η τοῦ Ἰούδα φυλὴ καὶ οἱ ἄλλοι, ὅσοι μετὰ τοῦ Ἀβεσσαλὼμ παρετάσσοντο. Κατὰ δὲ τοῦ Χριστοῦ Ἰούδας, Ἄννας, Καϊάφας, Ἡρῴδης, Πιλᾶτος καὶ οἱ λοιποί».
2. Πολλοὶ λέγουσι τῇ ψυχῇ μου· οὐκ ἔστι σωτηρία αὐτῷ ἐν τῷ Θεῷ αὐτοῦ.
Πολλοί, λέγει, ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς μου, παραθαρρύνοντες ἕνας τὸν ἄλλον λέγουσι διὰ τὴν ψυχήν μου, ἤτοι διὰ λόγου μου: (ἀπὸ τῆς ψυχῆς γὰρ ὀνομάζει ὅλον τὸν ἐαυτόν του, ὡς ἀπὸ μέρους τὸ ὅλον): τί δὲ λέγουσιν; ὅτι οὗτος ὁ ἄνθρωπος, ἐπειδὴ καὶ διώκεται πολλὰ καὶ πολεμεῖται, διὰ τοῦτο ἔχασε τὴν βοήθειαν τοῦ Θεοῦ διὰ τὰς ἁμαρτίας του. Ή νοεῖται καὶ οὕτω, δηλαδὴ, ὅτι πολλοὶ βλέποντες τὰς εδικάς μου συμφορᾶς λέγουσι, πὼς ὁ Θεὸς μὲ ἐγκατέλιπέ. Το δὲ «ἐν τῷ Θεῷ αὐτοῦ» δηλοὶ ἀντὶ τοῦ «ἐν τῷ Θεῷ, εἰς τὸν ὁποῖον ἤλπισε» [5].
(Διαψαλμα). Τί εἶναι τὸ διαψαλμα εἴπομεν ἐν τῷ Προοιμίῳ, καὶ βλέπε ἐκεῖ εἰς τὸ Ζ’ Κέφ.
[5] Ἄλλος δὲ τὶς ἑρμηνευτὴς λέγει, ὅτι «οἱ Δαίμονες πρὸ μὲν τῆς ἁμαρτίας, φιλάνθρωπον ἠμὶν τὸν Θεὸν ὑποτίθενται, ίνα πείσωσιν ἠμᾶς ἁμαρτεῖν. Μετὰ δὲ τὴν ἁμαρτίαν, λογισμοὺς ἀπογνώσεως ἠμὶν ὑποβάλλουσιν, ὅτι δίκαιος ἐστιν ὁ Θεὸς καὶ ἀπαραλόγιστος, ίνα τὴν σωτηρίαν ἀπογνῶντες τὴ ἁμαρτία ἐναπομείνωμεν» (παρὰ τῷ Νικήτᾳ).
[Μετάφραση: Οι Δαίμονες πριν από την αμαρτία, μας παρουσιάζουν τον Θεό ως φιλάνθρωπο, για να μας πείσουν να αμαρτήσουμε. Μετά την αμαρτία όμως, μας υποβάλλουν λογισμούς απογνώσεως, ότι δηλαδή είναι δίκαιος ο Θεός και απαραλόγιστος, ώστε απελπισμένοι για την σωτηρία μας, να παραμείνουμε στην αμαρτία.
3. Σὺ δέ, Κύριε, ἀντιλήπτωρ μου εἰ.
Ἐκεῖνοι μέν, λέγει, οἱ ἐχθροί μου, ἃς λέγουν κατ’ ἐμοῦ ἐκεῖνα ὅπου θέλουν. Εσὺ δέ, Κύριε, βοηθεῖς τοὺς εὑρισκομένους εἰς πειρασμούς, ἀνίσως καὶ εὐρεθῶσιν ἄξιοι της βοηθείας σου.
Δόξα μου καὶ ὑψῶν τὴν κεφαλήν μου.
Ἄλλοι, λέγει, ἄλλα καυχήματα ἔχουν εἰς δόξαν τους. Εὐγένειαν ἢ εὐτυχίαν ἢ πλοῦτον ἢ ἄλλο παρόμοιον πρόσκαιρον καλόν. Εγὼ δὲ εἰς ἐσένα μόνον θαρρῶ καὶ καυχῶμαι, ἐπειδὴ καὶ ἐσὺ μὲ δοξάζεις, μὲ τὸ νὰ γίνεσαι βοηθός μου καὶ νὰ ὑψώνῃς τὴν κεφαλήν μου παράνω ἀπὸ τὴν κεφαλὴν τῶν ἐχθρῶν μου. Ήγουν μὲ τὸ νὰ μὲ κάμνῃς νικητὴν τῶν ἐχθρῶν μου καὶ διὰ τῆς νίκης ταύτης σηκώνεις ὑψηλὰ τὴν κεφαλήν μου, ἥτις πρότερον ἔκλινε κάτω ἀπὸ τὰς συμφορᾶς καὶ θλίψεις [6].
[6] Ο δὲ Ἀμμώνιος λέγει: «Πρώτον μὲν φησιν εἶναι τὸν Θεὸν ἀντιλήπτορα αὐτοῦ, ἔπειτα δὲ δόξαν, ἔπειτα υψοῦντα τὴν κεφαλὴν. Αντιλήπτωρ μὲν γὰρ εστιν, ίνα ρύσηται ἀπὸ πολλῶν θλιβόντων καὶ ἐπανισταμένων. Εξῆς δὲ τῷ ἀντιλήπτορι ἡ δόξα ἐστὶ, πρότερον γὰρ ἀντιλαμβάνεται ὁ Θεός, εἴτα δοξάζει. Καὶ ἑξῆς ὑψοῖ τοῦ δεδοξασμένου τὴν κεφαλὴν» (ἐν τῇ ἐκδεδ. Σειρά).
4. Φωνή μου πρὸς Κύριον ἐκέκραξα, καὶ ἐπήκουσέ μου ἐξ ὅρους ἁγίου αὐτοῦ.
Ἐφώναξα, λέγει, εἰς τὸν Θεόν, εἴτε νοερῶς μὲ τὴν καρδίαν, εἴτε καὶ αἰσθητῶς μὲ τὸ στόμα. Καὶ εὐθύς μου ὑπήκουσεν. Επειδή, ὡς ἀλλαχοῦ λέγει ὁ ἴδιος Δαβίδ: «Ἐγγὺς Κύριος πᾶσι τοῖς ἐπικαλουμένοις αὐτὸν» (Ψάλ. ρμδ’ 19). Ὅρος δὲ καὶ βουνὸν ἅγιον ὤνομασε τὴν ἐν τῇ Ἱερουσαλὴμ Σιών. Επειδὴ ἐπίστευον οἱ Ἰουδαῖοι ὅτι εἰς τοῦτο τὸ βουνὸν εκατοίκει ὁ Θεὸς καὶ ἀπὸ αὐτὸ ἐσυνωμίλει μὲ τοὺς ἀξίους. Ή ὅρος ἅγιον νοεῖται ὁ οὐρανός, τὸν ὁποῖον καὶ κατοικητήριον τοῦ Θεοῦ ὀνομάζομεν, καθὼς εἶπεν ὁ Κύριος: «Μὴ ὀμόσης [ὀμόσαι ὅλως· μήτε] ἐν τῶ οὐρανῶ, ὅτι θρόνος ἐστὶ τοῦ Θεοῦ» (Ματθ. ε΄ 34).
(Διαψαλμα). Εἴπομεν περὶ τούτου ἐν τῷ Προοιμίῳ, εἰς τὸ Ζ’ Κέφ.
5. Ἐγὼ δὲ ἐκοιμήθην
Ἐγώ, λέγει, ἐπεσον εἷς κλίνην, μὲ τὸ νὰ ἐβαρύνθην ἄπο τὰς θλίψεις, αἵτινες διὰ τὸ βάρος προξενούσιν ὕπνον, καὶ ἐκ τούτου ἔμεινα ἀνενέργητος.
Καὶ ὕπνωσα.
Εἷς ἀρκετὸν καιρόν, λέγει, ἐκρατήθην ἀπὸ τὸ ὑπνωτικὸν αὐτὸ βάρος τῶν θλίψεων.
Ἐξηγέρθην, ὅτι Κύριος ἀντιλήψεταί μου.
Μὲ τὸ νὰ αἰσθάνθη ὁ Δαβίδ, καθ’ ὁ Προφήτης, ὅτι ὁ Θεὸς ἔχει νὰ τὸν βοηθήση, διὰ τοῦτο λέγει, ὅτι ἐγὼ ἀνέστησα τὸ φρόνημα τῆς ψυχῆς μου, τὸ καταπεσὸν ἀπὸ τὰς θλίψεις {7]. Μερικοὶ δὲ λέγουσιν, ὅτι ταῦτα προφητεύει ὁ Δαβὶδ περὶ τῆς ἀναστάσεώς του. Ήτοι ἐγώ, ἀφοῦ ἀποθάνω, θέλω κοιμηθῶ καὶ θέλω ὑπνώσω εἷς πολὺν καιρόν, ἐπειδὴ ἔχει νὰ μείνη τὸ σῶμα μου νεκρὸν καὶ ἀνενέργητoν ἐν τῇ γῇ. Ύστερον δὲ ἀπὸ χρόνους, ἔχω νὰ ἀναστηθῶ, ἢ ὅταν ὁ Χριστὸς μέλλῃ νὰ καταβῇ εἰς τὸν Ἀδὴν καὶ νὰ ἀναστήση τοὺς ἐν τῶ Άδη, «Πολλὰ γὰρ φησι σώματα τῶν κεκοιμημένων ἁγίων ἤγερθη» (Ματθ. κζ’ 52): ἢ ὅταν ἔχῃ νὰ ἀναστήση ὅλους τους νεκροὺς ἐν τῇ συντελείᾳ τοῦ Κόσμου [8].
[7] Λέγει δὲ ὁ Νύσσης Γρηγόριος: «Ἀρμόσσει δὲ τῷ ἐφ’ ἁμαρτίαις μετανοούντι εἰπεῖν, ὕπνωσα τὸν τῆς ἁμαρτίας ὕπνον, ἀλλ’ αύθις ἀνένηψα, τοῦ Θεοῦ τῆς εμῆς ἐπιλαβομένου χειρός». Σχεδὸν τὸ αὐτὸ λέγει καὶ ὁ θεῖος Κύριλλος.
[Μετάφραση: Ταιριάζει σε εκείνον που μετανοεί για τις αμαρτίες του να πεί: αποκοιμήθηκα στον ύπνο της αμαρτίας, αλλά αμέσως συνήλθα, επειδή ο Θεός φρόντισε να με βοηθήσει]
[8] Λέγει δὲ ὁ θεῖος Κύριλλος: «Γέγονε δὲ καὶ τῷ Χριστῷ ἐγρήγορσις ὥσπερ ἐξ ὕπνου, ἡ ἐκ νεκρῶν Ἀνάστασις, ἐκοιμήθη μὲν γὰρ ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ, τὸ πνεῦμα τῷ Πατρὶ παραθέμενος καὶ ὑπνωσεν ὕπνον τριήμερον ἐν τῷ τάφω κατατεθεῖς. Ανέστη δὲ, τοῦ Πατρὸς αὐτὸν ἐκ τῶν πυλῶν τοῦ θανάτου ὑψώσαντος». Ὁ δὲ Θεοδώρητος λέγει: «Νύκτα τὰς συμφορᾶς καλεῖ ἡ θεία Γραφή. Επειδὴ ὡς ἐν σκότει διάγειν νομίζουσιν οἱ τοῖς ἄγαν ἀνιαροῖς περιπίπτοντες. Ταϊς δὲ νυξίν ὁ ὕπνος συνέζευκται. Σημαίνει τοίνυν κατὰ ταυτὸν τὰς θλίψεις καὶ τὴν τούτων ἀπαλλαγὴν. Τὸ γὰρ ἐξηγέρθην, ὅτι Κύριος ἀντιλήψεταί μου, τοῦτο δηλοί, ὅτι τῆς θείας ἀπολαύσας ροπῆς, κρείττων ἐγενόμην τῶν προσπεσόντων κακῶν». Ἄλλος δὲ λέγει: «Ή τάχα ὥσπερ καὶ σωματικὸς ὕπνος ρῶσιν ἔμποιει τῷ σώματι, οὕτω καὶ ὁ πνευματικὸς. Διὸ φησιν ὅτι ἐν τῷ ὑπνώσαι με ὕπνον πνευματικόν, τουτέστι δυναμωθῆναι με παρὰ Θεοῦ καὶ μῦσαι τὰς αἰσθήσεις, διηγέρθην ἀντιλήψεως θείας αἰσθόμενος, ὤστε πολεμῆσαι ταϊς ἐναντίαις δυνάμεσιν» (‘Ἐν τῇ ἐκδεδ. Σειρά). Ὁ δὲ Ευσέβιος λέγει, ὅτι ὁ Δαβὶδ προφητεύει διὰ τὸν ἐαυτόν του, ὅτι μέλλει νὰ ἀναστηθῆ μαζὶ μὲ τοὺς Δικαίους ὅπου ἀνέστησαν, ὅταν ὁ Χριστὸς κατέβη εἰς τὸν Ἀδην καὶ ἀνέστη ἐκ τῶν νεκρῶν, ὅθεν καὶ λέγει ταῦτα, θαρσῶν τῆ δυνάμει τῆς τοῦ Κυρίου ἀναστάσεως (ἐν ταϊς σημειώσεσι τοῦ Κορδερίου).
[Μετάφραση: Λέει ο θείος Κύριλλος: «Συνέβη και στον Χριστό εγρήγορση,
σαν από ύπνο, η εκ νεκρών Ανάσταση, γιατί εκοιμήθη επάνω στον Σταυρό,
παραθέτοντας το πνεύμα στον Πατέρα και αφού κατατέθηκε στον τάφο, ύπνωσε
ύπνο τριήμερο. Αναστήθηκε όμως όταν ο Πατέρας του τον ανύψωσε από τις
πύλες του θανάτου». Ό δε Θεοδώρητος λέει: «Η θεία Γραφή ονομάζει
νύκτα τις συμφορές, επειδή νομίζουν ότι βρίσκονται σε κάποιο σκοτάδι
όσοι πέφτουν σε στενοχώριες και δυσκολίες μεγάλες. Οι νύκτες
όμως είναι συνδεδεμένες με τον ύπνο. Το ίδιο λοιπόν συμβολίζει με τις
θλίψεις και την απαλλαγή τους, διότι το »εξηγέρθην, ότι Κύριος
αντιλήψεται μου» αυτό δηλώνει, ότι αφού απέλαβα την θεϊκή βοήθεια, έγινα
δυνατότερος από τις συμφορές, που με βρήκαν. Άλλος πάλι λέει:
«Ή μήπως όπως ακριβώς ο σωματικός ύπνος χαρίζει δύναμη στο σώμα, έτσι κάνει και ο πνευματικός. Γι’ αυτό λέει αφού
ύπνωσα τον πνευματικό ύπνο, δηλαδή αφού με ενδυνάμωσε ο Θεός και
έκλεισα τις αισθήσεις, σηκώθηκα αισθανόμενος ότι έτυχα θεϊκής βοήθειας,
ώστε να μπορώ να πολεμήσω τις ενάντιες δυνάμεις» (Στην εκδεδ.
Σειρά). Ό δε Ευσέβιος λέει ότι ο Δαβίδ προφητεύει για τον εαυτό του ότι
πρόκειται αναστηθεί μαζί με τους Δικαίους, που αναστήθηκαν, όταν ο
Χριστός κατέβηκε στον Άδη και αναστήθηκε από τους νεκρούς, οπότε και τα
λέει αυτά έχοντας θάρρος στην δύναμη της αναστάσεως του Κυρίου (Στις
σημειώσεις του Κορδερίου)].
6. Οὐ φοβηθήσομαι ἀπὸ μυριάδων λαοῦ τῶν κύκλῳ συνεπιτιθεμένων μοι.
Δὲν θέλω φοβηθῶ, λέγει, τὰς μυριάδας τοῦ λαοῦ ἔχοντας, Κύριε, τὴν ἐδικήν σου ἀντίληψιν καὶ βοήθειαν. Συνεπιτιθεμένους δὲ ὀνομάζει ὁ Δαβὶδ ἱστορικῶς μὲν τοὺς πολεμοῦντας αὐτόν: ἤτοι τὸν Ἀβεσσαλὼμ καὶ τοὺς βοηθοὺς αὐτοῦ. Αναγωγικῶς δὲ τοὺς Δαίμονας. Οὕτω δὲ νοεῖται ὁ κυκλικὸς πόλεμος τῶν Δαιμόνων κατὰ τὸν ἅγιον Μάξιμον. Επιβουλεύουσι γὰρ καὶ πολεμοῦσιν ἠμᾶς οἱ Δαίμονες ἀπὸ τὰ ἔμπροσθεν, ὅταν μᾶς δείχνουν ἐλπίδας εὐτυχίας καὶ ἀγαθῶν. Μας πολεμοῦσιν ἀπὸ τὰ ὄπισθεν, ὅταν μὲ τὴν ἐνθύμησιν τῶν ἀπερασμένων ἁμαρτιῶν μας, καὶ μάλιστα τῶν σαρκικῶν, μολύνουσι τὴν ψυχὴν. Μᾶς πολεμοῦν ἀπὸ τὰ δεξιά, ὅταν κρυφίως μᾶς συμβοηθοῦν εἰς τὸ νὰ κάμωμεν ὑπερβολικὴν ἀρετήν, μὲ σκοπὸν διὰ νὰ μᾶς κρημνίσουν εἰς κενοδοξίαν. Μᾶς πολεμοῦν καὶ ἀπὸ τὰ ἀριστερά, ὅταν μᾶς βιάζουν νὰ κάμωμεν τὴν φανερᾶν καὶ ὁμολογουμένην ἁμαρτίαν [9].
[9] «Οὐκ ἐφοβήθη οὐδὲ ὁ Κύριος τους κατὰ τὸν καιρὸν τοῦ πάθους κυκλοῦντας αὐτὸν Ἰουδαίους καὶ Ἐθνικούς. Διὸ καὶ λεγεῶνας Ἀγγέλων παρητήσατο, κατὰ ἄλλον ἑρμηνευτήν.
7. Ἀνάστα, Κύριε, σῶσον μέ, ὁ Θεός μου.
Τὸ ἀνάστα ἐδῶ θέλει νὰ ειπῆ, κινήθητι κατὰ τῶν ἐχθρῶν, Κύριε, ἐσὺ ὅπου φαίνεσαι πῶς κοιμᾶσαι μὲ τὴν πολλὴν μακροθυμίαν ὅπου δείχνεις. Ή προφητεύει μὲ τὸν λόγον τοῦτον τὴν ἐκ νεκρῶν ἀνάστασιν τοῦ Κυρίου, καλώντας αὐτὸν νὰ ἀναστηθῆ. Ίνα διὰ τῆς ἀναστάσεως σώση τοὺς ἀνθρώπους, τοὺς ὁποίους ἐννοεῖ ὑπὸ κάτω εἰς τὸ ἐδικόν του πρόσωπον.
Ὅτι σὺ ἐπάταξας πάντας τους ἐχθραίνοντας μοὶ ματαίως.
Προβλέποντας ὁ Δαβὶδ μὲ τὰ προφητικά του ὄμματια, τὴν ἀπώλειαν καὶ τὸν ἀφανισμὸν τῶν αἰσθητῶν καὶ νοητῶν ἐχθρῶν του, εὐχαριστεῖ τὸν Θεὸν καὶ ὁμολογεῖ τὴν χάριν ἐδῶ.
Ὀδόντας ἁμαρτωλῶν συνέτριψας.
Ὀδόντας ὀνομάζει τὴν δύναμιν ὁ θεῖος Δαβίδ, ἐκ μεταφορᾶς καὶ ὁμοιότητος τῶν θηρίων ἐκείνων, οποῦ ἔχουν εἰς τὰ οδόντια ὅλην τὴν δύναμιν. Καθὼς μάλιστα εἶναι οἱ σκύλοι καὶ κάπροι καὶ ἄλλα ζώα. Ἁμαρτωλοὺς δὲ ὀνομάζει ὅλους τους ἐχθρούς του. Επειδὴ καὶ αὐτοὶ ἁμάρτανον, διὰ τί ἐπολέμουν αὐτὸν ματαίως: ἤγουν διὰ μόνην τὴν πονηρίαν τους, χωρὶς νὰ ἔχουν κανένα δίκαιον [10].
[10] Αρμόζουσι μὲν τὰ ρητὰ ταῦτα καὶ εἰς τοὺς ἐχθρούς του Δαβίδ, εἰς
τὸν Σαούλ, λέγω, καὶ τὸν ‘Ἀβεσσαλώμ, οἵτινες χωρὶς νὰ προαδικηθοῦν ἀπὸ
τὸν Δαβὶδ ἐπολέμουν ματαίως αὐτὸν. Αρμόζουσι δὲ καὶ εἰς τοὺς ἐχθρούς του
Χριστοῦ, τόσον τὸν Ἡρῴδην τὸν βρεφοκτόνον, ὅσον καὶ εἰς τοὺς
Ἰουδαίους, τοὺς ματαίως πολεμοῦντας αὐτόν, τῶν ὁποίων τοὺς ὀδόντας καὶ
τὴν δύναμιν ἐσύντριψεν ὁ Θεὸς καὶ Πατὴρ (παρὰ τῷ Νικήτᾳ). Ὁ δὲ Ἀμμώνιος λέγει: «Τοὺς μὲν ἐχθραίνοντας
ἐπάταξε, τοὺς δὲ τῶν ἁμαρτωλῶν oδόντας συνέτριψε. Τοὺς μὲν, ὥστε πάλιν
ἰάσασθαι’ ἐγὼ γὰρ φησι πατάξω καὶ πάλιν ἰάσομαι» (Δευτ. λβ’ 39). Τοὺς δὲ
τῶν ἁμαρτωλῶν ὀδόντας, τουτέστι τοὺς πονηροὺς λόγους καὶ τὰς
σαρκοβόρους πράξεις συνέτριψεν, εἰς τὸ παντελὲς ἀφανίσαι βουλόμενος» (ἐν τῇ ἐκδεδομένῃ Σειρά).
8. Τοῦ Κυρίου ἡ σωτηρία.
Καὶ οὗτος ὁ λόγος εὐχαριστήριον ἐπιφώνημα εἶναι, μὲ τὸ ὁποῖον φανερώνει ὁ Δαβὶδ ὅτι μόνος ὁ Κύριος ἔσωσεν αὐτὸν καὶ ὄχι ἄλλος τινάς.
Καὶ ἐπὶ τὸν λαόν σου ἡ εὐλογία σου.
Ἦλθε, λέγει, ἡ εὐλογία σου, Κύριε, εἰς τὸν λαόν σου, ἤγουν ἢ τὸν πολεμούμενον μαζὶ μὲ ἐμένα λαόν σου ἢ τὸν εὐρισκόμενον ὑπὸ κάτω εἰς τὴν βασιλείαν μου· ἢ λαὸν ὀνομάζει τὸν πιστόν των Χριστιανῶν. Εὐλογίαν δὲ πρέπει νὰ νοήσωμεν, κατὰ τὸν Θεοδώρητον, τὴν εἰρήνην καὶ τὴν εὐεργεσίαν τοῦ Θεοῦ, τὴν ὁποίαν ἐχάρισεν εἰς τὸν Δαβίδ, διὰ τί αὐτὴ ἔγινεν αἰτία ευλογίας [11]. Ο γὰρ λαὸς ὅλος βλέποντες τὴν εὐεργεσίαν καὶ εἰρήνην ὅπου ἐχαρίσθη εἰς τὸν Δαβίδ, εδόξασαν τὸν Θεὸν καὶ ἀκολούθως ἀπόλαυσαν καὶ αὐτοὶ μεγάλην ἄνεσιν καὶ βοήθειαν ἐκ τῆς πρὸς τὸν βασιλέα των εὐεργεσίας [12].
[11] Διὰ τοῦτο βλέπομεν ὅτι καὶ ὁ Μωυσῆς μαζὶ μὲ τὰς ἄλλας εὐλογίας συναριθμεῖ καὶ τὴν εἰρήνην, λέγων πρὸς τὸν ἰσραηλιτικὸν λαὸν ὡς ἐκ προσώπου τοῦ Θεοῦ «Καὶ δώσω εἰρήνην ἐν τῇ γῇ ὑμῶν καὶ κοιμηθήσεσθε, καὶ οὐκ έσται ὑμᾶς ὁ ἐκφοβῶν» (Λευϊτ. κ’ 6) καὶ πάλιν «Ἐπάραι Κύριος το πρόσωπον αὐτοῦ ἐπί σε καὶ δώη σοὶ εἰρήνην» (Ἀριθ. ς’ 26). Παρακαλεῖ δὲ καὶ ὁ Ἠσαΐας, ἐπάνω εἰς ὅλα τα ἀγαθὰ. ὅπου ἐχάρισεν ὁ Κύριος εἰς τοὺς Ἰουδαίους, νὰ χαρίση καὶ τὴν εἰρήνην «Κύριε ὁ Θεὸς ἠμῶν, εἰρήνην δὸς ἠμὶν, πάντα γὰρ ἀπέδωκας ἠμὶν» (Ἡσ. κ’ 12). «Ἄλλος δὲ λέγει: «Τάχα δὲ καὶ Θεολογίαν ὁ Δαβὶδ ἐνταύθα λέγει, ὅτι παρὰ μὲν τοῦ Κυρίου καὶ Πατρὸς ἀπεστάλη Ἰησοῦς ὁ Σωτήρ, ἡ σωτηρία τῆς φύσεως καὶ ἡ του Ἁγίου Πνεύματος εὐλογία ἡ ἐπὶ τὸν λαόν σου καταπεμφθεῖσα». Καὶ ὁ Ἀμμώνιος δὲ λέγει: «Ὅπερ ήν αὐτῶ ὄνομα, τοῦτο καὶ πρᾶγμα. Καλέσεις γὰρ φησι, τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἰησοῦν» (ἐν τῇ ἐκδεδ. Σειρά).
[12] Ἄλλος δὲ λέγει: «Τάχα δὲ καὶ θεολογεῖ ἐνταύθα ὁ Δαβὶδ λέγων, ὅτι παρά σοῦ τοῦ Κυρίου καὶ Πατρὸς ἀποσταλήτω ὁ Σωτὴρ Ἰησοῦς, ἡ σωτηρία τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, καὶ ἡ του Ἁγίου Πνεύματος εὐλογία ἐπὶ τὸν λαόν σου καταπεμφθήτω: τουτέστιν ἐπὶ τὰ ἔθνη, ἃ καὶ εὐλόγησον ἐν πάσῃ εὐλογία πνευματικὴ. Εν γὰρ Χριστῷ Ἰησοῦ εὔλογηθησονται πάντα τα ἔθνη, Ἰουδαῖοι δὲ ἐξωσθήσονται. Καὶ ὁ Χριστὸς δὲ τὴν ἐαυτοῦ σωτηρίαν, ἣν ἐσώθη ἐκ νεκρῶν ἀναστᾶς, τοῦ Πατρὸς εἶναι λέγει. Ομοίως καὶ τὴν ἐπὶ τοὺς πιστεύοντας εὐλογίαν αὐτῶ ἀνατίθησι, διὸ λέγει »δεῦτε οἱ εὐλογημένοι τοῦ Πατρός μου»» (παρὰ τὴ ἀνεκδότω Σειρὰ τοῦ Νικήτα). Ἄλλος δὲ λέγει «Μόνος δὲ αὐτὸς (ὁ Χριστὸς) σῴζει καὶ τὸν ἐαυτοῦ λαὸν εὐλογεῖ. Λαὸς δὲ αὐτοῦ οἱ κατὰ τὸν νόμον αὐτοῦ ζῶντες, εὐλογίαν ἀληθῆ τὴν τῶν θείων μυστηρίων κοινωνίαν λαμβάνοντες» (ἐν τῇ ἐκδεδ. Σειρά).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου