Λεξικό Κριαρά]
- άτρωτος, επίθ.
-
- 1) Aπείραχτος, σώος:
- φαλκόνιν άτρωτον (Bέλθ. 777).
- 2) (Mεταφ.) σταθερός:
- πίστιν … άτρωτον (Διγ. Z 4182).
[αρχ. επίθ. άτρωτος. H λ. και σήμ.]
- 1) Aπείραχτος, σώος:
Η Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδος (692 μ.Χ.) στον πρώτο κανόνα της με τίτλο «περί τηρήσεως τών ιερών κανόνων τών προτέρων συνόδων» ορίζει «ακαινοτόμητόν τε και απαράτρωτον φυλάττειν την παραδοθείσαν ημίν πίστιν υπό τε τών αυτοπτών και υπηρετών τού Λόγου, τών θεοκρίτων Αποστόλων» και στην συνέχεια μνημονεύει και τών Πατέρων τών έως τότε Συνόδων.
Αναφερόμενος ο κανόνας αυτός στους Πατέρας τών Οικουμενικών Συνόδων, συγχρόνως καταγράφει και τις κακοδοξίες τών αιρετικών. Δηλαδή, δεν καταδικάζονται απλώς και γενικώς οι αιρέσεις ως προς τον Χριστό και το Άγιον Πνεύμα, αλλά οι εκφραστές αυτών τών κακοδοξιών. Έτσι, μνημονεύει τον «Άρειον τον δυσσεβή», «τον βέβηλον Μεκεδόνιον», τον «Απολλινάριον, τον τής κακίας μύστην», «την ληρώδη τού Νεστορίου διαίρεσιν», τον «Ευτυχέα τον ματαιόφρονα», και άλλους αιρετικούς και κακοδόξους. Κάνουν εντύπωση τα επίθετα που χρησιμοποιούνται για να προσδιορίσουν τον φιλοσοφικό και κακόδοξο τρόπο θεολογήσεώς τους.
Τα ίδια διαβάζουμε στο περίφημο έργο τού αγίου Ιωάννου τού Δαμασκηνού με τίτλο: «Έκδοσις ακριβής τής ορθοδόξου πίστεως». Αναφερόμενος ο κορυφαίος αυτός Δογματικός Πατέρας τού 8ου αιώνος στα θέματα τής Χριστολογίας, ότι η ένωση στον Χριστό έγινε από δύο τέλειες φύσεις, την θεία και την ανθρωπίνη, μνημονεύει τον Διόσκορο και τον Σεβήρο που υποστήριζαν ότι έγινε φυρμός ή σύγχυση ή ανάκραση τών δύο φύσεων στον Χριστό.
Γράφει ότι δεν ενώθηκαν οι δύο φύσεις στον Χριστό «κατά φυρμόν ή σύγχυσιν ή ανάκρασιν, ως ο θεήλατος (κυνηγημένος από τον Θεό) έφη Διόσκορος, Σεβήρος τε και η τούτων εναγής (μιασμένη) συμμορία». Επίσης, γράφει ότι η ένωση τών δύο φύσεων στον Χριστό δεν είναι προσωπική ή σχετική ή κατ’ αξία ή κατά την ταυτότητα τής βουλήσεως ή την ομοτιμία ή την ανωνυμία ή την ευδοκία, «ως ο θεοστυγής (βλάσφημος) έφη Νεστόριος, Διόδωρός τε και ο Μομψουεστίας Θεόδωρος και η τούτων δαιμονιώδης (δαιμονισμένη) ομήγυρις».
Παρατηρούμε ότι οι Πατέρες τής Εκκλησίας χρησιμοποιούσαν δυνατά επίθετα για να χαρακτηρίσουν τους αιρετικούς, οι οποίοι μετέδιδαν κακοδοξίες και αιρέσεις που στρέφονταν εναντίον τής αληθινής πίστεως, ενώ ήταν άγιοι και μετείχαν τής Θεοποιού ενεργείας τού Θεού. Στα θέματα τής πίστεως δεν επιτρέπονται ευγενείς λόγοι, διπλωματικές ενέργειες και συμβιβασμοί.
Παρατηρώντας την εξέλιξη τών πραγμάτων διαπιστώνουμε ότι αυτός ο στοχαστικός και φιλοσοφικός τρόπος θεολογήσεως, που καταδικάστηκε από τις Οικουμενικές Συνόδους, πέρασε με διαφόρους τρόπους στην Δύση και εκφράσθηκε από την λεγομένη Σχολαστική θεολογία, η οποία θεωρήθηκε ότι είναι ανώτερη από την πατερική θεολογία. Μετά την Σχολαστική θεολογία, κυρίως τον 13ο αιώνα, αναπτύχθηκαν άλλα φιλοσοφικά και θεολογικά ρεύματα που απομακρύνθηκαν τόσο από την Σχολαστική θεολογία όσο και από την Πατερική θεολογία, και ως κέντρο τής θεολογήσεως τέθηκαν οι φιλόσοφοι και οι φιλοσοφούντες. Είναι φανερό, όταν μελετά κανείς τα θεολογικά ρεύματα στον δυτικό χώρο, παρατηρεί ότι, ενώ η Σχολαστική θεολογία επηρεάσθηκε κυρίως από τον Πλάτωνα, αλλά και τον Αριστοτέλη, η μετέπειτα εξέλιξη στην Ευρώπη επηρεάσθηκε από την προσωκρατική φιλοσοφία.
Μέσα σε αυτήν την προοπτική οι δυτικοί θεολόγοι με διαφόρους τρόπους μελετούν τα έργα και την διδασκαλία τών αρχαίων αιρετικών και κατά κάποιον τρόπο τους συμπαθούν. Έτσι καλλιεργούνται θεολογικές απόψεις που προσεγγίζουν περισσότερο στην διδασκαλία τών αρχαίων αιρετικών. Για παράδειγμα, όλη η σύγχρονη φιλοσοφία και θεολογία είναι βολονταριστική, κάνει λόγο για υποστατική θέληση, η οποία καταδικάστηκε από την ΣΤ΄ Οικουμενική Σύνοδο.
«Μεγάλη η αλήθεια και υπερισχύει» (Α΄ Έσδρ. δ΄, 41).
ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ Ἡ Ἁγία Οἰκουμενικὴ (1) πρώτη Σύνοδος συνεκροτήθη ἐν Νικαία τῆς Βιθυνίας ἐπὶ Κωνσταντίνου τοῦ μεγάλου, κατὰ τὸ ἀπὸ Χριστοῦ 325 ἔτος.
.... παρέδωκε τὸ κοινόν, καὶ ἐγνωσμένον παρὰ πᾶσι θεῖον, καὶ ἱερὸν τῆς
ὀρθοδόξου ἡμῶν πίστεως Σύμβολον, ἐν ὢ τόν του Θεοῦ Υἱὸν καὶ Λόγον, Θεὸν
ἀληθινὸν ἀνεκήρυξεν, ὁμοούσιον μὲ τὸν Πατέρα, ἤτοι τὴν αὐτὴν οὐσίαν καὶ
φύσιν μὲ τὸν Πατέρα ἔχοντα, καὶ ἑπομένως τὴν αὐτὴν δόξαν, καὶ ἐξουσίαν,
καὶ κυριότητα, καὶ ἀϊδιότητα, καὶ πάντα τὰ λοιπὰ θεοπρεπῆ τῆς θείας
φύσεως ἰδιώμτα• ἔχει δὲ ἐπὶ λέξεως οὕτω• «Πιστεύομεν εἰς ἕνα Θεὸν Πατέρα
παντοκράτορα πάντων ὁρατῶν τε, καὶ ἀοράτων ποιητήν. Καὶ εἲς ἕνα Κύριον
Ἰησοῦν Χριστὸν τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ, τὸν γεννηθέντα ἐκ τοῦ Πατρὸς μονογενῆ,
τοῦτ’ ἐστὶν ἐκ τῆς οὐσίας τοῦ Πατρός, Θεὸν ἐκ Θεοῦ, φῶς ἐκ φωτός, Θεὸν
ἀληθινὸν ἐκ Θεοῦ ἀληθινοῦ, γεννηθέντα οὗ ποιηθέντα, ὁμοούσιον(2) τῷ
Πατρί, δι’ οὗ τὰ πάντα ἐγένετο, τὰ ἐν τῷ Οὐρανῷ, καὶ τὰ ἐν τῇ γῆ. Τὸν
δι΄ ἡμᾶς τοὺς ἀνθρώπους, καὶ διὰ τὴν ἡμετέραν σωτηρίαν κατελθόντα, καὶ
σαρκωθέντα, καὶ ἐνανθρωπήσαντα. Παθόντα• ἀναστάντα τῇ Τρίτῃ ἡμέρᾳ• καὶ
ἀνελθόντα εἰς τοὺς Οὐρανοὺς καὶ καθεζόμενον ἐν δεξιᾷ τοῦ Πατρός. Πάλιν
ἐρχόμενον κρίναι ζῶντας καὶ νεκρούς. Καὶ εἰς τὸ ἅγιον Πνεῦμα• τοὺς δὲ
λέγοντας, ὅτι ἢν πότε, ὅτε οὐκ ἤν, καὶ πρὶν γεννηθῆναι οὒκ ἤν, καὶ ὅτι
ἐξ οὐκ ὄντων ἐγένετο, ἡ ἐξ ἑτέρας ὑποστάσεως, ἡ οὐσίας φάσκοντας εἶναι, ἡ
τρεπτόν, ἡ ἀλλοιωτὸν τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ, τούτους ἀναθεματίζει ἡ καθολικὴ
καὶ ἀποστολικὴ Ἐκκλησία.» (1) Τοῦτο δὲ τὸ Σύμβολον, ὁ μὲν Ἱεροσολύμων
Θεόδωρος πίστεως ὀρθὴν ὁμολογίαν ὠνόμασεν: ὁ δὲ Ῥώμης Δάμασος, τεῖχος
ὑπεναντίον τῶν ὅπλων τοῦ διαβόλου. Καὶ ἁπλῶς παρὰ πάσης τῆς Ἐκκλησίας
καλεῖται ἡ χαρακτηριστικὴ σημαία, καὶ τὸ φλάμπουρον τῶν ὀρθοδόξων, διὰ
μέσου τοῦ ὁποίου αὐτοί, ὡς ἀληθεῖς στρατιῶται τοῦ Χριστοῦ, διακρίνονται
ἀπὸ τοὺς ἐχθροὺς τοῦ Χριστοῦ, καὶ ἀπὸ τοὺς ὑποκρινομένους μὲν τὸ ὄνομα
τοῦ Χριστοῦ, διακρίνονται ἀπὸ τοὺς ἐχθροὺς τοῦ Χριστοῦ, καὶ ἀπὸ τοὺς
ὑποκρινομένους μὲν τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, ὄντας δὲ ψευδαδέλφους καὶ
κακοδόξους. Καὶ οἱ στρατιῶται γὰρ διὰ συμβόλων διακρίνουσι τοὺς
συστρατιώτας αὐτῶν ἀπὸ τοὺς ὑπεναντίους. Ὅθεν καὶ ἐκ μεταφορᾶς τῶν
στρατιωτικῶν συμβόλων ὠνομάσθη καὶ τὸ τῆς πίστεως σύμβολον. Παρέδωκε δὲ
καὶ τὸν περὶ τοῦ Πάσχα διωρισμόν, ὂν νῦν κράτει ἀπαράτρωτον ἡ καθολικὴ
Ἀνατολικὴ Ἐκκλησία,(περὶ οὐ ὅρᾳ τὸν ζ΄ Ἀποστολικόν, καὶ τὸν α΄. τῆς α΄
τῆς ἐν Ἀντιοχείᾳ.)
Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άτρωτος -η -ο [átrotos] Ε5 : (λόγ.) που δεν μπορούν να τον χτυπήσουν, να τον πληγώσουν. ANT τρωτός. || (κυρ. μτφ.): Έμεινε ~ από τις συκοφαντίες. ~ από την ομορφιά της, ασυγκίνητος.
[λόγ. < αρχ. ἄτρωτος]
- άτρωτος, -η, -ο [átrotos] (L)
- ① unaffected, untouched, undamaged, unscathed (syn απείραχτος 2, απρόσβλητος 2b):
- ο ίδιος ο Πλάτων δεν έβγαινε ~ από αυτήν την επίθεση (Tsatsos) |
- έμενε ακόμη ~ από τα βέλη της νεώτερης συγκριτικής φιλοσοφίας (Chourmouzios)
- ② invulnerable, unassailable, immune (near-syn απρόσβλητος 2, ant τρωτός):
- άτρωτη θωράκιση |
- άτρωτη λαμαρίνα |
- άτρωτες δυνάμεις, ρίζες |
- ~ από τη διάβρωση, τις σφαίρες, τη συκοφαντία |
- η επανάσταση σάρωσε μια από τις πιο άτρωτες δικτατορίες του αιώνα |
- gnom ο σοφός είναι ~ από τα πάθη (Kontogiannis) |
- είναι είτε από την τύχη είτε από κάποιο μυστικό Tίμιο Ξύλο, ~ (Palam) |
- επροφύλαξε το σώμα του αφέντη του άτρωτον από κάθε τροχισμένο σκυλόδοντο (Karkavitsas) |
- η λογική .. είναι ολωσδιόλου άτρωτη από μια ενδεχόμενη μυθοποίηση; (Panagiotop) |
- η δύναμη της πραγματικής αλήθειας δεν πρέπει .. να είναι άτρωτη από εξωτερικές επιδράσεις; (Stasinop) |
- poem κι η Θέτιδα ψάχνει να βρει τα θαλασσοβοτάνια, | άτρωτη που θα κάνουνε τη φτέρνα του Aχιλλέα (Athanas)
- ⓐ unchallengeable, unshakable, indisputable, incontestable (syn ακαταμάχητος 2b, ασάλευτος2 3, ατράνταχτος 3):
- μεθοδολογικά άτρωτη σύγκριση |
- φιλοσοφικές ιδέες, θεωρητικά άτρωτες, πλήττονται θανάσιμα, όταν μεταφέρονται στην πράξη (Papanoutsos) |
- τα διαπιστευτήριά σας είναι σχεδόν άτρωτα (Tsirkas)
- ③ unemotional, insensitive, indifferent, unconcerned (near-syn αναίσθητος 4, απαθής 1b, ασυγκίνητος 1):
- ο N. πεσμένος δίπλα βογγούσε δαγκώνοντας το χώμα απ' τον πόνο· κι ο X., ~, γαλήνιος, .. άναβε καινούργιο τσιγάρο (Karagatsis)
[fr kath άτρωτος ← postmed, MG ← PatrG, K (also pap), AG (Aeschyl. +); cf εὔτρωτος, δύστρωτος, νεότρωτος (Hippocr. +) etc]
- ① unaffected, untouched, undamaged, unscathed (syn απείραχτος 2, απρόσβλητος 2b):
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου