ΑΡΧΙΚΗ

Ό ’Ακίνδυνος και οί οπαδοί του άνοιξαν τή θύρα για νά είσέλθουν όλες γενικώς οί πονηρές αιρέσεις άπό την αρχή.

 

 Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο   7


Ό τ ι ό Ακίνδυνος και οι οπαδοί του, μέ βάσι όσα έδογμάτισαν περί θείας ούσίας και ένεργείας,
συνάγεται ότι περιπίπτουν σε περισσότερες άπό πενήντα κακοδοξίες και ότι άνοιξαν τή θύρα για νά είσέλθουν όλες γενικώς οί πονηρές αιρέσεις άπό την αρχή.

(Ο ΤΟΤΕ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ) 

 


14 Ό ’Ακίνδυνος λοιπόν και οί οπαδοί του, μή θέλοντας νά βάλουν στο νου τους τίποτε άπό αύτά θεωρούν έπί τού Θεού ίδιο και άπαράλλακτο την άκτιστη ουσία καί την άκτιστη ενέργεια. Φθάνουν λοιπόν αυτοί στην άνάγκη νά λέγουν ότι τό ένα από τά δυο αύτά ονόματα είναι εντελώς γυμνή λέξις* καί μάλλον και τά δύο συνωθοΰν τό ένα τό άλλο προς αυτό. 'Όπως δηλαδή δεν είναι δυνατό νά λέγωμε ότι ή φύσις τού θεού έχει καί ούσία έπειδή βέβαια είναι εντελώς αδιάφορο ή ουσία καί ή φύσις στο θεό, έτσι ούτε αύτοί δεν θά μπορέσουν νά ειπούν μέ συνέπεια προς τις άπόψεις τους ότι ή ούσία τού θεού έχει
ένέργεια, έπειδή κατά τή γνώμη τους ή θεία ένέργεια δέν δια φέρει κατά τίποτε άπό τή θεία ούσία.
15 α. Καθ’ όσον λοιπόν λέγουν τήν ένέργεια γυμνή λέξι, άφοΰ δέν ύπάρχει φυσική θεία ένέργεια, περιπίπτουν σέ άθεΐα, άναιρώντας τήν ύπαρξι τού θεού. Πράγματι δέν ύφίσταται ένεργεΐν χωρίς ένέργεια, όπως δέν ύφίσταται ούτε ύπάρχειν χωρίς ύπαρξι* τό δέ άνενέργητο είναι άνύπαρκτο1. Λέγει πράγματι ό
σοφός στά θεία Δαμασκηνός, «είναι άδύνατο έλλιπής φύσις νά έχη ύπαρξι, ή δέ ένέργεια κατά φύσι δέν είναι άπ’ έξω, κι’ είναι φανερό ότι δέν είναι δυνατό ούτε νά είναι ούτε νά γνωρίζεται ή
1. Μαξίμου, Προς Μαρίνον, PG 9 1 , 200С .

 φύσις χωρίς την κατά φύσι ένέργεια»2. Ό θειος Μάξιμος πάλι, φέροντας ώς μάρτυρες όλους τούς θεοφόρους σαν αύτόν τόν ίδιο, λέγει, «οί άγιοι πατέρες φανερά διδάσκουν ότι ή όποιαδήποτε φύσις ούτε είναι ούτε γνωρίζεται»3, και πάλι, «ποιά φύσις είναι άνενέργητη ή έξω άπό τη φυσική ένέργεια; 'Όπως πράγματι δέν είναι χωρίς ύπαρξι, έτσι δεν είναι ούτε χωρίς φυσική δύναμη άν δέ στερήται αύτήν, θά στερηθή καί τήν ύπαρξι»4. Καί προς τόν Νίκανδρο έπίσης γράφοντας λέγει· «όταν άφαιρεθή τό φυσικό θέλημα καί ή ούσιώδης ένέργεια, πώς θά είναι θεός ή άνθρωπος, καί πώς θά δειχθή ότι κατ’ ούσίαν είναι τούτο ή έκείνο, άν δέν διατηρή άνελλιπώς τήν ιδιότητα τής καθεμιάς άπό τις δύο φύσεις; Εκείνο πού βγαίνει έξω άπό τά κατά φύσι έχει βγη έξω καί άπό τήν ίδια τήν ούσία καί δέν έχει
καμμιά ύπαρξι»5. Βλέπεις, ’Ακίνδυνε, ότι τά κατά φύσιν είναι πολλά, άν καί έκείνη είναι μία; Καί ότι ίδιότης της είναι τό φυσικό θέλημα καί ή φυσική ένέργεια; καί ότι χωρίς αύτά είναι έλλιπής, μάλλον δέ άνύπαρκτη, καί δι’ αύτών δεικνύεται ότι όπωσδήποτε ύπάρχει, άλλ’ όχι ότι αύτά είναι ή φύσις, καί μά
λιστα έκείνη ή άπόκρυφη;
16 Ό δέ σοφώτατος ’Ιουστίνος ό μάρτυς άντέκρουσε τούς ’Έλληνες, πού έλεγαν αύτό άκριβώς πού άκούσαμε τώρα άπό τόν ’Ακίνδυνο, ότι «δέν ύπάρχει καθόλου έπί τού θεού διαίρεσις ούσίας καί ένεργείας». Αύτός λέγει, «όσα άποδίδονται στό θεό δέν είναι άλλο καί άλλο, ούτε όλα διαφορετικά άπό
τή θεία ούσία και μεταξύ τους* διότι δέν ύπάρχει καθόλου στό θεό κατά κανένα τρόπο διαφορά, πλήν τών διαφορών άνάμεσα στά τρία πρόσωπα». ’Εκείνοι λέγουν, καθώς ό ίδιος ό μάρτυς
του Χριστού άντικρούοντάς τους παραθέτει στήν άρχή, «δέν πρέπει νά νομίσωμε ότι, όπως σ’ έμάς άλλο είναι τό είναι και άλλο τό βούλεσθαι, έτσι και στό θεό, άλλα σ’ αύτόν είναι έν-
5. Πρός Νίκανδρον, PG 91, 96Β. Ό λόγος βέβαια είναι για τόν Ίησοΰ
Χριστό.

 τελώς τό ίδιο τό είναι καί τό βούλεσθαι* διότι ό,τι είναι, και βούλεται, καί ό,τι θέλει, καί είναι, καί δεν ύπάρχει καμμιά διάκρισις τούτων έπ’ αύτοϋ»6. Καθώς λοιπόν οί 'Έλληνες έλεγαν τότε αύτό τό πράγμα, παρομοίως με τόν Ακίνδυνο, ό σοφός μάρτυς τής άληθείας Ιουστίνος λέγει, «άφοΰ ό θεός έχει ούσία
για ϋπαρξι, βούλησι δε για δημιουργία, όποιος απορρίπτει τή διαφορά ούσίας καί βουλής, άπορρίπτει έπίσης τήν ύπαρξι του Θεού καί τήν ποίησι* δηλαδή τή δική του ϋπαρξι και τήν ποίησι των μή όντων»7.
17 β\ Έ τσι ό Ακίνδυνος τελευταίως, κατά τήν άντίθεσί του προς έμάς, μεταφέρει στή θεία ένέργεια τά λεχθέντα άπό τούς "Ελληνες γιά τήν θεία βουλή κακώς* καί, άφοϋ παριστάνει τόν Θεό νά μή είναι καί τό παν νά είναι άγέννητο, άναβιώνει τήν πλάνη έκείνων. Και τί λέγω ότι μετέφερε στήν ένέργεια τά λε
χθέντα άπό τούς 'Έλληνες άθέως έπί τής βουλής; Διότι ό άθεώτατος των Ελλήνων Ίουλιανός ό Παραβάτης, όταν άγκωμιάζη τόν θεό του "Ηλιο, άποδεικνύεται ότι κατέχει τήν δοξασία τοϋ Άκινδύνου μέ τά ίδια λόγια, άφοϋ γράφει* «δεν είναι άλλο μεν ούσία θεού, άλλο δέ δύναμις, κι’ ένα τρίτο πέρα άπό αύτά, ένέργεια* διότι όλα όσα θέλει, αύτά είναι πού μπορεί και ένεργεΐ. Πράγματι ούτε ό,τι δέν ύπάρχει βούλεται ούτε ό,τι βούλεται νά δράση άδυνατεΐ ούτε ό,τι δέν μπορεί νά ένεργήση θέλει
νά ένεργή»8. "Αρα εύλόγως παθαίνουν τό ίδιο μέ τούς "Ελληνες όσοι λέγουν ότι είναι άδιάφορη άπό τή θεία φύσι ή άκτιστη ένέργεια. Διότι μόνο άπό τις ένέργειές του γνωρίζεται ότι ύπάρχει ό θεός. "Οποιος λοιπόν άθετεΐ τις άποδεικτικές θείες ένέργειες, άκόλουθο είναι ότι άγνοεΐ τήν ύπαρξι τοϋ θεοΰ,
έστω και άν ύποκρίνεται ότι ύπερασπίζεται τόν θεό.
6. Ιουστίνου, Ερωτήσεις Χριστιανικοί πρός Έλληνας 3. PG 6, 1428.
7. Αύτόθι PG 6,1429.
8. Εις τόν βασιλέα ’Ήλιον 20.

9.Αν ή θεία χάρις δέν είναι ούτε κτιστή ούτε άκτιστη, δέν ύπάρχει- κι άν
δέν ύπάρχη θεία χάρις, δέν υπάρχει θεός.
10. Βλ. Ματθ. 5,8.

11. Μαξίμου Όμολογητοΰ, Περί άποριών, PG 91,1237.

ΛΟΓΟΣ ΑΝΤΙΡΡΗΤΙΚΟΣ А’, 7, 18 - 19
18 γ .' Άλλα και όταν λέγουν -ή μάλλον και έπιχειροΰν έγγράφως νά κατοχυρώσουν- ότι ή θεοποιός χάρις ούτε κτιστή ούτε άκτιστη είναι, είναι σαν νά λέγουν άκριβώς ότι ό θεός δέν ύπάρχει· διότι τό μήτε κτιστό μήτε άκτιστο, δέν ύπάρχει καθό λου9. "Οπως λοιπόν όποιος άποφαίνεται ότι δέν ύπάρχει καθόλου φωτιστική ένέργεια, άπομακρύνει τό φως άνάμεσα άπό τά όντα, έτσι καί όποιος άθετεΐ τήν θεουργό χάρι, άθετεΐ τήν ύπαρξι του θεού. 'Όπως δέ, άν κάποιος άναιρή τις φωτοδότιδες ήλιακές άκτΐνες, έπειτα ισχυρίζεται ότι ύπάρχει ήλιος, θά ήταν καταγέλαστος, έτσι είναι καί τούτο, άφοϋ παραδέχονται ότι ύπάρχει θεία ούσία, άλλά δέν ύπάρχει ή θεουργός χάρις καί οί άλλες ένέργειες.
19 δ\ Καί όμως ό θεός θά είναι κατ’ ούσία άπό όλους μεθεκτός, άπό δέ τούς άγιους καί θεωρητός, άν διά τής μετοχής του έχη συσταθή τό πάν καί κατά τήν εύαγγελική έπαγγελία αύτός όράται μόνο άπό τούς άξιους10 κι’ έχη τήν ένέργειά του καί τή θεοποιό, δηλαδή τήν άκτιστη, λαμπρότητα καί χάρι του, κατά τήν άποψί τους έντελώς άδιάφορη άπό τήν ούσία. Άλλά τό πρώτο άπαγορεύεται άπό τούς πατέρες, οί όποιοι λέγουν τόν. θεό άμέθεκτο κατ’ ούσία.
ε'. Αύτοί λοιπόν πού λέγουν ότι είναι μεθεκτός (μερικές φορές μάλιστα τό διακηρύσσουν φανερά), έκτός τού ότι άντιτίθενται προς τούς πατέρες, έντάσσουν έαυτούς καί στούς Μεσσαλιανούς. "Οπως δηλαδή, έχοντας αισθητική καί λογική ούσία είμαστε έκ φύσεως όλοι αισθητικοί καί λογικοί, έτσι καί
άν μετάσχωμε τής θείας ούσίας, θά γίνωμε φύσει θεοί. Οί Μεσσαλιανοί λοιπόν άφρόνως νομίζουν ότι μόνο οί άνθρωποι είναι φύσει θεοί, καί μάλιστα άπό τούς άνθρώπους έκεΐνοι πού διακρίνονται γιά τήν άρετή. Τούτοι όμως έπέρασαν καί τούς Μεσσαλιανούς στή δυσσέβεια. Διότι, ίσχυριζόμενοι ότι ή θέω-
σις είναι φυσική μίμησις, κατασκευάζουν τούτο άκριβώς πού εΐπε κάποιος· «διότι άναγκαίως ό θεούμενος θά είναι φύσει θεός, άν ή θέωσις γίνη κατά δεκτική ικανότητα τής φύσεως*
και θά μπόρεση τέτοιος άνθρωπος νά ονομάζεται και φύσει θεός»11. Και λέγοντας οτι τά σύμπαντα έχουν μετάσχει της θείας ούσίας, με άνόητη δικαιολογία, έξ αιτίας τού δτι αύτή εί ναι πανταχοϋ παρούσα, καθιστούν φύσει θειο κάθε κτίσμα.
20 ς'. Έκτος άπό αύτά, έπειδή κατά τήν άποψί τους ή θεία ούσία δεν διαφέρει κατά τίποτε άπό τή θεία ένέργεια καί τό ένεργείν τού θεού δέν μπορεί νά είναι κατά τίποτε παραλλαγμένο άπό τό είναι του, είναι έπόμενο κατ’ αύτούς νά είπούμε δτι τό ίδιο πράγμα είναι δτι ό θεός με τό δημιουργικό του έργο ένήργησε κάτι γενικώς καί δτι ύπήρξε.
ζ'. Επομένως συνέπεια τής δοξασίας τους είναι δτι τότε άρχισε νά ύπάρχη ό θεός, οταν παρήγαγε τά κτίσματα στή γένεσι. Καί μάλιστα ό ’Ακίνδυνος ισχυρίζεται δτι τό ένεργεΐν είναι πάντοτε σημαντικό τού κτίζειν.
η'. Έάν δέ ό θεός είναι καί φύσις χωρίς ένέργεια, άφού τήν έχει σαν στοιχείο άδιάφορο άπ’ αύτήν, τότε θά είναι καί χωρίς θέλησι* διότι ή θέλησις είναι ένέργεια φύσεως. Επομένως τής γενέσεως των οντων δέν προηγήθηκε θεία θέλησις* διότι τό ύπάρχον προ τής γενέσεως κατ’ άνάγκην είναι άγέννητο, ό δέ
’Ακίνδυνος λέγει δτι κάθε άγέννητη ένέργεια δέν διαφέρει κατά τίποτε άπό τή θεία ούσία. Τό ίδιο λοιπόν είναι κατ’ αύτόν νά είπούμε ότι τό σύμπαν παρήχθηκε διά τής θελήσεως καί διά τής φύσεως τού θεού* κι’ έπειδή έγίναμε καί είμαστε κατά τήν θέλησι τού θεού, άρα έγίναμε και είμαστε κατά τή φύσι τού θεού12.
θ'. Επομένως σύμφωνα μέ τούς άρρωστημένους άπό άθεΐα,ο πως είναι εύλογο, τά κτίσματα φαίνονται θεοί.
12. Πρβλ. ' Εκθεσις δυσσεβημάτων 31.

13. Βλ. Περί θείων ένεργειών 6.
14. Ζήτησις μετά Πύρρου, PG 91, 341Α.
15. Πρός Μαρίνον, PG 91,200Α.

 16.Βλ. Ψαλμ. 72,8. Λογοπαίγνιο, ’Ανόμοιοι, ανομία.
17. "Αν ή μόνη άκτιστη ένέργεια του Πατρός είναι ό ΥΙός, οι ένέργειες
τού ΥΙΟΥ είναι κτιστές. Επειδή δέ ή ένέργεια χαρακτηρίζει τήν ούσία, άρα και ό
Υίός είναι κτιστός. Τούτο είναι τό δίδαγμα τού Άρείου και τού Εύνομίου.

 
21 ι'. .Καθ’ οσον λοιπόν λέγουν τήν ένέργεια γυμνή φωνή13, περιπίπτουν σε άθεΐα και καθιστούν τά κτίσματα θεούς. Καθ’ οσον ομως αύτοι τήν αθετούν οχι μόνο άπλώς, άλλά και μέ τό νά ίσχυρίζωνται δτι είναι κτίστες οί όπωσδήποτε διαφορετικές άπό τή θεία φύσι θείες ένέργειες, καθιστούν τόν θεό κτίσμα. Πράγματι πρός τούς δεχομένους έπί τού Χριστού μια ένέργεια λέγει πάλι ό σοφός στα θεΐα Μάξιμος, «αν αύτή ή ένέργεια είναι κτιστή, θά δηλώνη κτιστή φύσι, άν είναι άκτιστη θά χαρα-
κτηρίζη άκτιστη ούσία· διότι τά φυσικά Ιδιώματα πρέπει νά είναι ανάλογα μέ τις φύσεις»14. Διότι τό χαρακτηρίζον είναι διάφορο άπό τό χαρακτηριζόμενο, καί τό κατάλληλο, δηλαδή τό ταιριαστό, είναι άναγκαΐο νά ταιριάζη πρός κάποιο άλλο δν.
22 ια'. Ισχυρίζονται έπίσης δτι ή άκτιστη, δπως αύτοι τή λέγουν, ένέργεια, είναι μόνο ό Υίός· μέ αύτό τόν ισχυρισμό δέν νομίζουν δτι κάνουν τήν άντιδιαστολή πρός τά κτιστά, μέ τήν έννοια οτι δέν ύπάρχει καμμιά άκτιστη κοινή ένέργεια πού δέν είναι δική του, άλλά έκλαμβάνοντας τή λέξι ‘μόνος’ ώς άθέτησι των άκτίστων κοινών ένεργειών τής προσκυνητής Τριάδος. Έάν μέν δέχωνται δτι ό Υίός έχη τήν ίδια ένέργεια μέ τόν Πατέρα, δπως βέβαια έχει, θά έχη κι’ αύτός άλλον υίό· διότι μόνος ό Υίός είναι κατ’ αύτούς ή άκτιστη ένέργεια. Έάν ομως δέν έχη τήν ίδια ένέργεια μ’ έκεΐνον, δέν θά έχη ούτε τήν ούσία κοινή* διότι άπό τήν ένέργεια χαρακτηρίζεται ή ούσία. Δέν είναι λοιπόν άπό τά ύποστατικά Ιδιώματα ή ένέργεια* διότι έκεινα δέν χαρακτηρίζουν ούσία άλλά ύπόστασι. Γι’ αύτό λοιπόν
πάλι ό θείος Μάξιμος, όμιλώντας άπέναντι στούς νεοκόπους τούτους θεολόγος, λέγει, «ποιός είπε ποτέ ύποστατική ένέργεια καί άπό πού καί άπό ποιόν έπηραν τήν έκφρασι ώστε νά
τήν χρησιμοποιούν;»15
ιβ\ ~Αν λοιπόν ή άκτιστη ένέργεια δέν είναι άπό τά ύποστατικά, ό δέ Υιός κατά τόν ’Ακίνδυνο δέν έχη άπαραλλάκτως την ίδια μέ τον Πατέρα άκτιστη ένέργεια, θά είναι παραλλαγμένος άπό τον Πατέρα και στα κατά φύσιν. ’Εάν όμως ό Υιός έχη την ένέργεια όχι μόνο παραλλαγμένη άλλά και κτιστή, θά
έχη καί τη φύσι κτιστή, πράγμα τό όποιο άνήκει σαφώς στή διδασκαλία τού Άρείου καί τού Εύνομίου κι’ έκείνων πού άπό άλλόκοτη μανία λαλούν προς τά ύψη άνομία16. Διότι, όπως έδιδαχθήκαμε παραπάνω, ή κτιστή ένέργεια παριστάνει κτιστή τή φύσι17.
ιγ'. "Αν πάλι δέν έχη καθόλου ό Υιός ούτε τήν ίδια ένέργεια μέ τον Πατέρα ούτε όποιαδήποτε άλλην, θά είναι καθ’ έαυτόν άνυπόστατος, ένυπάρχοντας μόνο στον Πατέρα. 23 ιδ\ Κατά τούς θεοσόφους όμως θεολόγους ό Υιός έχει τις ίδιες μέ τον Πατέρα ένέργειες άπαραλλάκτως, όχι άπλώς μιά, άλλά καί πολλές, άπό τις όποιες καμμιά δέν είναι άπό τά κτιστά· διότι τά κτίσματα είναι άποτελέσματά τους. ’Από τά κτιστά κάθε φρόνιμος άνθρωπος γίνεται γνώστης των έμφύτων τούτων ένεργειών καί δυνάμεων, συλλαμβάνοντάς τες άπό τά άποτελέσματα, όχι άπό τή φύσι τους. Κι’ όχι μόνο ό Υιός άλλά
καί τό άγιο Πνεύμα έχει τις ίδιες, ώστε τό καθένα άπό τά δυο πρόσωπα μαζί μέ τον Πατέρα νά είναι πηγή των άιδίων τούτων ένεργειών, σύμφωνα μέ τούς θείους θεολόγους18, όπως διευκρινίσαμε άρχίζοντας καί στή συνέχεια τής διαπραγματεύσεως θά έκθέσωμε μεθοδικώτερα19. Ό δέ ’Ακίνδυνος διδάσκει ότι καθε μιά άπό τις άκτιστες ένέργειες είναι αύθυπόστατη, καί ότι ό
ίδιος ό Υιός ή τό άγιο Πνεύμα ύπάρχει κατά τέτοιον τρόπο, σάν νά μή έχουν έκεινες καμμιά διαφορά πρός αύτές. Ποιός θά μπορούσε ν’ άπαριθμήση στή συνέχεια τό πλήθος τών άτόπων πού προέρχονται άπό αύτά;
18. Βλ. Βασιλείου, Κατ’Εύνομίου 5, PG 29, 772С.
19. Βλ. 4,2 του παρόντος λόγου.

 20. Μέ τήν προϋπόθεσι οτι ό συγγραφεύς των Διονυσιακών συγγραμμάτων είναι ό μαθητής τοΰ άποστόλου Παύλου στόν Αρειο  Πάγο

 Μερικές φορές είναι τό ίδιο νά είποΰμε ένέργειες ή ένέργεια έπι των φυσικών προσόντων του θεού. Διότι κατά τούς Ιερούς πατέρες, όπως ό ήλιος θερμαίνει και φωτίζει και ζωογονεί και αύξάνει διά της άκτΐνος, έτσι και ό θεός ένεργεΐ τά πάντα. Επομένως, όπως στην περίπτωσι τού ήλιου, άν άναφέ-
ρης τήν περιεκτική έκείνη άκτΐνα, άναφέρεις όλες τις ένέργειες, άν πάλι τις άναφέρης όλες, άναφέρεις και τήν μία, έτσι και έπι τού θεού. Μέ αύτόν τον τρόπο και ό άπό τόν "Αρειο Πάγο θεοφάντωρ, τήν μέν θεία ένέργεια και πρόνοια κάπου στούς λόγους του, ή μάλλον σέ πολλά σημεία, τις καλεΐ και
πρόνοιες και άγαθότητες, ένώ τή θεία ύπερουσιότητα τήν έκφέρει παντού σ’ ένικό άριθμό. θά εύρης δέ και τούς έπειτα άπό αύτόν θεολογούντες κατά τόν τρόπο του20, ν’ άναφέρουν τή θεία ένέργεια άλλοτε ένικώς και άλλοτε πληθυντικώς. Λέγει, «ή σάρξ τού Κυρίου έπλούτισε τις θείες ένέργειες μέ τήν
άκραιφνεστάτη ένωσι προς τόν Λόγο, διότι ό Λόγος διά μέσου αύτης φανερώνει τήν ένέργειά του»21. Είδες ότι ή ίδια είναι και πολλές ένέργειες και μία;
25 ιε\ Αλλ’ αύτοί πού τις λέγουν κτιστές είναι καί μονοθελήτες, χειρότεροι άπό έκείνους τούς παλαιούς, και άθετοΰν χωρίς άμφιβολία τελείως τήν έναντίον έκείνων σύνοδο22. Διότι, άν
κάθε τι πού δέν είναι θεία ούσία είναι κτιστό, θά δεχθούν έπί τού Χριστού κτιστό μόνο θέλημα καί μιά μόνο ένέργεια, τήν κτιστή, κι’ έτσι πάλι υποβιβάζουν καί τή θεία ούσία σέ κτίσμα.
ις'. "Οχι δέ μόνο άπό αύτό, άλλά καί άπό τό ότι λέγουν κτίσμα τό φώς πού έξέλαμψε άπό τό Σωτηρα έπάνω στό όρος, κάμουν τόν θεό κτίσμα.
21. Ίωάννου Δαμασκηνού, 'Εκδοσις όρθοόόξοο πίστεως 3,17. PG 94, 1069Β.
22. Εννοείται ή "Εκτη Οικουμενική Σύνοδος, 681-682.

 23. Βλ. πλήν άλλων τόν Τριαδικό κανόνα. Μητροφάνους, β' ήχου, ωδή Ε*.
24. Ίωάννου Δαμασκηνού, Εις Μεταμόρφωσιν 12, PG96, 564Β.

 
Διότι κατά τούς άγιους και τό φως είναι φυσική δόξα του θεού23, φυσική άναρχη άκτΐνα τής θεότητος24, ούσιώδης εύπρέπεια τού θεού και ύπερτελές25 καί προτέλειο κάλλος. Αύτός δε του όποιου τά φυσικά είναι κτιστά, και αύτός είναι άναγκαίως κτιστός κατά τή φύσι. ιη'. Έφ’ όσον δε πάλι αύτοί, άποξενώνοντας τό φως άπό τή θεία φύσι και άπομακρύνοντάς το άπό τήν άκτιστη θεότητα, λέγουν μεν ότι έλαβε άρχή άπό τό θαβώριο όρος, άλλά ότι θά συνυπάρχη μέ τό Χριστό κατά τον άτελείωτο αιώνα, όπως πράγματι θά συνυπάρχη γιά νά περιλάμπη άπορρήτως τούς υιούς τού φωτός, πρέπει νά πιστεύουν ότι ό Χριστός θά σύγκειται άπό τρεις φύσεις· τήν άνθρωπίνη, τή θεία κι’ έκεΐνο τό φως.
26 ιθ'. Καί όμως λέγοντας κτίσμα αύτό πού λαμβάνουν οί άγιοι άπό τό πλήρωμα πού κατοικεί στό Χριστό26, λέγουν καθαρά κτίσμα καί τό πλήρωμα έκεΐνο, δηλαδή τή θεία φύσι καί ένέργεια. ’Αφού όμως ό μέγας Βασίλειος στις πραγματείες Προς Εύνόμιον δεικνύει ότι στό θεό ύπάρχει φυσική τάξις, κατά τήν όποια ό Υιός έρχεται δεύτερος μέ τό άξίωμα πού κατέχει σ’ αύτήν27, άλλ’ όχι μέ τή φύσι, τό άξίωμα τούτο τού Χριστού κατά τήν τάξι θά είναι κτιστό κατά τον Ακίνδυνο, άν κάθε τι πού δέν είναι κατά τι ταυτό μέ τή θεία φύσι είναι κτιστό.
κ'. Τούτο δε είναι σαφώς στοιχείο της μερίδος τού Άρείου καί σάν παραφυάδα τής μανίας του, άν δέν τήν έξεπέρασε κι’ αύτήν, άφού δέν φείδεται ούτε καν τον Πατέρα. ’Αλλ’ όμως, έπειδή έπί τού θεού αύτήν τήν φυσική τάξι καί τό μέσα σ’ αύ τήν άξίωμα κανένας σώφρων δέν θά μπορούσε νά τήν είπή κτιστή, κατά τήν νεοφανή δέ θεολογία τού Άκινδύνου κάθε άκτι-
25. Κάθισμα β 'της εκτης Αύγουστου.
26. Κολοσ. 2,9.

 27. Κατ ’Εύνομίου 3,1. PG 29,656Α. Ό ΥΙός δευτερεύει κατά τήν αίτια.
28. Ίωήλ 3,1-5.
29. Βλ. Ίω. 20,22

 στο είναι ουσία, κατά την άποψί του κι’ αύτή ή τάξις και τό άξίωμα είναι ουσία, τότε ό Υιός θά είναι και κατά τήν ούσία δευτερεύων του Πατρός* τούτο δέ είναι τό καίριο σημείο της λύσσας τού Άρείου. κα'. ’Ά ν δέ ό ίδιος έπιφέρη και τήν άντίθετη άποψι, κι’ αύτό είναι προϊόν τής σέ όλα διεφθαρμένης διανοίας τού Ακίνδυνου.
κβ\ ’Αλλά καί τό έκχεόμενο σ’ έμάς άπό τό θειο Πνεύμα, κατά τόν Ίωήλ28, ό ’Ακίνδυνος και οί όπαδοί του τό άποκαλοΰν κτίσμα (διότι τούτο είναι ή θεοποιός χάρις, τήν όποία λέγουν κτιστή)* έτσι καθιστούν κτίσμα και τό άγιο Πνεύμα, άπό τό όποιο έκχύνεται ή θεοποιός χάρις.
κγ'. Καθ’ όσον πάλι αύτοί, λέγοντας κτιστή τήν κυρίως θεωρημένη άπό αύτούς χάρι, ισχυρίζονται ότι τό μέ έμφύσημα δοσμένο στούς άποστόλους άγιο Πνεύμα τού Χριστού29 δεν είναι ή χάρις, άφοΰ αύτό είναι άκτιστο, άλλ’ αύτή ή ίδια ή ύπόστασις τού Πνεύματος, είναι φανερά λατινόφρονες. Διότι και άπό τόν Υίό έμφυσάται και δίδεται καί άποστέλλεται τό Πνεύμα. Των Λατίνων λοιπόν δοξασία είναι νά μή τό θεωρούμε τούτο τή χάρι, άλλά τήν ύπόστασι τού Πνεύματος30.
27 κδ'. ’Οπωσδήποτε έκείνοι πού ώς μόνη άκτιστη δέχονται τήν ούσία τού θεού , όλα δέ τά γύρω άπό αύτήν κτιστά, τά ύποστατικά ή θά τά είποΰν ούσία ή θά τά κατεβάσουν σέ κτίσμα. ’Α λλ’ άν τά είπούν ούσία, είναι Εύνομιανοί, άν τά λέγουν κτιστά, ύπερβάλλουν καί τόν Εύνόμιο σέ δυσσέβεια* διότι έκεΐνος δέν τά έλεγε όλα αύτά κτιστά. Καί διατί άναφέρω μόνο τις γύρω άπό τις ύποστάσεις καί τή φύσι ένέργειες; Διότι αύτοί δχι μόνο τις ένέργειες λέγουν κτιστές, άπό όπου θά μπορούσε κανείς νά
ύποπτδυθη ότι παρασύρονται άπό τήν όμωνυμία (άφού μερικές
30. Εύρύτερα πραγματεύεται τό θέμα 6 Γρηγόριος στόν Λόγο Αποδεικτικό
περί έκπορενσεως τοδ Αγίου Πνεύματος В

31. Περί άγιου Πνεύματος 9,22. 32. Έφεσ. 3,10.
33. Μαξίμου, 'Ερμηνεία εις τό Πάτερ ημών, PG 90,884

 34. Πρός Μαρίνον, PG 91,96Α. 117Α

 35. Γρηγ. Νύσσης, Πρός Εύνόμιον, Jaeger 1, 681 έ.
36. Περί θείων όνομάτων, 2,7. PG 3 ,645Β

φορές λέγεται και τό άποτέλεσμα ένέργεια), αλλά, για νά είναι καί χωρίς πρόφασι άσεβεΐς, άποφαίνονται φανερά δτι κι’ αύτές οί δυνάμεις τού θεού είναι κτιστές.
κς'. Πράγματι, όταν έμεΐς λέγαμε ότι ό θεός είναι παντοδύνα μος καί ότι έχει όχι μόνο πολλές άκτιστες δυνάμεις άλλά όλες, καί προφέρωμε τό λεχθέν άπό τόν μέγα Βασίλειο, ότι «τό άγιο Πνεύμα είναι άπλό στην ούσία, ποικίλο στις δυνάμεις»31, αυτοί διαβεβαιώνουν ότι αύτές οί δυνάμεις είναι κτιστές. Εύγε· διότι, άν δέν συνέβαινε τούτο, τά άκτιστα θά ήσαν πολλά καί διάφορα· καί γι’ αύτό θά ύπήρχαν πολλοί θεοί, κατά τούς μακαρίους τούτους, καθώς ή μέν ούσία θά ήταν πάντοτε άπλή, ή δέ ένέργεια κατά τήν πρόνοια πολλές φορές θά έγινόταν πολυποίκιλη, όπως είπε καί ό Παύλος· «γιά νά γνωρίσουν οί άγγελοι άπό τήν Εκκλησία τό πολυποίκιλο τής σοφίας τού θεού»32. 28 κζ'. Άλλά, όταν έμεΐς παρατηρήσαμε ότι «σύμφωνα μέ τήν άποψί σας λοιπόν πριν άπό τή δημιουργία ό θεός δέν ήταν παντοδύναμος», αυτοί, ένώ ήταν πολλοί παρόντες πού θά μαρτυρήσουν, ίσχυρίσθηκαν ότι ό θεός προ τής δημιουργίας δέν
ήταν παντοδύναμος. Άλλά κι άν αύτοί δέν τό έλεγαν φανερά, μπορεί καί αύτό καί πολλά άλλα χειρότερα νά συναχθούν άπό τή δοξασία τους. Επειδή δηλαδή κατά τούς άγιους Αθανάσιο καί Μάξιμο, μάλλον δέ σύμφωνα μέ όλους γενικώς, «όλα όσα έχει ό θεός τά έχει έκ φύσεως καί όχι έπίκτητα»33, έκ φύσεως έχει τις δυνάμεις του καί άιδίως καί άνάρχως τις έχει. 29 κη\ Επομένως, ένώ είναι άναρχες καί ή ούσία καί οί δυνάμεις τού θεού, έκείνοι πού λέγουν τήν μέν ούσία άκτιστη, τις δέ δυνάμεις κτιστές, κάνουν τά άναρχα δύο, τό ένα άκτιστο τό άλλο κτιστό. Τό δέ κτιστό καί τό άκτιστο έναντιώνονται μετα
ξύ τους έκ διαμέτρου κατά τή σημασία* καί τούτο είναι σχεδόν τό άθεο έκεΐνο δόγμα τού Μάνεντος, οί δύο μεταξύ τους άντίθετες άναρχες άρχές.

 κθ'. Άλλα τούτο έπέρχεται ίσως σ’ αύτούς άκουσίως άπό τήν άλόγιστη καί διεφθαρμένη διάνοια, σαν αλλόκοτο γέννημα απονενοημένων φρένων. Αύτοί δέν φαίνονται μόνο άπό αύτό ότι πρεσβεύουν πραγματικά τή διθεΐα, τήν όποια ματαίως καί ψευδώς άπέδωσαν σ’ έμάς, άλλα καί άπό τό ότι δέχονται κτι στή καί άκτιστη θεαρχία καί άγαθαρχία. 30 λ'. Τί δέ συμβαίνει όταν λέγουν ότι οί μέσα στο θεό καί άπό τον θεό προερχόμενες μετοχές των δντων, με τή μέθεξι των όποιων συστήθηκε τό συμπαν, ή άγαθότης, ή ζωή, ή όντότης, ή άθανασία, ή άγιότης καί τά παραπλήσια με αύτά, είναι ούσίες καί ύποστάσεις, πού ύπάρχουν γύρω άπό τον θεό κι’ έκτίσθηκαν πριν άπό τούς άγγέλους στον αιώνα, άφού μετέχονται καί άπ’ αύτούς; “Άραγε δέν εισάγουν στήν Εκκλησία τού Χριστού τις πλατωνικές ιδέες καί δέν διδάσκουν νά πρεσβεύωμε πολλούς θεούς μέ των όποιων τή μέθεξι συστήθηκε τό σύμπαν;
Άλλ’ όταν πάλι αύτοί πληροφορούνται άπό τά λόγια τού Πνεύματος πού προτείνομε έμείς ότι τούτες είναι προαιώνιες, ισχυρίζονται ότι ή ούσία τού θεού δέν ύπέρκειται τούτων. Επομένως κατ’ αύτούς τούτες οί δυνάμεις δέν είναι άπό αύτήν ούτε αιτία τούτων είναι αύτή* διότι, άν είναι αιτία, θά ύπέρκειται· άν δέ δέν ύπέρκειται, δέν θά είναι μιά αιτία. 'Επομένως κατ’ αύτούς τά αίτια είναι πολλά καί κατ’ άνάγκη ύπάρχει πολυθεΐα. 31 λα'. Σ’ έμάς όμως πού δέν δεχόμαστε μόνο δύο άλλά καί
πολλά άναρχα, δέν ύπάρχει κανένα έμπόδιο νά λέγωμε τον θεό ένα καί άπλόν. Διότι δέν χαρακτηρίζομε μόνο άναρχες άλλά καί άκτιστες τις προσκυνητές έκεΐνες ύποστάσεις καί όλα τά ύποστατικά της άνωτάτης Τριάδος, τήν μία φύσι τών τριών καί όλες τις γύρω άπό αύτήν φυσικές δυνάμεις καί ένέρ-
γειες. Διότι κατά τόν μεγάλο στά θεία Μάξιμο «δέν παρατηρεΐται ούτε στή θεία φύσι κάτι κτιστό ούτε στήν άνθρωπίνη κάτι άκτιστο»34. Αφού λοιπόν όλες αύτές είναι όχι μόνο άναρ χες άλλά και άκτιστες, δέν παρατηρεΐται μέσα τους καμμιά έναντιότης πού μπορεί νά τις διαιρέση άναμεταξύ τους. Διότι,
λέγει, «τέτοια είναι ή κάθε έκφρασις των λεγομένων έπί της θείας φύσεως, ώστε, άκόμη κι’ άν έχη ιδιαιτερότητα στη σημασία, νά μή έχη καμμιά έναντίωσι προς τό συνονομαζόμενο»35. ’Αλλά και των φυσικών ένεργειών καί δυνάμεων ένα είναι τό ύπερκείμενο ώς αίτιο, ή τρισυπόστατη ούσία, καί στήν
τρισυπόστατη ούσία ένα είναι τό ύπερκείμενο ώς αίτιο, «ή πηγαία θεότης» κατά τον μέγα Διονύσιον, άπό τήν όποια προ έρχονται καί στήν όποια μεταβαίνουν τά ύπερούσια φώτα της θεότητος36. “Έτσι άπό μάς ένας θεός τρισυπόστατος καί παντοδύναμος προσκυνεΐται, έστω καί άν σκάσουν οί άντίπαλοι.
Σύνθεσις δε δέν είναι δυνατό νά γίνη ποτέ ούτε άπό τέλειες ύποστάσεις ούτε άπό μιά ούσία καί τις δυνάμεις ή ένέργειές της, οί όποιες διατηρούν καί αύτά άπαθή καί τήν ούσία άναλλοίωτη. Έκεΐνο πού δέν έχει καμμιά δύναμι καί ένέργεια δέν είναι άπλό, άλλά μή δν. Έ τσ ι άπλό είναι γιά μάς τό θειο, έστω
καί άν οί συκοφάντες θρηνήσουν έντονα. Στήν πραγματικότητα γ αύτούς καί όχι γιά μάς, σέ συνέπεια μέ τις δοξασίες τους, ή πολλοί καί άντίπαλοι μεταξύ τους θά ύπάρχουν ή ένας σύνθε τος άπό έναντίους. Καί ποιούς έναντίους; Τόν κτιστό καί τόν άκτιστο, άν καί μέ μόνη τήν άκτιστη ούσία είναι κατ’ αύτούς
άναρχος, άλλά καί μέ τις κτιστές κατ’ αύτούς δυνάμεις του. λβ\ "Αν όμως ίσχυρίζωνται δτι οί δυνάμεις τού θεού δέν είναι ούτε άναρχες, ύπερακοντίζουν κατά πολύ τή μανία τού Μάνεντος. Διότι κατά τήν άποψί τους θά συμβή ώστε ό θεός νά μή είναι παντοδύναμος, όχι μόνο πριν άπό τή δημιουργία,
άλλά ούτε τώρα, έφ’ δσον άν άρχισε νά είναι παντοδύναμος μαζί μέ τή δημιουργία, έπαυσε νά είναι μετά τή δημιουργία. 32 λγ\ Ό Μάνης λοιπόν άφαιρούσε άπό τόν θεό τή δύναμι τού κακού, δηλαδή τή δύναμι τού μή οντος. Καλά κάμει σ’ αύτό*  διότι ό θεός δεν μπορεί νά είναι ποιητής κακών, αφού δέν είναι ούτε κακός. Κάκιστη όμως είναι έκείνη ή δοξασία τού Μάνεντος, ότι άπέδωσε τό κακό σε άλλη άρχή άφρόνως, μη κατορθώσας ν’ άντιληφθή δτι καί τούτο προκαλεΐται άπό δίκαια παραχώρησι τού άγαθοϋ καί όχι άπό δική του άρχή. Ό Μάνης λοιπόν άφαιροϋσε άπό τον θεό μόνο τή δύναμι τού κακού, ένώ τούτοι άναιρούν τήν παντοδυναμία τού θεού. "Αν όμως οί δυ νάμεις καί ένέργειες τού θεού δέν έχουν κατά τήν άποψί τους καμμιά διαφορά μεταξύ τους καί μέ τήν ούσία, τότε ούτε ή θεία θέλησις δέν θά διαφέρη άπό τήν πρόγνωσι. θ ά είναι λοιπόν καί των κακών θελητής κατά τον ’Ακίνδυνο, άφού είναι άληθινά όλων τών πραγμάτων προγνώστης ό θεός, κάτι πού δέν έφθασε ούτε ό Μάνης νά ίσχυρισθή. ’Αφού δέ έτσι έδειξαν διοτι αίτιος τού κακού είναι ή αύτοαγαθότης έκείνη καί άνήρεσαν
τήν παντοδυναμία τού θεού, γιά νά μή είναι, λέγουν, πολλά τά άκτιστα καί γίνουν μέ αύτά πολλοί θεοί (διότι ή λέξις«πάς»χρησιμοποιείται έπί πολλών πού διαφέρουν κατά τι μεταξύ τους), πάλι, άπό τό γεγονός δτι νομίζουν δτι τό καθένα άπό τά άναφερόμενα γιά τό θεό σημαίνει τήν ούσία καί οτι ολα τά φυσικώς προσόντα του δέν διαφέρουν κατά τίποτε άπό τή φύσι, καθιστούν τόν θεό δχι μόνο σύνθετο άλλά καί πολυσύνθετο καί πλούσιο. Πράγματι ό θείος Κύριλλος λέγει, «άν καθένα άπό τά φυσικώς προσόντα στο θεό σημαίνη ούσία, ό θεός σύγκειται άπό τόσες ούσίες οσα φαίνονται τά φυσικώς προσ
όντα σ’ αύτόν»37, ό δέ μέγας Βασίλειος γράφει, «άν φέρωμε ολα τά θεία όνόματα καί τά καταθέσωμε στήν ούσία, θ’ άποδείξωμε οχι μόνο δτι ό θεός είναι σύνθετος άλλά καί οτι άποτελεΐται άπό άνομοιομερη στοιχεία, γιά τό λόγο οτι, άπό κάθε ονομα σημαίνεται άλλο καί άλλο»38.
37. Θησαυροί 31. PG 75,448D.
38. Κατ’Εύνομίον 2,29. PG 29,640С.

 
Έπαρκώς λοιπόν άποδεικνύεται μέ αύτά οτι ή άπλότης του θεού διατηρείται σ’ έμας άσφαλής άπό τή σκέψι δτι τά φυσικώς προσόντα στο θεό διαφέρουν άπό τή φύσι του. 33 λε\ Επίσης, άφοϋ μόνο ή θεία φύσις είναι άκτιστη, για νά μή γίνουν πολλά τά άκτιστα και πολλοί θεοί κατά τον βαρλααμίτη Ακίνδυνο καί τούς όμόφρονές του, έπειδή κατά τον θεολόγο Γρηγόριο «δεν είναι θεία φύσις ή άπλότης ή θεία»39, αύτή είναι κτιστή κατά τή γνώμη τους. λς'. ’"Αν λοιπόν λέγουν δτι ή θεία άπλότης προσυπάρχη άιδίως στο θεό, τόν καθιστούν σύνθετο άπό κτιστόν καί άκτιστον αν δέ δχι άιδίως, άφοϋ είναι κτιστή, δέν είναι κατ’ αύτούς άπό τήν άρχή άπλός ό θεός ούτε προσυπάρχει έκ φύσεως
ή άπλότης στό θεό. Επομένως δεν δέχονται δτι ό θεός είναι ούτε κατά φύσι άπλός. "Ετσι μέ τήν δήθεν ύποστήριξι τής ένότητος τού θεού έπιτίθενται μανιωδώς κατά τής άπλότητος τού θεού.
34 λζ'. θ ά μάθης δέ δτι δέν ξεφεύγει άπό τούς λόγους έκείνων ούτε ή ούσία, ή μόνη τήν όποια άναγνωρίζουν άναρχη καί άκτι στη, πού είναι άλλωστε καί άτελεύτητη. Πράγματι λέγουν οτι
είναι έντελώς ταυτό καί άδιάφορο τό νά είπής ούσία άναρχη καί άκτιστη καί ένέργεια άναρχη καί άκτιστη. Λέγει λοιπόν ό μέγας Βασίλειος «οτι ή θεία πρόγνωσης γιά κάτι δέν έχει άρχή,
έχει ομως τέλος, οταν πέραση τό προεγνωσμένο»40. "Αν λοιπόν κατ’ αυτούς ή άναρχη ούσία είναι τό ίδιο μέ τήν άναρχη ένέργεια, θά έχη κατ’ αύτούς καί τέλος. "Αν οχι, πάλι θά είναι δύο θεοί. Διότι οταν παρουσιασθή έμφανώς ή διαφορά μεταξύ ούσίας καί ένεργείας, ένας θεός θά είναι γι’ αύτούς ή άναρχη καί άτελεύτητη ούσία, άλλος δέ ή άναρχη καί τελευτώσα ένέργεια*
39. Λόγος 38 είς θεοφάνεια 7. PG 36,317.
40. Κατ’Εύνομίου 4. PG 36,317D. Λόγος45 είς τό Πάσχα 3. PG 36,628Β.

ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΟ ΥΠΟΛΟΙΠΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟ ΤΑ ΠΑΡΑΚΑΤΩ ΛΙΝΚ 

 ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΛΑΜΑ ΤΟΜΟΣ 5 - ΠΡΟΣ ΑΚΙΝΔΥΝΟΝ ΛΟΓΟΙ ΑΝΤΙΡΡΗΤΙΚΟΙ (Α-Γ)

ΒΡΕΙΤΕ ΚΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΛΙΝΚ 

 ΠΑΤΕΡΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ Γ ΣΥΝΔΕΣΗ ΜΕ ΛΙΝΚ

ΠΗΓΗ




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Για την αδυναμία του αυτεξουσίου του ανθρώπου.

  Ελληνική Πατρολογία Αββάς Κασσιανός ο Ρωμαίος. (Γ΄ Συνομιλία με τον αββά Χαιρήμονα). 10. Για την αδυναμία του ...

Δημοφιλείς αναρτήσεις