ΑΡΧΙΚΗ

Το πρωτάκουστο και παράδοξο είναι, όταν τα ίδια τα όπλα των εχθρών οδηγούνται σαν πολεμικές μηχανές εναντίον τους 10

  Η ύπαρξη του Θεού

3. Αφού σύμφωνα με το νόμο της αιτιώδους συνάφειας των όντων, καθετί που υπάρχει πρέπει να έχει τον πλάστη του, το Θεό ποιός τον έπλασε;

 

Το ερώτημα αυτό διατυπώνεται συχνά κυρίως από εκείνους που δεν πιστεύουν, για να δικαιολογήσουν την απιστία τους και συνάμα να πλήξουν την πίστη των άλλων στην ύπαρξη του Θεού. Παρόλον ότι το ερώτημα αυτό εκ πρώτης όψεως μπορεί να αιφνιδιάζει, στη βαθύτερη ουσία του είναι πυροτέχνημα λογικό, λογισμός πλανεμένος, ανούσιος και ανυπόστατος.
Το πρώτο σφάλμα είναι ότι τον καθολικό νόμο της αιτιώδους συνάφειας των όντων, που ισχύει αυστηρά στο κτιστό πεδίο των όντων, στα υλικά και πνευματικά κτίσματα, τον εφαρμόζει με άλματα λογικά ανεπίτρεπτα σε σφαίρες στις οποίες καμία απολύτως θέση δεν μπορεί να έχει, δηλαδή στη σφαίρα του θείου. Ο Θεός δεν είναι κτίσμα και ποίημα, ώστε να έχει δημιουργική αρχή. Αν είχε κτίστη και ποιητή, δεν θα ήταν απλούστατα Θεός. Το ερώτημα συνεπώς φθείρει την έννοια του Θεού, τον κατεβάζει στο επίπεδο των κτιστών όντων και καταστρέφει την υπερβατική ουσία του. Βασικό στοιχείο της έννοιας του Θεού είναι η αυθυπαρξία. Ο Θεός είναι το απόλυτο όν, το αϊδίως και αφ’ εαυτού υπάρχον, από το οποίο προέρχεται κάθε άλλη μορφή υπάρξεως. Είναι το «ον»5. Συνεπώς δεν μπορεί να είναι αιτιατό, στο μέτρο που αιτιατά είναι τα φυσικά κτίσματα, διότι θα εξισωνόταν με αυτά, και θα έπαυε να είναι ότι είναι, ο άναρχος, ο αυθυπόστατος και αϊδίως υπάρχων Θεός.
Κατόπιν το ερώτημα συνιστά το λογικό σφάλμα του «εν αρχή αιτείσθαι». Αν ο Θεός, επί τη βάση της συνάφειας των όντων, είχε ανάγκη από πατέρα δημιουργό, τότε και ο πατέρας του θα είχε την αυτήν ανάγκη, και ο πατέρας του πατέρα του και έτσι θα προβαίναμε στο συλλογισμό μας επ’ άπειρον ρωτώντας για την εκάστοτε ποιητική αρχή. Μια τέτοια όμως διαδικασία δεν θα αποτελούσε ένα ανόητο παιχνίδι λογικό; Θα πρέπει, λοιπόν, κάπου να σταματήσουμε, το ερώτημα μας σε κάποια αρχή αυθύπαρκτη και ακίνητη, που εξ’ ορισμού πλέον θα είναι η πηγή κάθε άλλου κτιστού είναι, κάθε άλλης κινήσεως και κάθε άλλης μορφής υπάρξεως. Αυτή η πηγή και αρχή του όντος είναι ο Θεός.

(Ανδρέου Θεοδώρου, Απαντήσεις σε Ερωτήματα Δογματικά, Αποστολική Διακονία, σελ. 16-17)

 

4. Είναι σωστό το «πίστευε και μη ερεύνα»;

