Αγίου Ιωάννη Χρυσοστόμου
Υπόμνημα στον Άγιο Ευαγγελιστή Ματθαίο, ομιλία ΞΕ΄ (Ματθ. κ΄, 17-29)
α΄. Όταν ήρθε από τη Γαλιλαία, δεν ανεβαίνει αμέσως στα Ιεροσόλυμα. Θαυματούργησε πρώτα, έκλεισε τα στόματα των Ιουδαίων, συνομίλησε με τους μαθητές του· επάνω στο θέμα της ακτημοσύνης. «Αν θέλεις να είσαι τέλειος, λέει, πούλησε τα υπάρχοντα σου»· και της παρθενίας. «Όποιος μπορεί να κατανοήσει, ας κατανοήσει»· και της ταπεινοφροσύνης· «Αν δεν αλλάξετε φρόνημα και δε γίνετε σαν παιδιά, δε θα μπείτε στη βασιλεία των ουρανών». Συνομίλησε ακόμα κι επάνω στο θέμα της εδώ ανταμοιβής· «Όποιος άφησε σπίτια ή αδελφούς, ή αδελφές, θα λάβει τα εκατονταπλάσια στη ζωή αυτή». Και για τις αμοιβές εκεί, «Και θα κληρονομήσετε ζωή αιώνια».
Τότε φέρνει στη σκέψη του τέλος την πόλη, και σκοπεύοντας ν’ ανεβεί, αναφέρεται πάλι στο πάθος του. Επειδή δεν ήθελαν να γίνει αυτό, ήταν φυσικό να το ξεχνούν και γι’ αυτό τους το θυμίζει αδιάκοπα, θέλοντας να συνηθίσει την ψυχή τους με τις συχνές υπομνήσεις και να μετριάσει τη λύπη τους. Μιλάει μαζί τους ιδιαίτερα κατ’ ανάγκη· δεν έπρεπε ο λόγος αυτός ν’ ανακοινωθεί με σαφήνεια· κανένα κέρδος δεν προέκυπτε απ’ αυτό. Γιατί αν αυτά προκαλούσαν ταραχή στους μαθητές που άκουγαν, πολύ περισσότερο θα τάραζαν τον λαό.
Καλά, και δεν ειπώθηκαν και στους πολλούς; θα ρωτούσε κανείς. Ειπώθηκαν αλλά όχι με τόση σαφήνεια. Κατεδαφίστε, είπε, αυτόν το ναό και σε τρεις ημέρες θα τον υψώσω πάλι. Κι αλλού· Σημάδι ζητεί αυτή η γενιά και σημάδι δε θα της δοθεί, παρά το σημάδι του Ιωνά. Και άλλη φορά· λίγο ακόμα διάστημα θα είμαι μαζί σας· έπειτα θα με ζητήσετε και δε θα με βρείτε.
Στους μαθητές του όμως δε μίλησε έτσι. Όπως φανέρωσε τα άλλα πιο καθαρά, το ίδιο και τούτο. Και αν πολλοί δεν κατανοούσαν το νόημα των λόγων του, τι χρειαζόταν και να τους μιλά; Για να νιώσουν έπειτα, ότι με προηγούμενη γνώση βάδιζε προς το πάθος και με τη θέληση του· όχι από άγνοια, ούτε από ανάγκη. Στους μαθητές του δεν έκανε την παραγγελία γι’ αυτό μόνο. Αλλά για το λόγο που είπα: Να προετοιμαστούν με την προσμονή και να βαστήξουν ευκολότερα το πάθος· μην έρθει απροσδόκητο και τους ταράξει υπερβολικά. Και γι’ αυτό στην αρχή τους μιλούσε για το θάνατο μόνο. Κι όταν το καλοστοχάστηκαν και εξοικειώθηκαν με την ιδέα του, προσθέτει και τα άλλα· ότι θα τον παραδώσουν στα έθνη, ότι θα τον εμπαίξουν και θα τον μαστιγώσουν.
Αλλά και για τούτο ακόμα· όταν δούνε ότι πραγματοποιήθηκαν τα δυσάρεστα, να οδηγηθούν απ’ αυτά και στην προσδοκία της αναστάσεως. Γιατί αυτός που δεν έκρυψε τα λυπηρά, κι όσα θεωρούνται ντροπή, εύλογα θα γινόταν πιστευτός και τα ευχάριστα. Πρόσεξε και τη σοφή χρονική οικονομία του πράγματος. Δεν τους μίλησε από την αρχή, για να μην τους ταράξει. Ούτε πάλι την ώρα της εκτελέσεως, για να μην τους προκαλέσει διπλή αναστάτωση. Τους μίλησε, όταν τους είχε δώσει αρκετά δείγματα της δυνάμεως του· όταν τους έδωσε μεγάλες υποσχέσεις για την αιώνια ζωή, τότε εισάγει και το λόγο γι’ αυτά και μία και δύο και πολλές φορές, συνδυάζοντας τον με τα θαύματα και τις διδαχές του.
Άλλος ευαγγελιστής λέει ότι φέρνει μάρτυρες, και τους προφήτες. Άλλος ότι κι αυτοί ακόμα δεν εννοούσαν τους λόγους του αλλά έμεναν μυστικοί και γι’ αυτούς κι ότι θαμπωμένοι τον ακολουθούσαν. Χανόταν λοιπόν, συμπεραίνει, το κέρδος της παραγγελίας. Αν δεν γνώριζαν το περιεχόμενο όσων είχαν ακούσει, δεν μπορούσαν και να περιμένουν· κι αν δεν περίμεναν πως να προετοιμασθούν με τις ελπίδες;
Άλλη μεγαλύτερη απορία διατυπώνω εγώ· αν δεν γνώριζαν πως λυπούνταν; Πώς έλεγε ο Πέτρος· Σε καλό σου, μακριά αυτό από σένα; Τι σημαίνει λοιπόν αυτό; Γνώριζαν ότι θα πεθάνει κι ας μη ήξεραν καθαρά το μυστήριο της οικονομίας. Ούτε την ανάσταση γνώριζαν ούτε όσα έμελλε να κατορθώσει. Και τούτο ήταν κρυμμένο απ’ αυτούς. Γι’ αυτό και λυπούνταν. Είχαν δει μερικούς, που είχαν αναστηθεί από άλλους. Ποτέ δεν είδαν όμως κάποιον να αναστήσει τον εαυτό του και μάλιστα με τρόπο που να μην ξαναπεθάνει πια. Αυτό δεν ήταν κατανοητό κι ας λεγόταν πολλές φορές. Ακόμα, δεν γνώριζαν καθαρά την ίδια την έννοια του θανάτου και τον τρόπο, της πραγματοποιήσεως του. Γι’ αυτό και τον ακολουθούσαν θαμπωμένοι. Κι όχι μονάχα γι’ αυτό· νομίζω ότι τους ξάφνιαζε κι όλες, καθώς μιλούσε για το πάθος του.
β΄. Ωστόσο κανένα απ’ αυτά δεν τους έδινε λίγο θάρρος, κι ας άκουγαν αδιάκοπα για την ανάσταση. Γιατί εκτός από το θάνατο, τους ανησυχούσε υπερβολικά και τούτο· ότι άκουγαν πως θα τον εμπαίξουν και θα τον μαστιγώσουν και όσα άλλα παρόμοια. Όταν έφεραν στο νου τα θαύματα, τους δαιμονισμένους που ελευθέρωσε, τους νεκρούς που σήκωσε, όλα τα άλλα που θαυματουργούσε κι έπειτα άκουσαν κι αυτά, ένιωθαν έκπληξη γιατί αυτός που έπραττε αυτά τα θαύματα θα πάθαινε αυτά τα παθήματα. Γι’ αυτό κι έπεφταν σε απορία. Τώρα πίστευσαν κι έπειτα δεν δυσπιστούσαν και δεν μπορούσαν να αντιληφθούν τους λόγους.
Γι’ αυτό δεν αντιλήφθηκαν καθαρά το λόγο, ώστε αμέσως το πλησίασαν οι γιοί του Ζεβεδαίου και του μίλησαν για την πρωτοκαθεδρία· Θέλουμε, λέει, να καθίσουμε ο ένας στα δεξιά κι ο άλλος αριστερά σου. Πώς λοιπόν αυτός ο Ευαγγελιστής λέει ότι πλησίασε η μητέρα; Και τα δύο είναι πιθανά. Πήραν τη μητέρα τους, για να κάνουν την παράκληση τους πιο αποτελεσματική κι έτσι να κάμψουν το Χριστό. Ότι είναι αληθινό τούτο που είπα – ήταν δική τους η αίτηση κι από ντροπή προβάλουν τη μητέρα – προσέξετε πως ο Χριστός απευθύνει σ’ αυτούς το λόγο.
Ας δούμε καλύτερα τι ζητούν πρώτα, και με ποιο σκοπό, και πως ήρθαν στη σκέψη αυτή. Πώς ήρθαν στη σκέψη αυτή; Έβλεπαν να δέχονται τιμή μεγαλύτερη από τους άλλους και τους γεννήθηκε η ελπίδα ότι θα επιτύχουν και την αίτηση τους αυτή. Αλλά τι είναι αυτό που ζητούν; Άκουσε κάποιον άλλον ευαγγελιστή που το αποκαλύπτει φανερά.
Βρίσκονταν κοντά στην Ιερουσαλήμ κι νόμιζαν ότι από στιγμή σε στιγμή θα φανερωνόταν η βασιλεία, γι’ αυτό τη ζητούσαν. Νόμιζαν ότι αυτή ήταν πολύ κοντά κι ότι από τη φύση της υλική κι όταν απολάμβαναν αυτά που ζητούσαν, δε θα δοκίμαζαν κανένα λυπηρό. Γιατί δεν τη ζητούσαν μόνο για να την κερδίσουν, αλλά και ν’ αποφύγουν δυσκολίες. Γι’ αυτό κι ο Χριστός τους απομακρύνει πρώτα απ’ αυτές τις σκέψεις, συνιστώντας τους να περιμένουν σφαγές και κινδύνους και τα έσχατα δεινά. Μπορείτε, τους λέει, να πιείτε το ποτήρι που πίνω;
Κανένας ωστόσο ας μη σκανδαλιστεί για την ατέλεια των αποστόλων. Δεν είχε ακόμα συντελεσθεί η σταύρωση, ούτε ήταν δοσμένη η χάρη. Κι αν θέλεις να μάθεις την αρετή τους, σπούδασε τους έπειτ’ απ’ αυτά και θα τους βρεις ανώτερους από κάθε πάθος. Γι’ αυτό φανερώνει τα ελαττώματα τους για να καταλάβεις την αλλαγή που δέχτηκαν από τη χάρη.
Ότι δεν ζητούσαν τίποτα πνευματικό, ούτε κι είχαν κάποια ιδέα για την βασιλεία των ουρανών είναι φανερό τούτο. Ας δούμε όμως και πως πλησιάζουν και τι λένε. Θέλουμε, λέει το Ευαγγέλιο, να μας παραχωρήσεις ότι σου ζητήσουμε. Κι ο Χριστός τους ρωτάει, Τι θέλετε; Όχι επειδή δεν γνώριζε αλλά για να τους αναγκάσει ν’ αποκριθούν και να αποκαλύψει την πληγή και έτσι να βάλει επάνω το φάρμακο. Κι αυτοί κατακόκκινοι από την ντροπή, γιατί τους κινούσε ανθρώπινο πάθος, τον πήραν ξεχωριστά, μακριά από τους άλλους και τον παρακάλεσαν. Γιατί λέει ότι προχώρησαν, ώστε να μη γίνει το πράγμα ολοφάνερο στους μαθητές κι έτσι είπαν ότι επιθυμούσαν. Και επειδή άκουγαν, ‘‘θα καθίσετε σε δώδεκα θρόνους’’, επιθυμούσαν κατά τη γνώμη μου το πρωτείο της συμπαρακαθήσεως αυτής.
Ήξεραν ότι είχαν την προτίμηση από τους άλλους. Φοβούνται όμως τον Πέτρο και λένε· Πες να καθίσει ο ένας στα δεξιά κι ο άλλος αριστερά σου. Τον βιάζουν λέγοντας, Πες. Κι εκείνος κάνοντας γνωστό, όταν δεν ζητούσαν τίποτα πνευματικό, ούτε θα τολμούσαν να ζητήσουν τόσο μεγάλο πράγμα, αν ήξεραν τι ήταν αυτό που ζητούσαν, τους λέει· Δεν ξέρετε τι ζητάτε. Πόσο μεγάλο, πόσο υπέροχο, πόσο ανώτερο κι από τις αγγελικές δυνάμεις. Προσθέτει έπειτα· Μπορείτε να πιείτε το ποτήρι που είναι να πιω και να δεχτείτε το βάπτισμα, που θα δεχτώ;
Βλέπετε πως τους απομακρύνει αμέσως από τη σκέψη τους, μιλώντας από τα αντίθετα; Μου κάνετε λόγο για τιμές και στεφάνωμα, τους λέει. Σας μιλώ εγώ για αγώνες κι ιδρώτες. Αυτή δεν είναι η ώρα των επάθλων ούτε θα φανερωθεί τώρα εκείνη η δόξα μου· το παρόν είναι σφαγές και πόλεμοι και κίνδυνοι. Προσέξετε ακόμα πως με τον τρόπο της ερωτήσεως και τους παρακινεί και τους ελκύει. Δεν τους είπε, Μπορείτε να υπομείνετε τη σφαγή; Μπορείτε να χύσετε το αίμα σας; Τους είπε· Μπορείτε να πιείτε το ποτήρι; Κι έπειτα ελκύοντας τους· που είναι να πιω. Για να γίνουν πιο πρόθυμοι με το σύνδεσμο τους μ’ εκείνον.
Κι αποκαλεί το πάθος του βάπτισμα, δείχνοντας ότι θα προκύψει μεγάλος καθαρμός στην οικουμένη απ’ αυτό. Μπορούμε, του απάντησαν, περιμένοντας ν’ ακούσουν το ναι στην αίτηση τους. Κι εκείνος· Το ποτήρι να το πιείτε και να δεχτείτε το βάπτισμα που θα δεχτώ. Τους προφητεύει μεγάλα αγαθά, ότι θ’ αξιωθούν το μαρτύριο και θα πάθουν ότι κι αυτός· θα τελειώσετε τη ζωή σας με βίαιο θάνατο, θα είστε σ’ αυτά συμμέτοχοι μου. Να καθίσετε όμως δεξιά και αριστερά μου, δεν είναι δικαίωμα μου να σας το παραχωρήσω. Το δίνει ο Πατέρας σ’ αυτούς για όποιους το ετοίμασε.
γ΄. Αφού τόνωσε τις ψυχές τους και τις ανέβασε ψηλότερα και τις εξασφάλισε από τη λύπη, τότε διορθώνει την αίτηση τους. Αλλά τι σημαίνει ο τωρινός λόγος; Δύο πράγματα ζητούν οι πολλοί· αν έχει ετοιμαστεί για μερικούς η παρακάθηση στα δεξιά του και δεύτερο αν ο Κύριος των όλων δεν είναι Κύρος να κάνει παραχώρηση σε εκείνους, για όσους έγινε η προετοιμασία. Τι σημαίνει λοιπόν ο λόγος; Αν απαντήσουμε στο πρώτο, θ’ αποσαφηνισθεί και το δεύτερο.
Το πρώτο λοιπόν σημαίνει ότι κανένας δε θα καθίσει δεξιά κι αριστερά του. Είναι για όλους απλησίαστος ο θρόνος αυτός. Δε λέω για τους ανθρώπους και τους αγίους και τους αποστόλους μονάχα, αλλά και για τους αγγέλους και τους αρχαγγέλους και όλες τις δυνάμεις του ουρανού. Ο Παύλος το θεωρεί σαν εξαιρετική τιμή προς το Μονογενή όταν λέει· Σε ποιον από τους αγγέλους είπε ποτέ, κάθισε στα δεξιά μου; Ακόμα και στους αγγέλους λέει· Αυτός που κάνει τους αγγέλους του πνεύματα. Ενώ στο γιο του, Θρόνος σου, ο Θεός.
Πώς λέει λοιπόν, Δεν ανήκει σ’ εμένα να σας δώσω την παρακάθηση στα δεξιά και στ’ αριστερά μου; Επειδή ήταν μεγάλα πρόσωπα αυτοί που θα κάθονταν; Όχι βέβαια. Αλλά αποκρίθηκε σύμφωνα με την αντίληψη αυτών που ρωτούσαν, συγκαταβαίνοντας στο διανοητικό τους επίπεδο. Γιατί δεν είχαν ιδέα από τον υψηλό εκείνο θρόνο και το κάθισμα στα δεξιά του Πατέρα, αφού αγνοούσαν και τα πολύ χαμηλά απ’ αυτά, που τα είχαν καθημερινά στ’ αυτιά τους. Ένα ζητούσαν μόνο, ν’ απολαύσουν τα πρωτεία και να σταθούν μπροστά από τους άλλους και να μην υπάρχει κοντινότερος σ’ εκείνον απ’ αυτούς.
Αυτό είπα και πριν από λίγο· άκουσαν δώδεκα θρόνους και χωρίς να γνωρίζουν τη σημασία του λόγου, επιδίωξαν το προκάθισμα. Ιδού το νόημα των λόγων του Χριστού. Θα βρείτε θάνατο για μένα, και θα θυσιαστείτε για το κήρυγμα και θα γίνετε μέτοχοι στο πάθος μου. Δεν φτάνει όμως αυτό να σας δώσει την απόλαυση του προκαθίσματος και την κατοχή της πρώτης θέσης. Αν κάποιος έρθει με το εύσημο του μαρτυρίου κι έχοντας περισσότερες αρετές από σας, μπορεί να σας αγαπώ τώρα και να σας προτιμώ από τους άλλους, δε θα παραμερίσω όμως εκείνον που τον διαλαλούν τα έργα του, για να δώσω τα πρωτεία σε σας.
Δεν τους μίλησε έτσι ωστόσο, για να μην τους λυπήσει. Μ’ αινιγματική όμως έκφραση υπονοεί λέγοντας το ίδιο. Θα πιείτε το δικό μου ποτήρι, και θα δεχτείτε το βάπτισμα που δέχομαι. Να καθίσετε όμως δεξιά και αριστερά μου, δεν ανήκει σ’ εμένα να σας το δώσω, μα σ’ όποιους έχει ετοιμαστεί. Και για ποιους ετοιμάστηκε; Γι’ αυτούς που μπορούν να λάμψουν με τα έργα τους. Γι’ αυτό δεν είπε, δεν ανήκει σ’ εμένα να το δώσω αλλά στον Πατέρα μου, για να πει κανένας ότι δεν έχει την δύναμη μην πει την ικανότητα της αντίδοσης. Είπε μόνο, δεν ανήκει σ’ εμένα αλλά σ’ όσους ετοιμάστηκε.
Για να γίνει σαφέστερο ότι λέω, ας το εφαρμόσουμε σ’ ένα παράδειγμα. Ας υποθέσουμε πως υπάρχει ένας αγωνοθέτης κι έπειτα ότι συμμετέχουν σ’ αυτόν τον αγώνα πολλοί άριστοι αθλητές. Δύο απ’ αυτούς, πολύ γνωστοί στον αγωνοθέτη, έρχονται και του λένε με το θάρρος της φιλίας τους. Κάνε να στεφανωθούμε και ν’ ανακηρυχθούμε εμείς νικητές. Κι εκείνος τους λέει· Δεν ανήκει σ’ εμένα να σας δώσω αυτό το δώρο, αλλά σ’ αυτούς για όσους ετοιμάστηκε από τους κόπους και τον ιδρώτα. Θα του καταλογίσουμε τάχα αδυναμία; Καθόλου βέβαια. Θα παραδεχτούμε τη δικαιοσύνη και την απροσωποληψία του. Θα λέγαμε λοιπόν πως εκείνος δε δίνει, όχι επειδή δεν μπορεί αλλά επειδή δε θέλει να καταπατήσει τους κανόνες των αγώνων ούτε να ταράξει την τάξη του δικαίου.
Έτσι θα έλεγα ότι και ο Χριστός έχει πει, το ίδιο κατευθύνοντάς τους από παντού να έχουν, έπειτα από τη χάρη του Θεού, την ελπίδα της σωτηρίας και της προκοπής τους στηριγμένη στην επίδειξη των δικών τους κατορθωμάτων. Γι’ αυτό λέει· για όσους έχει ετοιμαστεί. Σαν να τους λέει· αν φανούν άλλοι καλύτεροι σας; Κι αν επιτύχουν έργα ανώτερα; Μήπως επειδή γίνατε μαθητές μου, γι’ αυτό και θ’ απολαύσετε τα πρωτεία, χωρίς να φανείτε άξιοι της εκλογής μου;
Ότι αυτός είναι ο Κύριος των όλων, φαίνεται από το ότι ολόκληρη η κρίση είναι έργο του. Έτσι λέει στον Πέτρο. Εγώ θα σου δώσω τα κλειδιά των ουρανών. Κι ο Παύλος το ίδιο λέει· Μου απομένει ο στέφανος της δικαιοσύνης, που θα μου τον δώσει ο Κύριος, ο δίκαιος κριτής, την ημέρα εκείνη. Κι όχι σ’ εμένα μονάχα, αλλά σ’ όλους που επιθύμησαν την επιφάνεια του. Κι έχει γίνει η επιφάνεια του Χριστού. Κι είναι σ’ όλους φανερό ότι κανένας δε θα σταθεί πιο μπροστά από τον Παύλο.
Μην απορήσεις αν εκφράστηκε γι’ αυτά με κάποια ασάφεια. Οικονομούσε την αποτροπή τους από το να τον ενοχλούν ανώφελα για πρωτεία. Ήταν ανθρώπινο το πάθος τους και δεν ήθελε συνάμα να τους λυπήσει· τα πετυχαίνει με την ασάφεια και τα δύο. Τότε αγανάκτησαν οι δέκα για τους δύο. Πότε τότε; Όταν τους έκανε την επιτίμηση. Ώσπου ο Χριστός δεν είχε βγάλει απόφαση, δεν αγανακτούσαν. Έβλεπαν τη προτίμηση σ’ αυτούς, τη δέχονταν όμως και σιωπούσαν, επειδή σέβονταν και τιμούσαν το Δάσκαλο.
Κι αν δοκίμαζαν μέσα τους κάποια λύπη, δεν τολμούσαν να τη φανερώσουν. Κάτι ανθρώπινο είχαν πάθει και με το Πέτρο, όταν έδωσε τα δίδραχμα, αλλά δε θύμωσαν· ρώτησαν μόνο. Ποιος είναι λοιπόν μεγαλύτερος; Εδώ όμως θύμωσαν, επειδή η αίτηση έγινε από τους μαθητές. Μα κι εδώ πάλι δεν αγανακτούν αμέσως, μόλις το ζήτησαν, αλλά όταν ο Χριστός τους επιτίμησε και τους είπε ότι δε θα απολαύσουν τα πρωτεία, αν δεν κάνουν τον εαυτό τους άξιο γι’ αυτό.
δ΄. Είδες την ατέλεια όλων; Κι αυτών που ξεσηκώνονταν εναντίον των δέκα κι εκείνων που φθονούσαν τους δύο. Δείξε μου τους όμως έπειτα, όπως είπα και θα τους δεις ελεύθερους από τα πάθη αυτά. Άκουσε λοιπόν πως ο ίδιος ο Ιωάννης, αυτός που τώρα ήρθε για τα πρωτεία, υποχωρεί παντού μπροστά τον Πέτρο, όταν μιλά και θαυματουργεί μέσα στις Πράξεις των Αποστόλων. Δεν κρύβει τα κατορθώματα του, ούτε αποσιωπά την απολογία του, που έκανε ενώ όλοι σιωπούσαν και την είσοδο του στον τάφο και θέτει τον Πέτρο μπροστά από τον εαυτό του.
Επειδή έμειναν κι οι δύο κοντά του την ώρα της σταυρώσεως μετριάζοντας τον αυτοέπαινο του λέει, ότι »Ήταν γνώριμος στον ιερέα εκείνος ο μαθητής». Ο Ιάκωβος πάλι δεν έζησε πολύ έπειτα. Από την αρχή ένιωσε τόση φλόγα μέσα του και παρατώντας όλα τα ανθρώπινα ανέβηκε σε ύψος απερίγραπτο, ώστε να θυσιαστεί αμέσως. Έτσι με όλες τις πράξεις τους έφτασαν αργότερα στο άκρο της τελειότητας. Τότε όμως είχαν αγανακτήσει.
Και ο Χριστός; Αφού τους κάλεσε κοντά το τους λέει· θα τους εξουσιάσουν οι άρχοντες των εθνών. Επειδή τρόμαξαν και ταράχτηκαν, τους καταπραΰνει πριν από το λόγο με την πρόσκληση και με την προσέλκυση τους κοντά του. Γιατί οι δύο, αφού αποσπάστηκαν από τον κύκλο των δώδεκα, στέκονται πιο κοντά του και του μιλούσαν σαν ίσοι. Γι’ αυτό και τους φέρνει κοντά του μ’ αυτό το σκοπό και για να διακωμωδήσει το ζήτημα του και να το ξεσκεπάσει στους άλλους, διασκεδάζοντας το πάθος κι αυτών κι εκείνων. Και δεν το μετριάζει τώρα όπως πρώτα.
Πρώτα παρουσιάζει μικρά παιδιά και τους προτρέπει να μιμηθούν την απλότητα και την ταπεινοσύνη τους. Εδώ τους προτρέπει από το αντίθετο εντονώτερα· οι άρχοντες των εθνών θα τους εξουσιάσουν και οι μεγάλοι θα τους υποδουλώσουν. Δε θα γίνει όμως έτσι σ’ εμάς· αλλά όποιος θέλει να γίνει μεγάλος ανάμεσα μας, αυτός θα είναι υπηρέτης όλων. Κι όποιος θέλει να είναι πρώτος, ας είναι ο πιο τελευταίος από όλους. Δείχνει πως ο έρωτας των πρωτείων είναι γνώρισμα των εθνικών. Γιατί το πάθος είναι τυραννικό και συνεχώς ενοχλεί ακόμα και μεγάλους άνδρες. Γι’ αυτό και χρειάζεται εντονώτερη καταδίκη και τους αγγίζει κι εκείνους βαθύτερα παρουσιάζοντας άρρωστη την ψυχή τους με την παράθεση των εθνών.
Μετριάζει έτσι εκείνων το φθόνο κι αυτών την παραφροσύνη, σχεδόν λέγοντας τους. Μην αγανακτείτε, γιατί τάχα σας έχουν προσβάλει. Τον εαυτό τους πιο πολύ βλάπτουν κι εξευτελίζουν όσοι ζητούν έτσι τα πρωτεία· βρίσκονται στην έσχατη θέση. Δε γίνεται σ’ εμάς ότι στους έξω. Οι άρχοντες των εθνών τους εξουσιάζουν. Στο δικό μου βασίλειο, πρώτος γίνεται ο τελευταίος. Ότι αυτό δεν είναι λόγος απλός, δέξου την απόδειξη από όσα πράττω κι όσα παθαίνω. Εγώ έκανα και κάτι περισσότερο.
Αν και ήμουν βασιλιάς των δυνάμεων του ουρανού, θέλησα να γίνω άνθρωπος και καταδέχτηκα να περιφρονηθώ και να εξευτελιστώ. Μα δεν περιορίστηκα σ’ αυτά· έφτασα ως το θάνατο. Γι’ αυτό λέει· Καθώς ο Υιός του ανθρώπου δεν ήρθε να υπηρετηθεί, αλλά να υπηρετήσει και να δώσει την ψυχή του εξαγορά πολλών. Και δε σταμάτησα λέει ως εδώ· αλλά έδωσα εξαγορά λυτρώσεως την ψυχή μου. Και λύτρωση ποιων; Των εχθρών μου. Εσύ αν ταπεινωθείς, το κάνεις για τον εαυτό σου· εγώ όμως για σένα.
Μη φοβηθείς λοιπόν, γιατί τάχα μειώνεται η αξία σου. Όσο κι αν ταπεινωθείς, δεν μπορείς να κατεβείς τόσο, όσο ο Κύριος σου. Η κατάβαση όμως έγινε ανάβαση όλων κι έκανε να λάμψει η δόξα του. Προτού γίνει άνθρωπος, ήταν γνωστός στους αγγέλους μόνο. Όταν όμως έγινε άνθρωπος τη δόξα δεν ελάττωσε αλλά πήρε κι άλλη, του γνωρισμού του με την οικουμένη. Μη φοβηθείς λοιπόν ότι μειώνεται η αξία σου, αν ταπεινωθείς. Αντίθετα έτσι αυξάνεται η δόξα σου· έτσι γίνεται μεγαλύτερη. Αυτή είναι η πύλη της Βασιλείας. Ας μην ακολουθήσουμε τον αντίθετο δρόμο κι ας μην πολεμούμε τον εαυτό μας.
Αν επιθυμήσουμε να φανούμε μεγάλοι, δε θα γίνουμε μεγάλοι αλλά πιο ανάξιοι απ’ όλους. Είδες πως τους παρακινεί με τα αντίθετα παραδείγματα, δίδοντας τους ότι επιθυμούν; Στα προηγούμενα το δείξαμε αναλυτικά. Έτσι έκανε και στη περίπτωση των φιλοχρήματων και των κενόδοξων. Για ποιο λόγο, ρωτάει ελεείς μπροστά στους ανθρώπους; Για να κερδίσεις δόξα; Μην κάνεις έτσι λοιπόν και θα κερδίσεις δόξα εξάπαντος. Για ποιο λόγο μαζεύεις θησαυρούς; Για να πλουτίσεις. Μη μαζέψεις θησαυρούς και θα πλουτίσεις. Έτσι και εδώ. Για ποιο λόγο επιθυμείς πρωτεία; Για να πηγαίνεις μπροστά από τους άλλους; Διάλεξε λοιπόν την τελευταία θέση και τότε θ’ απολαύσεις τα πρωτεία. Αν θέλεις λοιπόν να γίνεις μεγάλος μην επιδιώκεις να γίνεις μεγάλος και τότε θα γίνεις μεγάλος. Εκείνο σε κάνει μικρό.
ε΄. Βλέπεις πως τους απομακρύνει από το νόσημα τους; Με το να τους δείξει ότι κι από κείνο ξεπέφτουν και με τούτο πετυχαίνουν. Για ν’ αποφύγουν το ένα και να επιδιώξουν το άλλο. Γι’ αυτό τους θύμισε και τα έθνη· για να παρουσιάσει το πράγμα κι απ’ αυτήν την πλευρά αισχρό και σιχαμερό. Γιατί ο υπερήφανος είναι ανάγκη να ταπεινώνεται και αντίθετα ο ταπεινός να υψωθεί. Αυτό είναι το ύψος το αληθινό και γνήσιο, που δε βρίσκεται μόνο στο όνομα και την προσωνυμία. Και το εξωτερικό είναι αποτέλεσμα ανάγκης και φόβου, τούτο όμως αρμόζει στο Θεό.
Τούτος ο άνθρωπος μένει ανώτερος κι ας μην τον θαυμάζει κανένας, όπως κι εκείνος πάλι είναι απ’ όλους πιο ανάξιος κι ας τον υπηρετούν όλοι. Αυτή είναι μια αναγκαστική τιμή γι’ αυτό κι εύκολα διαρρέει· η άλλη όμως ελεύθερη, γι’ αυτό και παραμένει σταθερή. Εξ άλλου και τους αγίους τους θαυμάζομε γι’ αυτό· επειδή ταπείνωναν τον εαυτό τους περισσότερο απ’ τον καθένα, ενώ ήταν ανώτεροι από όλους. Γι’ αυτό κι ως σήμερα μένουν στο ψηλό τους βάθρο και μήτε ο θάνατος δεν το χαμήλωσε.
Αν θέλεις ας εξετάσουμε το ίδιο πράγμα και με συλλογισμούς. Λέμε κάποιον πως είναι ψηλός ή για το ύψος του σώματος του ή όταν τύχη να στέκεται σε ψηλό τόπο. Όμοια και ο ταπεινός από τα αντίθετα. Ας δούμε λοιπόν ποιος έχει αυτήν την ιδιότητα· ο αλαζόνας ή ο μετριοπαθής. Για να δεις ότι τίποτα δεν είναι πιο υψηλό από την ταπεινοφροσύνη και τίποτα πιο χαμηλό από την αλαζονεία. Ο αλαζόνας θέλει να είναι ο μεγαλύτερος από όλους και τίποτα δε νομίζει πως του είναι άξιο· όση κι αν του προσφερθεί τιμή, επιθυμεί περισσότερη κι επιδιώκει. Νομίζει πως τίποτα δεν του προσφέρθηκε, περιφρονεί τους ανθρώπους και την τιμή τους ωστόσο αποζητά. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη ανοησία. Μοιάζει με αίνιγμα· αυτούς που για μηδέν τους λογαριάζει, απ’ αυτούς θέλει να δοξάζεται.
Είδες πως όποιος θέλει να επαρθεί και να ψηλώσει πέφτει και μένει στα χαμηλά; Δογματίζει ότι θεωρεί μηδενικά τους άλλους σε σχέση με τον εαυτό του· κι αυτό είναι η αλαζονεία. Γιατί λοιπόν καταφεύγεις στο μηδενικό; Γιατί ζητάς από κείνον τιμή; Γιατί σέρνεις μαζί σου τόσο πλήθος; Βλέπετε τον ταπεινό στην ταπεινή του θέση; Ας στρέψουμε σ’ αυτόν την προσοχή μας. Γνωρίζει αυτός την αξία του ανθρώπου, ότι ο άνθρωπος είναι μεγάλο πράγμα, ενώ ο ίδιος είναι ο ελάχιστος από τους ανθρώπους και γι’ αυτό όποια τιμή κι αν του κάνουν τη θεωρεί σημαντική. Ώστε αυτός ακολουθεί τον εαυτό του, μένει υψηλός και δε μεταβάλλει την απόφαση του. Όποιος δηλαδή θεωρεί τους άλλους μεγάλους, μεγάλες θεωρεί και τις τιμές απ’ αυτούς , ακόμα κι αν είναι μικρές, επειδή αυτούς τους θεωρεί μεγάλους. Ο αλαζόνας όμως θεωρεί μηδενικά όσους τον τιμούν, ενώ τις τιμές απ’ αυτούς τις χαρακτηρίζει μεγάλες.
Ακόμα, ο ταπεινός δεν είναι αιχμάλωτος κανενός πάθους· δεν μπορεί να τον πειράξει η οργή, ούτε ο έρωτας της δόξας, ούτε ο φθόνος, ούτε η ζήλεια. Υπάρχει ανώτερο από ψυχή απαλλαγμένη απ’ αυτά; Ο αλαζόνας όμως εξουσιάζεται από όλα αυτά, σαν το σκουλήκι που κυλιέται στο βόρβορο, γιατί κι η ζήλεια κι ο φθόνος κι ο θυμός βασανίζουν αδιάκοπα την ψυχή του . Ποιος είναι λοιπόν υψηλός; ο νικητής των παθών ή ο δούλος τους; Αυτός που τρέμει εξ αιτίας τους και φοβάται ή αυτός που δεν υποτάσσεται ούτε αιχμαλωτίζεται απ’ αυτά; Ποιο πουλί θα πούμε ότι πετά ψηλότερα; Αυτό που είναι πιο πάνω από τα χέρια και τα καλάμια του κυνηγού, ή εκείνο που μήτε καλάμι δεν αφήνει τον κυνηγό του να χρησιμοποιήσει, επειδή χαμοπετά και δεν μπορεί να ψηλώσει; Τέτοιος είναι ο υπερήφανος· έρπει στο χώμα και τον πιάνει εύκολα κάθε παγίδα.
στ΄. Αν θέλεις κοίταξε το πράγμα κι από την πλευρά του πονηρού εκείνου δαίμονα. Τι πιο ταπεινό από το διάβολο, από τότε που ψήλωσε τον εαυτό του, και πιο ψηλό από τον άνθρωπο, που θέλει να ταπεινώσει τον εαυτό του; Εκείνος σέρνεται χάμω κι είναι κάτω από τη φτέρνα μας – πατείτε, ορίζει, πάνω στα φίδια και τους σκορπιούς. Ο άνθρωπος έχει θέση ψηλά με τους αγγέλους. Αν θέλεις αυτό να το διαπιστώσεις κι από υπερήφανους ανθρώπους, σκέψου εκείνο το βάρβαρο που οδηγεί τόσο στρατό και δε γνωρίζει μήτε όσα είναι σ’ όλους γνωστά, ότι η πέτρα είναι πέτρα και τα είδωλα είδωλα. Γι’ αυτό κι από τούτα ήταν κατώτερος.
Οι ευσεβείς όμως και πιστοί ανεβαίνουν ψηλότερα απ’ τον ήλιο. Από τούτους δεν υπάρχει ψηλότερο. Αφού ξεπερνούν τους θόλους του ουρανού και προσπερνώντας τους αγγέλους στέκονται δίπλα στο βασιλικό θρόνο. Μπορείς να συμπεράνεις κι από άλλο σημείο τη μηδαμινότητα τους. Ποιος είναι πιθανό να ταπεινωθεί; Όποιος βοηθείται από το Θεό ή όποιος πολεμείται απ’ αυτόν; Είναι φανερό ότι όποιος πολεμείται. Άκουσε λοιπόν τι λέει για τον καθένα από τους δύο η Γραφή. Ο Θεός εναντιώνεται στους υπερήφανους, δίνει τη χάρη του στους ταπεινούς.
Θα σε ρωτήσω και κάτι άλλο. Ποιος είναι υψηλότερος; Όποιος έχει αφιερωθεί στο Θεό και προσφέρει τη θυσία ή όποιος δεν έχει καθόλου παρρησία μπροστά του; Και ποια θυσία προσφέρει ο ταπεινός; ρωτά. Άκουσε το Δαυίδ· θυσία στο Θεό είναι η συντετριμμένη ψυχή. Μια συντετριμμένη και ταπεινωμένη καρδιά, ο Θεός δεν την εκμηδενίζει. Αυτή είναι η καθαρότητα τούτου. Κοίταξε εκείνου την ακαθαρσία. Κάθε υπερήφανος είναι ακάθαρτος για το Θεό. Στον ένα λοιπόν βρίσκει ανάπαυση ο Θεός. Σε ποιον να ρίξω τα βλέμματα μου, λέει ο Θεός, αν όχι στον πράο και στον ήσυχο και σ’ αυτόν που τρέμει τα λόγια του;
Ο άλλος σέρνεται μαζί με το διάβολο. Γιατί ο φαντασμένος παθαίνει ότι κι εκείνος. Γι’ αυτό κι ο Παύλος έλεγε· Μήπως πέσει σε κρίμα τυφλωμένος από έπαρση. Και του τυχαίνει το αντίθετο από ότι επιθυμεί. Θέλει να φαίνεται, για να τον τιμούν. Κι είναι αυτός που περιφρονείται περισσότερο απ’ όλους. Αυτοί είναι καταγέλαστοι, οι εχθροί κι οι αντίπαλοι όλων, τα εύκολα θύματα, οι εύκολοι στο θυμό, οι ακάθαρτοι για το Θεό. Υπάρχει χειρότερο απ’ αυτό; Αυτό είναι το άκρον άωτο των κακών.
Και τι είναι πιο ωραίο από τους ταπεινούς; Και τι θα τους δώσει περισσότερη μακαριότητα, παρά όταν είναι ποθητοί κι αξιαγάπητοι από το Θεό; Αλλά αυτοί απολαμβάνουν και τη δόξα από τους ανθρώπους κι όλοι τους τιμούν σαν πατέρες τους, τους ασπάζονται σαν αδελφούς, τους δέχονται σαν δικούς τους. Ας γίνουμε λοιπόν ταπεινοί, για να γίνουμε υψηλοί. Γιατί η υπερηφάνεια ταπεινώνει υπερβολικά. Αυτή ταπείνωσε τον Φαραώ. Δεν γνωρίζω λέει τον Κύριο κι έγινε χειρότερος από τις μύγες, τα βατράχια και τις κάμπιες και με τα όπλα μαζί και τα άλογα καταποντίστηκε.
Αντίθετα μ’ αυτόν ο Αβραάμ λέει· Εγώ είμαι γη και τέφρα και νίκησε αμέτρητους βαρβάρους. Έπεσε μέσα στους Αιγυπτίους και γύρισε κερδίζοντας λαμπρότερο από το προηγούμενο τρόπαιο. Κρατώντας σταθερά αυτήν την αρετή γινόταν όλο και ψηλότερος. Γι’ αυτό παντού μιλάνε γι’ αυτόν, γι’ αυτό τον δοξάζουν και τον διαλαλούν. Ενώ ο Φαραώ έγινε χώμα και τέφρα και ότι χειρότερο απ’ αυτά.
Τίποτα δε μισεί ο Θεός όσο την υπερηφάνεια. Γι’ αυτό έκανε απ’ την αρχή τα πάντα, για να εξαλείψει τούτο το πάθος. Γι’ αυτό γίναμε θνητοί και ταλαιπωρούμαστε με λύπες και θρήνους, με ασταμάτητο πόνο, ιδρώτα και εργασία. Από αλαζονεία αμάρτησε ο πρώτος άνθρωπος, όταν ήλπισε πως θα γινόταν ίσος με το Θεό. Γι’ αυτό δεν έμεινε με όσα είχε αλλά τα στερήθηκε κι αυτά. Τέτοια η αλαζονεία όχι μονάχα δε δίνει κανένα όφελος στη ζωή αλλά μας περιορίζει κι όσα επιτύχαμε.
Ενώ η ταπεινοφροσύνη όχι μόνο δεν περιορίζει όσα έχουμε αλλά μας προσθέτει κι ότι δεν έχουμε. Αυτή λοιπόν ας ζηλέψουμε, αυτή ας επιδιώξουμε για ν’ απολαύσουμε και την τωρινή τιμή και να επιτύχουμε και τη μελλοντική δόξα με τη χάρη και τη φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού.
Σ’ Αυτόν και τον Πατέρα και το άγιο Πνεύμα ανήκει η δόξα και η δύναμη τώρα και πάντοτε και στους αιώνες. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου