Ο ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΙΩΗΛ
Ο ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΙΩΗΛ |
ΚΕΦ. 1: Η ΜΑΣΤΙΓΑ ΤΩΝ ΑΚΡΙΔΩΝ ΚΑΙ ΤΗΣ ΞΗΡΑΣΙΑΣ - Ο ΘΡΗΝΟΣ ΤΟΥ ΠΡΟΦΗΤΗ |
ΚΕΦ. 2: Η ΗΜΕΡΑ ΤΗΣ ΚΡΙΣΕΩΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΠΛΗΣΙΑΖΕΙ - Ο ΙΣΡΑΗΛ ΕΛΠΙΖΕΙ ΣΤΟ ΕΛΕΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ |
ΚΕΦ. 3: ΤΑ ΣΗΜΕΙΑ ΤΗΣ ΤΕΛΙΚΗΣ ΚΡΙΣΗΣ |
Η μάστιγα των ακρίδων και της ξηρασίας
Ιωηλ. 1,1 Λόγος Κυρίου, ὃς ἐγενήθη πρὸς Ἰωὴλ τὸν τοῦ Βαθουήλ.
Ιωηλ. 1,1 Λογος Κυρίου ο οποίος απηυθύνθη προς τον Ιωήλ, τον υιόν του Βαθουήλ.
Ιωηλ. 1,2 Ἀκούσατε ταῦτα, οἱ πρεσβύτεροι, καὶ ἐνωτίσασθε, πάντες οἱ κατοικοῦντες τὴν γῆν. εἰ γέγονε τοιαῦτα ἐν ταῖς ἡμέραις ὑμῶν ἢ ἐν ταῖς ἡμέραις τῶν πατέρων ὑμῶν;
Ιωηλ. 1,2 Ακούσατε αυτά, που θα σας είπω, σεις οι άρχοντες του λαού, και ακροασθήτε με προσοχήν όλοι οι κάτοικοι της χώρας αυτής. Μηπως και όμοια προς αυτά, που θα σας είπω, έγιναν άλλοτε εις τας ημέρας σας η εις τας ημέρας των προγόνων σας;
Ιωηλ. 1,3 ὑπὲρ αὐτῶν τοῖς τέκνοις ὑμῶν διηγήσασθε, καὶ τὰ τέκνα ὑμῶν τοῖς τέκνοις αὐτῶν, καὶ τὰ τέκνα αὐτῶν εἰς γενεὰν ἑτέραν.
Ιωηλ. 1,3 Διηγηθήτε αυτά εις τα παιδιά σας και τα παιδιά σας να τα διηγηθούν εις τα παιδιά των και τα παιδιά εκείνων να τα διηγηθούν εις την ερχοσμένην γενεάν και να μεταδοθούν έτσι από γενεάς εις γενεάν.
Ιωηλ. 1,4 τὰ κατάλοιπα τῆς κάμπης κατέφαγεν ἡ ἀκρίς, καὶ τὰ κατάλοιπα τῆς ἀκρίδος κατέφαγεν ὁ βροῦχος, καὶ τὰ κατάλοιπα τοῦ βρούχου κατέφαγεν ἡ ἐρυσίβη.
Ιωηλ. 1,4 Ο,τι αφήκεν η καταστρεπτική κάμπη το έφαγεν η ακρίδα. Και εκείνα που αφήκεν η ακρίδα, τα έφαγεν ο βρούχος και όσα αφήκεν ο βρούχος τα έφαγεν η ερυσίβη.
Ιωηλ. 1,5 ἐκνήψατε, οἱ μεθύοντες, ἐξ οἴνου αὐτῶν καὶ κλαύσατε· θρηνήσατε, πάντες οἱ πίνοντες οἶνον εἰς μέθην, ὅτι ἐξῄρθη ἐκ στόματος ὑμῶν εὐφροσύνη καὶ χαρά.
Ιωηλ. 1,5 Συνέλθετε από την μέθην του οίνου σας σεις, που πίνετε οίνον και μεθάτε, διότι ο οίνος το σόμβολον και η πηγή της χαράς και της ευφροσύνης, έχει λείψει πλέον από το στόμα σας.
Ιωηλ. 1,6 ὅτι ἔθνος ἀνέβη ἐπὶ τὴν γῆν μου ἰσχυρὸν καὶ ἀναρίθμητον, οἱ ὀδόντες αὐτοῦ, ὀδόντες λέοντος, καὶ αἱ μύλαι αὐτοῦ σκύμνου.
Ιωηλ. 1,6 Δεν θα ξαναπιήτε οίνον, διότι πλήθος μέγα, ισχυρόν και αναρίθμητον εισώρμησεν εις την χώραν σας. Οι οδόντες αυτών είναι ωσάν τα δόντια του λέοντος και οι τραπεζίται των συντρίβουν ωσάν τους μυλόδοντας νεαρού ληονταριού.
Ιωηλ. 1,7 ἔθετο τὴν ἄμπελόν μου εἰς ἀφανισμὸν καὶ τὰς συκᾶς μου εἰς συγκλασμόν· ἐρευνῶν ἐξηρεύνησεν αὐτὴν καὶ ἔῤῥιψεν, ἐλεύκανε τὰ κλήματα αὐτῆς.
Ιωηλ. 1,7 Κατέστρεψε και εξηφάνισε τους αμπελώνας του λαού μου, κατακομμάτιασε τις συκιές μου, συστηματικά και με επιμονήν εξηρεύνησε την χώραν. Την έρριψε κάτω κατεστραμμένην, έγδαρε τα κλήματά της και τα αφήκε λευκά και ξηρά.
Ιωηλ. 1,8 θρήνησον πρός με ὑπὲρ νύμφην περιεζωσμένην σάκκον ἐπὶ τὸν ἄνδρα αὐτῆς τὸν παρθενικόν.
Ιωηλ. 1,8 Θρήνησε, λοιπόν, μπροστά μου, περισσότερον από την νύμφην, η οποία έχει φορέσει πένθιμον σάκκινον ένδυμα, διότι έχασε τον πρώτον νεαρόν και ηγαπημένον άνδρα της.
Ιωηλ. 1,9 ἐξῇρται θυσία καὶ σπονδὴ ἐξ οἴκου Κυρίου. πενθεῖτε, οἱ ἱερεῖς οἱ λειτουργοῦντες θυσιαστηρίῳ Κυρίου,
Ιωηλ. 1,9 Ελλειψε πλέον κάθε θυσία και σπονδή στον ναόν του Κυρίου. Πενθήσατε λοιπόν, σεις οι ιερείς, σεις που υπηρετείτε στο θυσιαστήριον του Κυρίου,
Ιωηλ. 1,10 ὅτι τεταλαιπώρηκε τὰ πεδία· πενθείτω ἡ γῆ, ὅτι τεταλαιπώρηκε σῖτος, ἐξηράνθη οἶνος, ὠλιγώθη ἔλαιον.
Ιωηλ. 1,10 διότι αι πεδιάδες έχουν καταστραφή. Ας πενθήση η χώρα, διότι τα σιτηρά έχουν αφανισθή. Εξηράνθησαν αι άμπελοι και έλλειψεν ο οίνος. Το λάδι ωλιγόστευσεν.
Ιωηλ. 1,11 ἐξηράνθησαν γεωργοί· θρηνεῖτε, κτήματα, ὑπὲρ πυροῦ καὶ κριθῆς, ὅτι ἀπόλωλε τρυγητὸς ἐξ ἀγροῦ·
Ιωηλ. 1,11 Οι γεωργοί ομοιάζουν κατάξηροι, διότι έχασαν αγρούς και συγκομιδήν. Θρηνήσατε όλοι δια τα κατεστραμμένα κτήματα, δια την έλλειψιν του σιταριού και της κριθής, διότι κατεστράφη η συγκομιδή των αγρών.
Ιωηλ. 1,12 ἡ ἄμπελος ἐξηράνθη, καὶ αἱ συκαῖ ὠλιγώθησαν· ῥόα καὶ φοῖνιξ καὶ μῆλον καί πάντα τὰ ξύλα τοῦ ἀγροῦ ἐξηράνθησαν, ὅτι ᾔσχυναν χαρὰν οἱ υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων.
Ιωηλ. 1,12 Τα αμπέλια έχουν ξηρανθή, συκιές ολίγες απέμειναν, οι ροδιές και οι φοίνικες, οι μηλιές και όλα τα δένδρα της υπαίθρου είναι ξηρά. Λυπη και κατήφεια διεδέχθη την χαράν των ανθρώπων.
Ιωηλ. 1,13 περιζώσασθε καὶ κόπτεσθε, οἱ ἱερεῖς, θρηνεῖτε οἱ λειτουργοῦντες θυσιαστηρίῳ· εἰσέλθετε ὑπνώσατε ἐν σάκκοις λειτουργοῦντες Θεῷ, ὅτι ἀπέσχηκεν ἐξ οἴκου Θεοῦ ὑμῶν θυσία καὶ σπονδή.
Ιωηλ. 1,13 Φορέσατε και ζωσθήτε σάκκινα πένθιμα ενδύματα σεις οι ιερείς, οι υπηρετούντες στο θυσιαστήριον, θρηνήσατε. Εισέλθετε στο δωμάτιόν σας και κοιμηθήτε μέσα εις πενθίμους σάκκους, σεις οι οποίοι υπηρετείτε τον Θεόν. Διότι έχουν πλέον απομακρυνθή και έχουν λείψει ολοτελώς από τον ναόν του Θεού σας θυσίαι και σπονδαί.
Ιωηλ. 1,14 ἁγιάσατε νηστείαν, κηρύξατε θεραπείαν, συναγάγετε πρεσβυτέρους πάντας κατοικοῦντας γῆν εἰς οἶκον Θεοῦ ὑμῶν καὶ κεκράξετε πρὸς Κύριον ἐκτενῶς·
Ιωηλ. 1,14 Κηρύξατε ημέραν νηστείας και εξιλεώσεως, κραυγάσατε προς τον Θεόν ζητούντες θεραπείαν από τα δεινά σας, συγκαλέσατε και συναθροίσατε όλους τους γεροντοτέρους κατοίκους της χώρας σας στον ναόν του Θεού σας. Κράξατε προς τον Κυριον με δέησιν παρατεταμένην και επίμονον.
Ο θρήνος του προφήτη
Ιωηλ. 1,15 οἴμοι, οἴμοι, οἴμοι εἰς ἡμέραν, ὅτι ἐγγὺς ἡ ἡμέρα Κυρίου καὶ ὡς ταλαιπωρία ἐκ ταλαιπωρίας ἥξει.
Ιωηλ. 1,15 Αλλοίμονον και τρισαλλοίμονον! Ποίας ημέρας τραγικής συμφοράς ζώμεν! Διότι έφθασε πλέον η φοβερά ημέρα του Κυρίου. Η μία συμφορά έρχεται κατόπιν της άλλης.
Ιωηλ. 1,16 κατέναντι τῶν ὀφθαλμῶν ὑμῶν βρώματα ἐξωλοθρεύθη, ἐξ οἴκου Θεοῦ ὑμῶν εὐφροσύνη καὶ χαρά.
Ιωηλ. 1,16 Εμπρός από τα μάτια σας καταστρέφονται αι τροφαί, και από τον ναόν του Θεού σας έχει λείψει πλέον ευφροσύνη και χαρά.
Ιωηλ. 1,17 ἐσκίρτησαν δαμάλεις ἐπὶ ταῖς φάτναις αὐτῶν, ἠφανίσθησαν θησαυροί, κατεσκάφησαν ληνοί, ὅτι ἐξηράνθη σῖτος.
Ιωηλ. 1,17 Ανήσυχα τα δαμάλια σκιρτούν εις τας φάτνας των δια την έλλειψιν της τροφής. Αι αποθήκαι έχουν καταστραφή, οι ληνοί έχουν κρημνισθή και κατασκαφή, τα σιτηρά έχουν ξηρανθή.
Ιωηλ. 1,18 τί ἀποθήσομεν ἑαυτοῖς; ἔκλαυσαν βουκόλια βοῶν, ὅτι οὐχ ὑπῆρχε νομὴ αὐτοῖς, καὶ τὰ ποίμνια τῶν προβάτων ἠφανίσθησαν.
Ιωηλ. 1,18 Τι λοιπόν έχει απομείνει να αποθηκεύσωμεν δια την συντήρησίν μας; Φωνάζουν πένθιμα οι αγέλες των βοϊδιών, διότι δεν υπάρχουν δι' αυτά πλέον βοσκαί. Τα κοπάδια των προβάτων έχουν και αυτά αφανισθή.
Ιωηλ. 1,19 πρὸς σέ, Κύριε, βοήσομαι, ὅτι πῦρ ἀνήλωσε τὰ ὡραῖα τῆς ἐρήμου, καὶ φλὸξ ἀνῆψε πάντα τὰ ξύλα τοῦ ἀγροῦ·
Ιωηλ. 1,19 Προς σέ, Κυριε, εκ βάθους καρδίας θα βοήσω, διότι η φωτιά έχει καταστρέψει όλα τα ωραία των ακατοίκητων περιοχών, φλόγες έχουν ανάψει εις όλα τα δένδρα της υπαίθρου.
Ιωηλ. 1,20 καὶ τὰ κτήνη τοῦ πεδίου ἀνέβλεψαν πρὸς σέ, ὅτι ἐξηράνθησαν ἀφέσεις ὑδάτων καὶ πῦρ κατέφαγε τὰ ὡραῖα τῆς ἐρήμου.
Ιωηλ. 1,20 Και αυτά άκομα τα ζώα των πεδιάδων έχουν ανυψώσει ικετευτικά τα βλέμματα των προς Σέ, διότι εστείρεψαν και αι πηγαί των υδάτων, τα καύματα ωσάν φωτιά έχουν καταφάγει τα ωραία μέρη των ακατοικήτων περιοχών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου