Όσιος Εφραίμ ο Σύρος. Σε αδελφό που έπεσε, και για τη μετάνοια. Παραίνεση 42η.
Σ’ εκείνους που είναι σε υπακοή πνευματικού πατέρα ο Εχθρός υπαγορεύει, λέγοντας· «Απομακρύνσου από δω και κάθισε μόνος και θα ησυχάσεις καλύτερα». Και αν ο αδελφός συμφωνήσει με τους λογισμούς αυτούς, φεύγει από την αδελφότητα. Και αν δει ο Εχθρός ότι ο λογισμός του αδελφού είναι ακόμη λίγο άγρυπνος, υπαγορεύει σ’ αυτόν, λέγοντας του «Προχώρησε στη βαθύτερη έρημο».
Έπειτα, αν μείνει ο αδελφός για λίγο καιρό στην έρημο, τότε του προσφέρει ο μισόκαλος δαίμονας τον λογισμό της ακηδίας και την έκταση του χρόνου και την έλλειψη των απαραίτητων και την αδυναμία των γηρατειών και τον κόπο της ερήμου. Και αν κατορθώσει ο Εχθρός να κλονίσει τον αδελφό, τον ξεριζώνει και από κει και τον φέρνει κοντά σε ένα χωριό ή σε πόλη. Τότε κινεί εναντίον του την πορνεία. Ο αδελφός λοιπόν φυλάγεται να μην μπει στην πόλη και να μην πλησιάζει σε χωριά. Τότε, βλέποντας ο Εχθρός την πρόθεση του αδελφού, σοφίζεται τις ενέργειες και τα τεχνάσματα, με τα οποία θέλει να ρίξει κάτω τον αδελφό.
Μια από τις ενέργειες του είναι η εξής· κάποια μέρα, ενώ ησυχάζει ο αδελφός στο κελλί του, υποκινεί μια γυναίκα να χτυπήσει την πόρτα του με την πρόφαση ότι έχασε τον δρόμο της και εξαντλήθηκε, ή ότι τάχα ήρθε για να ζητήσει ελεημοσύνη, ή προφασίζεται ότι ζητά ένα γνωστό της μοναχό. Ο αδελφός λοιπόν ανοίγει την πόρτα του και βλέπει τη γυναίκα να στέκεται μπροστά στο κελλί του. Και λέει η γυναίκα· «Αββά, που μένει ο τάδε μοναχός;». Και· «Επειδή η μέρα έχει πια τελειώσει, κάνε αγάπη να μας δεχθείς μέσα στο κελλί σου αυτή τη νύχτα, για να μην περιπλανηθούμε και μας φάνε τα θηρία».
Συχνά μάλιστα φέρνει μαζί της η γυναίκα και άλλη συμπαίκτρια· και ίσως κρατούν και τρόφιμα και εφόδια, με τα οποία θέλουν να δελεάσουν τον αδελφό. Τότε ο αδελφός έχει πόλεμο από τους δύο λογισμούς, και φοβάται μήπως σαν άσπλαχνος παραβεί την εντολή (πρβλ. Ματθ. 25, 35), αλλά και μήπως με το καλό που θα κάνει παγιδευθεί η ψυχή του. Και για να μη μακρύνουμε τον λόγο, νικιέται ο μοναχός από την επιθυμία. Και μετά τη διάπραξη της ανομίας, αν θελήσει να τη διώξει, του αποκρίνεται λέγοντας·
«Αφού με ταπείνωσες, με διώχνεις μακριά σου, για να πάω που; Πώς θα παρουσιασθώ μπροστά στους γονείς μου; Μήπως μπορεί να κρυφθεί το πράγμα; Να το ξέρεις λοιπόν καλά, μοναχέ, ότι δεν απομακρύνομαι πια από σένα, αλλά και θα καθίσω μαζί σου στο κελλί σου, και από όπου θέλεις, τρέφε με». Τότε αρχίζει ο μοναχός να θρηνεί τον εαυτό του, διότι άνοιξε για λίγο την πόρτα του κελλιού του.
Γνωρίζοντας λοιπόν αυτά, μοναχέ, φύλαγε τον εαυτό σου. Διότι αν πέσεις μέσα στις παγίδες της, με δυσκολία θα μπορέσεις να γλυτώσεις· διότι με παγίδες που βγήκαν από τα χείλη της, λέει ο Σολομών, τον οδήγησε στην καταστροφή (Παροιμ. 7, 21). Γι’ αυτό λοιπόν γνωρίζοντας από πριν, ποια είναι η κατάληξη της αμαρτίας και πόση ντροπή προξενεί σ’ εκείνους που την κάνουν σ’ αυτούς τους χώρους*, φεύγε μακριά από την ηδυπάθεια, διότι οι καρποί της είναι καρποί ντροπής. Και πριν από την ηδονή βέβαια προηγείται η επιθυμία· ύστερα όμως από την ηδονή ακολουθεί η λύπη. Συλλογίσου λοιπόν ότι την ηδονή την διαδέχεται η λύπη, και απόφευγε την αμαρτία σκεπτόμενος την ντροπή των ανθρώπων ή καλύτερα τον φόβο του Κυρίου.
* Εννοεί τα κελλιά.
Διώχνε μακριά σου λοιπόν τον δαίμονα, που θέλει να σε εξαπατήσει και να λεηλατήσει τους κόπους σου, για να ζήσεις χωρίς λύπη. Διότι γνωρίζει ο καρδιογνώστης Κύριος, ότι δεν απομακρύνεις τη γυναίκα αυτή από κακία ή από μισανθρωπία, αλλά για να μη σου προξενήσει κακό δια μέσου του καλού που θα κάνεις. Αν όμως κάποιος λέει ότι είναι καλή η φιλοξενία, συμφωνώ και εγώ. Γι’ αυτό ο φιλόξενος άνθρωπος πρέπει να μιμηθεί εκείνον που δοκιμάζει το ασήμι στο καμίνι· να πάρει για τον εαυτό του το καθαρό, αλλά να αφήσει κατά μέρος το άχρηστο· δηλαδή, να φυλάξεις την εντολή, αλλά να φύγεις μακριά από την αμαρτία, όπως από το στόμα του φιδιού. Διότι εκείνος που είπε, «Ήμουν ξένος και με πήρατε στο σπίτι σας» (Ματθ. 25, 35), είπε και «Μην πορνεύσεις» (πρβλ. Ματθ. 5, 27).
Να είσαι άγρυπνος κατά τη νεότητα σου. Να είσαι άγρυπνος, μήπως αμελήσεις και βρεθείς να είσαι δούλος των παθών από τη νεότητα σου ως τα γηρατειά. Διότι εκείνος που ναυάγησε στο πέλαγος, είναι πιθανό και να αγρύπνησε και να αγωνίσθηκε· αλλά η μεγάλη ορμή των κυμάτων κατόρθωσε να τον νικήσει. Εκείνος όμως που ναυάγησε στο λιμάνι, φαίνεται ότι εξαιτίας της δικής του αμέλειας έκανε συντρίμμια και εξαφάνισε στο βυθό το πλοίο του κυρίου του. Εσύ λοιπόν, μοναχέ, είσαι στο λιμάνι, αν προσέχεις τον εαυτό σου. Γι’ αυτό και δε μας ωφελεί η διαμονή στα χωριά.
Αν όμως παρουσιασθεί ανάγκη να φθάσουμε ως ένα χωριό, μη χρονοτριβείς συνομιλώντας με γυναίκες· διότι όπως εκείνος που καταπίνει ένα αγκίστρι, έτσι θα συρθεί η ψυχή σου. Να είσαι λοιπόν άγρυπνος, διότι η πτώση δεν είναι μακριά και να αγωνίζεσαι με την ευλάβεια σου και με τον φόβο του Θεού ενάντια στον πειρασμό· διότι η αδιαντροπιά είναι μητέρα της πορνείας. Αν σε δουν να μιλάς με παρρησία και να καυχιέσαι σ’ αυτές, σε παροτρύνουν να προχωρήσεις σε χειρότερα και σε οδηγούν στην πτώση. Αλλά και αν είσαι ευλαβής, μην εμπιστεύεσαι στον εαυτό σου, αλλά να είσαι άγρυπνος, μήπως με δικαιολογία την κατάνυξη και την ευλάβεια παραλύσουν τον νου σου με τα λόγια τους.
Διότι είπε κάποιος από τους Αγίους. «Αρχίζουν συζητήσεις, προσπαθώντας οι γυναίκες αυτές να διεγείρουν το πάθος». Αλλά όπως είπε ο Σωτήρας· «Να, εγώ σας στέλνω σαν πρόβατα ανάμεσα στους λύκους. Να είστε λοιπόν συνετοί, όπως τα φίδια, και άκακοι, όπως τα περιστέρια» (Ματθ. 10, 16). Παραγγέλλει επίσης και με τον Απόστολο, λέγοντας «Μη γίνεσθε άφρονες, αλλά να αντιλαμβάνεσθε ποιο είναι το θέλημα του Κυρίου. Και μη μεθάτε με κρασί, πράγμα που είναι ασωτία» (Εφεσ. 5, 17-18).
Λοιπόν, να γνωρίζεις καλά, αγαπητέ, ότι, αν είσαι στον κόσμο σαν το καθαρό χρυσάφι και έρθεις στη μοναχική ζωή και δείξεις αμέλεια για τον εαυτό σου, δεν αργείς να γίνεις σαν τον μόλυβδο. Και αν έρθεις επίσης στη μοναχική ζωή και αγαπήσεις ειλικρινά τον Κύριο, δεν αργείς να γίνεις σαν το μαργαριτάρι, χωρίς να έχεις ψεγάδι ή ελάττωμα ή κάτι παρόμοιο, αλλά θα είσαι σε όλα άμεμπτος (πρβλ. Εφεσ. 5, 27). Επίσης θέλω να γνωρίζεις και αυτό, ότι δηλαδή εκείνος που διαπράττει την αμαρτία έχει περισσότερο πόλεμο από κείνον που εγκρατεύεται. Διότι, όπως εκείνος που χύνει σ’ έναν τόπο βρωμιές, αυξάνει τη δυσωδία, έτσι και κείνος που δεν εγκρατεύεται αυξάνει το πάθος.
Να γνωρίζεις ότι, αν αμελήσεις για τον εαυτό σου, στο τέλος θα μετανοιώσεις· διότι ο Απόστολος λέει· «Ο άγαμος φροντίζει για τα πράγματα του Κυρίου, πως δηλαδή θα αρέσει στον Κύριο· ενώ εκείνος που έχει παντρευθεί, φροντίζει για τα πράγματα του κόσμου, πως δηλαδή θα αρέσει στη γυναίκα του, και είναι μοιρασμένη η φροντίδα του» (Α΄ Κορ. 7, 32-34). Εσύ όμως, μοναχέ, δεν προτίμησες τη φροντίδα του κόσμου, αλλά πως να αρέσεις στον Κύριο· γι’ αυτό και ευνούχισες τον εαυτό σου για χάρη της βασιλείας των ουρανών (πρβλ. Ματθ. 19, 12).
Το ξαναλέω· αν δεν εγκρατευθείς, στο τέλος θα λυπηθείς με πολλούς τρόπους, σύμφωνα με τον Απόστολο που λέει· «Οι άνθρωποι αυτοί θα δοκιμάσουν θλίψη στο σώμα» (Α΄ Κορ. 7, 28). Διότι εκείνος που παντρεύεται γίνεται φτωχός στα έργα της αρετής, με το να τον απορροφούν οι φροντίδες για το σπίτι και τη γυναίκα και την τροφή των παιδιών· ενώ ο άγαμος φροντίζει για τα πράγματα του Κυρίου, πως δηλαδή θα αρέσει στον Κύριο. Ευνούχισες τον εαυτό σου για χάρη της βασιλείας των ουρανών, όχι αποκόβοντας τα γεννητικά όργανα με μαχαίρι, διότι αυτό είναι ξένο προς την αρετή, αλλά κυριαρχώντας πάνω στις ηδονές με τον ευσεβή λογισμό.
Γι’ αυτό λοιπόν να μένεις σταθερός στις ίδιες συμφωνίες· διότι είναι γραμμένο· «Είναι προτιμότερο να μην κάνεις τάμα, παρά να κάνεις τάμα και να μην το εκπληρώσεις» (Εκκλ. 5, 4). Να βιάζεις λοιπόν τον εαυτό σου για να εγκρατεύεται, και θα έχεις καθαρούς τους λογισμούς σου και τον νου σου σαν ένα ήσυχο λιμάνι γεμάτο γαλήνη. Και η ελπίδα των μελλόντων αγαθών θα ενισχύσει τις δυνάμεις της ψυχής σου, σαν να έχουν χορτάσει αυτές με λιπαρά και παχιά φαγητά (πρβλ. Ψαλ. 62, 6). αυτά τα αγαθά να μας αξιώσει ο Κύριος, ο δίκαιος Κριτής. Αμήν.
Ούτε να μολύνεις, παρακαλώ, με άλλο τρόπο τον ναό του Θεού. Και να μη λυπήσεις το Πνεύμα του Θεού, που κατοικεί μέσα μας, ούτε τους αγίους Αγγέλους, που έχουν διαταγή να μας φυλάνε μέρα και νύχτα, και που διώχνουν μακριά από μας και τους δαίμονες, οι οποίοι, χωρίς να φαίνονται, τρίζουν τα δόντια τους εναντίον μας, για να μη γίνουν αυτοί κατήγοροι μας τη μέρα της κρίσης και υποστούμε την καταδίκη των Σοδόμων. Διότι και αν ακόμη μας περιβάλλουν οι τοίχοι, και μας καλύπτει η στέγη, και η πόρτα είναι κλεισμένη, και υπάρχει σκοτάδι, όμως ας συλλογισθούμε ότι εκείνον που χώρισε το σκότος από το φως (Γεν. 1, 4), δεν τον διαφεύγει κανένα από τα έργα μας (πρβλ. Ιώβ 34, 21).
Και ας σε πείσει ο Προφήτης, λέγοντας «Συνετισθείτε λοιπόν όσοι ανάμεσα στο λαό είστε άφρονες, και όσοι είστε ανόητοι βάλτε επιτέλους γνώση. Αυτός που φύτευσε το αυτί, δεν ακούει; Αυτός που έπλασε το μάτι, δε βλέπει; Δεν θα ελέγξει, αυτός που τιμωρεί τα έθνη; Αυτός που διδάσκει στον άνθρωπο τη γνώση; Ο Κύριος γνωρίζει ότι οι σκέψεις των ανθρώπων είναι ανώφελες» (Ψαλ. 93, 8-11). Αγαπητέ αδελφέ, ο Κύριος δεν προσέχει μόνο τις πράξεις των ανθρώπων, αλλά και τις σκέψεις.
Αν όμως σου υπαγορεύει ο Εχθρός, λέγοντας «Υπάρχει μετάνοια· γι’ αυτό απόλαυσε το θέλημα σου», πες σ’ αυτόν· «Ποια ανάγκη υπάρχει, Διάβολε, να γκρεμίσουμε ένα σπίτι κτισμένο, και να το κτίσουμε πάλι από την αρχή, ενώ ο Απόστολος λέει· “Με φόβο και τρόμο να εργάζεσθε τη σωτηρία σας’’ (Φιλιπ. 2, 12); Και όπου υπάρχει ο φόβος και ο τρόμος, είναι φανερό ότι δεν υπάρχει καμιά ηδονή». Γι’ αυτό λοιπόν να αφοσιώνεσαι στη σωτηρία σου, αγαπητέ αδελφέ, και αφού καθίσεις στην ησυχία, συγκέντρωσε τους λογισμούς σου και πες στον εαυτό σου·
«Άνθρωπε, έχεις τόσο καιρό που κάνεις τις επιθυμίες της σάρκας σου και των σκέψεων σου. Τι ωφελήθηκες και τι κέρδισες κάνοντας αυτά; Άραγε πρόσθεσες στο ανάστημά σου έναν πήχυ; (πρβλ. Ματθ. 6, 27). Αλλά έχεις γίνει παχύς; Δεν μπόρεσες τίποτε άλλο να μαζέψεις για τον εαυτό σου, παρά τροφή για τα σκουλήκια. Αλλά τότε τι κέρδισες; Μήπως γέμισες με αγαθά τον ουράνιο θησαυρό, ζώντας έτσι χωρίς φόβο; Ποια λοιπόν είναι η ωφέλεια, που βγήκες έξω από τον κόσμο;».
Αλίμονο, ψυχή, ήρθες σε τέτοια κατάσταση, ήρθες σε τέτοια καταστροφή! Να, οι αδελφοί μου, που φοβούνται τον Θεό αληθινά, είναι στολισμένοι με τις αρετές, ενώ εγώ βαδίζω στο σκοτάδι. Πρωί-πρωί μετανοιώνω γι’ αυτά που έπραξα και στη συνέχεια κάνω τα χειρότερα. Και επειδή ο Κύριος μου χάρισε δύναμη και υγεία, έχοντας εγώ πεποίθηση σ’ αυτά παροργίζω τον Δημιουργό μου. Γιατί αμελείς, ψυχή μου; Γιατί καταφρονείς; Μη πως δηλαδή θα σε αφήσει εδώ εκείνος που σε δημιούργησε από την ανυπαρξία και σε έφερε στην ύπαρξη; Ο ίδιος θα στείλει τον Άγγελο του, και θα αναχωρήσεις από δω. Γνώρισε την ασθένειά σου, ψυχή μου. Ως πότε θα εναντιώνεσαι στον Δημιουργό σου και στις προσταγές του;
Ω Διάβολε, με έχεις εξευτελίσει και στους Αγγέλους και στους ανθρώπους, επειδή υπάκουσα στην ασεβή συμβουλή σου. Μου υπαγόρευσες, λέγοντας: «Κάνε μια φορά την επιθυμία σου, και μην την κάνεις άλλο, και δε θα γίνει γνωστό το αμάρτημα σου». Δες, εκείνο το μικρό έγινε σ’ εμένα μεγάλο ρήγμα, και δεν μπορώ να αντισταθώ στις πονηρές και ποικίλες επιθυμίες σου. Βρήκε δηλαδή το νερό μια μικρή οπή και δημιούργησε ρήγμα μεγάλο και σε όλους φανερό. Διότι αλήθεια, η συνήθεια των αμαρτημάτων οδηγεί στο χειρότερο εκείνον που έπεσε σ’ αυτά. Διότι θόλωσες τον νου μου με τους ρυπαρούς λογισμούς και με έσπρωξες στο λάκκο της αμαρτίας. Σε ποιον να πω, για να με κλάψει; Διότι ο Εχθρός με κατάντησε γυμνό εξαιτίας της ραθυμίας μου· αλλά στηριζόμενος στην ελπίδα μου προς τον Θεό, δεν απελπίζομαι εντελώς για τη σωτηρία μου.
Αλλά τι να πω στον πανούργο Διάβολο; Κατάργησε την εγκράτεια μου εξαιτίας της αδυναμίας του στομάχου μου και με αποξένωσε από την αγρυπνία στις προσευχές· φύτευσε μέσα μου τη φιλαργυρία με πρόφαση τα βαθιά γηρατειά· ξήρανε τα δάκρυα μου· σκλήρυνε την καρδιά μου· με απομάκρυνε από την υπακοή στον Χριστό και έβαλε μέσα μου τους περισπασμούς· με έκανε ανυπάκουο· με έκανε άνθρωπο που θέλει να μην εργάζεται, αλλά να ασχολείται με ανώφελα πράγματα (πρβλ. Β΄ Θεσ. 3, 11) με δίδαξε να είμαι φθονερός και κατάλαλος· δε με άφησε να δω το δοκάρι που είναι στο μάτι μου, όμως παρουσιάζει μπροστά στα μάτια μου την αγκίδα που είναι στο μάτι του αδελφού μου (πρβλ. Ματθ. 7, 3. Λουκ. 6, 42).
Συμβουλεύει να κρύβω αυτά που έχω στην καρδιά μου, αν όμως πέσει ο αδελφός μου σε παράπτωμα, με συμβουλεύει να μιλώ συνεχώς γι’ αυτό· με κατάντησε υπερήφανο και θυμώδη και οργίλο· με δίδαξε να είμαι γαστρίμαργος και μέθυσος και φιλήδονος· προκάλεσε σ’ εμένα τις βλάβες της ψυχής μου, σαν να είναι ωφέλειες· με δίδαξε να είμαι οκνηρός και γογγυστής και φλύαρος· με έμαθε να είμαι απρόσεκτος στην ανάγνωση και στην ψαλμωδία. Προσεύχομαι, και δεν ξέρω τι λέω· αιχμαλωτίζομαι, και δεν το καταλαβαίνω. Παρόλο που με συμβούλευσαν πολλές φορές άνθρωποι που φοβούνται τον Κύριο, εγώ δεν υπάκουσα στην αγαθή συμβουλή τους· διότι δεχόμουν τα λόγια τους σαν βέλη, και ενώ με παρακαλούσαν, εγώ οργιζόμουν. Σου φτάνει, Διάβολε.
Έλα λοιπόν στον εαυτό σου, ψυχή μου. Σε ποιον εμπιστευόμενη παροργίζεις τον Δημιουργό σου; Ως πότε θα παραμένεις στις ίδιες αμαρτίες; Μην αρνείσαι τη χάρη εκείνου που σε προστατεύει, για να μην απομακρυνθεί από σένα και παραδοθείς στα χέρια των εχθρών σου. Φεύγε τον Διάβολο, ψυχή μου, και τα έργα του· διότι είναι μισάνθρωπος· είναι ανθρωποκτόνος από την αρχή της δημιουργίας (Ιω. 8. 44). Αν τον πλησιάσεις, δε θα λυπηθεί για την απώλεια σου. Άφησε τον Πονηρό και προσκολλήσου στον φιλάνθρωπο Θεό.
Να ντραπείς λοιπόν, ψυχή, και να έρθεις στο δρόμο της σωτηρίας. Πληγώθηκες; Μην απελπίζεσαι για τον εαυτό σου· διότι αν και έπεσε πολλές φορές ο αθλητής, στο τέλος αναδείχθηκε νικητής. Έπεσες; Σήκω επάνω. Πάρε θάρρος, και πες· «Τώρα άρχισα». Και μη μένεις στην πτώση σου, για να μη σε πετάξουν, σαν ψοφίμι, τροφή στα όρνεα και στα θηρία. Διότι ο Προφήτης κραυγάζει «Μην παραδώσεις στα θηρία μια ψυχή που σε δοξολογεί· μη λησμονήσεις εντελώς τις ψυχές των φτωχών ανθρώπων σου» (Ψαλ. 73, 19).
Πέσε και συ μπροστά στον ένδοξο Βασιλιά, εξομολογούμενος τις αμαρτίες σου· διότι έχει πάρα πολλή ευσπλαχνία. Όσοι θέλουν να πλησιάσουν τον επίγειο βασιλιά εμποδίζονται από τους φύλακες, σπρώχνονται από τους στρατιώτες και τους υπηρέτες, προσφέρουν δώρα στους άρχοντες, για να πετύχουν αυτό που θέλουν. Εσύ όμως πλησιάζοντας στο Βασιλιά των απάντων, να μη φοβηθείς κανέναν απ’ αυτούς. Ούτε χρειάζονται δώρα· διότι κανείς δεν παίρνει δώρα και κανείς δεν εμποδίζει, επειδή αμέσως παρουσιάζεται ο Βασιλιάς και σε δέχεται. Διότι είναι αμνησίκακος και φιλάνθρωπος και μεταβάλλει απόφαση ώστε να μην τιμωρήσει τους ανθρώπους για τις αμαρτίες τους (Ιωνάς 4, 2).
Όταν όμως πλησιάζεις τον Θεό, μην τον πλησιάσεις με υποκρισία, ούτε με αμφίβολη καρδιά (πρβλ. Σοφ. Σειρ. 1, 28), αλλά με καθαρή συνείδηση· διότι προτού να πεις κάτι ασήμαντο ή σοβαρό, βλέπει από πριν αυτά για τα οποία πρόκειται να μιλήσεις, και προτού να δοκιμάσεις να ανοίξεις το στόμα σου, γνωρίζει από πριν αυτά που είναι μέσα στην καρδιά σου. Μη λοιπόν διστάζεις και μην κρύβεις το πάθος σου διότι δεν είναι σκληρός γιατρός, αλλά είναι συμπονετικός θεραπεύει με τον λόγο.
Μόνο είπε, και έγινε αυτό που είπε. Και βεβαιώνεται αυτό από τα ίδια τα γεγονότα. Είπε στον παράλυτο· «Σ’ εσένα λέω· σήκω, πάρε το κρεβάτι σου και πήγαινε στο σπίτι σου»· και αμέσως ο άνθρωπος έγινε καλά, και κρατώντας στα χέρια του το κρεβάτι που τον κράτησε επάνω του, περπατούσε υγιής (Μαρκ. 2, 11-12). Και στο λεπρό είπε· «Θέλω, να καθαριστείς από τη λέπρα» (Ματθ. 8, 3)· και αμέσως καθαρίστηκε η λέπρα του. Επίσης τον Λάζαρο τον ανέστησε ο Κύριος από τους νεκρούς, τέσσερις μέρες μετά τον θάνατο του (Ιω. 11, 39 και 44).
Και ας μη λέμε για το καθένα και φανούμε ότι μακρύνουμε τον λόγο διότι τα έργα του είναι αμέτρητα. Επίσης τη γυναίκα που έπλυνε τα πόδια του με τα δάκρυα της, και τα σκούπισε με τα μαλλιά της, με τον λόγο συγχώρησε τα αμαρτήματα της, λέγοντας (Λουκ. 7, 38 και 48). «Έχε θάρρος, κόρη μου, η πίστη σου σε έσωσε» (πρβλ. Λουκ. 7, 50). Διότι ο Κύριος είναι πηγή αστείρευτη, που αναβρύζει για τους ανθρώπους θεραπείες.
Μη λοιπόν διστάζεις· διότι, αν εσύ θέλεις να σωθείς, δε σε απορρίπτει εκείνος που είπε· «Αν εσείς, παρόλο που είστε πονηροί, ξέρετε να δίνετε στα παιδιά σας καλά πράγματα, πόσο περισσότερο ο Πατέρας σας ο ουράνιος θα δώσει καλά πράγματα σ’ εκείνους που τα ζητούν απ’ αυτόν;» (Ματθ. 7, 11). Πλησίασε λοιπόν στον Πατέρα της ευσπλαχνίας, ομολογώντας τις αμαρτίες σου και λέγοντας με δάκρυα «Αμάρτησα στον ουρανό και σ’ εσένα, Κύριε Θεέ Παντοκράτορα, και δεν είμαι άξιος πια να λέγομαι γιος σου (πρβλ. Λουκ. 15, 18), ούτε να ατενίσω και να δω το ύψος του ουρανού εξαιτίας των πολλών μου αμαρτιών, ούτε να προφέρω το ένδοξο όνομα σου με τα χείλη μου, εγώ ο αμαρτωλός.
Διότι έκανα τον εαυτό μου ανάξιο για τον ουρανό και για τη γη, με το να παροργίσω τον αγαθό Δεσπότη. Σε παρακαλώ, Κύριε, σε παρακαλώ, μη με απομακρύνεις από την παρουσία σου (Ψαλ. 50, 13), ούτε να απομακρυνθείς εσύ από μένα (Ψαλ. 21, 12 κ.α.), για να μην απολεσθώ. Διότι, αν δε με είχε σκεπάσει το χέρι σου, θα είχα ως τώρα απολεσθεί, και θα ήμουν σαν σκόνη που σκορπίζει ο άνεμος, και θα καταντούσα σαν να μην είχα εμφανισθεί ποτέ σ’ αυτή τη ζωή.
Διότι αφότου εγκατέλειψα τον δρόμο σου, δεν είδα καλή μέρα· και μάλιστα η μέρα μέσα στις αμαρτίες, παρόλο που φαίνεται καλή, είναι πολύ πολύ πικρή. Αλλά από τη στιγμή αυτή ελπίζω, αν με ενισχύσει η χάρη σου, να φροντίσω για τη σωτηρία μου. Και τώρα πέφτω γονατιστός και σε παρακαλώ· βοήθησε εμένα που περιπλανήθηκα μακριά από τον δρόμο της δικαιοσύνης σου. Χύσε επάνω μου την πολλή σου ευσπλαχνία, όπως στον άσωτο γιο· διότι ντρόπιασα τη ζωή μου, σκορπίζοντας τον πλούτο της χάρης σου (πρβλ. Λουκ. 10, 13).
Ελέησε με και δείξε αμνησικακία για τη φαύλη ζωή μου, όπως για την αμαρτωλή γυναίκα (Λουκ. 7, 48) και για τον τελώνη (Λουκ. 19, 9). Λυπήσου με, όπως το Ληστή· διότι αυτός, όταν ήταν στη γη, είχε ξεγραφεί από όλους· εσύ όμως τον δέχθηκες και τον έκανες κάτοικο του παραδείσου της τρυφής (Λουκ. 23, 43). Δέξου και τη μετάνοια, εμένα του ανάξιου δούλου σου, επειδή και εγώ είχα ξεγραφεί από όλους. Διότι ήρθες, Κύριε, όχι να σώσεις τους δίκαιους, αλλά να καλέσεις σε μετάνοια τους αμαρτωλούς» (πρβλ. Ματθ. 9, 13. Μαρκ. 2, 17. Λουκ. 5, 32).
Προσευχήσου, εξομολογήσου. Ας συνεργάζεται η πράξη με την προσευχή και την εξομολόγηση, για να κατευθυνθεί η προσευχή σου μπροστά στον Θεό, σαν θυμίαμα (πρβλ. Ψαλ. 140, 2). Και θα ακούσεις· «Άνθρωπε, μεγάλη είναι η πίστη σου! Ας γίνει όπως θέλεις» (πρβλ. Ματθ. 15, 28). Και ο Θεός, ο οδηγός εκείνων που έχουν πλανηθεί και ο ανορθωτής εκείνων που έχουν πέσει και συντριβεί, εύχομαι να μας αξιώσει να ζήσουμε ζωή ακατάκριτη, και να μας βάλει στα δεξιά του (Ματθ. 25, 33) εκείνη τη μέρα, ο δίκαιος Κριτής. Διότι σ’ αυτόν πρέπει η δόξα, η τιμή και η προσκύνηση, στον Πατέρα και στον Υιό και στο Άγιο Πνεύμα, σε όλες τις γενεές του κόσμου. Αμήν.
Οσίου Εφραίμ του Σύρου. Έργα. τ. Γ΄.
μετ. Κωνσταντίνου Γ. Φραντζολά.
εκδ. Το Περιβόλι της Παναγίας, εκδ. Α΄ 1990.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου