ΑΡΧΙΚΗ

Στην παραβολή του Ασώτου και περί μετανοίας

 

Άγιος Γεννάδιος Κωνσταντινουπόλεως: Στην παραβολή του Ασώτου και περί μετανοίας.

 

Ο γογγυσμός των Φαρισαίων και των Γραμματέων για την επιείκεια προς τους τελώνες, οι οποίοι πρώτοι άρχισαν να πλησιάζουν τον Κύριο μας με ευλάβεια και να απολαμβάνουν την διδασκαλία του, δεν εμπόδισε τους αμαρτωλούς και τους τελώνες να προχωρήσουν στο συμφέρον τους, ούτε τους απομάκρυνε από την τόσο καλή και ευτυχή εκείνη προσέγγιση.

Τους ωφέλησε μάλιστα, δίνοντας τους αρκετές εγγυήσεις, για την φιλανθρωπία με την οποία αντιμετωπίζει ο Θεός αυτούς που μετανοούν και επιστρέφουν σ’ αυτόν από τις πονηρίες τους. Παρακίνησε δε και τον Κύριο μας να παρηγορήσει με μεγαλύτερο και πιο έντονο ζήλο εμάς, χάριν των οποίων διηγήθηκε και αυτές τις παραβολές.

Διότι όχι μόνο τούς τότε παρόντες αμαρτωλούς και τελώνες, αλλά βέβαια και εμάς και όλους αυτούς που από τότε μέχρι τώρα προσέχουν με πίστη στους Θείους λόγους του και θα προσέχουν μέχρι την συντέλεια, μας ψυχαγωγεί θαυμάσια με τις ελπίδες της φιλανθρωπίας του, αρκεί να προτιμήσουμε την δια της μετανοίας επιστροφή με κάθε δυνατό τρόπο.

Και οι μεν «ἄγγελοι χαίρουσι ἐπὶ ἑνὶ ἁμαρτωλῷ μετανοοῦντι» (Λουκ. 15, 10), όπως μας λέει ο Δεσπότης, ο δικός μας και των αγγέλων. Οι δε Φαρισαίοι περιγελούσαν τον Θείο λόγο, είχαν υποδουλωθεί στην οίηση και την φιλαργυρία, και ήταν συνηθισμένοι να οδηγούν μαζί τους στην απώλεια και στη διαφθορά όσους εξαπατούνταν από αυτούς, και τους έδιδαν προσοχή νομίζοντας ότι έχουν την δυνατότητα να ωφελήσουν και να σώσουν.

Και αφού ούτε πείθονταν στον Δεσπότη μας, αλλά με κάθε τρόπο τον επηρέαζαν φανερά και του έστηναν ενέδρες, ούτε ήθελαν να προσέξουν στα γεγονότα από τα οποία κάθε ημέρα κηρύσσεται φανερά η φιλανθρωπία του Θεού, έπρεπε τουλάχιστον να πιστεύουν στα βιβλία των οποίων θεωρούνταν ερμηνευτές προς τους άλλους.

Μέσα σε αυτά όλες σχεδόν οι υποθέσεις δείχνουν την συμπάθεια και τον οίκτο του Θεού προς εκείνους που μετανοούν, και την σφοδρότατη ποινή εναντίον αυτών που αμαρτάνουν αμετανόητα. Και από μύρια παραδείγματα αυτής της ουράνιας φιλανθρωπίας, ήταν γεμάτος ο πριν από την Θεία Οικονομία χρόνος, σαν από προδρόμους και προοίμια τής μετά αυτά σαφέστερης και μεγαλύτερης συμπάθειας που έδειξε.

Αλλά τώρα εμείς αφήνοντας την άλλη διδασκαλία του Σωτήρα, θα μιλήσουμε μόνο για την παραβολή των δύο υιών, την οποία θα ακούσουμε σήμερα να διαβάζεται. Ήδη ο παραβολικός λόγος που χρησιμοποιούσε η Θεία εύνοια προς χάριν των αμαρτωλών, και αφορούσε τους Γραμματείς και τους Φαρισαίους, είχε εξαπλωθεί αρκετά, αναφερόταν δε στο ότι απιστούσαν ακόμη και στα αυτονόητα, κλείνοντας επίμονα τους οφθαλμούς τους, ή και βλέποντας προσποιούνταν ότι δεν βλέπουν. Δικαίωναν τους εαυτούς τους ενώπιον των ανθρώπων χωρίς να ντρέπονται Εκείνον που γνωρίζει τα πάντα, και γίνονταν φορτικοί στα πταίσματα των ομοδούλων ή και των αδελφών τους.

Επίσης, όσους μεταξύ των ανθρώπων ήταν πατέρες και έδειχναν φιλανθρωπία για τα παιδιά τους, συγχωρώντας την προηγούμενη αναίδεια τους, έστω και αν ήταν πολυχρόνιος, και αρκούμενοι στο ότι επέστρεφαν και ομολογούσαν την αφροσύνη τους, τους επαινούσαν, μερικές φορές μάλιστα μεσίτευαν υπέρ αυτών.

Την φιλανθρωπία όμως του κοινού Δημιουργού και Πατρός των όλων την αρνούνταν. Σ’ εκείνους λοιπόν δίδονταν γι’ αυτούς τους λόγους οι παραβολές, οι οποίες έπαιρναν αφορμές από τα καθημερινά και ανθρώπινα γεγονότα, και έλεγχαν την απανθρωπιά.

Εμείς όμως δεν χρειαζόμαστε πλέον τις παραβολές, αφού έχουμε πιστεύσει κατ’ εξοχήν στους λόγους και στα έργα του Κυρίου, και μόνο από αυτά αντλούμε την ελπίδα της σωτηρίας. Διότι αυτό το καλό δεν το αποκτήσαμε μόνο από τα μαθήματα των Θείων μυστηρίων που αυτός μας έδωσε, αλλά τον παρακολουθήσαμε να μας βεβαιώνει και με πολύ φανερά παραδείγματα, ότι αφού πρώτα έδινε την άφεση των αμαρτιών, αμέσως μετά την επιβεβαίωνε σ’ αυτούς που την δέχθηκαν, και την φανέρωνε προσθέτοντας την απαλλαγή από τα σωματικά κακά, όπως έγινε στον παραλυτικό και σε πολλούς άλλους.

Αυτά λοιπόν, τιμώντας τον Δεσπότη, τον Πατέρα και Κηδεμόνα μας, θα τα εκθέσουμε απλώς, όχι για να επιβεβαιώσουμε την προς εμάς φιλανθρωπία του με παραβολές ή διηγήσεις, αφού αυτή είναι ανεκδιήγητη, αλλά μόνο για να τον ευχαριστήσουμε, επειδή όχι μόνο την πραγματοποιεί αλλά και την φανερώνει σιωπηρά, αυτήν που φανερώνεται κάθε ώρα με έργα απερίγραπτα.

Μας συνδέει με το σώμα σαν με εργαλείο, μας δίνει δε την δυνατότητα να ανεβούμε με το πνεύμα μέχρι τον ουρανό. Προνοεί για μας χωρίς χρονικό περιορισμό, όχι μόνο για την πρόσκαιρη ύπαρξη και ζωή μας, αλλά και για να ζούμε αιωνίως, συναναστρεφόμενοι άμεσα μαζί του και απολαμβάνοντας τα εκεί αγαθά. Να είμαστε μακάριοι όπως αυτός, όχι με γήινη ευτυχία αλλά με την μακαριότητα που δίνεται υπερφυώς.

Ω, τι ανέκφραστος αγαθότητα, που νικά κάθε νου και κάθε λόγο! Ανέχθηκε να είναι και πατέρας των έργων και των δούλων του, χρησιμοποιώντας για μας όλες τις πατρικές μεθόδους, χωρίς να παραλείπει τίποτε.

Η προαίρεση των τέκνων από την αρχή ακόμη έχει διαιρεθεί σε δύο, αν και η φύση τους είναι μία. Ας εξαιρέσουμε όμως τώρα την πρώτη δυάδα των ανθρώπων, τότε που έγινε η σπορά της φύσεως μας, επειδή εκείνοι δεν ήταν αδελφοί, η δε δική τους υπόθεση είναι διαφορετική, και αρμόζει σε άλλη ευκαιρία. Σ’ αυτόν τον λόγο θα ασχοληθούμε με εκείνους που γεννήθηκαν από αυτούς.

Από τότε λοιπόν διαιρέθηκε το ανθρώπινο γένος. Και ο Θεός προγνώριζε μεν και προτιμούσε να μείνει αδιαίρετο, αλλά ήθελε να αφήσει την χρήση των καλών που τους έδωσε περισσότερο στην προαίρεση τους. Διότι δεν θα έπαιρνε πίσω την ελευθερία της γνώμης, το καλύτερο από τα δώρα που τους είχε δώσει.

Και γνώριζε μεν ότι μία μερίδα των τέκνων του δεν θα χρησιμοποιήσει καλώς αυτά που έλαβε, αλλά δεν ήθελε, επειδή είναι πανάγαθος, να δώσει πρόφαση της φυγής από τον πατέρα, στερώντας τους από τα μέσα με τα οποία θα μπορούσαν να ζήσουν καλά, όπως αρμόζει σε τέκνα. Γι’ αυτό μοίρασε την περιουσία των αγαθών εξ ίσου στην καλύτερη και στην χειρότερη μερίδα, πριν αποκαλυφθεί εμπράκτως η προαίρεση του καθενός.

Η μία λοιπόν μερίδα των ανθρώπων δεν απομακρυνόταν από τον Θεό και Πατέρα, συναναστρεφόταν συνεχώς μαζί του, τον υπηρετούσε και υποτασσόταν στους πατρικούς νόμους, όπως είναι το φυσικό, και αρκούταν για όλα στην κρίση του Πατέρα, χωρίς να απαιτεί τίποτε. Γνώριζε ότι και χωρίς να του ζητήσει, Εκείνος θα δώσει και θα προσθέσει περισσότερες και μεγαλύτερες δωρεές. Όλο το υπόλοιπο μέρος των ανθρώπων επέλεξε την εντελώς αντίθετη τακτική.

Γι’ αυτό, το μέρος της ανθρωπότητας που παρέμεινε με τον Πατέρα και υπάκουε σε όλα, εύλογα δεν προπορεύεται μόνο στην τάξη και δικαίως ονομάζεται πρεσβύτερο, αλλά προπορεύεται του άλλου και σύμφωνα με τον Πατρικό και Θείο σκοπό. Ενώ εκείνο που προτίμησε να ζει με δικό του ρυθμό, και έμελλε γι’ αυτό να εκτοπισθεί στην έσχατη αθλιότητα, είναι και ονομάζεται και από τις δύο απόψεις νεώτερο. Διότι καινοτομούσε, ακυρώνοντας τον σκοπό που είχε γι’ αυτό ο Πατέρας, και κινούταν από παιδαριώδη θελήματα.

