ΑΡΧΙΚΗ

Ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος δεν ανατρέπει την ασεβή αίρεση του Παπισμού - Οικουμενισμού 1

 Όσα έθεσπίσθησαν είς την Νίκαιαν καί αυτάρκη προς ανατροπή κάθε ασεβούς αιρέσεως, καί προς ασφάλειαν και ωφέλεια τής εκκλησιαστικής διδασκαλίας.

Καθήκον  ήταν του Βαρθολομαίου  να τον καλέσει τον Πάπα Λέων  σε μετάνοια. Όπως έκαναν οι Άγιοι Πατέρες μας. Μέγας Αθανάσιος , Μέγας Βασίλειος , Αγ. Γρηγόριος Παλαμάς κ.α 

Κι όχι συλλείτουργο (... όπου τελέσαμε τη Θεία Λειτουργία επ' ευκαιρία της εορτής του αγίου Αποστόλου Ανδρέα του Πρωτοκλήτου βλέπε ομιλία Βαρθολομαίου 30/11/2025,) και συμπροσευχή.

 

 Ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος δεν ανατρέπει την ασεβή αίρεση του Παπισμού . Δεν  τα τηρεί  αυτά  πιο κάτω στην επιστολή του Μέγα  Αθανασίου προς τους επισκόπους της Αφρικής

 > «Μή μετακινής τά αιώνια σύνορα πού έθεσαν οι Πατέρες σου»

 

 Μόνο αναφέρε τυπικά  και υποκριτικά , το όνομα του Μέγα  Αθανασίου την επιστολή του προς τους επισκόπους της Αφρικής , στην ομιλία του  στην Θρονική εορτή παρουσία του Πάπα (30 Νοεμβρίου 2025) . 

Ὁ Παπισµός, θύρα ἐπανόδου τοῦ Ἀρειανισµοῦ  

 

ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΚΑΤΑ ΑΡΕΙΑΝΩΝ ΤΩΝ ΕΝΕΝΗΝΤΑ ΕΠΙΣΚΟΠΩΝ ΑΙΓΥΠΤΟΥ ΚΑΙ ΛΙΒΥΗΣ
ΚΑΙ ΤΟΥ ΜΑΚΑΡΙΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΤΙΜΙΩΤΑΤΟΥΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥΣ ΤΗΣ ΑΦΡΙΚΗΣ

1. Είναι αρκετά όσα έγράφησαν καί άπό τον αγαπητόν και συλλειτουργόν μας επίσκοπον τής μεγάλης Ρώμης Δάμασον και τόσους επισκόπους, οι όποιοι έπραγματοποίησαν μαζί με αυτόν σύνοδον. Τό ίδιον δε είναι όσα έγραψαν διά τήν ύγιαίνουσαν πίστιν και αί άλλαι σύνοδοι πού έγιναν εις την Γαλλίαν καί την Ιταλίαν, την όποιαν πίστιν ό μέν Χριστός έχάρισεν, οί δέ απόστολοι έκήρυξαν και οί Πατέρες που συνήλθαν εις τήν Νί­καιαν άπό όλην τήν οικουμένην παρέδωσαν. Διότι τότε κατεβλήθη τόσον μεγάλη προσπάθεια διά την άρειανήν αίρεσιν, εις τρόπον ώστε αυτοί μεν πού έπεσαν εις αυτήν να ανασυρθούν, αυτοί δε πού την έπενόησαν να άποκαλυφθούν. Μέ τήν σύνοδον αυτήν προ πολλού έχει συμφωνήσει όλη ή οικουμένη, και τώρα ακόμη πού έχουν γίνει πολλαί άλλαι σύνοδοι, την ενθυμούνται όλοι όσοι κατοικούν την Δαλματίαν καί Δαρδανίαν και Μακεδο­νίαν, τήν "Ηπειρον καί τήν Ελλάδα καί τήν Κρήτην, καί τάς άλλας νήσους, τήν Σικελίαν καί Κύπρον, τήν Παμφυλίαν, τήν Λυκίαν καί τήν Μσαυρίαν, και όλην την Αίγυπτον καί Λιβύην, καί οί περισσότεροι κάτοικοι τής Αραβίας αυτήν αναγνωρίζουν. Καί έθαύμασαν αυτούς πού ύπέγραψαν, διότι, &ν κάποιο πικρόν κατάλοιπον εκ τής ρίζης των Άρειανών έπέζησε μεταξύ των, τό όποιον άρχίζει πάλι νά φουντώνη, έννοοΰμεν τον Αυξέντιον καί τον Ούρσάκιον καί τον Ούάλεντα και όσους πιστεύουν τα ίδια μέ αυτούς, αύτοι μέ τά γράμματα αυτά άπεκόπησαν και άπεμακρύνθησαν.

Είναι λοιπόν, όπως προείπαμεν, αρκετά όσα έθεσπίσθησαν είς την Νίκαιαν καί αυτάρκη προς ανατροπή κάθε ασεβούς αιρέσεως, καί προς ασφάλειαν και ωφέλεια τής εκκλησιαστικής διδασκαλίας. Επειδή όμως έπληροφορήθημεν, δτι μερικοί πού θέλουν να άντιμάχωνται προς αυτήν, επιχειρούν να προβάλλουν κάποιαν σύνοδον που έγινε δήθεν είς Άρίμινον, καί έχουν την φιλοδοξίαν να θέσουν υψηλότερα αυτήν τήν σύνοδο παρά τής Νίκαιας, έθεωρήσαμεν άναγκαϊον νά σάς γράψωμεν καί νά σάς ύπενθυμίσωμεν νά μην τούς άνέχεσθε, διότι ή προσπάθεια αυτή δεν είναι τίποτε άλλο, παρά ένα παρακλάδι τής άρειανικής αιρέσεως. Διότι αυτοί πού άπορρίπτουν τήν σύνοδον ή όποια συνεκροτήθη κατ’ αυτής τής αιρέσεως (ή σύνοδος δέ αυτή είναι ή συγκροτηθεϊσα είς Νίκαιαν) τί άλλο θέλουν παρά νά υπερισχύσουν αί γνώμαι τού Άρείου; Τί λοιπόν τούς αξίζει, παρά νά όνομάζωνται Άρειανοί και να τύχουν τής ιδίας μέ εκείνους τιμω­ρίας; Διότι αυτοί μήτε τον Θεόν έφοβήθησαν, ό όποιος λέγει· «Μή μετακινής τά αιώνια σύνορα πού έθεσαν οι Πατέρες σου» και’ «Αυτός πού κακολογεί πατέρα ή μητέρα νά πεθαίνη μέ θά­νατον» 2, μήτε τούς Πατέρας έσεβάσθησαν, πού ώρισαν να εί­ναι αναθεματισμένοι όσοι πιστεύουν αντίθετα με την ομολογίαν τής πίστεως αυτών.

2. Διά τούτο λοιπόν ή σύνοδος τής Νίκαιας συνεκροτήθη έξ όλης τής οικουμένης, διότι συγκεντρώθηκαν είς αυτήν τρια­κόσιοι δέκα οκτώ επίσκοποι, διά να ορίσουν περί πίστεως, έξ ά- φορμής τής άρειανικής ασεβείας, ώστε να μη επιτρέπεται πλέον, με πρόφασιν τήν πίστιν, νά γίνωνται κατά μέρος μικραί σύνο­δοι, αλλά και αν γίνωνται, νά μή υπερισχύουν εκείνης. Διότι τί λείπει άπό εκείνην, διά νά άναζητή κανείς νεώτερα; Είναι, αγα­πητοί, γεμάτη ευσέβεια· αυτή έγέμισεν όλην την οικουμένη ν. Αυτήν ανεγνώρισαν και οι Ινδοί και όσοι άλλοι Χριστιανοί

2. Έξ. 21, 16.

υπάρχουν μεταξύ των βαρβαρικών λαών. Λοιπόν μάταιος είναι ό κόπος αύτών πού επανειλημμένους έστράφησαν κατ’ αύτής. Διότι αυτοί ήδη έχουν πραγματοποιήσει περισσότερα; από δέκα συνόδου;, καί εις κάθε μίαν άλλάσσουν γνώμην, και άλλοτε άφαιροΰν κάτι άπό όσα άπεφάσισαν εις τάς προηγουμένας, άλ­λοτε δε άλλάσσουν κάτι ή προσθέτουν εις τάς έπομένας. Και δεν ώφελήθησαν τίποτε μέχρι τώρα με το νά γράφουν, νά σβήνουν και νά εκβιάζουν, διότι δεν γνωρίζουν, ότι «Κάθε μεν φυτόν, πού δεν έφύτευσεν ό Πατήρ ό ουράνιος, θά ξεριζωθή» \ ό δε λόγος τοϋ Κυρίου, ό όποιος διετυπώθη διά τής οικουμενικής συνόδου εις τήν Νίκαιαν παραμένει αιωνίως. Και αν κανείς προσθέση άριθμητικώς τους συμμετασχόντας, είναι περισσότεροι οϊ Πατέρες τής Νίκαιας άπό εκείνους των κατά μέρος συνόδων, όπως και το σύνολον είναι περισσότερον από τό μέρος. Και αν κανείς θελήση νά έξετάση τήν αιτίαν τής εις Νίκαιαν συγκροτηθείσης συνόδου και των συνόδων πού έγιναν μετά άπ’ αυτήν, θά εύρη ότι ή αι­τία τής συνόδου τής Νίκαιας είναι εύεξήγητος, ενώ αί άλλαι συνεκροτήθησαν με βίαν, άπό μίσος καί φιλονεικίαν. Δηλαδή ή μεν σύνοδος τής Νίκαιας συνεκροτήθη διά την άρειανικήν αίρεσιν και διά τό ζήτημα τοΰ εορτασμού του Πάσχα, έπειδή οί Χρι­στιανοί τής Συρίας, Κιλικίας καί Μεσοποταμίας διεφώνουν με ημάς και έώρταζαν τό Πάσχα, όταν εόρταζαν αυτό και οι Ιουδαίοι 2. Άλλ’ οφείλεται χάρις εις τον Κύριον διότι έπετεύχθη συμφωνία καί διά την άγίαν εορτήν, όπως και διά την πίστιν. Καί αύτή ήταν ή αιτία τής συνόδου είς τήν Νίκαιαν. Αί δέ σύνο­δοι αί όποΐαι έγιναν μετά άπ’ αυτήν είναι πολυάριθμοι καί έπενοήθησαν εναντίον αυτής.

3. Άφοΰ λοιπόν αυτά άποδεικνύονται έτσι, ποιος θά άποδεχθή αυτούς πού τοποθετούν την σύνοδον τής Άριμίνου ή όποιανδήποτε άλλην σύνοδον επάνω από τήν τής Νίκαιας; "Η ποιος δεν θα έμισοΰσε αυτούς πού αθετούν την πίστιν των Πατέρων,

τό «Περί των Συνόδων Άριμίνου καί Σελευκείας« κεφ. 5 Βλ. σελ. 130 τοϋ πα­ρόντος τόμου.

, προτιμούν δέ τά νεώτερα που έγιναν εις την Άρίμινον με φιλονεικίαν και βίαν; Ποιος δέ θά θέληση να συνεργασθή με αυτούς τους άνθρώπους, οί όποιοι δεν άποδέχονται ούτε τάς ίδικάς των γνώμας; Διότι αυτοί που εις δέκα και παραπάνω συ­νόδους, όπως προείπαμεν, εις κάθε μίαν γράφουν άλλα είναι φα­νερόν ότι οι ίδιοι είναι κατήγοροι τής κα3εμιάς. Παθαίνουν δη­λαδή κάτι ωσάν αυτό που έπαθαν κάποτε οι προδόται των Ιου­δαίων όπως δηλαδή εκείνοι έγκατέλειψαν τήν μοναδική πηγήν τοϋ ζώντος ύδατος «καί κατεσκεύασαν διά τους έαυτούς των στέρνας ραγισμένος, αί όποϊαι δέν θά ή μπορέσουν νά συγκρα­τήσουν τό ύδωρ» 1, έχει γραφή δέ αυτό άπό τον προφήτην Ιε­ρεμίαν, έτσι καί αυτοί, επειδή μάχονται εναντίον τής μιας οι­κουμενικής ο'υνόδου, κατεσκεύασαν διά τούς έαυτούς των πολ- λάς συνόδους, αί όποϊαι δλαι είναι χωρίς πριεχόμενον καί άπε- δείχθησαν είς τά χέρια των «συγκομιδή χωρίς δύναμιν» 1. Νά μη άνεχώμεθα λοιπόν αυτούς πού θέτουν την Άρίμινον, ή όποιανδήποτε άλλην σύνοδον, επάνω άπό την σύνοδον τής Νί­καιας. Διότι καί αυτοί που δέχονται τήν Άρίμινον, φαίνονται ωσάν να μη γνωρίζουν όσα έγιναν είς αύτήν, διότι αν τά έγνώριζαν θά έσιωπούσαν.

