Σε αυτόν τον πανόσιο πατέρα μου Ιωάννη ήλθε ένα εβραιόπουλο από την Ανατολή, δεκαεπτά περίπου χρονών, έχοντας γλυτώσει από την αιχμαλωσία και παρακαλούσε τον άγιο με θέρμη να τον βαπτίσει. Όταν έφτασε η εορτή των Θεοφανείων, παρακαλούσε ακόμη περισσότερο να τον αξιώσει ο Θεός αυτήν την ημέρα του αγίου φωτίσματος. Ο θεοφόρος αρχιερέας, έχοντας θάρρος στην χάρη του Αγίου Πνεύματος, που ενοικούσε σ’ αυτόν, είπε στο παιδί:
«Άκουσε, παιδί μου, μείνε κατηχούμενος μέχρι το Άγιο Πάσχα και τότε ελπίζω στον Θεό να σε αξιώσει με καθαρότητα την χάρη του Αγίου Πνεύματος να δεχτείς πλουσιοπάροχα και να πληροφορηθείς ποια είναι η πίστη των χριστιανών».
Αφού άκουσε το παιδί τα λόγια του αγίου, αξιώθηκε να δει τέτοια θαυμάσια πράγματα, που άλλος κανείς από τους βαπτισθέντες πριν από αυτόν δεν αξιώθηκε να δει.
Διότι, όταν βαπτίστηκε κατά το άγιο και Μεγάλο Σάββατο, μου είπε, όταν τον ρώτησα: «Μόλις βαπτίστηκα και ανέβηκα από το νερό και με έχρισε ο άγιος επίσκοπος, είδα να φεύγει από εμένα ένας μαύρος και άλλο παλληκάρι ίδιας ηλικίας λευκό σαν τον ήλιο, οπλισμένο, ήλθε και στάθηκε δεξιά μου και με φύλαγε.
»Όταν ψάλαμε ο χορός το «όσοι εις Χριστόν εβαπτίσθητε…» και μπήκαμε στον ναό που είχα βαπτιστεί, εκεί συναντήσαμε πολλά παλικάρια (δηλαδή αγγέλους), φίλους του φύλακα, που περπατούσαν μπροστά μας, μέχρις ότου να μπούμε στον χορό των ιερέων και στο άγιο βήμα, όπου περικύκλωσαν την αγία τράπεζα.
»Στην λειτουργία, στην μεγάλη είσοδο κρατούσαν τους αγίους δίσκους με τις αναφορές και τα ποτήρια με το κρασί και όλα τα παλικάρια βγήκαν έξω με τους ιερείς, κρατώντας όλους τους δίσκους και όλα τα ποτήρια. Έπειτα τα έφεραν και τα απόθεσαν πάνω στην αγία τράπεζα, στάθηκαν γύρω –γύρω, σκέπασαν τον αέρα πάνω από τα δισκάρια και έκαναν σκεπή με τις πτέρυγες τους, μέχρι που ήλθαν ιερείς να κόψουν τους άρτους και μετά ήλθαν όλα τα παλικάρια και έκοψαν και μετέλαβαν και αυτά. Όταν κοινώνησαν οι ιερείς και όλοι οι άνθρωποι, πάλι οι νέοι σήκωσαν και έφεραν έξω τα άγια ποτήρια, δώδεκα στον αριθμό.
Αυτά διηγούταν πως έβλεπε την ώρα της λειτουργίας του Μεγάλου Σαββάτου και της Μεγάλης Κυριακής και Δευτέρας αλλά και καθ’ όλη την εβδομάδα της Διακαινησίμου. Διότι με το να ανοιχθούν οι οφθαλμοί της ψυχής του μια και καλή, έβλεπε τις αγγελικές δυνάμεις και όλα όσα από αυτές τελούνταν μυστικά και νοερά.
Την Τρίτη της Διακαινησίμου, ανεβαίνοντας από την εκκλησία στην επισκοπή, μετά την λειτουργία, μου είπε με φόβο: «Είδα και σήμερα οπτασία, αλλά δεν μπορώ να στην διηγηθώ τώρα».
Το απόγευμα του είπα: «Πες μου, Φίλιππε (έτσι ονομάστηκε), τα όσα είδες σήμερα, γιατί ο Θεός δεν σου τα έδειξε, για να τα κρύψεις, αλλά για να τα διηγηθείς προς ωφέλεια πολλών». Τότε αυτός είπε:
«Καθώς γινόταν η λειτουργία είδα ότι σχίστηκε η σκεπή της εκκλησίας και κατέβηκαν από πάνω πλήθος νέων, στην μέση των οποίων υπήρχε αρκετό φως, που εξαιτίας του δεν μπορούσα να δω έξω. Μόνο μια φορά σήκωσα τα μάτια μου για να δω και πάλι ανέβηκε το φως στον ουρανό ως αστραπή. Έπειτα κάθισα στον θρόνο του αρχιερέα, γύρω από τον οποίο στέκονταν εκείνοι οι νέοι και όπου και αν πήγαινε ένα δισκάριο και ένα ποτήριο, για να κοινωνήσουν οι άνθρωποι, μπροστά τους προχωρούσε ένας νέος».
Την Πέμπτη της Διακαινησίμου, καθώς γινόταν λιτανεία και προπορεύονταν τα άγια λείψανα και ιερά κειμήλια προς τον ναό της Θεοτόκου, περπατούσε και ο Φίλιππος από πίσω και έβλεπε τους αγίους αγγέλους, που τους αποκαλούσε νέους, να προπορεύονται των αγίων λειψάνων.
Την Παρασκευή έγινε λειτουργία στον ναό του αγίου Φωστηρίου και διηγούταν ότι την ώρα της θείας μυσταγωγίας είδε πάνω από τον τρούλο την κολυμπήθρα που τον βαπτίσαμε και ήταν πολλοί νέοι με τα όπλα τους που φύλαγαν τον δρόμο και το νερό.
Καθ’ όλη την εβδομάδα έβλεπε όλη την λογική λατρεία των ουράνιων δυνάμεων που τελείται στην εκκλησία των χριστιανών και άλλα πολλά, τα οποία άφησα εξαιτίας της απιστίας των ακροατών.
Κάποιο απόγευμα που καθόμασταν στην τράπεζα και διηγούταν τα θαυμαστά θεάματα, επιφοίτησε το Άγιο Πνεύμα και μας γέμισε χαρά και δάκρυα, ώστε η τράπεζα, εκείνη την ώρα, έγινε θυσιαστήριο.
Κάποια μέρα, ενώ καθόμασταν εγώ και ο νεοφώτιστος στο κελλί του, μπήκε ο επίσκοπος για να τον επισκεφτεί. Όταν τον είδε ο νεοφώτιστος, γύρισε το πρόσωπο του αμέσως προς το μέρος μου, γεμάτος δάκρυα. Όταν ο επίσκοπος τον είδε να κλαίει, αναχώρησε χωρίς μιλιά.
Τότε εγώ ρώτησα τον Φίλιππο γιατί έκλαιγε, μόλις αντίκρυσε τον επίσκοπο και μου είπε ότι είδε κάποιον νέο από εκείνους να προχωρά μπροστά του επισκόπου και να τον συνοδεύει όπως οι στρατιώτες.
Αυτά και άλλα έβλεπε ο Φίλιππος και τα έλεγε, έως ότου φορούσε τα εμφώτια* ενδύματα. Όταν όμως τα έβγαλε, δεν έβλεπε πλέον τίποτε τέτοιο. Γι’ αυτό και οδυρόταν στις υπόλοιπες συνάξεις των λειτουργιών, ποθώντας να δει εκείνα που έβλεπε όντας νεοφώτιστος, από τα οποία λίγα γράψαμε, φοβούμενοι το κρίμα αυτού που έκρυψε το τάλαντο.
* Ο νεοφώτιστος ενδύεται καινούργια λευκά ρούχα τα εμφώτια ή φωτίκια, «εις τύπον του θείου φωτός και της αγγελικής καθαρότητος, υιός γαρ φωτός ο βαπτισθείς και όλος άσπιλος τε και καθαρός απεδείχθη», (Συμεών Θεσσαλονίκης. Περί των ιερών τελετών. ξζ΄, PG 155, 232D). Μετά το Χρίσμα και την ένδυση του νεοφώτιστου του επιδίδονται ο Σταυρός ως σύμβολο νίκης και η λαμπάδα ως σύμβολο φωτός.
Από το βιβλίο: Ιωάννου Μόσχου. Λειμωνάριον το παλαιόν. Ητοι, Τα μυρίπνοα άνθη του Παραδείσου. Διηγήματα των Οσίων πατέρων. βιβλίον ψυχωφελέστατον Ιωάννου Ευκρατά και Σωφρονίου του σοφιστού.
Εκδ. Η Αγία Άννα, Φεβρουάριος 2005
Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου