Ερμηνεία εις τους ΡΝ’ (150) Ψαλμούς του προφητάνακτος Δαβίδ. Ψαλμός Ι’ (10)
Ερμηνευτική απόδοση των Ψαλμών από τον Βυζαντινό λόγιο μοναχό Ευθύμιο Ζυγαβηνό (τέλη 11ου – αρχές 12ου αιώνος), την διόρθωση της οποίας συμπλήρωσε και υπομνημάτισε ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης (τέλη 18ου – αρχές 19ου αιώνος).
Απόδοση στη νέα Ελληνική: Ιερομόναχος Βενέδικτος
Έκδοση Συνοδείας Σπυρίδωνος Ιερομονάχου,
Νέα Σκήτη, Άγιον Όρος
Ερμηνεία εις τους ΡΝ’ (150) Ψαλμούς του προφητάνακτος Δαβίδ.
Ψαλμός Ι΄ (10ος)
Εἰς τὸ τέλος· ψαλμὸς τῷ Δαβίδ.
Αυτόν τον Ψαλμό έψαλλε ο Δαβίδ, όταν τον καταδίωκε ο Σαούλ στο τέλος δε επιγράφεται, επειδή προφητεύει για την εκδίκηση που έκανε ο Θεός κατά του Σαούλ για χάρη του Δαβίδ.
1. Ἐπὶ τῷ Κυρίῳ πέποιθα· πῶς ἐρεῖτε τῇ ψυχῇ μου· μεταναστεύου ἐπὶ τὰ ὄρη ὡς στρουθίον;
Επειδή, όταν ο Δαβίδ καταδιωκόταν από τον Σαούλ και έφευγε στην έρημο, τον συμβούλευαν οι γνησιότεροι φίλοι του να μεταναστεύσει, δηλαδή να μετατοπίσει στα όρη καλύτερα για το ασφαλέστερο, γι’ αυτό εδώ τους κατηγορεί ότι δεν τον συμβούλευαν ορθά. Εγώ λέει, έχω όλη την ελπίδα μου στον Κύριο, παραβλέποντας κάθε άλλη ανθρώπινη βοήθεια, και πώς εσείς λέτε στην ψυχή μου, δηλαδή σ’ εμένα: πήγαινε στα βουνά σαν το μικρό πουλί και ζήσε εκεί σαν φοβισμένο πετούμενο; [1].
Πρέπει όμως να παρατηρούμε ότι πολλές φορές ο Δαβίδ από το μέρος ονομάζει το όλο και από την ψυχή του ονομάζει όλο τον εαυτό του, όπως ερμηνεύσαμε στο «Πολλοὶ λέγουσι τῇ ψυχῇ μου» (Ψαλ. 3,3).
2. Ὅτι ἰδοὺ οἱ ἁμαρτωλοὶ ἐνέτειναν τόξον, ἡτοίμασαν βέλη εἰς φαρέτραν.
Με το τέντωμα του τοξαρίου και με την ετοιμασία των σαϊτών στην σαϊτοθήκη, φανέρωσε ο Δαβίδ όλη την ετοιμασία του πολέμου, που είχε ο Σαούλ εναντίον του ή το λέει αυτό, επειδή τον καιρό εκείνο χρησιμοποιούσαν σαΐτες εκείνοι που πολεμούσαν.
Και αυτά τα λόγια τα λέει ο Δαβίδ ως ένδειξη της σταθερής ελπίδας που είχε στον Θεό. Έχω, λέει, θάρρος και ελπίδα στον Θεό, διότι με πολεμούν άνθρωποι αμαρτωλοί και όχι δίκαιοι, κατά τον Χρυσόστομο [2]. Επειδή αυτοί αμαρτάνουν καταδιώκοντας έναν αθώο άνθρωπο, που δεν τους αδίκησε και ζητούν να ανταμείψουν με θάνατο εμένα, που έγινα αίτιος της σωτηρίας τους, διότι εγώ θανάτωσα τον Γολιάθ και εγώ έδιωξα το πονηρό Δαιμόνιο, πού έπνιγε τον Σαούλ.
τοῦ κατατοξεῦσαι ἐν σκοτομήνῃ τοὺς εὐθεῖς τῇ καρδίᾳ.
Οι εχθροί μου, λέει, ετοιμάσθηκαν να σαϊτεύσουν εμάς τους απλούς και απονήρευτους και που δεν έχουμε κανένα πονηρό σκοπό στην καρδιά μας και να μας σαϊτεύσουν όχι φανερά, αλλά εν σκοτομήνη [στα κατασκότεινα]: δηλαδή κρυφά και με επιβουλή, διότι αυτό δηλώνει η σκοτομήνη* επειδή εκείνοι που κτυπιούνται και σαϊτεύονται σε νύκτα σκοτεινή και χωρίς φεγγάρι, δεν βλέπουν εκείνους που τους σαϊτεύουν. Ή νοείται αυτό αντί του «ως εν σκοτομήνη», με αφαίρεση του ως, που είναι ομοιωματικό επίρρημα. Διότι αυτοί, επειδή ο νους τους σκοτίσθηκε από τον φθόνο, γι’ αυτό δεν βλέπουν εκείνους, που φροντίζουν να σαϊτεύσουν, δηλαδή εμένα τον φίλο και ευεργέτη τους.
* [σημ. μας: σκοτομήνη. νύχτα χωρίς φεγγάρι. Από τo σκότος + μήνη (=φεγγάρι)].
3. Ὅτι ἃ σὺ κατηρτίσω, αὐτοὶ καθεῖλον.
Και αυτός ο λόγος είναι αιτία της ελπίδας του Δαβίδ στον Θεό, που την ανέφερε παραπάνω. Έχω λέει, θάρρος και έχω εμπιστοσύνη στον Κύριο ακόμη και επειδή εκείνον που εσύ, Κύριε, έχρισες για βασιλιά, δηλαδή εμένα, με καθαίρεσε και με έδιωξε ο Σαούλ και όσοι ήταν μαζί με τον Σαούλ.
«Kατηρτίσω» λέει το εποίησας, «καθελείν» δε το κρημνίσαι, από μεταφορά και ομοιότητα των οικοδομών εκείνων που γκρεμίζουν. Επειδή, λέει, τόλμησαν να κάνουν αυτό οι εχθροί μου, γι’ αυτό έχουν ως εχθρό τους εσένα τον ίδιο τον Θεό, τον οποίο δεν θα υπομείνουν να τους πολεμάει.
Ή λέει το εξής: ότι τους νόμους, που εσύ νομοθέτησες, Κύριε, αυτοί τους ανατρέπουν, επειδή εσύ νομοθέτησες να μην αδικεί κανείς κανέναν, ούτε να θανατώνει τον αθώο άνθρωπο: «ἀπὸ παντὸς ρήματος ἀδίκου ἀποστήσῃ· ἀθῷον καὶ δίκαιον οὐκ ἀποκτενεῖς» (Έξ. 23,7).
ὁ δὲ δίκαιος τί ἐποίησε;
Τι κακό, λέει, έκανε ο δίκαιος άνθρωπος, για να καταδιώκεται έτσι, δηλαδή κανένα. Για τον εαυτό του το λέει αυτό ο Δαβίδ, επειδή δεν αδίκησε τελείως τον Σαούλ που τον αδίκησε.
Ή με αυτό θέλει να διδάξει ο Προφήτης, κατά τον Θεοδώρητο, την από τους ουρανούς επίβλεψη και πρόνοια του Θεού. Δηλαδή ο Θεός που είναι κυρίως δίκαιος και που μισεί την αδικία και που μόνον αυτός κρίνει ορθά τα έργα των ανθρώπων, αυτός, λέω, αφού αυτά έγιναν έτσι, τι έκανε; Άραγε παράβλεψε την αδικία; όχι. [3]
4. Κύριος ἐν ναῷ ἁγίῳ αὐτοῦ· Κύριος ἐν οὐρανῷ ὁ θρόνος αὐτοῦ.
Ο Θεός, λέει, μολονότι είναι στον εν Ιερουσαλήμ ναό, όμως στον ουρανό έχει τον θρόνο του και κάθεται. Δηλαδή είναι πανταχού [=παντού] παρών και βλέπει τους αδικουμένους· διότι αυτό φανερώνει στην συνέχεια.
Οἱ ὀφθαλμοὶ αὐτοῦ εἰς τὸν πένητα ἀποβλέπουσι, τὰ βλέφαρα αὐτοῦ ἐξετάζει τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων.
Δεν είπε ότι «βλέπουν» απλώς, αλλά ότι «επιβλέπουν» οι οφθαλμοί του Θεού τον φτωχό άνθρωπο, για να φανερώσει με την πρόθεση «επί» την επίβλεψη του Θεού από ψηλά.
Οφθαλμοί δε του Θεού είναι η ακριβής γνώση των πραγμάτων που γίνονται. Βλέφαρα Θεού είναι η εποχή και το σκέπασμα της γνώσεως αυτής του Θεού, επειδή και τα βλέφαρα, δηλαδή τα ματόκλαδα, σκεπάζουν τους οφθαλμούς [4]. Φανερώνει λοιπόν με τα βλέφαρα ο Δαβίδ, ότι ο Θεός, μολονότι φαίνεται και νομίζεται ότι δεν βλέπει τα απόκρυφα βάθη της ψυχής και της καρδιάς, όχι λιγότερο όμως, τα βλέπει αυτά και τα εξετάζει.
Ή με τα λόγια αυτά φανερώνει ο Δαβίδ το παντέφορο* και παντεπίσκοπο* του Θεού, ο οποίος όχι μόνο με τους οφθαλμούς βλέπει, αλλά και με τα βλέφαρα και από κάθε μέρος γνωρίζει τα πάντα.
* [σημ. μας: έφορος<επί+οράω=αυτός που επιβλέπει, που εποπτεύει, επόπτης. επίσκοπος=ο επιβλέπων, ο εποπτεύων]
«Εξετάζει» θέλει να πει το «διαγινώσκειν» δηλαδή το να γνωρίζει με ακρίβεια και λεπτομέρεια. Υιούς ανθρώπων ονομάζει με περίφραση όλους τους ανθρώπους. Πένης δε (φτωχός) με δύο τρόπους λέγεται κάποιος, ή επειδή δεν έχει χρήματα ή επειδή δεν έχει αρετές.
Ό Θεός λοιπόν επιβλέπει στον φτωχό ως προς τα χρήματα, πλούσιο όμως στις αρετές. Αποστρέφεται όμως και δεν επιβλέπει εκείνον. που είναι φτωχός στις αρετές, πλούσιος όμως στα χρήματα. Και τον μεν πρώτο τον βλέπει, επειδή είναι πλούσιος από τις αρετές, εκείνες τις οποίες στερείται ο δεύτερος. Τον δεύτερο όμως αποστρέφεται, επειδή αντιθέτως είναι φτωχός από τις αρετές εκείνες, από τις οποίες είναι ο πρώτος πλούσιος.
5. Κύριος ἐξετάζει τὸν δίκαιον καὶ τὸν ἀσεβῆ,
Αυτό το ρητό διαχωρίζει τους ανθρώπους που γενικά ανέφερε παραπάνω, επειδή τους διαιρεί σε δικαίους και άδικους. Διότι οι άδικοι ασεβούν, επειδή περιφρονούν τον Θεό με την καταφρόνηση που κάνουν των αγίων του εντολών.
ὁ δὲ ἀγαπῶν τὴν ἀδικίαν μισεῖ τὴν ἑαυτοῦ ψυχήν.
Και αυτός ο λόγος είναι αίτιος για να έχει κάνεις θάρρος στον Θεό, συγχρόνως όμως είναι και διδασκαλικός. Επειδή ο άδικος, λέει, προξενεί θάνατο στην δική του ζωή και γίνεται ο ίδιος εχθρός της δικής του ψυχής. Διότι με τα πονηρά έργα του παροξύνει τον Θεό ο ταλαίπωρος και τον κάνει να οργίζεται κατά της ψυχής και ζωής του. [5]
6. Ἐπιβρέξει ἐπὶ ἁμαρτωλοὺς παγίδας,
«Επιβρέξει» δηλώνει ότι από επάνω ο Θεός θα φέρει «παγίδες», δηλαδή τιμωρίες στους αμαρτωλούς. Διότι αυτοί μέσω των αμαρτιών συλλαμβανόμενοι θα εμποδισθούν από την ορμή που έχουν προς την κακία. Με το όνομα πάλι της «βροχής» φανέρωσε ο Δαβίδ το πλήθος και την συνέχεια των θείων τιμωριών.
πῦρ καὶ θεῖον καὶ πνεῦμα καταιγίδος ἡ μερὶς τοῦ ποτηρίου αὐτῶν
Δραστικό βέβαια και ενεργητικό είναι το πυρ. Μεγάλη δε τροφή του πυρός είναι το θειάφι, επειδή και αυτό είναι είδος πολύ θρεπτικό της φωτιάς. Το δε πνεύμα, δηλαδή ο άνεμος, είναι προωθητικό της φλόγας του πυρός. Αυτό το είδος της τιμωρίας κατέκαυσε παλαιά τα Σόδομα και Γόμορρα.
Λέει λοιπόν ο Δαβίδ ότι το μέρος του ποτηριού των αμαρτωλών, δηλαδή της θεϊκής τους τιμωρίας, κατά τον Κύριλλο, είναι φωτιά και θειάφι είναι ακόμη και άνεμος, που στριφογυρίζει και αναρριπίζει κατά των αμαρτωλών αυτά τα δύο, την φωτιά και το θειάφι.
Αν λοιπόν το ένα μέρος και είδος αυτό των τιμωριών του Θεού είναι τόσο ανυπόφορο, τι θα πει κανείς για τα άλλα μέρη και είδη των θεϊκών τιμωριών; ή πώς θα τα υπομείνει κανείς, αλλοίμονο, αλλοίμονο!
Σε πολλά μέρη της θείας Γραφής βρίσκουμε να ονομάζεται η τιμωρία ποτήριο και κόνδυ, όπως αναφέρεται και στον Ησαΐα: «᾿Εξεγείρου ἐξεγείρου, ἀνάστηθι, ῾Ιερουσαλήμ, ἡ πιοῦσα ἐκ χειρὸς Κυρίου τὸ ποτήριον τοῦ θυμοῦ αὐτοῦ· τὸ ποτήριον γὰρ τῆς πτώσεως, τὸ κόνδυ τοῦ θυμοῦ ἐξέπιες καὶ ἐξεκένωσας» (Ησ. 51,17). [6]
7. Ὅτι δίκαιος Κύριος, καὶ δικαιοσύνας ἠγάπησεν, εὐθύτητας εἶδε τὸ πρόσωπον αὐτοῦ.
Καθώς ο Θεός Άγιος όντας, στους Αγίους επαναπαύεται, έτσι και Δίκαιος όντας τις δικαιοσύνες αγαπά. Επειδή λοιπόν είναι τόσο Δίκαιος, γι’ αυτό και τους άδικους παιδεύει και τιμωρεί. Λοιπόν γι’ αυτό πρέπει να θαρρούμε και να ελπίζουμε σ’ αυτόν. Διότι αυτός ο τελευταίος λόγος είναι συμπέρασμα της εμπιστοσύνης και ελπίδας του Δαβίδ, που είχε στον Θεό, και τοποθετήθηκε στην αρχή του Ψαλμού αυτού.
Το δε «ευθύτητας είδε το πρόσωπον αυτού» έχει την ίδια δύναμη με το «δικαιοσύνας ηγάπησεν». Επειδή εκείνον που αγαπά κάποιος, εκείνον και βλέπει. Όπως και το αντίθετο, όποιον μισεί κανείς, εκείνον και αποστρέφεται και δεν βλέπει.
Πρόσωπο Θεού δε. εννοούμε την εποπτική του δύναμη.
Έτσι εξηγήθηκε ο Ψαλμός αυτός σύμφωνα με την ιστορία που αναφέρεται στον Δαβίδ. Αρμόζει όμως και σε κάθε έναν που αδικείται και πολεμείται, είτε από τους ορατούς εχθρούς είτε από τους αόρατους.
Γι’ αυτό με την έννοια αυτή και την αναγωγή, σωστά θα μπορούσε να λεχθεί το: «Πῶς ἐρεῖτε τῇ ψυχῇ μου», τόσο προς τους πονηρούς λογισμούς, οι οποίοι εσωτερικά υποψιθυρίζουν και συμβουλεύουν να μεταβεί ο νους σε όρη, δηλαδή σε νοήματα κρημνώδη και ακανθώδη και άβατα στους Ορθοδόξους και επικίνδυνα (για παράδειγμα, ότι τα πάντα κινούνται απρονόητα και αυτόματα ότι ο Θεός δεν είναι Θεός εκδικήσεων, και άλλα παρόμοια), όσο θα μπορούσε να λεχθεί αυτό το ρητό και προς τους Δαίμονες, οι οποίοι παρακινούν την ψυχή να μπαίνει σε τέτοια βλάσφημα νοήματα.
Αμαρτωλούς πάλι πρέπει να εννοήσουμε και τους άδικους και τους πονηρούς. Τοξάρι και σαΐτες μπορούμε να εννοήσουμε τα όργανα κάθε θανάτου και φόνου, παρόμοια και τις προσβολές των άτοπων λογισμών όμως και τα άλλα λόγια του Ψαλμού μπορεί κανείς ανάλογα να τα εννοήσει κατά αναγωγή και τροπολογία.
[1] Γι’ αυτό και ο Χρυσόστομος είπε: «Μεγάλη είναι η δύναμη της ελπίδας στον Κύριο. Αυτή είναι φρούριο ανυπότακτο, πύργος ακαταμάχητος, δύναμη ακαταμάχητη και είναι αυτή που στις δυσκολίες βρίσκει λύσεις».
[2] Γι’ αυτό είπε ο ίδιος Χρυσορρήμων: «Όταν λοιπόν και ο Θεός βοηθάει και αυτοί που μας πολεμούν είναι αμαρτωλοί, πως δεν είναι υπεύθυνος της έσχατης αισχύνης εκείνος, που συμβουλεύει τον άλλον να φύγει; Δεν κατανοείς ότι το στρατόπεδο, που μου αντιτάσσεται, είναι πιο ασήμαντοι από την αράχνη, διότι είναι αμαρτωλοί και δεν υπάρχει πιο αδύναμο από τον αμαρτωλό».
Λέει και ο Αστέριος: «Διασύρει εκείνους που πολεμούν τους αγίους, επειδή δεν βλέπουν ποιους τοξεύουν· διότι μόνο μορφή έχουν εκείνων που πολεμούν. Διότι μολονότι τέντωσαν το τόξο, δεν τόξευσαν και μολονότι προετοιμάσθηκαν, δεν μπόρεσαν να πραγματοποιήσουν την κακή τους σκέψη, διότι τους εμπόδισε ο Θεός. Πολεμούν λοιπόν τους δικαίους, μολονότι τα δικά τους αυτιά τα κατάστρεψαν με την παρακοή. Διότι αυτός καταρτίζει τα αυτιά, σύμφωνα με το “Θυσίαν καὶ προσφορὰν οὐκ ἠθέλησας, ὠτία δὲ κατηρτίσω μοι» (Ψαλμ. 39,7), στην εκδεδ. Σειρά).
[3]. Ο Χρυσόστομος ως εξής το ερμηνεύει αυτό» λέει: «Ενώ εκείνοι έτσι παρατάσσονται, εσύ ζητείς τι έκανε ο δίκαιος; και από πού οπλίσθηκε; άκουσε λοιπόν, ότι στον Θεό κατέφυγε που είναι στον ουρανό, στον πανταχού παρόντα».
Ο δε Θεοδώρητος λέει: «Εκείνοι λοιπόν χρησιμοποιούν την εναντίον μου κακία, ενώ εσύ ο δίκαιος Κριτής καθήμενος στους ουράνιους θώκους εποπτεύεις την οικεία επιφάνεια έχοντας στον ναό, που είναι επάνω στην γη».
[4] Ο θείος Μάξιμος λέει: «Οι οφθαλμοί δηλώνουν την ευεργετική επίβλεψη. Τα βλέφαρα την κριτική και εξεταστική πρόνοια των πραγμάτων. Με τους οφθαλμούς λοιπόν βλέπει τον πτωχό, ο οποίος εργάζεται την ευεργεσία. Με τα βλέφαρα και όχι με τους οφθαλμούς, εξετάζει τις δικές μας υποθέσεις για να μη φαίνεται ότι παρατηρεί όλα τα αμαρτήματα διότι αυτό είναι αφόρητο στους ανθρώπους».
Λέει και ο Θεολόγος Γρηγόριος: «Βλέφαρα θα μπορέσει κανείς να ονομάσει την μικρότερη επίβλεψη, και την δεύτερη. Οφθαλμούς όμως την μεγαλύτερη, διότι ο οφθαλμός είναι καλύτερος από το βλέφαρο και τιμιώτερος».
[5] Γι’ αυτό ο Χρυσορρήμων είπε: «Πολέμιο είναι για την ψυχή η κακία και εχθρικό και ολέθριο και πριν από την κόλαση τιμωρείται ο πονηρός. Λοιπόν μισεί την ψυχή του, δεν εννοούμε το εάν κάποιος από μικροψυχία ανθρώπινη οδηγήθηκε σε αδικίες. Διότι αυτός, αφού συνέλθει γρήγορα θα οδηγηθεί στο καλλίτερο, σαν να είχε γλιστρήσει κάπου. Αλλά εννοούμε εκείνον που αγαπά την αδικία, δηλαδή έντονα εργάζεται το κακό και το κάνει μελέτη και φροντίδα. Αυτός είναι καταστροφέας της ψυχής του, διότι επισύρει επάνω του την θεία οργή, για την οποία αναφέρεται ο Προφήτης».
Λέει δε και ο Θεοδώρητος: «Όποιος αγαπά την ψυχή, μισεί την αδικία. Ενώ όποιος έχει καλές σχέσεις με εκείνη, σχεδιάζει καταστροφή για την ψυχή του: διότι επισύρει επάνω του την θεία οργή».
[6] Αυτό το ποτήριο και ο Ιερεμίας προστάχθηκε να φέρει στα έθνη, διότι αναφέρεται το εξής: «Ούτως εἶπε Κύριος ὁ Θεὸς ᾿Ισραήλ· λαβὲ τὸ ποτήριον τοῦ οἴνου τοῦ ἀκράτου τούτου ἐκ χειρός μου καὶ ποτιεῖς πάντα τὰ ἔθνη» (Ιερ. 32,1).
Και ο Δαβίδ άλλου λέει: «ὅτι ποτήριον ἐν χειρὶ Κυρίου οἴνου ἀκράτου πλῆρες κεράσματος» και μετά από λίγο: «πίονται πάντες οἱ ἁμαρτωλοὶ τῆς γῆς» (Ψαλ. 74,9).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου