Ερμηνεία εις τους ΡΝ’ (150) Ψαλμούς του προφητάνακτος Δαβίδ. Ψαλμός ΣΤ’ (6).
Ερμηνευτική απόδοση των Ψαλμών από τον Βυζαντινό λόγιο μοναχό Ευθύμιο Ζυγαβηνό (τέλη 11ου – αρχές 12ου αιώνος), την διόρθωση της οποίας συμπλήρωσε και υπομνημάτισε ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης (τέλη 18ου – αρχές 19ου αιώνος).
Απόδοση στη νέα Ελληνική: Ιερομόναχος Βενέδικτος
Έκδοση Συνοδείας Σπυρίδωνος Ιερομονάχου,
Νέα Σκήτη, Άγιον Όρος
Ερμηνεία εις τους ΡΝ’ (150) Ψαλμούς του προφητάνακτος Δαβίδ.
Ψαλμός ΣΤ΄ (6ος)
- Εἰς τὸ τέλος, ἐν ὕμνοις, ὑπὲρ τῆς ὀγδόης· Ψαλμὸς τῷ Δαυΐδ.
Τι δηλώνει το, εἰς τὸ τέλος, είπαμε στον δ’ Ψαλμό. Ο δε Προφήτης υμνώντας και μεγαλύνοντας τον Θεό, παρακαλεί για την ογδόη, δηλαδή για τον μέλλοντα αιώνα· διότι ο παρών αιώνας είναι έβδομος, επειδή και μετριέται με την εβδομάδα και ανακυκλώνεται και τελειώνει με αυτήν. Ο δε μέλλοντας είναι όγδοος, διότι έρχεται μετά από αυτόν τον έβδομο [1]. Δεν αναφέρει λοιπόν ο Δαβίδ αυτό τον Ψαλμό στον Θεό εκ μέρους μόνο του δικού του προσώπου, αλλά και εκ μέρους όλων μας προσφέρει την δέηση στον Κύριο, που πρόκειται να κρίνει τον κόσμο στην όγδοη. Έγραψε δε τον Ψαλμό αυτό, σε καιρό που τον περικύκλωσαν πειρασμοί, οι οποίοι του συνέβηκαν για τα δύο σφάλματα που έκανε. Βλέπε και τον ια’ Ψαλμό που έχει την ίδια επιγραφή.
[1] Είπε λοιπόν και ο Νύσσης: «Όταν θα παύσει ο εβδοματικός χρόνος, θα στηθεί ή όγδοη ημέρα, μετά την έβδομη. Όγδοη μεν λεγόμενη, διότι μετά την εβδόμη γίνεται, χωρίς να δέχεται από μόνη της την διαδοχή του αριθμού. Διότι παραμένει μία αιώνια, χωρίς να διαιρείται ποτέ από το νυκτερινό σκοτάδι. Διότι άλλος ήλιος την δημιουργεί, αυτός που στέλνει τη λάμψη του αληθινού φωτός. Ο οποίος, όταν μία φορά μας φωτίσει, όπως λέει ο Απόστολος, δεν κρύβεται στη σύση πλέον, αλλά αφού τα περιβάλλει όλα με την φωτιστική του δύναμη, κάνει το φως συνεχές και αδιάκοπο για τους άξιους. Και αυτούς που γίνονται μέτοχοι του φωτός εκείνου, τους κάνει άλλους ήλιους, όπως λέει ο λόγος στο ευαγγέλιο, ότι τότε οι δίκαιοι εκλάμψουσιν ώς ο ήλιος» [Τοῦ ἑβδομαδικοῦ παυσαμένου χρόνου, ἐνστήσεται ἡμέρα ὀγδόη μετὰ τὴν ἑβδόμην, ὀγδόη μὲν λεγομένη ὅτι μετὰ τὴν ἑβδόμην γίνεται, οὐκέτι δὲ τὴν τοῦ ἀριθμοῦ διαδοχὴν ἐφ’ ἑαυτῆς δεχομένη. Μία γὰρ εἰς τὸ διηνεκὲς παραμένει, οὐδέποτε νυκτερινῷ διαιρουμένη ζόφῳ. ἄλλος γὰρ αὐτὴν ποιεῖ ἥλιος, ὁ τὸ ἀληθινὸν φῶς ἀπολάμπων· ὃς ἐπειδὰν ἅπαξ ἐπιφαύσῃ ἡμῖν, καθώς φησιν ὁ ἀπόστολος, οὐκέτι ἐν δυσμαῖς κρύπτεται, ἀλλὰ πάντα τῇ φωτιστικῇ ἑαυτοῦ δυνάμει περιπτυξάμενος διηνεκές τε καὶ ἀδιάδοχον, τοῖς ἀξίοις τὸ φῶς ἐμποιεῖ καὶ αὐτοὺς τοὺς μετέχοντας τοῦ φωτὸς ἐκείνου, ἄλλους ἡλίους ἀπεργαζόμενος, καθώς φησιν ἐν τῷ εὐαγγελίῳ ὁ λόγος, ὅτι Τότε οἱ δίκαιοι λάμψουσιν ὡς ὁ ἥλιος] (Εις τον έκτον Ψαλμόν, περί της ογδόης. PG 5, 189).
Αλλά και κατά τον Άγιο Αθανάσιο και τον Κύριλλο και τον Βασίλειο και τον Γρηγόριο, όγδοη είναι η Αναστάσιμη ημέρα του Κυρίου και ο μέλλοντας αιώνας. Συμβουλεύει λοιπόν η επιγραφή να μην αποβλέπουμε στον παρόντα εβδοματικό αιώνα, αλλά στον μέλλοντα όγδοο.
Είπε και ο Ευσέβιος «Όγδοη είναι η αναστάσιμη ημέρα του Σωτήρος, η σωτήρια Κυριακή, στην οποία πιστεύουμε ότι γίνεται η κάθαρση όλων των αμαρτημάτων. Στην οποία συμβολικά μεν κάθε βρέφος περιτεμνόταν, στην πραγματικότητα όμως διά της αναγεννήσεως καθαίρεται κάθε ψυχή, που γεννιέται εν Θεώ. Τόσο ανώτερη είναι αυτή από την έβδομη, ώστε σ’ αυτήν να λύεται η περί του Σαββάτου νομοθεσία, εάν συμβεί να τύχει κατ’ αυτήν ή όγδοη ημέρα του βρέφους, διότι κατά το Σάββατο περιτέμνεται άνθρωπος» (Στην εκδεδ. Σειρά). [Ογδόη ἡ ἀναστάσιμος τοῦ Σωτῆρος ἡμέρα κυριακὴ σωτήριος, ἐν ᾗ πάντων ἁμαρτημάτων καθάρσιον εἶναι πιστεύομεν· ἐν ᾗ συμβολικῶς μὲν ἅπαν περιετέμνετο βρέφος, κατὰ δὲ τὸ ἀληθὲς καθαίρεται δι’ ἀναγεννήσεως πᾶσα ἐν Θεῷ ψυχὴ γεννωμένη. Τοσοῦτον δὲ κρεῖττον αὐτὴ τῆς ἑβδόμης, ὡς ἐν αὐτῇ λύεσθαι τὴν περὶ τοῦ σαββάτου νομοθεσίαν, εἰ καταλάβοι κατ’ αὐτὴν ἡ τοῦ βρέφους ὀγδόη· περιτέμνεται γὰρ ἄνθρωπος ἐν σαββάτῳ] (Εις τας επιγραφάς των Ψαλμών. Ερμηνεία τινών κατ’ αποκοπήν. Ψαλμός τω Δαυίδ ς΄. PG 23, 120
2. Κύριε, μὴ τῷ θυμῷ σου ἐλέγξῃς με, μηδὲ τῇ ὀργῇ σου παιδεύσῃς με.
Γιατί στον Ιώβ γράφεται: «Mακάριος ἄνθρωπος, ὃν ἤλεγξεν ὁ Κύριος» (Ιώβ 5, 17). Kαι αυτός ο ίδιος Δαβίδ λέει αλλού: «Mακάριος ὁ ἄνθρωπος, ὃν ἂν παιδεύσῃς, Κύριε» (Ψαλ. 93, 12), εδώ όμως τώρα αποφεύγει τον έλεγχο;
Και αποκρινόμαστε, σύμφωνα με τον θείο Βασίλειο και τον Αστέριο, ότι γενικά δεν αποφεύγει τον έλεγχο, ούτε την παιδεία ο Προφήτης, αλλά τον έλεγχο που γίνεται με θυμό και την παιδεία που γίνεται με οργή, για να μην αποκάνει και απελπιστεί μη μπορώντας να τα υποφέρει αυτά. Γι’ αυτό ζητάει να διορθωθεί με μέτριο έλεγχο και με ήμερη παιδεία και με αυτά να λυτρωθεί από τις κολάσεις της μέλλουσας κρίσεως. Έβαλε δε πρώτα τον έλεγχο και έπειτα την παιδεία, γιατί η παιδεία του Θεού ακολουθεί μετά τον έλεγχο του Θεού [2]. Αν και ο Θεός είναι ελεύθερος από κάθε πάθος και θυμό, παρόλα αυτά οι Προφήτες, αποδίδουν στον Θεό τα παρόμοια ανθρώπινα πάθη, για να πείσουν τελείως τους ανθρώπους, ότι ο Θεός είναι Προνοητής του Παντός και κρίνει και θυμώνει και οργίζεται και κάνει και άλλα παρόμοια ανθρωποπρεπή, για να φοβηθούν οι άνθρωποι από αυτά και να απέχουν από την κακία.
Και με άλλο τρόπο, με τις ανθρώπινες ενέργειες φανερώνουν οι Προφήτες τις ενέργειες του Θεού, κατά τον Χρυσόστομο. Διότι και εκείνοι που λένε αυτά, είναι άνθρωποι, παρόμοια και εκείνοι που τα ακούνε. Στην συνέχεια δε και η απάντηση προς αυτούς είναι ανθρώπινη,. Επειδή δεν είναι δυνατό να συνομιλεί κανείς με όσους έχουν σώμα, παρά μόνο σωματικά. Γι’ αυτό και όταν μιλάμε με βαρβάρους, μεταχειριζόμαστε και εμείς την βαρβαρική τους γλώσσα, για να τους δώσουμε να καταλάβουν. Και όταν συνομιλούμε με μικρό παιδάκι, ψευδίζουμε και εμείς μιμούμενοι εκείνο. Και αν και είμαστε σοφότατοι, όμως συγκαταβαίνουμε στην ταπεινότητα και νηπιότητα εκείνου. Με τον ίδιο τρόπο και ο Θεός, όταν συνομιλεί με εμάς τους ανθρώπους, χρησιμοποιεί ανθρώπινες φωνές και πάθη, για να καταλάβουμε. Αυτά που είπαμε εδώ, ας είναι για σένα αναγνώστη, μία γενική διδασκαλία για όλα εκείνα που η θεία Γραφή ανθρωποπρεπώς λέει για τον Θεό. Λοιπόν το «μὴ τῷ θυμῷ σου ἐλέγξῃς με, μηδὲ τῇ ὀργῇ σου παιδεύσῃς με», εννοείται αντί του “Μή με καταδικάσεις επάξια, ούτε να μου δώσεις τιμωρία άξια των έργων μου».