Έτσι, λοιπόν, είχαν χωρισθεί, και ο Πατέρας τους δημιούργησε όλους ομοίως για να μείνουν μαζί του, να υπακούσουν σε όλα και να μην απομακρυνθούν, να προξενήσουν δε πολλή δόξα από αυτήν την συνετή διαγωγή, όχι μόνο στον εαυτό τους αλλά και στον Ίδιο τον Πατέρα. Δύο δηλαδή είναι οι δρόμοι που σύμφωνα με το θέλημα του Πατέρα και τις μεγάλες ελπίδες που προέρχονται από αυτό, οδηγούν στον ένα σκοπό, στην άκρα μακαριότητα, οι οποίοι κατευθύνονται από αληθινή πίστη και ήθη σύμφωνα με τους κανόνες της λογικής.

Και αυτοί μεν που ακολούθησαν τον δρόμο της πίστεως, οι οποίοι είναι και οι παλαιότεροι και ανήκουν στη μερίδα των πρεσβυτέρων, πρόσεχαν στον Θεό και Πατέρα, και δέχονταν την παιδαγωγία του, ενώ οι άλλοι που μετά τους παλαιούς εκείνους χρόνους επαναστάτησαν και αποστράφηκαν τον Θεό, ανήκαν στην μερίδα των νεότερων, και συναναστρέφονταν με τους χοίρους.

Διότι έχοντας εκπέσει εντελώς από τα Θεία χαρίσματα με την καθημερινή αύξηση αυτής της αποστροφής, και κατοικώντας τόπους εντελώς έρημους από Θείες επισκέψεις, αφού ζούσαν μακριά από την Ιουδαία, η οποία διατρεφόταν με την ποικίλη πρόνοια του Θεού, προσκολλήθηκαν πλέον στον πονηρό, στον εχθρό της ανθρώπινης σωτηρίας, αυτόν που εξέβαλε πρώτα η πονηρία από την πατρική χώρα.

Αυτός παρέδωσε το ευγενές εκείνο πλάσμα στην ζωή και την τροφή των χοίρων. Ή μάλλον αυτό λιμοκτονούσε περισσότερο και από τους χοίρους. Διότι οι μεν δαίμονες από τότε που αποστάτησαν, τρέφονταν με την απώλεια του θείου πλάσματος. Το δε μέρος των ανθρώπων που συναναστρεφόταν μαζί τους είχε στερηθεί και από αυτήν την τροφή, και έτσι μάλλον έτρεφε τους δαίμονες παρά αυτό τρεφόταν από εκείνους. Και αυτοί μεν, υποκρινόμενοι ότι τρώνε, ήταν στην πραγματικότητα πεινασμένοι, ενώ ο άνθρωπος από κάθε άποψη λιμοκτονούσε.

Έτσι λοιπόν διπλή ήταν και η πίστη της δυάδας των τέκνων του Θεού. Ως προς δε τα ήθη, οι περισσότεροι ζούσαν πολύ άσχημα. Διότι και εκείνοι που πίστευαν σωστά, ήταν με τα έργα απομακρυσμένοι από τον ουράνιο Πατέρα. Γι’ αυτό και δέχονταν πολλές μαστιγώσεις, μάλλον δε μόνοι τους ταλαιπωρούνταν με τις πληγές που τους έπρεπαν, αφού η πατρική κηδεμονία είχε αναχωρήσει πλέον από αυτούς. Εφ’ όσον με τα λόγια μεν πίστευαν σωστά, αλλά με τα έργα απιστούσαν παραβαίνοντας τους πατρικούς νόμους.

Έτσι και οι υποτιθέμενοι ευσεβείς είχαν παραδοθεί σε διαφόρους πειρασμούς, ενώ λίγοι ήταν εκείνοι που μαζί με την πίστη είχαν και την έμπρακτη ευλάβεια. Ώστε τα τέκνα του Θεού είχαν χωρισθεί τότε σε δύο μέρη. Και εκείνοι μεν που ζούσαν με φρόνημα πρεσβυτέρου ήταν λίγοι, οι περισσότεροι δε νεωτέριζαν.

Αυτά λοιπόν συνέβαιναν στους παλαιούς χρόνους. Ας ασχοληθούμε όμως τώρα για μεγαλύτερη ωφέλεια, με τον μετά την Θεία Οικονομία χρόνο, προς τον οποίο αρμόζει περισσότερο και η παραβολή. Διότι τα γεγονότα της Θείας Οικονομίας ήταν ανάπλαση, μετά την πρώτη εκείνη πλάση, και αναγέννηση μετά την γέννηση, και αρχή δεύτερης και τελειότερης ζωής.

Γι’ αυτό και το φάρμακο της μετανοίας προηγουμένως ήταν πολύ ασταθές και υποσχόταν τη σωτηρία, χωρίς όμως να σώζει. Έσπερνε, χωρίς όμως να καρποφορεί. Και πολύ λίγοι από τους τότε ευσεβείς το είχαν δοκιμάσει, δεν μπορούσε δε ακόμη να απαλλάξει από τη φυσική φθορά η οποία προκλήθηκε από τη φυγή, και την απόκρυψη των πρωτοπλάστων από τον Πατέρα.

Και γιατί πρέπει να απορούμε για τους κατά τα άλλα πιστούς, οι οποίοι αμάρταναν και μετανοούσαν, αφού και για εκείνους που εκτός από την πίστη είχαν κατορθώσει και όλη την αρετή, είχε κλεισθεί μετά από αυτά ο πατρικός οίκος και τους περίμενε ο ίδιος Άδης, όπως και τους διεφθαρμένους στη πίστη και την ζωή; Διότι η στέρηση αυτή της δυνατότητας ήταν ισχυρότερη, όχι μόνο από την μετάνοια που ακολουθούσε τα πταίσματα, αλλά και από κάθε προσωπική αρετή.

Άνοιξε λοιπόν στα τέκνα του την Βασιλεία των Ουρανών, και με την Θεία Οικονομία ετοίμασε την αιώνια κληρονομιά, αφού γι’ αυτό ήλθε και ταπεινώθηκε με πολλούς τρόπους, ακόμη και με τον θάνατο. Έτσι τους έκανε πλέον, αδελφούς και σύμμορφους, όχι μόνο τέκνα του όπως πριν. Από εδώ και πέρα δεν είναι ούτε λέγονται πλέον όλοι οι άνθρωποι τέκνα του Θεού, αλλά μόνο όσοι σφραγίσθηκαν με την πίστη και το βάπτισμα του, και έγιναν μέτοχοι των άλλων χαρισμάτων που προήλθαν από την Θεία Οικονομία, και αυτούς αφορά. η διαίρεση και το νόημα της παραβολής.

Ας εξετάσουμε λοιπόν το δώρο της μετανοίας, έχοντας ενώπιον μας τους δύο αυτούς υιούς του ωραίου και φιλανθρωπότατου Πατρός, και χρησιμοποιώντας ως διδάσκαλο εκείνον που τους έδωσε. Από αυτούς λοιπόν τους δύο υιούς, εκείνος μεν που έχει πρεσβυτικό φρόνημα, παραμένει μαζί με τον Πατέρα, οικονομεί καλά τα αγαθά που έλαβε και προεκτείνει την επιθυμία και την προσπάθειά του προς τα μεγαλύτερα. Μοιράζει όλη την ζωή του μεταξύ δύο καλών. Αφ’ ενός καρποφορεί για τον εαυτό του και για τον Πατέρα με την επίπονη άσκηση των αγαθών έργων, αφ’ ετέρου στρέφεται προς το Πρόσωπο του Πατρός με την θεωρία.

Ο άλλος, υποδουλώνεται στη σάρκα και στις αισθήσεις, και με μία εντελώς παιδική ορμή, απομακρύνεται από τον Πατέρα, διαβιώνει δε σε περιοχές τις οποίες ο Πατέρας δεν επιβλέπει, και οι οποίες χαρακτηρίζονται από τρόπο ζωής που δεν εναρμονίζεται με την θέληση του. Εκεί σκορπίζει τον πλούτο των αγαθών που του δόθηκε, σπαταλώντας τον για την εκπλήρωση των αλόγων επιθυμιών του.

Ο Πατέρας του έδωσε τον ηγεμόνα νου, και αυτός τον υποδούλωσε στα πάθη του. Του όρισε νόμο για να οικονομήσει καλώς την ζωή του προς ευφροσύνη του ευεργέτη, και επίτευξη των μεγαλύτερων αγαθών, αυτός όμως τον παρέβαινε και έτσι προκαλούσε συνεχώς τον Πατέρα.

Του άνοιξε την ίδια την πύλη της αιώνιας ζωής με την πίστη και το βάπτισμα, και εκείνος με τις προσωπικές του αμαρτίες την έκλεισε πάλι άθλια. Σωρεία αμαρτιών σύναξε στην ψυχή του, αντί του πλήθους των ασύγκριτων εκείνων δωρεών. Αντί στον Πατέρα υποδουλώνεται στον εχθρό, και εκείνος τον κάνει χοιροβοσκό και ομοτράπεζο με τους χοίρους. Ζητούσε από την τροφή τους και δεν μπορούσε ούτε αυτήν να έχει, ώστε και από αυτούς τους χοίρους έγινε χειρότερος και αθλιώτερος.
Έτσι τιμούν οι δαίμονες εκείνους που υποδουλώνονται στα θελήματα τους
.

Αλλά όταν μετά πολύ χρόνο ήλθε στον εαυτό του και συναισθάνθηκε την υπερβολή των κακών, ομολόγησε μέσα στην ψυχή του αφ’ ενός την ευσπλαχνία του Πατέρα, και την μετάνοια την οποία η πατρική φιλανθρωπία αναγνωρίζει στα τέκνα ως πρώτο δικαίωμα, αφ’ ετέρου ότι το να απελπισθεί για την συγχωρητικότητα του Πατέρα, από απιστία στην αγαθότητα του και γι’ αυτό να απομακρυνθεί οριστικά από αυτόν, είναι αθεράπευτο κακό, και κορυφή των άλλων πταισμάτων.

Επιστρέφει, λοιπόν, προς τον Πατέρα με μεγάλο θάρρος. Εξομολογείται την αμαρτία με πολλή συντριβή, την οποία πρώτα αισθάνθηκε στη καρδιά του, πριν προσέλθει στον Πατέρα, και έπειτα τη φανέρωσε με σχήμα και με γλώσσα. Δεν ζητεί πλέον την τάξη του υιού, αλλά θεωρεί μεγάλο δώρο να τον κατατάξει μεταξύ του υπηρετικού προσωπικού, εάν βέβαια κρινόταν άξιος και γι’ αυτό. Προτιμά με θέρμη, σε αντικατάσταση της ελευθερίας την οποία ανοήτως έχασε, να υπηρετεί και να αντισταθμίζει την ασεβή εκείνη ραθυμία με τους κόπους της δουλείας.

Χρησιμοποίησε κακώς τα καλά που του δόθηκαν. Διότι τα κατανάλωσε όταν δεν έπρεπε, και προς εκείνους τους οποίους δεν έπρεπε, και με τρόπο που δεν αρμόζει. Τώρα δε υποτάσσει πάλι όλη την θέληση του στις πατρικές εντολές, πράγμα το οποίο είναι έργο των μισθωτών.

Ο δε φιλανθρωπότατος Πατέρας, βλέποντας τον από μακριά να έρχεται, δεν αγανακτεί, δεν αποστρέφει το πρόσωπο του, δεν στέλνει να τον διώξουν, δεν κλείνει τις πύλες, δεν τον αφήνει μεν να παρουσιασθεί εμπρός του και μετά, πολύ δικαίως, να τον επιπλήξει, δεν τον επικρίνει για την αδοξία που φανερά προξένησε το παιδί του όχι μόνο στον εαυτό του, αλλά και στον Πατέρα, για τίποτε εντελώς δεν τον κατηγορεί, αλλά αμέσως επιβεβαιώνει και ενισχύει την ελπίδα που είχε εμφυτευθεί στην ψυχή του παιδιού για την πατρική ευσπλαχνία, και την επαληθεύει τρέχοντας να τον προϋπαντήσει και να τον αγκαλιάσει, και να ταπεινωθεί κι αυτός μαζί με την ταπείνωση του παιδιού, και να δείξει με ασπασμό την πατρική του στοργή.

Και ο μεν υιός, ενώ είδε τόση επιείκεια, δεν αξιώνει ακόμη τον εαυτό του να ονομασθεί υιός του, ο δε Πατέρας του δίνει και τα γνωρίσματα της υιότητας. Του φορά, δηλαδή, πάλι την πρώτη στολή του βαπτίσματος, από την οποία απογυμνώθηκε με τις προσωπικές αμαρτίες, επειδή η μετάνοια έγινε γι’ αυτόν δεύτερο βάπτισμα. Σφραγίζει το χέρι με το δακτυλίδι, για να είναι του λοιπού απρόσιτος στους δαίμονες, αναγνωριζόμενος από μακριά. Του ετοιμάζει υποδήματα για τον δρόμο της υπακοής, κάνοντας τον πάλι οδοιπόρο προς τη σωτηρία. Τον αξιώνει της μυστηριώδους και πνευματικής τροφής, και τον κάνει σ’ αυτό το γεύμα ομοτράπεζο του.

Ω, τι μέγιστη συμπάθεια! τι φιλανθρωπία ανέκφραστη που νικά κάθε νου και λόγο! Χαίρεται μ’ αυτήν και ο ουρανός, και οι δούλοι που παραστέκουν στον Πατέρα. Επειδή δούλοι του Θεού είναι και των αγγέλων οι τάξεις, αφού υπηρετούν στη διοίκηση αυτού του σύμπαντος, και ιδιαίτερα στη σωτηρία των ανθρώπων, που πραγματοποιούνται και τα δύο με την πρόνοια του Θεού. Και από το ένα μέρος χαίρονται μαζί του για την μετάνοια του αμαρτωλού, από δε το άλλο εκθειάζουν την ευμένεια του Δεσπότη και Πατρός, φανερώνοντας αυτή την ηδονή με ψαλμούς και χορούς νοερούς.

Ο δε πρεσβύτερος αδελφός, αν μεν παρευρισκόταν εκεί από την αρχή, θα έχαιρε μαζί τους, θα συνέτρωγε και δεν θα δυσανασχετούσε, βλέποντας τόσην πίστη σ’ αυτόν που μετανόησε, καθώς και τη γεμάτη αγαθές ελπίδες επιστροφή του, και ακούγοντας την ομολογία του, στα οποία ακολούθησε η ευσπλαχνία του Πατέρα.

Αλλά επειδή τότε ήταν απασχολημένος με τα δικά του, ή μάλλον με τις πατρικές εντολές, ήλθε έξαφνα και αντίκρυσε το παράδοξο αυτό θέαμα. Και ήταν συγκρατημένος, όχι από φθόνο και οργή, αλλά από έκπληξη για την τόσο μεγάλη εύνοια προς τον φυγάδα και άσωτο, και περισσότερο από όλα για το θαύμα, το ότι ήταν τώρα μαζί τους.

Αυτό ήταν και το τελευταίο δώρο προς εκείνον που μετανόησε, και έτσι έπρεπε να είναι. Τοποθετώντας λοιπόν τη δικαιοσύνη του Πατέρα απέναντι στην υπερβολή της επιείκειάς του, θαύμαζε πολύ βλέποντας την πρώτη να ηττάται παραδόξως από τη δεύτερη. Διότι αυτός ποτέ δεν έφθασε να έχει εμπειρία τέτοιας φιλανθρωπίας, αν και πρόσεχε πάντοτε στα πατρικά θελήματα, και δεν είχε παραβεί καμία εντολή του, γεγονός για το οποίο και πολύ τον αγαπούσε ο Πατέρας, και αποσκοπούσε μόνο στην δικαιοσύνη του με την οποία αντιμετωπίζει αυτούς που τον υπηρετούν.

Τον πλησιάζει δε και αυτόν ο Πατέρας και τον πείθει, και αποκαλύπτοντας την φιλανθρωπία του λέει: Εάν, παιδί μου, αυτός που έχασε ένα από τα εκατό πρόβατα που είχε, αφού ασφαλίσει καλά τα άλλα, τρέχει με αγωνία σε αναζήτηση του ενός, και όταν το βρει το επαναφέρει και το συναριθμεί με τα άλλα πλημμυρισμένος από χαρά. Και αν κάποια γυναίκα που έχασε μία από τις δέκα δραχμές την αναζητεί με κάθε τρόπο, και χαίρεται όταν την βρει – και μάλιστα δεν αρκούνται να χαίρονται μόνοι τους, αλλά καλούν και φίλους και γείτονες για να ευχαριστηθούν κι αυτοί μαζί τους για την εύρεση αυτών που είχαν απωλέσει, πως εγώ, που είμαι Πατέρας, δεν θα ευφρανθώ πολύ δεχόμενος τον αδελφό σου που ξαναέζησε από την φοβερή εκείνη νέκρωση, και βρέθηκε μετά από την πολυχρόνια απώλειά του; Πόσο καλύτεροι είστε εσείς τα παιδιά μου από τις δραχμές και τα πρόβατα;

Τόσο μεγάλο θαυμασμό προξενεί ακόμη και στους πλέον οικείους η υπερβολή της πατρικής επιείκειας. Και θαυμάζουν όχι επειδή φθονούν αυτόν που παραδόξως έτυχε τόσο καλής αντιμετωπίσεως, αλλά επειδή καίγονται από ζήλο και πόθο για τον Πατέρα, τον οποίο θεωρούν ότι προσβλήθηκε και είναι αδικημένος. Ίσως δε ούτε με σχήματα και λόγους έδειξε αυτήν την απορία του ο πρεσβύτερος υιός, αλλά απορούσε μόνο με τον λογισμό του, και ο Πατέρας τον θεράπευσε εμπνέοντας το φάρμακο στον νου του παιδιού του, και εκείνα που θα του έλεγε ο Πατέρας είπε και ο ίδιος στον εαυτό του, εμπνευσμένος από τον Πατέρα.

Από τη στιγμή εκείνη έχαιρε και απολάμβανε το τραπέζι ανυμνώντας την πατρική φιλανθρωπία. Διότι αν δεν γινόταν έτσι, σημαίνει ότι δεν θα ήταν πρεσβύτερος ούτε τηρητής των πατρικών εντολών, αλλά θα ήταν υποδουλωμένος στην οίηση και τον φθόνο και θα αμάρτανε πολύ χειρότερα από τον νεώτερο.

Πράγματι, το να βρούμε κάτι από αυτά που είχαμε χάσει, προξενεί πολλή ευφροσύνη, έστω και αν τα περισσότερα είχαν διαφυλαχθεί. Επειδή για τα καλά που υπάρχουν χαιρόμαστε με την παρουσία τους, για δε τα χαμένα, όπως είναι φυσικό, πονούμε, και όταν τελικά ευρεθούν χαιρόμαστε γι’ αυτά διπλά, προσθέτοντας για την εύρεση στην προηγουμένη χαρά και δεύτερη, αυτή που αντικατέστησε τη λύπη. Αυτό αποτελεί απαράβατο νόμο και σοφή υποκίνηση του Θεού προς τη φύση.

Γι’ αυτό ούτε θα ήταν ανάγκη να πει ο Κύριος μας παρόμοια παραβολή, αφού είναι πολύ φανερή η Θεία προς τα τέκνα φιλανθρωπία του, την οποία συνήθιζε θεοπρεπώς να χαρίζει αφειδώς στους αμαρτωλούς και στους τελώνες που προσέρχονταν τότε. Αλλά ήταν η αναίδεια των Φαρισαίων και των Γραμματέων ασφαλώς, που οδήγησε σ’ αυτό, οι οποίοι, όπως είπα και πριν, βλασφημούσαν ωμότατα τον Θεό περισσότερο και από ότι τους επιγείους πατέρες, και ενώ οι ίδιοι έδειχναν φιλανθρωπία για τα τέκνα τους, ήθελαν μόνο ο Θεός να μνησικακεί για τα δικά του, η άβυσσος της φιλανθρωπίας, το πέλαγος της αγαθότητας.

Και χρησιμοποιούσαν αυτό το ψεύδος ως πρόφαση, όχι μόνο για την απιστία τους προς τον Κύριό μας, αλλά και για να κατασπαράζουν τους αδελφούς τους, περιεργαζόμενοι και κρίνοντας πολύ αυστηρά τα άχυρα που είχαν στους οφθαλμούς τους, ενώ δεν αισθάνονταν τις δοκούς που είχαν στους δικούς τους, ή και τις κάλυπταν με τα χρώματα της υποκρισίας.

Για να συμπληρώσουμε λοιπόν εδώ κλείνοντας το λόγο για το προκείμενο θέμα, τα τέκνα του Θεού διακρίνονται σε δύο μέρη, όπως είπαμε, από τα οποία οι μεν είναι και λέγονται μακάριοι, ο ίδιος τους έδωσε αυτό το όνομα, δηλαδή με πρεσβυτικό φρόνημα χρησιμοποιούν καλώς τις πατρικές ευεργεσίες, και για την φιλοπονία τους προκόπτουν και εδώ, αλλά και εκεί κληρονομούν την αιώνια ζωή, συναναστρεφόμενοι άμεσα με τον Πατέρα και απολαμβάνοντας μαζί του με τρόπο υπερφυσικό την ευδαιμονία.

Οι άλλοι είναι εκείνοι που απομακρύνονται προσωρινώς νεωτερίζοντας, και πολύ κακώς σκεπτόμενοι, κάνουν κατάχρηση των πατρικών εντολών και των δώρων του Δεσπότη, παρεκκλίνοντας προς την ζωή των χοίρων. Αφού δε μετανοήσουν, επειδή έχει παραμείνει μέσα τους η σπίθα της αγάπης προς τον Πατέρα και δεν έχει σβήσει εντελώς, απολαμβάνουν πάλι την τάξη των υιών, όχι σύμφωνα με κάποια δικαιοσύνη, αλλά από οίκτο και φιλανθρωπία. Διότι η θερμή μετάνοια τους έχει ως παρακίνηση και αφορμή την πολλή αγαθότητα, την σφοδρότατη αγάπη και συγχωρητικότητα του Πατέρα, ώστε να αποτελεί καρπό όχι μόνο φόβου αλλά και αγάπης. Γι’ αυτό και ονομάζονται ελεημένοι.

Και έτσι σώζεται η δυάδα των αδελφών, έτσι συνενώνεται όλο το πλήθος των αληθινών τέκνων του Θεού, σε μίαν ευτυχή και λαμπρή δυάδα. Διότι εκείνοι που απιστούν και αρνούνται την δεύτερη και υπέρμετρη χάρη του Πατέρα, η οποία έγινε με πρωτοφανή οικονομία, αχρηστεύουν την πίστη με άλλες κακοδοξίες, ή πιστεύουν μεν ορθά, αλλά παραμένουν χωρισμένοι οριστικά από τους πατρικούς νόμους, διακινδυνεύοντας μάταια την σωτηρία τους με την νεκρά και χωρίς έργα πίστη.

Όλοι αυτοί αποδοκιμάσθηκαν από την περιοχή και την ονομασία των υιών, αφού με τη θέλησή τους αποστράφηκαν τον Θεό και την κατάταξη με τους αδελφούς τους. Γι’ αυτό άθλιοι και γυμνοί από κάθε αγαθό, πορεύονται στην παρούσα ζωή, και πολύ περισσότερο στη μέλλουσα και αιώνια, κατοικούν στον Άδη και υποφέρουν εκεί πικρά κατά τα έργα τους.

Ας ευχαριστήσουμε λοιπόν τον Πατέρα και Κύριο μας, ο Οποίος, για να αφήσουμε τώρα τα άλλα που ακούμε καθημερινά, και εδώ μετρίως αναπτύξαμε, «οὐχ ἦλθε καλέσαι δικαίους, ἀλλὰ ἁμαρτωλοὺς εἰς μετάνοιαν» (Ματθ. 9, 13). Και πολύ καλά έδειξε την πρόθεση του αυτή με τα έργα, όχι μόνο συγχωρώντας πόρνες και ληστές και τελώνες που μετανόησαν, αλλά συγκαταλέγοντας τους μαζί με τους καθαρούς.

Αλλά και τον τρόπο της γνήσιας μετάνοιας μας περιέγραψε ο ίδιος. Βάλε στον νου σου, λέει, ποιων αγαθών στερήθηκες, και για ποια κακά έγινες ένοχος. Μίσησε την αποστασία, η οποία σε οδήγησε στο φοβερό λιμό των αγαθών και στη συναναστροφή με τους χοίρους. Και ενώ άλλοι που είναι προικισμένοι με λιγώτερα χαρίσματα, απολαμβάνουν αυτά τα αγαθά και χορταίνουν από Θείο πόθο, εσύ λιμοκτονείς αθλίως.

Επέστρεψε με όλη την διάθεση της ψυχής σου στον αρχικό τρόπο ζωής σου, τότε που συμβίωνες με τα αληθινά τέκνα του Θεού, και πρόσεχες στους Θείους νόμους. Μη φοβηθείς την υπερβολή των πταισμάτων, αλλά να σε ενθαρρύνει το μέγεθος της Θείας ευσπλαχνίας. Επέστρεψε γρήγορα πονώντας για τα εκούσια κακά, αλλά και ψυχαγωγούμενος από τις καλές ελπίδες. Γονάτιζε συνεχώς ενώπιον του Θεού με την καρδιά και το σώμα.

Ανακάλεσε με δάκρυα τον Θείο οίκτο. Να παρακαλείς ακατάπαυστα, ώστε να μην επιτρέψει ο Θεός να ξαναπέσεις πλέον. Να είσαι έτοιμος να υπομείνεις κάθε πληγή από τον Θεό με την οποία θα θεραπευθούν τα πταίσματα σου, και θα φύγεις καθαρός από αυτήν την ζωή. Πλήγωνε και συ τον εαυτό σου με όση δύναμη έχεις. Πίεζε το σώμα σου με την εγκράτεια, ώστε να πλουτισθεί το πνεύμα σου. Θέλεις να προσθέσω και τα μεγαλύτερα;

Αν μετά την αλλαγή σου εκπληρώσεις όλο τον Θείο νόμο, να ονομάζεις και να θεωρείς τον εαυτό σου αχρείο δούλο. Διότι έτσι ταπεινώνονται όσοι σκέπτονται σωστά, έστω και αν ευρίσκονται σε συνεχή κοινωνία με τον Θεό, έστω και αν δεν τους ελέγχει η συνείδηση ότι με κάποια πράξη τους έφυγαν φανερά από τον ορθό δρόμο. Εσύ δε πως θα καυχηθείς κάποιο καλό μετά από όλα αυτά;

Πρέπει να αποκρούεις αμέσως με την ανάμνηση των προηγουμένων παρεκτροπών τον λογισμό της οιήσεως, και να ντρέπεσαι μάλλον για τα προηγούμενα κακά, παρά να υψηλοφρονείς για τα πρόσφατα καλά. Μη προσέχεις δε στις αμαρτίες των αδελφών, παρά τόσο όσο, να μην αμαρτάνεις με την επικοινωνία μαζί τους.

Μη κρίνεις μέσα σου. Μη κατηγορείς τους άλλους, μάλλον δε να προσεύχεσαι να δώσει ο Θεός και σ’ εκείνους μετάνοια, διότι και σε σένα από αυτόν ήλθε αφανώς το καλό της μετανοίας. Μη σκανδαλίζεις κανέναν, ούτε από τους μικρότερους, και να προσπαθείς ούτε καν αφορμή σκανδάλων να μη δίνεις, διότι θα αναγκάσεις τον Θεό να αποστρέψει το πρόσωπό του από σένα, και πάλι θα βρεθείς κενός από χάρη.

Να είσαι έτοιμος να πληγωθείς από τους ανθρώπους και να υπομένεις, όταν με κάθε τρόπο σε πληγώνουν. Διότι εκείνος που δικαιώνει τον εαυτό του και αντιδρά σ’ αυτούς που τον λυπούν και τον πληγώνουν, χάνει το κέρδος που είχε από την μετάνοια. Να ανταποδίδεις στους αδελφούς αγαθό αντί κακού, ενθυμούμενος τον Θεό, ο οποίος αντί των κακών που έκανες, άνοιξε για σένα την πύλη της μετανοίας. Ο δημιουργός για το χτίσμα, ο Κύριος για τον δούλο.

Με αυτούς και παρόμοιους λόγους και λογισμούς ασχολούμενος όλη την ώρα, και εκπληρώνοντας τους άλλους νόμους των Ευαγγελίων, θα ελκύσεις με αυτό τον αγαθό τρόπο τον Θείο οίκτο, για την αληθινή μετάνοια σου. Διότι χωρίς τέτοια μετάνοια είναι αδύνατον να έλθουν στην Βασιλεία των Ουρανών ακόμη και εκείνοι που ζουν πολύ προσεκτικά, όχι μόνο εκείνοι που επιστρέφουν από πολύ αμαρτωλή ζωή. Επειδή όλοι οι άνθρωποι οφείλουν να μετανοήσουν, αφού κανείς δεν μπορεί να είναι εντελώς απαλλαγμένος από ακαθαρσία.

Εκείνοι δε που με τις αρετές έχουν πλησιάσει περισσότερο τον Θεό, αυτοί και τις μικρότερες παρεκτροπές τις θεωρούν πολύ μεγάλες, και καλά κάνουν. Έτσι αποκτούν μεγάλη ταπείνωση, προκόπτουν ασφαλώς και προσεγγίζουν περισσότερο τον Θεό. Όπως εκείνοι που αμελούν για τις μικρότερες και ούτε πονούν γι’ αυτές ούτε διορθώνουν τον εαυτό τους, παραχωρεί ο Θεός και πέφτουν σε μεγαλύτερες.

Εμφύτευσε και σε μας, Χριστέ Βασιλέα, διάπυρο πόθο αληθινής μετανοίας, και χρησιμοποιώντας αυτήν ως αφορμή, δείξε τον πατρικό σου οίκτο για μας, και εκείνους που επιστρέφουν καλώς από πολλή ασωτία, κατάταξε τους μεταξύ των τέκνων σου, ότι Σοί πρέπει δόξα και προσκύνηση στους αιώνες. Αμήν».


Πατερικόν Κυριακοδρόμιον. Ομιλίες των Αγίων Πατέρων και Μεγάλων Διδασκάλων της Εκκλησίας, σε όλες τις Κυριακές του έτους.

Ιερόν κελλίον Αγίου Νικολάου Μπουραζέρη
Καρυές, Άγιον Όρος

ΠΗΓΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δ΄. ΛΟΓΟΣ ΣΤΟ ΑΓΙΟ ΣΑΒΒΑΤΟ

  Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός: Δ΄. Λόγος στο Άγιο Σάββατο.  

Δημοφιλείς αναρτήσεις