ΑΡΧΙΚΗ

ΕΡΜΗΝΕΙΑ – ΨΑΛΜΟΣ Ν΄(50) Ἐλέησόν με, ὁ Θεός, κατὰ τὸ μέγα ἔλεός σου. ....

 

Ερμηνεία εις τους ΡΝ’ (150) Ψαλμούς του προφητάνακτος Δαβίδ. Ψαλμός Ν’ (50).


Ερμηνευτική απόδοση των Ψαλμών από τον Βυζαντινό λόγιο μοναχό Ευθύμιο Ζυγαβηνό (τέλη 11ου – αρχές 12ου αιώνος), την διόρθωση της οποίας συμπλήρωσε και υπομνημάτισε ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης (τέλη 18ου – αρχές 19ου αιώνος).


Απόδοση στη νέα Ελληνική: Ιερομόναχος Βενέδικτος
Έκδοση Συνοδείας Σπυρίδωνος Ιερομονάχου,
Νέα Σκήτη, Άγιον Όρος


Ερμηνεία εις τους ΡΝ’ (150) Ψαλμούς του προφητάνακτος Δαβίδ.

Ψαλμός Ν΄ (50ος)

1. Εἰς τὸ τέλος, Ψαλμὸς τῷ Δαβίδ,
2. ἐν τῷ εἰσελθεῖν πρὸς αὐτὸν Νάθαν τὸν Προφήτην, ἠνίκα εἰσῆλθε πρὸς Βηρσαβεὲ τὴν γυναῖκα τοῦ Οὐρίου.

1. Εἰς τὸ τέλος· ψαλμὸς τῷ Δαυΐδ,
2. ἐν τῷ ἐλθεῖν πρὸς αὐτὸν Νάθαν τὸν προφήτην, ἡνίκα εἰσῆλθε πρὸς Βηρσαβεέ.

«Εις το τέλος» μεν επιγράφεται ο Ψαλμός αυτός, διότι περιέχει προφητείες, οι οποίες στέλνουν τον νου των αναγνωστών στο τέλος. Επειδή ο θείος Δαβίδ με τον παρόντα Ψαλμό, όχι μόνο κατασκεύασε ένα ιατρικό μέσω της εξομολόγησης, κατάλληλο για την πληγή που απέκτησε, τόσο για την μοιχεία της Βηρσαβεέ, όσο και για τον φόνο του άνδρα της του Ουρία, αλλά και με τον Ψαλμό αυτόν προφητεύει και για άλλα πράγματα, δηλαδή για την δεύτερη ανέγερση της Ιερουσαλήμ, η οποία έγινε ύστερα, αφού γύρισαν οι Ιουδαίοι από την σκλαβιά της Βαβυλώνας.

Διότι και μετά την αμαρτία δεν έλειψε από τον Δαβίδ εντελώς το προφητικό χάρισμα, επειδή ο Θεός γνώριζε, ότι γρήγορα θα ξεπλύνει το μίασμα της αμαρτίας του ο Δαβίδ και θα γίνει λαμπρότερος από πρώτα. Γι’ αυτό και δεν αφαίρεσε τελείως από αυτόν την χάρη της προφητείας.

Και αυτό είναι φανερό από τα λόγια του ίδιου του Δαβίδ. Διότι αυτός δεν ζήτησε από τον Θεό να λάβει πάλι το Άγιο Πνεύμα που έχασε, αλλά μόνο παρακαλεί να μην το στερηθεί. Διότι αυτό είπε: «Καὶ τὸ Πνεῦμά σου τὸ ἅγιον μὴ ἀντανέλῃς ἀπ᾿ ἐμοῦ».

Ταιριάζει βέβαια η εξομολόγηση του παρόντος Ψαλμού [1] και σε όλους τους ανθρώπους, που αμάρτησαν, η οποία τότε γράφτηκε και ολοκληρώθηκε από τον Δαβίδ, όταν ο Προφήτης Νάθαν πήγε και τον επέπληξε. Διότι τότε έφτασε ο Δαβίδ σε συναίσθηση της αμαρτίας του, ενώ τον προηγούμενο καιρό ήταν αμέριμνος.

Και το «ἡνίκα εἰσῆλθε πρὸς Βηρσαβεέ», δεν σημαίνει πώς τότε, όταν δηλαδή μοίχευσε ο Δαβίδ την Βηρσαβεέ, πήγε ο Νάθαν σ’ αυτόν, επειδή πέρασε αρκετός καιρός στο μεταξύ, όπως το διηγείται η Δευτέρα των Βασιλειών, αλλά το «ἡνίκα» εδώ φανερώνει αόριστα το αργότερο του χρόνου, δηλαδή αφού πήγε ο Δαβίδ στην Βηρσαβεέ και την κατέστησε έγκυο. [2]

[1] Λέει δε ο Γρηγόριος Νύσσης ότι «ο Δαβίδ υποδεικνύει σε όλους τους ανθρώπους (με αυτόν τον Ψαλμό) ως οδό σωτηρίας την μετάνοια, ως κάποιο τέχνασμα της αέναης νίκης εναντίον του εχθρού· διότι αυτός που την στοχάζεται και την επιτυγχάνει, γίνεται απόλυτος νικητής έναντι του αιωνίου αντιπάλου του». Είπε και ο θείος Αμβρόσιος στον Μέγα Θεοδόσιο τον βασιλέα, όταν έκαμε την καταστροφή στην Θεσσαλονίκη, σχετικά με τον Δαβίδ τα εξής: «Αυτός που ακολούθησε αυτόν που έχει πλανηθεί, ας ακολουθήσει και αυτόν που έχει μετανοήσει (δηλαδή τον Δαβίδ)».

[2] Όχι μόνο αφού την άφησε έγκυο, αλλά και αφού γέννησε το παιδί της μοιχείας, τότε πήγε ο Νάθαν και τον επέπληξε. Διότι λέει η θεία Γραφή: «καὶ ἐγενήθη αὐτῷ (τώ Δαβίδ) εἰς γυναῖκα (η Βηρσαβεέ), καὶ ἔτεκεν αὐτῷ υἱόν. καὶ πονηρὸν ἐφάνη τὸ ρῆμα, ὃ ἐποίησε Δαυίδ, ἐν ὀφθαλμοῖς Κυρίου. Και ἀπέστειλε Κύριος τὸν Νάθαν τὸν προφήτην πρὸς Δαυίδ» και τα εξής, (Β΄ Βασιλ. 11, 27 – 12, 1). Ώστε μετά την μοιχεία του Δαβίδ πέρασαν δέκα μήνες τουλάχιστον, έως ότου τον επέπληξε ο Νάθαν.

Ο δε Ευσέβιος λέει, ότι μετά από έναν χρόνο, επειδή δεν έπρεπε να τον ελέγξει την στιγμή, που ήταν ακόμη μεθυσμένος από το πάθος και η ψυχή του ήταν θολωμένη και δεν δεχόταν έλεγχο. Διότι ίσως να κακοποιούσε και τον Προφήτη, όπως και αυτοί που πάσχουν από μεγάλη ασθένεια αντιδρούν στους γιατρούς και στους γονείς τους. Και φαίνεται πως ο Δαβίδ κυριεύθηκε από διαβολική δύναμη και έκανε αυτά τα δύο κακά, την μοιχεία και τον φόνο, όπως λέει ο ίδιος ο Ευσέβιος, σύμφωνα με το παράδειγμα που έφερε ο Νάθαν στον Δαβίδ λέγοντας ότι πήγε ένας ξένος στον πλούσιο (διότι ξένος ήταν ο Διάβολος), στον οποίο επιτράπηκε να παραδοθεί ο Δαβίδ, διότι είπε εκείνον τον περήφανο λόγο: «Ου μη σαλευθώ εις τον αιώνα».

Και καταγράφηκαν τα αμαρτήματα των Αγίων, έτσι ώστε, όπως έγιναν για εμάς διδάσκαλοι και παράδειγμα αρετής, έτσι να γίνουν για εμάς και παράδειγμα μετάνοιας, σύμφωνα με τον Χρυσόστομο.

Πεντηκοστός δε αριθμείται ο Ψαλμός αυτός, ο σχετικός με την άφεση των αμαρτιών, επειδή σύμφωνα με τον Ευσέβιο, ο πεντηκοστός αριθμός έχει αναλογία και ομοιότητα με το έλεος. Διότι και στον Ιωβηλαίο χρόνο, που αριθμείται με πενήντα έτη, γίνονταν διαγραφές χρεών και απελευθερώσεις δούλων και αφέσεις κτημάτων.

Προσθέτει επίσης ο Χρυσόστομος ότι ο Ψαλμός αυτός «είναι χρήσιμος και για τον δίκαιο και για τον αμαρτωλό» για τον μεν δίκαιο, για να μην είναι αμελής, ενώ για τον αμαρτωλό, για να μην εγκαταλείπει την σωτηρία του».

Και ο Ησύχιος είπε: «Ο Δαβίδ έγραψε τον παρόντα Ψαλμό αποβλέποντας στην μετάνοια, χωρίς να ντραπεί να δημοσιοποιήσει το τραύμα, για να υποδείξει στους αμαρτωλούς το φάρμακο της μετανοίας».


3. Ἐλέησόν με, ὁ Θεός, κατὰ τὸ μέγα ἔλεός σου.

Ελέησε με, λέει, Κύριε, σύμφωνα με την αξία του μεγάλου ελέους σου, επειδή πολύ αμάρτησα [3]. Και όπως εγώ έκανα μεγάλες αμαρτίες, έτσι και εσύ με μέγα έλεος ελέησε με.

[3] Λέει δε και ο Αθανάσιος: «Όπως είναι μεγάλο το αμάρτημα, προσεύχεται να απολαύσει το μεγάλο έλεος του Θεού· διότι τα μεγάλα παραπτώματα χρειάζονται μεγάλη φιλανθρωπία» (στην εκδεδ. Σειρά).

Άλλοι πάλι ως μέγα έλεος εννοούν τον Χριστό, όπως και η Εκκλησία συνηθίζει να τον αποκαλεί στο τέλος πολλών τροπαρίων. Το μέγα έλεος του Χριστού λοιπόν ζητά ο Δαβίδ, ώστε να ελεηθεί από αυτό πολύ καθώς και πολύ αμάρτησε.

Είπε δε και ο ιερός Αυγουστίνος: «Αυτός που ζητά μέγα έλεος, μεγάλη δυστυχία ομολογεί» και πάλι: «Όσοι από άγνοια αμάρτησαν, ας ζητήσουν και μικρό έλεος».

Παράξενα το ερμήνευσε ένας Διδάσκαλος λέγοντας: «Ότι ο Δαβίδ δεν τόλμησε να αποκαλέσει Θεό του τον Θεό, σ’ αυτό τον Ψαλμό, όπως άλλου τον αποκαλεί σε πολλούς Ψαλμούς, διότι αμαρτάνοντας στερήθηκε τον Θεό, και σαν να λέει: «Εγώ δεν αποτολμώ να σε αποκαλέσω Θεό μου, διότι αμαρτάνοντας σε έχασα: ας σε αποκαλούν Θεό τους οι αθώοι και οι δίκαιοι εγώ όμως ο αμαρτωλός αυτό μόνο λέω: ω Θεέ, ελέησον με».


καὶ κατὰ τὸ πλῆθος τῶν οἰκτιρμῶν σου ἐξάλειψον τὸ ἀνόμημά μου·

Εκείνο που αποκάλεσε πιο πάνω μέγα έλεος, αυτό το ίδιο αποκαλεί εδώ πλήθος οικτιρμών, καθώς διπλασίασε την δέηση με όμοιες λέξεις. Διότι αυτό είναι συνήθεια σε εκείνους που παρακαλούν, δηλαδή το να διευρύνουν την δέηση τους με πολλά όμοια λόγια, ώστε με αυτά να παρακινήσουν αυτόν τον οποίο παρακαλούν περισσότερο για να εκπληρώσει το ζήτημα τους.

Και ανόμημα αποκαλεί την παρανομία της μοιχείας και του φόνου, επειδή και τα δύο αυτά τα απαγόρευε ο Νόμος του Θεού λέγοντας: «Ου φονεύσεις, ου μοιχεύσεις» (Εξ. 20, 15). Και ανόμημα αποκάλεσε ο Δαβίδ την παρανομία, επειδή και αυτός σαν ένας αλλόφυλος που δεν έχει νόμο, έτσι παράνομα αμάρτησε [4].

[4] Λέει δε ο Θεοδώρητος: «Τα μεγάλα τραύματα, έχουν ανάγκη από ίσης ισχύος φάρμακα και αυτός που διέπραξε μεγάλο αδίκημα, έχει ανάγκη από μεγάλη φιλανθρωπία».

Άλλος πάλι λέει: «Αυτοί που ζητούν μέγα έλεος ομολογούν ότι το ζητούν εξ αιτίας μεγάλου αδικήματος. Και τίποτα δεν μπορεί να ελκύσει το έλεος του Δεσπότη τόσο, όσο ομολογία του αδικήματος. Γι’ αυτό και ο Δαβίδ ικετεύει να χυθεί σ’ αυτόν όλο το έλεος, όλη η πηγή των οικτιρμών· Διότι όπως για το έλεος ζήτησε το μέγα, έτσι και για τους οικτιρμούς ζήτησε το πλήθος, επειδή είναι μεγάλο το αδίκημα και δεν μπορεί αλλιώς να εξαλειφθεί, παρά μόνο εάν απολαύσει την ανάλογη φιλανθρωπία».

Ο δε θείος Κύριλλος λέει: «Και επειδή αμέσως, προβλέπει ο Δαβίδ, ότι σε κάμποσο καιρό ο Χριστός θα λάμψει το φως του στους ανθρώπους που βρίσκονται επάνω στην γη, εξαλείφοντας κάθε αμαρτία του Κόσμου, αποκαλεί μέγα έλεος αυτή την τόσο λαμπρή χάρη. Διότι έχει γραφτεί ότι «πάσα άνομία έμφράξει το στόμα αυτής» (Ψαλμός 106, 42). Διότι σύμφωνα με τον Απόστολο «Θεός ο δικαιών, τις ο κατακρίνων;» (Ρωμ. 8, 34).

Ο δε Ησύχιος λέει: «Επιθυμεί να εξαλειφθεί ή ανομία, έτσι ώστε, όχι μόνο να γιατρευτεί το τραύμα, αλλά ούτε μώλωπα να αποκτήσει (δηλαδή ούτε το σημάδι της πληγής), γι’ αυτό και προβάλλει το πλήθος των οικτιρμών. Διότι με έναν μόνο οικτιρμό, δηλαδή με την συγχώρεση για ένα μόνο παράπτωμα, δεν μπορεί να σωθεί ο αμαρτωλός, αλλά χρειαζόμαστε πολλούς και ακόμη περισσότερους οικτιρμούς, ώστε να αποφύγουμε την απειλή και την κόλαση».

Και ο Δίδυμος λέει: «Όπως ακριβώς τα χρώματα που δύσκολα καθαρίζονται, δεν ξεθωριάζουν με μία πλύση, αλλά με πολλές, έτσι και τα μεγάλα παραπτώματα με πολλούς οικτιρμούς του Θεού εξαλείφονται» (στην εκδεδ. Σειρά).

Λέει δε ο ιερός Αυγουστίνος «Πλάι στο μέγα έλεος πολλοί είναι οι οικτιρμοί».

Σημειώνουμε επίσης ότι στο Εβραϊκό γράφεται στον πληθυντικό, «Εξάλειψον τας ανομίας μου», και όχι στον ενικό, «το ανόμημά μου». Με τον ίδιο τρόπο μετέφρασε και ο θείος Ιερώνυμος: «Διέγραψε τις παραβάσεις μου», επειδή η αμαρτία του Δαβίδ ήταν ένας κόμπος περιπλεγμένος με πολλές άλλες αμαρτίες. Γι’ αυτό καθώς ήταν πολλές οι αμαρτίες του, έτσι παρακαλούσε τον Θεό να τις εξαλείψει με το πλήθος των οικτιρμών του, δηλαδή με διαφόρους τρόπους του ελέους του. Και επειδή η αμαρτία αμέσως μόλις γίνει γράφεται στο βιβλίο του Θεού, γράφεται στο βιβλίο του Διαβόλου, γράφεται και στο βιβλίο της συνειδήσεως μας. Γι’ αυτό παρακαλεί ο Δαβίδ να εξαλειφθεί ή αμαρτία του αυτή και από τα τρία αυτά βιβλία, για να λησμονηθεί εντελώς και να μην υπενθυμίζεται πλέον (Στην ερμηνεία του “Ελέησόν με ό Θεός»).


4. Ἐπὶ πλεῖον πλῦνόν με ἀπὸ τῆς ἀνομίας μου

Και μολονότι ο Δαβίδ συγχωρέθηκε μέσω του Νάθαν, όταν είπε σ’ αυτόν «Κύριος παρεβίβασε το αμάρτημά σου» (Β’ Βασιλειών 12, 13), ωστόσο ο Δαβίδ από τον πολύ ζήλο, που είχε για μετάνοια, παρακαλεί τον Θεό να πλυθεί ακόμη περισσότερο και να καθαρισθεί.

Ή το «επί πλέον» είναι αντί του πάρα πολύ, δηλαδή παρακαλεί τον Θεό να τον καθαρίσει από την ανομία του πολύ και με υπερβολή.


καὶ ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας μου καθάρισόν με.

Εκείνο που αποκάλεσε ο Δαβίδ παραπάνω ανομία, αυτό εδώ το αποκαλεί αμαρτία, επειδή αμαρτία κυρίως είναι η παράβασης του θείου Νόμου. Ωστόσο τις περισσότερες φορές ο Δαβίδ μεταχειρίζεται χωρίς διάκριση και παράλληλα το όνομα της ανομίας και της παρανομίας και της αμαρτίας και το ένα το λέει αντί του άλλου. [5]

[5] Ο Μέγας Βασίλειος λέει: «Την μεν ανομία, την είπε για το ξέπλυμα που χρειάζεται από την μοιχεία, ενώ την αμαρτία, για τον καθαρισμό από τον φόνο. Θα πρέπει να γνωρίζουμε ότι τα μεν επιφανειακά αμαρτήματα, που μοιάζουν με κάποια βρωμιά και καλύπτουν το εξωτερικό της ψυχής, χρειάζονται ξέπλυμα, ενώ αυτά, που είναι βαθύτερα, καθώς έχουν διαπραχθεί εξ αιτίας της ροπής που έχουν προς το κακό αυτοί, που αδικούν και φαίνονται όπως το αίμα, χρειάζονται καθαρισμό».

Ο δε θείος Κύριλλος λέει: «Και όταν λέειεπί πλείον πλύνόν με”, πάλι αναφέρεται πιθανότατα στο μυστήριο του Χριστού. Διότι η χάρη και η δύναμη μέσω του Βαπτίσματος, που υπερβαίνει την κάθαρση από τον Νόμο, η οποία γίνεται μόνο για την καθαρότητα της σάρκας, ξεπλένει επί πλέον, και πολύ περισσότερο και ολοκληρωτικά διενεργεί καθαρισμό και της ίδιας της ψυχής».

Λέει και ο Θεοδώρητος: «Και αμέσως λοιπόν νίψε με, Δέσποτα, για να απομακρύνεις όλη την βρωμιά της αμαρτίας, διότι σύμφωνα με τον Προφήτη «Εκπλύνει Κύριος τον ρύπον των υιών και των θυγατέρων Σιών πνεύματι κρίσεως και πνεύματι καύσεως» (Ησ. 4, 4).

Είπε δε και ο Ησύχιος: «Όπως ακριβώς το ρούχο που είναι λίγο λερωμένο, εύκολα πλένεται και καθαρίζεται, ενώ αυτό που είναι πολύ και πολλές φορές λερωμένο, χρειάζεται πιο έντονο και επίμονο πλύσιμο. Το ίδιο συμβαίνει με την ψυχή. Αυτή μεν που αμάρτησε μία φορά και μέτρια, με την ανάλογη μετάνοια καθαρίζεται, ενώ αυτή που έχει υποπέσει σε πολλά και άσχημα αμαρτήματα, δεν χρειάζεται μία υποδεέστερη μετάνοια, αλλά μία μετάνοια μέσα από πολύ πόνο και αγαθές πράξεις. Και σωστά αποκάλεσε ανομία την αμαρτία, επειδή ήθελε να δείξει ότι ούτε σ’ αυτόν επιτρεπόταν να παραβαίνει τον νόμο, αν και ήταν βασιλιάς διότι ήρθε σε σύγκρουση με τον βασιλιά που είναι ανώτερος από όλους» (στην έκδεδ. Σειρά).

Ο δε ιερός Αυγουστίνος αντί του «επί πλείον πλύνόν με» είπε «πλέον και πλέον πλύνον με».

Ο δε Ωριγένης λέει ότι όποιος καθαρισθεί από την αμαρτία πρέπει αναγκαστικά να καθαρισθεί και από τα ίχνη της αμαρτίας. Και ίχνη και υπολείμματα της αμαρτίας ,είναι η συνήθεια και η έξη και η ευκολία προς την αμαρτία. Γι’ αυτό και ο Δαβίδ, παρακαλούσε τον Θεό να τον πλύνει από τα υπολείμματα της αμαρτίας του που συγχωρέθηκε.


5. ὅτι τὴν ἀνομίαν μου ἐγὼ γινώσκω, καὶ ἡ ἁμαρτία μου ἐνώπιόν μού ἐστι διαπαντός.

Έλέησόν με, λέει, Κύριε, και πλύνε με και καθάρισε με, διότι δεν λησμόνησα ούτε περιφρόνησα την αμαρτία μου από τον όγκο και τις πολλές φροντίδες της βασιλείας μου, επειδή η αμαρτία μου δεν ήταν άξια να λησμονηθεί και να περιφρονηθεί. Αλλά αν και ξεγέλασα τους ανθρώπους και δεν έμαθαν τα κακά που έκανα, όμως εγώ γνωρίζω πόσο μεγάλη είναι η αμαρτία μου και την βλέπω μπροστά μου μέρα και νύχτα με τα μάτια της συνειδήσεως μου, η οποία χτυπά και πληγώνει την ψυχή μου.  Γεγονός το οποίο, δηλαδή το να θυμάται πάντοτε ο άνθρωπος την αμαρτία του, είναι σημάδι αληθινής και καθαρής μετάνοιας και επιφέρει την συγχώρηση των αμαρτιών. Γι’ αυτό τον λόγο αυτό παραγγέλλει και ο Θεός με τον Ησαΐα λέγοντας: «ἐγώ εἰμι, ὁ ἐξαλείφων τὰς ἀνομίας σου ἕνεκεν ἐμοῦ καὶ τὰς ἁμαρτίας σου καὶ οὐ μὴ μνησθήσομαι. σὺ δὲ μνήσθητι καὶ κριθῶμεν» (Ησ. 43, 25 – 26). [6]

[6] Ο Ησύχιος λέει: «Μακάριος είναι, όταν κάποιος γνωρίζει καλά την αμαρτία του, και έχει πάντα μπροστά στα μάτια του τα αδικήματα. Διότι αυτός που αναγνωρίζει και θυμάται και κατανοεί με τα μάτια της ψυχής, τα τραύματα των αδικημάτων του, ντρέπεται με την ανάμνηση, κεντρίζεται στην ψυχή και αναγκασμένος από την ντροπή του, μετανοεί. Ενώ αυτός που λησμονεί, οδηγείται σε άλλα πάλι αμαρτήματα, καθώς θεωρεί ότι δεν έχει κάνει κάτι κακό» (στην εκδεδ. Σειρά).

Λέει δε και ο Χρυσόστομος: «Η αμαρτία δεν προδίδει κανέναν που την προσκαλεί, ούτε διορθώνει αυτόν που κατηγορεί τον αμαρτωλό για φόβο».


6. Σοὶ μόνῳ ἥμαρτον

Σ’ εσένα, λέει, μόνο τον Θεό αμάρτησα, διότι και σ’ εσένα μόνο τον Κριτή του παντός είμαι υπόλογος. Διότι εγώ, επειδή είμαι βασιλιάς, εσένα μόνο έχω κριτή των πράξεών μου επάνω στην γη, ενώ εγώ είμαι κύριος και εξουσιαστής των άλλων ανθρώπων, γι’ αυτό και σύμφωνα με την εξουσία μου κάνω εκείνα που θέλω, χωρίς να εμποδίζομαι από άλλον. Ή εννοείται και αλλιώς, ότι εγώ, επειδή παρέβηκα τους δικούς σου νόμους, Κύριε, γι’ αυτό και σ’ εσένα τον νομοθέτη αμάρτησα. [7]

[7] Άλλος πάλι λέει: «Ότι το «σοί μόνω ήμαρτον» εννοείται αντί του «σ’ εσένα μόνο έγινε γνωστό το αμάρτημα μου». Επειδή, αν και κρύφτηκε από τα μάτια όλων, από τα μάτια του Θεού όμως δεν ξέφυγε, αλλά τον επέπληξε ο Προφήτης. Διότι επειδή δεν γνώριζαν πολλοί αυτό που είχε κάνει, παρουσιάστηκε σ’ αυτόν ο Νάθαν και του είπε, ότι, επειδή εσύ το έκανες στα κρυφά, και εγώ θα πω αυτά τα λόγια μπροστά σε όλο τον λαό του Ισραήλ και απέναντι σ’ αυτόν τον ήλιο» (Β΄ Βασ. 12, 12).

Ο δε θείος Κύριλλος λέει: «Ασεβής είναι αυτός που λέει στον βασιλιά ότι παρανομεί» (Ιώβ. 34, 18), είπε κάπου ή θεία Γραφή: «επειδή λοιπόν δεν υπήρχε κανείς που να μπορεί να ελέγξει εμένα που έχω αμαρτήσει, αλλά εσύ μόνο με διόρθωσες, καθώς μπροστά στα μάτια σου και μόνο αμάρτησα και σωστά προστέθηκε το «Και το πονηρόν ενώπιόν σου εποίησα»· διότι αυτό είπε ο Νάθαν στον Δαβίδ: «Γιατί απαξίωσες τον λόγο του Κυρίου, πράττοντας το κακό μπροστά στα μάτια του;» (Β’ Βασιλ. 12, 9).

Ο δε Χρυσόστομος λέει: «Αν και ήμουν βασιλιάς, εσένα φοβόμουν μόνο επειδή ήμουν βασιλιάς, δεν φοβόμουν τον αδικημένο. Ήταν στρατιώτης μου, δεν μπορούσε να με τιμωρήσει. Αλλά φροντίζω για εσένα, ώστε να μην μου επιρρίψεις ευθύνες, αν και απόλαυσα, λέει, πολλές και μεγάλες δωρεές από εσένα, τα αντίθετα σου ανταπέδωσα, όταν τόλμησα να αρπάξω τα απαγορευμένα και από τον νόμο δώρα διότι δεν λέει αυτό, ότι δεν αδίκησα τον Ουρία, διότι αδίκησε και εκείνον και την γυναίκα του, αλλά την πιο μεγάλη παρανομία την τόλμησε εις βάρος του Θεού, που τον επέλεξε και τον έκανε βασιλιά». Τα ίδια με τον Χρυσόστομο λέει και ο Θεοδώρητος.

Ο δε Ησύχιος λέει: «Σοί μόνω ήμαρτον» έλεγε, επειδή μόνο ο Θεός ανησυχεί για να μην αμαρτάνουμε εμείς, όπως ο δημιουργός που οικονομεί το πλάσμα του ίσως πάλι «και το πονηρόν ενώπιόν σου εποίησα» έλεγε, διότι, καθώς όλοι του φέρονταν ευνοϊκά, επειδή ήταν βασιλιάς και κάλυπταν με την σιωπή τους το αμάρτημα, ο Θεός έστειλε τον Νάθαν και, επειδή ή πράξις ήταν κακή, τον επέπληξε» (στην έκδεδ. Σειρά).


καὶ τὸ πονηρὸν ἐνώπιόν σου ἐποίησα,

Μπροστά, λέει, σ’ εσένα τον Κύριο έκανα την αμαρτία, διότι εσύ βλέπεις όλα τα πράγματα, όχι μόνο όταν γίνονται, αλλά και πριν να γίνουν. Και αυτά τα λόγια τα είπε ο Δαβίδ ντροπιάζοντας τον εαυτό του, διότι δεν ντράπηκε τον Θεό, ο οποίος έβλεπε, όταν έκανε την αμαρτία.

Βλέπε επίσης, αναγνώστη, ότι ο Δαβίδ, παρ’ όλο που διέπραξε δύο αμαρτίες, επάνω όμως και κάτω φαίνεται πώς λέει ότι διέπραξε όχι αμαρτίες και ανομίες και πονηρά στον πληθυντικό, αλλά αμαρτία και ανομία και πονηρό στον ενικό. Και η αιτία είναι, επειδή ο φόνος που έκανε του Ουρία εξαρτιόταν από την μοιχεία της γυναίκας του της Βηρσαβεέ. Διότι η δική της ή μοιχεία προξένησε τον φόνο του άνδρα της και, σύμφωνα με αυτό, τα δύο αμαρτήματα φαίνονται σαν ένα, εφόσον το ένα έγινε η αιτία του άλλου.


 ὅπως ἂν δικαιωθῇς ἐν τοῖς λόγοις σου, καὶ νικήσῃς ἐν τῷ κρίνεσθαί σε.

Έκανα, λέει, Κύριε, το πονηρό μπροστά σου για κακό του κεφαλιού μου, δηλαδή ώστε εσύ, όταν δικαιολογείσαι σ’ εμένα και κρίνεσαι για τις ευεργεσίες που μου έκαμες, ότι δηλαδή εσύ μεν με έκανες εμένα βασιλιά και τόσο πολύ με δόξασες, ενώ εγώ σαν αχάριστος παρέβηκα τούς νόμους σου και τόσο πολύ σε πίκρανα. Ώστε, λέω, όταν εσύ κρίνεσαι με εμένα γι’ αυτά, εσύ μεν θα δικαιωθείς, ενώ εγώ ο άθλιος θα καταδικαστώ, διότι στάθηκα αχάριστος προς τον ευεργέτη μου.

Διότι αυτός ήταν ο σκοπός και η σκέψη του πονηρού Δαίμονα, που με πίεσε κατά κάποιο τρόπο και με νίκησε με την πτώση της αμαρτίας. Ποιος σκοπός; Το να προξενήσω, δηλαδή, εγώ ο ίδιος την δική μου καταδίκη [8].

Και ότι αυτό είναι το νόημα του παρόντος ρητού, το μαρτυρεί και η θεία Γραφή. Διότι φαίνεται σ’ αυτήν ότι ο Θεός δικαιολογήθηκε και κρίθηκε προς τον Δαβίδ μέσω του Νάθαν και τον επέπληξε, διότι
ο μεν Θεός, αφού πήρε τον Δαβίδ, που ήταν βοσκός προβάτων, τον κατέστησε βασιλιά και τον γλύτωσε από μύριους κινδύνους, ενώ ο Δαβίδ αντάμειψε τον ευεργέτη του με την πονηρή πράξη της αμαρτίας. «Εγώ είμι ο χρίσας σε είς βασιλέα επί Ισραήλ, και εγώ είμι ο ρυσάμενός σε εκ χειρός Σαούλ… τί ότι έφαύλισας τον λόγον Κυρίου του ποιήσαι το πονηρόν εν όφθαλμοίς αυτού;» (Β ́ Βασιλ. 12, 7). Και στην συνέχεια επιφέρει ο Θεός την καταδίκη εναντίον του λέγοντας «Ιδού εγώ εξεγείρω κακά εκ του οίκου σου…» και πάλι «Ουκ αποστήσεται ρομφαία εκ του οίκου σου έως αιώνος» και τα ακόλουθα (στο ίδιο κεφάλαιο).

[8] Ο δε Χρυσόστομος και ο Θεοδώρητος και ο Ωριγένης λένε: «Το «όπως» εδώ δεν δηλώνει την αιτία, αλλά το αποτέλεσμα: διότι δεν αμάρτησε γι’ αυτό ο Δαβίδ, για να δικαιωθεί ο Θεός, αλλά το αντίθετο. Επειδή ανταμείφθηκε με αγνωμοσύνη ο Θεός, δίκαια τον κατήγγειλε. Όταν αντιπαραθέτω λοιπόν τα δικά σου με τα δικά μου, ή νίκη είναι δική σου».

Λέει και ο Μέγας Βασίλειος: «Δεν αρμόζει να θεωρεί ο κάθε ένας ότι θα κατασπαταλήσει τον χρόνο για να δει μαζί με τις πράξεις του και τον κριτή και αυτά που ακολουθούν στο θείο δικαστήριο. Την κρίσιμη στιγμή μία ανέκφραστη δύναμη φέρνει εικόνες στον νου του και του αναπαριστά τα πάντα και είναι σαν να παρατηρεί μέσα στον ηγεμονικό καθρέφτη τις μορφές των πράξεών του».


7. Ἰδοὺ γὰρ ἐν ἀνομίαις συνελήφθην, καὶ ἐν ἁμαρτίαις ἐκίσσησέ με ἡ μήτηρ μου.

Θέλοντας ο Δαβίδ να προσελκύσει τον Θεό να τον σπλαχνιστεί και να τον ελεήσει, ανεβαίνει με την σκέψη του στην παρά φύση γέννηση των ανθρώπων. Διότι, εάν ο Αδάμ δεν αμάρτανε, δεν θα έσμιγε με την Εύα. Ώστε η μεν αμαρτία γέννησε το σμίξιμο, ενώ το σμίξιμο πάλι γέννησε τους απογόνους του Αδάμ και της Εύας, και οι απόγονοι εκείνων γέννησαν αυτούς μετά από αυτά και εκείνοι πάλι τους άλλους έως τον Δαβίδ. [9]

Διότι, αν και ο γάμος έγινε τίμιος εξ αιτίας της τεκνοποιίας, αλλά όμως έχει την αρχή του στην αμαρτία εξ αιτίας της γεμάτης πάθους ηδονής. Ώστε καλά λέει ότι από την αμαρτία και συνελήφθη και γεννήθηκε. Διότι το «εκίσσισε» ο Σύμμαχος το είπε «έγέννησε», ή «έκύησε», όπως παραδίδεται από τον Χρυσόστομο, δηλαδή, συνέλαβε. Και λοιπόν, λέει, δεν είναι κανένα μεγάλο πράγμα, αν και εγώ αμάρτησα, διότι έπαθα αυτό που χαρακτηρίζει την ανθρώπινη φύση.

[9] Άλλοι πάλι λένε ότι οι άνθρωποι επρόκειτο να γεννιούνται χωρίς πάθη, και βλέπε τον Μελέτιο τον Πηγά.

Γράφει δε και ο Μέγας Αθανάσιος, στην 50ή ερώτηση, προς τον Αντίοχο: «Κάποιοι λοιπόν λένε ότι είναι ξεκάθαρο γιατί ο Θεός δημιούργησε τον άνδρα και την γυναίκα, διότι ο Θεός θέλησε να συσταθεί το γένος των ανθρώπων με την γέννηση σπόρων. Ωστόσο όμως δεν ήθελε να γίνει αυτό με την παρακοή, αλλά με τιμή.

Την ίδια άποψη φαίνεται να συνυπογράφει και ο κύριος Ευγένιος [Βούλγαρις] στο ανέκδοτο έργο του «Θεολογικό» όταν αναφέρει αυτό που ειπώθηκε πριν από την παρακοή από τον Θεό προς τους προπάτορες, δηλαδή το «Αυξάνεσθε και πληθύνεσθε», και τα λόγια εκείνα του Αδάμ «Ένεκεν τούτου καταλείψει άνθρωπος τον πατέρα αυτού και την μητέρα, και προσκολληθήσεται προς την γυναίκα αυτού».

Ο δε θείος Μάξιμος λέει τα εξής: «Επειδή πρωταρχικός σκοπός του Θεού ήταν να μην γεννιόμαστε μέσω του γάμου και της φθοράς, αλλά αφού η παράβαση εισήγαγε τον γάμο, όλοι οι απόγονοι του Αδάμ, συλλαμβάνονται με άνομο τρόπο, καθώς υποπίπτουν στην προπατορική καταδίκη. Ή επειδή η Εύα πρώτη λαχτάρησε έντονα την αμαρτία, όπως ακριβώς είχε σφοδρή επιθυμία για την ηδονή, γι’ αυτό και εμείς, καθώς υποπίπτουμε στην καταδίκη της μητέρας, λεγόμαστε ότι είμαστε αποτέλεσμα σφοδρής αμαρτωλής λαχτάρας».

Ο δε Χρυσόστομος λέει: «Διότι εάν εκείνοι δεν είχαν αμαρτήσει, δεν θα δέχονταν την ποινή του θανάτου. Και αφού δεν θα ήταν θνητοί, θα ήταν ανώτεροι από την φθορά. Και μαζί με την αφθαρσία θα συνυπήρχε και η απάθεια. Και εφόσον θα ζούσαν με απάθεια, δεν θα υπήρχε χώρος για την αμαρτία. Διδασκόμαστε λοιπόν από όλα αυτά, ότι δεν είναι φυσική ή ενέργεια της αμαρτίας (διότι έτσι θα αποφεύγαμε την τιμωρία), αλλά ότι ρέπει ή φύση προς το φταίξιμο καθοδηγούμενη από τα πάθη, νικά όμως ή άποψη που έχει ως συνεργούς τους κόπους».

Άριστα επίσης είναι και εκείνα που λέει στο ρητό αυτό ο θείος Κύριλλος ο Αλεξανδρείας. Διότι λέει: «Συνηθίζουν οι άγιοι και με τις φωνές άλλων να κατευνάζουν τον Θεό και με το να κατηγορούν την αδυναμία τους. Είναι λοιπόν δυνατόν να ακούσουμε να φωνάζουν «μνήσθητι ὅτι χοῦς ἐσμεν» και «μνήσθητι τίς μου ἡ ὑπόστασις». Ευκρινέστερα επίσης ο ταλαίπωρος και πολύπαθος Ιώβ αναφωνούσε προς τον Θεό: «ἦ οὐχ ὥσπερ γάλα με ἤμελξας, ἐτύρωσας δέ με ἴσα τυρῷ;» (Ιώβ 10, 10). Το ίδιο βέβαια υποδηλώνει τώρα και ο Δαβίδ. Διότι και η ίδια η αρχή της γεννήσεως μας δεν συνέβη, λέει, χωρίς την βρωμιά της φιλοσαρκίας. Διότι τίμιος μεν ομολογουμένως είναι ο γάμος και πέρα από κάθε συκοφαντία είναι το ζήτημα αυτό από τον Θεό, ωστόσο, εάν κάποιος εξέταζε με μεγάλη επιμέλεια την πρόφαση της συνευρέσεως, θα ανακάλυπτε ότι η όρεξη της σάρκας είναι αυτή που την εξερεθίζει. Και αν δεν την υπερασπίζει ο νόμος, τότε η πράξη συνιστά αμαρτία. Τιμωρείται λοιπόν ή συνεύρεση, εάν δεν έχει τον νόμο να την υποστηρίζει και εάν η αληθινή αφορμή του πράγματος δεν είναι ο σκοπός της τεκνοποιίας. Επομένως όταν αυτό έχει σχέση με ορέξεις μόνο και σαρκικό ξεσήκωμα, τότε στην ανομία γίνεται η σύλληψη μας και στην αμαρτία συλλαμβάνουν οι μητέρες και εάν ή ρίζα της γεννήσεως είναι η επιθυμία των σωμάτων για την σάρκα, τότε νοσεί τελείως αυτή και όσα γεννιούνται από αυτά… καταμολύνει λοιπόν την φύση ή φθορά που ακολουθεί και ο θάνατος που υπερισχύει με την βοήθεια του διαβολικού φθόνου και αυτό ψάλλει ο Δαβίδ: “Ιδού γάρ έν άνομίαις συνελήφθην». Ακάθαρτη λοιπόν είναι η φύση, καθώς υπομένει την φθορά από την παράβαση και την κατάρα παρά την γνώμη του Θεού».

Ο δε Ησύχιος λέει: «Μητέρα της αμαρτίας συνηθίζει να αποκαλεί ή θεόπνευστη Γραφή την επιθυμία. Και απόγονο πάλι της κάθε μίας επιθυμίας τον θάνατο. Και μαρτυρεί ο Ιάκωβος λέγοντας: “ή επιθυμία, όταν συλλαμβάνει γεννά την αμαρτία, ενώ η αμαρτία, όταν ολοκληρωθεί, γεννά τον θάνατο ώστε, όταν αμαρτάνουμε, τότε συλλαμβανόμαστε μέσω αμαρτιών» (στην έκδεδ. Σειρά).

Σημείωσε ότι στο Εβραϊκό που σώζεται ως τώρα γράφεται στον ενικό: «εν ανομία συνελήφθην, και εν αμαρτία» (και βλέπε στο νεοτυπωμένο Ψαλτήριο του Λιτίνου), για να δηλωθεί ότι η αμαρτία και η ανομία του Αδάμ ήταν μία γενικώς, η παρακοή.

Οι δε Εβδομήκοντα είπαν στον πληθυντικό «ανομίες και αμαρτίες», για να φανερώσουν ότι η γενική εκείνη αμαρτία περιείχε πολλές εξειδικευμένες αμαρτίες, και υπερηφάνεια και παθιασμένη προσκόλληση προς την γυναίκα του και περιφρόνηση του Θεού και άλλες, όπως λένε πολλοί Θεολόγοι.


8. Ἰδοὺ γὰρ ἀλήθειαν ἠγάπησας,

Αυτό λέχθηκε από τον Δαβίδ για την αληθινή εξομολόγηση που έκανε της αμαρτίας του. Διότι λέει ότι, επειδή εσύ αγαπάς την αλήθεια, γι’ αυτό και εγώ ομολόγησα αυτή την αλήθεια, και είπα ότι αμάρτησα. Και το «ίδου γάρ» είναι περιττό, τόσο στον παρόντα στίχο, όσο και στον παραπάνω, σύμφωνα με την συνήθεια της εβραϊκής γλώσσας, η οποία μεταχειρίζεται πολλά τέτοια περιττά.


 τὰ ἄδηλα καὶ τὰ κρύφια τῆς σοφίας σου ἐδήλωσάς μοι.

Αυτόν τον λόγο τον είπε ο Δαβίδ, για την δική του αισχύνη και ντροπή και είναι σαν να λέει: ότι εσύ μέν, Κύριε, τόσο πολύ με αγάπησες, ώστε μου αποκάλυψες τα απόκρυφα μυστήρια της πρόνοιας και της σοφίας σου μέσω του Αγίου σου Πνεύματος. Ενώ εγώ στάθηκα αχάριστος απέναντι στην τόσο μεγάλη χάρη. Και δεν αμάρτησα από άγνοια, αλλά αφού είχα την γνώση του Νόμου σου και την φανέρωση των μυστηρίων σου.


9. Ραντιεῖς με ὑσσώπῳ, καὶ καθαρισθήσομαι,

Πολλά λόγια είπαν πολλοί γι’ αυτό το ρητό, κανένας όμως δεν είπε κάτι φανερό και αναντίρρητο. Εγώ όμως λέω, ότι ο Δαβίδ με αυτά τα λόγια προφητεύει για τον ίδιο, ότι θα συγχωρηθεί η αμαρτία του τελείως και εξ αιτίας αυτής της συγχωρήσεως θα γεμίσει από χαρά η καρδιά του. Διότι, επειδή ο Νόμος καθάριζε μερικούς ανθρώπους, που μολύνονταν με το ράντισμα της υσσώπου, που είναι ένα είδος χόρτου πολύ καθαρτικό, γι’ αυτό με την ομοιότητα αυτού του καθαρτικού χόρτου, λέει ο Δαβίδ, ότι θα με ραντίσεις, Κύριε, με ράντισμα καθαρτικό. Και αυτά είναι λόγια συγχωρήσεως από τον Θεό ή και το δάκρυ της μετάνοιας, επειδή και το δάκρυ από τον Θεό χαρίζεται, και μάλιστα αυτό που χύνεται χωρίς κόπο. [10]

[10] Ο δε θείος Κύριλλος λέει: «Με πλάγιο τρόπο λοιπόν (με την θερμή και καθαρτική ύσσωπο) υποδηλώνει την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος, που συντελείται μέσα μας, του οποίου η χάρη μας καθιστά θερμούς ως προς το Πνεύμα και λιώνει κάθε βρωμιά που υπάρχει μέσα μας, με την μορφή φωτιάς που ξεχύνεται αόρατα. Διότι με αυτό βαπτίζεστε, λένε οι Πνευματοφόροι του Χριστού, με το Άγιο Πνεύμα και με την φωτιά. Και το τίμιο Αίμα του Χριστού δεν μας απαλλάσσει μόνο από την φθορά, αλλά και από κάθε ακαθαρσία, που είναι κρυμμένη μέσα μας και, καθώς μας αναζωογονεί, μας κρατά σε εγρήγορση».

Λέει δε και ο Θεοδώρητος: «Άλλα λοιπόν πράγματα αφορά το μυστήριο της υσσώπου. Διότι στην Αίγυπτο, αφού ράντισαν με την ύσσωπο επάνω στις παραστάδες των θυρών το αίμα του προβάτου, ξέφυγαν από τα χέρια του εξολοθρευτή τους. Και εκείνα συμβόλιζαν τα σωτήρια πάθη, διότι και εδώ έχουμε αίμα και σωτήριο ξύλο και σωτηρία, που χαρίζεται σε όσους προσέρχονται με πίστη».

Είπε επίσης και ο θείος Αθανάσιος: «Εσύ, λέει, Κύριε, που είσαι η αλήθεια και αγαπάς την αλήθεια, επειδή θέλεις να ζούμε μέσα από την αλήθεια θα μας εξαγνίσεις από την αρχαία αμαρτία και ο εξαγνισμός μας θα γίνει με την ύσσωπο. Και με την ύσσωπο παρομοιάζει την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος, η οποία και θερμαίνει και καθαρίζει όλη την βρωμιά από μέσα μας».

Και ο Ησύχιος λέει: «Όπως ακριβώς και εμείς με την δωρεά του Βαπτίσματος, με το μεν ύδωρ καθαριζόμαστε, ενώ με Πνεύμα λαμπρυνόμαστε» (στην έκδεδ. Σειρά).


πλυνεῖς με, καὶ ὑπὲρ χιόνα λευκανθήσομαι.

Εκείνο που είπε πιο πάνω «Επί πλείον πλύνόν με από της ανομίας μου», αυτό λέει και εδώ, διπλασιάζοντας τα λόγια από την ευχαρίστηση της ψυχής του. [11]

[11] Λέει δε ο Μέγας Βασίλειος: «Και γιατί από όλα τα λευκά επιλέχθηκε το χιόνι για να εικονίσει την λευκότητα; Διότι όπως ακριβώς το χιόνι, το οποίο εμπεριέχει νερό, με την προσθήκη του αέρα γίνεται λευκό. Έτσι και η ψυχή, όταν συναυξάνει, με την βοήθεια του Πνεύματος, τις φυσικές πηγές της, γίνεται άξια της λαμπρότητας, που δίνεται στους αγίους».

Λέει δε και ο Θεοδώρητος: «Μόνο ή δωρεά του Βαπτίσματος μπορεί να διενεργήσει αυτή την κάθαρση. Αυτή δε την κάθαρση, με τον Προφήτη Ησαΐα υποσχέθηκε να την δώσει ο Κύριος των όλων: “Εάν είναι, λέει, οι αμαρτίες σας πορφυρόχρωμες, όπως το χιόνι θα τις λευκάνω» [ἐὰν ὦσιν αἱ ἁμαρτίαι ὑμῶν ὡς φοινικοῦν, ὡς χιόνα λευκανῶ (Ησ. 1, 18)]. Αυτά προλέγει και ο ίδιος ο μέγας Δαβίδ: »όταν θα κάνει διαχωρισμό, λέει, ο επουράνιος, οι βασιλείς θα γίνουν όπως το χιόνι στην Σελμών» [ἐν τῷ διαστέλλειν τὸν ἐπουράνιον βασιλεῖς ἐπ᾿ αὐτῆς, χιονωθήσονται ἐν Σελμών] και εδώ λέει ότι έχω ανάγκη από την χάρη που θα δοθεί σε όλους τους ανθρώπους· διότι εκείνη ακριβώς μπορεί μόνο να μου αφαιρέσει την βρωμιά και να μου δώσει την λευκότητα του χιονιού».


10. Ἀκουτιεῖς μοι ἀγαλλίασιν καὶ εὐφροσύνην,

Εσύ, λέει, Κύριε, θα κάνεις να ηχήσει στα αυτιά της ψυχής μου χαρά, διότι συγχωρήθηκαν τελείως οι αμαρτίες μου. Και η αγαλλίαση και η ευφροσύνη το ίδιο σημαίνουν. Ή η αγαλλίαση είναι επίταση της ευφροσύνης, όπως είπαμε στον ένατο Ψαλμό όταν ερμηνεύσαμε το «Ευφρανθήσομαι και αγαλλιάσομαι εν σοί».


ἀγαλλιάσονται ὀστέα τεταπεινωμένα.

Τα κόκκαλα μου, λέει, τα οποία ταπεινώθηκαν και ταλαιπωρήθηκαν από το βάρος της αμαρτίας, θα αγαλλιάσουν καθώς θα ελαφρυνθούν από την συγχώρηση της ίδιας της αμαρτίας. Και από τα κόκκαλα ο Δαβίδ φανέρωσε όλο τον εαυτό του. Μερικοί επίσης λένε, δηλαδή ο Χρυσόστομος και ο Κύριλλος, ότι το «άκουτιείς μοι αγαλλίασιν» το είπε ο Δαβίδ για την ενανθρώπηση του Κυρίου, δηλαδή ότι εσύ μεν, Κύριε, θα αναγγείλεις σ’ εμένα την παγκόσμια χαρά, που πρόκειται να νιώσουν όλοι μέσω της απορρήτου ενανθρωπήσεως του Υιού σου. Ενώ τα ταπεινωμένα μου κόκκαλα αμέσως με την αναγγελία αυτήν, κατά κάποιον τρόπο, θα πηδήσουν και θα χορέψουν από την πολλή ευχαρίστηση. [12]

[12] Ο δε θείος Κύριλλος λέει: «Και ποια θα μπορούσε να είναι αυτή (ή αγαλλίασις) αν όχι εκείνη ή γνώση σχετικά με την Ανάσταση; Πότε άλλοτε θα αγαλλιάσουν τα σαπισμένα μας κόκκαλα, αν όχι κατά την στιγμή της Αναστάσεως,κατά την οποία, όπως λέει η προφητεία, «τα όστα ήμών ως βοτάνη ανατελεί»; (Ησ. 66,14). Και εύλογα μετά το «ραντιείς με» σ’ αυτά μάς οδήγησε. Διότι ακολουθεί την χάρη του Αγίου Πνεύματος, η ελπίδα της Αναστάσεως, η όποια ανυψώνει στις πηγές της ατελεύτητης και τρισμακάριας ζωής αυτούς που έχουν πιστέψει στον Χριστό. Επομένως η μεν κάθαρση μέσω του αγίου Βαπτίσματος, διενεργείται αμέσως, διότι δίνεται η εν Χριστώ χάρη του Αγίου Πνεύματος, που αγιάζει και καθαρίζει τις καρδιές αυτών, που πιστεύουν. Και ακούγεται, και είναι ελπίδα που δεν θα έχει διαψευσθεί, ή αγαλλίαση και η ευφροσύνη που θα νιώσουν αυτοί που θα είναι αγαθοί».

Άλλος πάλι λέει ότι ως «οστά» εννοούνται εδώ «οι δυνάμεις της ψυχής, τις οποίες θα αναζωογονήσει ο Χριστός, όταν βιώσουν την συντριβή. Και πιο απλά, λέει, ας άκουγα την φωνή της αγαλλιάσεως, ότι μου έχει συγχωρεθεί ή διπλή αμαρτία».

Είπε δε και ο Ησύχιος: «Ταπεινώνονται μεν τα οστά της ψυχής που σημαίνει οι δυνάμεις, από την αμαρτία και συντρίβονται. Αλλά όταν με την μετάνοια σωθούν, αναζωογονείται και επανέρχεται στην αρχική χαρά» (στην έκδεδ. Σειρά).


11. Ἀπόστρεψον τὸ πρόσωπόν σου ἀπὸ τῶν ἁμαρτιῶν μου καὶ πάσας τὰς ἀνομίας μου ἐξάλειψον.

Φανερά, λέει, βρίσκονται μπροστά στην επίβλεψη σου, που τα παρατηρεί όλα, Κύριε, τα δικά μου αμαρτήματα. Λοιπόν στρέψε αυτή την επίβλεψη σου μακριά από τα αμαρτήματά μου, και αφού τα παραβλέψεις, αφαίρεσε τα όλα από το βιβλίο των έργων μου. [13]

[13] Ο δε Ησύχιος λέει: «Διέγραψε όχι μία, αλλά όλες τις αμαρτίες μου· διότι ακόμη και μία είναι ικανή να με στείλει στην κόλαση. Ας μην αμελήσουμε λοιπόν την κάθε αμαρτία που θα μας τύχει. Διότι εάν βρεθεί λερωμένος ο χιτώνας μας από καμία βρωμιά, δεν θα μπορέσουμε να εισέλθουμε στον νυμφώνα του βασιλιά ή έστω να πατήσουμε στην αυλή. Και ο Παύλος ως επισφράγιση σ’ αυτό έλεγε: “μὴ πλανᾶσθε· οὔτε πόρνοι, οὔτε εἰδωλολάτραι, οὔτε μοιχοὶ, οὔτε μαλακοὶ, οὔτε ἀρσενοκοῖται, οὔτε πλεονέκται, οὔτε κλέπται, οὔτε μέθυσοι, οὐ λοίδοροι, οὐχ ἅρπαγες, βασιλείαν Θεοῦ οὐ κληρονομήσουσι». [Α΄ Κορ. 6, 9-10]

Και ζητά ο Προφήτης απόστρεψον το πρόσωπόν σου από των αμαρτιών μου». Διότι εάν δεν παραβλέψει ο Θεός τα αμαρτήματά μας, δεν θα μπορέσουμε να σωθούμε. Και πως κατορθώνεται αυτό; Όταν εμείς ασκήσουμε αγαθές πράξεις και αρετές, έτσι ώστε να μετατοπίσουμε το βλέμμα του Κριτή σ’ αυτές. Διότι έτσι θα μπορέσουμε να στρέψουμε και την προσοχή του μακριά από τις αμαρτίες μας» (στην έκδεδ. Σειρά).

Ο δε Αυγουστίνος λέει: «Εάν θέλεις να σε εισακούσει ο Θεός και να γυρίσει το πρόσωπό του από τις αμαρτίες σου και να μην τις βλέπει, πρέπει εσύ να τις έχεις πάντοτε μπροστά σου και να τις θρηνείς. Γιατί, εάν εσύ ρίξεις πίσω σου τις αμαρτίες σου και τις λησμονήσεις, ο Θεός τις βάζει μπροστά του και τις θυμάται, για να σε παιδεύσει (σύμφωνα με την ερμηνεία του »Ελέησόν με, ο Θεός»)».

Λέει δε και ο Χρυσόστομος: «Συγκέντρωσε τα όλα (τα αμαρτήματα δηλαδή) και όπως σε ένα βιβλίο γράφε τα, διότι εάν εσύ τα γράψεις, ο Θεός θα τα διαγράψει, Όπως ακριβώς λοιπόν εάν εσύ δεν τα γράψεις, ο Θεός και τα γράφει και δίκη απαιτεί. Πολύ καλύτερο λοιπόν είναι να γραφούν αυτά από εμάς και να διαγραφούν από επάνω, παρά το αντίθετο, να τα φέρει δηλαδή ο Θεός, καθώς θα τα έχουμε λησμονήσει, μπροστά στα μάτια μας κατά την ημέρα εκείνη».


12. καρδίαν καθαρὰν κτίσον ἐν ἐμοί, ὁ Θεός,

Η καρδιά σημαίνει πολλά πράγματα, διότι άλλοτε σημαίνει το σωματικό αυτό όργανο της καρδιάς, άλλοτε το βαθύτατο ηγεμονικό, σύμφωνα με το «Ίνα τι διαλογισμοί αναβαίνουσιν εν ταις καρδίαις υμών;» (Λουκ. 24,38), και άλλοτε σημαίνει την γνώμη και την επιλογή, όπως το «Η δε καρδία αυτών πόρρω απέχει απ’ εμού» (Ησ. 29,13). Άλλοτε πάλι σημαίνει την επιδοκιμασία και την έγκριση, όπως το «Εύρον Δαβίδ τον του Ιεσσαί, άνδρα κατά την καρδίαν μου» (Πράξ. 13, 22, Α’ Βασιλ. 13, 14), και άλλοτε σημαίνει την ψυχή, σύμφωνα με το ρητό αυτό: «Καρδίαν καθαράν κτίσον εν εμοί, ο Θεός».

Λέει λοιπόν ο Δαβίδ: κτίσε, Κύριε, καθαρή την ψυχή μου. Δηλαδή, σε παρακαλώ, όχι να κτίσεις και να δημιουργήσεις άλλη ψυχή σ’ εμένα, αλλά αυτή την ψυχή που έχω να την ανακαινίσεις και να την αποκαταστήσεις στο αρχικό και φυσικό της κάλλος. Διότι, εάν εσύ αποβάλλεις από την ψυχή μου την παλαιότητα, την οποία απέκτησε από τον μολυσμό της αμαρτίας, θα κτίσεις σ’ εμένα «καρδίαν καθαράν». Το «κτίσον» λοιπόν εδώ εννοείται αντί του «αποκατάστησε». [14]

[14] Ο δε Μέγας Βασίλειος έτσι ερμηνεύει: «Το «κτίσον» εδώ δεν δηλώνει την δημιουργία, αλλά την βελτίωση. «Κτίσον» λέει, όχι δημιούργησε τώρα, αλλά ανακαίνισε την ψυχή που έχει παλιώσει από την κακία και έχει σαπίσει από την αμαρτία».

Και ο Κύριλλος λέει: «Κτίση στην Γραφή αποκαλείται όχι μόνο η παραγωγή από την ανυπαρξία στην ύπαρξη, αλλά και η μεταβολή της υπάρξεως προς το καλύτερο. Εδώ ή κτίση πραγμάτων είναι η μεταβολή προς το καλύτερο… διότι, επειδή ο Δαβίδ και η καρδιά του ήταν «κτισμένη», και καθώς συγκρούστηκε με την μοιχεία και το φόνο και ωθείτο προς την φθορά, γι’ αυτό λέει, «κτίσον εν εμοι καρδίαν καθαράν» και δεν αναφέρεται στην ουσία της ψυχής, αλλά στην άριστη συμπεριφορά της».

Λέει δε και ο Θεοδώρητος: «Επειδή δέχτηκα το γήρας της αμαρτίας, με την φιλανθρωπία σου ανακαίνισε με. Τα ίδια και με τον Προφήτη Ιεζεκιήλ υποσχέθηκε ο Δεσπότης »δώσω γάρ αυτοίς, φησί, καρδίαν καινήν και πνεύμα καινόν” (Ιεζ. 36, 26). Αυτό ζήτησε και εδώ ο μακάριος Δαβίδ, να ανακαινιστεί και η καρδιά του που καταστράφηκε και το λογικό, έτσι ώστε να καθαρίσει και να αποκαταστήσει των λογισμό της ψυχής που είναι λερωμένος από τις ηδονές και τις σκέψεις του Διαβόλου. Διότι πολλές φορές στην θεία Γραφή ή αποκατάσταση αποκαλείται κτίση» (στην έκδεδ. Σειρά).


καὶ πνεῦμα εὐθὲς ἐγκαίνισον ἐν τοῖς ἐγκάτοις μου.

Το «έγκαίνισον» εννοείται αντί του βάλε νέο. Δηλαδή από τώρα και στο εξής βάλε, Κύριε, πνεύμα ευθές, δηλαδή χάρισμα ευθύτητας μέσα στα σπλάχνα μου, για να διευθύνει τις στραβές και λοξές κινήσεις που έβαλε ο Δαίμων σ’ αυτά. Και έγκατα αποκαλεί ο Δαβίδ τα ενδότερα μέρη της ψυχής του.

Λέει επίσης και μέσω του Ιεζεκιήλ ο Θεός προς αυτούς τους Ιουδαίους, που είναι σκλάβοι στην Βαβυλώνα: «Καὶ δώσω ὑμῖν καρδίαν καινὴν καὶ πνεῦμα καινὸν δώσω ἐν ὑμῖν καὶ ἀφελῶ τὴν καρδίαν τὴν λιθίνην ἐκ τῆς σαρκὸς ὑμῶν καὶ δώσω ὑμῖν καρδίαν σαρκίνην» (Ιεζ. 36, 26), δηλαδή θα ανακαινίσω την καρδιά σας που ασθένησε και την προθυμία σας που αδυνάτισε. [15]

[15] Ο Γρηγόριος ο Θεολόγος λέει: «Καρδιά και έγκατα εννοεί, νομίζω, το πνεύμα, και τις κινήσεις του ή τις σκέψεις. Και τα ζητά αυτά, όχι επειδή δεν τα έχει, διότι ποιος άλλος δεν θα τα είχε, αν όχι ο Δαβίδ, αυτός ο τόσο μεγάλος, αλλά επειδή αναγνωρίζει ως καινούργιο αυτό που προστίθεται τώρα. Και έχει λεχθεί το Πνεύμα ευθές μεν, διότι έρχεται σε αντίθεση προς την λοξότητα του φιδιού· Διότι σύμφωνα με τη Γραφή »Πνεύμα Άγιον φεύξεται δόλον” (Σοφ. 1, 5) και ως αυτοδικαιοσύνη και αυτοαλήθεια δεν παρεκτρέπεται ούτε παρεκκλίνει. Ηγεμονικό αποκαλείται επίσης, καθώς είναι κυβερνητικό και δεσποτικό και κατευθύνει τον ηγεμόνα νου».

Και σύμφωνα με τον Μέγα Αθανάσιο, «Πνεύμα αποκάλεσε τον νου, ενώ ευθές την σταθερότητα του νου, σαν να έλεγε: ασφάλισε μου τον νου, έτσι ώστε να μου είναι δύσκολο να υποπέσω στην αμαρτία».

Ο δε θείος Μάξιμος λέει: «Καρδία καθαρή είναι εκείνη που παρουσιάζει την μνήμη της εντελώς καθαρή, χωρίς καμμία μορφή στον Θεό, έτοιμη να δεχθεί τα σημεία με τα οποία εκ φύσεως έγινε φανερή. Μέσα στην οποία ο Θεός, σαν να ήταν ακριβώς μία καλογυαλισμένη πλάκα, εξ αιτίας της απόλυτης λαμπρότητας της, εγγράφει τους δικούς του νόμους. Διότι εάν καθαρή έχει κτισθεί από τον Θεό μέσα μας ή καρδιά, αμέσως βρίσκει χώρο το Πνεύμα, για να ανακαινισθεί στα εσώτατα θησαυροφυλάκια της ψυχής μας».

Ο δε Θεοδώρητος λέει: «Πνεύμα όμως δεν εννοεί το Πανάγιο, αλλά την ορμή του λογικού».

Ο δε Αθανάσιος λέει «την ψυχή μου που έχει παλιώσει και έχει σκληρύνει από την αμαρτία, ανακαίνισε την. Διότι όταν διαγράφονται τα σημάδια της αμαρτίας, τότε η καρδιά κτίζεται καθαρή. Και έγκατα της ψυχής είναι οι ορθές σκέψεις, για τις οποίες λέει «και πάντα τα εντός μου εύλογείτε το όνομα το άγιον αυτού» [Ψαλμ. 102, 1]. Ενώ ευθές Πνεύμα, είναι ή το Άγιο Πνεύμα ή ή ορθή συνείδηση, το οποίο λέει ο Παύλος «πνεύμα του ανθρώπου τω εν αυτώ» (στην εκδεδ. Σειρά).

Άλλοι όμως πιο προσεκτικά λένε ότι, κτίζω θέλει να πει κυρίως αυτό που το δημιουργώ εκ του μηδενός. Αλλά επειδή η αμαρτία από το ένα μέρος είναι τίποτα, και αυτός που αμαρτάνει από το άλλο μέρος μεταβάλλεται σε τίποτα, γι’ αυτό, όταν αυτός που αμαρτάνει δικαιώνεται, ή δικαίωση γίνεται γι’ αυτόν σαν μία κτίση και δημιουργία (βλέπε σελ. 137 του πολιτικού θεάτρου).


13. Μὴ ἀποῤῥίψῃς με ἀπὸ τοῦ προσώπου σου καὶ τὸ πνεῦμά σου τὸ ἅγιον μὴ ἀντανέλῃς ἀπ᾿ ἐμοῦ.

Μην με διώξεις, λέει, Κύριε, αν και εγώ στάθηκα ανάξιος της επιβλέψεως σου, και μην μου στερήσεις το Πνεύμα σου το άγιο, δηλαδή μη πάρεις από εμένα το χάρισμα της προφητείας, διότι αμάρτησα. Ώστε από το ρητό αυτό συμπεραίνεται ότι και μετά την αμαρτία δεν έλειψε εντελώς και ολοκληρωτικά από τον Δαβίδ το προφητικό χάρισμα, όπως είπαμε στην αρχή του Ψαλμού. [16]

[16] Ο Μέγας Αθανάσιος όμως λέει το αντίθετο, ότι «τον είχε εγκαταλείψει (τον Δαβίδ) το Πνεύμα εξ αιτίας της αμαρτίας».

Και ο Χρυσόστομος λέει: «Την δωρεά του Πνεύματος ζητώ, την χάρη την μεγάλη. Έφυγε από εμένα ή χάρη, όπως ακριβώς ή περιστερά, όταν βλέπει τον βούρκο. Και, όπως ακριβώς ή μέλισσα, επιθυμώ να επανέλθει».

Ίσως όμως συμβιβάζονται ως προς αυτό, οι δύο αυτές γνώμες που φαίνονται αντίθετες, καθότι ο μεν Ευθύμιος λέει ότι δεν έφυγε από τον Δαβίδ το χάρισμα του Πνεύματος παντελώς και πάντοτε, ενώ ο Αθανάσιος και ο Χρυσορρήμων λένε ότι έφυγε απ’ αυτόν εν μέρει.

Αν και ο ίδιος πάλι ο Χρυσόστομος στην ερμηνεία αυτού του στίχου λέει: «Σαφώς λοιπόν από αυτά τα λόγια έχουμε μάθει, ότι δεν απογυμνώθηκε από την χάρη του Αγίου Πνεύματος, διότι δεν ικετεύει να την ανακτήσει, επειδή απογυμνώθηκε από αυτήν, αλλά παρακαλεί να μην την στερηθεί».

Αυτό το ίδιο λέει και ο Θεοδώρητος με τις ίδιες λέξεις του Χρυσοστόμου γι’ αυτό και συμφωνούν με την γνώμη του κυρού Ευθυμίου. Βλέπε επίσης και στον 43ον στίχο του 118ου Ψαλμού, δηλαδή στην ερμηνεία του «Και μη περιέλης εκ του στόματός μου λόγον αλήθειας», που λέει ο ίδιος ο Ευθύμιος: «Μην σηκώσεις, Κύριε, από εμένα το προφητικό χάρισμα για μεγάλο χρονικό διάστημα, αλλά, αν και κατ’ οικονομία αυτό εμποδίστηκε για λίγο, πάλι ας αποκατασταθεί σ’ εμένα».

Ο δε Ησύχιος λέει: «Είναι κακό μεν για τον υπηρέτη να χάνει τον κύριό του, το ίδιο και για τον γιό να χάνει τον πατέρα του και για τον στρατιώτη τον βασιλιά του. Διότι ένας τέτοιος είναι εξόριστος. Και σε σχέση με τον Θεό όλεθρο προκαλεί αυτό σ’ αυτόν που πάσχει. Διότι ο Θεός δεν είναι μόνο Πατέρας μας και Δεσπότης μας και βασιλιάς, αλλά κάθε τι που θα μπορούσες να πεις, ότι συντείνει προς την ζωή και την σωτηρία μας το διευθέτησε. Ώστε, όταν αποστρέφει το πρόσωπό του από εμάς, αμέσως χανόμαστε, διότι στερούμαστε το Άγιο Πνεύμα, με την χάρη του οποίου μάς χορηγούνται όλα τα αγαθά» (στην έκδεδ. Σειρά).


14. Ἀπόδος μοι τὴν ἀγαλλίασιν τοῦ σωτηρίου σου

Δώσε, λέει, Κύριε, σ’ εμένα την χαρά εκείνη που είχα πριν από την αμαρτία, που πήγαζε από την σωτηρία που λάμβανα από εσένα. Βλέπε λοιπόν, αναγνώστη, πώς ο Δαβίδ εκείνο μεν που δεν έχασε, δηλαδή το προφητικό χάρισμα, παρακαλούσε πιο πάνω να μην αφαιρεθεί απ’ αυτόν, ενώ αυτό που έχασε, δηλαδή την χαρά της συνειδήσεως πριν από την αμαρτία, αυτό παρακαλεί να του δοθεί πάλι. Επειδή και πριν από την αμαρτία χαιρόταν, καθώς είχε την συνείδηση, πως έχει για τόσο πολύ μεγάλο σωτήρα του τον Θεό. [17]

[17] Ο δε Αθανάσιος λέει: «Αγαλλίαση σωτηρίου αποκαλεί την κάθοδο του Σωτήρα, που είναι πλήρης κάθε αγαλλιάσεως». Το ίδιο λέει και ο Δίδυμος.


καὶ πνεύματι ἡγεμονικῷ στήριξόν με.

Στερέωσε με, Κύριε, λέει, με χάρισμα του Αγίου Πνεύματος ηγεμονικό, δηλαδή που να κυριεύει τα πάθη και να με οδηγεί προς τα καλά και τις αρετές. Και χάρισμα ευθύτητας και χάρισμα ηγεμονικό εννοούνται οι δυνάμεις και οι ενέργειες, που δίδονται στην ψυχή από το Άγιο Πνεύμα.


15. Διδάξω ἀνόμους τὰς ὁδούς σου, καὶ ἀσεβεῖς ἐπὶ σὲ ἐπιστρέψουσι.

Και αυτό το ρητό είναι προφητεία του πράγματος, που επρόκειτο να γίνει. Διότι αφού το κήρυγμα του Ευαγγελίου εξαπλώθηκε στα άνομα έθνη, από τότε και το βιβλίο αυτό των Ψαλμών του Δαβίδ έγινε για όλους τους άνομους και ασεβείς διδάσκαλος των αρετών και της θεογνωσίας, επειδή και αυτό αναγιγνώσκεται καθημερινά στην Εκκλησία. [18]

[18] Ο Αθανάσιος λέει: «Αφού με γλύτωσες από την αμαρτία και αμέσως μου δώρισες το Άγιο Πνεύμα σου, τότε βέβαια θα διδάξω πάλι τον δρόμο σου στους παραβάτες και γι’ αυτούς, που αμαρτάνουν θα γίνω παράδειγμα μετανοίας. Και θα τους στρέψω όλους προς την αγαθότητα σου. Διότι με τον ίδιο τρόπο και αυτός που διορθώνεται και αυτός που επιστρέφει μέσω της μετάνοιας γίνονται παράδειγμα για τους πολλούς».

Λέει και ο Ησύχιος: «Και όπως ακριβώς εκείνος που μιλά για την θεραπεία, αφού έχει ο ίδιος ασθενήσει και έχει δοκιμάσει το φάρμακο, γίνεται ιδιαίτερα πιστευτός. Έτσι και αυτοί που σώθηκαν με την μετάνοια γίνονται θύρα επιστροφής και σωτηρίας για τους άλλους αμαρτωλούς.  Έτσι ώστε ο Παύλος να αναφωνεί με παρρησία: »Χριστός ήλθεν εις τον κόσμον αμαρτωλούς σώσαι, ών πρώτός είμι εγώ», που σημαίνει ότι, εάν δεν έχετε εμπιστοσύνη σ’ αυτόν πού, μέσα από το κήρυγμα, κηρύττει την σωτηρία των αμαρτωλών, μάθετε από εμένα που κηρύττω, ότι, αν και ήμουν διώκτης, μου εμπιστεύθηκε να γίνω υπηρέτης του Ευαγγελίου».

Γι’ αυτό και ο Χρυσορρήμων είπε: «Το ναυάγιο του δικαίου, είναι λιμάνι για τους αμαρτωλούς».


16. Ρῦσαί με ἐξ αἱμάτων, ὁ Θεὸς ὁ Θεὸς τῆς σωτηρίας μου·

Σύμφωνα μεν με την διήγηση και την γραφή, αίματα αποκαλεί ο Δαβίδ τους άδικους φόνους και μάλιστα τον άδικο φόνο του Ουρία. Ενώ με αναγωγή αίματα αποκαλούνται οι Δαίμονες, επειδή χαίρονται και κυλιούνται στα αίματα, τόσο όταν φονεύονται οι άνθρωποι, όσο και όταν θυσιάζονται τα άλλα ζώα.

Και λέει «ο Θεός της σωτηρίας» αντί του «ο Σωτήρας μου», κατά περίφραση, όπως είπαμε πολλές φορές.

Ενώ ο διπλασιασμός του «ο Θεός ο Θεός» φανερώνει την εγκάρδια και υπερβάλλουσα δέηση του Δαβίδ.


Ἀγαλλιάσεται ἡ γλῶσσά μου τὴν δικαιοσύνην σου.

Και η ίδια, λέει, η γλώσσα μου θα νιώσει χαρά για την αναγγελία της δικαιοσύνης σου, Κύριε. Και δικαιοσύνη αποκαλεί εδώ ο Δαβίδ την δικαίωση που έδωσε ο Θεός σ’ αυτόν, δηλαδή την ελευθερία και την αθώωση της αμαρτίας και της καταδίκης. Διότι όποιος ελευθερώνεται, αυτός και δικαιώνεται. [19]

Μερικά πάλι αντίγραφα έχουν «την δικαιοσύνην σου», με αιτιατική, το οποίο ερμηνεύεται έτσι: ότι η γλώσσα μου θα νιώσει αγαλλίαση και χαρά από την δικαίωση που μου δόθηκε από εσένα. Δηλαδή την ελευθερία και την αθώωση της αμαρτίας, και γι’ αυτή πρόκειται να αντιδράσει δοξολογώντας και ευχαριστώντας σε.

[19] Ο δε Κύριλλος δικαιοσύνη εννοεί «την χάρη που με την πίστη δικαιώνει τον ασεβή και καθαρίζει αυτούς που έχουν μολυνθεί. Δηλαδή τον ίδιο τον Χριστό, ο οποίος έγινε, από τον Θεό και Πατέρα, και δικαιοσύνη και αγιασμός και απολύτρωση για εμάς».

Λέει ο Θεοδώρητος: «Αυτό έτσι το ερμήνευσε ο Σύμμαχος: “θα διαλαλήσει ή γλώσσα μου την ελεημοσύνη σου, δεν θα αποσιωπήσω την άφεση που απόλαυσα, αλλά θα συνεχίσω να σε υμνώ και να διηγούμαι τις χάριτες σου».


17. Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου.

Επειδή, λέει, και έμαθα από το προφητικό χάρισμα του Αγίου σου Πνεύματος, γι’ αυτό γνωρίζω ότι πάλι θα ανοίξεις τα χείλη και το στόμα μου, για να υμνολογώ και να δοξάζω το όνομά σου, όπως τα άνοιγες και πριν από την αμαρτία. Τα οποία τώρα είναι κλεισμένα από την κατηγορία και τον έλεγχο της συνειδήσεως μου. [20]

[20] Διότι λέει ο θείος Χρυσόστομος: «Διότι είναι στην φύση της αμαρτίας να δεσμεύει την γλώσσα και να κλείνει το στόμα καθώς πιέζει σφικτά, αναγκάζει να σιωπούν». Το ίδιο και απαράλλακτο λέει και ο Θεοδώρητος.

Λέει δε και ο Ησύχιος: «Βλέπεις ότι αν και ήταν κλεισμένα τα χείλη του Δαβίδ εξ αιτίας της αμαρτίας, αλλά και πάλι με την μετάνοια άνοιξαν και διηγείται την δοξολογία του Θεού (στην έκδεδ. Σειρά).


18. Ὅτι, εἰ ἠθέλησας θυσίαν, ἔδωκα ἄν· ὁλοκαυτώματα οὐκ εὐδοκήσεις.

Βλέπε, αναγνώστη, πώς πάλι και εδώ αποβάλλει ο Δαβίδ τις νομικές θυσίες των αλόγων ζώων. Αν εσύ, λέει, Κύριε, ήθελες θυσία, εγώ θα σου έδινα. Αλλά εσύ όμως όχι μόνο θυσία απλώς δεν θέλεις, αλλά ούτε και ολοκαυτώματα αποδέχεσαι. Διότι τα ολοκαυτώματα, δηλαδή οι θυσίες που καίγονταν όλες προς τον Θεό, αυτές ήταν πολύ πιο τίμιες από τις άλλες.

Έτσι ώστε ο Δαβίδ, αν και μετά από αυτά πρόσφερε θυσίες προς τον Θεό, ωστόσο όμως το έκανε αυτό, πρώτο μεν όχι από επιλογή, αλλά μόνο εξ αιτίας της προσταγής του Νόμου (ο οποίος από συγκατάβαση το πρόσταξε αυτό, όπως είπαμε στον 49ο Ψαλμό, στίχος 9), και δεύτερο, διότι ακόμη δεν είχε έλθει ο καιρός της καινούριας θυσίας του Ευαγγελίου της χάριτος, η οποία είναι προσφέρεται με την δοξολογία και την αναίμακτη θυσία των
θείων Μυστηρίων. [21]

[21] Και κάποιος ανώνυμος λέει: «Σαφώς με αυτά τα λόγια ο Δαβίδ υπέδειξε ότι καμία νομική (θυσία) κατά το διάστημα της μετανοίας δεν πρόσφερε, γι’ αυτό ούτε στο βιβλίο των Βασιλειών βρίσκουμε αυτό το κείμενο, και χάριν τίνος; Επειδή ήταν Προφήτης και γνώριζε, ότι δεν ευχαριστούν τον Θεό τέτοιες θυσίες, διότι δεν ήταν ικανές τέτοιου είδους θυσίες να εξαγνίσουν τον φόνο και την μοιχεία. Ούτε ο Νόμος το πρόσταζε αυτό, αλλά πρόσταζε να τιμωρούνται πάντα» (στην έκδεδ. Σειρά).


19. Θυσία τῷ Θεῷ πνεῦμα συντετριμμένον,

Θυσία, λέει, ευπρόσδεκτη από τον Θεό, είναι η ψυχή εκείνη, που είναι συντετριμμένη και κατατσακισμένη από την εκούσια ταπείνωση της.


καρδίαν συντετριμμένην καὶ τεταπεινωμένην ὁ Θεὸς οὐκ ἐξουδενώσει.

Καρδιά πολλές φορές αποκαλεί ή Γραφή την ψυχή (και βλέπε το «Καρδίαν καθαράν» του παρόντος Ψαλμού), επειδή και η καρδιά είναι ενωμένη με την ψυχή, όμοια και η ψυχή είναι προσκολλημένη στην καρδιά. Γι’ αυτό και όταν πάθει κάποια βλάβη ή καρδιά, αμέσως ή ψυχή πετά και αναχωρεί από το σώμα.

Την συντετριμμένη λοιπόν, λέει, ψυχή και την ταπεινωμένη, ο Θεός δεν εξουθενώνει, δηλαδή δεν την αποστρέφεται. [22]

[22] Λέει δε ο Μέγας Βασίλειος: «Συντριβή της καρδιάς είναι ο αφανισμός των ανθρωπίνων λογισμών. Διότι αυτός που τους περιφρόνησε και έχει αφιερωθεί στον λόγο του Θεού και παραδίνει το κυρίαρχο πνεύμα του, στα πάνω από τον άνθρωπο και πιο θεία νοήματα, αυτός θα μπορούσε να είναι εκείνος που έχει συντετριμμένη την καρδιά. Και όταν την θυσιάσει, δεν θα εξευτελισθεί από τον Κύριο. Και αυτούς που ευεργετεί ο Θεός, επειδή θέλει να τους βάλει στον δρόμο μίας καινούργιας ζωής, συντρίβει τον παλαιό τους άνθρωπο. Γι’ αυτό λέει «θυσία τω Θεώ πνεύμα συντετριμμένον». Διότι συντρίβεται το κοσμικό πνεύμα που διενεργεί την αμαρτία, έτσι ώστε το ευθές να εγκατασταθεί στα σπλάγχνα. Και πρέπει ή υπεροπτική και ταραγμένη καρδιά τους να συντριβεί, έτσι ώστε να γίνει θυσία προς τον Θεό ή ταπείνωση της».

Λέει και ο όσιος Μάρκος: «Χωρίς την συντριβή της καρδιάς, είναι αδύνατο να απαλλαγή κανείς από την κακία. Και συντρίβει την καρδιά ή τριμερής εγκράτεια, ύπνου, λέω, και κοιλιάς και σωματικής ανέσεως».

Λέει και ο Θεοδώρητος: «Καθώς άκουσε την θεία φωνή ο θειότατος Δαβίδ “οὐ δέξομαι ἐκ τοῦ οἴκου σου μόσχους οὐδὲ ἐκ τῶν ποιμνίων σου χιμάρους» [Ψαλμ. 49, 9], Ιερό σφάγιο για εσένα, λέει, αρεστό και ευφρόσυνο είναι η μετριότητα του φρονήματος, καθώς ταπείνωσες έντονα την κακία μου και σαν να την συνέτριψες και την έκανες πολύ λεπτή, θα σου προσφέρω την αρεστή σ’ εσένα θυσία. Τα ίδια λόγια είπαν και οι μακάριοι παίδες στην κάμινο: διότι έλεγαν: «Με συντετριμμένη καρδιά και πνεύμα ταπεινώσεως εμφανιστήκαμε μπροστά σου, όπως σε ολοκαυτώματα παχύσαρκων κριών και ταύρων».

Συμφωνώντας και ο Ησύχιος λέει: «Το Πνεύμα εξηγεί ότι η ταπεινοφροσύνη είναι θυσία αρεστή προς τον Θεό. Διότι “Μακάριοι είναι όσοι είναι φτωχοί στο πνεύμα, γιατί σ’ αυτούς ανήκει η Βασιλεία των ουρανών». Και πώς θα συντρίψουμε το πνεύμα για να ταπεινωθεί; Όταν, αφού μεν κάνουμε το καλό δεν υπερηφανευόμαστε, ενώ έχουμε διαρκώς στην μνήμη μας τα αμαρτήματα» (στην έκδεδ. Σειρά).

Και στην ερμηνεία του «Ελέησον με, ο Θεός» γράφονται και αυτά: ότι αν και το συντετριμμένο πνεύμα και η ταπεινωμένη καρδιά είναι χωρισμένα, όμως σ’ αυτόν που αληθινά μετανοεί συμπλέκονται μαζί, όπως συμπλέκονται και στον αμαρτωλό, το υπερήφανο πνεύμα και η σκληρή καρδιά. Διότι όποιος αμαρτάνει, από την υπερηφάνεια του πνεύματός του και από την σκληρότητα της καρδιάς του αμαρτάνει.

Σημείωσε επίσης ότι ο ιερός Αυγουστίνος, αποκαλεί τα δάκρυα. ιδρώτα της καρδιάς και αίμα της ψυχής. Και λοιπόν όποιος κλαίει για τις αμαρτίες του, αυτός προσφέρει στον Θεό μέσω των δακρύων του μία θυσία ευάρεστη, τον ιδρώτα της καρδιάς του και το αίμα της ψυχής του.

Γι’ αυτό και ένας Άγιος που αποβλέπει σ’ αυτό, δηλαδή σ’ αυτή την θυσία, είπε: «Περισσότερο δέχεται ο Θεός την μετάνοια του ταπεινού και συντετριμμένου ανθρώπου που μετανοεί, παρά το να μην αποδέχεται την ευθύνη ένας χλιαρός και χαλαρός δίκαιος άνθρωπος».


20. Ἀγάθυνον, Κύριε, ἐν τῇ εὐδοκίᾳ σου τὴν Σιών,

Με τα λόγια αυτά παρακαλεί ο Δαβίδ για την ανοικοδόμηση και την ανακαίνιση της Ιερουσαλήμ, η οποία επρόκειτο να γίνει μετά από την απελευθέρωση των Ιουδαίων από την Βαβυλώνα.

Ενώ το «αγάθυνον» εννοείται αντί του «αγαθοποίησον». Διότι άλλο είναι το «αγάθυνον» από το «αγαθοποίησον», επειδή το «αγάθυνον» συντάσσεται με δοτική και θέλει να πει να φανείς αγαθός, σύμφωνα με το «Αγάθυνον, Κύριε, τοις αγαθοίς» (Ψαλμός 124, 4): και «εν τη ευδοκία σου», δηλαδή με την συνέργεια σου.


καὶ οἰκοδομηθήτω τὰ τείχη ῾Ιερουσαλήμ·

Το «οικοδομηθήτω» είναι ευκτικό και παρακλητικό, αν και φαίνεται ότι είναι προστακτικό. Μακάρι, λέει, να οικοδομηθούν τα τείχη της Ιερουσαλήμ, που γκρεμίστηκαν από τους Βαβυλώνιους.


21. Τότε εὐδοκήσεις θυσίαν δικαιοσύνης, ἀναφορὰν καὶ ὁλοκαυτώματα·

Τότε, λέει, θα αποδεχθείς δίκαια θυσία, Κύριε, Επειδή σε άλλον τόπο, εκτός από αυτόν της Ιερουσαλήμ, δεν ήταν δίκαιο να προσφέρουν θυσία οι Ιουδαίοι. Διότι αυτό πρόσταζε ο νόμος.

Και αναφορά αποκαλεί τα αφαιρέματα, δηλαδή τις προσφερόμενες θυσίες από μέρος του όλου ζώου, ενώ ολοκαυτώματα αποκαλεί τις θυσίες εκείνες που καίγονταν ολόκληρες στο θυσιαστήριο, δηλαδή όλο το σώμα του θυσιαζόμενου ζώου. [23]

[23] Ο θείος Αμβρόσιος «θυσίαν δικαιοσύνης» εννοεί την μεγάλη θυσία του τιμίου Σώματος και Αίματος του Χριστού, την οποία προσφέρουν οι Ιερείς της χάριτος στις άγιες Τράπεζες, όπως μόνο ο Κύριος το παρέδωσε, όταν είπε σχετικά με αυτή: «Τούτο ποιείτε εις την εμήν ανάμνησιν».


τότε ἀνοίσουσιν ἐπὶ τὸ θυσιαστήριόν σου μόσχους.

Πάλι και εδώ το ίδιο λέει ο Δαβίδ από την πολλή χαρά της ψυχής του, ότι τότε, όταν λυτρωθούν οι Ιουδαίοι από την Βαβυλώνα, θα προσφέρουν μόσχους ολόκληρους στο θυσιαστήριο στην Ιερουσαλήμ. [24]

Αυτή μεν είναι η ερμηνεία του παρόντος Ψαλμού ως προς την διήγηση και την γραφή. Και κατά αναγωγή προφητεύει ο Δαβίδ στον Ψαλμό αυτό για την Εκκλησία των Χριστιανών και για την θυσία του Ευαγγελίου, σύμφωνα με την ερμηνεία του θείου Κυρίλλου και Ευσεβίου.

Και ευδοκία μεν αποκαλεί την ενανθρώπηση του Σωτήρα, σύμφωνα με τον Ησύχιο, ως αγαθή απόφαση και κυρίαρχο θέλημα του Θεού.

Ενώ Σιών την πολιτεία των Χριστιανών [25] και τείχη αυτής αποκαλεί τους επισκόπους και τους διδασκάλους [26]. Και τότε, κατά την διάρκεια της πολιτείας των Χριστιανών, θα αποδεχθεί ο Θεός από την Εκκλησία θυσία δικαιοσύνης, δηλαδή αρετής. Και ως αναφορά μεν θα δεχθεί τα καψίματα και τις τιμωρίες, που έλαβαν ξεχωριστά οι ομολογητές για τον Χριστό, ενώ ως ολοκαυτώματα θα
δεχθεί τους Μάρτυρες, οι οποίοι, αφού βασανίσθηκαν ολοκληρωτικά και σφαγιάσθηκαν, πέθαναν.

Ή ως αναφορά μεν ο Θεός δέχεται από την Εκκλησία την εν μέρει αρετή και την
σωφροσύνη, δηλαδή αυτή που κατακτιέται μέσα από τον γάμο ή από άλλον κοινωνικό
θεσμό, ενώ ως ολοκαύτωμα δέχεται την απόλυτη αρετή, δηλαδή αυτή που κατακτιέται με
την παρθενία και την μοναχική πολιτεία. [27]

Και μόσχοι εννοούνται οι πιστοί Χριστιανοί, διότι καλλιεργούν τις αρετές, διότι είναι πλούσιοι με τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος. Και διότι τρυπούν με τα κέρατα τα πάθη και τον Διάβολο. Και για να μιλήσουμε συνολικά, όλοι εκείνοι που είναι τέλειοι ως προς την πράξη και τον λόγο και την αντίληψη, αυτοί είναι μόσχοι και οδηγούνται επάνω στο επουράνιο θυσιαστήριο για οσμή ευωδίας προς τον Θεό. [28]

Πρέπει επίσης να γνωρίζουμε ότι πολλοί ερμηνευτές πολλές φορές εκλαμβάνουν τον μέλλοντα χρόνο αντί για ευκτικό, λέγοντας, ότι και αυτό μαζί με τα άλλα είναι ιδίωμα της εβραϊκής γλώσσας. Γι’ αυτό το «ραντιείς με υσσώπω και καθαρισθήσομαι, πλυνείς με και υπέρ χιόνα λευκανθήσομαι», ερμηνεύονται ως ευκτικά, δηλαδή «ας με ραντίσεις, ας καθαρισθώ, ας με πλύνεις, ας λευκανθώ», και άλλα παρόμοια.

[24] Ο θείος Διονύσιος λέει: «Και το πιο θείο απ’ όλα για εμάς θυσιαστήριο είναι ο Χριστός, στο οποίο οδηγούμαστε, σύμφωνα με την διακήρυξη (ίσως αυτή, εξαγνισμένοι και προσφερόμενοι μυστικά ως θυσία ολοκαυτώματος. Στο οποίο τελούνται τα μυστήρια και αγιάζονται, διότι αγιάζει για χάρη μας τον εαυτό του ο παναγιώτατος Ιησούς και μας συμπληρώνει με κάθε ιεροτελεστία, από όσες με ορθό τρόπο τελούνται γι’ αυτόν, έτσι ώστε να διερχόμαστε λοιπόν, με αγαθό τρόπο, σε μία κατάσταση αναγεννήσεως από τον Θεό».

[25] Ο δε Κύριλλος και ο Ευσέβιος, Σιών εννοούν πάλι την ίδια την Εκκλησία, καθότι και η Σιών δεν ήταν άλλη από την Ιερουσαλήμ.

[26] Και σύμφωνα με τον Κύριλλο και τον Ευσέβιο, μέγα και απόρθητο τείχος της Εκκλησίας που περιέχει και τα άλλα είναι ο ίδιος ο Χριστός. Ενώ άλλοι λένε ότι τείχη αυτής είναι οι αγγελικές και λογικές Δυνάμεις, που διαφυλάσσουν την Εκκλησία.

[27] Λέει ο Θεοδώρητος: «Επειδή έδειξε, ότι δεν αρέσουν στον Θεό των πάντων, οι σύμφωνες με τον Νόμο θυσίες, ικετεύει να αναφανεί ή νέα Σιών και να ιδρυθεί επάνω στην γη ή επουράνια Ιερουσαλήμ και ότι πολύ γρήγορα θα του παρέχουν την καινή πολιτεία, αυτή που δεν προσφέρει άλογα θύματα, αλλά αυτή που προσφέρει την θυσία της δικαιοσύνης και τα λογικά και ζώντα ολοκαυτώματα, για τα οποία ο μακάριος Παύλος λέει: “Παρακαλώ υμάς, άδελφοί, δια των οικτιρμών του Θεού παραστήσαι τα σώματα υμών θυσίαν ζώσαν, αγίαν, ευάρεστον τω Θεώ, την λογικής λατρείαν υμών’ (Ρωμ. 12, 1).

[28] Γι’ αυτό είπε και ο Δίδυμος: «Επάνω στο πνευματικό θυσιαστήριο θα μεταφέρουν νεαρούς μόσχους που τραβούν άροτρα, που σημαίνει ψυχές, οι οποίες τυχαίνει να μην είναι άλλες από αυτές των Μαρτύρων, που γίνονται ορατές δίπλα στο επουράνιο Θυσιαστήριο, και μεταφέρονται επάνω σ’ αυτό με την μορφή μόσχων. Διότι στην Αποκάλυψη του Ιωάννου οι ψυχές των αποκεφαλισμένων για το όνομα του Ιησού και την μαρτυρία του θεωρούνται κάτω από το επουράνιο Θυσιαστήριο» (Αποκ. 6, 9).

Ενώ θυσία δικαιοσύνης, σύμφωνα με τον Ευσέβιο, είναι η πνευματική και καθαρή θυσία, αυτή που προσφέρεται στην Εκκλησία του Θεού από όλη την οικουμένη, για την οποία προείπε ο Μαλαχίας «Εν παντί τόπω θυμίαμα προσάγεται τω ονόματί μου και θυσία καθαρά» (Μαλ. 1,11).

Όπως ακριβώς και ο μόσχος είναι ιερό ζώο ως προς τον Νόμο, έτσι και καθαρό και σημαντικό ως προς το σώμα είναι και αυτό της κατσίκας και του προβάτου που προσφέρονται και αυτά στον Θεό, σύμφωνα με τον θείο Κύριλλο.

Ή μόσχοι εννοούνται και αυτοί που ηγούνται των λαών εξ αιτίας της πνευματικής και νοητής τους γενναιότητας, σύμφωνα με τον ίδιο τον Κύριλλο.

Γι’ αυτό και ο Παύλος είπε σχετικά με αυτά: «Ου φιμώσεις βουν άλοώντα», και στην συνέχεια επαναφέρει: Μή των βοών μέλει τω Θεώ, ή δι’ ημάς πάντως λέει;”» (Α ́ Κορ. 9, 9-10).

ΠΗΓΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Μετά την Πάπισσα Ιωάννα η Πατριάρχισσα Αγάπη

 Σήμερα όλα είναι εφικτά ,  αφού άρχισαν από χειροτονίες ψαλτών γυναικών ,  έπειτα αναγνωστών γυναικών , έπειτα Ιερό- Διακόνησες  μετά θα δο...

Δημοφιλείς αναρτήσεις