[2] Ο Νύσσης λέει ότι ο Δαβίδ «Χάρη σ’ αυτό, έχοντας ζωντανά μπροστά στα μάτια του, τα φοβερά κολαστήρια και την γέεννα εκείνη, το σκοτεινό πυρ. … ήδη γίνεται ικέτης του Θεού, παρακαλώντας να μην παραδοθεί για έλεγχο στον θυμό εκείνου, ούτε εξ αιτίας της οργής να δεχτεί την τιμωρία για όσα πλημμελήματα διέπραξε. … Λέει λοιπόν, ότι δεν περιμένω λόγω του θυμού εκείνου, με τις φοβερές μαστιγώσεις, να μου γίνει ο έλεγχος εκείνων που έχω αποκρύψει, αλλά προλαβαίνω με την εξαγόρευση να αποφύγω την ανάγκη που προέρχεται από την οργή εκείνη. Και ό,τι κάνει η οδύνη σ’ εκείνους που μαστιγώνονται, φανερώνοντας χωρίς την θέλησή τους τα κρυπτά της ανομίας, αυτό κάνει από μόνη της η προαίρεση, μαστιγώνοντας τον εαυτό της με την μετάνοια και τιμωρώντας και δημοσιεύοντας την καλυμμένη στα κρυφά αμαρτία». [Tούτου χάριν ὡς ἐν ὀφθαλμοῖς λαβὼν τὰ φοβερὰ κολαστήρια, τὴν γέεναν ἐκείνην καὶ τὸ σκοτεινὸν πῦρ (καὶ τὸν ἀτελεύτητον τῆς συνειδήσεως σκώληκα τὸν ἀεὶ μύζοντα τὴν ψυχὴν δι’ αἰσχύνης καὶ τῇ μνήμῃ τῶν κακῶς βεβιωμένων τὰς ἀλγηδόνας ἀνακαινίζοντα), ἤδη τοῦ θεοῦ ἱκέτης γίνεται, δεόμενος μὴ τῷ θυμῷ ἐκείνῳ παραδοθῆναι πρὸς ἔλεγχον, μήτε διὰ τῆς ὀργῆς ἐκείνης ἐπαχθῆναι αὐτῷ τὴν ὑπὲρ ὧν ἐπλημμέλησε παίδευσιν. (τοῖς γὰρ καταδικασθεῖσι τῇ πικρᾷ παιδεύσει τῆς φοβερᾶς ἐκείνης κολάσεως θυμοῦ ἔργον νομίζεται καὶ ὀργῆς ἡ διάκρισις. καὶ διὰ τοῦτο ὡς ἐν τοῖς ἀλγεινοῖς ἤδη γενόμενος τὰς τῶν ὀδυνωμένων φωνὰς ὑποκρίνεται, οἷς θυμὸς εἶναι δοκεῖ καὶ ὀργὴ τὸ ἐπὶ τιμωρίᾳ τῶν ἀσεβῶν ἐπαγόμενον). Λέγει τοίνυν, ὅτι οὐκ ἀναμένω ἐκ τοῦ θυμοῦ ἐκείνου διὰ τῶν φοβερῶν μαστίγων γενέσθαι μοι τῶν κεκρυμμένων τὸν ἔλεγχον, ἀλλὰ προλαμβάνω τῇ ἐξαγορεύσει τὴν ἐκ τῆς ὀργῆς ἐκείνης ἀνάγκην. ὅπερ γὰρ ἡ ὀδύνη ἐπὶ τῶν μαστιγουμένων ποιεῖ ἀκόντων αὐτῶν τὰ κρυπτὰ τῆς ἀνομίας ἐμφανῆ ποιοῦσα, τοῦτο ποιεῖ ἀφ’ ἑαυτῆς ἡ προαίρεσις, ἑαυτὴν διὰ τῆς μετανοίας μαστίζουσά τε καὶ κολάζουσα, καὶ δημοσιεύουσα τὴν κεκαλυμμένην ἐν τοῖς κεκρυμμένοις ἁμαρτίαν] (Εις τον έκτον Ψαλμόν, περί της ογδόης. PG 5, 190).
Λέει και ο Θεοδώρητος: «Πατρικά, λέει, παίδευσε με, όχι δικαστικά. Ιατρικά, όχι τιμωρητικά. Μη μετρήσεις με την αμαρτία την τιμωρία, αλλά σμίξε με την φιλανθρωπία το δίκαιο».
3. ἐλέησόν με, Κύριε, ὅτι ἀσθενής εἰμι·
Aν λέει, ο νους μου δεν είχε ασθενήσει, δεν θα τον νικούσαν τα πάθη.
Ή λέει, ότι είμαι ασθενής συγκρινόμενος με τον αόρατο εχθρό μου Διάβολο, που φανερά και κρυφά καθημερινά με πολεμάει και με επιβουλεύεται
Ή λέει ότι, επειδή και εγώ έπεσα στην αμαρτία, γι’ αυτό ασθένησε η δύναμη μου. Γι’ αυτό στοχάσου, Κύριε, την ασθένειά μου αυτή και μη με καταδικάσεις τελείως, σαν να νικήθηκα θεληματικά από την αμαρτία. Το δε ἐλέησόν με, αυτό όλοι το χρειαζόμαστε πάντοτε, κατά τον Χρυσόστομο.
Επειδή, όπως λέει ο ίδιος αυτός ο Δαβίδ: «ἐὰν ἀνομίας παρατηρήσῃς Κύριε, τίς ὑποστήσεται;» (Ψαλ. 129, 3). Και πάλι: « Οὐ δικαιωθήσεται ἐνώπιόν σου πᾶς ζῶν» (Ψαλ. 142, 2). Και ο Σολομών είπε: «τίς καυχήσεται ἁγνὴν ἔχειν τὴν καρδίαν; ἢ τίς παρρησιάσεται καθαρὸς εἶναι ἀπὸ ἁμαρτιῶν;». Ποιος μπορεί να καυχηθεί ότι έχει αγνή την καρδιά του; ή ποιος έχει το θάρρος να πει ότι είναι καθαρός από αμαρτίες; (Παρ. 20, 9). Όλοι λοιπόν χρειαζόμαστε το έλεος του Θεού για να σωθούμε. Δεν άξιωνόμαστε όμως όλοι του θείου ελέους, επειδή το θείο έλεος ζητάει τους άξιους, καθώς λέει ο Χρυσορρήμων [3]. Αλλά και ασθενείς είμαστε όλοι, από μόνοι μας, χωρίς την βοήθεια του Θεού. Επειδή, «ἐὰν μὴ Κύριος οἰκοδομήσῃ οἶκον, εἰς μάτην ἐκοπίασαν οἱ οἰκοδομοῦντες· ἐὰν μὴ Κύριος φυλάξῃ πόλιν, εἰς μάτην ἠγρύπνησεν ὁ φυλάσσων» (Ψαλ. 126, 1).
[3] Γι’ αυτό και προσθέτει ο ίδιος τα εξής: «Όποιος έκανε κάτι άξιο, για να ελεηθεί, θα πει, ελέησον με. Ενώ εκείνος που απομάκρυνε τον εαυτό του, από του να τύχει της συγγνώμης, μάταια θα πει το ελέησον με. Γιατί εάν επρόκειτο να έρθει το έλεος σε όλους, κανένας δεν θα κολαζόταν· Διότι και το έλεος έχει κάποια διάκριση και τον άξιο επιζητεί και τον κατάλληλο, για να το απολαύσει».
Είπε και ο Θεοδώρητος: «Καμμία
ψυχή δεν πέφτει σε αμαρτία, εάν προηγουμένως δεν χάσει την δύναμη της.
Διότι εάν δεν ασθενήσει το λογικό μέσα μας, δεν επαναστατούν τα πάθη. Διότι όταν είναι δυνατός ο ηνίοχος και γνωρίζει καλά να κυβερνά τους ίππους, δεν έχουν θέση τα σκιρτήματα». [Ασθενείας γὰρ ἡγουμένης, ἡ ἁμαρτία νικᾷ. Εἰ γὰρ μὴ ἀσθενήσει τὸ ἐν ἡμῖν· λογικὸν, οὐ στασιάσει τὰ πάθη· ἐῤῥωμένου γὰρ τοῦ ἡνιόχου, καὶ μετ’ ἐπιστήμης τοὺς ἵππους καὶ στρέφοντος καὶ ἰθύνοντος, οὐκ ἔχει τὰ σκιρτήματα χώραν] (Ερμηνεία εις τους Ψαλμούς. PG 80, 904).
Εγώ όμως νομίζω (λέει πάλι ο Xρυσορρήμων) ότι αυτός [ο Δαβίδ] δεν προβάλλει μόνο το ασταθές της φύσεως, αλλά υπονοεί και την άλλη ασθένεια, που του συνέβη από την αθυμία και τους οδυρμούς. Διότι συνηθίζει η υπερβολική λύπη, όταν ξεσπάσει επάνω μας με δύναμη, να κατατρώει όλη την δύναμη της ψυχής, πράγμα που νομίζω ότι το παθαίνει ο δίκαιος, επειδή καταδικάζει πολύ τον εαυτό του και ποτέ δεν του δίνει καλές ελπίδες, αλλά πάντοτε τις αντίθετες.
ἴασαί με, Κύριε, ὅτι ἐταράχθη τὰ ὀστᾶ μου,
Η λύπη λέει και ο πόνος των πειρασμών, διαπέρασε έως αυτά μου τα αναίσθητα κόκκαλα και τα έσεισε και τα τάραξε. Με τον λόγο δε αυτό, φανέρωσε ο Δαβίδ την υπερβολή του πάθους. Ή κόκκαλα εννοούνται και οι δυνάμεις της ψυχής, επάνω στις οποίες ή ψυχή στηρίζεται, κατά τον θείο Κύριλλο.
4. καὶ ἡ ψυχή μου ἐταράχθη σφόδρα·
Η ψυχή μου λέει, ταράχτηκε πολύ μη υποφέροντας την βία των λυπηρών. Κατάλληλο είναι το ρητό αυτό, για να το λέει κανείς και όταν ταραχθεί από παράλογο θυμό ή κάτι αισχρό και σαρκικό. Επειδή, όταν ο Διάβολος με την προσβολή κινήσει αυτά τα πάθη στον άνθρωπο, ταράζει την ψυχή μαζί με το σώμα, όπως και ο άνεμος, όταν πέσει πολύς μέσα στην θάλασσα, την ταράσσει όλη από το βάθος, σύμφωνα με τον Χρυσόστομο. Διότι τόσο η ψυχή, όσο και το σώμα ταράσσονται από τα παραπάνω πάθη του θυμού και της επιθυμίας και κυματίζουν και δεν μπορούν να φυλάξουν την φυσική τους τάξη και την γαλήνια κατάσταση.
καὶ σύ, Κύριε, ἕως πότε;
Αυτό τον λόγο λέει ο Δαβίδ όχι επειδή γογγύζει και ανυπομονεί, αλλά επειδή σφίγγεται από τους πόνους, κατά τον Χρυσόστομο. Πολύ καιρό, λέει, με παράβλεψες Κύριε, που υπέφερα τόσο πολύ. Επειδή, εκείνους μεν που πειράζονται εξ αιτίας των αμαρτιών τους, δεν τους βοηθάει αμέσως ο Θεός κατ’ οικονομίαν. Γι’ αυτό λέει διά μέσου του Ησαΐα: «καιρῷ δεκτῷ ἐπήκουσά σου» (Ησ. 49, 8). Εκείνους όμως που πάσχουν από ενόχληση και φθόνο του Διαβόλου, αμέσως τους βοηθάει ο Θεός, σύμφωνα με τον ίδιο Ησαΐα που λέει: «ἔτι λαλοῦντός σου ἐρεῖ· ἰδοὺ πάρειμι» (Ησ. 58, 9) [4].
[4] Ο θείος Κύριλλος λέει: «Γιατί αναβάλλεις προς την ίαση, έως πότε δεν θα αλείφεις το λάδι; Ή μάλλον όμως, εάν πρέπει να πούμε και κάτι πιο μυστικό, δεν ζητάει βοήθεια από τον Δεσπότη των όλων, αλλά μάλλον περιεργάζεται τον καιρό της εμφανίσεως του Χριστού, ο οποίος ηγέρθη στο τέλος κατά την ογδόη. Λέει, Πότε θα έλθεις, εσύ που με την Ανάσταση μας χαρίζεις την ίαση; Τo «έως πότε» είναι δηλωτικό και χρόνιας μετάνοιας» [Μᾶλλον δὲ εἰ χρή τι καὶ μυστικώτερον εἰπεῖν, οὐκ ἐπιτιμᾷ τοῖς τοῦ Θεοῦ κρίμασιν ὁ προφήτης, οὔτε μὴν ὡς μέλλοντα καὶ ἀναδυόμενον τὴν ἐπικουρίαν καταιτιᾶται τὸν τῶν ὅλων Δεσπότην, περιεργάζεται δὲ μᾶλλον τὸν τῆς ἐπιδημίας καιρὸν τοῦ εἰς τέλος ἐγηγερμένου Χριστοῦ κατὰ τὴν ὀγδόην. Πότε γὰρ, φησὶν, ἐλεύσῃ ὁ διὰ τῆς ἀναστάσεώς σου τὴν ἴασιν ἡμῖν χαρισόμενος; ῎Εστι δὲ τὸ ἕως πότε καὶ τῆς χρονίας μετανοίας παραστατικόν] (Εις τους Ψαλμούς, PG 69, 745).
Ο δε Ωριγένης λέει: «Αυτό λέχθηκε ελλειπτικά, δηλαδή αντί του, έως πότε δεν καθαρίζεις την ψυχή μου, ούτε με σώζεις, σύμφωνα με το έλεός σου, ούτε με επιστρέφεις;» [Τοῦτο ἐλλειπτικῶς εἴρηται ἀντὶ τοῦ, ῞Εως πότε οὐ ῥύῃ τὴν ψυχήν μου, οὐδὲ σώζεις με κατὰ τὸν ἔλεόν σου, οὐδὲ ἐπιστρέφεις με; ῾Ο μὴ θαῤῥῶν δὲ ἐπὶ ἔργοις σωθῆναι] (Εις Ψαλμούς, PG 12, 1173), (Στην έκδεδ. Σειρά).
5. ἐπίστρεψον, Κύριε, ρῦσαι τὴν ψυχήν μου,
Επέστρεψε, λέει, και γύρισε προς εμένα, Κύριε, μολονότι με αποστράφηκες επειδή αμάρτησα σ’ εσένα, και λύτρωσε με από τις θλίψεις και τις περιστάσεις μου.
σῶσόν με ἕνεκεν τοῦ ἐλέους σου.
Εξ αιτίας, λέει, μόνο του ελέους σου σώσε με, Κύριε, και όχι για τις δικές μου αρετές, επειδή αρετές δεν έχω.
6. ὅτι οὐκ ἔστιν ἐν τῷ θανάτῳ ὁ μνημονεύων σου·
Θάνατο εδώ ονομάζει ο Δαβίδ την αμαρτία, επειδή αυτή προξενεί τον θάνατο της ψυχής και του σώματος, διότι από την αρχή ή αμαρτία έφερε τον θάνατο στους ανθρώπους. Λέει λοιπόν, ότι εκείνος που κάνει την αμαρτία, δεν θυμάται τον Θεό εκείνη την ώρα που την κάνει, όντας μεθυσμένος και αναίσθητος από το πάθος. Ή θάνατο ονομάζει τον καιρό, που θα πεθάνει ο άνθρωπος, διότι αφού πεθάνει ο άνθρωπος, δεν μπορεί πλέον να μνημονεύει και να παρακαλεί τον Θεό [5], επειδή ανώφελα τότε τον παρακαλεί.
[5] Γι’ αυτό είπε ο θείος Κύριλλος: «Όποιος συλληφθεί μια φορά στην θηλιά του θανάτου, θα είναι ανίκανος κατόπιν να κάνει οποιαδήποτε αρετή. Διότι έκλεισε τις πόρτες γι’ αυτόν ο Θεός. Και «ο αποθανών δεδικαίωται από της αμαρτίας», όχι επειδή τις έχει αποβάλει, εάν πέθανε με αμαρτίες, αλλά επειδή αυτός που κυριεύθηκε από τον θάνατο, είναι κάτοχος της αργίας.
Και ο Θεοδώρητος λέει: «Συμπεριέλαβε ο Θεός εδώ μεν βίο και πράξη, ενώ εκεί την εξέταση όσων διαπράξαμε, μολονότι αυτό είναι γνώρισμα της όγδοης, το να μη δίνει δηλαδή χρόνο για την διάπραξη αγαθών ή κακών, αλλά εκείνους τους σπόρους που θα καταβάλει κανείς στον εαυτό του με τα έργα, να θερίζει τους καρπούς τους».
ἐν δὲ τῷ ῞ᾼδῃ τίς ἐξομολογήσεταί σοι;
Πριν να πεθάνει κανείς, λέει, υπάρχει ο κατάλληλος καιρός της μετάνοιας. Όταν όμως πεθάνει, τότε δεν είναι πλέον καιρός μετανοίας, αλλά καιρός ανταποδόσεως [6].
[6] Γι’ αυτό λέει και ο Μέγας Βασίλειος: «Γι’ αυτό δεν είναι δυνατό να εξομολογηθεί κάποιος στον Άδη, επειδή δεν υπάρχει πλέον ή βοήθεια του Πνεύματος. Διότι τώρα μεν φαίνεται ότι υπάρχει το Πνεύμα σ’ εκείνους που τελικά σφραγίστηκαν με το Πνεύμα [= βαπτίστηκαν], αναμένοντας την σωτηρία τους διά μέσου της επιστροφής [της μετανοίας]. Τότε όμως θα αφαιρεθεί όλη ή χάρη από την ψυχή του, που βεβηλώθηκε [με την αμαρτία], διότι αυτό δηλώνει και η διχοτομία, [που αναφέρεται] στο Ευαγγέλιο».
Ο δε Χρυσόστομος λέει: «Το ουκ εξομολογήσεταί σοι”, λέχθηκε όχι για το ότι δεν εξομολογούμαστε στον Άδη, αλλά επειδή το κάνουμε μάταια. Διότι και ο πλούσιος εξομολογείτο και μετανοούσε, αλλά λόγω του ακατάλληλου καιρού δεν ωφελείτο σε τίποτε».
7. ἐκοπίασα ἐν τῷ στεναγμῷ μου, λούσω καθ᾿ ἑκάστην νύκτα τὴν κλίνην μου, ἐν δάκρυσί μου τὴν στρωμνήν μου βρέξω.
Δεν είπε απλά ότι κουράστηκα, αλλά και ότι κοπίασα στενάζοντας. Διότι αυτό είναι μεγαλύτερο από εκείνο.
Ούτε είπε απλά, ότι θα δακρύσω, αλλά και ότι θα λούσω την κλίνη μου και όχι μία φορά ή δύο, αλλά κάθε νύκτα. Επειδή δηλαδή τον καιρό της ημέρας, οι φροντίδες απασχολούν πολύ τον νου μου, σε ένα και σε άλλο πράγμα, γι’ αυτό εγώ τον καιρό της νύχτας και τον καιρό της αναπαύσεως, θα τον κάνω καιρό εξομολογήσεως, όταν πλέον κανείς δεν με ενοχλεί. Διότι είναι κατάλληλος ο καιρός της νύχτας για την μετάνοια, λόγω της ησυχίας που έχει.
Το »ἐν δάκρυσί μου τὴν στρωμνήν μου βρέξω» [=με τα δάκρυα μου θα βρέξω το στρώμα μου], είναι σαν μία επεξήγηση του λούσω, επειδή αυτό είναι σαφέστερο από εκείνο. Ας ακούσουμε οι ιδιώτες και αρχόμενοι, ποια μετάνοια έκανε ο βασιλιάς και Προφήτης Δαβίδ, σύμφωνα με τον Χρυσορρήμονα, και ας τον μιμηθούμε [7]. Προβάλλει δε τα λόγια αυτά στον Θεό ο Δαβίδ, για να τον παρακινήσει περισσότερο για έλεος και για να τον πείσει να τον σπλαγχνισθεί, μήπως η υπερβολική ταλαιπωρία που δοκιμάζει, καταβάλλει την δύναμη του και τον κάνει στο εξής άχρηστο.
[7] Μερικοί διδάσκαλοι, πιο διαφορετικά εννόησαν το ρητό. Και κλίνη εννοούν το κρεββάτι, επάνω στο οποίο έκανε την μοιχεία ο Δαβίδ. Στρωμνή [=στρώμα] τον τόπο, επάνω στον οποίο έδωσε την απόφαση του θανάτου κατά του αθώου Ουρία*.
* [σημ. μας: Ο Ουρίας ο Χετταίος ήταν πρόσωπο της Παλαιάς Διαθήκης, επίλεκτος του Δαβίδ και σύζυγος της Βηρσαβεέ].
Λέει πάλι άλλος εξηγητής, ότι ο Δαβίδ για λίγες σταγόνες ηδονικής ρεύσεως έχυνε καθημερινά ποταμηδόν πικρά δάκρυα (στον Νικήτα).
Ο δε Χρυσορρήμων λέει: «Γνωρίζουν όσοι έχουν πείρα, αυτό που λέω, πόση ευφροσύνη έχουν αυτές οι πηγές των δακρύων. Αυτά τα δάκρυα μπορούν να σβήσουν το άσβεστο πυρ, τον ποταμό εκείνον που σύρεται προ του βήματος. Γι’ αυτό και ο Παύλος δάκρυζε για μια τριετία νύχτα και μέρα, διορθώνοντας τα ξένα πάθη , εμείς όμως ούτε τα δικά μας».
8. ἐταράχθη ἀπὸ θυμοῦ ὁ ὀφθαλμός μου,
Ο οφθαλμός, λέει, της ψυχής μου, δηλαδή ο νους μου, ταράχθηκε. Eννοώντας δηλαδή αυτός τον θυμό που θα δείξεις, Κύριε, κατά των αμαρτωλών την ημέρα της κρίσεως, πολύ συγχύσθηκε [8]. Πολύ εύστοχα ονόμασε οφθαλμό τον νου, επειδή ο νους είναι, που οδηγεί και το σώμα και την ψυχή και ο νους είναι που βλέπει και ο νους είναι που ακούει [9]. Μερικοί πάλι λένε, ότι και ο σωματικός οφθαλμός του Δαβίδ ταράχθηκε, όταν θύμωσε κατά των εχθρών του. Διότι είναι γνώρισμα των οξύθυμων το να ταράσσεται μαζί με τον νου και ο σωματικός τους οφθαλμός.
[8] Γι’ αυτό είπε ο θείος Χρυσόστομος: «Αυτή η ταραχή είναι μητέρα γαλήνης. Αυτός ο φόβος είναι υπόθεση ελευθερίας. Όποιος δεν έχει αυτή την ταραχή, θα υποστεί φοβερό ναυάγιο και όπως κάποιο ακυβέρνητο πλοίο που παραδόθηκε στην ορμή των αγρίων ανέμων, γρήγορα καταποντίζεται, έτσι και ψυχή, που ζει ανάλγητα, βρίσκεται αντιμέτωπη με μύρια πάθη».
[9] Αυτό είπε και ο παλαιός Ηράκλειτος: «Νοῦς ὁρᾶ καί νοῦς ἀκούει».
ἐπαλαιώθην ἐν πᾶσι τοῖς ἐχθροῖς μου.
Άτιμος, λέει, έγινα, Κύριε, σαν τα παλαιά ρούχα, και καταφρονήθηκα από τους εχθρούς μου, που με φοβούνταν πρίν να αμαρτήσω.
Ή έπαλαιώθην εννοείται αντί του ασθένησα, επειδή οι παλαιοί στα χρόνια και γέροντες είναι ασθενείς [10].
[10] Ή, κατά τον Χρυσόστομο, υπονοεί την σαθρότητα, που προέρχεται από την αμαρτία. Διότι τίποτε δεν συνηθίζει να κάνει κάτι παλαιό, όσο η φύση της αμαρτίας… όταν λοιπόν παλαιωθείς από την αμαρτία, με την μετάνοια ανακαίνισε τον εαυτό σου.
9. ἀπόστητε ἀπ᾿ ἐμοῦ πάντες οἱ ἐργαζόμενοι τὴν ἀνομίαν,
Επειδή και ο Δαβίδ αισθάνθηκε την βοήθεια του Θεού, πήρε θάρρος και γι’ αυτό φοβίζει τους εχθρούς του και τους προστάζει να φύγουν από αυτόν, τόσο οι ορατοί και αισθητοί, όσο και οι αόρατοι και νοητοί, οι Δαίμονες δηλαδή.
ὅτι εἰσήκουσε Κύριος τῆς φωνῆς τοῦ κλαυθμοῦ μου·
10. ἤκουσε Κύριος τῆς δεήσεώς μου, Κύριος τὴν προσευχήν μου προσεδέξατο.
Αυτά τα λόγια τα θεωρεί ο Δαβίδ αίτια τόσο του θάρρους του, όσο και της φυγής των εχθρών του. Ή τα τρία λοιπόν αυτά λόγια, η φωνή και η δέηση και η προσευχή, σημαίνουν ένα και το αυτό, όπως είπαμε στην ερμηνεία του πέμπτου Ψαλμού, στίχος πρώτος, δηλαδή του: «Τα ρήματά μου ενώτισαι, Κύριε». Ή, επειδή κλαίει κανείς και για την φτώχεια του και για κάποια άλλα, γι’ αυτό ο Δαβίδ εδώ χωρίζει την ομωνυμία του κλαυθμού και λέει, ότι ο κλαυθμός του αυτός έγινε για παράκληση θείας βοήθειας η δε προσευχή πάλι προστέθηκε, για να φανερώσει την επίταση και αύξηση της δεήσεως [11].
[11] Ο δε Χρυσόστομος λέει «Φωνή εδώ δεν λέει τον τόνο της κραυγής, αλλά την διάθεση της διανοίας και τον κλαυθμό, όχι από τους οφθαλμούς μόνο, αλλά και αυτόν που προέρχεται από την ψυχή». [φωνὴν ἐνταῦθα οὐ τὸν τόνον λέγων τῆς κραυγῆς, ἀλλὰ τὴν διάθεσιν τῆς διανοίας, καὶ κλαυθμὸν οὐ τὸν ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν μόνον, ἀλλὰ καὶ τὸν ἀπὸ τῆς ψυχῆς] (Ερμηνεία εις τους Ψαλμούς, PG 55, 79).
Και ο Κύριλλος λέει: «Φωνή είπε οπωσδήποτε όχι αυτή που προέρχεται από τα χείλη, αλλά μάλλον εκείνη που προέρχεται από τα πράγματα, που στέλνεται μόνον προς τον Θεό. Διότι όπως υπάρχει φωνή αμαρτίας, σύμφωνα με αυτό που λέχθηκε προς τον Κάιν: “Φωνή αίματος του αδελφού σου βοά πρός με». Έτσι υπάρχει και φωνή μετανοίας, την οποία ακούει ο Θεός. Κραυγή πάλι σ’ αυτά είπε, αυτή που είναι λιτή από τον πόνο, την οποία συνηθίζουν να χρησιμοποιούν οι άγιοι. Λέει λοιπόν: »Εκ βαθέων ἐκέκραξά σοι, Κύριε· Κύριε, εἰσάκουσον τῆς φωνῆς μου» (Ψαλμ. 129, 1-2). Διότι ακολουθεί μετά από τις δεήσεις με δάκρυα, να εισακούει ο φιλοικτίρμων Θεός» (στον Νικήτα). [Φωνὴν δέ φησιν, οὐχὶ πάντως τὴν διὰ χειλέων, ἐκείνην δὲ μᾶλλον τὴν ἐκ πραγμάτων μονονουχὶ πρὸς Θεὸν πεμπομένην. ῞Ωσπερ γάρ ἐστιν ἁμαρτίας φωνὴ, κατὰ τὸ εἰρημένον πρὸς Κάϊν, «Φωνὴ αἵματος τοῦ ἀδελφοῦ σου βοᾷ πρός με,» οὕτω καὶ μετανοίας ἐστὶ φωνὴ, ἧς ἀκούει Θεός. Καὶ οὐ δήπου φαίη τις ἂν, ὅτι φωνὴν ἔντονον αἰτεῖ, οὐ γὰρ οὕτω προσεύχεσθαι προστετάγμεθα. Κραυγὴν δὲ πάλιν ἐν τούτοις φησὶ τὴν ἐκ πόνου λιτὴν, ᾗ κεχρῆσθαι τοὺς ἁγίους ἔθος.] (εις τους Ψαλμούς, PG 69, 748).
Λέει και ο Ησύχιος: «Βλέπεις πως όταν απομακρυνθούμε από τους εργάτες της ανομίας (είτε από ανθρώπους είτε από λογισμούς), τότε δέχεται ο Θεός τις δεήσεις μας και την προσευχή με ετοιμότητα».
Είπε δε και ο Χρυσόστομος: «Δεν είναι μικρή και αυτή η οδός, που οδηγεί στην αρετή, δηλαδή το να αποφεύγει κανείς τους πονηρούς. Αυτός είναι της καρπός της μετάνοιας, αυτό είναι το κέρδος των δακρύων, αυτό και εμείς ας κάνουμε» (Στην εκδεδ. Σειρά).
11. αἰσχυνθείησαν καὶ ταραχθείησαν σφόδρα πάντες οἱ ἐχθροί μου,
Με τα λόγια αυτά παρακαλεί ο Δαβίδ να λάβει τέλος γρήγορα εκείνο που του έγινε γνωστό, δηλαδή το να έλθει σ’ αυτόν γρήγορα, η βοήθεια του Θεού. Διότι πώς δεν θα ντροπιαστούν οι εχθροί του βλέποντας μάταιες και ψεύτικες τις ελπίδες που είχαν, δηλαδή ότι ο Δαβίδ θα νικηθεί από αυτούς, επειδή στερήθηκε την βοήθεια του Θεού. Αφού λοιπόν αυτοί ντροπιαστούν γι’ αυτό, πως δεν θα ταραχτούν από τον πολύ φόβο τους;
ἀποστραφείησαν καὶ καταισχυνθείησαν σφόδρα διὰ τάχους.
Οι εχθροί μου, λέει, αφού αισχυνθούν και φοβηθούν, θα φύγουν πίσω. Το δε καταισχυνθείησαν [= ας καταντροπιαστούν] είναι μεγαλύτερο από το αίσχυνθείησαν [=ας ντροπιαστούν]. Διότι η πρόθεση κατά δηλώνει επίταση και αύξηση.
Το δε σφόδρα διά τάχους, αυτό πρέπει να συνταχθεί με όλα όσα λέχθηκαν παραπάνω, δηλαδή και με το αίσχυνθείησαν και με το ταραχθείησαν και με το αποστραφείησαν, επειδή και ο Δαβίδ παρακαλούσε να τα πάθουν όλα αυτά οι εχθροί του πολύ γρήγορα. Μερικοί πάλι λένε ότι ο Δαβίδ με τα λόγια αυτά εύχεται περισσότερο για το συμφέρον των εχθρών του παρά για την ζημία τους. Επειδή παρακαλεί τον Θεό να αισχυνθούν αυτοί, επειδή συλλογίζονται πονηρά, και να φοβηθούν τον Θεό, που βοηθάει τον Δαβίδ. Και να αποστραφούν την πονηριά τους και έτσι με αυτά να μετανοήσουν και να διορθωθούν [12].
[12] Έτσι λέει ο Χρυσορρήμων: «Αυτή η ευχή έχει μεγίστη ωφέλεια, εννοώ το να αίσχυνθούν και να επιστρέψουν πίσω. Διότι όσοι κακώς τρέχουν, εάν καταισχυνθούν και απέλθουν προς τα πίσω, θα σταματήσουν την κακία. Δηλαδή, όπως ακριβώς, εάν δούμε κάποιον άνθρωπο να οδηγείται στον γκρεμό, τον σταματάμε από την πορεία του προς τα εμπρός, λέγοντας άνθρωπε, που πηγαίνεις; Θα συναντήσεις γκρεμό μπροστά σου. Έτσι και αυτός, έχει την αξίωση και οι κακοί πάλι να γυρίσουν πίσω. Αυτό άς κάνουμε και εμείς και άς αναστείλουμε την κακία που υπάρχει μέσα μας, ώστε να μην αυξήσει την νόσο προχωρώντας. Διότι όταν αμελούνται, γίνονται μεγαλύτερα τα τραύματα των αμαρτημάτων Και δεν σταματούν μέχρι τα τραύματα, αυτά της νόσου και της ασθενείας, αλλά και θάνατο αθάνατο προκαλούν». [Αὕτη ἡ εὐχὴ μεγίστην ἔχει ὠφέλειαν, τό τε αἰσχυνθῆναι λέγω, καὶ τὸ εἰς τοὐπίσω ἀπελθεῖν. Οἱ γὰρ κακῶς τρέχοντες, εἰ καταισχυνθεῖεν, καὶ εἰς τὰ ὀπίσω ἀπέλθοιεν, στήσονται τῆς πονηρίας. ῞Ωσπερ γὰρ εἰ ἄνθρωπον ἴδωμεν κατὰ κρημνοῦ φερόμενον, ἀναχαιτίζομεν αὐτὸν τῆς προσωτέρω φορᾶς, λέγοντες· ῎Ανθρωπε, ποῦ φέρῃ; κρημνὸς ἔμπροσθεν ἀπαντήσεται· οὕτω δὴ καὶ οὗτος ἀξιοῖ τοὺς κακοὺς πάλιν εἰς τοὐπίσω ἀναδραμεῖν. (Οὕτω καὶ ἵππον μαινόμενον ἂν μὴ ταχέως τις ἀνακρούσηται, ταχέως ἀπολεῖται. Οὕτω καὶ ἰατροὶ ἰὸν ἑρπετοῦ τινος πολλάκις ἐπινεμόμενον ἅπαν τὸ σῶμα μετὰ πολλοῦ τοῦ τάχους τῆς προσωτέρω φορᾶς ἱστῶσιν, ἐγκόπτοντες αὐτοῦ τὴν κακίαν. Τοῦτο δὴ καὶ ἡμεῖς ποιῶμεν, καὶ τὴν ἐν ἡμῖν κακίαν ἀναστέλλωμεν μετὰ πολλοῦ τοῦ τάχους, ἵνα μὴ προϊοῦσα αὔξῃ τὴν νόσον. Καὶ γὰρ ἀμελούμενα, μείζονα γίνεται τῶν ἁμαρτημάτων τὰ τραύματα, καὶ οὐ μέχρι τραυμάτων ἵσταται τὰ τῆς νόσου καὶ τῆς ἀῤῥωστίας, ἀλλὰ καὶ θάνατον τίκτει τὸν ἀθάνατον] (Ερμηνεία εις τους Ψαλμούς, PG 55, 79).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου