1. Ἐγώ εἰμι Κύριος ὁ Θεός σου, οὐκ ἔσονται σοὶ θεοὶ ἕτεροι πλὴν ἐμοῦ.
Ἕνας Κύριος εἶναι ὁ Κύριος ὁ Θεός σου, Αὐτὸς ποὺ φανερώνεται (μὲ τρία πρόσωπα, δηλ.) σὰν Πατέρας καὶ σὰν Υἱὸς καὶ σὰν Ἅγιο Πνεῦμα. Σὰν Πατέρας μὲν ἀγέννητος, σὰν Υἱὸς δὲ γεννητὸς (μέν, ἀλλὰ καὶ αὐτὸ πάλι) χωρὶς ἀρχή, καὶ πέρα ἀπὸ τὸν χρόνο, καὶ χωρὶς νὰ πάθει καμμία ἀλλοίωση, σὰν Λόγος (τοῦ Θεοῦ Πατρός). Αὐτὸς δὲ ὀνομάζεται Χριστός, γιατὶ ἔχρισε (δηλ. ἁγίασε) μὲ τὸ νὰ ἀναλάβει ὁ ἴδιος τὸ δικό μας (ἀνθρώπινο) εἶδος. Καὶ σὰν Ἅγιο Πνεῦμα, ποὺ καὶ Αὐτὸ προέρχεται ἀπὸ τὸν Πατέρα, ὄχι γιατὶ γεννήθηκε ἀπ᾿ Αὐτόν, ἀλλὰ γιατὶ Αὐτὸς Τὸ στέλνει.
Αὐτὸς μόνο εἶναι Θεός. Καὶ μάλιστα ὁ ἀληθινὸς Θεός, ὁ ἕνας Κύριος, ποὺ ἐμφανίζεται μὲ τρεῖς ὑποστάσεις. (Εἶναι ἕνας καὶ μοναδικὸς ὁ Θεὸς αὐτός, ποὺ) δὲν διαιρεῖται κατὰ τὴν φύση, τὴ θέληση, τὴν σκέψη, τὴν δύναμη καὶ τὴν ἐνέργεια, καὶ ὅλα γενικῶς τὰ γνωρίσματα τῆς Θεότητας.
Αὐτὸν (λοιπὸν τὸν ἕνα καὶ ἀληθινὸ Θεό) μόνο θὰ (πρέπει νὰ) λατρεύσεις μὲ ὅλη τὴν δύναμη ποὺ ἔχει ὁ νοῦς σου, καὶ μὲ ὅλο τὸ πλάτος τῆς καρδιᾶς σου καὶ μὲ ὅλη τὴν πληρότητα τῆς δυνάμεώς σου. Καὶ ὅλα ὅσα (ὁ Θεός σου) λέει καὶ ἐντέλλεται, (θὰ πρέπει) νὰ εἶναι πάντοτε νωπὰ μέσα στὴν καρδιά σου, ὥστε νὰ ἐφαρμόζεις καὶ νὰ ἐντρυφᾶς μέσα σὲ αὐτὰ καὶ νὰ ὁμιλεῖς μὲ βάση αὐτὰ (σὲ ὅλες τὶς περιστάσεις τῆς ζωῆς σου, δηλαδή) καὶ ὅταν κάθεσαι (κάπου καὶ δὲν μετακινεῖσαι), καὶ ὅταν βαδίζεις (γιὰ νὰ πᾶς ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος στὸ ἄλλο), καὶ ὅταν εἶσαι πεσμένος στὸ κρεββάτι, κι ὅταν εἶσαι ὄρθιος.
Καὶ (θὰ πρέπει ἀκόμα) νὰ ἐνθυμεῖσαι πάντοτε (δηλαδὴ ἀδιαλείπτως καὶ χωρὶς διακοπὴ) τὸν Κύριο τὸ Θεό σου καὶ Αὐτὸν μόνο νὰ φοβᾶσαι (μὲ τὸν Ἅγιο φόβο τοῦ Θεοῦ), καὶ νὰ μὴν λησμονήσεις ποτὲ οὔτε Αὐτὸν οὔτε τὶς ἐντολές Του. Γιατὶ (μόνο) ἔτσι καὶ ὁ Θεὸς θὰ σοῦ δώσει τὴν δύναμη (ποὺ εἶναι ἀπαραίτητη) γιὰ νὰ ἐφαρμόζεις (στὴν ζωή σου) τὸ (ἅγιο) θέλημά Του. Γιατὶ (ὁ Θεός, ποὺ δὲν ἔχει κανενὸς τὴν ἀνάγκη) τίποτε ἄλλο δὲν σοῦ ζητεῖ παρὰ μόνον νὰ Τὸν φοβᾶσαι καὶ νὰ Τὸν ἀγαπᾶς (γιατὶ Αὐτὸς ἀκριβῶς ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ συμβαδίζει μὲ τὴν ἀγάπη πρὸς Αὐτόν) καὶ νὰ ἀκολουθεῖς τὸν δρόμο Του ποὺ Αὐτὸς θέλει (πρᾶγμα ποὺ εἶναι ἡ φυσικὴ συνέπεια τῶν ἄλλων). Αὐτὸς θὰ εἶναι τὸ καύχημά σου καὶ Αὐτὸς θὰ εἶναι ὁ Θεός σου.
(Πρόσεξε) μήπως ἀκούγοντας τίποτα σχετικὸ μὲ τὴν (ἠθική) ἀπάθεια τῶν ἀγγέλων καὶ μὲ τὴν ἰδιότητά τους νὰ εἶναι ἀόρατοι, ἢ γιὰ τὴν μεγάλη (κι ἐκπληκτική) πονηρία τοῦ (διαβόλου, πού) ἐκπεσόντος ἀπὸ τὸ ὕψος τὸ ἀγγελικό, καὶ γιὰ τὴν (μεγάλη του) ἐπινοητικότητα καὶ ἐξυπνάδα καὶ εὐστροφία γιὰ κάθε πλάνη, ἐξ᾿ αἰτίας ὅλων αὐτῶν ἀποδόσεις σὲ κάποιο ἀπὸ αὐτὰ (τὰ πνεύματα-ἀγαθὰ ἢ πονηρά) τιμὴ ποὺ ἀνήκει στὸν Θεό.
(Πρόσεξε) μήπως ἀτενίζοντας τὸ μεγάλο μέγεθος τοῦ οὐρανοῦ καὶ τὴν ποικιλία τῆς κινήσεως τῶν οὐράνιων σωμάτων, τὴν λαμπρότητα τοῦ ἥλιου, τὸ γλυκὸ φῶς τῆς σελήνης, τὴν ὄμορφη διαύγεια τῶν ἄλλων ἀστέρων, τὴ χρησιμότητα τοῦ ἀέρα (καὶ τὴν ἀναγκαιότητά του) γιὰ τὴν ἀναπνοή, καὶ τῆς θαλάσσης ἢ τῆς γῆς τὶς ἀνεξάντλητες προσφορές, καὶ (συναρπασμένος ἀπὸ τὰ φαινόμενα τοῦτα τὰ λαμπρά) θεοποιήσεις κανένα ἀπὸ αὐτὰ τὰ κτίσματα.
Γιατὶ ὅλα αὐτὰ εἶναι κατὰ τρόπο δουλικὸ ταγμένα στὸν μόνο Θεὸ καὶ δημιουργήματα δικά Του, ποὺ ἔλαβαν ὀντότητα ἀπὸ τὴν κατάσταση τῆς ἀνυπαρξίας ποὺ ἦσαν, μὲ μόνο τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ. Γιατὶ (ὅπως λέει ἡ Γραφή) Αὐτὸς (ὁ Θεός) ἁπλῶς εἶπε καὶ ἔγιναν (ὅλα ὅσα βλέπουμε καὶ δὲν βλέπουμε), Αὐτὸς διέταξε καὶ ἐδημιουργήθησαν.
Αὐτὸν λοιπὸν τὸν Κύριο καὶ δημιουργό τῆς κτίσεως πρέπει νὰ τιμήσεις (μὲ λατρεία) σὰν μόνο Θεὸ καὶ μὲ τὴν ἀγάπη νὰ ἑνωθεῖς μαζί Του, καὶ μέρα καὶ νύκτα ἀπὸ Αὐτὸν νὰ ζητᾶς συγχώρεση γιὰ τὰ θεληματικά σου καὶ ἀθέλητα παραπτώματα. Γιατὶ Αὐτὸς (ὁ μεγαλοδύναμος Κύριος) εἶναι (ταυτόχρονα) γεμᾶτος ἀγάπη καὶ φιλανθρωπία καὶ μακροθυμία καὶ πολὺ ἔλεος, καὶ κάνει αἰώνια τὸ καλὸ (τὸ ἀγαθό).
2. Οὐ ποιήσεις σεαυτῷ εἴδωλον, οὐδὲ παντὸς ὁμοίωμα, ὅσα ἐν τῷ οὐρανῷ ἄνω καὶ ὅσα ἐν τῇ γῇ κάτω καὶ ὅσα ἐν τοῖς ὕδασιν ὑποκάτω τῆς γῆς.
Δὲν θὰ (πρέπει) νὰ κατασκευάσεις κανένα ὁμοίωμα κάποιου πράγματος ἀπὸ ὅσα βρίσκονται ἐπάνω στὸν οὐρανὸ καὶ κάτω στὴν γῆ καὶ μέσα στὴν θάλασσα, μὲ σκοπὸ νὰ τοὺς ἀποδώσεις λατρεία καὶ δόξα ὅμοια μὲ ἐκείνη ποὺ ἁρμόζει στὸ Θεό. Καὶ τοῦτο, γιατὶ ὅλα αὐτὰ εἶναι δημιούργημα τοῦ ἑνὸς καὶ μοναδικοῦ Θεοῦ, πού, ἀφοῦ τώρα τελευταῖα ἐπῆρε σάρκα γεννηθεὶς ἀπὸ παρθενικὴ γαστέρα, παρουσιάστηκε στὴν γῆ καὶ ἦλθε σὲ ἐπαφὴ μὲ τοὺς ἀνθρώπους, καὶ ἀφοῦ πρῶτα ὑπέστη πάθος γιὰ χάρη τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων καὶ ἀπέθανε καὶ ἀναστήθηκε, ἀνέβηκε ψηλὰ στοὺς οὐρανοὺς μὲ σῶμα κι ἐκάθησε στὰ δεξιά του θρόνου τῆς μεγαλειότητος τοῦ Θεοῦ, στὰ ψηλὰ οὐράνια σκηνώματα. Μὲ τὸ σῶμα δὲ αὐτὸ πρόκειται νὰ ξανάρθει στὴ γῆ, μέσα σὲ δόξα λαμπρή, γιὰ νὰ κρίνει ζωντανοὺς καὶ πεθαμένους.
Αὐτοῦ λοιπὸν (τοῦ Θεοῦ), ποὺ ἔγινε ἄνθρωπος γιὰ χάρη μας, νὰ κατασκευάσεις τὴν εἰκόνα σὲ ἔνδειξη τῆς ἀγάπης σου γι᾿ Αὐτόν, καὶ νὰ Τὸν θυμᾶσαι βλέποντας τὴν εἰκόνα, καὶ νὰ Τὸν προσκυνᾶς προσκυνῶντας τὴν εἰκόνα. Ἐπίσης ἡ εἰκόνα θὰ σὲ βοηθᾶ νὰ στρέψεις τὸ νοῦ σου στὸ ἄξιο προσκυνήσεως σῶμα τοῦ Σωτῆρος, ποὺ τώρα βρίσκεται ψηλὰ στὸν οὐρανὸ στὰ δεξιά του Πατρός.
Ἐπίσης (θὰ πρέπει) νὰ κατασκευάσεις εἰκόνες καὶ γιὰ τοὺς Ἁγίους καὶ νὰ τὶς προσκυνᾶς, ὄχι βέβαια σὰν Θεούς, γιατὶ αὐτὸ ἀπαγορεύεται, ἀλλὰ γιὰ νὰ δείξεις μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ τὴν σχέση ποὺ ἐσὺ (σὰν θνητὸς ἄνθρωπος) ἔχεις μὲ αὐτοὺς (ποὺ ἦσαν σὰν καὶ ἐσένα ἄνθρωποι), καὶ τὴν διάθεση νὰ τοὺς τιμήσεις μὲ ἐξαιρετικὴ τιμή, πρᾶγμα ποὺ θὰ κάνει τὸ νοῦ σου νὰ πηγαίνει διὰ μέσου τῆς εἰκόνος στοὺς (εἰκονιζομένους) Ἁγίους.
Ἔτσι θὰ μιμηθεῖς καὶ τὸν Μωυσῆ, ποὺ ἔφτιαξε τὶς εἰκόνες τῶν Χερουβὶμ μέσα στὰ Ἅγια. Ἔπειτα (μὴν ξεχνᾶς ὅτι) καὶ αὐτὰ ἀκόμη τὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων ἦταν (σὰν μία κάποια) εἰκόνα αὐτῶν ποὺ ἦταν στὰ οὐράνια. Καὶ (μέσα στὴν σκηνή τοῦ Μαρτυρίου) τὸ ἅγιο κοσμικὸ εἰκόνιζε ὅλο τὸν κόσμο, καὶ (ὅμως παρὰ ταῦτα) ὁ Μωυσῆς ὅλα αὐτὰ τὰ ὀνόμασε ἅγια, γιατὶ μὲ τοῦτο δὲν εἶχε σκοπὸ νὰ ἀποδώσει δόξα στὰ κτίσματα, ἀλλὰ διὰ μέσου αὐτῶν στὸν δημιουργό τοῦ κόσμου Θεό.
Καὶ ἐσὺ λοιπὸν δὲν (θὰ πρέπει) νὰ θεοποιήσεις τὶς εἰκόνες (σὰν ὑλικὸ κατασκεύασμα) τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ καὶ τῶν Ἁγίων. Ἀλλὰ διὰ μέσου αὐτῶν (καὶ μὲ τὴν βοήθειά τους) θὰ (πρέπει νά) προσκυνήσεις (λατρευτικῶς) Αὐτόν ποὺ μᾶς ἔπλασε πρῶτα κατ᾿ εἰκόνα δική του, καὶ ἔπειτα δέχτηκε ἀπὸ μεγάλη καὶ ἄπειρη ἀγάπη πρὸς τὸν ἄνθρωπο νὰ λάβει τὴν εἰκόνα μας τὴν ἀνθρώπινη (δηλ. νὰ παρουσιαστεῖ μὲ ἀνθρώπινη μορφή, καὶ μὲ τὸν τρόπο αὐτό) νὰ γίνει ἀντικείμενο ἀπεικονίσεως καὶ περιγραφῆς.
Θὰ πρέπει δὲ νὰ μὴν περιοριστεῖς μόνο στὴν προσκύνηση τῆς θείας εἰκόνος, ἀλλὰ νὰ ἐπεκτείνεις αὐτὴν καὶ στὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ. Γιατὶ ὁ σταυρὸς εἶναι πολὺ μεγάλο σημεῖο καὶ δεῖγμα τῆς νίκης τῆς ὁλοκληρωτικῆς τοῦ Χριστοῦ ἐναντίον τοῦ διαβόλου καὶ ὅλης της ἐχθρικῆς γιὰ μᾶς παρατάξεώς του.
3. Οὐ λήψει τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίῳ.
Μὴ πάρεις στὸ στόμα σου γιὰ τὸ τίποτε τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου (καὶ μὴν ὁρκισθεῖς ποτέ) εἴτε γιὰ ὑπόθεση γήινη, εἴτε ἀπὸ φόβο μὴ πάθεις τίποτε κακὸ ἀπὸ κανένα ἄνθρωπο, ἢ ἀπὸ ντροπή, ἢ γιὰ νὰ κερδίσεις προσωπικὸ ὄφελος, ὁρκιζόμενος ψεύτικα, γιατὶ ἡ παράβαση τοῦ ὅρκου σημαίνει ἄρνηση τοῦ Θεοῦ. Γι᾿ αὐτὸ νὰ μὴν ὁρκίζεσαι ποτέ, ἀλλὰ νὰ ἀποφεύγεις ὁλωσδιόλου τὸν ὅρκο, γιατὶ ἀπὸ τὸν ὅρκο προέρχεται καὶ ἡ παράβαση τοῦ ὅρκου, ποὺ ἀπομακρύνει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ συγκαταλέγει μὲ τοὺς ἁμαρτωλοὺς τὸν ἐπίορκο.
Ὅταν λὲς πάντοτε τὴν ἀλήθεια, τότε δὲν ὑπάρχει λόγος νὰ ὁρκίζεσαι, γιατὶ τὰ (ἀληθινὰ πάντοτε) λόγια σου θὰ εἶναι σὰν ὅρκος (καὶ θὰ καθιστοῦν περιττὴ κάθε ἄλλη βεβαίωση μὲ ὅρκο). Ἂν ὅμως συμβεῖ καμμιὰ φορὰ καὶ ὁρκισθεῖς, πρᾶγμα ποὺ μακάρι ποτὲ νὰ μὴν γίνει, ἐὰν μὲν δώσεις τὸν ὅρκο γιὰ κάτι τί σύμφωνο μὲ τὸν Θεῖο Νόμο, τότε θὰ πρέπει νὰ ἐκτελέσεις τὸ νόμιμο αὐτό, ἀλλὰ ἐν συνεχείᾳ θὰ πρέπει νὰ ζητήσεις ἀπὸ τὸν ἑαυτό σου εὐθύνες ἐπειδὴ ἔδωσε ὅρκο, φροντίζοντας μὲ ἐλεημοσύνη, δέηση καὶ πένθος καὶ σκληραγωγία τοῦ σώματος νὰ ζητήσεις τό ἔλεος τοῦ Χριστοῦ ποὺ εἶπε νὰ μὴν ὁρκίζεσαι.
Ἐὰν δὲ ἔδωσες ὅρκο γιὰ πρᾶγμα παράνομο, πρόσεξε μήπως ἐξ᾿ αἰτίας τοῦ ὅρκου ἐκτελέσεις παράνομη πράξη, γιὰ νὰ μὴν συγκαταριθμηθεῖς κι ἐσὺ μαζὶ μὲ τὸν Προφητοκτόνο Ἡρώδη. Ἀφοῦ δὲ ἀθετήσεις καὶ παραβεῖς τὸν παράνομο τοῦτο ὅρκο, βάλε κανόνα στὸν ἑαυτό σου νὰ μὴν ξαναορκισθεῖ, καὶ φρόντισε νὰ ζητήσεις τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ, χρησιμοποιῶντας μὲ περισσότερη μέριμνα τὰ φάρμακα ποὺ εἴπαμε προηγουμένως, μαζὶ μὲ δάκρυα.
4. Ἓξ ἡμέρας ἔργα καὶ ποιήσεις πάντα τὰ ἔργα σου. Τῇ δὲ ἡμέρᾳ τῇ ἑβδόμῃ σάββατα Κυρίω τῷ Θεῷ σου.
Μιὰ μέρα τῆς ἑβδομάδος, ποὺ ὀνομάζεται Κυριακή, ἐπειδὴ εἶναι ἀφιερωμένη στὸν Κύριο, γιατὶ τὴν ἡμέρα αὐτή ἀναστήθηκε ἐκ νεκρῶν καὶ (μὲ τὸν τρόπο αὐτό) μᾶς ἔκανε γνωστὴ καὶ βέβαιη τὴν κοινὴ ἀνάσταση, κατ’ αὐτὴ θὰ πρέπει κάθε γήινο ἔργο νὰ σταματήσει.
Αυτή λοιπὸν τὴν ἡμέρα νὰ τὴν ἁγιάσεις καὶ νὰ μὴν κάνεις κανένα ἔργο βιοτικό, ἐκτὸς ἀπὸ τὰ ἀπαραίτητα, καὶ νὰ δώσεις τὴν εὐκαιρία σὲ αὐτοὺς ποὺ εἶναι δικοί σου ἢ σὲ ὑπηρετοῦν νὰ ξεκουραστοῦν, ὥστε ὅλοι μαζὶ νὰ δοξάσετε Ἐκεῖνον ποὺ μὲ τὸ νὰ θανατωθεῖ μᾶς ἔκανε δικούς του καὶ ἀναστήθηκε καὶ ἀνέστησε μαζὶ τὴν δική μας φύση. Κατὰ τὴν ἡμέρα αὐτὴ νὰ θυμηθεῖς τὴν μέλλουσα ζωή, καὶ νὰ περάσεις τὸν καιρό σου μελετῶντας τὶς ἐντολὲς καὶ τὰ δικαιώματα τοῦ Κυρίου καὶ ἐξετάζοντας τὸν ἑαυτό σου γιὰ νὰ ἐξακριβώσεις μήπως παρέβης κάτι τί ἢ παρέλειψες, ὥστε νὰ διορθώσεις σὲ ὅλα τὸν ἑαυτό σου.
Ἐπίσης, τὴν ἡμέρα αὐτὴ νὰ περάσεις πολλὲς ὧρες μέσα στὸν ναὸ τοῦ Θεοῦ παρακολουθῶντας τὶς ἱερὲς (λατρευτικές) συνάξεις ποὺ τελοῦνται ἐκεῖ, καὶ νὰ κοινωνήσεις μὲ εἰλικρινὴ πίστη καὶ μὲ ἥσυχη συνείδηση τὸ Ἅγιο Σῶμα καὶ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ, καὶ νὰ κάνεις ἀρχὴ γιὰ μία ζωὴ περισσότερο σύμφωνη μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, καὶ νὰ ξεκαινουργώσεις τὸν ἑαυτό σου καὶ νὰ τὸν ἑτοιμάσεις γιὰ τὴν ὑποδοχὴ τῶν μελλοντικῶν αἰωνίων ἀγαθῶν. Γι’ αὐτὰ πρέπει νὰ μὴν κάνεις καταχρήσεις οὔτε τὶς ἄλλες ἡμέρες. Τὴ δὲ Κυριακὴ πρέπει ἀπὸ ὅλα νὰ ἀπέχεις, ἀφοῦ μένεις κοντὰ στὸν Θεό, κάνοντας μόνον τὰ ἀπολύτως ἀναγκαῖα ἔργα κι ἐκεῖνα ποὺ χωρὶς αὐτὰ δὲν μπορεῖς νὰ ζήσεις.
Ἔτσι μὲ τὸ νὰ ἔχεις τὸν Θεὸ σὰν τόπο γιὰ νὰ καταφύγεις, δὲν θὰ πᾶς ἀλλοῦ πουθενά. Καὶ δὲν θὰ ὑποστεῖς τὴν πύρωση ποὺ φέρνει ἡ φλόγα τῶν παθῶν, καὶ δὲν θὰ σηκώσεις (στὸν ὦμο σου) τὸ βάρος τῆς ἁμαρτίας. Μὲ τὸν τρόπο δὲ αὐτὸ θὰ ἁγιάσεις τὴν (πρώτη αὐτή) ἡμέρα τῆς ἑβδομάδος, (δηλ. μὲ τὸ νὰ τιμᾶς αὐτή) παραμένοντας μακριὰ ἀπὸ κάθε τί κακό. Αὐτὰ δὲ ποὺ εἴπαμε, νὰ τὰ ἐφαρμόσεις καὶ στὶς μεγάλες ἑορτές, πράττοντας τὰ ἴδια (τὰ παραπάνω) καὶ ἀπέχοντας πάλι ἀπὸ ὅσα προηγουμένως εἴπαμε.
5. Τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα σου, ἵνα εὖ σοι γένηται καὶ ἵνα μακροχρόνιος γένῃ ἐπὶ τῆς γῆς.
Νὰ σέβεσαι τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα σου, γιατὶ ὁ Θεός -χρησιμοποιῶντας σὰν ὄργανα αὐτοὺς- σὲ ἔφερε στὴν ζωή, καὶ αὐτοὶ εἶναι γιὰ σένα ἔπειτα ἀπὸ τὸν Θεὸ αἴτιοι τῆς ὑπάρξεώς σου. Γι᾿ αὐτὸ λοιπὸν καὶ ἐσύ, ἔπειτα ἀπὸ τὸν Θεὸ αὐτοὺς καὶ νὰ τιμήσεις καὶ νὰ ἀγαπήσεις, ἂν βέβαια ἡ ἀγάπη πρὸς τοὺς γονεῖς βοηθάει τὴν πρὸς Θεὸ ἀγάπη. Ἂν ὅμως δὲν βοηθάει, τότε νὰ φύγεις ἀμέσως μακριὰ ἀπὸ αὐτούς.
Πρέπει νὰ σέβεσαι καὶ νὰ ἀγαπᾶς αὐτοὺς ποὺ γιὰ σένα γίνηκαν πνευματικοὶ πατέρες. Γιατὶ αὐτοὶ ἐσένα σὲ ἔφεραν ἀπὸ τὴν κατάσταση τῆς (ἁπλῆς) ὑπάρξεως, στὴν κατάσταση (τῆς κατὰ Θεόν) ὑπάρξεως καὶ σοῦ μετέδωσαν τὸν φωτισμὸ τῆς (θείας) γνώσεως καὶ σοῦ δίδαξαν τὴν φανέρωση τῆς ἀλήθειας καὶ σὲ ἀναγέννησαν μὲ τὸ λουτρὸ τῆς παλιγγενεσίας καὶ σοῦ φύτεψαν μέσα σου τὴν ἐλπίδα γιὰ τὴν ἀνάσταση καὶ τὴν ἀθανασία (τῆς ψυχῆς) καὶ γιὰ τὴν ἀδιάδοχη βασιλεία καὶ κληρονομία (τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν) καὶ σὲ ἔκαναν, ἀπὸ ἀνάξιο ποὺ ἤσουνα, ἄξιο τῶν αἰώνιων ἀγαθῶν, καὶ ἀπὸ ἐπίγειο (σὲ ἀντικατέστησαν) οὐράνιο, καὶ ἀπὸ πρόσκαιρο, αἰώνιο καὶ υἱὸ μαθητείας (παρὰ τοὺς πόδας) ὄχι ἀνθρώπου πιά, ἀλλὰ τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ, ποὺ σοῦ χάρισε τὸ πνεῦμα τῆς υἱοθεσίας. Αὐτὸς μάλιστα εἶπε: «Μὴν ὀνομάσετε κανένα ἄνθρωπο πατέρα ἢ καθηγητή, γιατὶ ἕνας εἶναι ὁ πατέρας καὶ καθηγητής σας, ὁ Χριστός».
Γι᾿ αὐτὸ ὀφείλεις κάθε τιμὴ καὶ ἀγάπη στοὺς πνευματικοὺς πατέρες, ἔχοντας τὴν συναίσθηση πὼς ἡ τιμὴ ποὺ δίνεις σὲ αὐτοὺς πηγαίνει στὸν Χριστὸ καὶ στὸ Πανάγιο Πνεῦμα, μέσα στὸ Ὁποῖο ἔλαβε τὴν υἱοθεσία, καὶ στὸν ἐπουράνιο Πατέρα, ἀπὸ τὸν Ὁποῖο πηγάζει κάθε πατριὰ στὸν οὐρανὸ καὶ στὴν γῆ.
Πρέπει δὲ νὰ φροντίσεις σὲ ὅλο τὸν βίο νὰ ἔχεις ἕνα πνευματικὸ πατέρα, καὶ νὰ τοῦ ἐξομολογείσαι κάθε σου ἁμάρτημα καὶ κάθε λογισμὸ ἢ νὰ παίρνεις ἀπ᾿ αὐτὸν τὴν θεραπεία καὶ τὴν συγχώρεση. Γιατὶ σ᾿ αὐτὸν (δηλ. τὸν πνευματικὸ πατέρα) δόθηκε (ἀπὸ τὸν Κύριο ἡ ἐξουσία) νὰ συγχωρεῖ ἢ νὰ μὴν συγχωρεῖ ἁμαρτίες (δηλ. νὰ ἐλευθερώνει ἢ ὄχι ψυχές). Ὅλα ὅσα δὲν συγχωρήσουν στὴ γῆ, θὰ μείνουν ἀσυγχώρητα (καὶ) στὸν οὐρανό. Καὶ ὅλα ὅσα συγχωρήσουν στὴ γῆ, θὰ συγχωρεθοῦν (καί) στὸν οὐρανό.
Αὐτὴ δὲ τὴ χάρη καὶ τὴν δύναμη τὴν ἔλαβαν ἀπὸ τὸν Χριστό. Γι᾿ αὐτὸ πρέπει νὰ ὑπακοῦς σὲ αὐτοὺς καὶ νὰ μὴν ἔχεις ἀντίθετη μὲ αὐτοὺς γνώμη, γιὰ νὰ μὴν φέρεις τὴν καταστροφὴ στὴν ψυχή σου. Γιατὶ ἂν ἐκεῖνος ποὺ ἀντιμιλάει στοὺς σαρκικούς του γονεῖς, σὲ πράγματα ποὺ δὲν ἀπαγορεύονται ἀπὸ τὸν νόμο τοῦ Θεοῦ, τιμωρεῖται -σύμφωνα μὲ τὸν νόμο (τοῦ Μωϋσέως)- μὲ θάνατο, πῶς εἶναι δυνατὸν ἐκεῖνος ποὺ ἀντιμιλάει στοὺς πνευματικοὺς πατέρες νὰ μὴν διώχνει μακριὰ του τὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ μὴν χάνει τὴν ψυχή του; Γι᾿ αὐτὸ νὰ συμβουλεύεσαι καὶ νὰ ὑπακοῦς μέχρι τέλους στοὺς πνευματικοὺς πατέρες, γιὰ νὰ σωθεῖ ἡ ψυχή σου καὶ νὰ γίνεις κληρονόμος τῶν αἰωνίων καὶ ἀκήρατων ἀγαθῶν.
6. Οὐ μοιχεύσεις.
Νὰ μὴν πορνεύσεις, γιὰ νὰ μὴν καταντήσεις νὰ γίνεις ἀπὸ μέλος Χριστοῦ μέλος πόρνης, καὶ (ἔτσι) ἀποκοπεῖς ἀπὸ τὸ Θεῖο σῶμα (σὰν σάπιο μέλος) καὶ χάσεις τὴν Θεία κληρονομιὰ καὶ ριχθεῖς στὴν γέενα (τοῦ πυρός). Γιατὶ (ὅπως λέει ὁ νόμος) ἐὰν ἡ θυγατέρα ἱερέως πού συλληφθεῖ νὰ πορνεύεται, ὑπομένει τὴν τιμωρία, τὸν θάνατο διὰ πυρᾶς, ἐπειδὴ (μὲ τὴν πράξη της) τὸν πατέρα (της) ντρόπιασε, πόσο μεγαλύτερη τιμωρία ἀξίζει ὅποιος τέτοια βρωμιὰ κάνει στὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ;
Σὺ μὲν λοιπόν, ἂν μπορεῖς, ἐφάρμοσε (στὴν ζωή σου) τὴν παρθενία, γιὰ νὰ μπορέσεις νὰ ἀφιερωθεῖς ἐξ᾿ ὁλοκλήρου στὸν Θεὸ καὶ μὲ τέλεια ἀγάπη σὲ Αὐτὸν νὰ προσκολληθεῖς, μένοντας κοντά Του σὲ ὅλη σου τὴν ζωὴ καὶ φροντίζοντας ἀποκλειστικὰ πάντοτε (νὰ κάνεις) ὅτι ἀρέσει στὸν Κύριο, καὶ (ἔτσι) ἀπὸ τώρα ἐξασφαλίζοντας τὴν μέλλουσα ζωὴ καὶ ζῶντας κάτω στὴν γῆ σὰν Ἄγγελος Θεοῦ. Γιατὶ αὐτῶν (δηλαδὴ τῶν Ἀγγέλων) γνώρισμα εἶναι ἡ παρθενία, καὶ γίνεται ὅμοιος μὲ αὐτούς, -ἂν καὶ ἔχει σῶμα- ὅσο τοῦτο εἶναι δυνατόν, ὅποιος ἀκολουθεῖ τὴν παρθενία.
Ἂν πάλι δέν προτιμήσεις νὰ ἀκολουθήσεις τὴν (κατὰ Χριστόν) παρθενικὴ ζωὴ καὶ δὲν ἔχεις δώσει τέτοια ὑπόσχεση στὸν Θεό, τότε σοῦ ἐπιτρέπεται νὰ πάρεις μία γυναῖκα σύμφωνα μὲ τὸν νόμο τοῦ Κυρίου, καὶ μόνο μὲ αὐτὴν νὰ κατοικεῖς καὶ νὰ τὴν θεωρεῖς σὰν δικό σου σκεῦος πρὸς σκοπὸ ἁγιασμοῦ, ἀπέχοντας μὲ ὅλη σου τὴν δύναμη ἀπὸ ξένες γυναῖκες.
Θὰ μπορέσεις δὲ τελείως νὰ ἀποφεύγεις αὐτές, ἂν προσέξεις τὶς ἄκαιρες (καὶ ψυχικὰ ἐπικίνδυνες) συναντήσεις καὶ συζητήσεις μαζί τους, καὶ (φρόντιζε) νὰ μὴν σοῦ ἀρέσουν τὰ πορνικὰ λόγια καὶ ἀκούσματα, καὶ νὰ διώχνεις τὰ μάτια τοῦ σώματος καὶ τῆς ψυχῆς σου ἀπὸ πάνω τους ὅσο σοῦ εἶναι τοῦτο δυνατό, καὶ συνήθιζε νὰ μὴν ρίχνεις βλέμματα ἐμπαθῆ καὶ περίεργα πάνω στὴν ὀμορφιὰ τῶν προσώπων. Γιατὶ ἐκεῖνος ποὺ κοιτάζει μιὰ γυναῖκα μὲ κακὴ πρόθεση καὶ ἐπιθυμία, ἤδη (ὅπως λέει ὁ Κύριος) εἶναι σὰν νὰ ἔκανε μαζί της τὴν κακὴ πράξη (τῆς μοιχείας ἢ πορνείας), καὶ ἔτσι ἔχει γίνει ἀκάθαρτος μπροστὰ στὰ μάτια τοῦ Χριστοῦ ποὺ βλέπει (τὰ κρυπτά) στὶς καρδιές.
Ἀπὸ τὸ σημεῖο δὲ αὐτὸ (τῆς ψυχικῆς ἁμαρτίας, ὁ ἄνθρωπος) ὁ ταλαίπωρος, καταντάει καὶ στὸ νὰ διαπράξει καὶ τὴ σωματικὴ ἁμαρτία. Ἀλλὰ τί μιλάω (μόνο) γιὰ τὶς βρωμιὲς τῆς πορνείας καὶ τῆς μοιχείας καὶ ὅλες τὶς ἄλλες τέτοιες πού ἐνεργοῦνται κατὰ φύση; Γιατὶ ὁ ἄνθρωπος ὅταν μὲ περιέργεια κοιτάει τὰ ὄμορφα πρόσωπα, σέρνεται ἀκόλαστα καὶ στὶς παρὰ φύση (σαρκικὲς ἁμαρτίες καί) ἀσέλγειες.
Σὺ λοιπόν, ἅμα κόψεις ἀπὸ πάνω σου τὶς πικρὲς ρίζες (τῆς ἁμαρτίας), δὲν θὰ δοκιμάσεις τοὺς καρπούς (της), ἀλλὰ θὰ φέρεις ἀντιθέτως τὸν καρπὸ τῆς ἁγνότητας καὶ τοῦ ἁγιασμοῦ ποὺ ἔρχεται μαζί της, χωρὶς τὸν ὁποῖο κανεὶς δὲν πρόκειται νὰ ἰδεῖ τὸν Κύριο.
7. Οὐ κλέψεις.
Νὰ μὴν κλέψεις, γιὰ νὰ μὴν σοῦ δώσει πολὺ μεγαλύτερη τιμωρία ὁ γνωρίζων τὰ κρύφια (Θεός), ἐπειδὴ Τὸν περιφρόνησες. Μᾶλλον πρέπει ἀπ᾿ ὅ,τι ἔχεις, κρυφὰ νὰ δίνεις σὲ ὅσους ἔχουν ἀνάγκη, γιὰ νὰ πάρεις ἑκατονταπλασίονα καὶ νὰ κληρονομήσεις ζωὴ αἰώνια στὸν μέλλοντα αἰῶνα ἀπὸ τὸν Θεό, ποὺ βλέπει τὰ κρυφά.
8. Οὐ φονεύσεις.
Νὰ μὴν φονεύσεις, γιὰ νὰ μὴν ἐκπέσεις ἀπὸ (τὴν χάρη) τῆς υἱοθεσίας ποὺ σοῦ ἔδωσε Ἐκεῖνος ποὺ ἀνασταίνει τοὺς νεκρούς, καὶ νὰ γίνεις μὲ τὰ ἔργα σου παιδὶ ἐκείνου ποὺ ἐξ᾿ ἀρχῆς εἶναι δολοφόνος τοῦ ἀνθρώπου. Ἐπειδὴ δὲ ὁ φόνος ἔχει ὡς ἀφορμὴ τὸ κτύπημα, τοῦτο δὲ τὸ μάλωμα, καὶ τοῦτο τὸ θυμό, ὁ δὲ θυμὸς ἔρχεται ἐξ᾿ ἀφορμῆς τῆς ζημίας ἢ τοῦ κτυπήματος ἢ τῆς βρισιᾶς ποὺ ἄλλοι μᾶς κάνουν, γι᾿ αὐτὸ εἶπε ὁ Χριστὸς ἐκεῖνον ποὺ σοῦ παίρνει τὸ πανωφόρι, μὴν ἐμποδίσεις νὰ σοῦ πάρει καὶ τὸ χιτῶνα σου καὶ μὴν ἀποκριθεῖς μὲ βρισιὲς σὲ ἐκεῖνον ποὺ σὲ βρίζει. Γιατὶ μὲ τὸν τρόπο τοῦτο, καὶ τὸν ἑαυτό σου καὶ ἐκεῖνον ποὺ σοῦ κάνει κακὸ θὰ γλυτώσεις ἀπὸ τὸ φοβερὸ κακὸ τοῦ φόνου.
Σὺ λοιπόν, (κάνοντας ἔτσι), θὰ πετύχεις τὴ συγχώρεση τῶν ἁμαρτιῶν σου ποὺ ἔχεις ἀπέναντι τοῦ Θεοῦ. Γιατὶ εἶπε: «δίδετε συγχώρεση (σὲ ὅσους σας φταίουν) καὶ θὰ συγχωρεθοῦν καὶ οἱ δικές σας ἁμαρτίες». Ἐκεῖνος δὲ ποὺ κακολογεῖ καὶ κακοποιεῖ τοὺς ἄλλους, (αὐτός) θὰ δώσει λόγο καὶ θὰ τιμωρηθεῖ μὲ αἰώνια τιμωρία. Γιατὶ ὁ Χριστὸς εἶπε: «αὐτὸς ποὺ θὰ πεῖ τὸν ἀδερφὸ του «μωρέ», εἶναι ἄξιος νὰ ριχτεῖ στὴ γέενα τοῦ πυρός».
Ἂν λοιπὸν κατορθώσεις νὰ ξεριζώσεις τὸ κακὸ (ἀπὸ μέσα σου) καὶ νὰ χαρίσεις στὴν ψυχή σου τὴ μακαριώτητα τῆς πραότητος, δόξασε τὸν Χριστὸ ποὺ εἶναι ὁ διδάσκαλος καὶ ὁ συνεργὸς τῶν ἀρετῶν, χωρὶς τὸν Ὁποῖον, ὅπως ἔμαθες, δὲν μποροῦμε τίποτα καλὸ νὰ κάνουμε.
Ἂν πάλι δὲν μπορέσεις νὰ μείνεις πράος (καὶ μακριὰ ἀπὸ τὸν θυμό), νὰ κατηγορεῖς τὸν ἑαυτό σου ποὺ θυμώνει, καὶ νὰ μετανοιώνεις μπροστὰ στὸν Θεὸ καὶ μπροστὰ στὸν ἄνθρωπο ποὺ εἴτε τοῦ μίλησες ἄσχημα, εἴτε τοῦ ἔκανες κακό. Γιατὶ ἐκεῖνος ποὺ μετανοιώνει ὅταν ἡ ἁμαρτία του βρίσκεται στὰ πρῶτα βήματα, αὐτὸς δὲν φτάνει στὸ τελευταῖο σκαλοπάτι, (ἀντιθέτως δέ) ὅποιος μὲ ἀδιαφορία (καὶ ἀναισθησία) ἀντιμετωπίζει τὶς μικρὲς πτώσεις, αὐτὸς γι᾿ αὐτὲς θὰ πέσει καὶ στὶς μεγαλύτερες.
9. Οὐ ψευδομαρτυρήσεις κατὰ τοῦ πλησίον σου μαρτυρίαν ψευδῆ.
Νὰ μὴν συκοφαντήσεις, γιὰ νὰ μὴν ἐξομοιωθεῖς μ᾿ ἐκεῖνον ποὺ παλιὰ (στὴν ἀρχὴ τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς) ἐσυκοφάντησε στὴν Εὔα τὸν Θεό, καὶ γίνεις καταραμένος ὅπως ἐκεῖνος. Ἀλλὰ μᾶλλον πρέπει, ἂν τοῦτο δὲν θὰ κάνει κακὸ στοὺς πολλούς, νὰ σκεπάζεις τὰ κακὰ τοῦ διπλανοῦ σου (ποὺ μοιάζουν μὲ πτῶμα), γιὰ νὰ μοιάσεις ὄχι τοῦ Χάμ, ἀλλὰ τοῦ Σὴμ καὶ τοῦ Ἰάφεθ, καὶ νὰ κερδίσεις τὴν εὐλογία.
10. Οὐκ ἐπιθυμήσεις πάντα ὅσα τῷ πλησίον σου ἐστι.
Νὰ μὴν (ἐπιθυμήσεις νὰ ἁρπάξεις) τίποτα ξένο, ποὺ ἀνήκει στὸν διπλανό σου. Οὔτε κτῆμα, οὔτε χρῆμα, οὔτε δόξα, οὔτε τίποτε ἀπὸ ὅσα ἀνήκουν στὸν πλησίον σου. Γιατὶ ἡ ἐπιθυμία (τῶν ξένων πραγμάτων) ἀφοῦ γεννηθεῖ στὴν ψυχή, γεννάει ἁμαρτία. Ἡ δὲ ἁμαρτία ἅμα γίνει, φέρνει τὸν θάνατο. Σὺ δέ, ὅταν θὰ μένεις ξένος πρὸς τὴν ἐπιθυμία τῶν πραγμάτων τοῦ ἄλλου, θὰ κατορθώσεις νὰ μείνεις μακρυὰ καὶ ἀπὸ τὴν ἁρπαγή, ποὺ ἔχει σὰν αἴτιο τὴν πλεονεξία.
Σὺ μάλιστα πρέπει (ὄχι μόνο νὰ μὴν βάζεις στὸ μάτι τοῦ διπλανοῦ σου τὰ καλά, ἀλλά) καὶ ἀπὸ τὰ δικά σου νὰ δίνεις σὲ αὐτὸν ποὺ ζητᾶ, καὶ νὰ ἐλεεῖς, ὅσο μπορεῖς, αὐτὸν ποὺ ἔχει τὴν ἀνάγκη σου, καὶ νὰ μὴν διώξεις αὐτὸν ποὺ σοῦ ζητάει δανεικά. Καὶ ἂν βρεῖς κάτι ποὺ χάθηκε, νὰ τὸ δώσεις στὸν κύριό του, ἔστω κι ἂν αὐτὸς εἶναι ἀπὸ τοὺς πιὸ μεγάλους σου ἐχθρούς. Γιατὶ μὲ τὸν τρόπο τοῦτο καὶ θὰ ἀγαπήσετε, καὶ θὰ νικήσεις ἐσὺ τὸ κακὸ μὲ τὴν βοήθεια τοῦ καλοῦ, ὅπως ὁ Χριστὸς σὲ διατάζει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου