ΑΡΧΙΚΗ

Το διάταγμα περί Οἰκουμενισμοῦ τῆς Β΄ Βατικανῆς Συνόδου(Unitatis Redintegratio)

  Υπάρχει ένα φιλοσοφικό ρητό που λέει: «Λαός που δεν γνωρίζει την ιστορία του χάνεται… ... δίχως αξίες και ιδανικά...

 ΕΛΛΗΝΑ ΡΑΓΙΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΜΑΘΕΙΣ ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΤΙ ΣΟΥ ΚΑΝΑΝΕ ΟΙ ΛΟΙΚΟΠΟΙΜΕΝΕΣ ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΛΑΤΗ ΣΟΥ . ΤΑ ΓΝΩΡΙΖΟΥΝ ΟΛΑ ΟΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΤΕΣ ΚΑΙ ΠΡΑΤΟΥΝ ΤΑ ΑΝΤΙΘΕΤΑ , ΠΕΡΝΟΥΝ ΑΠΟ ΚΑΠΟΥ  ΕΝΤΟΛΕΣ.

ΕΙΣΑΓΩΓΗ 

 «Η Β’ Σύνοδος του Βατικανού έθεσε τα θεμέλια γιατη νέα πορεία της Εκκλησίας στο σύγχρονο κόσμο. Παρόλο που στην ουσία παραμένει η ίδια με “χθες”, η Εκκλησία ζει και κατανοεί το “σήμερα”. Η Σύνοδος την βοήθησε να προετοιμαστεί για το πέρασμα από τη δεύτερη στην τρίτη μετά Χριστόν χιλιετία.» Πάπας Ιωάννης-Παύλος Β’

 

Κίνδυνος τοῦ παπισμού

 https://www.augoustinos-kantiotis.gr/?p=112896

 https://agia-kyriaki.leonteios.gr/wp-content/uploads/sites/9/2017/12/b_synodos.pdf


Η Β’ Βατικανή Σύνοδος και η νέα θεολογία και η νέα εκκλησιολογία της Β΄ΜΕΡΟΣ

 ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ

Ιερόθεε δεν είναι μόνο  να μας τα γράφεις (ΘΕΩΡΙΑ)  και από πίσω να τους μνημονεύεις διάβασε τι λένε οι Άγιοι Πατέρες  για τους παραβάτες της πίστεως ...

 ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ: Τους παραβάτας της ορθής πίστεως ..αυτούς ώς καθάρματα, μήτε συλλειτουργείν αυτοίς ανεχόμενοι, μήτε μνημονεύοντες ολως αυτών ώς Χρι­στιανών

Ο Henry Kissiger

“Οι Έλληνες είναι αναρχικοί και δύσκολα κουμαντάρονται. Γι’ αυτόν τον λόγο πρέπει να χτυπήσουμε βαθιά μέσα στις πολιτισμικές τους ρίζες: έτσι ίσως καταφέρουμε να τους αναγκάσουμε να συμβιβαστούν. Εννοώ βέβαια να χτυπήσουμε την γλώσσα τους, την θρησκεία τους, τα πολιτισμικά και ιστορικά αποθέματα, έτσι ώστε να ουδετεροποιήσουμε την δυνατότητα τους να αναπτύσσονται, να διακρίνουν τους εαυτούς τους, ή να αποδεικνύουν ότι μπορούν να νικούν, έτσι ώστε να ξεπεράσουμε τα εμπόδια στα στρατηγικώς απαραίτητα σχέδια μας στα Βαλκάνια, την Μεσόγειο, και την Μέση Ανατολή.”

Τα σχέδια τους ήταν

-Αφελληνισμός

-Καταστροφή της παιδείας(ήδη το κανει η Διαμαντοπουλου )

-Καταστροφή και σβήσιμο της Ιστορίας

-Διάλυση πολιτισμού και γλώσσας

-Αχταρμοποίηση Ελληνικού Λαού με την βοήθεια Μεταναστών(λαθραίων και μη)

-Επιβολή ΔΝΤ

-Πώληση ορυκτού πλούτου σε ξένες εταιρίες

-Ιδιωτικοποίηση των πάντων

-Eπιβολή της Παγκόσμιας Διακυβέρνησης

-Ηλεκτρονικές Ταυτότητες

-Διχοτόμηση και κατακερματισμός της Ελλάδας σε 9 περιφέρειες (Ανεξάρτητη Κρήτη,Δωδεκάνησα-Τουρκία, Θράκη-Τουρκικη Θράκη, Μακεδονία-Σκόπια, Ηπειρός-Αλβανία, Ανεξάρτητη Κέρκυρα, Πελλοπόνησος, Στερεά Ελλάδα, Κυκλάδες).

 ΚΥΡΙΩΣ ΘΕΜΑ 

Τό περιβόητο διάταγμα περί Οἰκουμενισμοῦ τῆς Β΄ Βατικανῆς Συνόδου(Unitatis Redintegratio). Ἕνας σύντομος σχολιασμός μέ τήν εὐκαιρία τῶν 50 χρόνων ἀπό τήν ἔκδοσή του. 

  ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΓΡΑΦΕΙΟ ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΠΑΡΑΘΡΗΣΚΕΙΩΝ
Εν Πειραιεί τη 8η Ιανουαρίου 2015.
 
ΤΟ ΠΕΡΙΒΟΗΤΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΠΕΡΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΥ TΗΣ Β΄ ΒΑΤΙΚΑΝΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ (UNITATIS REDIDENGRATIO). ΕΝΑΣ ΣΥΝΤΟΜΟΣ ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΚΑΙΡΙΑ 50 ΧΡΟΝΩΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΤΟΥ.
Ένα σχετικά πρόσφατο δημοσίευμα της εν Ελλάδι εφημερίδος των παπικών «ΚΑΘΟΛΙΚΗ» (φ. 30-11-2014), με τίτλο: «50 χρόνια από την έκδοση του Διατάγματος της Β΄ Βατικανής Συνόδου “Περί Οικουμενισμού: 1964-2014 (Unitatis Redintegratio)”», μας έδωσε την αφορμή για τον παρόντα σύντομο σχολιασμό του περιβοήτου αυτού Διατάγματος, ως και των συναφών με αυτό Θεολογικών Διαλόγων μεταξύ Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών. Το δημοσίευμα  αναφέρεται στη σύγκληση και στις εργασίες της Ολομέλειας των Μελών και Συμβούλων του Ποντιφικού Συμβουλίου για την Ενότητα των Χριστιανών, με την ευκαιρία της συμπληρώσεως 50 ετών από την έκδοσή του, «στην αξιολόγηση και εφαρμογή του Συνοδικού Διατάγματος, αλλά και στον απολογισμό και έκθεση των πεπραγμένων του Συμβουλίου κατά τα 50 χρόνια λειτουργίας του, ιδιαίτερα όσον αφορά τις σχέσεις και τους επίσημους Θεολογικούς Διαλόγους με τις άλλες Εκκλησίες (Ορθόδοξες και Αρχαίες Ανατολικές) και Εκκλησιαστικές Κοινότητες της Δύσεως (Αγγλικανική, Παλαιοκαθολική, Παγκόσμιο Συμβούλιο Μεθοδιστών, Παγκόσμια Λουθηριανή Ομοσπονδία, Ευαγγελικές Εκκλησίες Ευρώπης, Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών, Επιτροπή “Πίστη και Τάξη”».

Το εν λόγω Διάταγμα, όπως είναι γνωστό, έβαλε τα θεμέλια του παπικού Οικουμενισμού, υιοθέτησε νέα εκκλησιαστική πολιτική απέναντι στην Ορθόδοξη Εκκλησία και τις άλλες χριστιανικές ομολογίες και άνοιξε τον δρόμο για την προσέγγιση και τον διάλογο μ’αυτές με στόχο την πανχριστιανική ενότητα. Η στροφή αυτή προς τις άλλες ομολογίες θεωρήθηκε ως επιβεβλημένη και ως σύμφωνη με το θέλημα του Θεού. Ο Καρδινάλιος Edward Cassidy σε πρόσφατο σχετικά έργο του, (2005), με τίτλο: «Οικουμενισμός και Διαθρησκειακός Διάλογος: Unitatis Redintegratio, Nostra Aetate», εδήλωσε: «Η Σύνοδος, [Β΄ Βατικανή], με μια σαφή ριζοσπαστική αποστασιοποίησή της από την προγενέστερη αυτής διδασκαλία, παρουσιάζει την Οικουμενική Κίνηση ως ‘εμφορουμένη από την Χάρη του Αγίου Πνεύματος’».[1] Γύρω από το εν λόγω διάταγμα ασχολήθηκε,και μάλιστα εις βάθος, σε μια άριστη πρόσφατη μελέτη του ο πρωτοπρ. π. Πέτρος Χιρς, διδάκτωρ της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ, με τίτλο «Η εκκλησιολογική αναθεώρηση της Β΄ Βατικανής Συνόδου», στην οποία μας δίδει πολύ ενδιαφέροντα στοιχεία, τα οποία μας βοηθούν να σχηματίσουμε μια σαφέστερη εικόνα του περιεχομένου του εν λόγω Διατάγματος, όπως και το πώς αυτά τα στοιχεία αξιολογούνται από Ορθοδόξου πλευράς.

Σύμφωνα με την παρά πάνω μελέτη ο Παπισμός με το Unitatis Redintegratio, (UR), εξέφρασε και δογμάτισε μια νέα Εκκλησιολογία και μια νέα αντίληψη σχετικά με την εκκλησιολογική θέση των ετεροδόξων,αλλά και με την  φύση της Ρωμαιοκαθολικής «Εκκλησίας» καθ’ εαυτήν, η οποία είναι όχι μόνον τελείως ξένη προς την Ορθόδοξη Εκκλησιολογία, αλλά επί πλέον «παρουσιάζει μια θεωρία περί Εκκλησίας, που δεν είναι συνεπής με την προηγούμενη μετασχισματική κατανόηση του Καθολικισμού, ούτε αποτελεί επιστροφή στο consensuspartum, αλλά ούτε και στην Εκκλησιολογία του Αυγουστίνου».[2] Πιο συγκεκριμένα «η εικόνα της Εκκλησίας που αναδύεται από τα κείμενα του UR και του Lumen Gentium, είναι μία ιδιάζουσα Εκκλησία δύο βαθμίδων με δύο είδη βαπτίσματος, ή δύο αποτελέσματα εκ του ενός βαπτίσματος. Σύμφωνα με το UR οι κατέχοντες μόνο το βάπτισμα, χωρίς την πραγματικότητα της Ευχαριστίας, (ήτοι οι περισσότεροι Προτεστάντες), ‘ενσωματώνονται αληθινά’ στο Σώμα του Χριστού με το βάπτισμα, χωρίς όμως να μετέχουν στο Αίμα του Χριστού, στην Ευχαριστία. Όσοι θεωρούνται πως κατέχουν μια «έγκυρη» Ευχαριστία, επειδή έχουν Αποστολική Διαδοχή, (ήτοι οι Ορθόδοξοι), αυτοί παρ’ ότι συμμετέχουν αληθινά στο Σώμα και Αίμα του Χριστού, εν τούτοις παραμένουν ‘τραυματισμένοι’, στερούμενοι όχι το πλήρωμα του Χριστού, αλλά το πλήρωμα της κοινωνίας με τον εκπρόσωποΑυτού, τον Ανώτατο Ποντίφικα».[3] Δηλαδή στην παρά πάνω  εικόνα περί Εκκλησίας που μας δίδει το UR, βασικό και θεμελιώδες κριτήριο εκκλησιαστικότητος είναι το βάπτισμα, το οποίο «ενσωματώνει στην Εκκλησία του Χριστού τους ‘χωρισμένους χριστιανούς’ πρώτον ως μέλη της ιδιαίτερης Εκκλησίας τους και δεύτερον ως χριστιανούς, που βρίσκονται σε ατελή κοινωνία με την Ρώμη».[4] Οι βασικές και θεμελιώδεις θέσεις περί Εκκλησίας, κατά τον ως άνω συγγραφέα, που διατυπώθηκαν και νομοθετήθηκαν κατά την Β΄ Βατικανή Σύνοδο και αποτελούν έκτοτε την νέα επίσημη περί Εκκλησίας διδασκαλία του Παπισμού, είναι: «α) Οι όροι ‘σχίσμα’ και ‘αίρεση’ δεν εφαρμόζονται πλέον. β) Το Άγιο Πνεύμα χορηγείται και αγιάζει τα σχισματικά – αιρετικά σώματα. γ) Σχισματικά – αιρετικά σώματα αναγνωρίζονται ως Εκκλησίες και εκκλησιαστικέςκοινότητες. δ) Η Εκκλησία περιλαμβάνει όλους τους ‘βαπτισμένους’, που συμμετέχουν κατά βαθμούς [στο πλήρωμα της Χάριτος]. ε) [Εισάγεται η] διάκριση μεταξύ πλήρους και ατελούς κοινωνίας [με την Ρώμη]. στ) Μη απαραίτητη πλέον η ομολογία της [ορθής] πίστης για να ανήκει [κάποιος] στην Εκκλησία».[5] Με βάση τα παράπάνω γίνεται φανερό, ότι στην Β΄ Βατικανή θα πρέπει να αναζητήσουμε την αφετηρία μιάς από τις αιρετικές θεωρίες, που αναπτύχθηκαν στους κόλπους του Οικουμενισμού, την «θεωρία της βαπτισματικής ενότητος», η οποία βρήκε έδαφος δυστυχώς και μέσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία, από πολλούς θεολόγους με κύριο εκπρόσωπο τον Συμπρόεδρο της Μικτής Επιτροπής επί του Θεολογικού Διαλόγου μεταξύ Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών, Μητροπολίτη Περγάμου κ. Ιωάννη Ζηζιούλα: «Το βάπτισμα δημιουργεί ένα όριο στην Εκκλησία. Τώρα με αυτό το βαπτιστικό όριο είναι κατανοητό να υπάρξει διαίρεση, αλλά οποιαδήποτε διαίρεση μέσα σε αυτά τα όρια δεν είναι το ίδιο μετην διαίρεση, που υπάρχει μεταξύ της Εκκλησίας και αυτών που βρίσκονται έξω από αυτό το βαπτιστικό όριο […] Εντός του βαπτίσματος, ακόμη και αν υπάρχει μια διάσπαση, μια διαίρεση, ένα σχίσμα, ακόμη μπορείς να μιλάς για Εκκλησία».[6]
Η νέα Εκκλησιολογία που αναδύεται από τα περί Εκκλησίας κείμενα της Β΄ Βατικανής, (UR, Lumen Gentium), παρουσιάζει καταπληκτικές ομοιότητες με τις εκκλησιολογικές θέσεις, που κατά καιρούς εξέφρασε και επισήμως διετύπωσε ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος, (και όσοι τον ακολουθούν), τις οποίες συνοψίζει και ανατρέπει άριστα με αδιάσειστες βιβλικές και πατερικές μαρτυρίες, το εσχάτως δημοσιευθέν κείμενο της Συνάξεως Κληρικών και Μοναχών με τίτλο «Η νέα Εκκκλησιολογία του Οικουμενικού Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου». Για παράδειγμα στο 22ο κεφάλαιο του UR γίνεται λόγος για εκκλησιαστικές κοινότητες (Ορθοδόξων, Προτεσταντών κ.λ.π.) «διϊστάμενες», και άρα απεσχισμένες, από την Ρωμαιοκαθολική «Εκκλησία», μη έχουσες πλήρη κοινωνία μετ’ αυτής: «Αι διϊστάμεναι προς ημάς εκκλησιαστικαί κοινότητες δεν έχουν μεθ’ ημών την απορρέουσαν από το βάπτισμα πλήρη ενότητα, πιστεύομεν δε ότι λόγω κυρίως της απουσίας του μυστηρίου της ιερωσύνης, δεν διετήρησαν την γνησίαν και ακεραίαν ουσίαν του μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας».[7] Σ’ άλλο σημείο, στο 3οκεφάλαιο του UR, γίνεται πάλι λόγος για αποσχίσεις, στη γένεση των οποίων έπαιξε κάποιο ρόλο η ανθρώπινη ενοχή, οι δε σοβαρότατες δογματικές διαφορές που μας χωρίζουν από τους Ρωμαιοκαθολικούς, χαρακτηρίζονται ως απλά εμπόδια, που πρέπει μέσω του διαλόγου να υπερπηδηθούν: «Εις την μίαν ταύτην και μόνην Εκκλησίαν του Θεού εξ’ αρχής ήδη ενεφανίσθησαν ένιαι αποσχίσεις, τας οποίας ο απόστολος αποδοκιμάζει αυστηρώς ως καταδικαστέας. Κατά τους επόμενους τέσσερις αιώνας ανέκυψαν ευρύτεραι διαστάσεις και ουχί μικραί κοινότητες εχωρίσθησαν από την πλήρη κοινωνίαν της Καθολικής Εκκλησίας, ενίοτε ουχί άνευ της ανθρωπίνης ενοχής αμφοτέρων των πλευρών.[…] Πράγματι όσοι πιστεύουν εις Χριστόν και έλαβον εγκύρως το βάπτισμα, τελούν εν ποιά τινί κοινωνία, έστω και ατελεί μετά της Καθολικής Εκκλησίας. Βεβαίως, ποικίλαι διαφοραί μεταξύ αυτών και της Καθολικής Εκκλησίας, τόσον επί δογματικών ζητημάτων, ενίοτε και κανονικών, όσον και περί την δομήν της Εκκλησίας, αποτελούν αριθμόν εμποδίων- έστιν ότε σοβαρωτάτων – προς πλήρη εκκλησιαστικήν κοινωνίαν, τα οποία η οικουμενική κίνησις τείνει να υπερπηδήσει».[8] Παρόμοια εικόνα μιας εν χρόνω διεσπασμένης Εκκλησίας μας έδωσε κατ’ επανάληψιν με κατά καιρούς δηλώσεις του ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος. Για παράδειγμα σε μια πρόσφατη δήλωσή του, προς τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων κ. Θεόφιλο, δημοσιευθείσα στο ιστολόγιο Amen.gr είπε τα εξής: «Η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, η ιδρυθείσα υπό του εν “αρχή Λόγου”,  του “όντος προς τον Θεόν”, και “Θεού όντος” Λόγου, κατά τον ευαγγελιστή της αγάπης, δυστυχώς κατά την επί γης στρατείαν αυτής, λόγω της υπερισχύσεως της ανθρώπινης αδυναμίας και του πεπερασμένου θελήματος του ανθρωπίνου νοός, διεσπάσθη εν χρόνω. Ούτω διεμορφώθησαν καταστάσεις και ομάδες ποικίλαι, εκ των οποίων εκάστη διεκδικεί “αυθεντίαν” και  “αλήθειαν”. Η Αλήθεια όμως είναι Μία,  ο Χριστός, και η ιδρυθείσα υπό Αυτού Μία Εκκλησία». «Ατυχώς, υπερίσχυσεν ο ανθρώπινος παράγων, και διά της συσσωρεύσεως προσθηκών “θεολογικών”, “πρακτικών” και “κοινωνικών” αι κατά τόπους Εκκλησίαι ωδηγήθησαν εις διάσπασιν της ενότητος της πίστεως, εις απομόνωσιν, εξελιχθείσαν ενίοτε εις εχθρικήν πολεμικήν».[9] Από την παρά πάνω απλή σύγκριση,(και από άλλες παρόμοιες που θα μπορούσαμε να κάνουμε), φαίνεται ξεκάθαρα, ότι οι ιθύνοντες του Φαναρίου ακολουθούν  και προωθούν, άλλοτε απροκάλυπτα και άλλοτε συγκεκαλυμένα, την νέα παπική Εκκλησιολογία, όπως αυτή διαμορφώθηκε στην Β΄ Βατικανή, δηλαδή μια Εκκλησιολογία κομμένη και ραμμένη στα μέτρα του παπικού Οικουμενισμού.
Στο παρά πάνω δημοσίευμα της Παπικής εφημερίδος γίνεται επίσης λόγος για τους Θεολογικούς Διαλόγους με τις Ορθόδοξες Εκκλησίες και για το πρόβλημα των Καθολικών Ανατολικών Εκκλησιών (Ουνίας). Τα μέλη του Ποντιφικού Συμβουλίου, στην αξιολόγηση των μέχρι τώρα Διαλόγων, κατέληξαν στο συμπέρασμα, ότι «σημειώθηκαν βέβαια θετικά βήματα θεολογικής προσέγγισης και συγκλίνουσες θέσεις, αλλά και ουσιαστικές διαφορές και αποκλίσεις». Για την πορεία του Θεολογικού Διαλόγου μεταξύ Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών όπως και για το αδιέξοδο, στο οποίο βρίσκεται τώρα, έχουμε ήδη αναφερθεί κατ’ επανάληψη σε παλαιότερα άρθρα και δημοσιεύσεις μας και παραπέμπουμε σ’ αυτά τον αναγνώστη. Εδώ μόνον προσθέτουμε, ότι οι παπικοί εβάδισαν με πιστότητα και εφάρμοσαν με ακρίβεια, στους μέχρι τώρα γενομένους Διαλόγους, τις βασικές αρχές του παπικού Οικουμενισμού, τις οποίες χάραξε η Β΄ Βατικανή με το διάταγμα UR.Τα όποια «θετικά βήματα» σημειώθηκαν, ήταν προδιαγεγραμμένα στις αποφάσεις της Β΄ Βατικανής. Οι Ρωμαιοκαθολικοί δεν προχώρησαν ούτε ένα βήμα περισσότερο από όσα προέβλεπε η Β΄ Βατικανή.
Εις ό, τι αφορά τώρα την Ουνία, το δημοσίευμα αναφέρει ότι «η αναφορά της “Ουνίας”, δεν είχε περαιτέρω συνέχεια καθότι για την Καθολική Εκκλησία, η από αιώνες ύπαρξη των Καθολικών Ανατολικών Εκκλησιών δεν τίθεται σε αμφισβήτηση, ούτε σε διαπραγμάτευση». Μ’ άλλα λόγια για τους παπικούς δεν υφίσταται θέμα καταργήσεως της Ουνίας και επ’ αυτού δεν δέχονται καμιά συζήτηση. Η Ουνία οφείλει να συνεχίσει το δόλιο και προσηλυτιστικό της έργο μεταξύ των Ορθοδόξων, όπως αυτό προδιαγράφεται σε ένα άλλο Διάταγμα της Β΄ Βατικανής, στο Διάταγμα για τις Ανατολικές Καθολικές Εκκλησίες. Μάλιστα στο διάταγμα αυτό αναφέρεται, ότι ακόμη και η διακοινωνία, (intercommunion), επιτρέπεται «για να προωθήσει όλο και περισσότερο την ένωση με τις Ανατολικές Εκκλησίες, που είναι χωρισμένες από εμάς».[10] Εάν όμως για το θέμα της Ουνίας, (που είναι ένα ήσσονος σημασίας θέμα για τον Παπισμό, αν το συγκρίνουμε με το θέμα του πρωτείου), δεν υφίσταται θέμα καταργήσεώς της, τότε πολύ περισσότερο δεν υφίσταται θέμα καταργήσεως του πρωτείου. Είναι βέβαιο, ότι πολύ περισσότερο στο θέμα αυτό οι παπικοί θα βαδίσουν απαρεγκλίτωςπάνω στις προδιαγραφές της Β΄ Βατικανής, και δεν πρόκειται να κάνουν ούτε ένα βήμα πίσω. Σημειωτέον ότι το παπικό δόγμα περί του πρωτείου διαπερνά αξονικά όλες τις αποφάσεις της Β΄ Βατικανής. Αναφέρουμε ένα μόνο αντιπροσωπευτικό κείμενο από το Lumen Gentium (ΙΙΙ,22): «…Ο Σύλλογος, ή το Σώμα των επισκόπων δεν έχει εξουσία, αν δεν βρίσκεται σε κοινωνία με τον Ρωμαίο Ποντίφικα, τον διάδοχο του Πέτρου και κεφαλή του Συλλόγου, διότι παραμένει ακέραιη η εξουσία του Πρωτείου πάνω σ’ όλους τους ποιμένες και τους πιστούς. Πραγματικά ο Ρωμαίος Ποντίφικας με το αξίωμά του ως αντιπροσώπου του Χριστού και ποιμένα όλης της Εκκλησίας, έχει πλήρη, υπέρτατη και παγκόσμια εξουσία μέσα στην Εκκλησία, την οποία μπορεί πάντοτε ελεύθερα να εξασκεί». Είναι λοιπόν βαθειά νυχτωμένοι όσοι νομίζουν, ότι θα μπορέσει να υπάρξει διέξοδος από το αδιέξοδο, στο οποίο βρίσκεται στην παρούσα φάση ο Διάλογος.
Το συμπέρασμα όσων αναφέραμε παρά πάνω είναι, ότι οι παπικοί δεν κάνουν τίποτε περισσότερο και τίποτε λιγότερο, από το να εφαρμόζουν τις συνοδικές αποφάσεις της Β΄ Βατικανής. Αλλά και οι «Ορθόδοξοι» Οικουμενιστές, (Πατριάρχες, Αρχιεπίσκοποι και οι παρατρεχάμενοί τους), δεν κάνουν τίποτε περισσότερο και τίποτε λιγότερο, από το ευθυγραμμίζονται με ένα δουλικό τρόπο πάνωστις ίδιες αποφάσεις. Το ερώτημα είναι τί κάνουμε εμείς, οι Ορθόδοξοι και συγκεκριμένα, όσοι από τους αρχιερείς, τους κληρικούς και τον πιστό λαό του Θεού δεν έχουν ακόμη διαποτιστεί από το θανατηφόρο δηλητήριο του Οικουμενισμού. Εκείνοι, (οι Παπικοί), είναι τουλάχιστον ειλικρινείς και συνεπείς με την κακόδοξη Εκκλησιολογία τους και την εφαρμόζουν κατά γράμμα. Εμείς είμαστε το ίδιο ειλικρινείς και συνεπείς με την Ορθοδοξία μας; Είμαστε πρόθυμοι να εφαρμόσουμε με πιστότητα και συνέπεια την Ορθόδοξη Εκκλησιολογία μας; Να βαδίσουμε πάνω στα χνάρια των αγίων Πατέρων μας, θυσιάζοντες θρόνους και αξιώματα και την ίδια την ζωή μας,αν χρειασθεί, για να διαφυλάξουμε ως κόρη οφθαλμού την φιλτάτη Ορθοδοξία μας;




[1]Cassidy Cardinal Edward Idris, Ecumenism and Interreligious Dialogue: Unitatis Redintegratio, Nostra Aetate, Εκδ. Paulist Press, NewYork 2005, σελ.13.
[2]Πρωτοπρ. π. Πέτρου Χίρς, διδάκτωρος της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ, «Η εκκλησιολογική αναθεώρηση της Β΄ Βατικανής Συνόδου», Εκδ. Uncut Mountain Press, Θεσσαλονίκη 2014, σελ.156.
[3]Ο.π. … σελ. 305.
[4]Ο.π. … σελ. 146.
[5]Ο.π.  σελ.307.
[6]«Orthodox  Ecclesiology and the Ecumenical Movement», Sourozh Diocesan Magazine (Ἀγγλία), τόμ. 21 (Αυγουστος 1985), σ. 16.
[7]Ο.π. …σελ. 343.
[8]Ο.π. …σελ. 323-324.
[9] «Οικουμενικός Πατριάρχης προς Πατριάρχη Ιεροσολύμων: Αμφότεροι φυλάσσσομεν  πνευματικάς και κυριαρχικάς Θερμοπύλας», Amen.gr  24 Μαϊ 2014) http://www.amen.gr/article18151 (παράγραφος §4).

[10]Διάταγμα περί των Ανατολικών Καθολικών Εκκλησιών, ενότητα 26.

 http://aktines.blogspot.gr/2015/01/unitatis-redintegratio-50.html

 

Οὐνία: Ἡ μέθοδος τοῦ παποκεντρικοῦ οἰκουμενισμοῦ

τοῦ Πανοσιολογιωτάτου Ἀρχιμανδρίτου π. Γεωργίου, Καθηγουμένου τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγίου Ὄρους

Προέλευση κειμένου: Περιοδικὸ «Παρακαταθήκη» τ.60


Προσφάτως ὁ Πάπας διώρισε ἐπίσκοπο καὶ ἀποστολικὸ Ἔξαρχο γιὰ τοὺς ἓν Ἀθήναις ἐλαχίστους Οὐνίτας τὸν χειροτονηθέντα εἰς ἐπίσκοπον Καρκαβίας τὴν 24η Μαΐου 2008 οὐνίτη κληρικὸ κ. Δημήτριο Σαλάχα, καθηγητὴ στὸ Ἰνστιτοῦτο Ἀνατολικῶν Σπουδῶν τῆς Ρώμης καὶ μέλος τῆς Μικτῆς Θεολογικῆς Ἐπιτροπῆς γιὰ τὸν Διάλογο Ὀρθοδόξων καὶ Ρωμαιοκαθολικῶν. Γιὰ τὴν οὐνιτικὴ κοινότητα τῶν Ἀθηνῶν τὸ γεγονὸς ὑπῆρξε βαρυσήμαντο, ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὴν ἀνακοίνωση τῆς κοινότητος στὴν ἰστοσελίδα της καὶ κυρίως ἀπὸ τὸν χειροτονητήριο λόγο τοῦ κ. Σαλάχα (Ἑλληνικὴ Καθολικὴ Ἐξαρχία, http://www.cen.gr). Γιὰ τοὺς Ὀρθοδόξους ὅμως τὸ ἴδιο αὐτὸ γεγονὸς ὑπῆρξε λυπηρὸ καὶ προκλητικό, καθὼς ἔφερε πάλι στὴν ἐπικαιρότητα τὸ πρόβλημα τῆς Οὐνίας, ἀπεκάλυψε γιὰ μία ἀκόμη φορὰ τὶς διαθέσεις τοῦ Βατικανοῦ ἐναντίον τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ φανέρωσε πόσο ἐπικίνδυνη εἶναι γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία ἡ προοπτικὴ τῶν λεγομένων Θεολογικῶν Διαλόγων. Οἱ κατωτέρω διαπιστώσεις εἶναι ἀρκούντως πειστικὲς περὶ τούτου:

α) Ἡ ἐκκλησιολογία τῶν οὐνιτικῶν κοινοτήτων

Ἡ ἐκκλησιολογία τῶν οὐνιτικῶν κοινοτήτων συνεχίζει νὰ εἶναι ἴδια μὲ ἐκείνη τὴν ἐκκλησιολογία, στὴν ὁποία θεμελιώθηκε ἡ Οὐνία τὸν 16ον αἰώνα. Τὸ βεβαιώνουν οἱ σχετικὲς ἀναφορὲς τοῦ ἐπισκόπου Δημητρίου Σαλάχα κατὰ τὸν χειροτονητήριο λόγο του.

Λέγει κατ᾿ ἀρχήν: «Ἡ κοινότητά μας ἀποτελεῖ μικρὸ τμῆμα τῶν κατ᾿ Ἀνατολὰς Καθολικῶν Ἐκκλησιῶν». Καὶ αὐτὸ εἶναι ἀληθινό. Ὅλες οἱ οὐνιτικὲς κοινότητες προέρχονται ἀπὸ τὰ σπλάγχνα τῶν Ὀρθοδόξων Ἀνατολικῶν Ἐκκλησιῶν καὶ ἔγιναν «Καθολικές», ἐπειδὴ ἀποδέχθηκαν τὸ παπικὸ Πρωτεῖον καὶ τὰ παπικὰ δόγματα. Αὐτοχαρακτηρίζονται ὡς «αἱ κατ᾿ Ἀνατολὰς Καθολικαὶ Ἐκκλησίαι», ἐπειδὴ πιστεύουν ὅτι ἡ κοινωνία τους μὲ τὸν Πάπα τὶς ἔχει καταστήσει «καθολικές», πλήρεις ἐκκλησίες, ἐξασφαλίζοντάς τους τὴν «καθολικότητα», ἐνῷ οἱ ὑπόλοιπες κατ᾿ ἀνατολὰς ἐκκλησίες ποὺ δὲν ἔχουν κοινωνία μὲ τὸν Πάπα (οἱ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καὶ οἱ ἀντιχαλκηδόνιες μονοφυσιτικὲς καὶ νεστοριανικὲς ἐκκλησίες ποὺ δὲν προσχώρησαν στὴν Οὐνία), δὲν εἶναι «Καθολικὲς» ἢ ὅπως τὶς χαρακτήρισε ἡ Β´ Βατικανὴ Σύνοδος εἶναι «ἐπὶ μέρους ἢ τοπικὲς Ἐκκλησίες, μεταξὺ τῶν ὁποίων τὴν πρώτη θέση κατέχουν οἱ Πατριαρχικὲς Ἐκκλησίες» (Διάταγμα περὶ Οἰκουμενισμοῦ, 14).

Συνεχίζεται ὁ χειροτονητήριος λόγος μὲ τὴν διαβεβαίωσι: «ἑνωτικὸ εἶναι τὸ ὅραμά μας καὶ ὄχι ῾οὐνιτικό᾿. Ἡ Β´ Βατικανὴ Σύνοδος μᾶς ὑπενθυμίζει ὅτι οἱ ἰσχύουσες κανονικὲς δομὲς λειτουργίας τῶν κατ᾿ Ἀνατολὰς Καθολικῶν Ἐκκλησιῶν θεσπίσθηκαν ῾ἄχρι καιροῦ᾿, δηλαδὴ μέχρις ὅτου οἱ ῾Ἐκκλησίες Καθολικὴ καὶ Ὀρθόδοξη ἀποκαταστήσουν τὴν πλήρη κοινωνία τους (Διάταγμα γιὰ τὶς Ἀνατολικὲς Ἐκκλησίες, ἀριθ. 30) κατὰ τὸ πρότυπο τῆς ἀρχαίας ἀδιαίρετης Ἐκκλησίας τῆς πρώτης χιλιετίας». Καὶ ἐμεῖς διερωτώμεθα: τί διαφέρει τὸ ῾ἑνωτικὸ᾿ ἀπὸ τὸ ῾οὐνιτικὸ᾿ ὅραμα; Μήπως τὸ οὐνιτικὸ δὲν ἦταν ἀνέκαθεν ἀπὸ ἐκκλησιολογικῆς ἀπόψεως ἑνωτικὸ (ψευδενωτικό), δὲν στόχευε δηλαδὴ στὴν ἐπίτευξι ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας, ὑπὸ τὴν προϋπόθεσι ὅμως τῆς ἀναγνωρίσεως τῆς παπικῆς αὐθεντίας καὶ τῶν παπικῶν δογμάτων, τὰ ὁποῖα θεσπίσθηκαν στὶς παπικὲς συνόδους τῆς Λυών, τῆς Φλωρεντίας-Φερράρας, τοῦ Τριδέντου καὶ τῶν λοιπῶν; Μήπως τὸ «ἑνωτικὸ» ὅραμα τῆς Β´ Βατικανῆς καὶ τοῦ παποκεντρικοῦ οἰκουμενισμοῦ προβλέπει κατάργησι τῶν δογμάτων ποὺ θεσπίσθηκαν ἀπὸ δεκατρεῖς «οἰκουμενικὲς» συνόδους τοῦ παπισμοῦ (Περὶ τοῦ ἀντιθέτου βλ. Ἀρχιμ. Γεωργίου, Καθηγουμένου Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγίου Ὄρους, Ἀνησυχία γιὰ τὴν προετοιμαζομένη ἀπὸ τὸ Βατικανὸ ἕνωσι Ὀρθοδόξων-Ρωμαιοκαθολικῶν, περιοδ. Παρακαταθήκη, τ. 54 (2007)); Καὶ ἐν τέλει πῶς χωρὶς τὴν ἀπόρριψι ὅλων τῶν ἐτεροδιδασκαλιῶν (αἱρέσεων) ὁ ἐπίσημος Θεολογικὸς Διάλογος θὰ ἐπιτύχῃ τὸ ἑνωτικό του ὅραμα χωρὶς νὰ εἶναι «οὐνιτικό», δεδομένου ὅτι μέχρι σήμερα δὲν ἔχει ἐπιτύχει τὴν κατάργησι κανενὸς ἀπὸ αὐτά;

Κατόπιν ὁ ἐπίσκοπος Σαλάχας διαβεβαιώνει τοὺς Ὀρθοδόξους: «ἡ Ἑλληνικὴ Καθολικὴ Ἐξαρχία [σσ. ἐννοεῖ τὴν οὐνιτικὴ κοινότητα τῆς Ἀχαρνῶν, τῆς ὁποίας προΐσταται] ἀπορρίπτει καὶ θὰ ἀπορρίπτει κατηγορηματικὰ κάθε ἐνέργεια προσηλυτισμοῦ» καὶ προσθέτει: «ἀλλὰ τοὺς παρακαλῶ [τοὺς Ὀρθοδόξους] νὰ μὴ μᾶς ἀρνηθοῦν τὸ δικαίωμα νὰ ὑπάρχουμε». Ἀναμφίβολα ἀπορρίπτει ρητῶς τὶς εἰδεχθεῖς μεθόδους τοῦ παρελθόντος, καὶ θέλουμε νὰ πιστεύουμε ὅτι εἶναι εἰλικρινὴς ὅταν ἀπαιτῇ νὰ ὑπάρχουν ὡς κοινότης ποὺ θέλει νὰ αὐτοπροσδιορίζεται. Ἐν τούτοις πρέπει νὰ γίνῃ σαφὲς ὅτι οἱ Ὀρθόδοξοι, παρ᾿ ὅτι δὲν ἔχουμε ἀντίρρησι γιὰ τὸ δικαίωμα κάθε ἀνθρώπου καὶ κάθε κοινότητος νὰ αὐτοπροσδιορίζωνται, τονίζουμε ὅτι ἡ ὕπαρξις τῶν οὐνιτικῶν ἐκκλησιῶν εἶναι ἡ ἁπτὴ ἀπόδειξις ὅτι ὑφίσταται ἡ Οὐνία καὶ ἑπομένως κάθε ἐνέργεια τοῦ Βατικανοῦ ποὺ ἐπιβεβαιώνει τὴν ὕπαρξί τους ἀποτελεῖ ἐπιβεβαίωσι τῆς Οὐνίας, ἀνεξαρτήτως τοῦ ἂν γίνεται ἀθέμιτος προσηλυτισμὸς ἢ ὄχι. Ἡ Οὐνία εἶναι πρωτίστως ἐκκλησιολογικὸ πρόβλημα. Ὡς τέτοιο κυρίως μᾶς ἀπασχολεῖ. Ἑπομένως, ἐφ᾿ ὅσον τὸ Βατικανὸ ἐπιβεβαιώνει τὴν Οὐνία ἐξασφαλίζοντας στὶς οὐνιτικὲς ἐκκλησίες τὸ δικαίωμα νὰ ὑπάρχουν ὑπὸ τὸ παρὸν ἐκκλησιολογικὸ τοὺς καθεστώς, ὁ θεολογικὸς Διάλογος ἀπὸ τὴν πλευρὰ τοῦ Βατικανοῦ δὲν μπορεῖ νὰ ἔχῃ ὡς προοπτικὴ τὴν ἀποκατάστασι τῆς ἑνότητος τῶν Ἐκκλησιῶν «κατὰ τὸ πρότυπο τῆς ἀρχαίας ἀδιαίρετης Ἐκκλησίας τῆς πρώτης χιλιετίας» ἀλλὰ τῆς Οὐνίας!

β) Τὸ Βατικανὸ ὑποστηρίζει τὴν Οὐνία

Παρ᾿ ὅτι ὑποκριτικὰ «καταδικάζει» τὴν Οὐνία ὡς μέθοδο ἑνώσεως τῶν Ἐκκλησιῶν (κείμενο τοῦ Balamand §1), τὴν ἐπιβεβαιώνει ἀναγνωρίζοντας τὴν ὕπαρξι τῶν οὐνιτικῶν κοινοτήτων (§31), καὶ ἐνισχύοντας ποικιλοτρόπως τὴν παρουσία καὶ δραστηριοποίησί τους μέσα στὰ κανονικὰ ὅρια τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν. Διερωτώμεθα: Μέχρι πότε οἱ Ὀρθόδοξοι θὰ διαιωνίζουμε τὸν Θεολογικὸ Διάλογο ἀνεχόμενοι αὐτὴ τὴν τραγελαφικὴ κατάστασι; Οἱ Ρωμαιοκαθολικοὶ (ἐκτὸς ἐπαινετῶν ἐξαιρέσεων, ποὺ ἀντίθετα μὲ τὸ Βατικανὸ δὲν συμφωνοῦν μὲ τὴν Οὐνία) εἶναι ἀνακόλουθοι καταδικάζοντες τὴν Οὐνία ὡς μέθοδο ἑνώσεως τοῦ παρελθόντος καὶ ἀναγνωρίζοντες τὶς οὐνιτικὲς κοινότητες. Πῶς ἐννοεῖται καταδίκη τῆς Οὐνίας καὶ ταυτόχρονος ἐνίσχυσις τῶν οὐνιτικῶν κοινοτήτων ποὺ κάνουν πραγματικότητα τὴν Οὐνία στὴν σκηνὴ τῆς Ἱστορίας;

Οἱ παλαιὲς ἀποτρόπαιες ἐνέργειες τῆς παπικῆς Οὐνίας εἶναι γνωστές. Ὑπενθυμίζουμε ὅτι ἐκμεταλλευόμενοι τὴν πολιτικὴ καὶ στρατιωτικὴ ἀδυναμία τῆς ἀνατολικῆς αὐτοκρατορίας μετὰ τὴν φρικτὴ Φραγκοκρατία, οἱ παπικοὶ ἔθεσαν τὸ πρῶτο θεμέλιο τῆς Οὐνίας μὲ τὴν ὑποταγὴ τῶν Ὀρθοδόξων στὶς ἀποφάσεις τῆς παπικῆς Συνόδου τῆς Λυὼν (1274) ἐπὶ Μιχαὴλ Παλαιολόγου καὶ πατριάρχου Ἰωάννου Βέκκου. Τὸ δεύτερο καὶ καθοριστικὸ θεμέλιο τῆς Οὐνίας τέθηκε μὲ τὴν γνωστὴ τυραννικὴ ἀπαίτησι τοῦ πάπα Εὐγενίου Δ´ γιὰ πλήρη ὑποταγὴ τῶν ἐμπεριστάτων Ἀνατολικῶν στὴν Σύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας (1439). Μὲ τὴν παροιμιώδη γιὰ τὴν δολιότητά της δράσι τους οἱ Ἰησουῖται ἀπὸ τὴν σύνοδο τῆς Βρέστης (1596) καὶ ἐντεῦθεν κατέστησαν τὴν Οὐνία τὸν μεγάλο πειρασμὸ τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, ποὺ ἐστοίχισε τὴν ζωὴ τοῦ πατριάρχου Κυρίλλου Λουκάρεως καὶ τὴν ἐκθρόνισι πολλῶν πατριαρχῶν, ὡδήγησε στὴν ἀποσκίρτησι ἀπὸ τοὺς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας μεγάλων κοινοτήτων στὴν Οὐκρανία, τὴν Τρανσυλβανία, τὴν Δαλματία, τὴν Ἀντιόχεια, καὶ προεκάλεσε τοὺς ἀπηνεῖς διωγμοὺς κατὰ τῶν Ὀρθοδόξων σε αὐτὲς καὶ ἄλλες τουρκοκρατούμενες περιοχὲς [Ἡ οὐνία χθὲς καὶ σήμερα (συλλογικὸς τόμος π. Γ. Δ. Μεταλληνοῦ, Δ. Γόνη, δ. Ἠ. Φρατσέα, δ. Εὐγ. Μοράρου, καὶ Ἐπισκόπου Βανάτου Ἀθανασίου Γιέβτιτς), ἔκδ. Ἁρμός, 1992. Ἀμβροσίου ἐπισκόπου Giorgiou, Ἱστορικὴ θεώρηση τῶν αἰτίων καὶ τῶν συνεπειῶν τῆς Ἕνωσης τῶν Ὀρθοδόξων τῆς Τρανσυλβανία μὲ τὴ Ρωμαιοκαθολικὴ Ἐκκλησία (Ἡ Οὐνία στὴν Τρανσυλβανία ἀπὸ τὸν 18ο μέχρι τὸν 21ο μ.Χ. αἰ.), ἔκδ. Πουρναρᾶ, Θεσ/νίκη 2006. Ἀρχιμ. Γεωργίου Καψάνη, Καθηγουμένου Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγίου Ὄρους, Ἡ Ἐκκλησιολογικὴ Αὐτοσυνειδησία τῶν Ὀρθοδόξων ἀπὸ τῆς Ἁλώσεως μέχρι τῶν ἀρχῶν τοῦ 20οῦ αἰῶνος, στὸν συλλογικὸ τόμο Εἰκοσιπενταετηρικὸν (ἀφιέρωμα στὸν Μητροπολίτη Νεαπόλεως καὶ Σταυρουπόλεως κ. Διονύσιο), Θεσσαλονίκη 1999. Τιμοθέου Ἰ. Τιμοθεάδη, Ἡ Οὐνία Γιαννιτσῶν καὶ ἡ πολιτικὴ τοῦ Βατικανοῦ χθὲς καὶ σήμερα, Γιαννιτσὰ 1992]. Τὴν ἴδια περίοδο ἡ παποκινούμενη οὐνιτικὴ προπαγάνδα κλιμακώνεται μὲ τὴν δράσι τῆς Propaganda Fidei καὶ μὲ τὰ σχολεῖα (κορυφαῖα θέσι μεταξύ τους κατεῖχε τὸ Κολλέγιο τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου στὴν Ρώμη) [Ζαχαρία Ν. Τσιρπανλῆ, Οἱ Μακεδόνες σπουδαστὲς τοῦ Ἑλληνικοῦ Κολλεγίου Ρώμης καὶ ἡ δράση τους στὴν Ἑλλάδα καὶ στὴν Ἰταλία, ἔκδ. Ἑταιρεία Μακεδονικῶν Σπουδῶν, Θεσ/νίκη 1971], καθοδηγούμενα ἀπὸ παπικοὺς ἱεραποστόλους μὲ σκοπὸ ὄχι μόνο τὸν ἐξουνιτισμὸ μεμονωμένων προσώπων ἀλλὰ κυρίως τὴν ἀλλοίωσι τοῦ Ὀρθοδόξου φρονήματος τῶν Ὀρθοδόξων με τὴν φιλολατινικὴ δραστηριότητα πολλῶν ἐκ τῶν ἀποφοίτων τους.

Ἀλλὰ καὶ στοὺς καθ᾿ ἡμᾶς χρόνους τὸ Βατικανὸ ὑποστηρίζει ἀνεπιφύλακτα καὶ ἐνισχύει ποικιλοτρόπως τὴν Οὐνία. Ἀπὸ τῆς ἐνάρξεως τοῦ Θεολογικοῦ Διαλόγου Ὀρθοδόξων-Ρωμαιοκαθολικῶν οὐνίται θεολόγοι συμμετέχουν στὴν Μικτὴ Θεολογικὴ Ἐπιτροπή, παρὰ τὴν ἔντονη καὶ σθεναρὰ ἀπαίτησι τῆς Γ´ Πανορθοδόξου Διασκέψεως γιὰ μὴ συμμετοχή τους (Ἰω. Καρμίρη, Ὀρθοδοξία καὶ Ρωμαιοκαθολικισμός, τόμ. II, Ἀθῆναι 1965, σελ. 38). Ὁ Πάπας Ἰωάννης Παῦλος Β´ συμβάλλει καθοριστικὰ στὴν ἀναβίωσι τῆς Οὐνίας στὴν Ἀνατολικὴ Εὐρώπη. Μὲ τὴν συμφωνία τοῦ Balamand (1993), ἐκτὸς τῶν ἄλλων σοβαροτάτων θεολογικῶν ἀτοπημάτων, ἀναγνωρίζεται καὶ δικαιώνεται ἡ ὕπαρξις τῶν οὐνιτικῶν ἐκκλησιῶν, καὶ μάλιστα μὲ τὴν ὑπογραφὴ ὡρισμένων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν.

Ὁ Πάπας Ἰωάννης Παῦλος Β´ μὲ ἐμπιστευτική του ἐπιστολὴ στὸν ρωμαιοκαθολικὸ συμπρόεδρο τοῦ Διαλόγου Καρδινάλιο Edward Cassidy ἀνατρέπει τὴν γραμμὴ (τῆς Μικτῆς Θεολογικῆς Ἐπιτροπῆς στὴν Βαλτιμόρη (2000) καὶ ὁδηγεῖ χάριν τῶν Οὐνιτῶν τὸν Διάλογο σὲ ναυάγιο. Ἔγραφε σὲ αὐτήν: «Πρέπει (στὴν διάσκεψιν τῆς Βαλτιμόρης), νὰ δηλωθῇ εἰς τοὺς Ὀρθοδόξους ὅτι οἱ Ἀνατολικὲς Καθολικὲς (=οὐνιτικὲς) Ἐκκλησίες μέσα στὴν Ἐκκλησία τῆς Ρώμης χαίρουν τῆς αὐτῆς ἐκτιμήσεως ὡς καὶ πάσα ἄλλη Ἐκκλησία, ποὺ τελεῖ εἰς κοινωνίαν πρὸς τὴν Ρώμην» (Εὐαγγέλου Δ. Θεοδώρου, Πρόσφατες ἐπισημάνσεις τοῦ Καρδιναλίου Walter Kasper τὶς ἐπαφὲς μεταξὺ Ὀρθοδόξων καὶ Ρωμαιοκαθολικῶν, περιοδ. ΕΚΚΛΗΣΙΑ, τ. 4/Ἀπρίλιος 2008, σελ. 287), καὶ ἐπέφερε τὴν δικαία ἀγανάκτησι καὶ παραίτησι ἀπὸ τὴν συμπροεδρία τοῦ Σεβ. Ἀρχιεπισκόπου Αὐστραλίας κ. Στυλιανοῦ. Ὁ νῦν Πάπας Βενέδικτος ὁ ΙΣΤ´ στοιχῶν στὴν ἴδια τακτικὴ εὐλογεῖ καὶ συγχαίρει τὴν οὐνιτικὴ ἐκκλησία στὴν Οὐκρανία (Ἐφημ. Καθολική, φ. 3046/18-4-2006), φέρει στὴν συνοδεία του οὐνίτη ἐπίσκοπο ἐπισκεπτόμενος τὸ Φανάρι τὸν Νοέμβριο τοῦ 2006, δηλώνει ἀπὸ τὴν Ἔφεσο ὅτι «κατ᾿ αὐτὸν ὁ καλύτερος τρόπος διὰ τὴν ἑνότητα εἰς τὴν Ἐκκλησίαν εἶναι αὐτὸς τῆς Οὐνίας» (Ἐφημ. Ὀρθόδοξος Τύπος, 8/12/2006) καὶ τώρα ἀποστέλλει νέον ἀποστολικὸ ἔξαρχο στὴν Ἀθήνα!

γ) Ἡ οἰκουμενιστικὴ ἀνοχὴ ἔναντι τῆς Οὐνίας

Ἡ οἰκουμενιστικὴ ἀνοχὴ ἔναντι τῆς Οὐνίας εἶναι ἐκκλησιολογικῶς ἄκρως προβληματική. Γιὰ νὰ μὴ διακοπῇ δῆθεν ὁ Θεολογικὸς Διάλογος, ἔγιναν καὶ γίνονται ἐκ μέρους Ὀρθοδόξων προκαθημένων καὶ θεολόγων ἀπαράδεκτες ὑποχωρήσεις. Ἡ θαρραλέα καὶ ὀρθοδοξοτάτη θεολογικὴ γλώσσα τῶν ἀοιδίμων Πατριαρχῶν τῆς Κων/πόλεως, μὲ τὴν ὁποία ἐστηλίτευαν τὴν ἐπάρατη Οὐνία, ἐσίγησε χάριν τοῦ ἀθεολογήτου «διαλόγου τῆς ἀγάπης» τοῦ Πατριάρχου Ἀθηναγόρου (κλασικὸ κείμενο πλέον ἀποτελεῖ ἡ αὐστηρὴ Ἐγκύκλιος κατὰ τῆς Οὐνίας [Ἐφημ. Ἐκκλησιαστικὴ Ἀλήθεια (Κων/πόλεως), 31ης Μαρτίου 1907] τοῦ ἀοιδίμου Πατριάρχου Ἰωακεὶμ τοῦ Γ´). Οἱ συνοδικὲς ἀποφάνσεις καὶ οἱ ἐγκύκλιοι τῶν Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς κατὰ τῆς Οὐνίας (Ἀ. Παπαδοπούλου-Κεραμέως, Ἀνάλεκτα Ἱεροσολυμιτικῆς Σταχυολογίας, τόμ. 2ος, Βρυξέλλες 1963, σ. 314, 389, 395-396. Καὶ Ἰω. Καρμίρη, Τὰ δογματικὰ καὶ συμβολικὰ μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τ. II, Graz-Austria 1968, σελ. 821-859 [901-939] καὶ 860-870 [940-950]) πέρασαν στὴν λήθη τῆς ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας ὡς πολεμικὴ τακτική, ἐπειδὴ δῆθεν δὲν προσιδιάζει στὴν σημερινὴ ἐποχὴ τῆς «καταλλαγῆς»!

Διερωτᾶται ἡ Ὀρθόδοξος συνείδησις: Σὲ ποιὰ θεολογικὴ βάσι στηρίζεται ἡ οἰκουμενιστικὴ ἀνοχὴ ἔναντι τῆς Οὐνίας; Τί ἄλλαξε στὴν ἐκκλησιολογία καὶ τὴν θεολογία τῶν οὐνιτικῶν ἐκκλησιῶν, ὥστε οἱ ἐπίσκοποι καὶ οἱ κληρικοί της νὰ γίνωνται φιλοφρόνως δεκτοὶ καὶ ἀποδεκτοί; Πότε οἱ Οὐνίται ἔδειξαν ὅτι διορθώνονται ἐκκλησιολογικῶς, εἴτε γινόμενοι πλήρως ρωμαιοκαθολικοὶ εἴτε ἐπιστρέφοντες στοὺς κόλπους τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας; Ὑπὸ ποίαν ἔννοια τὸ δικαίωμά τους νὰ ὑπάρχουν ὡς ξεχωριστὲς κοινότητες τοὺς ἀπαλλάσσει ἀπὸ τὴν ὑποχρέωσι νὰ ἀποκατασταθοῦν ἐκκλησιολογικῶς; Μήπως καταργήσαμε τὰ ἐκκλησιολογικά μας κριτήρια;

Ἀναμφίβολα ἡ μόνη δυνατὴ ἑρμηνεία τῆς οἰκουμενιστικῆς ἀνοχῆς ἔναντι τῆς Οὐνίας εἶναι ἡ διολίσθησις σὲ μία ἐκκλησιολογία ἄγνωστη μέχρι σήμερα, ἀνατρέπουσα τὴν Ἐκκλησιολογία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ συντασσομένη στὴν ἐκκοσμικευμένη νοοτροπία τῶν ἡμερῶν μας.

δ) Τὸ Βατικανὸ παραπλανᾷ τοὺς Ὀρθοδόξους

Τὸ Βατικανὸ ἀναδεικνύει τὸν Θεολογικὸ Διάλογο μέσον παραπλανήσεως τοῦ Ὀρθοδόξου πληρώματος καὶ ἀλλοιώσεως τοῦ ἐκκλησιολογικοῦ τοῦ φρονήματος. Ἐνῷ ἡ Οὐνία ἐνισχύεται ἀπὸ τὸ Βατικανὸ καὶ οἱ Οὐνίται χαίρουν τῆς ἀποδοχῆς Ὀρθοδόξων προκαθημένων, ὁ Θεολογικὸς Διάλογος συνεχίζεται, ἀναβαλλομένης γιὰ τὸ μέλλον τῆς συζητήσεως ἐπὶ τοῦ ἀκανθώδους προβλήματος τῆς Οὐνίας (Συνέλευσις Βελιγραδίου, 2006). Οἱ συνειδήσεις τῶν Ὀρθοδόξων ἀμβλύνονται καὶ μετακινεῖται τὸ πρόβλημα ἀπὸ τὴν ἐκκλησιολογία στὴν κοινωνιολογία. Ἡ κρυστάλλινη Ὀρθόδοξος Ἐκκλησιολογία ὁσημέραι ὑποχωρεῖ καὶ παραχωρεῖ τὴν θέσι της στὴν θολὴ καὶ γέμουσα συγκρητισμοῦ ἐκκλησιολογία τῶν «ἀδελφῶν ἐκκλησιῶν». Οἱ οἰκουμενισταὶ Ὀρθόδοξοι θεολόγοι εἶναι πρόθυμοι νὰ ὑποστηρίξουν καινοφανεῖς ἀπόψεις γιὰ θεολογικὰ ζητήματα ποὺ ἔχουν ἀπὸ αἰώνων ἀπαντηθῆ ὁριστικὰ καὶ ἀμετάκλητα ἀπὸ τοὺς Ἁγίους Πατέρας κατὰ ἀδιαμφισβήτητο τρόπο. Ἐπίκαιρα χαρακτηριστικὰ παραδείγματα τέτοιων ἀπόψεων εἶναι μεταξὺ ἄλλων: ἡ μετονομασία τῆς αἱρέσεως τοῦ Filioque σὲ «διαφορετικὴ θεολογικὴ προσέγγισι ποὺ δὲν θίγει τὴν οὐσία τοῦ δόγματος», ὁ χαρακτηρισμὸς τῶν δογματικῶν, ἠθικῶν καὶ λειτουργικῶν παραμορφώσεων τοῦ Ρωμαιοκαθολικισμοῦ ὡς «νόμιμης ποικιλομορφίας», ἡ προβολὴ τοῦ παπικοῦ Πρωτείου ἐξουσίας ὡς Πρωτείου δῆθεν διακονίας.

Πέραν τούτου ὁ εὐσεβὴς Ὀρθόδοξος λαὸς βομβαρδίζεται ἀπὸ τὰ μέσα ἐνημερώσεως μὲ μηνύματα «καταλλαγῆς» καὶ μὲ εἰκόνες «ἀμοιβαίας ἀναγνωρίσεως», μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἀμβλύνεται τὸ Ὀρθόδοξο φρόνημα τοῦ λαοῦ ποὺ μέχρι τώρα λειτουργοῦσε ὡς ἰσχυρὸ ἀνάχωμα στὶς κοσμοκρατορικὲς ἐπιδιώξεις τοῦ παπισμοῦ. Ἐν ὀνόματι τοῦ Θεολογικοῦ Διαλόγου γίνονται ἀνεπίτρεπτες καὶ κατὰ παράβασιν τῶν Ἱερῶν Κανόνων συμπροσευχὲς καὶ λατρευτικὲς ἐκδηλώσεις, μέχρι τοῦ ἀπαραδέκτου λειτουργικοῦ ἀσπασμοῦ ἐν μέσῃ Ὀρθοδόξῳ Λειτουργία καὶ τῆς «εὐλογίας» τοῦ Ὀρθοδόξου ποιμνίου ὑπὸ τοῦ Πάπα.

Ἐπιστέγασμα καὶ κορύφωσι τῶν κανονικῶν παραβάσεων ἀπετέλεσε ἡ κατὰ τὸν παρελθόντα μήνα Μάϊον, Κυριακὴν τῆς Σαμαρείτιδος, ἀναπάντεχος μυστηριακὴ διακοινωνία (intercommunion) τοῦ ρουμάνου ἐπισκόπου Βανάτου κ. Νικολάου μετὰ τῶν ἐν Ῥουμανίᾳ Οὐνιτῶν, γεγονὸς ποὺ προεκάλεσε τὴν ἔντονη διαμαρτυρία τῶν ἐν Ῥουμανίᾳ καὶ Ἁγίῳ Ὄρει ῥουμάνων μοναχῶν πρὸς τὴν Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ῥουμανίας καὶ τὴν σοβαρότατη ἀνησυχία ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων γιὰ τὸν στόχο, στὸν ὁποῖο ἀπέβλεπε ἡ σκανδαλώδης αὐτὴ πράξις.

Ἐν τέλει μὲ κείμενα ὅπως τῆς Ῥαβέννας (2007), γεμάτα με σκόπιμες ἀσάφειες καὶ θεολογικὲς σοφιστεῖες, ὁ Θεολογικὸς Διάλογος Ὀρθοδόξων καὶ Ῥωμαιοκαθολικῶν κινεῖται ἤδη πρὸς μία οὐνιτικοῦ τύπου ἀναγνώρισι τοῦ παπικοῦ Πρωτείου. Εἶναι χαρακτηριστικὴ ἡ συνέντευξις τοῦ Καρδιναλίου Walter Kasper, προέδρου τοῦ παπικοῦ Συμβουλίου γιὰ τὴν προώθησι τῆς ἑνότητος τῶν Χριστιανῶν, τὴν ὁποία σχολιάζει τὸ γαλλόφωνο περιοδικὸ S.O.P.: «Στὴν Δύσι γνωρίσαμε τὴν ἀνάπτυξι ποὺ κατέληξε στὴν Β´ Βατικάνειο σύνοδο μὲ τὸν καθορισμὸ τοῦ πρωτείου ἐξουσίας καὶ τοῦ ἀλαθήτου του πάπα, μία ἀνάπτυξι τὴν ὁποία οἱ Ὀρθόδοξοι δὲν δέχθηκαν ποτέ. Χρειάζεται συζήτησις πῶς νὰ ἑρμηνεύσουμε αὐτὲς τὶς διαφορετικὲς ἐξελίξεις (ποὺ ἐπῆλθαν) πάνω στὰ θεμέλια της πρώτης χιλιετίας. Θὰ πρέπει ἀκόμη νὰ σκεφθοῦμε, εἶπε (ὁ Kasper), γιὰ τὸ πῶς θὰ λειτουργήσῃ τὸ πρωτεῖον τοῦ Ρώμης, ἐνῷ πρέπει νὰ γίνῃ σαφὲς ὅτι ὑπάρχουν ἤδη ῾δυὸ Κώδικες τοῦ Κανονικοῦ Δικαίου᾿ στὸ ἐσωτερικὸ τῆς καθολικῆς Ἐκκλησίας: ἕνας γιὰ τὴν λατινικὴ Ἐκκλησία, καὶ ἄλλος γιὰ τὶς ἀνατολικὲς Ἐκκλησίες ποὺ βρίσκονται σὲ πλήρη κοινωνία μὲ τὴν Ρώμη. Συμφώνως πρὸς τοὺς κώδικες αὐτούς, τὸ πρωτεῖο ἀσκεῖται μὲ διαφορετικὸ τρόπο στὴν λατινικὴ Ἐκκλησία ἀπὸ αὐτὸν (ποὺ ἰσχύει) γιὰ τὶς ἀνατολικὲς Ἐκκλησίες. Δὲν θέλουμε νὰ ἐπιβάλουμε στοὺς Ὀρθοδόξους τὸ σύστημα ποὺ ἐπικρατεῖ σήμερα στὴν λατινικὴ Ἐκκλησία. Στὴν περίπτωση τῆς ἀποκαταστάσεως τῆς πλήρους κοινωνίας, πρέπει νὰ βρεθῆ ἕνας νέος τύπος πρωτείου γιὰ τὶς ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, πρόσθεσε».

Εἶναι βεβαίως ἀξιομνημόνευτη καὶ ἡ ἀπάντησις τοῦ ρώσου ἐπισκόπου Ἱλαρίωνος Ἀλφέγιεφ ἐπὶ τῶν δηλώσεων αὐτῶν, ὅπως τὴν δημοσιεύει στὸ σχόλιό του τὸ ἴδιο περιοδικὸ S.O.P.: «῾Σὲ ποιὸ νέο τύπο, ἀναφέρεται;᾿, διερωτήθηκε ὁ ρῶσος θεολόγος, καὶ ὑπενόησε ὅτι θὰ μποροῦσε βεβαίως νὰ ἀναφέρεται σὲ ῾αὐτὸ ποὺ ἤδη ὑπάρχει στὶς ἀνατολικὲς Ἐκκλησίες ποὺ βρίσκονται σὲ κοινωνία μὲ τὴν Ρώμη᾿, δηλαδὴ στὴν Οὐνία. «Μὲ ἄλλα λόγια, μία ἀκόμη φορὰ μᾶς προτείνεται τὸ ἐνδεχόμενο νὰ δεχθοῦμε μία οὐνιτικὴ θέασι τοῦ πρωτείου τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης», θεωρεῖ ὁ ἐπίσκοπος Ἱλαρίων. «Ἐὰν αὐτὸ εἶναι τὸ ῾βήμα προόδου᾿, πολὺ φοβοῦμαι ὅτι μία παρόμοια πρόοδος δὲν θὰ μπορέσῃ νὰ ἐμπνεύσῃ τοὺς Ὀρθοδόξους, οἱ ὁποῖοι βλέπουν τὴν Οὐνία ὡς ἀντίφασι τῆς ἑρμηνείας τους γιὰ τὴν ἐκκλησιολογία καὶ ὡς προδοσία τῆς Ὀρθοδοξίας». «Τὸ 1993, στὸ Balamand, Καθολικοὶ καὶ Ὀρθόδοξοι εἶχαν καταλήξει στὸ συμπέρασμα ὅτι ἡ Οὐνία δὲν μπορεῖ νὰ ἀποτελῇ τύπο ἑνότητος καὶ τώρα, δεκαπέντε χρόνια ἀργότερα, ὁ πρόεδρος τοῦ Ποντιφικικοῦ Συμβουλίου γιὰ τὴν Ἑνότητα τῶν Χριστιανῶν μᾶς προκαλεῖ νὰ δεχθοῦμε τὴν οὐνιτικὴ ἑρμηνεία τοῦ ρωμαϊκοῦ πρωτείου», πρόσθεσε, καὶ συνεπέρανε: «Δὲν ἔχουμε ἀνάγκη ἀπὸ μία νέα Οὐνία. Ἔχουμε ἀνάγκη ἀπὸ μία στρατηγικὴ συνεργασία ποὺ θὰ ἀποκλείῃ κάθε μορφὴ προσηλυτισμοῦ. Ἔχουμε ἀκόμη ἀνάγκη νὰ συνεχίσουμε τὸν θεολογικὸ διάλογο, ὄχι γιὰ νὰ μεταμορφώσουμε τοὺς Ὀρθοδόξους σε οὐνίτες, ἀλλὰ γιὰ νὰ ξεκαθαρίσουμε τὰ ἐκκλησιολογικὰ σημεῖα ἀσυμφωνίας μεταξὺ Καθολικῶν καὶ Ὀρθοδόξων᾿» [Περιοδικὸ S.O.P., τεῦχ. 327 (Ἀπρίλιος 2008), σελ. 7-9. βλ. καὶ τὶς παρόμοιες δηλώσεις τοῦ Walter Kasper στὸ ἄρθρο τοῦ Εὐαγγέλου Δ. Θεοδώρου, Πρόσφατες ἐπισημάνσεις τοῦ Καρδιναλίου Walter Kasper..., ἔνθ᾿ ἀνωτ. σελ. 281-289, διότι δείχνουν τὴν σταθερὴ πολιτικὴ τοῦ Βατικανοῦ].

Εἶναι παρήγορο ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος συνείδησις ἀντιδρᾶ σὲ κίβδηλες ἑρμηνεῖες τοῦ Πρωτείου, τὸ ὁποῖο ἐν τῇ καθόλου Ἐκκλησίᾳ ἀσκεῖται ὑπὸ τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὅπως ἐδήλωσε τὸ 1973 μὲ κάθε σαφήνεια καὶ ἐπισημότητα ὁ μακαριστὸς Πατριάρχης Δημήτριος καὶ σχολιάζει ἐπιτυχῶς ὁ καθηγητὴς Εὐάγγελος Θεοδώρου (Εὐαγγέλου Δ. Θεοδώρου, Πρόσφατες ἐπισημάνσεις τοῦ Καρδιναλίου Walter Kasper..., ἔνθ᾿ ἀνωτ. σελ. 287-288).

Ἡ χειροτονία τοῦ νέου οὐνίτου ἐπισκόπου στὴν Ἀθήνα ἀποτελεῖ ἕνα ἐπιπλέον ἰσχυρὸ κόλαφο τοῦ Βατικανοῦ κατὰ τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ συγκεκριμένα ἐδῶ κατὰ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. Ἡ κατὰ τὰ τελευταῖα ἔτη συλλογικὴ ἀντίδρασις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας (μνημονεύουμε ἰδιαιτέρως τὸ Μήνυμα τῶν Προκαθημένων τῶν Ἁγιωτάτων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν) [Πρωτοπρ. Θεοδώρου Ζήση, Οὐνία: ἡ καταδίκη της, ἔκδ. Βρυέννιος, Θεσ/νίκη 1993. Κων/νου Κωτσιοπούλου, Ἡ Οὐνία στὴν ἑλληνικὴ θεολογικὴ βιβλιογραφία, ἔκδ. Βρυέννιος 1993. Στὴν ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία ἔχουν καταγραφῆ ὡς κλασικὰ πλέον κείμενα ἡ Ἐγκύκλιος κατὰ τῆς Οὐνίας καὶ οἱ τρεῖς ἐπιστολὲς πρὸς τὸν οὐνίτη ἐπίσκοπο Θεοδωρουπόλεως Γεώργιο Χαλαβατζῆ, τοῦ ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου (βλ. Φύσις καὶ χαρακτὴρ τῆς Οὐνίας, ἔκδ. Φοίνικος (ἀνατύπωσις ἐκ τῆς Ἀναπλάσεως), Ἀθήνησι 1928))] γιὰ τὶς δραστηριότητες τῶν οὐνιτῶν, συνάντησε τὴν τυπικὴ ἀπαξιωτικὴ ἀπάντησι τοῦ Βατικανοῦ: τὴν ἀνεπιφύλακτη ὑποστήριξι τῆς Οὐνίας. Τίθεται ἑπομένως ὀξύτερα τὸ ἐρώτημα: Τί νόημα ἔχει ὁ Θεολογικὸς Διάλογος, ὅταν ἡ Οὐνία ἐπικροτεῖται, ἐπευλογεῖται καὶ ἐνισχύεται ἀπὸ τὸ Βατικανό;

Οἱ Ὀρθόδοξοι ποιμένες, οἱ ὁποῖοι διαθέτουν εὐαίσθητο δογματικὸ καὶ ἐκκλησιαστικὸ κριτήριο, ἀντιλαμβάνονται ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἐμπαίζεται καὶ τὸ Ὀρθόδοξο πλήρωμα κινδυνεύει, ὅταν οἱ Θεολογικοὶ Διάλογοι γίνωνται κάτω ἀπὸ τέτοιες προϋποθέσεις. Ὁ εὐσεβὴς Ὀρθόδοξος λαὸς ἐπίσης ἀνησυχεῖ, ὅταν διαπιστώνη ὅτι μετὰ ἀπὸ ἐκατονταετία ἐπαφῶν καὶ τριακονταετία σχεδὸν ἐπισήμων Διαλόγων ἡ προοπτικὴ δὲν εἶναι νὰ ἐπανεύρουν οἱ Ρωμαιοκαθολικοὶ τὴν Ὀρθόδοξο Πίστι καὶ νὰ ἐπανέλθουν στὴν κοινωνία τῆς Μιᾶς Ἁγίας Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, δηλαδὴ τῆς Ὀρθοδόξου, ἀλλὰ μᾶλλον νὰ τοὺς προσφέρωνται διαβεβαιώσεις ὀρθοδοξίας.

Εἶναι κατανοητὸ ὅτι δὲν πρόκειται ὁ εὐσεβὴς λαὸς νὰ συμφωνήσῃ μὲ τὴν προοπτικὴ αὐτή. Ὑπομένει ἄχρι καιροῦ, γιὰ νὰ μὴ γίνουν πρόωρα σχίσματα στὴν Ἐκκλησία, ἀλλὰ δὲν εἶναι διατεθειμένος νὰ δεχθῇ συνοδικὴ ἐπιβεβαίωσι τῶν ἀντικανονικῶς γινομένων. Πολλῶ μᾶλλον δὲν προτίθεται νὰ ἀνεχθῇ ὑποχωρήσεις σὲ δογματικὰ ζητήματα καὶ συνοδικὴ ἐπισφράγισί τους. Κριτήριο ἀπαρασάλευτο Ὀρθοδοξίας διακρατεῖ τὴν δογματικὴ διδασκαλία τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ τῶν Ἁγίων Πατέρων καὶ τὴν κανονικὴ τάξι τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ὁσάκις βλέπει νὰ προσβάλλωνται οἱ δυὸ αὐτοὶ στύλοι τῆς Ὀρθοδοξίας του, στενοχωρεῖται, ὀδυνᾶται καὶ ἱκετεύει τὸν Κύριο νὰ διαφυλάξῃ τὴν Ἐκκλησία Του, νὰ ἀναδείξῃ τοὺς ἐπισκόπους του φύλακας τῶν θείων δογμάτων καὶ τῶν ἱερῶν κανόνων καὶ ἀπεύχεται νὰ φθάσῃ ἡ στιγμὴ κατὰ τὴν ὁποία θὰ χρειασθῇ νὰ τεθοῦν ἐκτὸς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας οἱ ἀθετοῦντες τὴν «ἅπαξ παραδοθεῖσαν τοῖς ἁγίοις πίστιν». Διότι, κατὰ τὴν ἀπόφανσιν τῶν Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς, ἔχει τὴν συνείδησιν ὅτι «παρ᾿ ἡμῖν οὔτε Πατριάρχαι οὔτε Σύνοδοι ἐδυνήθησαν πότε εἰσαγαγεῖν νέα, διότι ὁ ὑπερασπιστὴς τῆς θρησκείας ἐστὶν αὐτὸ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ἤτοι αὐτὸς ὁ λαός, ὅστις ἐθέλει τὸ θρήσκευμα αὐτοῦ αἰωνίως ἀμετάβλητον καὶ ὁμοιειδὲς τῷ τῶν Πατέρων αὐτοῦ» (Ἰω. Καρμίρη, Τὰ δογματικὰ καὶ συμβολικὰ μνημεῖα…, ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 920 [1000]).

Ἅγιον Ὄρος, 16/29 Ἰουνίου 2008, Κυριακὴ Β´ Ματθαίου

Μνήμη τῶν ἐν Ἁγίῳ Ὄρει διαλαμψάντων Πατέρων ἡμῶν, Ἱεραρχῶν, Ὁσίων, Μαρτύρων καὶ Ὁμολογητῶν


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Για την αδυναμία του αυτεξουσίου του ανθρώπου.

  Ελληνική Πατρολογία Αββάς Κασσιανός ο Ρωμαίος. (Γ΄ Συνομιλία με τον αββά Χαιρήμονα). 10. Για την αδυναμία του ...

Δημοφιλείς αναρτήσεις