ΜΕΛΕΤΗ ΚΗ΄.
Εἰς τὴν ἄρνησιν τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου, ἥτις προῆλθεν
Α΄. Ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνειαν.
Β΄. Ἀπὸ τὴν ἀμέλειαν.
Γ΄. Ἀπὸ τὴν ἔλειψιν τῆς προσευχῆς.
α΄.
Συλλογίσου ἀδελφὲ πόθεν προῆλθεν ἐκεῖνο τὸ φοβερὸν πέσιμον τῆς
ἀρνήσεως τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου, τοῦ πρότερον ὄντος μαθητοῦ τόσον θερμοῦ
τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, καὶ ὕστερον γενομένου ἐπιόρκου καὶ ἀρνητοῦ τοῦ
διδασκάλου Του, διὰ νὰ στηριχθῇς περισσότερον εἰς τὸ καλὸν διὰ μέσου τῆς
πτώσεως αὐτοῦ. Ἡ πρώτη αἰτία τῆς ἀρνήσεως τοῦ Πέτρου ἦτον ἡ
ὑπερηφάνεια130 (α), διὰ τῆς ὁποίας μὲ τὸ νὰ εἶχεν αὐτὸς μίαν μεγάλην ὑπόληψιν
εἰς τὸν ἑαυτόν του καὶ εἰς τὴν προτέραν του θερμότητα, κατήντησεν ἕως εἰς τὸ
νὰ καταφρονῇ ὅλους τοὺς Ἀποστόλους, προκρίνωντας αὐτὸς τὸν ἑαυτόν του
περισσότερον ἀπὸ τοὺς ἄλλους, μὲ τὸ νὰ ἔλεγεν, ὅτι ἐὰν ὅλοι ἤθελαν ἀρνηθῆ
τὸν Ἰησοῦν Χριστόν, αὐτὸς ὅμως ποτὲ δὲν θέλει τὸν ἀρνηθῆ «εἰ καὶ πάντες
σκανδαλισθήσονται ἐν σοί, ἐγὼ οὐδέποτε σκανδαλισθήσομαι». (Ματθ. κς'. 33).
καὶ εἰς ὅλον τὸ ὕστερον ἔφθασεν εἰς τόσην ἀπόνοιαν, ὅπου δὲν ἐψήφισεν οὔτε
κἄν τὰ λόγια τοῦ Θείου ∆ιδασκάλου Του, ὅπου τοῦ ἐπρόλεγεν τὸ πέσιμόν τοῦ·
ἀλλὰ ἀντιστεκόμενος εἰς αυτά, τὰ ἐνόμιζεν ὡσὰν νὰ ἦσαν λόγια εὔκαιρα καὶ εἰς
τὸν ἀέρα λαλούμενα· «ὁ δὲ ἐκ περισσοῦ ἔλεγε μᾶλλον, ἐὰν μὲ δέῃ συναποθανεῖν
σοι, οὐ μή σε ἀπαρνήσομαι» (Μαρκ. ιδ΄. 31). Αὐτὴ ἡ ἰδία ὑπερηφάνειαν τὸν
ἔκαμνεν νὰ αὐθαδιάσῃ, καὶ νὰ προχωρήσῃ εἰς τὸν κίνδυνον, ὄχι μόνον ὅταν
ἐμβῆκεν εἰς τὴν αὐλὴν τοῦ ἀρχιερέως ἀνάμεσα εἰς τόσον πλῆθος στρατιωτῶν,
ἀλλὰ καὶ ὅταν ἐκάθησεν μὲ ἀνάπαυσιν μαζὶ μὲ αὐτοὺς εἰς τὴν φωτιὰν καὶ
ἐπυρώνετο· καὶ τόσον τὸν ἐξεθάρρευσεν, ὅπου τὸν ἐκατάστησεν νὰ φρονῇ, ὅτι
δὲν ἔπρεπε νὰ φοβῆται αὐτὸς τὸν διάβολον, ἀλλ’ ὁ διάβολος νὰ φοβῆται αὐτόν.
Ὅθεν τί θαυμαστὸν εἶναι, ἀνίσως καὶ μὲ τοιοῦτον τρόπον ἠρνήθη καὶ ἔπεσεν;
∆ιότι πῶς ἦτο δυνατὸν νὰ σταθῇ ὄρθιος, εἰς καιρὸν ὅπου τὸν ἔσπρωξεν τόση
μεγάλη ὑπερηφάνεια; «Πρὸ συντριβῆς ἡγεῖται ὕβρεις (εἲτ’ οὒν ὑπερηφάνεια),
πρὸ δὲ πτώματος καταφροσύνη». (Παροιμ. ιϚ΄. 10). Ἠκολούθει ναὶ τῷ Ἰησοῦ
καὶ ὁ ἠγαπημένος Του μαθητὴς καὶ ἐμβῆκεν εἰς τὸ παλάτι τοῦ Καϊάφα, ἀλλὰ
διότι δὲν ἐξεθάρρευσεν εἰς τὸν ἑαυτόν του καὶ εἰς τὴν ἰδικήν του δύναμιν, διὰ
τοῦτο δὲν ἐβάλθη εἰς τόσον κίνδυνον· καὶ διότι δὲν ἔδωκεν τόπον τῆς
ὑπερηφάνειας καὶ αὐθαδείας μέσα εἰς τὴν καρδίαν του, διὰ τοῦτο ἐβγῆκεν ἀπὸ
ἐκεῖ χωρὶς νὰ ἀρνηθῇ τὸν Θεῖον του ∆ιδάσκαλον. Ὅθεν καὶ διὰ
ταπεινοφροσύνην, δὲν ἀναφέρει ὀνομαστὶ εἰς τὸ εὐαγγέλιόν του, ὅτι αὐτὸς
ἠκολούθει εἰς τὸν Ἰησοῦν, ὡς λέγει ὁ ἱερὸς Θεοφύλακτος «διὰ
ταπεινοφροσύνην οὖν ἑαυτὸν κρύπτει». Ὢ κατηραμένη ὑπερηφάνεια, ἡ ἀρχὴ
καὶ ρίζα κάθε ἁμαρτίας· καὶ τί κακὰ δὲν προξενεῖ εἰς τὸν ταλαίπωρον
ἄνθρωπον! 131
.
Οὐαὶ λοιπὸν καὶ εἰς ἐσένα ἀγαπητὲ ἀναγνῶστα ἐὰν ξεθαρρευθῇς ποτὲ
εἰς τὸν ἑαυτόν σου καὶ στερεώσῃς τὰς ἀποφάσεις σου ἐπάνω εἰς τὰς ἰδικάς σου
δυνάμεις· «οὐαὶ γάρ φησιν οἱ ἰσχύοντες Ἰσραήλ». (Ἡσ. α' 24) Οὐαὶ εἰς εσέ, ἐὰν
θελήσῃς νὰ κάμνῃς τίποτε κατὰ τὴν φαντασίαν καὶ γνώμην σου καὶ δὲν
θελήσῃς νὰ ἀκολουθήσῃς εἰς τὰς νουθεσίας τοῦ κατὰ Θεὸν πνευματικοῦ σου
130 Ὁ δὲ θεῖος Χρυσόστομος τρία αἴτια τῆς ἀρνήσεως τοῦ Πέτρου λέγει· τὴν ἀντιλογίαν εἰς τὰ
λόγια τοῦ Κυρίου· τὴν προτίμησιν τοῦ ἑαυτοῦ του ἀπὸ τοὺς ἄλλους μαθητάς· καὶ τὸ νὰ
πιστεύσῃ εἰς τὸν ἑαυτόν του καὶ εἰς τὴν δύναμίν του. «Καὶ γὰρ δύω τὰ ἐγκλήματα ἦν· καὶ ὅτι
ἀντεῖπε· καὶ ὅτι τῶν ἄλλων ἕαυτὸν προὕθηκε· μᾶλλον δὲ καὶ τρίτον, ὅτι τὸ πᾶν ἑαυτῷ
ἀνέθηκε». (Σειρὰ εἰς τὸ κατὰ Ματθ.).
131 Πόσον κακὸν εἶναι ἡ ὑπερηφάνεια, καὶ πῶς ἰατρεύεται, ὅρα εἰς τὴν γ'. Ἀνάγνωσιν.
πατρὸς καὶ ἄλλων γνωρίμων σου, οἵτινες εἶναι καλλίτεροι καὶ σοφώτεροί σου.
«Οὐαὶ γάρ φησιν οἱ συνετοὶ ἐν ἑαυτοῖς καὶ ἐνώπιον αὐτῶν ἐπιστήμονες».(Ἡσ. ε΄
21). Οὐαὶ εἰς ἐσέ, ἐὰν καταφρονῇς καὶ ἀντιστέκεσαι εἰς τὰ γεγραμμένα ἐν ταῖς
θείαις Γραφαῖς καὶ εἰς τοὺς θείους πατέρας καὶ παραβαίνῃς μὲ πεῖσμα τὰς
παραδόσεις τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῶν ἁγίων, διὰ νὰ φυλάξῃς τὰς παραδόσεις τῶν
ἀνθρώπων καὶ τὰς κακὰς συνηθείας. «Οὐαὶ γὰρ φησίν αὐτοῖς ὅτι ἀπεπήδησαν
ἀπ' ἐμοῦ· δείλαιοί εἰσίν, ὅτι ἠσέβησαν εἰς ἐμέ». (Ὠσηε ζ΄. 13 ). Καὶ ὁ Κύριος
ἐλέγχει διὰ τοῦτο τοὺς ἀγραμμάτους γραμματεῖς λέγων· διατὶ καὶ ὑμεῖς
παραβαίνετε τὴν ἐντολήν τοῦ Θεοῦ, διὰ τὴν παράδοσιν ὑμῶν;» (Ματθ. ιε΄. 3).
Καὶ ἐν συντομίᾳ· οὐαί καὶ ἀλλοίμονον εἰς ἐσέ, ἐὰν ἀφήσῃς τὸν ἑαυτόν σου
τόσον νὰ τυφλωθῇ ἀπὸ τὸν καπνὸν τῆς ὑπερηφανείας σου, ὥστε ὅπου νὰ
νομίζῃς πῶς εἶσαι τάχα κανένα μεγάλον πρᾶγμα εἰς τὸν κόσμον· θέλεις νὰ
καταλάβῃς ταλαίπωρε, τί εἶσαι τῇ ἀληθείᾳ; στοχάσου το ἀπὸ τοῦτο. Ὅλα τὰ
ἔθνη (λέγει ὁ προφήτης) ἐμπρὸς εἰς τὸν Θεὸν εἶναι ὡσὰν μία σταλαγματιὰ
νερὸν· «πάντα τὰ ἔθνη ὡς σταγὼν ἀπὸ κάδδου»· (Ἡσ. μ΄. 15). Τώρα μοίρασαι
ἐσὺ αὐτὴν τὴν σταλαγματιὰν εἰς τόσα μέρη, ὅσοι εἶναι οἱ ἄνθρωποι οἱ
περασμένοι, οἱ παρόντες καὶ οἱ μέλλοντες, καὶ ἰδὲ πόσον μέρος τῆς
σταλαγματιᾶς ἐκείνης ἀνήκει εἰς τὸν κάθε ἕνα ἀπὸ τόσον ἀναρίθμητον πλῆθος
τῶν ἀνθρώπων· καὶ λοιπὸν ἐκεῖνο τὸ μέρος (τὸ ὁποῖον εἶναι αὐτοουδὲν) εἶσαι
ἐσὺ ἐμπρὸς εἰς τὸν Θεὸν· ἀκολούθως δὲ καὶ ἡ δύναμίς σου εἶναι ἀνάλογος μὲ
ἐσὲ· ἤτοι εἶναι καὶ αὐτὴ οὐδέν, καθὼς εἶναι οὐδὲν καὶ τὸ εἶναι σου. Ὅθεν ἀφ'
οὗ κάμνῃς αὐτὸν τὸν μοιρασμόν, τότε ἂν ἔχῃς δίκαιον ὑπερηφανεύσου· εἰ δὲ
καὶ δὲν ἔχεις δίκαιον διὰ νὰ ὑπερηφανευθῇς, ἀλλὰ μάλιστα ἔχεις ἄπειρα δίκαια
διὰ νὰ ταπεινωθῇς ἕως εἰς τὴν ἄβυσσον τοῦ οὐδενός, πρέπον εἶναι νὰ μὴ
φοβῆσαι ἀπὸ ἄλλον τινά, νὰ μὴ ψηφᾷς καὶ νὰ μὴ καταφρονῇς τόσον ὡσὰν τὸν
ἑαυτόν σου. Εἰ δὲ καὶ ἀλλεοτρόπως στοχάζεσαι καὶ ἔχεις καμμίαν ὑπόληψιν εἰς
τὸν ἑαυτόν σου, ἂς ᾗσαι βέβαιος, πὼς εἶναι πολὺ κοντὰ τὸ πέσιμόν σου, ὡς
λέγει ὁ Σειράχ· «ἐὰν μὴ ἐν φόβῳ Κυρίου κρατήσῃ κατὰ σπουδήν, ἐν τάχει
καταστραφήσεται ὁ οἶκος αὐτοῦ» (κζ΄. 3). Ἐσὺ ὅμως πόσας φοράς ἐπλησίασες
νὰ κρημνισθῇς εἰς μεγάλα πεσίματα ἁμαρτιῶν; πόσας φοράς ἔγινες ἄξιος νὰ σὲ
ἀφήσῃ ὁ Θεὸς χωρὶς βοήθειαν διὰ τὴν ὑπερηφάνειάν σου; Λοιπὸν ἀποστράφου
καὶ μίσησαι ἀπὸ καρδίας αὐτὴν τὴν κατηραμένην ὑπερηφάνειαν, ἥτις εἶναι ἡ
αἰτία τοῦ κάθε πτώματος, καθὼς λέγει ὁ θεῖος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος· «ὅπου
πτῶμᾳ κατέλαβεν, ἐκεῖ ὑπερηφάνεια προεσκήνωσεν» (λόγος κβ΄.). Καὶ ἐκ τοῦ
ἐναντίου ἐγκολπώσου καὶ ἀγάπησον τὴν ταπείνωσιν, ἥτις εἶναι ἡ αἰτία καὶ ἡ
σύστασις, καὶ τὸ εἶναι ὅλων τῶν ἀρετῶν132 διότι καθὼς λόγου χάριν, ἐὰν
γεμίσῃ τὶς ὁλόκληρον βιβλίον ἀπὸ νούλλας, τίποτε δὲν δηλοῦσιν μοναχαί αὐταί
αἱ νοῦλλαι, οὔτε κανέναν ἀριθμὸν ἒχουν· ἀλλὰ ἐὰν προστεθοῦν εἰς τὰς νούλλας
τὰ σημαντικὰ ψηφία τῶν ἀριθμῶν τὸ ἕνα δηλ. ἢ τὸ δύο ἢ τὸ τρία, τότε καὶ αἱ
νοῦλλαι ἐκεῖναι ὁμιλοῦνται καὶ φανερώνουν ἀριθμόν· ἔτσι καὶ ὄλαι αἱ ἀρεταί
ἐὰν δὲν ἔχουν μαζὶ των τὴν ταπείνωσιν νοῦλλαι μοναχαί εἶναι καὶ τίποτε δὲν
ἀξίζουν. Καὶ ὁ Ἀββᾶ Ἰσαὰκ λέγει ὅτι ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ δὲν δίδεται εἰς τὴν
ἐργασίαν τῶν ἄλλων ἀρετῶν, ἀλλὰ εἰς τὴν ταπείνωσιν· «τῇ ταπεινώσει δίδοται
ἡ χάρις· λοιπὸν ἡ ἀνταπόδοσις, οὐ τῇ ἀρετῇ οὐδὲ τῷ ὑπὲρ αὐτῆς πόνῳ ἀλλὰ τῇ
τικτομένῃ ἐξ αὐτῶν ταπεινώσει ἐστίν». (σελ. 236. λόγος κζ΄). Ἐνθυμήσου, ὅτι
ἐὰν δὲν ταπεινωθῇς καὶ γίνῃς ὡσὰν ἕνα παιδίον δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἐμβῇς εἰς
τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν καθὼς ἀποφασίζει ὁ Κύριος· «Ἀμὴν λέγω ὑμῖν ἐὰν
μὴ στραφῆτε καὶ γένησθε ὡς τὰ παιδία, οὐ μὴ εἰσέλθητε εἰς τὴν βασιλείαν τῶν
132 Ὅθεν καὶ ὁ μέγας τῆς Θεσσαλονίκης Γρηγόριος, γενητικὴν καὶ συνεκτικὴν ἁπάσης ἀρετῆς
ὠνόμασεν τὴν ταπείνωσιν εἰπών. «Μεθ' ἦς τὴν γεννητικήν τε καὶ συνεκτικὴν ἀπάσης ἀρετῆς
τελειοῖ (ὁ Θεὸς δηλ.) ταπείνωσιν· οὐ τὴν ἀνυσίμοις εὐχερῶς τῷ βουλομένῳ ῥήμασί τε καὶ
σχήμασι συνισταμένην, ἀλλά τὴν ὑπὸ τοῦ ἀγαθοῦ καὶ θείου Πνεύματος μαρτυρουμένην, ἦν
αὐτὸ κτίζει τὸ Πνεῦμα τοῖς ἐγκάτοις ἐγκαινιζόμενον» (λόγος εἰς τὴν Ξένην).
οὐρανῶν· ὅστις οὖν ταπεινώσῃ ἑαυτόν ὡς τὸ παίδιον τοῦτο, οὗτος ἐστίν ὁ
μείζων ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν» (Ματθ. ιη΄, 3). Αἰσχύνθητι πῶς ἔχεις τόσας
αἰτίας νὰ καταφρονῇς τὸν ἑαυτόν σου, καὶ μὲ ὅλον τοῦτο ἐσὺ πάλιν θέλεις
ὡσὰν ἀνόητος νὰ σὲ τιμοῦν οἱ ἄλλοι. Καὶ παρακάλεσε Τὸν Ἰησοῦν Χριστόν,
ὅπου καθὼς μὲ τὸ Θεῖον Του βλέμμα ἐφώτισεν τὴν τύφλωσιν τοῦ Πέτρου τοῦ
μαθητοῦ Του ἀφ’ οὗ ἐξέπεσεν καὶ τὸν ἔφερεν εἰς αἴσθησιν τοῦ πτώματός του·
«καὶ στραφεὶς ὁ Κύριος ἐνέβλεψε τῷ Πέτρῳ» (Λουκ. κς'. 61), τοιουτοτρόπως
καὶ τώρα νὰ φωτίσῃ τὴν τύφλωσιν τὴν ἰδικήν σου διὰ νὰ μὴ ξεπέσῃς ἀλλὰ νὰ
μάθῃς νὰ λέγῃς ἐκεῖνο τὸ τοῦ Ἀποστόλου· ὅποιος νομίζει πῶς στέκεται ἂς
προσέχῃ καλὰ διὰ νὰ μὴ πέσῃ· «ὁ δοκῶν ἑστάναι, βλεπέτω μὴ πέσῃ». (Α'. Κορ.
ι'. 12). 133
β΄.
Συλλογίσου ἀγαπητὲ τὴν β'. αἰτίαν τῆς ἀρνήσεως τοῦ Ἀποστόλου
Πέτρου, ἥτις ἦτον ἡ ἀμέλεια, ἡ ὁποία φαίνεται φανερὰ εἰς τὰ τρία ταῦτα· εἰς
τὸν τρόπον μὲ τὸν ὁποῖον ἀκολουθοῦσε τὸν διδάσκαλόν Του· εἰς τὸ τέλος, διὰ
τὸ ὁποῖον τὸν ἀκολουθοῦσε καὶ εἰς τὰ ἀποτελέσματα ὅπου τοῦ ἐπροξένησεν ἡ
ἀμέλεια. Ὁ τρόπος ὅπου τὸν ἀκολουθοῦσεν ἦτο ἀπὸ μακρὰν «ὁ δὲ Πέτρος
ἠκολούθει αὐτῷ μακρόθεν». (Ματθ. κς' 58)· ὅπου ἔχει νὰ εἰπῇ, ὅτι ὁ Πέτρος
ἐκυριεύετο ἀπὸ μίαν χλιαρότητα καὶ ἀμέλειαν, καὶ οὔτε παντελῶς ἤθελε νὰ
ἀφήσῃ τὸν διδάσκαλόν Του, οὔτε τελείως νὰ τὸν ἀκολουθῇ, ἀλλ' ἤθελεν εἰς τὸν
αὐτὸν καιρὸν καὶ νὰ φαίνεται πῶς εἶναι μαθητής Του, καὶ νὰ μὴ βάλῃ τὸν
ἑαυτόν Του εἰς τὸν κίνδυνον τοῦ διδασκάλου Του. Πάλιν τὸ τέλος καὶ ὁ
σκοπὸς τοῦ Πέτρου ὅπου ἀκολουθοῦσεν τὸν Ἰησοῦν, δὲν ἦτο διὰ νὰ ὑπάγῃ
μαζὶ μὲ Αὐτὸν νὰ ἀποθάνῃ, ἀλλὰ διὰ μίαν κάποιαν περιέργειαν, διὰ νὰ κάμνῃ
μίαν θεωρίαν, ὄχι ὡσὰν οἰκεῖος μαθητὴς ἀλλὰ ὡσὰν ἕνας ξένος περιηγητὴς καὶ
νὰ ἰδῇ τὸ τέλος τοιούτοῦ μεγάλου ἔργου. «Καὶ εἰσελθὼν ἔσω ἐκάθητο μετὰ τῶν
ὑπηρετῶν ἴδειν τὸ τέλος». (Ματθ. κς'. 58 ). Ἠκολούθησεν τὸν Ἰησοῦν καὶ ὁ
Ἰωάννης ὁ ἠγαπημένος μαθητής, ἀλλ' ὄχι ἀπὸ μακρόθεν, ἀλλὰ ἀπὸ κοντά, καὶ
ἐμβῆκεν εἰς τὴν αὐλὴν τοῦ ἀρχιερέως, ὄχι διὰ νὰ ἰδῇ μόνον τὸ τέλος καὶ τὸ
ἀποβησόμενον, ἀλλὰ διὰ νὰ συναποθάνῃ, ἂν ἐτύχαινε, μὲ τὸν ∆ιδάσκαλόν Του·
ἐπειδὴ δὲν εἶχεν χλιαρότητα εἰς τὴν ἀγάπην τοῦ Κυρίου, ἀλλὰ τὸν ἠγάπα
θερμότατα τόσον, ὅπου τελείως οὐδὲ πρὸς ὥραν δὲν ἔστεργε νὰ χωρισθῇ ἀπὸ
κοντά Του. Καὶ διὰ τοῦτο οὔτε μόνος του ἐπῆγε νὰ ἐμβάσῃ τὸν Πέτρον, ὡς
ἑρμηνεύει ὁ ἱερὸς Θεοφύλακτος, ἀλλ’ εἶπεν μόνον εἰς τὴν πορτάρισσαν καὶ
ἐκείνην τὸν ἒμβασεν· «ἐξῆλθεν οὖν ὁ μαθητὴς ὁ ἄλλος, ὅς ἦν γνωστὸς τῷ
ἀρχιερεῖ καὶ εἶπεν τῇ θυρωρῷ, καὶ εἰσήγαγεν τὸν Πέτρον». (Ἰω. ιη΄. 16.). Τὰ δὲ
ἀποτελέσματα τῆς ἀμελείας τοῦ Πέτρου ποῖα ἦσαν ἡ τελεία ἀλησμονησία καὶ ἡ
ἀποκάρωσις, διὰ νὰ εἴπω ἔτσι, ὅπου ἔλαβεν εἰς τὰ λόγια τοῦ διδασκάλου Του,
ἀκόμη καὶ ἀφ' οὖ τὸν ἠρνήθη, εἰς τρόπον ὥστε, ἂν ὁ Κύριος δὲν ἐγύριζεν νὰ
τὸν ἰδῇ, ὁ Πέτρος βεβαιότατα, δὲν ἤθελεν αἰσθανθῆ τελείως πὼς τὸν ἠρνήθη.
«Καὶ στραφεὶς ὁ Κύριος ἐνὲβλεψεν τῷ Πέτρῳ, καὶ ὑπεμνήσθη ὁ Πέτρος τοῦ
133 Ἄξιον σημειώσεως εἶναι ἐκεῖνο ὅπου λέγει ἐδῶ ὁ θεῖος Χρυσόστομος ὅτι ἀπὸ τὴν πτῶσιν τοῦ
Πέτρου καὶ τὴν πτῶσιν τοῦ Ἰούδα, δύω μεγάλα πράγματα μανθάνομεν· α', ὅτι μόνη ἡ
προαίρεσις τοῦ ἀνθρώπου δὲν εἶναι ἀρκετὴ εἰς τὸ νὰ τὸν φυλάξῃ χωρὶς τοῦ Θεοῦ τὴν βοήθειαν
καθὼς ἠκολούθησεν εἰς τὸν Πέτρον· καὶ ἀντιστρόφως, ὅτι ἡ βοήθεια τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι
δυνατὸν μόνη νὰ μᾶς σώσῃ χωρὶς τὴν ἱδικήν μας προαίρεσιν καθὼς συνέβη εἰς τὸν Ἰούδαν·
«ἐντεῦθεν μανθάνομεν δόγμα μέγα ὡς οὐκ ἀρκεῖ προθυμία ἀνθρώπου ἄν μὴ καὶ τῆς ἄνωθέν τις
ἀπολαύσῃ ροπῆς» καὶ ὅτι πάλιν «οὐδὲν κερδανοῦμεν ἀπὸ τῆς ἄνωθεν ροπῆς προθυμίας οὐκ
οὔσης.» (Σειρ. εἰς τὸ κατὰ Ματθ.). Καὶ ἐκεῖνο ἀκόμη ὅπου λέγει ὁ θεῖος Ἰωάννης ὁ Καρπάθιος,
ὅτι ὁ μὲν Πέτρος ἔμπειρος ὤν ἀπὸ τὸν πόλεμον τοῦ διαβόλου ἔπεσε ναὶ καὶ ἠρνήθη ἀμὴ δὲν
ἀπηλπίσθη, ἀλλὰ μετανοήσας ἐσώθη· ὁ δὲ Ἰούδας ἀπειροπόλεμος ὤν, ἀφ' οὖ μίαν φορὰν ἔπεσεν
προδώσας τὸν Κύριον ἀπηλπίσθη ὁ δυστυχὴς καὶ διὰ τοῦτο ἀπώλετο. (Κεφ πε'. σελ. 255
Φιλοκαλ.). Ὅρα καὶ εἰς τὴν η'. Ἀνάγνωσιν ὅτι δὲν πρέπει νὰ ἀπελπίζεται τινας.
λόγου τοῦ Κυρίου» (Λουκ. κβ΄. 61.)· καὶ ἡ τελεία ἄγνοια καὶ ἀθέτησις τῶν
παραγγελιῶν ὅπου ἔδωκεν ὁ Κύριος εἰς τὸ ὑπερῷον καὶ εἰς τὸν κῆπον διὰ νὰ
στέκῃ ἄγρυπνος εἰς τοῦ λόγου Του. «Σίμων Σίμων, ἰδοὺ ὁ Σατανᾶς ἐξῃτήσατο
ὑμᾶς τοῦ σινιάσαι ὡς τὸν σῖτον» (Λουκ. κβ΄. 31.). Καὶ πάλιν· «Σίμων καθεύδεις;
οὐκ ἴσχυσας μίαν ὥραν γρηγορῆσαι; (Μάρκ. Ιδ΄. 37.). Καὶ πρὸς τούτοις, ἡ πολλὴ
λύπη ὅπου τὸν κατεπλάκωσεν, διὰ τὴν ὁποίαν καὶ ἐκοιμᾶτο καὶ ὀμμάτια νὰ
ἀνοίξῃ δὲν ἠδύνατο, καθὼς λέγει ὁ ἱερὸς Λουκᾶς· «καὶ ἐλθὼν πρὸς τοὺς
μαθητὰς Αὐτοῦ, εὖρεν αὐτοὺς κοιμωμένους ἀπὸ τῆς λύπης» (κβ΄. 45.). Τώρα
αὐτὴ ἡ τόσον μεγάλη ἀμέλεια τοῦ Πέτρου, πῶς ἦτο δυνατὸν νὰ τελειώσῃ εἰς
ἄλλο παρὰ εἰς μίαν φανερὰν πτῶσιν; «ἐν ὀκνηρίαις ταπεινωθήσεται ἡ δόκωσις»
(Ἐκκλησ. Ι΄ 18.). Ὅθεν ἡ ἀμέλεια αὕτη τοῦ Πέτρου παρομοιάζεται μὲ τὴν
ψυχρότητα τοῦ τότε καιροῦ· λέγει γὰρ ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης, ὅτι
«εἱστήκεισαν οἱ δοῦλοι καὶ οἱ ὑπηρέται ἀνθρακιὰν πεποιηκότες, ὅτι ψῦχος ἦν
καὶ ἐθερμαίνοντο· ἦν δὲ μετ' αὐτῶν Σίμων Πέτρος ἑστὼς καὶ θερμαινόμενος»·
(ιη'. 18.). Καὶ ἀληθῶς ὁ Πέτρος ψυχρὸς ἦτον ἀπὸ τὴν ἀγάπην τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ
∆ιδασκάλου του, ὡς λέγει ὁ σοφὸς Θεοφάνης ὁ Κεραμεύς, καὶ διὰ τοῦτο
ἐθερμαίνετο ἀπὸ τὴν φωτιὰν καὶ τὴν ζέσταν τοῦ κόσμου καὶ τῆς σαρκός, τὴν
ὁποίαν ἀνάπτουσιν οἱ ὑπηρέται τοῦ διαβόλου, ἥτις εἰς όλον τὸ ὕστερον
θεατρίζει καὶ πομπεύει τὸν ταλαίπωρον ἁμαρτωλὸν καὶ τὸν κάμνει καὶ
ἀρνητὴν τοῦ Θεοῦ· ὁ δὲ Ἰωάννης ὤντας θερμὸς εἰς τὴν ἀγάπην τοῦ Θεοῦ, δὲν
ἐχρειάσθη νὰ ζεσταθῇ ἀπὸ τοιαύτην κατηραμένην φωτιάν. Ὢ παγκακίστη
ἀμέλεια· καλὰ σὲ ὠνόμασεν ὁ ἅγιος Μάρκος ὁ ἀσκητὴς ἄθεον, ἐν τῇ πρὸς
Νικόλαον ἐπιστολῇ (σελ. 123. τῆς Φιλοκαλ.)· διότι εἰς ὅλον τὸ ὕστερον κάμνεις
τοὺς ἀνθρώπους ἀθέους καὶ ἀρνησιχρίστους· καλὰ εἶπεν ὁ αὐτὸς Μάρκος,
(αὐτόθι)· ὅτι οἱ τρεῖς μεγάλοι γίγαντες τοῦ διαβόλου καὶ τῶν παθῶν εἶσαι ἐσὺ
καὶ ἡ λήθῃ καὶ ἡ ἄγνοια· καλὰ σὲ ἔβαλαν οἱ θεολόγοι πρῶτον βαθμὸν τῶν εἰς
ἀπώλειαν φερόντων, ὁ ὁποῖος σύρεις μαζί σου καὶ τοὺς ἄλλους τρεῖς βαθμοὺς
τῆς ἀπωλείας, τὴν τύφλωσιν τοῦ νοός, τὴν πώρωσιν τῆς καρδίας καὶ τὸν
ἀδόκιμον νοῦν 134
.
Τώρα ἐσὺ ἀγαπητὲ ὅπου ἀναγινώσκεις ταῦτα, ἔμβα μέσα εἰς τὸν ἑαυτόν
σου καὶ ἐξέτασε καλὰ τὴν καρδίαν σου, ἡ ὁποία μερικάς φοράς εἶναι τόσον
ἀπόκρυφος, ὥστε ὅπου ὄχι μόνον εἰς τοὺς ἄλλους εἶναι ἀγνώριστος, ἀλλὰ
ἀκόμη καὶ εἰς τὸν ἴδιον ἑαυτόν σου· καθὼς γέγραπται «βαθεῖα ἡ καρδία παρὰ
πάντα καὶ ἄνθρωπός ἐστι, καὶ τὶς γνωσεται αὐτόν;» (Ἱερεμ. ιζ'. 9). Ἒμβα λέγω
μέσα εἰς τὴν καρδίαν σου καὶ ἴσως εὕρῃς ἐκεῖ ὅλα αὐτὰ τὰ ἐλαττώματα διότι
καὶ σὺ ὅταν σοῦ τύχῃ καμμία περίστασις καὶ πειρασμὸς παρευθὺς λησμονεῖς,
ὡσὰν ὁ Πέτρος, ὅλους τοὺς φωτισμοὺς καὶ τὰς παραγγελίας ὅπου σοῦ ἔδωκεν ὁ
Θεὸς μὲ τὸ μέσον τῶν θείων του Γραφῶν, διὰ νὰ γνωρίσῃς τὴν οὐτιδανότητα
ὅπου ἔχουν αἱ ἡδοναί καὶ τὰ καλά τοῦ κόσμου καὶ τὸ παράδοξον εἶναι ὅτι
λησμονεῖς ἀκόμη ἕως καὶ αὐτὴν τὴν πεῖραν καὶ δοκιμὴν ὅπου ἔκαμνες τόσας
καὶ τόσας φοράς εἰς τὰ τοῦ κόσμου καλὰ δοκιμάζωντάς τα πάντοτε καὶ
εὑρίσκοντάς τα ὅλα ψευδῆ, τὸ ὁποῖον ὁ Πέτρος δὲν τὸ ἔπαθε, διότι αὐτὸς
ἄλλην φορὰν δὲν ἐδοκίμασε τί εἶναι ἡ ἄρνησις. Κάμνεις κάποτε κανένα καλὸν
134 Λέγουοι γὰρ οἱ Θεολόγοι ὅτι εἶναι δ'. βαθμοὶ τῆς ἁμαρτίας εἰς ἀπώλειαν φέροντες· α'. ἡ
ὀκνηρία καὶ ἀμέλεια περὶ τὴν σωτηρίαν· καὶ ἡ καταφρόνησις τῶν μικρῶν καὶ κουφοτέρων
ἁμαρτημάτων· δι’ ὅ λέγει ὁ Προφήτης «δράξασθε παιδείας μήποτε ὀργισθῇ Κύριος» (Ψαλ. β'.
12.)· β'. ἡ τύφλωσις τοῦ νοός, ὅταν ὁ ἄνθρωπος δὲν προσέχῃ ὅλως εἰς ἐκεῖνα ὅπου ἁμαρτάνει
οὐδὲ μετανοῇ· γ'· ἡ πώρωσις καὶ σκληρότης τῆς καρδίας, ἥτις εἶναι χείρων τῆς τοῦ νοῦ
τυφλώσεως, καθ' ὅτι ὅ δι’ αὐτῆς ἁμαρτάνων, οὐκ ἐξ ἀγνοίας ἁμαρτάνει ἀλλ’ ἐξ ὑπερηφανίας
καταφρονήσεως τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ· περὶ οὖ εἶπεν ὁ θεῖος Στέφανος «σκληροτράχηλοι καὶ
ἀπερίτμητοι τῇ καρδίᾳ» (ΙΙράξ. ζ', 51.)· δ'. βαθμὸς δὲ εἶναι ὁ ἀδόκιμος νοΰς συγχέων καὶ
ταράττων τὴν διάνοιαν δι’ οὖ προκρίνει ὁ ἄνθρωπος τὸ ψεῦδος ἀντὶ τοῦ ἀληθοῦς, τὸ κακὸν
ἀντὶ τοῦ ἀγαθοΰ καὶ χαίρει εἰς τὰ κακά, ὡσὰν εἰς καλά, περὶ οὖ εἴρηται «οὐαὶ οἱ λέγοντες τὸ
πονηρὸν καλόν, καὶ τὸ καλὸν πονηρόν!» (Ἡσ. ε', 20).
ἔργον, ἀλλὰ τίς ἠξεύρει μήπως καὶ αὐτὸ τὸ καλὸ τὸ ἔχεις μιγμένον μαζὶ μὲ
κανένα κοσμικὸν τέλος; Ἤ διὰ νὰ σὲ δοξάσῃ ὁ κόσμος, ἢ διὰ νὰ κερδίσῃς, ἢ
διὰ νὰ φαίνεσαι καλλίτερος ἀπὸ τοὺς ἄλλους; Θέλεις νὰ ἀκολουθῇς τὸν
Ἰησοῦν, ἀλλὰ μὲ ἕνα μέσον τρόπον ὥστε ὅπου, οὔτε ὅλος νὰ δοθῇς εἰς τὸν
Θεόν, οὔτε ὅλος εἰς τὸν κόσμον· ταὐτὸν εἰπεῖν, ζητεῖς μίαν στράταν ὅπου νὰ
μὴν εἶναι οὔτε ἡ εὐρύχωρος τῆς ἀπωλείας, οὔτε ἡ στενὴ καὶ τεθλιμμένη τῆς
σωτηρίας, ἀλλὰ μία στράτα μὲ τὴν ὁποίαν νὰ ἠμπορῇς καὶ ἐσὺνὰ ἀκολουθήσῃς
τὸν Χριστὸν ὡσὰν ὁ Πέτρος ἀπὸ μακρόθεν, χωρὶς νὰ ἀφίνῃς κάθε ὥραν τὸ νὰ
θεραπεύῃς ἀκόμη καὶ τὰ πάθη σου. Ὤ παγκακίστη ἀμέλεια ὅπου κυριεύει
ἀκόμη καὶ ἐσὲ ἀδελφέ! Ὥστε μὴ κατηγορῇς πλέον τὸν μακάριον Πέτρον, ὅτι
ἐνικήθη ἀπὸ τὴν ἀμέλειαν ἀλλὰ κατηγόρει τὸν ἑαυτόν σου ὅτι νικᾶσαι ἀπὸ
αὐτήν. Καὶ ἐκεῖνος μὲν ἐνικήθη μίαν φοράν, σὺ δὲ νικᾶσαι κάθε ἡμέραν. Μὴ
κατακρίνῃς τὸν Πέτρον, ὅτι ἠρνήθη τὸν Κύριον, ἀλλὰ κατάκρινε τὸν ἑαυτόν
σου· διότι ἂν καὶ ὁμολογῇς τὸν Θεὸν μὲ τὰ λόγια, ἀλλὰ τὸν ἀρνεῖσαι μὲ τὰ
ἔργα, κάμνωντας ἐναντία εἰς ἐκεῖνα ὅπου προστάζει, ὡς λέγει ὁ ΙΙαῦλος. «Θεὸν
ὁμολογοῦσιν εἰδέναι, τοῖς δὲ ἔργοις ἀρνοῦνται» (Τίτ. α'. 16). Κατάκρινε τὸν
ἑαυτόν σου, διότι ὅσας φοράς κάμνεις ὅρκους ψευδεῖς· ὅσας φοράς ἀρνῆσαι τὴν
ἀλήθειαν καὶ δὲν θέλεις νὰ τὴν ὁμολογήσῃς ἀπὸ πεῖσμα ἢ ὑπερηφάνειαν ἢ
αὐταρέσκειαν, τόσας φοράς ἀρνῆσαι τὸν Χριστόν, ὅστις εἶναι ἡ ἀλήθεια· «ἐγὼ
εἰμι ἡ ἀλήθεια» (Ἰω. ιδ' 6), ὅσας φοράς ἐλπίζεις εἰς τὴν δύναμίν σου καὶ
προσκυνεῖς ὡσὰν εἴδωλα τὰ ἄσπρα σου, ἀρνεῖσαι τὸν Χριστόν, δι’ ὅ καί ὁ
Παῦλος εἰδωλολατρείαν τὴν πλεονεξίαν ὠνὀμασεν (Κολοσ. γ'. 5). Καὶ διὰ νὰ
εἰπῶ καθολικῶς, ὅτι προτιμᾷς καλλίτερα ἀπὸ τὴν ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ, κἄν
καὶ ᾖναι μία βελόνη ἐκεῖνο, ἄρνησις τοῦ Χριστοῦ λέγεται· διὰ τοῦτο εἶπεν καὶ ὁ
θεῖος Χρυσόστομος, ὅτι μὲ πολλοὺς τρόπους δύναταί τινας νὰ ἀρνῆται τὸν
Χριστὸν (ὁμιλ. γ'. εἰς τὴν Ἄνναν).
Ὅθεν καὶ ἐσὺ ἀδελφέ, ἔγινες μιμητὴς τοῦ Πέτρου εἰς τὴν ἁμαρτίαν,
γενοῦ μιμητὴς ἐκείνου καὶ εἰς τὴν μετάνοιαν· ἐπειδή, κατὰ τὸν σοφὸν Νικήταν,
διὰ τοῦτο ἐγράφησαν τὰ σφάλματα τῶν ἁγίων διὰ νὰ μιμηθῶμεν ἡμεῖς τὴν
μετάνοιάν τους· «τῶν ἁγίων τὰ ὀλισθήματα διὰ τῶν ἁγίων Γραφῶν
μανθάνομεν, ἵνα καὶ τῆς αὐτῶν μετανοίας μιμηταὶ γενὸμεθα». (Σειρ. εἰς τὸ κατὰ
Ματθ.). Ἐκεῖνος μίαν φορὰν ἠρνήθη τὸν Κύριον, ἀλλὰ ἐμετανόει εἰς ὅλην του
τὴν ζωήν· λέγει γὰρ ὁ ἅγιος Κλήμης ὁ μαθητής του, ὅτι ὅσας φοράς ὁ θεῖος
Πέτρος ἤκουεν τὸν πετεινὸν ὅπου ἐφώναζεν, ἐνεθυμεῖτο τὴν ἄρνησιν ὅπου
ἔκαμνεν καὶ ἔκλαιεν· ὅθεν καὶ ὁ Εὐαγγελιστὴς Μάρκος λέγει περὶ τοῦ Πέτρου
ὅτι· «ἐπιβαλῶν ἔκλαιεν» (ιδ' 72.) ὅπερ ἑρμηνεύει ὁ ἱερὸς Θεοφύλακτος, ἀντὶ τοῦ
ἀρξάμενος· ἐπειδὴ ἀφ' οὗ μίαν φορὰν ἄρχισε, δὲν ἔπαυσεν ἀπὸ τὸ νὰ κλαίῃ εἰς
ὅλην του τὴν ζωήν. Καὶ σὺ μετανόει ἀπὸ καρδίας πρὸς τὸν Θεὸν εἰς ὅλην σου
τὴν ζωήν, καὶ ὅσας φοράς ἐνθυμῆσαι τὰς ἁμαρτίας σου κλαῖε καὶ χύνε δάκρυα
πικρότατα δι’ αὐτάς· διότι λέγει ὁ ἅγιος Ἱερώνυμος ὅτι «ἡ μὲν προσευχὴ
καταπραΰνει τὸν Θεὸν ὀργιζόμενον, τὸ δὲ δάκρυον τὸν ἀναγκάζει εἰς τὸ νὰ
ἐλεήσῃ. Καὶ ὁ θεῖος Χρυσόστομος λέγει, ὅτι ὕστερα ἀπὸ τὴν βροχὴν γίνεται
καθαρὸς καὶ ξάστερος ὁ ἀέρας, καὶ ὕστερα ἀπὸ τὰ δάκρυα γίνεται ἡ ψυχὴ καὶ
ὁ νοῦς καθαρὸς καὶ ξάστερος. Ὁ δὲ Πέτρος ἀκούωντας τὸν πετεινὸν ὅπου
ἐφώναξεν ἐξύπνισεν καὶ ἦλθεν εἰς αἴσθησιν τῆς ἁμαρτίας του καὶ σὺ
ἀκούωντας τὸν Κύριον ὅπου σοῦ φωνάζει «Γρηγορεῖτε» (Μάρ. ιγ΄. 37.) ξύπνα
ἀπὸ τὴν ἀμέλειαν, ἔρχου εἰς αἴσθησιν τῶν ἁμαρτιῶν σου καὶ στέκου ἄγρυπνος.
Ἐκεῖνος ἐν ὅσῳ ἦτο μέσα εἰς τὴν αὐλὴν τοῦ ἀρχιερέως ὁμοῦ μὲ τοὺς
στρατιώτας, δὲν ἠδυνήθη νὰ κλαύσῃ καὶ νὰ μετανοήσῃ, ἀλλὰ ἀφ’ οὗ ἐβγῆκεν
ἔξω· «καὶ ἐξελθὼν ἔξω ἔκλαυσεν πικρῶς». (Ματθ. κζ΄. 15.). Καὶ ἐσὺ ἐὰν δὲν
εὔγῃς ἔξω ὑπὸ τὴν ἀναισθησίαν τοῦ πεπωρωμένου σου νοός, ὡς ἀλληγορεῖ ὁ
ἱερὸς Θεοφύλακτος, καὶ ἂν δὲν μακρύνῃς ἀπὸ τὰ αἴτια τῆς ἁμαρτίας, καὶ ἂν
δὲν κάμνῃς τελείαν ἀποχὴν τοῦ κακοῦ, δὲν δύνασαι νὰ κλαύσῃς διὰ τὰς
ἁμαρτίας σου καὶ νὰ δείξῃς ἀληθινὴν μετάνοιαν. Ἐκεῖνος ἀπὸ τὸ πταῖσμα τῆς
ἀρνήσεως ἀπέκτησεν μετάνοιαν, ταπείνωσιν ἀπέκτησε, τὸ νὰ μὴ ὑψηλοφρονῇ,
τὸ νὰ μὴ θαρρῇ εἰς τὴν δύναμίν του, ἀλλὰ εἰς τὴν βοήθειαν τοῦ Θεοῦ· ἀπέκτησε
τὸ νὰ μὴ ἀπελπίζεται καὶ τὸ νὰ συμπονῇ καὶ νὰ λυπῆται τοὺς ἄλλους
ἁμαρτωλούς. Καὶ ἐσὺ ἀπὸ τὰς προλαβούσας ἁμαρτίας ὅπου ἔκαμνες, μάθε νὰ
ταπεινώνεσαι· μάθε ὄχι νὰ κατηγορῇς τοὺς ἄλλους ὅπου ἁμαρτάνουν, ἀλλὰ νὰ
τοὺς συμπονῇς καὶ νὰ τοὺς διδάσκῃς νὰ μὴν ἀπελπίζωνται.Ἐκεῖνος μὲ τὴν
θερμὴν μετάνοιαν ὅπου ἔκαμνεν, ἔλαβεν τὴν ἀποστολικὴν ἀξίαν ὅπου ἔχασε
καὶ ἔγινε πάλιν κορυφαῖος τῶν Ἀποστόλων καὶ ἐσὺ ἐὰν μετανοῇς μὲ τοιαύτην
θερμότητα, δύνασαι νὰ λάβῃς τὴν χάριν τῆς υἱοθεσίας ὅπου ἔχασες διὰ τὰς
ἁμαρτίας σου, καὶ νὰ γίνῃς πάλιν υἱὸς Θεοῦ καὶ κληρονόμος τῆς βασιλείας Του.
Γνώρισε λοιπὸν πῶς ἡ αἰτία ὅλων τῶν πταισμάτων σου ἐστάθη ἡ
ἀμέλειά σου καὶ ἐντράπου ἐμπρὸς εἰς τὸν θεῖον σου ∆ιδάσκαλον· καὶ ἀπὸ
τώρα καὶ εἰς τὸ ἑξῆς κάμνε ἀπόφασιν νὰ ἀρχίσῃς μίαν καινούργιαν ζωὴν μὲ
νέαν θερμότητα καὶ διὰ τέλη ὅλα θεϊκὰ ἤγουν διὰ νὰ δοξάζῃς τὸν Θεὸν καὶ διὰ
νὰ βάλῃς εἰς ἀσφάλειαν τὴν σωτηρίαν σου· καὶ τέλος πάντων ἐπειδὴ καὶ ἡ
ἀμέλεια εἶναι πλέον φοβερὰ διὰ νὰ σὲ ρίψῃ πάλιν εἰς τὴν πτῶσιν τῆς ἁμαρτίας,
παρὰ ὅπου εἶναι φοβερὰ ἡ δύναμις τοῦ διαβόλου· «ἀμελήσαντες γάρ φησιν (οἱ
εἰς τοὺς γάμους κεκλημένοι) ἀπῆλθον, ὁ μὲν εἰς τὸν ἴδιον ἀγρόν, ὁ δὲ εἰς τὴν
ἐμπορίαν αὐτοῦ» (Ματθ. κβ΄. 5.)· διὰ τοῦτο παρακάλεσεν τὸν Κύριον νὰ σὲ
ἐλευθερώσῃ καὶ ἀπὸ τὴν μίαν καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλην, ἀλλὰ τὸ περισσότερον νὰ σὲ
ἐλευθερώσῃ ἀπὸ τὸν ἑαυτόν σου ὅπου εἶσαι κατεπάνω σου μὲ τὴν ἰδίαν σου
θέλησιν ἕνας ἐχθρὸς χειρότερος ἀπὸ κάθε διάβολον καθὼς εἶναι γεγραμμένον·
«οἱ δὲ ἁμαρτάνοντες πολέμιοι εἰσίν τῆς ἑαυτῶν ζωῆς». (Τωβὶτ ιβ΄10).
γ΄.
Συλλογίσου ἀγαπητὲ τὴν γ'. αἰτίαν, καὶ τὸ ὕστερον σπρώξιμον, διὰ
μέσου τοῦ ὁποῖου ἐπεσεν ὁ Ἀπόστολος Πέτρος εἰς τὴν ἄρνησιν, τὸ ὁποῖον ἦτον
ἡ ἔλλειψις τῆς προσευχῆς· καὶ ἡ αἰτία πάλιν τῆς ἐλλείψεως τῆς προσευχῆς ἦτον ἡ
ὑπερηφάνεια καὶ ἡ ἀμέλεια· διότι ἐκεῖνος ὅπου νομίζει πῶς εἶναι ἀσφαλὴς καὶ
στερεός, αὐτὸς δὲν ζητεῖ βοήθειαν ἀπὸ τὸν Θεὸν διὰ προσευχῆς· καὶ ἐνῷ ὁ θεῖος
Πέτρος εἶχεν πολλὰς αἰτίας νὰ δοθῇ εἰς προσευχήν, διότι καὶ ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς
τὸν παρήγγειλεν πολλάκις ὁμοῦ μὲ τοὺς ἄλλους Ἀποστόλους· «Γρηγορεῖτε καὶ
προσεύχεσθε, ἵνα μὴ εἰσέλθητε εἰς πειρασμὸν» (Μάρκ. ιδ΄. 38)· καὶ διότι
ἐπετίμησεν αὐτὸν χωριστὰ διὰ τοῦτο. «Σίμων καθεύδεις; Οὐκ ἴσχυσας μίαν
ὥραν γρηγορῆσαι;» (Μάρκ. αὐτόθι 37.). Ἀκόμη καὶ διὰ τὸ ἐξαίρετον
παράδειγμα ὅπου τοῦ ἔδωκεν εἰς τὸν κῆπον ὅ Σωτὴρ προσευχόμενος τρεῖς ὥρας
συνεχεῖς135
. Πλὴν ὅλα ταῦτα δὲν ἐστάθησαν ἀρκετὰ κέντρα διὰ νὰ ἐξυπνίσουν
τὸν Πέτρον ἀπὸ τὸν βαρὺν ὕπνον τῆς ἀμέλειας καὶ λύπης «ἦσαν γάρ φησιν οἱ
ὀφθαλμοὶ αὐτῶν βεβαρημένοι» (Μάρκ. ιδ΄. 40.)· ὥστε ὅπου νὰ θελήσῃ νὰ
προσευχηθῇ καὶ νὰ μεταχειρισθῇ ἕνα τόσον εὔκολον ἅρμα διὰ νὰ δυναμώσῃ μὲ
αὐτὸ τὴν ἀσθένειάν του καὶ νὰ παρηγορήσῃ τὴν λύπην του. Τώρα βλέπε ἐσὺ
ἀδελφέ, τί ἀσθενὴς εἶναι ὁ ταλαίπωρος ἄνθρωπος, ὅταν δὲν ἑνωθῇ μὲ τὸν Θεὸν
διὰ μέσου τῆς προσευχῆς παρακαλώντας Τον νὰ τοῦ δώσῃ τὴν βοήθειάν Του.
Ὁ Πέτρος ὁ πρῶτος καὶ κορυφαῖος ὅλων τῶν Ἀποστόλων· ὁ Πέτρος ὁ μαθητὴς
ὅπου ἠγάπα τὸν ∆ιδάσκαλόν του περισσότερον ἀπὸ ὅλους τοὺς μαθητάς· ὁ
Πέτρος πρὸς τὸν ὁποῖον ἀπεκάλυψεν ὁ Πατὴρ μὲ τόσον φῶς τὴν θεότητα τοῦ
Ἰησοῦ Χριστοῦ, «σὰρξ καὶ αἷμα οὐκ ἀπεκάλυψεν σοι ἀλλ’ ὁ Πατήρ μου ὁ ἐν
τοῖς οὐρανοῖς» (Ματθ. ιζ΄. 17)· ὁ Πέτρος ὅπου ὡμολόγησε τὸν Χριστὸν διὰ Υἱὸν
135 Ἐπειδὴ εἰς τρία διαστήματα καιροῦ ὁ Κύριος ἔκαμε τὴν προσευχὴν εἰς τον κῆπον, ὡς
λέγουσιν οἱ θεῖοι εὐαγγελισταὶ· ἐν δὲ τῷ πρώτῳ διαστήματι λέγουσι φανερῶς ὁ Ματθαῖος καὶ ὁ
Μᾶρκος ὅτι προσευχήθη ὁ Κύριος μίαν ὥραν· ἐντεῦθεν συνάγουσι πολλοὶ ὅτι καὶ εἰς τὰ ἄλλα
δύω διαστήματα τοῦ καιροῦ, δύω ὥραι ἐπέρασαν.
Θεοῦ μὲ τόσην γενναιότητα ἐμπρὸς εἰς τοὺς ἄλλους Ἀποστόλους· «σὺ εἰ ὁ
Χριστὸς ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος». (Ματθ. ιζ΄. 16.)· ὁ Πέτρος ὅπου εἶδεν τὴν
θεότητα τοῦ Χριστοῦ ὅταν ἐφάνη μὲ τόσην λαμπρότητα ἐπάνω εἰς τὸ Θαβῶρ· ὁ
Πέτρος λέγω ἐκεῖνος χωρὶς νὰ δεθῇ ἀπὸ στρατιώτας, χωρὶς νὰ ἐξετασθῇ ἀπὸ
κριτάς, χωρὶς νὰ δαρθῇ, χωρὶς νὰ καταδικασθῇ εἰς θάνατον ἀλλὰ μόνον διότι
ἠρωτήθη ἀπὸ ἕνα οὐτιδανὸν γυναικάριον, ὄχι μὲ φοβέραν καὶ ἀπειλήν, ὄχι μὲ
ἀγριότητα καὶ θυμὸν ἀλλὰ μὲ σπλάγχνος καὶ μὲ ἡμερότητα. «Μὴ καὶ σὺ ἐκ τῶν
μαθητῶν εἰ τοῦ ἀνθρώπου τούτου»; (Ἰω. ιη΄. 17)· παρευθὺς ἀποκρίνεται ὅτι δὲν
γνωρίζει τὸν θεῖον του ∆ιδάσκαλον οὐδὲ κᾄν ὡς ἄνθρωπον· «οὐκ εἶδα τὸν
ἄνθρωπον». (Ματθ. κζ΄. 2)· καὶ πηγαίνοντας πάντοτε εἰς τὸ χειρότερον, ἄρχισεν
ἐμπρὸς εἰς ὅλον ἐκεῖνο τὸ βλάσφημον πλῆθος νὰ προσθέτῃ ἀκόμη ἐπάνω εἰς τὴν
ἄρνησιν καὶ ὅρκους καὶ ἀναθέματα διὰ νὰ βεβαιώσῃ τὸ ψεῦδός του· «τότε
ἤρξατο καταναθεματίζειν καὶ ὀμνύειν ὅτι οὐκ οἶδα τὸν ἄνθρωπον» (Ματθ. κς΄.
74). Καὶ ταῦτα πάντα διατί; ∆ιότι δὲν ἔλαβεν μαζί του τὸ ἅρμα τῆς προσευχῆς·
διότι ἀμέλησεν νὰ προσευχηθῇ· διότι δὲν ἐδυνάμωσεν τὴν ἀσθένειάν του μὲ τὴν
προσευχὴν οὐδὲ ἡνώθη δι’ αὐτῆς μὲ τὸν παντοδύναμον Κύριον. Τοιαῦτα εἶναι
τὰ κακὰ καὶ οἱ λαβύρινθοι εἰς τοὺς ὁποίους πίπτει ὅποιος δὲν προσεύχεται
συνεχῶς, φθάνει ἕως καὶ νὰ ἀρνηθῇ τὸν Κύριον διὰ τόσον ὀλίγον ὅπου
φαίνεται ἀδύνατον καὶ ἀφ’ οὗ τὸν ἀρνηθῇ ἀκολουθεῖ νὰ μακρύνῃ τόσον
πορευόμενος καὶ κρημνιζόμενος ἀπὸ μίαν ἁμαρτίαν εἰς ἄλλην ἁμαρτίαν ὡσὰν
νὰ μὴν ἐγνώρισεν ποτὲ τὸν Θεὸν μὲ τὴν πίστιν. ∆ιὰ τοῦτο καὶ ὁ Κύριος εἶπεν
τὴν παραβολὴν τῆς χήρας καὶ τοῦ κριτοῦ τῆς ἀδικίας, διὰ νὰ μᾶς παρακινήσῃ
νὰ προσευχόμεθα πάντοτε καὶ νὰ μὴ βαρυνόμεθα· «ἔλεγεν δὲ καὶ παραβολὴν
αὐτοῖς πρὸς τὸ δεῖν πάντοτε προσεύχεσθαι καὶ μὴ ἐκκακεῖν». (Λουκ. ιη΄. 1).
Μάθε λοιπὸν ἐσὺ ἀδελφέ μὲ ξένα ἔξοδα, ἤγουν μὲ τὴν πτῶσιν ταύτην
τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου, μάθε νὰ μὴν ἀφήσῃς ποτὲ τὸν ἑαυτόν σου νὰ
ἐμποδισθῇ ἀπὸ κανένα πρᾶγμα εἰς τὸ νὰ προστρέχῃς πρὸς τὸν Κύριον μὲ τὴν
προσευχήν, καὶ παντοτεινὰ μέν, μάλιστα δὲ ἐν καιρῷ πειρασμοῦ καὶ θλίψεως·
«μὴν ἐμποδισθῇς τοῦ ἀποδοῦναι εὐχὴν εὐκαιρῷς». (Σειρὰχ ιη΄ 22). Εἰ δὲ καὶ
ἀφήσῃς τὴν προσευχήν, ἤξευρε, ὅτι θέλει σταθῆ ἀρκετὸν ἕνα ἁπλοῦν παίγνιον,
ἕνας μόνον λόγος, μία μοναχὴ ἀντίρρησις τοῦ κόσμου διὰ νὰ σὲ κάμνῃ νὰ
ἀρνηθῇς ὅλας τὰς καλὰς ἀποφάσεις ὅπου ἔκαμες διὰ τὴν σωτηρίαν τῆς ψυχῆς,
καὶ νὰ λησμονήσῃς ἐκεῖνον τὸν ∆εσπότην ὅπου τόσον πολὺ σὲ εὐεργέτησεν καὶ
ἔδωκεν τὸ αἷμα Του καὶ τὴν ζωὴν Του δι’ ἐσὲ.
∆ιὰ νὰ γίνεται δὲ ἡ προσευχή σου καρποφόρος καὶ καθὼς πρέπει σοῦ
λέγομεν ἐν συντόμῳ ταῦτα τὰ ἀναγκαῖα καὶ οὐσιώδη περὶ αὐτῆς. Ἤξευρε
λοιπὸν ἀδελφέ, ὅτι κατὰ τὸν μέγαν Βασίλειον (διατάξ. ἀσκητικ. α΄.)· ἡ
προσευχὴ διαιρεῖται εἰς τέσσαρα, α'. εἰς δοξολογίαν Θεοῦ, β΄. εἰς εὐχαριστίαν
τῶν εὐεργεσιῶν Του· γ΄. εἰς εξομολόγησιν τῶν ἁμαρτιῶν καὶ δ΄. εἰς αἴτησιν τῶν
πρὸς σωτηρίαν. Ὅταν λοιπὸν ἔχῃς νὰ προσευχηθῇς ἄρχισε πρῶτον ἀπὸ
δοξολογίαν Θεοῦ, λέγοντας· «∆όξα σοὶ Κύριε ὁ Θεός μου ὁ ἀκατάληπτος καὶ
ἀγαθός, καὶ παντοδύναμος καὶ Κτίστης ὅλου τοῦ κόσμου·» καὶ μὴ παρευθὺς
ἀρχινᾷς νὰ τοῦ ζητῇς· διότι μὲ τοῦτον τὸν τρόπον κατηγορεῖς τὴν προαίρεσίν
σου ὅτι προστρέχεις εἰς τὸν Θεὸν ὑπὸ τῆς χρείας σου ἀναγκαζόμενος, ὡς λέγει ὁ
μέγας Βασίλειος· «προσευχόμενος οὖν μὴ εὐθέως ἐπὶ αἴτησιν ἔρχου· εἰ δὲ μήγε,
διαβάλλεις σου τὴν προαίρεσιν, ὡς ὑπὸ τῆς χρείας ἀναγκαζόμενος προσεύχη τῷ
Θεῷ». Ἔπειτα, εὐχαρίστησον τὸν Θεὸν λέγοντας· «εὐχαριστῶ σοὶ Κύριε ὑπὲρ
πασῶν τῶν εὐεργεσιῶν ὅπου ἐποίησας εἰς ἐμέ, εἰ καὶ μὴ τυγχάνω αὐτάρκης
πρὸς ἀξίαν εὐχαριστίαν σου».
Εἶτα ἐξομολογήσου ἔμπροσθέν του τὰς ἁμαρτίας σου, ἂν ἠμπορέσῃς κατ'
εἶδος, διὰ τὸ πλέον εὐκατάνυκτον, ὡς ἔχουσιν καὶ αἱ εὐχαὶ τῆς θείας
μεταλήψεως, λέγοντας· ἡμάρτηκα ἐνώπιόν σου Κύριε, καὶ ἐλύπησά σε μὲ
φόνους, μὲ κλεψίας, μὲ πορνείας κ.τ.λ. εἰ δὲ καὶ ἐνθυμεῖσαι μαζὶ μὲ τὰς σαρκικὰς
ἁμαρτίας ὅπου ἔκαμνες καὶ τοὺς τρόπους καὶ τὰ πρόσωπα μὲ τὰ ὁποῖα
ἤμαρτες καὶ μολύνεσαι, ἅφες τὴν κατ’ εἴδος ἐξομολόγησιν τῶν σαρκικῶν σου
ἁμαρτιῶν, ὡς λέγει ὁ Μᾶρκος ὁ ἀσκητὴς καὶ λέγε μόνον «Κύριε ἥμαρτον σοὶ
καὶ ἐλύπησά σε μὲ πολλὰς σαρκικὰς ἁμαρτίας τὰς δὲ ἄλλας σου ἁμαρτίας
ἐξομολογοῦ κατ' εἶδος καὶ μίαν πρὸς μίαν. Τέταρτον δὲ καὶ τελευταῖον ζήτει
ἀπὸ τὸν Θεὸν ὄχι πλοῦτον, καὶ δόξαν καὶ ἠδονὰς καὶ ὑγείαν σώματος, ἀλλὰ
τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν δικαιοσύνην αὐτοῦ καθὼς σοῦ παραγγέλλει ὁ
Κύριος. (Ματθ, ς΄.33) λέγε δέ· «Κύριε ἴασαι τὴν ψυχήν μου, ὅτι ἥμαρτόν σοι».
Κύριε συγχώρησόν μοι τὰς ἁμαρτίας μου. Κύριε μὴ εἰσενέγκῃς με εἰς πειρασμόν.
Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ Υἱὲ τοῦ Θεοῦ ἐλέησον με. Καὶ τὸ περισσότερον μέρος τῆς
προσευχῆς σου, ἄς ᾗναι τὰ αἰτήματα ταῦτα διότι βλέπομεν καὶ εἰς τὴν
Κυριακὴν προσευχὴν τοῦ Πάτερ ἡμῶν ὅτι περισσότεραι εἶναι αἱ αἰτήσεις, παρὰ
τὰ ἄλλα.
Οἱ τρόποι δὲ μὲ τοὺς ὁποίους πρέπει νὰ προσεύχεσαι εἶναι γενικῶς δύο·
ἐσωτερικὸς καὶ ἐξωτερικός. Ὁ ἐσωτερικὸς εἶναι τὸ νὰ βιάζεσαι νὰ συμμαζώνῃς
μὲν τὸν νοῦν σου ὅλον εἰς τὰ λόγια τῆς προσευχῆς σου καὶ ἄλλο κᾀνένα
πρᾶγμα νὰ μὴ τὸν ἀφίνῃς νὰ συλλογίζεται, στοχαζόμενος ὅτι παραστέκεσαι
ἐνώπιόν τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ καὶ διὰ νὰ συμμαζώνεται ὁ νοῦς σου
εὐκολώτερα βάστα καὶ ὀλίγον τὴν ἀναπνοήν σου, καθὼς ἑρμηνεύουν οἱ ὅσιοι
πατέρες, τὴν δὲ καρδίαν σου κάμνε την νὰ διατίθεται καὶ νὰ νοστιμεύεται εἰς
τὰ λεγόμενα καθὼς νοστιμεύεται καὶ εἰς τὰ καλὰ φαγητά, λαμβάνουσα φόβον
καὶ ἔχουσα ταπείνωσιν, συντριβήν, καὶ κατάνυξιν ἐν τῇ προσευχῇ καὶ
εὐγάνουσα δάκρυα· καὶ πότε μὲν νὰ προσεύχεσαι μὲ τὸν νοῦν καὶ τὴν καρδίαν
σου (τὸ ὁποῖον εἶναι καλλίτερον)· πότε δὲ καὶ μὲ τὸ στόμα. Ὁ δὲ ἐξωτερικὸς
τρόπος εἶναι τὸ νὰ προσεύχεσαι πότε κάτω νεύοντας τὴν κεφαλήν σου ὡς ὁ
τελώνης, καὶ πότε στεκόμενος, πότε γονατιστὸς καὶ πότε σηκώνοντας τὰ χέρια
σου· οἱ τρόποι αὐτοὶ εἶναι μαρτυρημένοι ἀπὸ τὰς Θείας Γραφάς· «ὅταν γάρ
φησι στήκητε προσευχόμενοι» (Μάρκ. ια΄. 25). Καὶ «θεὶς τὰ γόνατα
προσηύξατο» (πράξ. κ΄. 16). Καὶ «ἔπαρσις τῶν χειρῶν μου» (Ψαλμ. ρμ΄. 2). Εἰ δὲ
καὶ ᾖναι τινὰς γέρων καὶ ἀσθενὴς ἂς προσεύχεται καὶ καθήμενος. Ὁ καιρὸς δὲ
τῆς προσευχῆς εἶναι τὸ νὰ προσεύχεσαι εἰς τοὺς διωρισμένους ἀπὸ τὴν
Ἐκκλησίαν ἑπτὰ καιροὺς ἑσπερινόν, ἀπόδειπνον, μεσονυκτικόν, ὄρθρον καὶ
ὥρας κατὰ τὸ «ἑπτάκις τῆς ἡμέρας ᾔνεσά σε». (Ψαλμ. ριη΄). Μάλιστα δὲ νὰ
βιάζῃς τὸν ἑαυτόν σου εἰς τὸ νὰ προσεύχεσαι παντοτεινὰ καὶ ἀδιαλείπτως
καθὼς παραγγέλλει εἰς ὅλους τοὺς μοναχοὺς τε καὶ λαϊκοὺς ὁ Ἀπόστολος·
«ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε»· (Α' Θεσσαλ. ε΄. 17.)· καὶ εἰς καιρὸν ὅπου κάμνεις
τὴν τέχνην σου, ἢ ἄλλην σου ὑπηρεσίαν νὰ λέγῃς τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ Υἱὲ
τοῦ Θεοῦ ἐλέησον με»· καὶ ὅλας σου τὰς εὐεργεσίας νὰ τὰς ἀρτένῃς μὲ τὴν
προσευχὴν ὡσὰν μὲ ἅλας, ὡς λέγει ὁ μέγας Βασίλειος (ἐπιστολ. α΄), καὶ ἡμεῖς
προείπομεν εἰς τὸν β΄. συλλογισμὸν τῆς μελέτης περὶ τῆς ζωῆς τοῦ Κυρίου
γενικῶς θεωρουμένης.
Ὁ τόπος δὲ τῆς προσευχῆς προηγουμένως μὲν εἶναι ἡ ἐκκλησία,
ἑπομένως δὲ ἄς εἶναι ὁ πλέον ἥσυχος τόπος τοῦ σπιτιοῦ σου. ∆ιότι βλέπομεν
καὶ τὸν Ἀπόστολον Πέτρον ὅπου ἀνέβη ἐπάνω εἰς τὸ δῶμα τοῦ σπιτιοῦ καὶ
προσευχήθη διὰ τὸ ἡσυχότερον· «ἀνέβη Πέτρος ἐπὶ τὸ δῶμα προσεύξασθαι»
(Πράξ. ι΄. 9)· καὶ ἁπλῶς εἰς κάθε τόπον ὅπου εὑρίσκεσαι, σπούζαζε διὰ νὰ
προσεύχεσαι «ἐν παντὶ τόπῳ γάρ φησι τῆς δεσποτείας αὐτοῦ εὐλόγει ἡ ψυχή
μου τὸν Κύριον». (Ψαλ. ρβ΄ 22).
Λοιπὸν μὲ τοιοῦτον τρόπον προσευχόμενος ὁμολόγησεν, ὅτι ὅλη σου ἡ
ἐλπὶς καὶ δύναμις εἶναι ἀκουμβισμένη ἐπάνω εἰς τὴν βοήθειαν τοῦ Λυτρωτοῦ
σου καὶ ὅτι ὅσον ἐκεῖνος σὲ περικρατῇ νὰ μὴ πέσῃς, τόσον θέλεις μείνει ὄρθιος
καὶ ἐσὺ καὶ ἀπὸ τοὺς πειρασμοὺς ἀνίκητος. Κάμνε ἀπόφασιν, ὅτι ἀπὸ τώρα καὶ
ἐμπρὸς νὰ ἀφιερώνεσαι καθ' ἑκάστην εἰς τὸν ∆εσπότην Χριστὸν διὰ μέσου τῆς
προσευχῆς, καὶ νὰ μὴν ἀποκάμῃς ζητώντας Του ἔλεος καὶ πάντα τὰ πρὸς
σωτηρίαν σου αἰτήματα, κί ἄν δὲν σοῦ τὰ δώσῃ· κι ἄν ἕνας χρόνος ἢ δύο ἢ τρεῖς
ἢ πολλοὶ περάσουν, ἐσὺ μὴν ἀμελήσεις «κἄν μὴν παρέλθη, κἄν ἐνιαυτός, κἄν
τριετὴς ἢ τετραετὴς χρόνος, κἄν πλείονα ἔτη, ἕως ὅτου λάβῃς μὴ ἀναχωρήσῃς,
ἀλλὰ μετὰ πίστεως αἴτει διὰ παντὸς τὸ ἀγαθὸν ἐργαζόμενος· λέγει ὁ μέγας
Βασίλειος» (ἀσκητικ. διατάξ. α΄.). ∆ιότι εἰς ὅλον τὸ ὕστερον ὁ Κύριος ἔχει νὰ
σοῦ τὰ δώσῃ· ἂν ὄχι δι’ ἄλλο, ἀλλὰ κἄν διὰ τὴν ἀδιαντροπίαν σου, ὡς τὸ εἶπε
μόνος του· «εἰ δὲ οὐ δώσει αὐτῷ ἀναστὰς διὰ τὸ εἶναι αὐτοῦ φίλον, διὰ γε τὴν
ἀναίδειαν αὐτοῦ, ἐγερθεὶς δώσει αὐτῷ ὅσων χρῄζει». (Λουκ. ια΄. 8.). Ἐπειδὴ
βλέπομεν καὶ τὸν δίκαιον ἐκεῖνον Ἰσαὰκ ὅπου παρεκάλει τὸν Θεὸν εἴκοσιν
ὁλοκλήρους χρόνους διὰ νὰ τοῦ δώσῃ τέκνον καὶ ὕστερον τοῦ ὑπήκουσεν
(Γένεσ. κε΄.)· καὶ πολλοὶ ἀπὸ τοὺς Ὁσίους ἐφώναζαν εἰς τὸν Θεὸν καθ' ἑκάστην·
ἔλεος, ἔλεος, ἔλεος, ἄλλος πεντήκοντα καὶ ἄλλος ἑξήκοντα χρόνους, καὶ
ὕστερον ἐλάμβανον τὸ ζητούμενον ἢ ἐν τῇ ζωῇ αὐτῶν ἢ ἐν τῷ τοῦ θανάτου
καιρῷ· ποιεῖ γὰρ τοῦτο ὁ Θεὸς καὶ δὲν μᾶς δίδει εὔκολα ἐκεῖνα ὅπου τοῦ
ζητοῦμεν, καὶ δι’ ἄλλας μὲν αἰτίας ὅπου αὐτὸς ἠξεύρει, μάλιστα δὲ διὰ νὰ μᾶς
κάμῃ νὰ στέκωμεν πάντοτε κοντά του, καὶ διὰ νὰ φυλάξωμεν καλῶς ἐκεῖνο
ὅπου λάβωμεν μὲ τόσην δυσκολίαν, κατὰ τὸ μέγαν Βασίλειον «διὰ τοῦτο
ἀναβάλλεται διδόναι, τὴν πρὸς αὐτὸν προσεδρείαν σου σοφιζόμενος· καὶ ἵνα
γνῷς τί ἐστι δῶρον Θεοῦ καὶ φυλάξῃς τὸ δοθὲν μετὰ φόβου» (ἀσκητικ. διατάξ.
α΄). Καὶ τέλος πάντων παρακάλεσεν τὸν Κύριον ἀδελφέ νὰ σοῦ δώσῃ αὐτὸ τὸ
πνεῦμα καὶ χάρισμα τῆς προσευχῆς, μὲ τὸ ὁποῖον, ὡσὰν μὲ ἕνα χρυσὸν κλειδὶ
νὰ ἠμπορῇς νὰ ἀνοίγῃς εἰς κάθε καιρὸν κατὰ τὴν χρείαν σου, τοὺς θησαυροὺς
τῆς χάριτός Του καὶ βοηθείας «τὸ πνεῦμα συναντιλαμβάνεται ταῖς ἀσθενείαις
ἡμῶν· τὸ γὰρ τί προσευξώμεθα καθ’ ὅ δεῖ οὐκ εἴδαμεν ἀλλ' αὐτὸ τὸ πνεῦμα
ὑπερεντυγχάνει ὑπὲρ ἡμῶν στεναγμοῖς ἀλαλήτοις» (Ρωμ. η΄. 26). 136
.136 Ὅρα καὶ εἰς τὸ τέλος τῆς τελευταίας ἀναγνώσεως.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου