ΑΡΧΙΚΗ

Στο ρητό του αποστόλου(Β’ Κορ. 12, 4)

 

Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος. Έργα. Ηθικός λόγος τρίτος: Για το ρητό »είδα ότι ο άνθρωπος αυτός αρπάχθηκε ως τον τρίτο ουρανό…».

Στο ρητό του αποστόλου, στο οποίο λέει: «Και είδα ότι ο άνθρωπος αυτός αρπάχθηκε ως τον τρίτο ουρανό και ότι άκουσε ανέκφραστα ρήματα, που δεν είναι δυνατό να ακούσει άνθρωπος» (Β’ Κορ. 12, 4).

 

Α΄

Ποια λοιπόν είναι τα ανέκφραστα ρήματα, που άκουσε ο Παύλος; Και ποια είναι τα αγαθά, που μάτι δεν είδε και αυτί που δεν άκουσε και νους ανθρώπου δεν συνέλαβε (Α’ Κορ. 2, 9) ; Ποια μάλιστα ή πώς θα είναι, αλλά και πώς είναι σ’ εμάς η βασιλεία του Θεού και ποια η ενέργεια της μέσα μας;

Επειδή ο Δεσπότης των όλων φωνάζει κάθε μέρα απερίφραστα με τα Ευαγγέλια του, άλλα λέγοντας τα ασαφή, όταν δηλαδή διδάσκει με παραβολές, άλλα εξηγώντας τα ιδιαίτερα στους μαθητές του, μιλώντας έτσι: «Σ’ εσάς δόθηκε το προνόμιο να γνωρίσετε τα μυστήρια της βασιλείας του Θεού, αλλά στους άλλους με παραβολές» (Λουκ. 8, 10) και επειδή κάποιες φορές τα λέει όλα σε όλους εμάς απερίφραστα και φανερά, όπως οι απόστολοι λένε σ’ αυτόν: «Να, τώρα μιλάς απερίφραστα και δεν μεταχειρίζεσαι καμία παραβολή» (Ιω. 16, 29), είναι ανάγκη να ερευνήσουμε και να μάθουμε ποια είναι αυτά που έχουν ειπωθεί απερίφραστα και φανερά, και ποια είναι αυτά που έχουν ειπωθεί από τον Κύριο και Θεό με παραβολές.

Αυτά λοιπόν που αφορούν στις εντολές είναι φανερά και σαφή, όταν δηλαδή ο ευαγγελιστής λέει: «Είπε ο Κύριος˙ να αγαπάτε τους εχθρούς σας, να κάνετε καλό σ’ αυτούς που σας μισούν» (Ματθ. 5, 44)˙ και όταν μακαρίζει βέβαια εκείνους που πενθούν (Ματθ. 5, 4), ταλανίζει όμως εκείνους που γελούν (Λουκ. 6, 25)˙ και όταν λέει: «Μετανοείτε˙ διότι έφθασε η βασιλεία των ουρανών» (Ματθ. 3, 2)˙ και πάλι, όταν λέει: «Αυτός που θέλει να σώσει την ψυχή του θα τη χάσει, και αυτός που έχασε την ψυχή του για χάρη μου θα τη βρει στην αιώνια ζωή» (Ματθ. 10, 39)˙ και όταν λέει: «Αυτός που θέλει να έρθει πίσω μου, ας απαρνηθεί τον εαυτό του και ας σηκώσει το σταυρό του και ας με ακολουθήσει» (Ματθ. 16, 24). Αυτά λοιπόν και τα ακόλουθα προς αυτά έχουν ειπωθεί όχι με παραβολές, αλλά φανερά και χωρίς να έχουν μέσα τους κανένα κρυμμένο νόημα.

Αυτά όμως που έχουν ειπωθεί με παραβολές είναι όταν λέει: «Με ποιόν να παρομοιάσουμε τη βασιλεία του Θεού; Μοιάζει με σπόρο σιναπιού, που έλαβε ένας άνθρωπος και τον έσπειρε στον κήπο του˙ και αφού μεγάλωσε, έγινε ψηλό δέντρο» (1Λουκ. 13, 18-19)˙ και όταν πάλι λέει: «Μοιάζει η βασιλεία των ουρανών με άνθρωπο, που ζητά να βρει ωραία μαργαριτάρια» (Ματθ. 13, 45˙ και πάλι, όταν λέει: «Μοιάζει η βασιλεία των ουρανών με προζύμι, που το πήρε μία γυναίκα και το έκρυψε μέσα σε τρία σάτα* αλεύρι, ωσότου ζυμώθηκε όλο» (Ματθ. 13, 33). Αυτά και άλλα περισσότερα απ’ αυτά, μιλώντας έτσι και παρομοιάζοντας τη βασιλεία των ουρανών μ’ αυτά, τα ονομάζει παραβολές.

* σάτο˙ ποσότητα μέτρησης.

Και πρόσεχε από εδώ τη σοφία του Θεού, πώς δηλαδή με τα αισθητά παραδείγματα και μ’ αυτά που θεωρούνται από μας ότι είναι ασήμαντα υποδηλώνει αυτά που ξεπερνούν το νου και τη σκέψη. Και όλο αυτό το κάνει, ώστε από τη μία, οι άπιστοι και όσοι εξαιτίας της απιστίας τους έγιναν ανάξιοι γι’ αυτά, να μείνουν τυφλοί και αμέτοχοι σ’ αυτά τα αγαθά, από την άλλη, οι πιστοί και όσοι δέχονται με βεβαιότητα το λόγο των παραβολών, να δουν σ’ αυτά την ίδια την αλήθεια και τη φανερή κατάληξη των πραγμάτων.

Διότι οι παραβολές αυτές είναι σύμβολα των πραγμάτων που συμβαίνουν και άκου το πώς. Ο σπόρος του σιναπιού είναι το πανάγιο Πνεύμα˙ αυτό δηλαδή να σκεφθείς ότι είναι και η βασιλεία των ουρανών και όχι κάτι άλλο. Άνθρωπος πάλι είναι ο κάθε πιστός που θέλει με την εργασία των εντολών να λάβει αυτό το σπόρο. Κήπος ωστόσο δεν είναι κανείς άλλος τόπος παρά η καρδιά του καθενός μας, όπου, λαμβάνοντας αυτό τον ένα σπόρο – όχι τους πολλούς, διότι ο σπόρος δεν είναι από εκείνους που διχοτομούνται -, τον σπόρο δηλαδή που είναι άτμητος ως προς τη φύση του και αδιαίρετος, τον κρύβουμε μέσα της˙ και καθώς φρουρούμε με κάθε προσοχή τους εαυτούς μας και τους φυλάγουμε, ο ίδιος ο σπόρος μεγαλώνει με τρόπο που εμείς δεν γνωρίζουμε, και όταν φυτρώσει, βλέπεται, και όταν μεγαλώσει πολύ, αναγνωρίζεται από εκείνους μέσα στους οποίους φύτρωσε, και όταν γίνει δέντρο και βγάλει πολλά κλαδιά, προξενεί ανέκφραστη χαρά στον άνθρωπο που τον απέκτησε.

Όταν λοιπόν ο κήπος χωρίς το σπόρο δεν παράγει τίποτε χρήσιμο παρά μόνο αγκάθια και άγρια χόρτα, και όπως ο σπόρος χωρίς να σπαρεί σε κήπο δεν καρποφορεί, αλλά μένει μόνος, όποιος είναι, έτσι λοιπόν και οι ψυχές μας αληθινά χωρίς το θείο σπόρο παραμένουν και γίνονται άκαρπες και γεμάτες αγκάθια.

Διότι ο θείος σπόρος, προτού να σπαρεί μέσα μας, δηλαδή μέσα στις καρδιές μας, παραμένει ο ίδιος, όποιος είναι ολόκληρος Θεός, χωρίς ούτε προσθήκη να δέχεται, ούτε βέβαια να υφίσταται καθόλου ελάττωση, μέσα μας μάλιστα ούτε φυτρώνει καθόλου ούτε δέχεται αύξηση. Διότι, πώς είναι δυνατό αυτός, που δεν έχει καθόλου ένωση με κάποιον, να παρουσιάσει σ’ αυτόν την αυξητική του δύναμη όση σ’ εκείνους που ενώθηκαν μαζί του;

Με κανένα τρόπο, όπως ακριβώς ούτε η φωτιά ανάβει ποτέ τα ξύλα που δεν τα άγγιξε, ούτε τα ξύλα καίγονται, αν δεν ενωθούν πραγματικά με τη φωτιά.

Και όπως λοιπόν τα νοήματα των θείων Ευαγγελίων, όπως έχει ειπωθεί, αλλά λέγονται σ’ εμάς ασαφή με παραβολές, και άλλα λέγονται απερίφραστα και ακάλυπτα, έτσι και τα νοήματα των αποστολικών και θεόπνευστων ρημάτων δεν λέγονται σ ‘ εμάς όλα φανερά και χωρίς κάποιο κάλυμμα, αλλά χρειάζονται κάποιες φορές πολλή εξέταση και ερμηνεία, επειδή μέσα στην όποια διατύπωση τους παρουσιάζουν βάθος νοημάτων και μυστηρίων.

Και αν θέλετε, ας επιχειρήσουμε να καταπιαστούμε με μία υπόθεση και μία θεώρηση των αποστολικών ρημάτων και θα δούμε τα βάθη του Πνεύματος, επειδή, σύμφωνα με το θείο λόγο, «το Πνεύμα ερευνά όλα, ακόμη και τα βάθη του Θεού» (Α’ Κορ. 2, 10).

Ποια λοιπόν είναι αυτή η υπόθεση, αλλά και τι λογής είναι η αρχή της θεώρησης του λόγου; Είναι τα ανέκφραστα ρήματα, που ο θείος Παύλος άκουσε, όταν αρπάχθηκε στον τρίτο ουρανό (Β΄ Κορ. 12, 4). Αλλά όμως από την ίδια την αρχή, ας εξετάσουμε πρώτα τι είναι ρήμα, ώστε, προχωρώντας έτσι, να γνωρίσουμε καλά το νόημα των αποστολικών ρημάτων. Ρήμα λοιπόν είναι ο λόγος, όπως ακριβώς και ο λόγος ονομάζεται ρήμα.

Διότι λέει: «Πες ένα λόγο και θα θεραπευθεί ο δούλος μου» (Ματθ. 8, 8). Και στον Ιώβ λέει: «Πες κάποιο ρήμα στον Θεό και πέθανε» (Ιώβ 2, 9δ). Και σε άλλο μέρος, λέει: «Τα ρήματα του στόματος του» (Ψαλ. 35, 4).

Και τα ρήματα βέβαια και οι λόγοι των ανθρώπων λέγονται από στόματα ανθρώπων και ακούγονται επίσης από ανθρώπινα αυτιά, αλλά το ρήμα του Θεού και ο λόγος του, επειδή βγαίνει από το στόμα του, είναι εντελώς ανέκφραστος από ανθρώπινη γλώσσα και ολότελα αχώρητος από σάρκινα αυτιά˙ και όχι μόνο αυτό, αλλά και δεν είναι δυνατό να γίνει ακουστός απ’ αυτά τα αυτιά, επειδή είναι φανερό ότι η ανθρώπινη αίσθηση δεν μπορεί να αισθανθεί αυτά που ξεπερνούν την αίσθηση.

Λοιπόν, ρήμα και λόγο, σύμφωνα με την πρώτη άποψη της θεώρησης, δεν γνωρίζουμε κανέναν άλλο παρά τον Υιό του Θεού και Πατέρα, τον ίδιο δηλαδή τον Κύριο μας Ιησού Χριστό, που είναι πραγματικά Θεός˙ στόμα του πάλι, που λέει τα ανέκφραστα ρήματα, δεν είναι κανένα άλλο παρά το ίδιο το άγιο και ομοούσιο Πνεύμα, όπως ο προφήτης λέει: «Διότι το στόμα του Κυρίου τα είπε αυτά» (Ησ. 1, 20),αντί να πει, «το Πνεύμα του Κυρίου». Στόμα του Θεού λοιπόν είναι το Άγιο Πνεύμα, ενώ ρήμα και λόγος είναι ο Υιός του και Θεός.

Γιατί όμως το Πνεύμα ονομάζεται στόμα Θεού, και ο Υιός ονομάζεται ρήμα και λόγος; Επειδή, όπως ακριβώς ο λόγος που είναι μέσα μας βγαίνει με το στόμα μας και φανερώνεται στους άλλους, και δεν είναι δυνατό να τον πούμε και να τον φανερώσουμε με άλλο τρόπο, παρά μόνο με τη φωνή του στόματος, έτσι δεν είναι δυνατόν ούτε ο Υιός του Θεού και Λόγος να ειπωθεί, δηλαδή να φανερωθεί, να γνωρισθεί και να ακουσθεί, παρά μόνο με το Άγιο Πνεύμα σαν με στόμα.

Αλλά τη φράση «δεν είναι δυνατόν» εδώ τη λέμε αντί για τη φράση «δεν υπάρχει τέτοιο ενδεχόμενο», «ούτε θέλει», όπως λέμε και τη φράση «είναι αδύνατο να ψευσθεί ο Θεός» (Εβρ. 6, 18). Όπως μάλιστα αν δεν ανοίξουμε το στόμα μας, ή είναι σφιγμένο, δεν είναι δυνατό να βγει ο λόγος μας, έτσι ούτε το στόμα του Θεού, το ίδιο δηλαδή το Άγιο Πνεύμα του, αν δεν ανοιχθεί με την έλλαμψη του που γίνεται μέσα μας – όχι βέβαια το Πνεύμα, αλλά ο νους μας, που φωτίζεται από το Πνεύμα -, ο Υιός και Λόγος του Θεού ούτε βλέπεται, ούτε γνωρίζεται, ούτε βέβαια φανερώνεται στην αίσθηση της όρασης και της ακοής μας.

Τα ανέκφραστα λοιπόν ρήματα που ο θείος Παύλος άκουσε, όπως είπε, δεν είναι τίποτε άλλο, σύμφωνα με την αντίληψη της αδύνατης διάνοιας μας, παρά οι μυστικές οπωσδήποτε και αληθινά ανέκφραστες δια μέσου της έλλαμψης του Αγίου Πνεύματος θεάσεις και υπερμεγαλοπρεπείς άγνωστες γνώσεις*, οι αθέατες δηλαδή θεάσεις της υπέρφωτης και υπεράγνωστης δόξας και θεότητας του Υιού και Λόγου του Θεού˙ οι οποίες, καθώς φανερώνονται καθαρότερα και σαφέστερα στους άξιους, δείχνονται ως οι ανάκουστες ακοές των ανείπωτων ρημάτων, δηλαδή η κατανόηση των ακατανόητων πραγμάτων με ακατανόητο τρόπο.

* Χρησιμοποιεί όρους της αποφατικής Θεολογίας.

Αν όμως ο Παύλος είπε: «Άκουσα ανέκφραστα ρήματα» (Β΄ Κορ. 12, 4), εμείς όμως είπαμε ότι αυτά είναι ο Υιός και Λόγος του Θεού και Πατέρα, που λέγεται με το Άγιο Πνεύμα και συγχρόνως φανερώνεται στους άξιους με την έλλαμψη του, η έλλαμψη όμως, δηλαδή η αποκάλυψη, είπαμε ότι γίνεται κυρίως με τη θέαση και όχι με το άκουσμα, να μην παραξενευθείς γι’ αυτό, αλλά, ακούγοντας την εξήγησή του, μάθε να είσαι πιστός και μην είσαι άπιστος. Η εξήγηση του είναι η εξής.

Ο Θεός, ο δημιουργός των όλων, είναι ένας˙ αυτό όμως το ένα είναι φως και ζωή, πνεύμα και λόγος, στόμα και ρήμα, σοφία και γνώση, χαρά και αγάπη, βασιλεία των ουρανών και παράδεισος, ουρανός των ουρανών, όπως ονομάζεται, και ήλιος των ήλιων και Θεός των θεών και μέρα ανέσπερη, αλλά και οτιδήποτε καλό θα μπορούσες να πεις απ’ αυτά που βλέπουμε˙ και ζητώντας να βρεις κάτι, που ξεπερνά όλα, θα βρεις αυτό το ένα να είναι ενυπόστατο και να ονομάζεται κυριολεκτικά αγαθό.

Δεν είναι όμως τέτοιο και εκείνο, όπως είναι τα ορατά πράγματα˙ ούτε, όπως είναι αυτά το καθένα τους χωριστά, είναι και εκείνο το ένα ξεχωριστά, αλλά, μένοντας ένα και το ίδιο, χωρίς μεταβολή, είναι πανάγαθο και ανώτερο από κάθε αγαθό. Έτσι λοιπόν έχει τιμηθεί και ο ίδιος ο άνθρωπος, που δημιουργήθηκε κατ’ εικόνα Θεού και ομοίωση (Γέν. 1, 26), έχοντας μία αίσθηση, μέσα σε μία ψυχή, και ένα νου και λόγο, αν και αυτή η αίσθηση διαχωρίζεται σε πέντε μέρη για τις φυσικές ανάγκες του σώματος.

Στα σωματικά βέβαια, η μία αίσθηση της ψυχής, με το να διαιρείται με τρόπο αδιαίρετο δια μέσου των πέντε αισθήσεων, δείχνει την ενέργεια της, καθώς μεταβάλλεται με τρόπο αμετάβλητο, και βλέπει όχι η ίδια η αίσθηση, αλλά η ψυχή δια μέσου αυτής, όπως επίσης και ακούει και οσφραίνεται και γεύεται και ξεχωρίζει με την αφή.

Στα πνευματικά όμως δεν αναγκάζεται να διαιρείται σε θυρίδες αισθήσεων, δεν ζητά να ανοίξουν τα μάτια, για να δει ή να κοιτάξει κάποιο από τα όντα, ούτε ζητά να δεχθούν τα αυτιά κάποιο λόγο, ούτε να καθαρίσει την όσφρηση, για να οσφραίνεται δυνατά˙ ούτε έχει ανάγκη από χείλη και γλώσσα, για να γεύεται και να ξεχωρίζει συγχρόνως το πικρό και το γλυκό, ούτε έχει ανάγκη από χέρια, για να αγγίζει και να γνωρίζει μ’ αυτά το τραχύ και το λείο και το ομαλό, αλλά, με το να απομακρυνθεί η αίσθηση από όλα αυτά και να οδηγηθεί όλη ολοκληρωτικά από το νου, επειδή βαδίζει μαζί του με φυσικό τρόπο, και επειδή, χωρίς να χωρίζεται, είναι μία, έχει μέσα της τις πέντε αισθήσεις, σαν να είναι αυτές ένα και όχι πολλές, για να μιλήσουμε ακριβέστερα.

Β΄

Ποια λοιπόν είναι τα ανέκφραστα ρήματα, που άκουσε ο Παύλος; Και ποια είναι τα αγαθά, που μάτι δεν είδε και αυτί δεν άκουσε και νους ανθρώπου δεν συνέλαβε; Ποια μάλιστα ή πώς θα είναι, αλλά και πώς είναι σ’ εμάς η βασιλεία του Θεού και ποια η ενέργειά της μέσα μας;

Και πρόσεχε από εδώ την ακριβή εξέταση του λόγου. Η ψυχή, ο νους και ο λόγος, όπως έχει ειπωθεί, είναι ένα, ενωμένα μέσα σε μία ουσία και φύση. Αυτό μάλιστα το ένα αισθάνεται, συλλογίζεται – διότι είναι λογικό -, διανοείται, εφευρίσκει, σκέφτεται, αποφασίζει, επιθυμεί, θέλει ή δεν θέλει προτιμά ή δεν προτιμά, αγαπά, μισεί.

Και για να μη μακρύνουμε το λόγο μας, αυτό το ένα είναι ζωντανή ύπαρξη, που την ίδια στιγμή βλέπει και ακούει συγχρόνως και οσφραίνεται, γεύεται και αγγίζει, γνωρίζει, διακρίνει, αναγνωρίζει επίσης και μιλά. Πρόσεχε με ακρίβεια το νόημα των λόγων, για να μπορέσεις να μάθεις από εδώ ποια ήταν τα ανέκφραστα ρήματα, και πώς ο Παύλος άκουσε αυτά που φανερώθηκαν σ’ αυτόν και που ο ίδιος είδε μέσα στη χάρη του θείου Πνεύματος.

Ο Θεός, ο δημιουργός των όλων, είναι ένας˙ αυτό λοιπόν το ένα είναι κάθε αγαθό, όπως έχει ειπωθεί. Η λογική και αθάνατη ψυχή είναι μία˙ αυτή λοιπόν η μία ψυχή είναι όλη η αίσθηση, επειδή δηλαδή έχει μέσα της όλες τις αισθήσεις, όποιες υπάρχουν.

Όταν λοιπόν ο ένας Θεός του παντός εμφανισθεί με αποκάλυψη στη μία και λογική ψυχή, φανερώνεται σ’ αυτή κάθε αγαθό και συγχρόνως την ίδια στιγμή γίνεται αυτό ορατά από την ψυχή με όλες τις αισθήσεις της˙ δηλαδή βλέπεται και ακούγεται και γλυκαίνει τη γεύση και ευωδιάζει την όσφρηση, ψηλαφείται, γνωρίζεται, λαλεί και λαλείται, γνωρίζει, γνωρίζεται και γίνεται αντιληπτό ότι γνωρίζει. Διότι εκείνος που γνωρίζεται από τον Θεό γνωρίζει ότι γνωρίζεται, και εκείνος που βλέπει τον Θεό γνωρίζει ότι τον βλέπει ο Θεός˙ εκείνος όμως που δεν βλέπει τον Θεό δεν γνωρίζει ότι τον βλέπει ο Θεός, όπως και ότι δεν τον βλέπει, αν και ο Θεός βλέπει τα πάντα και δεν του ξεφεύγει τίποτε.

Εκείνοι λοιπόν που αξιώθηκαν να δουν συγχρόνως την ίδια στιγμή, με όλες τους τις αισθήσεις το απόλυτο αγαθό, που είναι επάνω από κάθε αγαθό, σαν δηλαδή οι πολλές αισθήσεις να αισθάνονται με μία αίσθηση αυτό που είναι ένα και πολλά, με το να γνωρίσουν και να γνωρίζουν συγχρόνως καθημερινά, με τις διάφορες αισθήσεις της μιας αίσθησης, τα διάφορα αγαθά ως ένα αγαθό, δεν διαπιστώνουν σ’ αυτά καμία διαφορά, αλλά ονομάζουν τη θέαση γνώση και τη γνώση επίσης ονομάζουν θέαση, την ακοή όραση και την όραση ακοή, όπως δηλαδή όταν ο Αββακούμ λέει: «Κύριε, άκουσα την ακοή σου και φοβήθηκα. Κύριε, παρατήρησα τα έργα σου και έμεινα έκπληκτος» (Αββ. 3, 1-2).

Λοιπόν, από ποιόν άλλον άκουσε; Εκείνος προφήτευσε και σου; Αλλά τί θέλει να φανερώσει με την επανάληψη της λέξης ακοή, παρά ότι, με το να γνωρίσει οπωσδήποτε με την έλλαμψη του Πνεύματος, δηλαδή με την αποκάλυψη, τον Κύριο μας και Υιό του Θεού, και με το να διδαχθεί πάλι απ’ αυτόν με την υπαγόρευση αυτά που αναφέρονται στην οικονομία του, σαν δηλαδή να έκανε δική του τη διδασκαλία γι’ αυτόν, αυτή που έμαθε από εκεί, έλεγε γεμάτος χαρά στον Κύριο, σαν να τον έβλεπε, όπως και βλεπόταν από τον Κύριο: «Θα γίνεις γνωστός στους ανθρώπους ανάμεσα σε δύο ζώα˙ όταν πλησιάζουν τα χρόνια της παρουσίας σου, θα σε γνωρίσουν οι άνθρωποι καλά˙ όταν έρθει ο κατάλληλος καιρός, θα αναφανείς ποιος είσαι» (Αββ. 3, 2).

Ώστε ακοή εννοεί τη διδασκαλία και τη γνώση που γίνεται μέσα στη θέαση της δόξας του Πνεύματος, αυτή που άκουσε για την ενανθρώπιση και τη φανέρωση του επάνω στη γη. Και μάλιστα αυτό το ίδιο, το ότι είπε «Κύριε», έχει τη σημασία ότι τον βλέπει και ότι μιλά μαζί του. Διότι ποιος μιλά σ’ αυτόν που δεν βλέπει σαν να τον βλέπει; Μήπως εκείνος που δεν βλέπει τον επίγειο βασιλιά μπορεί να λέει σ’ αυτόν: «Βασιλιά, άκουσα αυτά που έχουν αποφασισθεί από τη βασιλεία σου»; Με κανένα τρόπο!

Λοιπόν, όχι μόνο λέει ότι άκουσε την ακοή του, αλλά και ότι «θα γίνεις γνωστός στους ανθρώπους και θα σε γνωρίσουν καλά και θα αναφανείς ποιος είσαι», σαν να έμαθε δηλαδή την απόφασή του με όλη τη βεβαιότητα και να λέει κατά κάποιο τρόπο σ’ αυτόν: «Θα κάνεις αυτά και αυτά, όπως από τη βασιλεία σου, Δέσποτα, έχει αποφασισθεί». Περισσότερο απ’ αυτό μάλιστα υπονοούν αυτά και όλα τα προφητικά λόγια.

Έτσι λοιπόν η θεία Γραφή αναφέρει συνήθως τη θέαση του Θεού αντί για ακοή και την ακοή αντί για θέαση. Έτσι και ο θείος Παύλος τις ανέκφραστες θεάσεις και ελλάμψεις, και τις διδασκαλίες και αποκαλύψεις, που ξεπερνούν τα όρια της ανθρώπινης φύσης και δυνατότητας, εύλογα τις ονόμασε ρήματα και είπε ότι τα άκουσε αυτά και τα παρέδωσε με τη γραφή. Γι’ αυτό και έλεγε: «Και για τις πάρα πολλές αποκαλύψεις, για να μην υπερηφανεύομαι, μου δόθηκε ένα αγκάθι στο σώμα» (Β΄ Κορ. 12, 7).

Αν λοιπόν προηγουμένως άκουσε, πώς τότε ύστερα ονόμασε αυτά που άκουσε αποκαλύψεις, αν όχι με την έννοια που είπαμε; Διότι έτσι προσεύχεται και ο Δαβίδ, να αφαιρεθεί δηλαδή το κάλυμμα από τα μάτια του, ώστε να καταλάβει τα θαυμαστά έργα του Θεού από το νόμο του (Ψαλμ. 118, 18). Αυτός που προηγουμένως είπε, «Δεν γνωρίζω, αν αρπάχθηκα με το σώμα ή χωρίς το σώμα» (Β΄ Κορ. 12, 3), πώς ύστερα λέει ότι «άκουσα», αν όχι με την έννοια που φανερώσαμε πιο επάνω με λεπτομέρειες και που είναι η ίδια η αλήθεια του πράγματος;

Λοιπόν, με το να πει αρπαγή, φανέρωσε πρώτα τη θέαση, ενώ αυτά που είναι μέσα στη θέαση και που είναι πιο αποκαλυπτικά για τη δόξα και τη θεότητα, που αστράφτει λαμπρότερα, επειδή προσφέρουν γνώση και διδάσκουν εκείνον που τα βλέπει και φανερώνουν εκείνα που είναι μυστικά και ακατανόητα από όλους, είπε ότι τα άκουσε, επειδή είναι ένα η ακουστική και η οπτική αίσθηση. Γι’ αυτό το λόγο και δεν μπορεί να πει ούτε για ένα απ’ αυτά που βλέπει ή ακούει, τι λογής είναι και ποια είναι, όπως τα βλέπει και τα ακούει˙ γι’ αυτό και πρόσθεσε ότι είναι αδύνατο να τα πει αυτά με τη γλώσσα (Β΄ Κορ. 12,4).

Αλλά, ας φροντίσουμε να καθαρίσουμε τους εαυτούς μας με τη μετάνοια και την ταπείνωση, και να ενώσουμε όλες τις αισθήσεις μας ως μία αίσθηση με τον αγαθό και υπεράγαθο Θεό˙ και τότε όλα αυτά, που εγώ δεν έχω τη δύναμη να εκφράσω και να παραστήσω με πολλά λόγια, θα τα διδαχθείτε εσείς συγχρόνως την ίδια στιγμή, ακούγοντας τα με την όραση και βλέποντας τα με την ακοή, μαθαίνοντας τα με τη θέαση και ακούγοντάς τα πάλι με την αποκάλυψη.

Αλλά υπάρχει και κάποια άλλη ακοή στα πολύ ανώτερα πνευματικά πράγματα. Ποια είναι αυτή; είναι η υπόσχεση των αγαθών που πρόκειται να δοθούν. Διότι όπως η πρώτη παρουσία του Κυρίου, που διακηρύττεται από τους προφήτες, αν και βλεπόταν απ’ αυτούς και γνωριζόταν με ακρίβεια, όμως, επειδή αυτή δεν έγινε ακόμη στις μέρες εκείνων, αλλά επρόκειτο να γίνει μετά απ’ αυτά, εκείνοι έλεγαν ότι ακούν αυτά που φανερώνονταν σ’ αυτούς γι’ αυτή την παρουσία και αυτά που δείχνονταν, επειδή επρόκειτο να πραγματοποιηθούν μετά απ’ αυτά, έτσι και ο Παύλος, όταν είδε τα αγαθά, που είναι αποθησαυρισμένα για τους δίκαιους αγωνιστές, και γνώρισε και έμαθε με ακρίβεια ότι μετά από τη Δευτέρα παρουσία του Κυρίου και μετά από την ανάσταση από τους νεκρούς θα λάβουν αυτά τα αγαθά εκείνοι που με όλη την ψυχή τους αγάπησαν τον Θεό, ανέφερε υπό τύπον επαγγελίας και υπόσχεσης και αναφώνησε: «Άκουσα ανέκφραστα ρήματα, που δεν είναι δυνατό να τα πει άνθρωπος» (Β’ Κορ. 12, 4).

Με ποιο νόημα όμως τα ονόμασε αυτά ρήματα; Τα ονόμασε δηλαδή αγαθά και έπειτα ρήματα, επειδή εκείνα τα αγαθά είναι πράγματι κάποια παράδοξα ρήματα και λόγια με τα οποία κάθε λογική φύση απολαμβάνει την πραγματική ανεξάντλητη και αιώνια απόλαυση και ζωογονείται και ευφραίνεται με θείο τρόπο. Διότι, αν ο Λόγος του Θεού και Πατέρα είναι Θεός, δίκαια οι ελλάμψεις του Θεού Λόγου θα ονομαστούν ρήματα˙ διότι, όταν ο λόγος απλωθεί και γίνει μακρά διήγηση, δεν είναι πια λόγος, αλλά ονομάζεται ρήματα διήγησης, όπως το χωρίο: «Άκουσε, Κύριε, τα ρήματα μου˙ κατανόησε την κραυγή μου˙ πρόσεξε τη φωνή της δέησης μου» (Ψαλμ. 5, 2-3).

Λόγος λοιπόν είναι ο Θεός, ρήματα του πάλι είναι οι ακτίνες και οι ελλάμψεις της θεότητας, που ξεπηδούν σαν από κάποια αστραπή και βγαίνουν λαμπρότερα, ή, μάλλον, που φανερώνονται σ’ εμάς, τα οποία εμείς δεν μπορούμε να εκφράσουμε.

Ο Ιωάννης όμως, ο αγαπημένος μαθητής του Χριστού, σύμφωνα με τη χάρη που του δόθηκε, είπε και φανέρωσε κάτι λίγο απ’ αυτά που ο Παύλος άκουσε, λέγοντας τα εξής: «Αδελφοί, τώρα είμαστε τέκνα του Θεού, αλλά ακόμη δεν φανερώθηκε τι θα είμαστε˙ γνωρίζουμε όμως ότι, αν φανερωθεί, θα είμαστε όμοιοι μ’ αυτόν» (9. Α΄ Ιω. 3, 2). Ο Παύλος είπε ότι, «Άκουσα ανέκφραστα ρήματα, που δεν είναι δυνατό να τα πει άνθρωπος» (Β΄ Κορ. 12, 4)˙ ο Ιωάννης πάλι είπε ότι «γνωρίζουμε, αν φανερωθεί, τι θα είμαστε, θα είμαστε δηλαδή όμοιοι μ’ αυτόν» και θα τον δούμε τελειότερα. Αυτό άλλωστε το λέει και ο ίδιος ο Παύλος: «Τώρα βέβαια γνωρίζω κατά ένα μέρος, τότε όμως θα γνωρίσω πλήρως, όπως δηλαδή και εγώ γνωρίζομαι πλήρως από τον Θεό» (Α΄ Κορ. 13, 12).

Βλέπεις πώς στα πνευματικά η γνώση και η ομοιότητα, η θέαση και η επίγνωση, είναι ένα και το ίδιο πράγμα; Έτσι, καθώς ο Χριστός γίνεται για μας τα πάντα, γίνεται δηλαδή γνώση, σοφία, λόγος, φως, έλλαμψη, ομοιότητα, θέαση, επίγνωση, δίνει σ’ αυτούς, που τον αγαπούν, τη δυνατότητα να απολαμβάνουν τα αγαθά του κατά ένα μέρος και στην παρούσα ζωή, αλλά και να κατανοούν και να ακούν μυστικά τα ανέκφραστα ρήματα, που είναι κρυμμένα για τους πολλούς.

Αν δηλαδή ο Χριστός δεν γίνει για μας συγχρόνως τα πάντα, θα είναι λοιπόν κάποτε ελλιπής η βασιλεία των ουρανών και η απόλαυση στη βασιλεία. Αν ο Χριστός, μαζί μ’ αυτά που έχουν ειπωθεί, δεν γίνει στολή και στεφάνι και υπόδημα, χαρά και γλυκύτητα, τροφή, πόση, τράπεζα, κλίνη, ανάπαυση και άπειρη ωραιότητα θέασης, και οτιδήποτε άλλο κατάλληλο για απόλαυση ή για δόξα και ευχαρίστηση για όλους τους δίκαιους και γι’ αυτούς που τον αγαπούν, αλλά, αν θα έλειπε κάποτε ένα μόνο απ’ αυτά σε έναν απ’ αυτούς που είναι εκεί, αμέσως η στέρηση του καλού θα δώσει τόπο στη λύπη και θα μπει μέσα στην ανείπωτη χαρά αυτών που ευφραίνονται˙ και έτσι θα φανεί ότι διαψεύδεται ο λόγος που μιλά για τον τόπο, όπου «εξαφανίσθηκε ο πόνος, η λύπη και ο στεναγμός» (Ησ΄. 35, 10).

Αλλά δεν θα συμβεί αυτό, δεν θα συμβεί, αλλά ο Χριστός θα είναι τα πάντα για όλους και κάθε αγαθό μέσα σε όλους τους αγαθούς, που υπερπερισσεύει πάντοτε και που γεμίζει υπέρμετρα όλες τις αισθήσεις αυτών που έχουν καθίσει στο τραπέζι των γάμων του βασιλιά Χριστού (Πρβ. Λουκ. 12, 37), καθώς εκείνος ο ίδιος, ο ένας και μοναδικός, τρώγεται και πίνεται, επειδή είναι ο ίδιος κάθε είδος τροφής, γλυκύτητας και πόσης.

Απ’ αυτό λοιπόν, καθώς θα βλέπεται από όλους και καθώς ο ίδιος θα βλέπει όλες τις αμέτρητες μυριάδες και θα έχει πάντοτε το βλέμμα του προσηλωμένο και ακινητοποιημένο σταθερά σ’ αυτές, ο καθένας απ’ αυτούς θα πιστεύει ότι βλέπεται απ’ αυτόν και ότι απολαμβάνει τη συναναστροφή του και ότι αυτός τον κατασπάζεται, ώστε κανείς απ’ αυτούς να μη λυπηθεί, επειδή τάχα αγνοήθηκε.

Ο ίδιος θα είναι, όπως έχει ειπωθεί, και στεφάνι, τοποθετημένο στα κεφάλια όλων των αγίων, που δεν φθείρεται, που δεν μεταβάλλεται, με το να δείχνει ότι είναι κάτι διαφορετικό και με το να διαμοιράζει τον εαυτό του στον καθένα ανάλογα με την αξία του˙ ο ίδιος θα είναι για όλους και ένδυμα, τέτοιο που ο καθένας θα ντυθεί με φροντίδα απ’ αυτή τη ζωή ακόμα, επειδή κανείς δεν μπαίνει στον μυστικό γάμο, αν δεν φορά αυτό τον απλησίαστο χιτώνα˙ αν όμως κάποιος, αφού αναμιχθεί με τους άλλους, μπει κρυφά, κάτι που είναι αδύνατο να γίνει, αυτός θα διωχθεί και πάλι έξω κατά τον ίδιο τρόπο.

Γ΄

Θέλοντας λοιπόν να δείξει σ’ εμάς ο Δεσπότης ότι δεν θα μπει εκεί κανείς φορώντας μελανό ένδυμα, το φανέρωσε με την παραβολή, λέγοντας «Φίλε, πώς μπήκες εδώ, χωρίς να έχεις ένδυμα γάμου;» Έπειτα πρόσθεσε: «Αφού του δέσετε τα χέρια και τα πόδια, βγάλτε τον στο σκότος το εξώτερο» (Ματθ. 22, 12-13). Δεν νομίζω όμως ότι το έχει πει αυτό έτσι, επειδή διέφυγε την προσοχή του αλάθητου Δεσπότη, αλλά επειδή δεν ήταν ακόμη καιρός να φανερώσει τα μυστήρια αυτά.

Επειδή λοιπόν δεν ήθελε τότε να πει φανερότερα, ότι «κανείς δεν θα μπει εκεί, αν δεν φορά το ιμάτιο της θεότητας μου», διατύπωσε έτσι έμμεσα το λόγο. Αυτό μάλιστα, αφού διδάχθηκε και ο Παύλος από τον Χριστό, που μιλούσε μέσα του, έλεγε: «Και όπως ντυθήκαμε την εικόνα του γήινου ανθρώπου, θα ντυθούμε και την εικόνα του επουράνιου» (Α΄ Κορ. 15, 49). Για ποιο λόγο θα γίνει αυτό; Επειδή «όποιος είναι ο γήινος άνθρωπος», λέει, «τέτοιοι είναι και οι γήινοι, και όποιος είναι ο επουράνιος τέτοιοι είναι και οι επουράνιοι» (Α΄ Κορ. 15, 48). Ποια είναι λοιπόν η εικόνα του επουράνιου;

Άκουσε τον ίδιο τον θείο Παύλο που λέει: «Αυτός είναι η ακτινοβολία της δόξας και η σφραγίδα της υπόστασης» (Εβρ. 1, 3) και η απαράλλακτη εικόνα του Θεού και Πατέρα. Λοιπόν, εικόνα του Πατέρα είναι ο Υιός, εικόνα πάλι του Υιού είναι το Άγιο Πνεύμα. Εκείνος λοιπόν που είδε τον Υιό είδε τον Πατέρα (Ιω. 14,9), εκείνος που είδε το Άγιο Πνεύμα είδε τον Υιό˙ διότι ο Απόστολος λέει: «Το Πνεύμα είναι ο Κύριος» (Β΄ Κορ. 3, 17)˙ και επίσης λέει: «Το ίδιο το Πνεύμα μεσιτεύει για μας με ανέκφραστους στεναγμούς», αναφωνώντας, «Αββά, Πατέρα» Ρωμ. 8, 26 και 15).

Καλά λοιπόν είπε ότι το Πνεύμα είναι ο Κύριος, καθώς αναφωνεί, «Αββά, Πατέρα», όχι επειδή το Πνεύμα είναι Υιός, καθόλου, αλλά επειδή μέσα στο Άγιο Πνεύμα βλέπεται και οράται ο Υιός του Θεού, και ποτέ δεν φανερώνεται σε κάποιον ούτε ο Υιός χωρίς το Πνεύμα, ούτε το Πνεύμα χωρίς τον Υιό, αλλά μέσα στο ίδιο το Πνεύμα υπάρχει ο Υιός, και με το Πνεύμα αυτός αναφωνεί, «Αββά, Πατέρα».

Αν λοιπόν τα αγνοείς αυτά, αγαπητέ, μην πέσεις σε απόγνωση λέγοντας: «Εγώ αυτά ούτε τα γνωρίζω ούτε μπορώ να τα μάθω˙ αλλά ούτε θα μπορέσω βέβαια να φθάσω και να ανεβώ στο ύψος αυτής της γνώσης και θέασης και καθαρότητας». Ούτε πάλι να πεις: «Επειδή, αν δεν γίνει κάποιος τέτοιος και δεν ντυθεί ακόμη απ’ αυτή τη ζωή τον Χριστό ως Θεό και δεν δει εκείνον τον ίδιο ολόκληρο και δεν τον αποκτήσει ένοικο του εαυτού του, δεν μπαίνει στη βασιλεία του, ποια θα είναι η ωφέλειά μου να αγωνίζομαι έστω και λίγο ή και να στερούμαι από την απόλαυση των παρόντων αγαθών

Μη λοιπόν το πεις αυτό, ούτε να το σκέφτεσαι˙ αλλά αν θέλεις, άκουσε τη συμβουλή μου και θα σου αναγγείλω με τη βοήθεια της χάρης του παναγίου Πνεύματος το δρόμο της σωτηρίας. Πίστεψε λοιπόν πρώτα με όλη την ψυχή σου ότι όλα αυτά που είπαμε είναι έτσι αληθινά, σύμφωνα με τις θείες και θεόπνευστες Γραφές, και πρέπει να γίνει έτσι καθένας που πιστεύει στον Υιό του Θεού, επειδή έδωσε σ’ εμάς το δικαίωμα να γίνουμε υιού του Θεού (Ιω. 1, 12)και επειδή, αν θελήσουμε, δεν υπάρχει τίποτε που να μας εμποδίζει˙ και ότι γι’ αυτό έγινε η όλη οικονομία και συγκατάβαση του Υιού του Θεού, για να μας κάνει δηλαδή με την πίστη σ’ αυτόν και με την τήρηση των εντολών του μέτοχους της θεότητας του και της βασιλείας του. Και διότι, αν δεν πιστέψεις ότι αυτά έτσι αληθινά γίνονται, ασφαλώς ούτε και θα τα ζητήσεις˙ αν όμως δεν τα ζητήσεις, ούτε και θα τα λάβεις. Διότι λέει: «Ζητάτε και θα λάβετε˙ παρακαλείτε να λάβετε και θα σας δοθεί» (Ματθ. 7, 7).

Και καθώς θα πιστεύεις, ακολούθησε τις θείες Γραφές και κάνε όσα σου λένε και θα βρεις όλα, χωρίς να λείπει τίποτε, όπως έχει γραφεί, ή, μάλλον, θα βρεις και πολύ περισσότερα απ’ αυτά που υπάρχουν στις θείες Γραφές. Ποια είναι αυτά; «Είναι εκείνα που μάτι δεν είδε και αυτί δεν άκουσε και νους ανθρώπου δεν συνέλαβε», είναι τα αγαθά, «που ετοίμασε ο Θεός γι’ αυτούς που τον αγαπούν» (Α΄ Κορ. 2, 9).

Αυτά, αν τα πιστέψεις με βεβαιότητα, όπως ειπώθηκε, θα τα δεις χωρίς αμφιβολία, όπως ο Παύλος, και εσύ˙ και όχι μόνο αυτό, αλλά και θα ακούσεις ανέκφραστα ρήματα, αφού αρπαχθείς προηγουμένως στον παράδεισο. Ποιος είναι αυτός ο παράδεισος; Είναι αυτός, όπου ο ληστής μπήκε μαζί με τον Χριστό (Λουκ. 23, 43),11 και τώρα είναι εκεί.

Θέλεις μάλιστα να σου πω και αλλιώς, ποια είναι τα αγαθά, που μάτι δεν είδε και αυτί δεν άκουσε και νους ανθρώπου δεν συνέλαβε; Γνωρίζω ότι οπωσδήποτε ποθείς να ακούσεις αυτά, που ούτε εκείνος ο ίδιος, που τα είδε, δεν είπε ούτε εξήγησε. Γιατί αυτό; Για να μην απιστήσουν στα λόγια του, όπως νομίζω, εκείνοι που τον ακούν.

Αν λοιπόν πρόκειται να μην πιστέψεις και εσύ σ’ αυτά που θα ειπωθούν, σταμάτα ως εδώ˙ διότι συμφέρει σ’ εσένα να σταματήσεις και να μην προχωρήσεις καθόλου με το μάτι της διάνοιας σ’ αυτά που βρίσκονται μπροστά, επειδή, αν αθετήσεις αυτά που σου λέγονται και παρακούσεις τα λόγια μου, ή, μάλλον, τα λόγια του ίδιου του Θεού, επειδή και εμείς και οι λόγοι μας είμαστε δικοί του (πρβ. Σοφ. Σολ. 7, 16), αυτός ο Λόγος θα σε κρίνει τη μέρα της κρίσης (πρβ. Ιω. 12, 48), διότι παρ’ όλο που τον άκουσες δεν πίστεψες. Αλλά άκου, χωρίς δισταγμό, τα λόγια μου, ή, μάλλον, όπως ειπώθηκε, τα λόγια του Θεού, και μάθαινε από τα λόγια αυτά την εξήγηση αυτού που ζητάς από εκείνους που την διασαφηνίζουν σ’ εσένα με σοφία.

Τα ανέκφραστα ρήματα που ειπώθηκαν στον Παύλο μέσα στον παράδεισο, εννοώ δηλαδή τα ίδια τα αιώνια αγαθά, αυτά που μάτι δεν είδε και αυτί δεν άκουσε και νους ανθρώπου δεν συνέλαβε, αυτά που ετοίμασε ο Θεός γι’ αυτούς που τον αγαπούν (Α΄ Κορ. 2, 19), δεν περικλείονται από το ύψος, δεν περιορίζονται στα πέρατα της γης ή της θάλασσας, αλλά είναι μπροστά σου και μπροστά στα μάτια σου.

Ποια λοιπόν είναι αυτά τα αγαθά; Μαζί με τα αγαθά που είναι αποθησαυρισμένα στους ουρανούς, το ίδιο το σώμα και το αίμα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, που κάθε μέρα βλέπουμε και τρώμε και πίνουμε, αυτά είναι, όπως ομολογούμε, εκείνα τα αγαθά˙ άλλωστε εκτός απ’ αυτά, που είπαμε, δεν θα μπορέσεις να βρεις πουθενά ούτε ένα, και αν ακόμη διατρέξεις όλη την κτίση.

Αν θέλεις όμως να γνωρίσεις ότι αυτά που λέγονται είναι αληθινά, γίνε άγιος με την εργασία των εντολών του Θεού, και μετάλαβε έτσι τα άγια μυστήρια˙ και τότε θα γνωρίσεις με ακρίβεια τη σημασία αυτών που σου λέγονται. Αλλά όμως, για να βεβαιωθείς περισσότερο, άκουσε και τα λόγια εκείνου του ίδιου του Κυρίου, που λέει έτσι στους Ιουδαίους και στους μαθητές του: «Αληθινά σας λέω˙ δεν σας έδωσε ο Μωυσής τον άρτο από τον ουρανό, αλλά ο Πατέρας μου σας δίνει τον άρτο τον αληθινό από τον ουρανό. Διότι ο άρτος του Θεού είναι εκείνος που κατεβαίνει από τον ουρανό και δίνει ζωή στον κόσμο. Είπαν λοιπόν σ’ αυτόν, ¨Κύριε, δώσε μας πάντοτε αυτό τον άρτο¨. Είπε λοιπόν σ’ αυτούς ο Ιησούς˙ ¨Εγώ είμαι ο άρτος της ζωής˙ εκείνος που έρχεται σ’ εμένα δεν θα πεινάσει και εκείνος που πιστεύει σ’ εμένα δεν θα διψάσει ποτέ¨ (Ιω. 6, 32-35). Γόγγυζαν λοιπόν οι Ιουδαίοι γι’ αυτόν, διότι είπε˙ «Εγώ είμαι ο άρτος, που κατέβηκε από τον ουρανό¨, και έλεγαν˙ ¨Δεν είναι αυτός ο γιος του Ιωσήφ, του οποίου εμείς γνωρίζουμε τον πατέρα και τη μητέρα; Πώς λοιπόν λέει αυτός ότι έχω κατεβεί από τον ουρανό;¨» (Ιω. 6, 41-42).

Μη λοιπόν μοιάσεις και εσύ με τους Ιουδαίους, γογγύζοντας και λέγοντας: «Δεν είναι αυτός ο άρτος που είναι στο δίσκο και ο οίνος που είναι στο ποτήριο, που εμείς κάθε μέρα βλέπουμε και τρώμε και πίνουμε συγχρόνως; Πώς αυτός λέει ότι αυτά είναι τα αγαθά εκείνα που μάτι δεν είδε και αυτί δεν άκουσε και νους ανθρώπου δεν συνέλαβε;».

Αλλά άκου τον Κύριο τι είπε, απαντώντας σ’ εκείνους που τα είπαν αυτά: «Μη γογγύζετε μεταξύ σας. Κανείς δεν μπορεί να έρθει σ’ εμένα, αν ο Πατέρας που με έστειλε δεν τον ελκύσει˙ και εγώ θα τον αναστήσω την έσχατη μέρα» (Ιω. 6, 44). Δηλαδή: «Γιατί», λέει, «δείχνετε απιστία και αμφιβάλλετε γι’ αυτό; Κανείς δεν μπορεί να γνωρίσει τη θεότητα μου – αυτό δηλαδή είναι το να έρθει σ’ εμένα-, αν ο Πατέρας μου δεν τον ελκύσει».

Λέγοντας ωστόσο έλξη, δεν φανέρωσε κάποια βία, αλλά, μάλλον, ότι κάλεσε με τη φανέρωση εκείνους που προγνώρισε και εκείνους που προώρισε (Ρωμ.8, 29), με το να τους ελκύσει δηλαδή με την αγάπη εκείνου που φανερώθηκε σ’ αυτούς. Αυτό άλλωστε φανερώνει καθαρότερα και ο λόγος που ακολουθεί, «Διότι είναι γραμμένο στους προφήτες ¨και θα είναι όλοι διδαγμένοι από τον Θεό¨» (Ιω. 6, 45). Εκείνος λοιπόν που διδάχθηκε από τον Θεό μπορεί να πιστέψει στον Υιό του Θεού, και αφού μάθει από τον Πατέρα, έρχεται σ’ εμένα, όχι επειδή είδε τον Πατέρα, διότι «εκείνος που είναι από τον Θεό, αυτός μόνο είδε τον Πατέρα» (Ιω. 6, 46).

Και πάλι λέει: «Αληθινά σας λέω˙ εκείνος που πιστεύει σ’ εμένα έχει αιώνια ζωή. Εγώ είμαι ο άρτος της ζωής. Οι πατέρες σας έφαγαν το μάννα στην έρημο και πέθαναν˙ αυτός είναι ο άρτος που κατεβαίνει από τον ουρανό, για να φάει κάποιος απ’ αυτό τον άρτο και να μην πεθάνει. Εγώ είμαι ο άρτος ο ζωντανός, που κατέβηκε από τον ουρανό˙ αν κάποιος φάει απ’ αυτό τον άρτο, θα ζήσει αιώνια. Και ο άρτος μάλιστα που εγώ θα δώσω είναι η σάρκα μου, που εγώ θα δώσω για τη ζωή του κόσμου¨. Φιλονικούσαν λοιπόν μεταξύ τους οι Ιουδαίοι λέγοντας: ¨Πώς μπορεί αυτός να δώσει σ’ εμάς να φάμε τη σάρκα του;¨ Είπε λοιπόν σ’ αυτούς ο Ιησούς: ¨Αληθινά σας λέω, αν δεν φάτε τη σάρκα του Υιού του ανθρώπου και δεν πιείτε το αίμα του, δεν έχετε ζωή μέσα σας. Εκείνος που τρώει τη σάρκα μου και πίνει το αίμα μου έχει αιώνια ζωή, και εγώ θα τον αναστήσω την έσχατη μέρα˙ διότι η σάρκα μου είναι αληθινή τροφή και το αίμα μου είναι αληθινό ποτό¨» (Ιω. 6, 47-55).

Άκουσες πώς η κοινωνία των θείων και αχράντων μυστηρίων είναι αιώνια ζωή, και ότι αυτούς που έχουν την αιώνια ζωή, εκείνους λέει ότι θα αναστήσει ο Κύριος την έσχατη μέρα, όχι επειδή εκείνοι που έχουν τη ζωή ανασταίνονται από τη ζωή στην αιώνια ζωή, ενώ οι άλλοι στον αιώνιο θάνατο της κόλασης (πρβ. Ματθ. 25, 46). Και ότι αυτό είναι αληθινό, άκουσε τα εξής λόγια: «Εκείνος που τρώει τη σάρκα μου και πίνει το αίμα μου μένει μέσα σ’ εμένα και εγώ μένω σ’ αυτόν. Όπως με έστειλε ο ζωντανός Πατέρας και εγώ ζω χάρη στον Πατέρα˙ έτσι και εκείνος που με τρώει θα ζήσει χάρη σ’ εμένα». (Ιω. 6, 56-57).

Βλέπεις τί λέει; Πώς δηλαδή ο Υιός του Θεού φωνάζει απερίφραστα ότι με την κοινωνία γίνεται η ενότητα μας μ’ αυτόν τέτοια, όποια ενότητα και ζωή έχει εκείνος με τον Πατέρα. Διότι όπως εκείνος με φυσικό τρόπο είναι ενωμένος με τον Θεό και Πατέρα του, έτσι λέει ότι με τη χάρη θα ενωθούμε και εμείς μ’ αυτόν και θα ζήσουμε μέσα σ’ αυτόν, με το να φάμε τη σάρκα του και με το να πιούμε το αίμα του.

Για να μη νομίζουμε όμως ότι το παν ανήκει στον ορατό άρτο, γι’ αυτό πολλές φορές έχει πει: «Εγώ είμαι ο άρτος που κατεβαίνει από τον ουρανό» (Ιω. 6, 51). Και δεν είπε «που κατέβηκε», διότι αυτό φανερώνει το ότι κατέβηκε μία φορά. Αλλά τί είπε; «Αυτός που κατεβαίνει»˙ αυτός που κατεβαίνει συνεχώς δηλαδή και πάντοτε στους άξιους, και που τώρα έρχεται κάθε ώρα.

Ακόμη μάλιστα, απομακρύνοντας τη σκέψη μας από τα ορατά, ή, καλύτερα, ανυψώνοντας μας μ’ αυτά στην αόρατη δόξα της ενυπόστατης θεότητας του, έλεγε: «Εγώ είμαι ο άρτος της ζωής» (Ιω. 6, 48), και επίσης: « Ο Πατέρας μου δίνει σ’ εσάς τον άρτο τον αληθινό, όχι από τη γη, αλλά από τον ουρανό» (Ιω. 6, 32). Λέγοντας «τον άρτο τον αληθινό από τον ουρανό», φανέρωσε ότι ο άρτος από τη γη είναι ψεύτικος, χωρίς να ωφελεί διόλου.

Δ΄

Και για να το κάνει αυτό πιο ξεκάθαρο, λέει: «Ο άρτος του Θεού είναι αυτός που κατεβαίνει από τον ουρανό και που δίνει στον κόσμο ζωή» (Ιω. 6, 33  ). Πάλι λέει, «αυτός που κατεβαίνει», και πάλι λέει, «αυτός που δίνει ζωή». Γιατί αυτό; Για να μην υποθέσεις τίποτε υλικό, ούτε να σκεφθείς κάτι γήινο, αλλά και τον ίδιο τον μικρό άρτο, τη μικρή μερίδα, να τη βλέπεις με τα πνευματικά μάτια, ότι θεοποιήθηκε και έγινε όλη όμοια με τον άρτο που κατεβαίνει από τον ουρανό, ο οποίος είναι αληθινός Θεός και άρτος και ποτό αθάνατης ζωής, ώστε να μη συμβεί, καθώς θα παραμένεις με όλες σου τις αισθήσεις στην απιστία και στον ο ορατό άρτο μόνο, να φας όχι τον ουράνιο άρτο, αλλά μόνο τον επίγειο, και να στερηθείς τη ζωή, επειδή δεν άφαγες πνευματικά τον ουράνιο άρτο, όπως ο ίδιος ο Χριστός λέει: «Το πνεύμα είναι αυτό που δίνει ζωή, η σάρκα δεν ωφελεί διόλου» (Ιω. 6, 63). Ποιους άραγε δεν ωφελεί; Εκείνους, λέει δεν ωφελεί, που ισχυρίζονται ότι αυτός είναι απλός άνθρωπος και όχι Θεός.

Λοιπόν, αν και εσύ ο ίδιος ο πιστός μεταλαμβάνεις μόνο άρτο και όχι σώμα που έχει θεωθεί, πιστεύοντας ότι δέχεσαι ολόκληρο εκείνο τον ίδιο τον Χριστό, πώς ελπίζεις ότι θα πάρεις ζωή απ’ αυτόν και θα την έχεις αισθητά μέσα σου, ενώ ο Κύριος λέει: «Εκείνος που τρώει τον άρτο, που κατεβαίνει από τον ουρανό, θα ζήσει αιώνια» (Ιω. 6, 58), και επίσης: «Η σάρκα δεν ωφελεί διόλου˙ αλλά το πνεύμα είναι αυτό που δίνει ζωή» (Ιω. 6, 63);

Πραγματικά, το Πνεύμα είναι η αληθινή τροφή και το αληθινό ποτό˙ το Πνεύμα είναι αυτό που μεταβάλλει τον άρτο σε σώμα Κυρίου. Πραγματικά, το Πνεύμα είναι αυτό που μας καθαρίζει και κάνει να μεταλαμβάνουμε άξια το σώμα του Κυρίου. Διότι εκείνοι που μεταλαμβάνουν ανάξια το σώμα του Κυρίου, όπως λέει ο απόστολος, «τρώνε και πίνουν καταδίκη για τον εαυτό τους, επειδή δεν διακρίνουν το σώμα του Κυρίου» (Α΄ Κορ. 11, 29).

Αλλά ελάτε, λοιπόν, όσοι είστε πιστοί, όσοι γνωρίζετε τη δύναμη των μυστηρίων, για την οποία μιλήσαμε και μιλούμε, όσοι φάγατε τον ουράνιο άρτο, όσοι αποκτήσατε την αιώνια ζωή, που προέρχεται απ’ αυτόν και δίνεται δια μέσου αυτού, και υπάρχει μέσα σ’ αυτόν και μαζί μ’ αυτόν. Και μέσα σ’ αυτή την αληθινή ζωή, ας αρπαχθούμε και εμείς με το Πνεύμα στον τρίτο ουρανό, ή, καλύτερα, ας αρπαχθούμε πνευματικά στον ίδιο τον ουρανό της Αγίας Τριάδος, ώστε, με το να δούμε καλά και να ακούσουμε συγχρόνως όλα όσα ειπώθηκαν και αυτά που έμειναν ανέκφραστα, και με το να γευθούμε και να τα οσφρανθούμε και να τα ψηλαφήσουμε καλά με τα χέρια της ψυχής, να απευθύνουμε ευχαριστήριο ύμνο στον φιλάνθρωπο Θεό, λέγοντας τα εξής: «Δόξα σ’ εσένα, που εμφανίσθηκες και που αξίωσες να φανερωθείς και να γίνεις ορατός σ’ εμάς».

Ας πούμε άλλωστε από κοινού και σε όλους τους αδελφούς μας: Πατέρες, αδελφοί, όσοι είστε μοναχοί και συνάμα όσοι βρίσκεσθε μέσα στην κοσμική ζωή, πλούσιοι, φτωχοί, δούλοι, ελεύθεροι, νέοι και γέροι, κάθε ηλικία και γένος, ακούστε. Μήπως ο Θεός είναι ψεύτης; Ή μήπως δεν είναι βέβαια ψεύτης, αλλά είναι ωστόσο αδύναμος και δεν θα μπορέσει να κάνει αυτά που υποσχέθηκε; Μήπως θα αργήσει να επισκεφθεί όλα τα έθνη; Μήπως θα κατορθώσει κάποιος να κρυφθεί από τα μάτια του;

Μήπως θα κατορθώσει ένας άνθρωπος να αντέξει τη φανέρωση της δόξας του; Όχι βέβαια! Διότι, πώς, όταν οι ουρανοί θα διαλυθούν με πάταγο, και τα στοιχεία της φύσης θα καούν και θα εξαφανισθούν, όπως λέει ο απόστολος (Β΄ Πέτρ. 3, 10), θα αντέξει ένας άνθρωπος τη μέρα του ερχομού (πρβ. Μαλ. 3) του απλησίαστου Θεού, που κατοικεί σε απλησίαστο φως (Α΄ Τιμ. 6, 16), που, όταν έρθει στον κόσμο στο πρόσωπο του Χριστού και μαζί με τον Χριστό, πρόκειται να ιδωθεί από όλους τους ανθρώπους; Πραγματικά, θα κυριεύσει τότε μεγάλος φόβος και τρόμος τους αμαρτωλούς και δεν θα υπάρχει καμία σύγκριση της θλίψης και της οδύνης και της τιμωρίας τους.

Αλλά όσοι πιστεύετε σ’ αυτά και επιθυμείτε να σωθείτε, ακούστε˙ το Άγιο Πνεύμα λέει αυτά: «Απομακρυνθείτε ο καθένας από τον πονηρό δρόμο σας (Ιερ. 25, 5)˙ μάθετε να κάνετε το καλό και προστατέψτε εκείνον που αδικείται (Ησ. 1, 17)˙ ζητήστε από την καρδιά σας τον Κύριο και θα ζήσει η ψυχή σας (Ψαλμ. 68, 33)˙ αποφύγετε το κακό και κάνετε το καλό» (Ψαλμ. 36, 27).

Οι βασιλείς, δηλαδή, ποθήστε περισσότερο να έχετε σαν ένδυμα την εγκράτεια, τη δικαιοσύνη, την ελεημοσύνη, την αλήθεια και την ευσεβή πίστη, και όχι το στέμμα και την πορφύρα. Οι πατριάρχες, αν δεν είστε φίλοι του Θεού, αν δεν είστε υιοί, αν δεν είστε θεοί κατά χάρη, με το να είστε όμοιοι με τον κατά φύση Θεό, σύμφωνα με τη χάρη που μας δόθηκε από τον ουρανό, απομακρυνθείτε από τους θρόνους και πάτε και νουθετήστε πρώτα τους εαυτούς σας από τις θείες Γραφές˙ και αφού πρώτα γίνεται ομοίωμα του Θεού, τότε να αγγίξετε με φρίκη τα θεία πράγματα˙ αλλιώς λοιπόν, όταν θα φανερωθεί, τότε θα γνωρίσετε ότι ο Θεός μας είναι φωτιά που κατακαίει (Εβρ. 12, 29), όχι τους φίλους του, ούτε αυτούς που τον αγάπησαν, αλλά εκείνους που, όταν ήρθε ως φως, δεν τον δέχθηκαν.

Οι άρχοντες οι πλούσιοι, γίνετε αρχόμενοι και φτωχοί, μάλλον, επειδή ο πλούσιος δύσκολα θα μπει στη βασιλεία των ουρανών (Ματθ. 19, 23)˙ αν όμως δύσκολα θα μπει ο πλούσιος, πώς άραγε θα μπει ο άρχοντας; Με κανένα τρόπο˙ διότι ο Κύριος λέει στους μαθητές του: «Οι άρχοντες των εθνών καταδυναστεύουν τα έθνη˙ σ’ εσάς όμως δεν θα πρέπει να συμβαίνει αυτό, αλλά απεναντίας, εκείνος που θέλει να είναι πρώτος μεταξύ σας, ας είναι τελευταίος από όλους και δούλος όλων και υπηρέτης όλων» (Ματθ. 20, 25-27. Μάρκ. 9, 35).

Αλλά, ποιόν άραγε ονομάζει η Γραφή άρχοντα; Εκείνος, που επιδιώκει να τον τιμούν, εκείνον που εκπληρώνει με την εξουσία το θέλημα του. Αν όμως ο Κύριος και Θεός μας, αφού ήρθε για μας επάνω στη γη και μας έδωσε τύπο και υπόδειγμα για τη σωτηρία, έλεγε, «Εγώ ήρθα όχι για να κάνω το δικό μου θέλημα, αλλά το θέλημα του Πατέρα μου, που με έστειλε» (Ιω. 6, 38),15 τότε, ποιος άλλος από εκείνους που πιστεύουν σ’ αυτόν, αν δεν κάνει το θέλημα εκείνου, αλλά εκτελεί το δικό του θέλημα, θα μπορέσει να σωθεί ποτέ; πραγματικά, κανείς με κανένα τρόπο. Και γιατί λέω να σωθεί αυτός, εφόσον δεν μπορεί ένας τέτοιος να είναι ούτε πιστός, ούτε τέλειος Χριστιανός;

Και φανερώνοντας αυτό ο Χριστός και Θεός, έλεγε: «Πώς μπορείτε εσείς να πιστέψετε», δηλαδή σ’ εμένα, «εφόσον δέχεσθε δόξα ο ένας από τον άλλο, και δεν ζητάτε τη δόξα που προέρχεται από τον μόνο Θεό;» (Ιω. 5, 44). Καθένας λοιπόν που ζητά τη δόξα του Θεού και φροντίζει να κάνει με κάθε τρόπο και σε κάθε πράγμα το θέλημα εκείνου, ποτέ δεν θα σκεφτόταν μέσα του να εξουσιάζει κάποιον ή να είναι γενικά ανώτερος από ένα μικρό ή μεγάλο, αλλά όσο θα αναλάβει τη διοίκηση και τη φροντίδα περισσότερων ανθρώπων, τόσο περισσότερο θα έχει τον εαυτό του, αποκτώντας συναίσθηση, κατώτερο και δούλο εκείνων των πολλών λαών.

Εκείνοι όμως που δεν έγιναν τέτοιοι ως προς τη διάθεσή τους, αλλά χαίρονται γενικά την ανθρώπινη δόξα, και που απέκτησαν όρεξη του πλούτου και της απόλαυσης, λέω πραγματικά με δισταγμό ότι αυτοί, σύμφωνα με τη θεία φωνή του Ιησού και Θεού, είναι ειδωλολάτρες και όχι αληθινοί χριστιανοί˙ διότι λέει: «Αυτά δηλαδή επιδιώκουν οι ειδωλολάτρες». «Εσείς όμως», λέει, «να ζητάτε πρώτα τη βασιλεία του Θεού και η δικαιοσύνη του, και τότε όλα αυτά θα προστεθούν σ’ εσάς» (Ματθ. 6, 32-33).

Αλλά όμως άραγε γνωρίζετε ποια βασιλεία λέει να ζητούμε εμείς; Εκείνη που βρίσκεται στο ύφος των ουρανών, εκείνη που πρόκειται να υπάρχει μετά την ανάσταση, ή, λέει, να ζητούμε αυτή τη βασιλεία, που βρίσκεται κάπου μακριά; Με κανένα τρόπο! Αλλά, ποια προστάζει να ζητούμε; Πρόσεχε με ακρίβεια τι λογής είναι η βασιλεία, που πρέπει να ζητούμε εμείς. Ο Θεός, επειδή είναι κτίστης και δημιουργός των όλων, βασιλεύει αιώνια σε όλα τα δημιουργήματα που βρίσκονται επάνω στον ουρανό και επάνω στην γη και στα βάθη της γης˙ αλλά και σ’ αυτά, που ακόμη δεν δημιουργήθηκαν, ο ίδιος βασιλεύει, σαν να δημιουργήθηκαν πια γι’ αυτόν, διότι, και αν ακόμη πρόκειται να δημιουργηθεί κάτι μετά απ’ αυτά, αυτό θα δημιουργηθεί με τη δημιουργική του δύναμη˙ βασιλεύει ωστόσο εξίσου ξεχωριστά και στον καθένα από μας με δικαιοσύνη και γνώση και αλήθεια.

Αυτή λοιπόν τη βασιλεία λέει να ζητούμε εμείς, ώστε, καθώς ο Θεός βασίλευσε στα έθνη (Ψαλμ. 46, 9), όπως έχει γραφεί, να βασιλεύσει και σ’ εμάς, επειδή εμείς είμαστε από τα έθνη. Αλλά, πώς βασιλεύει; Βασιλεύει, καθισμένος επάνω σ’ εμάς σαν επάνω σε κάποιο όχημα και κρατώντας στο χέρι του σαν χαλινάρια τα θελήματα των ψυχών μας˙ αυτός θα μας οδηγήσει σ’ αυτά που θέλει, όταν μας βρει υπάκουους, και θα υποτάξει στο δικό μας θέλημα τα θελήματά μας σαν άλογα που υπακούν πρόθυμα στις νομοθεσίες και στις εντολές του.

Έτσι λοιπόν βασιλεύει ο Θεός σ’ εκείνους, που ποτέ δεν βασίλευσε, όταν αυτοί καθαρίζονται με τα δάκρυα και τη μετάνοια, και γίνονται τέλειοι με τη σοφία και τη γνώση του Πνεύματος. Έτσι γίνονται οι άνθρωποι και Χερουβίμ (πρβ. Β΄ Βασ. 6, 2), έχοντας στον κόσμο αυτό, επάνω στους ώμους των ψυχών τους, τον Θεό που είναι επάνω σε όλα.

Ποιος λοιπόν είναι τόσο πολύ άμυαλος και τόσο αναίσθητος, που θα επιθυμήσει εξουσία ή δόξα ή πλούτο, προτού να δει και να απολαύσει αυτή τη δόξα; Ή, καλύτερα, ποιος είναι τόσο παράφρων και ελεεινός, που θα υποπτευθεί ότι υπάρχει άλλη δόξα, ή βασιλεία, ή πλούτος, ή τιμή ή απόλαυση, ή κάτι άλλο από εκείνα που λέγονται ή νομίζονται ότι είναι καλά επάνω στη γη ή στον ουρανό, μεγαλύτερο από τη βασιλεία και τη δόξα του Θεού, ώστε να προτιμήσει και εκείνα αντί γι’ αυτή; Πραγματικά, δεν υπάρχει άλλο τίποτε πιο επιθυμητό από αυτή, γι’ αυτούς βέβαια που έχουν νου.

Λοιπόν, και όταν περιέρχεται ο Χριστός και ζητά να βασιλεύσει επάνω σε όλους εμάς, κανείς να μην τον απομακρύνει με αφροσύνη. Κανείς να μη στερήσει τον εαυτό του, παρακαλώ, απ’ αυτό το μεγάλο και ποθητό δώρο˙ κανείς να μην κάνει τον εαυτό του ανάξιο από την αληθινή δόξα˙ κανείς να μην εγκαταλείψει για προσωρινό πλούτο τον πλουτοδότη Θεό και δημιουργό όλου του κόσμου˙ κανείς να μην αρνηθεί για την προσκόλληση στους γονείς και στους φίλους και στους συγγενείς τον Δεσπότη των αγγέλων˙ κανείς να μην στερηθεί για την επιθυμία της σάρκας από τη γλυκύτητα της αληθινής ζωής˙ κανείς να μην αποξενωθεί για φθαρτή δόξα από την από την αιώνια και ατέλειωτη δόξα.

Αλλά ελάτε όλοι, αφού συναχθούμε, αν είναι δυνατό, στον ίδιο τόπο, ας ποθήσουμε και ας ζητήσουμε να έρθει σ’ εμάς και να βασιλεύσει στον καθένα από μας αυτός, που είναι επάνω από κάθε αρχή και εξουσία, και επάνω από κάθε όνομα που προσφέρουμε (πρβ. Εφ. 1, 21), ώστε ο καθένας από μας, αφού τον λάβει ολόκληρο μαζί του, να τον έχει αχώριστο, μέρα και νύχτα, να λάμπει με το απλησίαστο φως, που τότε πρόκειται να καταφάει τους εχθρούς, όταν θα έρθει για εκείνους που απιστούν, για εκείνους δηλαδή που τώρα δεν τον δέχονται και δεν θέλουν να βασιλεύει σ’ αυτούς.

Ο καθένας από μας θα τον έχει επίσης να μπαίνει μαζί του μέσα στην οικία και να πλαγιάζει μαζί του στο κρεβάτι και να τον αγκαλιάζει με το αβάστακτο φως και να τον ασπάζεται συγχρόνως με ανείπωτο τρόπο˙ θα τον έχει να ανακουφίζει τις αρρώστιες, να απομακρύνει τις λύπες και τις θλίψεις, να διώχνει τους δαίμονες, να δίνει κάθε ώρα τη χαρά και τα δάκρυα, γλυκύτερα από το μέλι και από την κερήθρα (πρβ. Ψαλμ. 18, 11)˙ θα τον έχει να γιατρεύει τα πάθη της ψυχής και του σώματος, να εξαφανίζει το θάνατο, να αναβλύζει με τρόπο ανέκφραστο τη ζωή, και να ανεβάζει μετά την αναχώρηση από το σώμα τον καθένα από μας στους ουρανούς των ουρανών, και να κάθεται επάνω στους ώμους του καθενός από μας˙ θα τον έχει να αναλαμβάνεται, επιστρέφοντας εκεί από όπου δεν χωρίσθηκε.

Αυτά πρέπει να γνωρίσεις με την πείρα και να μάθεις, αγαπητέ, με πλήρη αίσθηση ψυχής, ώστε να έχεις τον Θεό τώρα βέβαια να σε ανεβάζει μαζί του χωρίς το σώμα, έπειτα όμως να αναστήσει και το ίδιο σου το σώμα και να σου το δώσει πνευματικό, ο οποίος και θα βασιλεύει σ’ εσένα στους απέραντους αιώνες, βαστάζοντας διαρκώς εσένα στον αέρα και βασταζόμενος ο ίδιος από σένα, ο Θεός δηλαδή που εποπτεύει τα πάντα, στον οποίο πρέπει κάθε ευχαριστία, τιμή και προσκύνηση, μαζί με τον άναρχο Πατέρα του και το πανάγιο και αγαθό και ζωοποιό Πνεύμα του, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.


Από το βιβλίο: Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου. Έργα (Νεοελληνική απόδοση).
Εκδόσεις: Περιβόλι της Παναγίας. Μάιος 2017.


Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη

Αναδημοσίευση από Α΄, Β΄, Γ΄, Δ΄

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Άγιος Αθανάσιος ο Πάριος: Άγιος Μάρκος ο Ευγενικός. (Ο Αντίπαπας) – Σκοπός συγγραφής του έργου.

  Άγιος Μάρκος ο Ευγενικός. (Ο Αντίπαπας). Η δράση και το εγκώμιο του, γραμμένα από τον Άγιο Αθανάσιο τον Πάριο. Ο ΑΝΤΙΠΑΠΑΣ

Δημοφιλείς αναρτήσεις