Γνωρίζετε λοιπόν, αγαπητοί, διότι έπληροφορήθητε και σεις από εκείνους πού ήλθαν από σάς είς την Άρίμινον, ότι ό Ούρσάκιος καί ό Ούάλης καί ό Εύδόξιος και ό Αυξέντιος ήταν δε ε­κεί μαζί με αυτούς καί ό Δημόφιλος, καθηρέθησαν, διότι ήθέλη- σαν νά γράψουν διαφορετικά από εκείνα τής Νίκαιας, όταν δέ άπητήθη άπ’ αυτούς να αναθεματίσουν την άρειανικήν αίρεσιν δεν το έκαμαν, αλλά μάλλον ήθελαν να τήν προστατεύσουν. Οί επίσκοποι όμως, οί πραγματικά γνήσιοι δούλοι τού Κυρίου καί ορθώς πιστεύοντες, οί όποιοι ήσαν σχεδόν διακόσιοι, έγρα­ψαν τότε ότι πρέπει νά άρκούμεθα μόνον εις την σύνοδον τής Νίκαιας, και να μή ζητούμεν ή νά πιστεύωμεν τίποτε περισσό­τερον άπό εκείνην. Αυτά τα έγνωστοποίησαν και εις τον Κωνστάντιον, ό όποιος έδωσεν εντολήν νά γίνη ή σύνοδος 1. Άλλ’ εκείνοι οί όποιοι καθηρέθησαν είς τήν Άρίμινον, έσπευσαν είς τον Κωνστάντιον και επέτυχαν, ώστε αΰτο'ι που έλαβαν τήν κατ’ αυτών άπόφασιν, άφ’ ενός μέν νά ύβρισθούν, άφ’ ετέρου δε νά άπειληθοϋν ότι δεν θά έπιτραπή ή έπάνοδός των είς τάς έπαρχίας των καί θά ταλαιπωρηθούν είς τήν Θράκην μέσα είς τον χειμώνα, διά νά υποχρεωθούν νά δεχθούν τάς καινοτομίας εκείνων.

4. Εάν λοιπόν μερικοί προβάλλουν τήν Άρίμινον, άς δεί­ξουν πρώτον τήν καθαίρεσιν τών προαναφερθέντων και εκείνα που έγραψαν οί έπίσκοποι, οί όποιοι λέγουν νά μή άναζητώμεν τίποτε περισσότερον άπό όσα έθέσπισαν οί Πατέρες είς Νίκαιαν, ούτε νά δεχώμεθα άλλην σύνοδον έκτος από εκείνην. Άλλ’ αυτά μέν τα κρύβουν καί προβάλλουν αύτά πού διεπράχθησαν με βί­αν είς τήν Θράκην. Έκ τούτων άποδεικνύονται ότι είναι κρυφοί μέν ύποστηρικταί τής άρειανικής αίρέσεως, ξένοι δέ προς τήν ύγιαίνουσαν πίστιν. Καί άν κανείς θά ήθελε νά έξετάση έκ πα­ραλλήλου αύτήν την μεγάλην σύνοδον καί τάς συνόδους εκείνων, θά εύρη ότι ή θεοσέβεια ύπήρχεν είς τούς συμμετασχόντας είς τήν Νίκαιαν, εις δε τους άλλους ή παραλογία. Αύτοί πού συν­ήλθαν είς τήν Νίκαιαν δεν συνήλθαν, καθαιρεθέντες ώμο- λόγησαν δέ ότι ό Υιός είναι έκ τής ουσίας τού Πατρός, ένώ αυτοί αφού καθηρέθησαν μίαν καί δύο καί διά τρίτην φοράν είς αύτήν τήν Άρίμινον, έτόλμησαν νά γράψουν, ότι δεν πρέπει νά λέγεται ότι ό Θεός έχει ούσίαν ή ύπόστασιν.

Απ’ αυτά λοιπόν πρέπει νά καταλάβετε, αδελφοί, ότι οί μέν Πατέρες τής Νίκαιας μυρίζουν Γραφάς, διότι ό ίδιος ό Θεός λέγει είς τήν Έξοδον* «Έγώ είμαι ό ών» 2, καί διά τού Ίερεμίου* «Ποιος εύρίσκεται πλησίον τού Κυρίου διά νά γνωρίση τον λόγον αύτού»3, καί μετ’ ολίγον* «Καί έάν αύτοί εύρίσκοντο μαζί μου και εάν ήκουσαν τούς λόγους μου» 1. Ή δέ υπόστασης είναι ουσία, και δεν σημαίνει τίποτε άλλο, παρά αυτό τό όν, τό όποιον ό Ιερεμίας ονομάζει υπαρξιν, όταν λέγη· «Δεν ήκουσαν φωνήν ύπάρξεως» 2. Ή ύπόστασις δηλαδή καί ή ουσία είναι ϋπαρξις. Είναι δηλαδή καί υπάρχει. "Εχοντας τούτο εις τον νούν του καί ό Παύλος έγραφεν προς Εβραίους· «Ούτος είναι ή άκτινοβολία της δόξης καί ή σφραγίς τής ουσίας αυτού» 3. Αύτοί δέ πού νομίζουν πώς γνωρίζουν τάς Γραφάς, καί λέγουν πώς αυτοί είναι σοφοί, επειδή δέν θέλουν νά άναφέρουν την λέξιν ύπόστασις διά τον Θεόν (διότι αύτό έγραφαν είς τήν Άρίμινον καί εις άλ- λας συνόδους των), πώς δέν καθηρέθησαν δικαίως, άφού λέγουν καί αυτοί, όπως ό παράφρων λέγει μέ τήν καρδίαν του ότι, «Δέν υπάρχει Θεός»4; Οί Πατέρες πάλιν έδίδαξαν είς τήν Νί­καιαν ότι ό Υιός Λόγος δέν είναι κτίσμα ή δημιούργημα, διότι άνέγνωσαν «Τά πάντα έγιναν δι’ αυτού» 5, καί· «Δι’ αύτού έ- δημιουργήθησαν τά πάντα»6 καί έστερεώθησαν. Αυτοί δέ, οί όποιοι είναι περισσότερον Άρειανοί παρά Χριστιανοί, είς τάς άλλας συνόδους των έτόλμησαν νά τον ονομάσουν κτίσμα, καί ένα έκ των δημιουργημάτων, των οποίων ό ίδιος ό Λόγος είναι δημιουργός καί ποιητής. Έάν λοιπόν τά πάντα έγιναν δι’ αυτού, είναι δέ καί ό ίδιος κτίσμα, θά ήταν κτίστης καί τού εαυ­τού του. Καί πώς είναι δυνατόν αυτό πού κτίζεται νά κτίζη; ’Ή πώς κτίζεται αυτός πού κτίζει.

5. Άλλ’ ούτε έτσι έντρέπονται, όταν λέγουν αύτά διά τά όποια είναι είς όλους μισητοί, καί προβάλλουν άπλώς την Άρ μινον, ενώ φανερά καθηρέθησαν είς αυτήν. Καί δι’ αυτό πού έγρά- φη είς τήν Νίκαιαν, ότι δηλαδή ό Υιός είναι όμοούσιος μέ τον Πατέρα, προσποιούνται ότι μάχονται προς τήν σύνοδον καί περιφέρονται παντού θορυβούντες ώσάν τά κουνούπια, διά τήν λέξιν αυτήν. Καί κάνουν τούτο ή επειδή δεν τό καταλαβαίνουν καί σκοντάφτουν επάνω εις αυτό, όπως εκείνοι που πέφτουν επά­νω εις τον λίθον τοϋ προσκόμματος, ό όποιος έτέθη εις τήν Σιών 1, ή, τό καταλαβαίνουν μεν, δι’ αυτό δε μάχονται καί γογγύζουν συνεχώς, επειδή αυτή ή άκριβής άπόφασις στρέ­φεται πραγματικά κατά τής αίρέσεως αυτών. Δεν τούς στενο­χωρούν δηλαδή αί λέξεις, άλλά ή καταδίκη των πού εγινεν είς αύτήν τήν σύνοδον. Καί δι’ όλα αυτά πάλιν αύτοί ύπήρξαν οί αίτιοι, καί αν αύτοί θέλουν νά κρύψουν αύτό, αν καί τό γνωρί­ζουν, όμως ημείς πρέπει νά τό εΐπωμεν, διά νά δειχθή καί με αύτά ή άληθινή άκρίβεια τής μεγάλης συνόδου. "Οταν λοιπόν οί συν- ελθόντες είς τήν σύνοδον επίσκοποι ήθελαν νά άνασκευάσουν μεν τάς άπό τούς Άρειανούς έφευρεθείσας άσεβεΐς εκφράσεις, δηλα­δή τό 'έξ ουκ όντων’, καί τό ότι λέγουν ότι ό Υιός είναι κτίσμα καί δημιούργημα, καί τό 'Ην ποτέ ότε ούκ ήν’, καί τό ότι έχει μετα­βλητήν φύσιν, νά γράψουν δε τάς φράσεις πού όμολογούνται είς τάς Γραφάς, ότι δηλαδή ό Λόγος είναι κατά φύσιν έκ τού Θεού μονογενής, καί δύναμις, καί μοναδική σοφία τού Πατρός, καί Θεός αληθινός, όπως εϊπεν ό Ιωάννης, καί όπως έγραψεν ό Παύ­λος, άκτινοβολία τής δόξης καί σφραγίς τής ούσίας τού Πα­τρός, τότε οί οπαδοί τού Εύσεβίου, παρασυρόμενοι άπό τήν κακοδοξίαν των, έλεγαν ό ένας είς τον άλλον, ας συμφωνήσωμεν, διότι καί ημείς εϊμεθα άπό τον Θεόν «Διότι ένας είναι ό Θεός, άπό τον όποιον προέρχονται όλα»2, καί· «Τά άρχαΐα έπέρασαν, έχουν γίνει όλα καινούργια. "Ολα δε προέρχονται άπό τον Θεόν» 7. ’Εσκέπτοντο δε καί εκείνο πού έχει γραφή είς τον Ποι­μένα· «Πρώτον εξ όλων πρέπει νά πιστεύσης, ότι ό Θεός είναι ένας, αύτός ό όποιος έδημιούργησε καί έτακτοποίησε τά πάντα, καί τά έφερεν είς τήν Οπαρξιν έκ τού μηδενός» 8.

Άλλ’ οί επίσκοποι, επειδή άντελήφθησαν τήν πονηριάν εκείνων, καί τό πονηρόν τέχνασμα τής άσεβείας, εξήγησαν καθαρώτερα τό έκ του Θεού, και έγραψαν ότι ό Υιός είναι εκ της ουσίας του Θεού, εις τρόπον ώστε, τά μέν κτίσματα, επειδή δεν υπάρχουν καθ’ εαυτά, χωρίς τό αίτιον, άλλ’ έχουν αρχήν τής δημιουργίας των, νά λέγεται ότι είναι έκ του Θεού, ό δε Υιός μό­νος να λέγεται ότι ανήκει εις τήν ουσίαν του Πατρός. Διότι αυτό είναι ή ιδιαιτέρα σχέσις του μονογενούς και αληθινού Λόγου προς τον Πατέρα. Διά τό ότι λοιπόν έγράφη έκ της ουσίας ή αιτιολο­γία είναι αυτή. "Οταν δε πάλιν ήρώτησαν οί επίσκοποι αυτούς τους ολίγους, μήπως έλεγαν τον Υιόν όχι κτίσμα, άλλα δύναμιν, μοναδικήν σοφίαν τοΰ Πατρός και άίδιον εικόνα, άπαράλλακτον κατά πάντα τοΰ Πατρός, καί Θεόν αληθινόν, τότε οί οπαδοί τοΰ Ευσεβίου κατελήφθησαν νά συνενοοϋνται μεταξύ των με νεύμα­τα, ότι καί αύτά είναι καί δι’ ήμάς τούς άνθρώπους· διότι καί ,ήμεΐς λεγόμεθα καί είκών καί δόξα τοΰ Θεού, καί διότι έχει λεχθη δΓ ήμάς* «Πάντοτε ήμεϊς οί ζώντες» *. Καί υπάρχουν πολλαΐ δυ­νάμεις* «Καί έξηλθε μέν πάσα ή δύναμις Κυρίου έκ γης Αίγύπτου». Ή δε κάμπη καί ή άκρίδα λέγεται δύναμις μεγάλη 2. Καί* «Ό Κύριος των δυνάμεων είναι μαζί μας, ό Θεός τού Ιακώβ είναι βο­ηθός μας» 9. Άλλ’ όμως τό νά άνήκωμεν εις τον Θεόν δεν τό έχομεν άπλώς, άλλ’ επειδή μάς ώνόμασε καί άδελφούς. Έάν δε λέγουν τον Υιόν καί Θεόν άληθινόν, αΰτό δεν μάς στενόχωρε!, διότι άφοΰ έγινεν, είναι άληθινός.

6. Αύτή είναι ή διεφθαρμένη σκέψις των Άρειανών. Αλ­λά έπειδή οί επίσκοποι άντελήφθησαν καί επί τού σημείου αυ­τού τον ΰπουλον τρόπον αυτών, παρουσίασαν έκ των Γραφών τάς λέξεις άπαύγασμα, καί τήν πηγήν, καί τον ποταμόν, καί τήν σφραγίδα σχετικά με τήν ούσίαν, καί τό* «Μέσα εις τό φώς σου θά ίδωμεν τό φώς» 10, καί τό* «’Εγώ καί ό Πατήρ εϊμεθα εν»11. Έτσι λοιπόν έγραψαν καθαρώτερα καί έν συντομία ότι ό Υίός είναι όμοούσιος προς τον Πατέρα, διότι όλα όσα προανεφέρθησαν έχουν αυτήν την σημασίαν. Καί ή διαμαρτυρία των ότι αί λέξεις αύταί δεν είναι έκ των Γραφών, άποδεικνύεται ματαία σττό> τους ίδιους, διότι ενώ ασεβούν με λέξεις εκτός των Γραφών, (διό­τι τό 'Έξ ούκ όντων’, και το, Ην πότε,ότε ουκ ήν, δεν είναι λό­για των Γραφών) διαμαρτύρονται ότι κατεδικάσθησαν δι’ άγράφων λέξεων, αί όττοϊαι όμως νοούνται όρθώς. Αυτοί μεν ωσάν να ήσαν άπό κοπριάν, ώμίλησαν πραγματικά ως γήινοι άνθρω­ποι, οί δέ επίσκοποι δεν ηύραν μόνοι τους τάς λέξεις, άλλά τάς έγραψαν, επειδή αύταί έμαρτυροΰντο άπό τούς Πατέρας. Διότι αρχαίοι επίσκοποι τής μεγάλης Ρώμης καί τής πόλεώς μας προ εκατόν τριάντα περίπου ετών έγραψαν κατηγορούντες αυτούς πού έλεγαν τον Υιόν δημιούργημα, καί όχι όμοούσιον προς τον Πατέρα. Και αυτό το ήξερεν ό Εύσέβιος, ό όποιος έγινεν επί­σκοπος τής Καισαρείας, καί ό όποιος κατ’ άρχάς μεν βοηθούσε την αρειανή αίρεσιν, αργότερα όμως υπέγραψε ν είς την σύνο­δον τής Νίκαιας, έγραφε δε καί είς τούς φίλους του βεβαιώνον­τας, ότι γνωρίζομεν πώς και μερικοί εκ των παλαιών λογίων καί επιφανών επισκόπων καί συγγραφέων, έχρησιμοποίησαν διά την θεότητα τού Πατρός και τού Υιού την λέξιν ομοούσιος1.

7. Διατί λοιπόν επικαλούνται ακόμη τήν Άρίμινον, είς τήν οποίαν καθηρέθησαν; Διατί άρνούνται την σύνοδον τής Νίκαιας, είς τήν οποίαν καί οί Πατέρες των υπέγραψαν, καί παρεδέχθησαν ότι ό Υιός είναι έκ τής ούσίας τού Πατρός καί όμοούσιος μέ αύτόν; Τί πηγαινοέρχονται; Διότι δέν μάχονται μόνον προς τούς Πατέρας πού συνήλθαν είς τήν Νίκαιαν, άλλά καί προς τούς ίδικούς των μεγάλους επισκόπους, καί εναντίον τών ίδικών των. Ποιων είναι λοιπόν κληρονόμοι καί διάδοχοι; Πώς ή μπορούν νά ονομάζουν Πατέρας αύτούς, τών όποιων δέν αποδέχονται τήν ομολογίαν, ή οποία διετυπώθη ορθώς και με άποστολικόν τρόπον; Διότι, άν νομίζουν ότι ήμπορούν νά έ­χουν άντιρρήσεις, ας εΐπουν, μάλλον δέ άς απαντήσουν, διά νά συγκρουσθούν φανερά ακόμη καί μέ τούς εαυτούς των, εάν πι­στεύουν εις τον Υιόν ό όποιος λέγει· «Έγώ και ό Πατήρ εϊμεθα εν» 1 καί* «Αυτός που έχει ϊδή εμένα, έχει ϊδή τον Πατέρα»2. Ναί, ήμπορεϊ νά εΐπουν, έπειδή έχει γραφή, πιστεύομεν. Αλλά, έάν τους ζητηθή νά εΐπουν, 'πώς είναι έν’, καί 'πώς αυτός που έχει ϊδή τον Υιόν έχει ϊδή και τον Πατέρα1, οπωσδήποτε θά εΐπουν δι* ομοιότητα* έκτος έάν συμφωνούν απολύτως μέ αυτούς πού πιστεύουν άδελφικά μέ αύτούς, εκείνους πού λέγονται Ανόμοιοι. Άλλ’ έάν έρωτηθούν πάλιν, πώς είναι όμοιος μέ τον Πατέρα; Θά άπαντήσουν μέ θράσος* Κατά τήν τέλειαν αρετήν καί πλήρη συμφωνίαν, ώστε νά θέλη το ίδιο μέ τον Πατέρα, καί νά μή θέλη δ,τι δέν θέλει ό Πατήρ. Άλλ’ ας μάθουν ότι, έάν είναι όμοιος μέ τον Θεόν κατά τήν αρετήν καί τήν θέλησιν, έχει βέβαια καί τήν δυνατότητα τής μεταβλητότητος, δέν είναι όμως τέτοιος ό Λό­γος, έκτος έάν είναι μερικώς όμοιος καί μέ ή μάς, διότι δέν είναι καί κατ’ ούσίαν όμοιος. Αύτά όμως είναι ιδιώματα ημών πού εΐμεθα δημιουργήματα καί έχομεν κτιστήν φύσιν. Διότι καί ήμεΐς, άν καί δέν ήμπορούμεν νά γίνωμεν όμοιοι κατ’ ούσίαν μέ τον Θεόν, όμως, έπειδή μέ τήν αρετήν βελτιούμεθα, μιμούμεθα τον Θεόν, δυνατότητα τήν οποίαν μάς έχάρισεν ό Κύριος, ό όποιος λέγει* «Νά εΐσθε φιλεύσπλαγχνοι, όπως ό Πατέρας σας είναι φιλεύσπλαγχνος» 3 «Νά είσθε τέλειοι, όπως ό Πατέρας σας ό ουράνιος είναι τέλειος» .

 https://greekdownloads3.wordpress.com/wp-content/uploads/2014/08/epistula-ad-afros-episcopos.pdf

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ  ΕΔΩ .👇 Η ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΚΕΙΜΕΝΟΥ ΣΤΗΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ 

ΕΔΩ 

 ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ   ΕΔΩ .👇 ΚΕΙΜΕΝΟ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ 

 

ΕΔΩ  

 

Οι Προφήται ως είδον, οι Απόστολοι ως εδίδαξαν, η Εκκλησία ως παρέλαβεν, οι ∆ιδάσκαλοι ως εδογμάτισαν, η Οικουμένη ως συμπεφρόνηκεν, η χάρις ως έλαμψεν· η αλήθεια ως αποδέδεικται, το ψεύδος ως απελήλαται, η σοφία ως επαρρησιάσατο, ο Χριστός ως εβράβευσεν· ούτω φρονούμεν, ούτω λαλούμεν, ούτω κηρύσσομεν, Χριστόν τον αληθινόν Θεόν ημών.

 

 ΜΕΓΑ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΤΟΜΟΙ  1-2-3

 

Απολογητικά. 1. Λόγος Α΄. Κατά ειδώλων (α. Περί ειδωλολατρείας. β΄ Αναίρεση της ειδωλολατρείας). 2. Λόγος Β΄. Περί ενανθρωπήσεως (α. Σκοπός της ενανθρωπήσεως. β. Αντιρρήσεις των ειδωλολατρών) .και εδώ

 Δογματικά Α΄. Λόγοι κατά Αρειανών Α΄ – Β΄,

 Δογματικά Β΄. 1. Λόγοι κατά Αρειανών Γ΄- Δ΄. 2. Περί της ενσάρκου οικονομίας και κατά Αρειανών.

 ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΚΑΙ ΕΔΩ

 

 

 https://online.fliphtml5.com/kzymi/cbuy/

 

 https://online.fliphtml5.com/kzymi/ghug/

 

 https://online.fliphtml5.com/kzymi/ojxd/



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος δεν ανατρέπει την ασεβή αίρεση του Παπισμού - Οικουμενισμού 1

  Όσα έθεσπίσθησαν είς την Νίκαιαν καί αυτάρκη προς ανατροπή κάθε ασεβούς αιρέσεως, καί προς ασφάλειαν και ωφέλεια τής εκκλησιαστικής διδασκ...

Δημοφιλείς αναρτήσεις