 
Και ναι και όχι. Και εξηγούμαστε. Τα δόγματα της πίστεως μας τα φανέρωσε ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός. Τα κήρυξε στους Αποστόλους και αυτοί τα παρέδωσαν στην Εκκλησία, η οποία αυθεντικώς τα ερμηνεύει και τα διδάσκει. Οι δογματικές αλήθειες απευθύνονται σε ανθρώπους, οι οποίοι καλούνται να τις ακούσουν και να τις αποδεχθούν. Ληπτικό όργανο των θείων αληθειών είναι πρωταρχικά ο νους του ανθρώπου, ο οποίος αποτελεί τον ουσιώδη πυρήνα της θείας “εικόνος”, η οποία υπάρχει στον άνθρωπο. Ο άνθρωπος, ως λογικά σκεπτόμενο ον, θα ακούσει τα δόγματα και δεν θα τα αποδεχθεί παθητικά, αλλά θα αντιδράσει προς αυτά σύμφωνα με τη νοητική φύση του. Θα τα βάλει στο μυαλό του και θα τα δουλέψει. Θα τα ερευνήσει και θα τα εξετάσει σε όλες τις πτυχές και σε όλες τις σχέσεις τους και τις αναφορές τους. Αυτό το έργο κάνει κυρίως η θεολογία με εργαλείο τον ανθρώπινο λόγο. Το έργο αυτό, η έρευνα δηλαδή, είναι κατά πάντα νόμιμο και εξυπηρετεί την ευχερέστερη κατανόηση των δογμάτων από την πιστεύουσα συνείδηση της Εκκλησίας. Ερωτάται όμως· η έρευνα αυτή, που θα κάνει ο άνθρωπος με το μυαλό του, είναι απροϋπόθετη και απεριόριστη; Ασφαλώς όχι. Τα δόγματα σε οποιαδήποτε μορφή τους είναι αλήθειες υπερβατικές, στις οποίες δεν μπορεί να αναχθεί από μόνος του ο κτιστός ανθρώπινος λόγος. Είναι αλήθειες μεταφυσικές, απρόσιτες στην ανθρώπινη διάνοια. Ο άνθρωπος μπορεί μεν και οφείλει να τις ερευνήσει, όμως μέχρι ενός ορίου, και ανάλογα με τη φυσική αντοχή που διαθέτει. Όταν δε εξαντλήσει τα όρια του, οφείλει να σταματήσει την έρευνα, διότι η περαιτέρω αναζήτηση, και άσκοπη είναι και επικίνδυνη. Στο σημείο ακριβώς αυτό θα παραλάβει τη σκυτάλη η πίστη, η οποία μπορεί έμμεσα να εισχωρήσει στο αδιάγνωστο και απερίληπτο, να λάβει εσωτερική αίσθηση της αλήθειας, στην οποία αδυνατεί να εμβατεύσει γυμνός ο ανθρώπινος λόγος. Η αξίωση να ερευνώνται τα πάντα με τον ανθρώπινο λόγο οδήγησε (και οδηγεί) τους αιρετικούς στη διαστρέβλωση των αληθειών της πίστεως, με κατάληξη την απώλεια της ψυχής τους. Απ’ όσα ειπώθηκαν, βγαίνει αβίαστα το συμπέρασμα ότι τόσο η έρευνα όσο και η μη έρευνα είναι επιτρεπόμενες στη χριστιανική πίστη, όταν φυσικά κάθε μια από αυτές κινείται μέσα στα ενδεδειγμένα και φυσιολογικά της όρια.

(Ανδρέου Θεοδώρου, Απαντήσεις σε Ερωτήματα Δογματικά, Αποστολική Διακονία, σελ. 17-18)

 

5. Υπάρχει καθορισμένο πλαίσιο έρευνας των θείων αληθειών;

 
Υπάρχει. Τούτο καθόρισε ο Κύριος σε συνομιλία του με τους Ιουδαίους, προτρέποντας τους να ερευνούν τις θείες Γραφές, στις οποίες υπάρχει ζωντανή η μαρτυρία περί του Υιού του Θεού· «ερευνάται τας γραφάς, ότι υμείς δοκείτε εν αυταίς ζωήν αιώνιον έχειν»6. Κατά την εντολή του Κυρίου, η έρευνα των πραγμάτων της πίστεως πρέπει να γίνεται στο πεδίο της αγίας Γραφής, όπου υπάρχει αποθησαυρισμένος ο λόγος της θείας αποκαλύψεως. Ο πιστός έχει υποχρέωση να ερευνά τη Γραφή για να μάθει αυτό που ο ίδιος αγνοεί και δεν έχει τη δυνατότητα από μόνος του να γνωρίσει, τη φανέρωση της θείας αλήθειας που είναι σωτήρια και λυτρωτική7, το θέλημα, το νόμο και τις εντολές του Κυρίου. Η έρευνα αυτή θα τον ωφελήσει πολλαπλώς. Θα τον φωτίζει και θα τον ενδυναμώνει στο έργο της πνευματικής του τελειώσεως, που ως τελική του κατάληξη θα έχει την κληρονομιά της Βασιλείας των ουρανών. Περιττό να σημειωθεί, ότι η μελέτη και η έρευνα των Γραφών, που δεν είναι πράγμα πάντοτε εύκολο, πρέπει να γίνεται με πίστη και φόβο Θεού και πάντοτε μέσα στα πλαίσια της εξηγητικής παραδόσεως της Εκκλησίας, διότι η εγωκεντρική και επιπόλαια μελέτη της Γραφής μπορεί να οδηγήσει σε παρεκδοχές του αληθινού της νοήματος, όπως συμβαίνει κατά κανόνα με τους κάθε λογής αιρετικούς, και να στοιχίσει την αιώνια απώλεια της ψυχής.


(Ανδρέας Θεοδώρου, Απαντήσεις σε Ερωτήματα Δογματικά, Αποστολική Διακονία, σελ. 18-19)

 

6. Πόσο μπορούμε να γνωρίσουμε από το Θεό;

Ως προς την ουσία του, αδυνατούμε πλήρως να τον γνωρίσουμε. Καμία κτιστή φύση, είτε άνθρωποι είτε άγγελοι, δεν έχει τη δυνατότητα να διαπεράσει τον πυκνό γνόφο που καλύπτει το μυστήριο της θείας απειρίας, και να γνωρίσει τι είναι στην ουσία του ο Θεός. Η γνώση αυτή είναι κεκρυμμένη και απρόσιτη σε κάθε πλάσμα, ανεξάρτητα από το βαθμό της πνευματικής τελειώσεως που κατέχει. Ακόμη και η Μητέρα του Θεού, το τελειότερο πλάσμα μετά τον Υιό της, δεν έχει τη δυνατότητα να γνωρίσει το ακατάληπτο μυστήριο. Η αγνωσία αυτή είναι το μυστικό του Θεού, που δεν πρόκειται να αποκαλυφθεί σε κανέναν ούτε στον παρόντα αιώνα ούτε και στο μέλλοντα. Την ουσία του μόνον ο ίδιος ο Θεός γνωρίζει, οι τριαδικές του υποστάσεις, ο Πατήρ, ο Υιός και το Πνεύμα το άγιο. Κανένας άλλος.
Αν όμως ο άνθρωπος αδυνατεί να συλλάβει την αδιάγνωστη και ακοινώνητη ουσία του Θεού, μπορεί παρά ταύτα να συλλάβει τη θεία του ενέργεια, η οποία είναι εξωτερικώς μεταδοτή και κοινωνητή σε λογικά πλάσματα. Με αυτήν ο υπερβατικός Θεός δημιούργησε τον κόσμο, επικοινωνεί με τα πλάσματα του, αποκαλύπτεται σε αυτά, σώζει τον άνθρωπο από την αμαρτία και αγιάζει τη λογική κτίση. Η θεία ενέργεια ανακλάται στη δημιουργία8. Φυσικά είναι εξωτερικά αθέατη. Αυτήν όμως νιώθει ο πιστός ν’ αναμοχλεύει εσωτερικά την καρδιά του, να διαφλέγει και να φωτίζει την ψυχή του. Η επαφή με τη θεία ενέργεια, γίνεται πάντα δια της πίστεως. Στη βάση αυτή ο άνθρωπος «γνωρίζει» και σχετίζεται με το Θεό.

(Ανδρέας Θεοδώρου, Απαντήσεις σε Ερωτήματα Δογματικά, Αποστολική Διακονία, σελ. 19-20)

συνεχίζεται...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Το πρωτάκουστο και παράδοξο είναι, όταν τα ίδια τα όπλα των εχθρών οδηγούνται σαν πολεμικές μηχανές εναντίον τους 10

  Η ύπαρξη του Θεού 3. Αφού σύμφωνα με το νόμο της αιτιώδους συνάφειας των όντων, καθετί που υπάρχει πρέπει να έχει τον πλάστη του, ...

Δημοφιλείς αναρτήσεις