Μέγας Φώτιος: Τα Αμφιλόχια Β΄ – Ερώτηση ΡΚΒ΄. Η πάλη μας δεν γίνεται με όντα με σάρκα και αίμα, αλλά με τις αρχές και τις εξουσίες, με τους εξουσιαστές του κόσμου αυτού, με τα πονηρά πνεύματα στους ουρανούς.
ΕΡΩΤΗΣΗ 122η
«Η πάλη μας δεν γίνεται με όντα με σάρκα και αίμα, αλλά με τις αρχές και τις εξουσίες, με τους εξουσιαστές του κόσμου αυτού, με τα πονηρά πνεύματα στους ουρανούς» (Εφ. 6, 12).
Αρχές και εξουσίες κάλεσε τα πονηρά πνεύματα που κινούνται στον αέρα, όχι επειδή είχαν από τον εαυτό τους ή έλαβαν από τον ουρανό κάποια αρχή ή εξουσία πάνω μας, αλλ’ επειδή εμείς είχαμε παραδοθεί στις αμαρτίες που οι δαίμονες είναι εκείνοι που τις έσπειραν και τις διδάσκουν, είχαν λάβει την αρχή και την εξουσία εκείνων με τα οποία πράττουμε τα θελήματά τους. Γιατί λέει ο ίδιος άνθρωπος του Θεού· «σ’ αυτό από το οποίο έχει νικηθεί κάποιος, σ’ αυτό γίνεται και δούλος» (Β΄ Πέτρ. 2, 19).
Επειδή λοιπόν μας νικούν με τους ερεθισμούς και τις συμβουλές τους και τρέχουμε στα έργα της αμαρτίας που αυτοί θέλουν, φυσιολογικά τους κάνουμε άρχοντες και εξουσιαστές των παθών που από αυτούς φύονται μέσα μας, επειδή μας έχει αφαιρεθεί η ελευθερία του παναγίου Πνεύματος και το δικαίωμα της αυτεξουσιότητας, και κατατάξαμε τους εαυτούς μας στην τάξη των δούλων και υπόλογους της αμαρτίας. Γι’ αυτό δεν ονομάζει απλώς τα πνεύματα της πονηρίας αρχές και εξουσίες, αλλά και «κοσμοκράτορες του κόσμου» (Εφ. 6, 2).
«Κόσμο» εδώ, όπως συνηθίζει η Γραφή, δεν εννοεί το δημιούργημα που αποτελείται από τον ουρανό και τη γη και τα όσα υπάρχουν μέσα σ’ αυτό, μακριά μια τέτοια σκέψη, αλλά κόσμο εννοεί όσους προτιμούν το κοσμικό φρόνημα και τα σαρκικά και έχουν παραδοθεί με πάθος σε όσα καταγοητεύουν τις αισθήσεις και εκθηλύνουν τον άνθρωπο, με την ίδια σημασία που και ο Σωτήρας έλεγε για τους μαθητές του, ότι «δεν είναι αυτοί από τον κόσμο αυτό» (Ιω. 17, 14).
Γιατί είναι αυτονόητο, ότι και αυτοί προέρχονταν από τον κόσμο, όπως και όλο το ανθρώπινο γένος. Αλλά λέει «δεν ήταν από τον κόσμο», δηλαδή δεν ήταν από αυτούς που είναι παραδομένοι με πάθος στα φθαρτά και θνητά της κοσμικής ματαιότητας και απάτης.
Τον προσδιορισμό πάλι «στα επουράνια» (στους ουρανούς) μερικοί προτίμησαν την πρόχειρη εξήγηση του ανθρώπινου, και μεταβάλλοντας το πρώτο συνθετικό, εννοούν όχι «τα επουράνια», αλλά “τα υπουράνια”, ενώ δεν το έχει αυτό η αγία Γραφή, και λένε ότι τα δαιμόνια καλούντα υπουράνια, δηλαδή τα πνευματικά όντα της πονηρίας. Και βέβαια είτε αυτά περιστρέφονται στον αέρα είτε γύρω από τη γη εξίσου θα μπορούσαν να λεχθούν υπουράνια. Αλλ’ αυτών των εξηγητών, αν και η σκέψη τους δεν είναι ασεβής, η μεταβολή όμως στη λέξη δεν είναι ευσεβής.
Γιατί δεν πρέπει καθόλου, ούτε και κατά ένα γράμμα να μεταβάλλομε τις ιερές λέξεις, αφού μάλιστα και χωρίς παραχάραξη της λέξης, όπως είπα, χωρίς καμιά δυσκολία γίνεται κατανοητό το νόημα του χωρίου. Γιατί επουράνια συνήθως καλούνται και όσα περιλαμβάνονται στον ουρανό, όπως δηλαδή ο αέρας, και τίποτε δεν εμποδίζει και όσα κινούνται μέσα σ’ αυτόν, δηλαδή τα πνευματικά δαιμόνια της πονηρίας, από την κίνηση τους μέσα σ’ αυτόν να ονομάζονται μ’ αυτή τη λέξη. Πνευματικά βέβαια λέγονται, επειδή δεν έχουν σάρκα και αίμα, αλλά από την αρχή τους έχει λάχει μια άυλη και άσαρκη ουσία.
Πιο σύμφωνα βέβαια θα ήταν αν έλεγε κανείς για το προκείμενο, ότι επουράνια εδώ ονόμασε την ευσέβεια και τις αρετές. Γιατί χάρη σ’ αυτά κληρονομούμε τη βασιλεία των ουρανών και η πάλη μας προς «τα πνευματικά δαιμόνια της πονηρίας» γίνεται με τις αρετές και την ευσέβεια μας, με το να προσπαθούμε εμείς να τα πραγματοποιήσουμε αυτά, κι εκείνα να αντιτάσσονται με κάθε δυνατό τρόπο σ’ αυτά και να επιχειρούν κάθε πόλεμο εναντίον μας.
Γι’ αυτό πολύ σοφά και κατάλληλα είπε ο δάσκαλος της οικουμένης, ότι «η πάλη μας δεν γίνεται με όντα που έχουν σάρκα και αίμα, αλλά με τα πνευματικά όντα της πονηρίας», δηλαδή τα δαιμόνια, που δεν φέρουν ούτε σάρκα ούτε αίμα. Και τότε που γίνεται ο πόλεμος και για ποια; «Στα επουράνια», λέει, δηλαδή σ’ αυτά που οδηγούν στα ουράνια σκηνώματα, που είναι, όπως έχει λεχθεί, η ευσέβεια και ο χορός των αρετών.
Και αν κάποιος θελήσει με τον προσδιορισμό «στα επουράνια» να εννοήσει ως πιο προχειρότερο την ίδια την επουράνια κατοικία, και έτσι ευοδώνεται η έννοια της ευσέβειας. Γιατί η πάλη μαζί τους είναι, εμείς ν’ αγωνιζόμαστε να επιτύχουμε την ουράνια κληρονομιά, ενώ εκείνα να στερήσουν κι από μας εκείνη, την οποία αυτά τα ίδια έχασαν.
Φωτίου Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως. Άπαντα τα έργα.
1. Τα Αμφιλόχια Α΄. Ερωταποκρίσεις Α΄ – ΞΓ΄.
εκδ. Το Βυζάντιον. Θεσσαλονίκη, 1997
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου