ΑΡΧΙΚΗ

ΟΙ ΠΑΡΑΒΟΛΕΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΚΑΙ Η ΑΠΟΤΕΙΧΗΣΙ 1

1. Τί λέει λοιπόν ὁ δεσπότης; «Εὖγε, δοῦλε καλέ» (διότι αὐτό εἶναι ἴδιον τοῦ ἀγαθοῦ, τό νά βλέπει εἰς τόν πλησίον) «καί πιστέ· εἰς ὀλίγα ἐφάνηκες πιστός, εἰς πολλά θά σέ ἐγκαταστήσω. Εἴσελθε εἰς τήν χαρά τοῦ Κυρίου σου», δηλώνοντας μέ τήν ἀπάντηση αὐτή ὅλη τήν μακαριότητα. 

2. Διότι λέει: «Τόν ἄχρηστο δοῦλο ρίξτε τον ἔξω στό σκοτάδι, ὅπου θά ὑπάρχει τό κλάμα καί τό τρίξιμο τῶν ὀδόντων».

Ο πρώτος μπαίνει στον Παράδεισο ο δεύτερος  τον πετάει έξω στην κόλαση.

ή μήπως και οι δύο ΔΟΥΛΟΙ  έπρεπε να είναι  στο ίδιο μέρος ;;; 

ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΗΝ ΘΕΩΡΙΑ ΤΩΝ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΤΩΝ ΕΝΤΟΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ (ΑΙΡΕΣΙΣ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΥ) ΥΠΑΡΧΕΙ ΣΩΤΗΡΙΑ. 


Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Στην παραβολή των Ταλάντων.

«῞Ωσπερ γὰρ ἄνθρωπος ἀποδημῶν ἐκάλεσε τοὺς ἰδίους δούλους καὶ παρέδωκεν αὐτοῖς τὰ ὑπάρχοντα αὐτοῦ, καὶ ᾧ μὲν ἔδωκε πέντε τάλαντα, ᾧ δὲ δύο, ᾧ δὲ ἕν, ἑκάστῳ κατὰ τὴν ἰδίαν δύναμιν, καὶ ἀπεδήμησεν εὐθέως. / πορευθεὶς δὲ ὁ τὰ πέντε τάλαντα λαβὼν εἰργάσατο ἐν αὐτοῖς καὶ ἐποίησεν ἄλλα πέντε τάλαντα. ὡσαύτως καὶ ὁ τὰ δύο ἐκέρδησε καὶ αὐτὸς ἄλλα δύο. / ὁ δὲ τὸ ἓν λαβὼν ἀπελθὼν ὤρυξεν ἐν τῇ γῇ καὶ ἀπέκρυψε τὸ ἀργύριον τοῦ κυρίου αὐτοῦ. / μετὰ δὲ χρόνον πολὺν ἔρχεται ὁ κύριος τῶν δούλων ἐκείνων καὶ συναίρει μετ᾿ αὐτῶν λόγον. / καὶ προσελθὼν ὁ τὰ πέντε τάλαντα λαβὼν προσήνεγκεν ἄλλα πέντε τάλαντα λέγων· κύριε, πέντε τάλαντά μοι παρέδωκας· ἴδε ἄλλα πέντε τάλαντα ἐκέρδησα ἐπ᾿ αὐτοῖς. ἔφη αὐτῷ ὁ κύριος αὐτοῦ· εὖ, δοῦλε ἀγαθὲ καὶ πιστέ! ἐπὶ ὀλίγα ἦς πιστός, ἐπὶ πολλῶν σε καταστήσω· εἴσελθε εἰς τὴν χαρὰν τοῦ κυρίου σου. προσελθὼν δὲ καὶ ὁ τὰ δύο τάλαντα λαβὼν εἶπε· κύριε, δύο τάλαντά μοι παρέδωκας· ἴδε ἄλλα δύο τάλαντα ἐκέρδησα ἐπ᾿ αὐτοῖς. ἔφη αὐτῷ ὁ κύριος αὐτοῦ· εὖ, δοῦλε ἀγαθὲ καὶ πιστέ! ἐπὶ ὀλίγα ἦς πιστός, ἐπὶ πολλῶν σε καταστήσω· εἴσελθε εἰς τὴν χαρὰν τοῦ κυρίου σου. / προσελθὼν δὲ καὶ ὁ τὸ ἓν τάλαντον εἰληφὼς εἶπε· κύριε· ἔγνων σε ὅτι σκληρὸς εἶ ἄνθρωπος, θερίζων ὅπου οὐκ ἔσπειρας καὶ συνάγων ὅθεν οὐ διεσκόρπισας· καὶ φοβηθεὶς ἀπελθὼν ἔκρυψα τὸ τάλαντόν σου ἐν τῇ γῇ· ἴδε ἔχεις τὸ σόν. ἀποκριθεὶς δὲ ὁ κύριος αὐτοῦ εἶπεν αὐτῷ· πονηρὲ δοῦλε καὶ ὀκνηρέ! ᾔδεις ὅτι θερίζω ὅπου οὐκ ἔσπειρα καὶ συνάγω ὅθεν οὐ διεσκόρπισα! ἔδει οὖν σε βαλεῖν τὸ ἀργύριόν μου τοῖς τραπεζίταις, καὶ ἐλθὼν ἐγὼ ἐκομισάμην ἂν τὸ ἐμὸν σὺν τόκῳ. ἄρατε οὖν ἀπ᾿ αὐτοῦ τὸ τάλαντον καὶ δότε τῷ ἔχοντι τὰ δέκα τάλαντα. τῷ γὰρ ἔχοντι παντὶ δοθήσεται καὶ περισσευθήσεται, ἀπὸ δὲ τοῦ μὴ ἔχοντος καὶ ὃ ἔχει ἀρθήσεται ἀπ᾿ αὐτοῦ. καὶ τὸν ἀχρεῖον δοῦλον ἐκβάλετε εἰς τὸ σκότος τὸ ἐξώτερον· ἐκεῖ ἔσται ὁ κλαυθμὸς καὶ ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων». (Ματθ. 25, 14-30).

Πρόσεξε δέ ὅτι παντοῦ δέν ἀπαιτεῖ ἀμέσως αὐτά πού ἐμπιστεύτηκε. Διότι στήν παραβολή τοῦ ἀμπελῶνος (Ματθ. 21, 33), ἀφοῦ τόν παρέδωσε στούς γεωργούς, ἀποδήμησε. Καί ἐδῶ ἐμπιστεύτηκε τά τάλαντα καί ἀποδήμησε. Γιά νά μάθεις μέ αὐτό τήν μακροθυμία Του. Ἐγώ δέ νομίζω ὅτι λέγοντας αὐτά ὑπαινίσσεται καί τήν Ἀνάσταση. Μόνο πού ἐδῶ δέν ἀναφέρονται πλέον γεωργοί καί ἀμπελώνας, ἀλλά ὅλοι εἶναι ἐργάτες. Διότι δέν ἀναφέρεται μόνον στούς ἄρχοντες, οὔτε στούς Ἰουδαίους, ἀλλά σέ ὅλους.

Καί ἐκεῖνοι μέν πού προσφέρουν, ὁμολογοῦν μέ εὐγνωμοσύνη καί τά δικά τους, ἀλλά καί ὅσα τούς ἔδωσε ὁ δεσπότης. Ἔτσι ὁ μέν ἕνας λέει: «Κύριε, πέντε τάλαντα μοῦ ἔδωσες», ὁ δέ ἄλλος λέει «δύο», δείχνοντας ὅτι ἀπό Ἐκεῖνον ἔλαβαν τό κεφάλαιο τῆς ἐργασίας τους, καί Τοῦ ἀναγνωρίζουν μεγάλην χάρη, καί ἀποδίδουν τό πᾶν σέ Αὐτό

Τί λέει λοιπόν ὁ δεσπότης; «Εὖγε, δοῦλε καλέ» (διότι αὐτό εἶναι ἴδιον τοῦ ἀγαθοῦ, τό νά βλέπει εἰς τόν πλησίον) «καί πιστέ· εἰς ὀλίγα ἐφάνηκες πιστός, εἰς πολλά θά σέ ἐγκαταστήσω. Εἴσελθε εἰς τήν χαρά τοῦ Κυρίου σου», δηλώνοντας μέ τήν ἀπάντηση αὐτή ὅλη τήν μακαριότητα.

Δέν μιλάει ὅμως καί ὁ ἄλλος ἔτσι, ἀλλά πῶς; «Γνώριζα ὅτι εἶσαι σκληρός ἄνθρωπος καί ὅτι θερίζεις ἐκεῖ ὅπου δέν ἔσπειρες καί μαζεύεις ἐκεῖ ὅπου δέν σκόρπισες. Καί ἐπειδή φοβήθηκα, ἔκρυψα τό τάλαντο σου. Ὁρίστε, πάρε πίσω αὐτό πού εἶναι δικό σου». Τί τοῦ ἀπαντᾶ λοιπόν ὁ Δεσπότης; «Ἔπρεπε νά βάλεις τά χρήματα σου στούς τραπεζίτες», δηλαδή, ἔπρεπε νά ὁμιλήσει, νά παραινέσει, νά συμβουλεύσει. Ἀλλά δέν πείθονται; Αὐτό δέν ἀφορᾷ ἐσένα. Τί θά μποροῦσε νά γίνει περισσότερο λογικό ἀπό αὐτό;

 Οἱ ἄνθρωποι ὅμως δέν κάνουν ἔτσι, ἀλλά καθιστοῦν ὑπεύθυνο τοῦ ἀπαιτούμενου εἰσοδήματος, τόν ἴδιο τόν δανειστή τους. Αὐτός ὅμως δέν ἐνεργεῖ ἔτσι, ἀλλά λέγει ὅτι ἐσύ ἔπρεπε νά πληρώσεις καί νά μοῦ ἐπιστρέψεις τό ἀπαιτούμενον κέρδος. «Καί ἐγώ θά τά ἔπαιρνα πίσω μέ τόκο»· τόκο ἐννοώντας τήν ἐπίδειξη τῶν ἔργων. Ἔσύ ἔπρεπε νά κάνεις τό εὐκολώτερο καί νά ἀφήσεις τό δυσκολώτερο σε μένα. Ἐπειδή λοιπόν δέν ἔκανε αὐτό, λέει: «Πάρτε τό τάλαντο ἀπό αὐτόν καί δῶστε το σέ ἐκεῖνον πού ἔχει τά δέκα τάλαντα, διότι σε ἐκεῖνον πού ἔχει θά δοθοῦν καί ἄλλα καί θά περισσεύσουν. Ὅμως ἀπό ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος δέν ἔχει, θά τοῦ ἀφαιρεθεῖ καί αὐτό πού ἔχει».

Τί σημαίνει λοιπόν αὐτό; Ἐκεῖνος πού ἔχει τό χάρισμα τοῦ λόγου καί τῆς διδασκαλίας γιά νά ὠφελεῖ καί δέν χρησιμοποιεῖ τό χάρισμά του, θά χάσει καί τό χάρισμα. Ἐνῶ ἐκεῖνος πού καταβάλλει προσπάθεια, θά δεχθεῖ περισσότερη δωρεά, ὅπως ἐκεῖνος χάνει καί αὐτό πού εἶχε λάβει. Δέν περιορίζεται ὅμως μόνο μέχρις ἐδῶ ἡ ζημιά, γιά ὅποιον δέν ἐργάζεται, ἀλλά τόν ἀναμένει καί βαριά τιμωρία καί μαζί μέ τήν τιμωρία καί ἡ ἀπόφαση ἡ ὁποία εἶναι γεμάτη μέ βαριά κατηγορία. Διότι λέει: «Τόν ἄχρηστο δοῦλο ρίξτε τον ἔξω στό σκοτάδι, ὅπου θά ὑπάρχει τό κλάμα καί τό τρίξιμο τῶν ὀδόντων».

Εἶδες ὅτι ὄχι μόνο ἐκεῖνος πού ἁρπάζει καί εἶναι πλεονέκτης, οὔτε ἐκεῖνος πού κάνει κακά, ἀλλά τιμωρεῖται μέ τήν ἐσχάτη τιμωρία καί ἐκεῖνος πού δέν κάνει ἀγαθές πράξεις. Ἄς ἀκούσουμε λοιπόν τά λόγια αὐτά. Ὅσο εἶναι καιρός ἄς φροντίσουμε γιά τή σωτηρία μας. Ἄς πάρουμε λάδι στίς λαμπάδες.

Ἄς καλλιεργήσουμε τό τάλαντο. Διότι ἐάν ἀμελήσουμε καί ἐάν διερχώμαστε τό χρόνο μας ἐδῶ χωρίς νά ἐργαζώμαστε, δέν θά μᾶς ἐλεήσει κανείς ἐκεῖ, ἔστω καί ἄν χύσουμε μύρια δάκρυα. Κατηγόρησε τόν ἑαυτό του καί ἐκεῖνος πού εἶχε βρωμερά ἐνδύματα, ἀλλά δέν ὠφέλησε τίποτε. Ἐπέστρεψε καί ὅτι τοῦ ἐμπιστεύτηκε καί ἐκεῖνος πού εἶχε λάβει τό ἕνα τάλαντο, καί ὅμως καταδικάστηκε. Παρακάλεσαν καί οἱ παρθένοι καί ἦρθαν καί χτύπησαν τήν πόρτα, ἀλλά μάταια. Γνωρίζοντας λοιπόν αὐτά, ἄς καταθέσουμε καί χρήματα καί προθυμία καί προστασία καί ὅλα γιά τήν ὠφέλεια τοῦ πλησίον. Διότι τάλαντα ἐδῶ εἶναι ἡ δυνατότητα πού διαθέτει καθένας, εἴτε γιά νά προστατεύσει, εἴτε σέ χρήματα, εἴτε δυνατότητα διδασκαλίας, εἴτε εἰς ὁποιοδήποτε παρόμοιο πρᾶγμα.

Ἄς μή προφασίζεται κανείς ὅτι ἕνα μόνο τάλαντο ἔχω καί δέν μπορῶ νά κάνω τίποτε. Διότι μπορεῖς καί μέ ἕνα νά προκόψεις. Δέν εἶσαι πτωχότερος ἀπό ἐκείνη τήν χήρα (Μάρκ. 12, 42). Δέν εἶσαι περισσότερο ἀκαλλιέργητος ἀπό τόν Πέτρο καί τόν Ἰωάννη (Πράξ. 3, 6), οἱ ὁποῖοι καί ἄπειροι ἦσαν καί ἀγράμματοι, ἀλλ᾽ ὅμως ἐπειδή ἔδειξαν προθυμία καί ἔκαναν τά πάντα διά τό κοινό συμφέρον, κέρδισαν τούς οὐρανούς. Διότι τίποτε δέν ἀγαπᾶ ὁ Θεός τόσο, ὅσο τό νά ζοῦμε καί νά κάνουμε ὅτι καλό μποροῦμε γιά τούς ἄλλους.

Γι᾽ αὐτό μᾶς ἔδωσε ὁ Θεός τή δυνατότητα τοῦ λόγου, καί τά χέρια καί τά πόδια καί τή σωματική δύναμη καί τόν νοῦ καί τήν φρόνηση, γιά νά τά χρησιμοποιήσουμε ὅλα αὐτά καί διά τήν δική μας σωτηρία, ἀλλά καί γιά τήν ὠφέλεια τοῦ πλησίον. Διότι ὁ λόγος δέν εἶναι χρήσιμος μόνο διά νά ὑμνοῦμε καί εὐχαριστοῦμε, ἀλλά εἶναι χρήσιμος καί γιά νά διδάσκουμε καί νά συμβουλεύουμε.

Καί ἐάν μέν τόν χρησιμοποιήσουμε γιά αὐτό τό σκοπό, μιμούμαστε τόν Δεσπότη. Ἐάν ὅμως ὄχι, τότε μιμούμαστε τόν διάβολο. Διότι καί ὁ Πέτρος, ὅταν μέν ὡμολόγησε τόν Χριστό, μακαρίσθηκε ἐπειδή ὡμολόγησε τά λόγια τοῦ Πατρός (Ματθ. 16, 16-18), ἐνῷ ὅταν παρεκάλεσε τόν Κύριο νά ἀποφύγει τήν σταύρωση, ἐπιτιμήθηκε πολύ, διότι φρονούσε ἐκεῖνα πού ἀρέσουν στό διάβολο (Ματθ. 16, 22-23). Καί ἄν γι᾽ αὐτό πού εἶπε τότε ἀπό ἄγνοια ὁ Πέτρος τόση ἦταν ἡ κατηγορία, ποία συγγνώμη θά ἔχουμε ἐμεῖς, ὅταν ἁμαρτάνουμε πολύ καί ἑκούσια;

Ἄς μιλήσουμε λοιπόν ἔτσι, ὥστε ἀπό τήν ὁμιλία μας νά γίνονται φανερά τά λόγια τοῦ Χριστοῦ. Διότι δέν λέω τά λόγια τοῦ Χριστοῦ, ἐάν πῶ μόνο «σήκω καί περπάτησε» (Πράξ. 3, 6), οὔτε ἄν εἴπω «Ταβιθά σήκω» (Πράξ. 9, 40). Ἀλλά πολύ περισσότερο, ὅταν ἐνῷ μέ βρίζουν εὐλογῶ. Ἐνῷ μέ ἀπειλοῦν προσεύχομαι ὑπέρ ἐκείνου πού μέ ἀπειλεῖ (Ματθ. 5, 44).

Ἄλλοτε μέν λοιπόν, ἔλεγα ὅτι ἡ γλῶσσα μας εἶναι χέρι τό ὁποῖο ψαύει τά πόδια τοῦ Θεοῦ. Τώρα ὅμως μέ πολλή ἐπίταση λέω, ὅτι ἡ γλῶσσα μας εἶναι γλῶσσα, πού μιμεῖται τήν γλῶσσα τοῦ Χριστοῦ, ὅταν βέβαια ἐπιδεικνύει τήν πρέπουσα προσοχή, ὅταν λέμε ὅσα Ἐκεῖνος θέλει. Ποιά δέ εἶναι αὐτά πού Ἐκεῖνος θέλει νά λέμε; Εἶναι τά γεμᾶτα ἐπιείκεια καί πραότητα λόγια. Ὅπως λοιπόν μιλοῦσε καί Ἐκεῖνος, λέγοντας σ᾽ αὐτούς πού Τόν ὕβριζαν: «Ἐγώ δέν ἔχω δαιμόνιο» (Ματθ. 11, 18), καί ἀλλοῦ: «Ἐάν μίλησα κακῶς ὁμολόγησε τό κακό πού εἶπα» (Ἰω. 18, 23). Ἐάν ἔτσι μιλᾶς καί σύ, ἄν μιλᾶς ἀποβλέποντας στήν διόρθωση τοῦ πλησίον, ἔχεις γλῶσσα πού μοιάζει μέ τή γλῶσσα τοῦ Χριστοῦ. Καί αὐτά τά λέγει ὁ Ἴδιος ὁ Θεός, μέ τό νά λέει: «αὐτός πού βγάζει ἔντιμο ἀπό ἀνάξιο, εἶναι σάν στόμα μου» (Ἰερ. 15, 19).

Ὅταν λοιπόν ἡ γλῶσσα σου εἶναι ὅπως ἡ γλῶσσα τοῦ Χριστοῦ, καί τό στόμα σου γίνῃ στόμα τοῦ Πατρός, καί εἶσαι ναός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τότε μέ ποιά τιμή θά μποροῦσε νά συγκριθεῖ αὐτή; Διότι οὔτε ἐάν τό στόμα σου ἦταν φτιαγμένο ἀπό χρυσάφι, οὔτε ἄν ἦταν ἀπό πολυτίμους λίθους, θά ἔλαμπε τόσο, ὅπως λάμπει τώρα, πού φωτίζεται ἀπό τόν κόσμο τῆς ἐπιεικείας. Διότι τί εἶναι πιό ποθητό ἀπό ἕνα στόμα πού δέν ξέρει νά βρίζει, ἀλλά ἔχει μάθει νά εὐλογεῖ καί νά καλομιλάει; Ἐάν δέ δέν ἀνέχεσαι νά εὐλογεῖς ἐκεῖνον πού σέ καταρᾶται, τότε σιώπα, καί αὐτό κάνε το στήν ἀρχή.

Ἔπειτα βαδίζοντας στήν ὁδό καί προσέχοντας, θά φτάσεις καί σ᾽ ἐκεῖνο καί θά ἀποκτήσεις στόμα τέτοιο σάν αὐτό πού ἀναφέραμε προηγουμένως. Καί μή νομίσεις πώς εἶναι τολμηρό αὐτό πού εἶπα. Διότι ὁ Δεσπότης εἶναι φιλάνθρωπος καί αὐτό θά σοῦ δοθεῖ σάν δῶρο τῆς ἀγαθότητας Του. Τολμηρό εἶναι νά ἔχει στόμα πού νά μοιάζει στό διάβολο, νά ἔχει γλῶσσα ὅμοια μέ τοῦ πονηροῦ δαίμονα, ἰδιαίτερα μάλιστα ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος συμμετέχει σέ τόσο μεγάλα μυστήρια καί κοινωνεῖ τήν Ἴδια τήν Σάρκα τοῦ Δεσπότου.

Ἔχοντας λοιπόν στό νοῦ σου αὐτά, γίνε ὅπως ταιριάζει σέ Ἐκεῖνον ὅσο μπορεῖς. Ὅταν λοιπόν γίνεις ὅμοιος μέ Αὐτόν, δέν θά μπορέσει ὁ διάβολος πλέον νά σέ δεῖ κατά πρόσωπο. Διότι διακρίνει στή μορφή σου, τόν χαρακτήρα τόν βασιλικό. Γνωρίζει τά ὅπλα τοῦ Χριστοῦ, μέ τά ὁποῖα ἡττήθηκε. Καί ποία εἶναι αὐτά; Ἡ ἐπιείκεια καί ἡ πραότητα. Διότι, ὅταν κατά τούς πειρασμούς τόν ἐξέσχισε στό ὄρος καί τόν ἐξέπληξε (Ματθ. 4, 1-11), δέν ἦταν γνωστό, ὅτι ἦταν ὁ Χριστός, ἀλλά τόν ἔδιωξε μέ τά λόγια μόνο. Τόν νίκησε μέ τήν ἐπιείκεια, τόν κατατρόπωσε μέ τήν πραότητα. Αὐτό κάνε καί σύ. Ὅταν δεῖς ἄνθρωπο ὁ ὁποῖος ἔγινε διάβολος καί σέ πλησιάζει, ἔτσι νίκησέ τον καί σύ. Σοῦ ἔδωσε ὁ Χριστός τήν δύναμη νά Τοῦ μοιάσεις ὅσο ἐξαρτᾶται ἀπό σένα. Μή φοβηθεῖς ἀκούγοντας τοῦτο. Φόβος εἶναι νά μή γίνεις ὅπως ἐκεῖνος.

Μίλησε λοιπόν ὅπως Ἐκεῖνος καί Τοῦ ἔμοιασες σ᾽ αὐτό, στά ἀνθρώπινα βέβαια μέτρα. Γι᾽ αὐτό εἶναι ἀνώτερος ἐκεῖνος πού μιλάει ἔτσι, παρά ἐκεῖνος πού προφητεύει. Διότι ἡ μέν προφητεία ὁλόκληρη εἶναι χάρισμα. Ἐνῷ ἐδῶ, τό νά μιλᾶς δηλαδή ὅπως ὁ Χριστός, χρειάζεται καί κόπος δικός σου καί ἱδρώτας. Δίδαξε τήν ψυχή σου νά σοῦ διαπλάσσει τό στόμα ἔτσι, πού νά μοιάζει μέ τό στόμα τοῦ Χριστοῦ. Γιατί μπορεῖ ἐάν θέλη καί αὐτό νά κατορθώσει. Γνωρίζει τόν τρόπο, ἄν δέν εἶναι ράθυμει. Καί πῶς διαπλάσσεται τέτοιο στόμα; Μέ ποιά χρώματα; Μέ ποιό ὑλικό; Μέ κανένα ὑλικό βέβαια καί χρῶμα, παρά μόνο μέ ἀρετή καί ἐπιείκεια καί ταπεινοφροσύνη.

 Ἄς δοῦμε πῶς διαπλάσσεται καί τό στόμα τοῦ διαβόλου, γιά νά μή φτιάξουμε ποτέ κάτι τέτοιο. Πῶς πλάσσεται λοιπόν; Μέ κατάρες, μέ ὕβρεις, μέ βασκανίες, μέ ἐπιορκίες. Διότι ὅταν κάποιος χρησιμοποιεῖ τά λόγια τοῦ διαβόλου παίρνει καί τή γλῶσσα του. Ποιά λοιπόν συγχώρηση θά ἔχουμε, ἤ μᾶλλον ποιά τιμωρία δέν θά ὑποστοῦμε, ὅταν ἐπιτρέπουμε στή γλῶσσα, μέ τήν ὁποία ἀξιωθήκαμε νά γευθοῦμε τῆς Σάρκας τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ, νά χρησιμοποιεῖ λόγια τοῦ διαβόλου;

Ἄς μή τῆς ἐπιτρέψουμε λοιπόν, ἀλλά ἄς καταβάλλουμε κάθε προσπάθεια νά τήν ἐκπαιδεύσουμε νά μιμεῖται τόν Δεσπότη της. Διότι ἄν τήν διδάξουμε αὐτό, μέ πολλή παρρησία θά μᾶς τοποθετήσει στό Βῆμα τοῦ Χριστοῦ. Ἐάν κανείς δέν γνωρίζει νά μιλάει ἔτσι, οὔτε ὁ Κριτής θά τόν ἀκούσει. Γιατί ὅπως, ὅταν συμβεῖ νά εἶναι Ρωμαῖος ὁ δικαστής, δέν θά καταλάβει τί λέει ἐκεῖνος πού ἀπολογεῖται καί δέν γνωρίζει νά μιλάει Ρωμαϊκά, ἔτσι καί ὁ Χριστός. Ἄν δέν μιλᾶς μέ τό δικό Του τρόπο, δέν θά σέ ἀκούσει, οὔτε θά σέ προσέξει. Ἄς μάθουμε λοιπόν νά μιλᾶμε ἔτσι, ὅπως συνήθισε νά ἀκούει ὁ Βασιλιάς ὁ δικός μας. Ἄς προσπαθήσουμε νά μιμούμαστε τήν γλώσσα Ἐκείνη.

Καί ἄν βρεθεῖς σέ πένθος, πρόσεχε νά μή σοῦ διαστρεβλώσει τό στόμα ἡ μεγάλη λύπη, ἀλλά νά μιλήσεις ὅπως ὁ Χριστός. Διότι ἐπένθησε καί Αὐτός τόν Λάζαρο (Ἰω. 11, 33-35) καί τόν Ἰούδα. Ἄν βρεθεῖς σέ φόβο, φρόντισε πάλι νά μιλήσεις ὅπως Ἐκεῖνος. Διότι βρέθηκε καί Αὐτός σέ φόβο γιά σένα “κατ᾽ οἰκονομίαν”. Πές καί σύ: «Ἄς μή γίνει ὅμως τό θέλημα μου ἀλλά τό δικό σου» (Λουκᾶ 22, 42). Καί ὅταν κλαῖς, δάκρυσε ἤρεμα ὅπως Ἐκεῖνος. Καί ὅταν βρεθεῖς σέ σκευωρίες καί λύπη, καί αὐτά ἀντιμετώπισέ τα ὅπως ὁ Χριστός. Διότι καί μηχανορραφίες ἀντιμετώπισε καί λυπήθηκε, ἀλλά εἶπε: «Ἡ ψυχή μου εἶναι λυπημένη μέχρι θανάτου» (Ματθ. 26, 38). Καί σοῦ χάρισε ὅλα τά ὑποδείγματα, γιά νά τηρεῖς αὐτά “ὡς μέτρο” καί νά μή καταστρατηγεῖς τούς κανόνες, πού σοῦ ἔχουν δοθεῖ.

Ἔτσι θά μπορέσεις νά ἔχεις στόμα, ὅμοιο μέ τό στόμα Ἐκείνου. Ἔτσι, ἐνῷ θά βαδίζεις ἐπάνω στή γῆ, θά ἐπιδεικνύεις σέ μᾶς γλῶσσα ὅμοια μέ τήν γλῶσσα Ἐκείνου πού βρίσκεται στόν οὐρανό, διατηρώντας τό μέτρο στή λύπη, στήν ὀργή, στό πένθος, στήν ἀγωνία. Πόσοι ἀπό σᾶς εἶναι ἐκεῖνοι πού ἐπιθυμοῦν νά δοῦν τήν μορφή Του; Νά λοιπόν, ὅτι εἶναι δυνατόν ὄχι μόνο νά Τόν δοῦμε, ἀλλά καί νά γίνουμε ὅμοιοι μέ Αὐτόν, ἄν προσπαθήσουμε.

Ἄς μήν ἀναβάλλουμε λοιπόν. Διότι δέν ἀγαπᾷ τόσο τό στόμα τῶν προφητῶν, ὅσον ἐκεῖνο τῶν ἐπιεικῶν καί πράων ἀνθρώπων. «Πολλοί», λέει, «θά μοῦ ποῦν: Δέν προφητεύσαμε στό ὄνομά Σου; Καί ἐγώ θά τούς εἰπῶ: Δέν σᾶς γνωρίζω» (Ματθ. 7, 22). Τό δέ στόμα τοῦ Μωυσέως, ἐπειδή ἦταν πολύ ἐπιεικής καί πρᾶος (διότι «ὁ Μωυσῆς», λέγει, «ἦταν ἄνθρωπος πρᾶος περισσότερο ἀπό ὅλους τούς ἀνθρώπους τῆς γῆς» Ἀριθμ. 12, 3), τόσο πολύ τό ἀγαποῦσε, ὥστε νά πεῖ: «μιλοῦσε ἀπό πολύ κοντά, στόμα μέ στόμα, ὅπως μιλάει ἕνας φίλος μέ τόν φίλο του» (Ἐξ. 33, 11 καί Ἀριθμ. 12, 8). Δέν θά δίνεις ἐντολές στούς δαίμονες τώρα, ἀλλά θά διατάζεις τότε ἐκεῖ τό πῦρ τῆς γεέννης, ἐάν βέβαια ἔχεις τό στόμα σου ὅμοιο μέ τό στόμα τοῦ Χριστοῦ.

Θά διατάζεις τήν ἄβυσσο τοῦ πυρός καί θά λές: «Σιώπα φιμώσου» (Μάρκ. 4, 39), καί μέ πολλή παρρησία θά ἀνέβεις στούς οὐρανούς καί θά ἀπολαύσεις τή βασιλεία, τήν ὁποία εἴθε νά ἐπιτύχουμε ὅλοι ἐμεῖς, μέ τήν Χάρη καί φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, στόν Ὁποῖο ἀνήκει, μαζί μέ τόν Πατέρα καί τό Ἅγιον Πνεῦμα, ἡ δόξα, ἡ δύναμη, ἡ τιμή, τώρα καί πάντοτε καί στούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Αναδημοσίευση από

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Για την αδυναμία του αυτεξουσίου του ανθρώπου.

  Ελληνική Πατρολογία Αββάς Κασσιανός ο Ρωμαίος. (Γ΄ Συνομιλία με τον αββά Χαιρήμονα). 10. Για την αδυναμία του ...

Δημοφιλείς αναρτήσεις