O Νικόδημος ο Αγιορείτης (1749-1809) είναι Άγιος της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Το κατά κόσμον όνομά του ήταν Νικόλαος Καλλιβρούτσης και υπήρξε μία από τις σημαντικότερες ασκητικές και λόγιες πνευματικές μορφές της σύγχρονης Ελληνικής ιστορίας. Η συνεισφορά του υπήρξε πολύπλευρη και αφορούσε ποιμαντικό και συγγραφικό έργο, ενώ είναι και ο συγγραφέας σημαντικών θεολογικών έργων όπως του Πηδαλίου, της Φιλοκαλίας και του Ευεργετινού. Η μορφή του, μαζί με τους κολλυβάδες μοναχούς, ξεχώρισε τον 18ο αιώνα για την πατερικότητα και την προσήλωση στο πνεύμα της ορθόδοξης σκέψης όπως αυτή αποτυπώθηκε στην ανατολή και τους μεγάλους Πατέρες της εκκλησίας, ενώ εκδιώχθηκε για τις απόψεις του, που τελικά δικαιώθηκαν, περί της συχνότητας της Θείας Ευχαριστίας και άλλων σωτηριολογικών εκκλησιαστικών ζητημάτων, όπως την τέλεση των μνημοσύνων.
Ο βίος του
Γεννήθηκε στη Νάξο το 1749. Ο πατέρας του λεγόταν Αντώνιος και η μητέρα του Αναστασία και τον γαλούχησαν από μικρό με χριστιανική ανατροφή. Ακολούθησε σπουδές και αποφοίτησε αρχικά από τη σχολή του Αγίου Γεωργίου στη Νάξο, όπου είχε διδάσκαλο τον αδελφό του Κοσμά του Αιτωλού αρχιμανδρίτη Χρύσανθο. Εν συνεχεία ανεχώρησε για ανώτερες σπουδές στη Σμύρνη, όπου και σπούδασε στην Ευαγγελική σχολή της Σμύρνης, για πέντε έτη. Οι ικανότητές του διαφάνηκαν αμέσως, με αποτέλεσμα ο Ιερόθεος Δενδρινός (Σμύρνης) να τον προτείνει για διευθυντή της σχολής του. Η μόρφωσή που έλαβε στη Σμύρνη εκτός από τη θεολογική επιστήμη περιελάμβανε και άλλους τομείς, όπως Φιλοσοφία, οικονομία, ιατρική και αστρονομία. Στα ιδιαίτερα χαρίσματά του ήταν ο εξαιρετικός χειρισμός της ελληνικής και αρχαίας ελληνικής γλώσσας, η γνώση γαλλικών, ιταλικών και λατινικών καθώς και η ισχυρή μνήμη.
Το 1770, αφού αποφοίτησε από την Σχολή και εξ αιτίας του ρωσοτουρκικού πολέμου, επέστρεψε στην Νάξο, όπου για μια πενταετία περίπου εργάστηκε ως Γραμματέας της Μητροπόλεως Παροναξίας, υπό την εποπτεία και την καθοδήγηση του Μητροπολίτου Παροναξίας Ανθίμου του Γ΄ (1742-1779). Ο Νικόδημος σε αυτή την περίοδο φαίνεται πως επηρεάστηκε από την επαφή του με τους κολλυβάδες μοναχούς, οι οποίοι είχαν καταφύγει στη Νάξο αλλά και από σημαντικές προσωπικότητες, όπως είναι ο Άγιος Μακάριος Νοταράς Επίσκοπος Κορίνθου. Στο νησί της Νάξου επίσης φαίνεται να συνδέθηκε έντονα με τους Ιησουσίτες, από τους οποίους εικάζεται ότι οφείλει τη βαθιά γνώση της δυτικής θεολογίας, αλλά και της ιταλικής γλώσσας. Τελικώς το 1775 εισήχθη στην Ιερά Μονή Αγίου Διονυσίου του Αγίου Όρους και εκάρη μοναχός με το όνομα Νικόδημος. Σε αυτή την απόφαση ίσως να συνέβαλε και η μητέρα του, η οποία λίγο νωρίτερα είχε και αυτή καρεί μοναχή στη Νάξο ονομαζόμενη Αγαθή. Λίγο αργότερα θα δεχτεί πρόταση από τον Μακάριο να επεξεργαστεί τα χειρόγραφα της Φιλοκαλίας, του Ευεργετινού και του βιβλίου Περί συνεχούς μεταλήψεως, με αποτέλεσμα να αποσυρθεί ως ερημίτης στην Καψάλα για να συνεχίσει το έργο του. Αποπειράται επίσης να συναντήσει τον Παΐσιο Βελιτσκόφσκυ, αλλά μία τρικυμία τον υποχρεώνει να μείνει στη Θάσο. Από κει οδηγείται τελικά στη Σκυροπούλα, όπου μένει υποτακτικός ενός μοναχού Αρσενίου[1]. Επιστρέφει και πάλι στο Όρος το 1784, όπου θα μείνει μέχρι το τέλος της ζωής του, μετά από πρόσκληση του Αθανασίου του Παρίου για να συνεργαστούν στην έκδοση των παλαμικών κειμένων.
Εκοιμήθη τελικά την Τετάρτη 14 Ιουλίου του 1809 και σε ηλικία 60 ετών στο κελί των Σκουρταίων, στις Καρυές του Αγίου Όρους.
Το έργο του
Το συγγραφικό έργο που επιτέλεσε ο Νικόδημος, είτε μόνος, είτε σε συνεργασία με άλλους ήταν πελώριο[2]. Έχουν καταγραφεί 28 τίτλοι που έχουν εκδοθεί από τον ίδιο, έργα μεταγλώττισης, έκδοσης πατερικών κειμένων, μετάφρασης, διασκευής, ποιμαντικής κωδικοποίησης κανόνων, πρωτότυπα έργα πνευματικής οικοδομής, αγιολογικά. Ο Podkalsky, παρατηρεί πως το έργο του Νικοδήμου δεν είναι πρωτότυπο και πως αποτελεί συμπιλήματα και συνθέσεις άλλων θεολογικών έργων, αλλά κάτι τέτοιο μάλλον δεν είναι σωστό, καθώς μέσω των σπουδαίων υπομνηματισμών των λειτουργικών κειμένων της Εκκλησίας, όπως το Εορτοδρόμιο, η Νέα Κλίμαξ, ο Κήπος Χαρίτων, αναδεικνύεται η θεολογική δημιουργικότητα του Νικοδήμου. Εξ αυτού του λόγου θα μπορούσαμε να τον χαρακτηρίσουμε ως θεολόγο της εκκλησιαστικής λατρείας[3]. Στο έργο του όμως σύμφωνα με μερικούς μελετητές μπορούμε να βρούμε και στοιχεία έντονου εκδυτικισμού[4], καθώς διαφαίνεται πως μετέφρασε έστω και επεξεργασμένα βιβλία ρωμαιοκαθολικών λογίων, αλλά και πως κείμενα όπως το εξομολογητάριον, το Πηδάλιον και η χρηστοήθεια, απηχούν περισσότερο δικανικές αντιλήψεις, παρά την πατερική νοηματοδότηση της σωτηρίας, με βάση τη μετοχή του ανθρώπου στις σωστικές ενέργειες του Τριαδικού Θεού.
Ο Νικόδημος επίσης αναδείχθηκε μέγιστος θεωρητικός του κινήματος των Κολυββάδων μοναχών, που απηχούσε σε πολλά σημεία τις αντιλήψεις των ησυχαστών του 14ου αιώνα. Άμεσος στόχος του κατέστη η δυναμική απόκρουση των αιρέσεων και των κακοδοξιών των ημερών του. Ένεκα της εμμονής του στις παραδόσεις και στο Πνεύμα των Ιερών κανόνων της Εκκλησίας, υπέστη ταπεινώσεις και διωγμούς, διότι απέρριπτε τις λατινογενείς προσμίξεις στην λειτουργική ζωή της εκκλησίας. Επίσης ήταν σφοδρός πολέμιος της εκκοσμίκευσης της εκκλησίας και της αλλοίωσης της ορθόδοξης ασκητικής παράδοσης, που κέντρα στην εποχή του προωθούσαν στα πρότυπα της λατινικής μοναχικής παράδοσης των αντιησυχαστών. Ο Άγιος Νικόδημος ως σημαίνουσα προσωπικότητα της εποχής διατηρούσε αλληλογραφία με πολλούς λογίους και ιδιαιτέρως με τον Οικουμενικό Πατριάρχη και εθνομάρτυρα Γρηγόριο Ε' και τον Όσιο Αθανάσιο τον Πάριο.
Η Ευαγγελική Σχολή Σμύρνης είναι ένα από τα παλαιότερα σχολεία του ελληνικού χώρου αφού ιδρύθηκε το 1733 (κατ’ άλλους το 1717) στη Σμύρνη και αναδείχθηκε στο σημαντικότερο σχολείο της πόλης και ολόκληρης της Μικράς Ασίας.
To 1747 αυτονομήθηκε από την κοινότητα Σμύρνης και τέθηκε υπό βρετανική προστασία. Το Σχολείο διοικούνταν από πολυμελή Εφορεία και τα έξοδα της λειτουργίας του καλύπτονταν από δωρεές, εράνους και αξιοποίηση των περιουσιακών του στοιχείων.
Από το 1862 οι απόφοιτοι της Σχολής εγγράφονταν χωρίς εξετάσεις στο Πανεπιστήμιο Αθηνών ενώ η σχολή συνέχισε να λειτουργεί μέχρι το 1922 με αξιόλογους και προβεβλημένους διευθυντές και καθηγητές. Η Σχολή απέκτησε δικό της τυπογραφείο, βιβλιοδετείο, Βιβλιοθήκη, και Μουσείο ενώ το 1894 ίδρυσε ανεξάρτητη Εμπορική σχολή και σχολή ξένων γλωσσών (γαλλικής, αγγλικής ή γερμανικής, τουρκικής) και τo 1910 ίδρυσε Διδασκαλείο.
Το 1922, με τη Μικρασιατική Καταστροφή, έπαψε να λειτουργεί και επανιδρύθηκε στη Νέα Σμύρνη, το 1934. Το 1935 με Βασιλικό Διάταγμα έλαβε την επωνυμία «Ευαγγελική Σχολή Σμύρνης». Μέχρι το 1946-1947, το σχολείο παρέμενε μεικτό ενώ τo 1947 ιδρύθηκε γυμνάσιο θηλέων και η Ευαγγελική Σχολή συνέχισε την πορεία της ως Γυμνάσιο Αρρένων. Το 1964 το σχολείο χωρίστηκε σε Γυμνάσιο και Λύκειο και το 1965 εγκαταστάθηκε σε νεόδμητο κτήριο στην οδό Κοραή. Από το 1967 μέχρι το 1976 λειτούργησε εκ νέου ως εξατάξιο Γυμνάσιο.
Το 1971 αναγνωρίστηκε ως Πρότυπος Σχολή και δεχόταν τους μαθητές κατόπιν εισαγωγικών εξετάσεων. Το 1974 το Πρότυπο Γυμνάσιο Ευαγγελικής Σχολής Σμύρνης εγκαταστάθηκε στο σημερινό του κτήριο στη συμβολή των οδών Αγίας Σοφίας και Λέσβου 4. Με τη μεταρρύθμιση του 1976-77 το σχολείο χωρίστηκε ξανά σε δύο βαθμίδες τριετούς φοίτησης, το Γυμνάσιο και το Λύκειο. Από το 1979-1980 άρχισε να δέχεται και κορίτσια, πάντα ύστερα από εισαγωγικές εξετάσεις. Το 1982 μετονομάστηκε, όπως όλα τα πρότυπα σχολεία, σε Πειραματικό Γυμνάσιο και Λύκειο και η εισαγωγή των μαθητών γινόταν κατόπιν κλήρωσης στην Α΄ Γυμνασίου.
Το 2011 αναγνωρίστηκε
κατόπιν αξιολόγησης ως Πρότυπο Πειραματικό Σχολείο, τρίτο ανάμεσα στα
πειραματικά σχολεία όλης της χώρας. Το 2015 ένας νέος νόμος διακρίνει τα
Πρότυπα από τα Πειραματικά σχολεία και ορίζει την Ευαγγελική Σχολή ως
πρότυπο σχολείο.
Το σχολείο δέχεται τους μαθητές του στην Α΄ Γυμνασίου κατόπιν εξετάσεων.
H Ευαγγελική Σχολή Σμύρνης ιδρύθηκε το 1733 στη Σμύρνη şeπειτα από πρωτοβουλία τριών Σμυρναίων προκρίτων, του Παντελή Σεβαστόπουλου, του Γεωργίου Ομήρου και του Ζωρζή Βιτάλη και αναδείχτηκε ως το σημαντικότερο σχολείο της πόλης, αλλά και ολόκληρης της Μικράς Ασίας.
Το σχολείο αρχικώς ονομαζόταν «Ελληνικό Σχολείον», «Μεγάλον Σχολείον» ή απλώς «Σχολείον», επίσης «Σχολείον Χριστού», «Ευαγγελικόν Φροντιστήριον» ή «Σχολείον των Ευαγγελικών Μαθημάτων».
Από το 1808, επικράτησε η ονομασία «Ευαγγελική Σχολή», πρωτοαναφερόμενη σε έγγραφο του Πατριαρχείου.
Ήταν
το 1747 όταν, με τη σύμφωνη γνώμη του Οικουμενικού Πατριαρχείου,
αυτονομείται απ’ την κοινότητα Σμύρνης και τίθεται υπό βρετανική
προστασία, καθεστώς αναγνωρισμένο και απ’ τον Σουλτάνο. Το Σχολείο
διοικούσε πολυμελής Εφορεία, ενώ τα έξοδα λειτουργίας του καλύπτονταν
από δωρεές, εράνους και από την αξιοποίηση των περιουσιακών του
στοιχείων. Πολλοί παράγοντες συνέβαλαν στην αύξηση του κύρους της Σχολής
και την εξάπλωση της φήμης της. Εκείνο όμως που συνέβαλε κυρίως στις
υψηλές της επιδόσεις, ήταν το προσωπικό της. Καθηγητές εκλέγονταν οι
διαπρεπέστεροι λόγιοι, παιδαγωγοί, επιστήμονες και ενθουσιώδεις
λειτουργοί της Παιδείας. Χάρις στο διδακτικό προσωπικό, αποφοιτούσαν
νέοι με ολοκληρωμένη και τέλεια μόρφωση. Σε αυτήν φοίτησαν ο Αδαμάντιος
Κοραής, ο εθνομάρτυρας Γρηγόριος ο Ε’, Πατριάρχης της Κωνσταντινούπολης,
ο ποιητής Ηλίας Τανταλίδης, ο ιστορικός Παύλος Καρολίδης, ο
αρχιστράτηγος Λεωνίδας Παρασκευόπουλος, ο λογογράφος Στέφανος Ξένος, ο
ποιητής Στέλιος Σπεράντζας, ο Αριστοτέλης Ωνάσης, ο μουσικός και
ακαδημαϊκός Μανώλης Καλομοίρης. Αλλά και αναρίθμητοι άλλοι που
αναδείχτηκαν ως λόγιοι, επιστήμονες, κληρικοί, καλλιτέχνες και
επιχειρηματίες.
Είναι στις αρχές του 19ου αιώνα, όταν βρίσκεται σε
«έριδα» με το «Φιλολογικό Γυμνάσιο», το σχολείο που είχαν ιδρύσει
πνευματικοί άνθρωποι της εποχής, υπό την καθοδήγηση του Αδαμάντιου
Κοραή, διότι το τελευταίο, επηρεασμένο απ’ τις αρχές του Διαφωτισμού,
έκρινε πως η Ευαγγελική είναι ένα σχολείο συντηρητικό, με έντονο το
θρησκευτικό στοιχείο, σε όλο το φάσμα της εκπαίδευσης που προσέφερε.
Το ξέσπασμα της Ελληνικής Επανάστασης, το 1821, οδηγεί στη διακοπή της λειτουργίας της Ευαγγελικής Σχολής, μέχρι το 1828, οπότε αποκαταστάθηκε και πάλι η ζωή στην πόλη. Το κτίριο είχε καταστραφεί τρεις φορές από πυρκαγιά, ωστόσο το σχολείο, άλλοτε με νέο κτίριο κι άλλοτε με προσθήκες, εξακολούθησε μέχρι το 1922 την πορεία του, πάντα με αξιόλογους διευθυντές και καθηγητές. Οι απόφοιτοι της Σχολής από το 1862 εγγράφονταν χωρίς εξετάσεις στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Η Ευαγγελική απέκτησε δικό της τυπογραφείο και βιβλιοδετείο, ενώ οργάνωσε σιγά σιγά μία εξαιρετικά αξιόλογη βιβλιοθήκη, η οποία στα 1922, μετρούσε 72.000 τόμους και 1.200 σπάνια χειρόγραφα. Είχε δικό της μουσείο, με πλούσια αρχαιολογική συλλογή 3.000 αντικειμένων (γλυπτών, ανάγλυφων, επιγραφών, κεραμικής) και 15.000 νομισμάτων, αλλά και με Φυσιογραφικό και Ανθρωπολογικό τμήμα.
Το 1894 ίδρυσε ανεξάρτητη Εμπορική Σχολή, αλλά και Σχολή Ξένων Γλωσσών, στην οποία διδάσκονταν η γαλλική, η αγγλική, η γερμανική και η τουρκική γλώσσα.
Η Σχολή διέθετε πλούσιο εξοπλισμό οργάνων Φυσικής και Χημείας.
Το
1910 ίδρυσε Διδασκαλείο, το οποίο κατήρτιζε δασκάλους, προκειμένου να
υπηρετήσουν στα σχολεία των ελληνικών κοινοτήτων που βρίσκονταν στο
εσωτερικό της Μικράς Ασίας. Τη σχολική χρονιά 1919-1920 αριθμούσε 775
μαθητές και την αμέσως επόμενη, είχε φτάσει τους 900.
Το 1922 ήταν
όλα έτοιμα για τη μετεγκατάστασή της σε νέο κτίριο, κάτι που δεν πρόλαβε
να γίνει, αφού μεσολάβησε η Καταστροφή. Στο κτίριο αυτό στεγάζεται
σήμερα το τουρκικό λύκειο Kemal Ataturk.
Η Σχολή επανιδρύθηκε το 1934, στη Νέα Σμύρνη πια.
Ήταν το Δημόσιο Μεικτό Γυμνάσιο της κοινότητας Νέας Σμύρνης, το οποίο στεγάστηκε σε ένα μισθωμένο οίκημα στην κεντρική πλατεία.
Το 1935 με Βασιλικό Διάταγμα, έλαβε την επωνυμία «Ευαγγελική Σχολή Σμύρνης».
Τον Απρίλιο του 1935 γίνονται τα επίσημα εγκαίνια της σχολής, με την
αποκάλυψη της επιγραφής «Ευαγγελική Σχολή Σμύρνης 1717-1934», ενώ μέχρι
το σχολικό έτος 1946-1947, το σχολείο παρέμεινε μεικτό.
Το 1947 ιδρύθηκε Γυμνάσιο Θηλέων και η Ευαγγελική Σχολή συνέχισε τη λειτουργία της ως Γυμνάσιο Αρρένων.
Με την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του Γεωργίου Παπανδρέου, το 1964, το
σχολείο χωρίστηκε σε Γυμνάσιο και Λύκειο και εγκαταστάθηκε το 1965 σε
νεόδμητο κτίριο, επί της οδού Κοραή.
Από το 1967 ως το 1976 λειτούργησε και πάλι ως εξατάξιο Γυμνάσιο, σύμφωνα με τις τότε αποφάσεις της Δικτατορίας.
Από το 1971 που αναγνωρίστηκε ως Πρότυπος Σχολή, άρχισε να δέχεται τους μαθητές της μόνο κατόπιν εισαγωγικών εξετάσεων.
Το 1974, το Πρότυπο Γυμνάσιο Ευαγγελικής Σχολής Σμύρνης, εγκαθίσταται
στο σημερινό του κτίριο, το οποίο είναι σε σχέδια του αρχιτέκτονα
Αλέξανδρου Τομπάζη και βρίσκεται στη συμβολή των οδών Αγίας Σοφίας και
Λέσβου, στον αριθμό 4.
Στο παλιό κτίριο της οδού Κοραή στεγάστηκε και εξακολουθεί μέχρι σήμερα, το 1ο Γυμνάσιο Αρρένων Νέας Σμύρνης (Λ.Α.Ν.Σ.).
Με τη μεταρρύθμιση του 1976-77, το σχολείο χωρίζεται και πάλι σε δύο βαθμίδες τριετούς φοίτησης, το Γυμνάσιο και το Λύκειο.
Η Σχολή ξεκίνησε να δέχεται κορίτσια την περίοδο 1979-1980, πάντα έπειτα από εισαγωγικές εξετάσεις.
Το 1982 μετονομάστηκε όπως όλα τα πρότυπα σε Πειραματικό Γυμνάσιο
(Λύκειο) και η εισαγωγή άρχισε να γίνεται με κλήρωση στην Α’ Γυμνασίου.
Το 2011, έπειτα από αξιολόγηση, αναγνωρίζεται ως Πρότυπο Πειραματικό
Γυμνάσιο, τρίτο σε σειρά κατάταξης ανάμεσα στα πειραματικά σχολεία όλης
της χώρας, ενώ από τη σχολική χρονιά 2013-2014, οι μαθητές εισάγονται
στην Α’ Γυμνασίου κατόπιν εξετάσεων.
Το 2015, ο νέος νόμος που
διακρίνει τα Πρότυπα απ’ τα Πειραματικά σχολεία, όρισε την Ευαγγελική
Σχολή ως Πρότυπο σχολείο, το οποίο εξακολουθεί να δέχεται τους μαθητές
του στην Α’ Γυμνασίου μόνο έπειτα από εξετάσεις.
Πηγές:
http://lyk-evsch-n-smyrn.att.sch.gr
http://www.wikiwand.com
Αγιότητα και Εορτή
- Η Ορθόδοξη Εκκλησία από το 1955 τον κατέταξε στο Αγιολόγιό της.
- Η μνήμη του Αγίου Νικοδήμου εορτάζεται στις 14 Ιουλίου.
Εργογραφία
Ακτημοσύνη, παρθενία και υπακοή είναι τα στοιχεία που κυρίως πραγματεύεται στη βιβλιογραφία του, ενώ στο σύνολό του το έργο του, αποτελεί όψιμη επιβίωση της ασκητικής και μυστικής παράδοσης του Βυζαντίου, με σαφείς ευσεβιστικές αποκλίσεις. Κυριότερα έργα είναι ο Αόρατος Πόλεμος, τα Πνευματικά Γυμνάσματα, το Συμβουλευτικόν Εγχειρίδιον, ο Κήπος Χαρίτων‚ το Νέον Μαρτυρολόγιον, το Εορτοδρόμιον, ο Συναξαριστής, η Ερμηνεία των επιστολών του Παύλου κ.α. Επίσης συνέγραψε το πηδάλιον, ενώ θεωρείται ένας απο το κορυφαίους εκκλησιαστικούς συναξαριστές.
- "Φιλοκαλία των ιερών νηπτικών" 1782
- "Περί της συνεχούς μεταλήψεως των αχράντων του Χριστού Μυστηρίων" 1794
- "Ευεργετινός" 1794
- "Εξομολογητάριον" 1794
- "Βιβλίον καλούμενον Αόρατος Πόλεμος" 1796
- "Νέον Μαρτυρολόγιον" 1799
- "Πηδάλιον" 1800
- "Συμβουλευτικόν εγχειρίδιον περί φυλακής των πέντε αισθήσεων" 1801
- "Νέον Εκλόγιον" 1803
- "Ερμηνεία εις τας Επιστολάς" 1804
- "Εορτοδρόμιον" 1804
- "Βίβλος Βαρσανοουφίου και Ιωάννου" 1805
- ΠΗΓΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου