Ὁ νοῦς ἀφοῦ ἑνωθεῖ μὲ τὸν Θεὸ διὰ μέσου τῆς πίστεως, καὶ γνωρίσει διὰ μέσου τῆς πράξεως τῶν ἀρετῶν, καὶ ἀξιωθεῖ νὰ τὸν βλέπει διὰ μέσου τῆς θεωρίας, βλέπει θεάματα θαυμαστὰ καὶ παράδοξα. Διότι φωτίζεται ὅλος, καὶ γίνεται σὰν φῶς, καὶ δὲν δύναται νὰ νοεῖ, ἢ νὰ λέει ἐκεῖνα ὁποὺ βλέπει. Ὅτι αὐτὸς ὁ νοῦς εἶναι φῶς, καὶ βλέπει τὸ φῶς τῶν πάντων, δηλαδή τὸν Θεό, καὶ ἐκεῖνο τὸ φῶς, ὁποῦ βλέπει, εἶναι ζωή, καὶ δίνει ζωὴ σ’ ἐκεῖνον πού τό βλέπει.
Αὐτὸς ὁ νοῦς βλέπει τὸν ἑαυτό του, πὼς εἶναι ἑνωμένος ὁλόκληρος μὲ τὸ φῶς, καὶ παρευθὺς συστέλλεται, καὶ εἶναι καθὼς ἦταν πρὸ τοῦ νὰ τὸ δεῖ. Κατανοεῖ τὸ φῶς ἐκεῖνο μέσα στὴν ψυχή του, καὶ μένει ἐκστατικός, καὶ μένοντας ἐκστατικὸς βλέπει αὐτὸ μακριὰ ἀπὸ λόγου του.
Καὶ πάλι σὰν ἔλθει στὸν ἑαυτό του, βρίσκεται πάλι στὸ φῶς, καὶ τοιουτοτρόπως πλέον δὲν βρίσκει μήτε λόγους, μήτε νοήματα, τί νὰ πεῖ, καὶ τί νὰ ἐννοήσει γιὰ τὸ φῶς ἐκεῖνο πού βλέπει. Ποῖος λοιπὸν νὰ ἀκούσει αὐτὰ τὰ μυστήρια, καὶ νὰ μὴ θαυμάσει; Καὶ θαυμάζοντας νὰ μὴ προστρέξει στὸν Χριστό; Καὶ νὰ μὴν ἀγαπήσῃ αὐτὸν πού μᾶς δίνει αὐτὰ τὰ παράδοξα του χαρίσματα χωρὶς πληρωμή;
Τὸ λοιπόν, ἂς ἐπιμεληθοῦμε, ἀγαπημένοι μου ἀδελφοί, νὰ βροῦμε τὸν Χριστὸ καὶ νὰ τὸν δοῦμε, τί λογῆς θαυμάσιος εἶναι κατὰ τὴν εὐμορφία καὶ κατὰ τὴν τερπνότητα, διότι ὁ ἴδιος λέει, «ὁ ἔχων τὰς ἐντολάς μου καὶ τηρῶν αὐτάς, ἐκεῖνος ἐστιν ὁ ἀγαπῶν με, καὶ ἀγαπηθήσεται ὑπὸ τοῦ Πατρός μου, καὶ ἐγὼ ἀγαπήσω αὐτόν, καὶ ἐμφανίσω αὐτῷ ἐμαυτόν». Καὶ πάλι λέει: «ἐὰν τις ἀγαπᾷ με, τὸν λόγον μου τηρήσῃ, καὶ ὁ Πατήρ μου ἀγαπήσει αὐτόν, καὶ πρὸς αὐτὸν διὰ τοῦ Πνεύματος ἐλευσόμεθα, καὶ μονὴν παρ᾽ αὐτῷ ποιήσωμεν».
Αὐτός λοιπὸν πού ἀγαπᾷ τὸν Θεό, καὶ φυλάει τίς ἐντολές του, ἐνδύεται τὴν ἐξ ὕψους δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡ ὁποία δὲν φαίνεται αἰσθητά, ἐν ἔδει πυρός, οὔτε ἔρχεται μὲ ἦχο πολύ καὶ βίαια πνοὴ, ὅτι αὐτὰ ἔγιναν μόνο στὸν καιρὸ τῶν Ἀποστόλων, γιὰ τοὺς ἀπίστους, ἀλλὰ τή βλέπει νοερῶς ἐν ἔδει φωτὸς νοητοῦ, καὶ ἔρχεται μὲ κάθε γαλήνη, καὶ χαρά. Τὸ ὁποῖο εἶναι προοίμιο τοῦ αἰωνίου καὶ πρώτου φωτὸς ἀπαύγασμα, καὶ λαμπηδόνα τῆς ἀΐδιας (=παντοτινῆς, αἰώνιας, ἀδιάλειπτης) μακαριότητος.
Αὐτὸ τὸ φῶς εὐθὺς μόλις φανεῖ ἀφανίζει κάθε λογισμὸ ἐμπαθῆ, καὶ ἀποδιώχνει κάθε πάθος τῆς ψυχῆς, καὶ κάθε σωματικὴ ἀρρώστια λαμβάνει τὴν γιατρειά της.
Τότε καθαρίζονται τὰ μάτια τῆς καρδίας, δηλαδή ὁ νοῦς καὶ ἡ διάνοια, καὶ βλέπουν ἐκεῖνο ὁποῦ εἶναι γραμμένο στοὺς μακαρισμούς, δηλ. τὸν Θεό.
Τότε ἡ ψυχὴ βλέπει, σὰν μέσα σέ καθρέπτη, καὶ τὰ παραμικρά της σφάλματα, καὶ ἔρχεται σέ μεγαλότατη ταπείνωση, καὶ στοχαζόμενη τὸ μεγαλεῖο τῆς δόξας ἐκείνης γεμίζει ἀπὸ κάθε χαρά, καὶ εὐφροσύνη, καὶ θαυμάζει γιά τὸ ἀνέλπιστο ἐκεῖνο θαῦμα πού εἶδε, καὶ παρευθὺς χύνει δάκρυα πολλά.
Καὶ ἔτσι πλέον ὅλως δι᾽ ὅλου ἀλλοιώνεται ὁ ἄνθρωπος καὶ γνωρίζει τὸν Θεό, καὶ γνωρίζεται αὐτὸς πρῶτα ἀπὸ τὸν Θεόν. Διότι αὐτὴ μόνη ἡ θεία χάρη τοῦ Παναγίου Πνεύματος κάνει τὸν ἄνθρωπο νὰ καταφρονεῖ ὅλα τὰ ἐπίγεια, καὶ τὰ οὐράνια, τὰ παρόντα καὶ τὰ μέλλοντα, τὰ λυπηρὰ καὶ τὰ χαρμόσυνα. Διατὶ τὸν κάνει καὶ φίλο μαζί καὶ υἱὸ Θεοῦ καὶ Θεό, ὅσον εἶναι δυνατὸν στοὺς ἀνθρώπους. Ω τῆς μεγαλωσύνης τῶν χαρισμάτων τοῦ Θεοῦ!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου