ΑΡΧΙΚΗ

Α΄. Τί ἔκαμεν ὁ Θεὸς διὰ τὴν σωτηρίαν τοῦ ἀνθρώπου

 

 

Μελέτη Πρώτη (Α΄).

Α΄. Τί ἔκαμεν ὁ Θεὸς διὰ τὴν σωτηρίαν τοῦ ἀνθρώπου.
Β΄. Τί ἔπαθεν ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς δι’ αὐτήν.
Γ΄. Τί πρέπει νὰ κάμνῃ καὶ νὰ παθαίνῃ ὁ ἄνθρωπος δι’ αὐτήν.

Α΄. Τί ἔκαμεν ὁ Θεὸς διὰ τὴν σωτηρίαν τοῦ ἀνθρώπου.

 

Συλλογίσου, ἀγαπητὲ ἀδελφέ, πόσα ἔκαμεν ὁ Θεὸς διὰ τὴν αἰώνιον σωτηρίαν σου. Ἐν πρώτοις ἀπεφάσισεν εἰς τὴν θεαρχικὴν καὶ συναΐδιόν του ἰδέαν, πρὶν καταβολῆς κόσμου καὶ πρίν τοῦ αἰῶνος, διὰ νὰ σὲ σώσῃ. Καὶ σοῦ ἡτοίμασε τὴν βασιλείαν Του διὰ μισθὸν καὶ βραβεῖον σου, ἐὰν θελήσῃς νὰ ὑπακούσῃς τὸν νόμον Του.

Όπου θέλει νὰ εἰπῇ ὅτι, καθὼς ὁ Θεὸς ἔχει τὸ εἶναι καὶ τὴν οὐσίαν Του ἄναρχον, ἔτσι εἶχεν εἰς τὸν ἑαυτόν του συνάναρχον καὶ τὴν πρόνοιαν τῆς ἰδικῆς σου σωτηρίας [1], τὸ ὁποῖον εἶναι ἡ μεγαλυτέρα σου τιμή ἄνθρωπε. Επειδὴ ὁ Θεὸς καὶ Πατὴρ δὲν εὐχαριστήθη μόνον εἰς τὸν ἑαυτόν Του καὶ εἰς τὸν ἀγαπητόν του κατὰ φύσιν Υἱὸν καὶ εἰς τὸ ἅγιον Πνεῦμα Του, ἀλλ’ ἠθέλησεν ἀπὸ ἀγαθότητά Του νὰ προνοήσῃ ἀκόμη καὶ διὰ ἐσένα, διὰ νὰ σὲ κάμῃ υἱόν του θετὸν κατὰ χάριν καὶ νὰ σὲ δείξῃ μέτοχον τοῦ ἁγίου Του Πνεύματος.

Ὅθεν, ὅταν ἦλθεν ὁ διωρισμένος καὶ ἁρμόδιος καιρός, ἠκολούθησαν εἰς τὴν ἄναρχον ταύτην διὰ σὲ πρόνοιαν καὶ τὰ ἔργα, διότι ὅλα τὰ ἀποτελέσματα καὶ τῆς φύσεως καὶ τῆς χάριτος τὰ ἡτοίμασεν ὁ Θεὸς διὰ τὴν σωτηρίαν καὶ διὰ τὴν ὠφέλειαν καὶ ἀνάπαυσιν τὴν ἰδικὴν σου καὶ ὅλων τῶν ἐκλεκτῶν, καθὼς λέγει ὁ Παῦλος· «Τὰ γὰρ πάντα δι’ ἡμᾶς». (Β΄. πρὸς Κορ. δ’. 15).

Διὰ τὴν ἰδικήν σου σωτηρίαν εἶναι διωρισμένα ὅλα τὰ νοερὰ καὶ ἄϋλα ποιήματα τοῦ Θεοῦ, καὶ ἐκεῖνοι οἱ ἄρχοντες τοῦ παραδείσου καὶ τοῦ οὐρανοῦ, οἱ θεῖοι λέγω ἀρχάγγελοι καὶ ὅλοι οἱ ἄγγελοι, ὅπου εἶναι τόσον δυνατοί, τόσον ἅγιοι, τόσον μακάριοι καὶ αὐτοὶ εἶναι διωρισμένοι διὰ νὰ ὑπερασπίζωνται καὶ νὰ βοηθοῦν τὸν πλέον εὐτελέστερον ἄνθρωπον εἰς τὸ νὰ σωθῇ· «οὐχὶ πάντες εἰσὶ λειτουργικὰ πνεύματα εἰς διακονίαν ἀποστελλόμενα διὰ τοὺς μέλλοντας κληρονομεῖν σωτηρίαν;» (Ἑβρ. α΄. 14) [2].

Διὰ τὴν ἰδικήν σου σωτηρίαν ἐδημιούργησεν ὁ Θεός ἐκ τοῦ μὴ ὄντος εἰς τὸ εἶναι ὅλον τοῦτον τὸν αἰσθητὸν κόσμον καὶ σὲ ἐγκατάστησε βασιλέα ἐπάνω εἰς ὅλα Του τὰ ποιήματα, διορίζοντάς τα νὰ σὲ ὑπηρετοῦν, διὰ νὰ τὸν δουλεύῃς καὶ σὺ εἰς ταύτην τὴν ζωὴν καὶ νὰ τὸν ἀπολαύσῃς εἰς τὴν ἄλλην· Ταὐτὸν εἰπεῖν διὰ νὰ σωθῇς «οὐκ ἔθετο ἡμᾶς ὁ Θεὸς εἰς ὀργήν, ἀλλ’ εἰς περιποίησιν σωτηρίας», (Α΄. Θεσ. ε’. 9).

Διὰ τὴν ἰδικήν σου σωτηρίαν ἔδωκε νόμον καὶ ἐντολὰς καὶ ἀπέστειλε προφήτας, οἱ ὁποῖοι δι’ ἄλλο πρᾶγμα δὲν ἠρεύνησαν, παρὰ πῶς ἐσὺ νὰ σωθῇς, καθώς λέγει ὁ μακάριος Πέτρος «Περί ἧς σωτηρίας ἐξεζήτησαν καὶ ἐξηρεύνησαν προφῆται οἱ περὶ τῆς εἰς ἡμᾶς χάριτος προφητεύσαντες». (Α’ Πετρ. α’ 10).

Καὶ τί ἄλλο περισσότερον; Αὐτὸς ὁ ἴδιος Θεός, μὲ ὅλας τὰς θείας του τελειότητας, δίδεται ὅλος εἰς τὴν φροντίδα τοιούτου μεγάλου ἔργου, τῆς σωτηρίας δηλ. τῆς ἰδικῆς σου, ὦ ἄνθρωπε·

Καὶ ὁ μὲν Πατὴρ βάνει εἰς πρᾶξιν τὴν παντοδυναμίαν καὶ εὐδοκίαν του, διὰ νὰ σηκώσῃ ὅλα ἐκεῖνα ὅπου ἠμποροῦν νὰ ἐμποδίσουν τὴν σωτηρίαν σου καὶ θέλει νὰ ὀνομάζεται εἰς χίλια μέρη τῆς παλαιᾶς καὶ νέας Γραφῆς Σωτήρ καὶ Θεὸς σωτηρίων καὶ Θεὸς σωτηρίας, μόνον διὰ νὰ δείξῃ πόσον τιμᾷ καὶ πόσον ἀγαπᾷ τὴν σωτηρίαν σου. «Ἀπέστη ἀπὸ Θεοῦ σωτῆρος αὐτοῦ», (Δεύτερον· λβ’. 15) «Κύριε ὁ Θεὸς τῆς σωτηρίας μου», (Ψαλμ. πζ’. 1). «Ὁ Θεὸς τῶν σωτηρίων ἡμῶν» (Ψαλμ. ξζ’. 20).

Ὁ δὲ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ βάνει εἰς πρᾶξιν τὴν σοφίαν καὶ αὐτουργίαν του, διορίζοντας ὅλα τὰ ὄργανα καὶ τά μέσα διὰ νὰ σὲ σώσῃ· καὶ τὸ ἔχει διὰ καύχημά του νὰ ὀνομάζεται τὸ γλυκὺ καὶ πρᾶγμα καὶ ὄνομα Ἰησοῦς, ἤτοι σωτήρ· Καὶ αὐτὸ θέλει νὰ τὸ κρατῇ πάντοτε ὡς κύριόν του ὄνομα, τόσον εἰς τὴν παροῦσαν ζωήν, ὅσον καὶ εἰς τὴν μέλλουσαν, διὰ νὰ σὲ κάμῃ νὰ καταλάβῃς κἄν ἀπὸ τὸ ὄνομά του, ὅσον ὑπερποθεῖ τὴν σωτηρίαν σου [3]. «Καὶ καλέσεις τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἰησοῦν· αὐτὸς γὰρ σώσει τὸν λαὸν αὐτοῦ ἀπὸ τῶν ἁμαρτιῶν αὐτῶν» (Ματθ. α΄. 21). Καὶ πάλιν «Ἐγὡ εἰμι Ἰησοῦς, ὅν σὺ διώκεις», (Πράξ. θ΄. 5).

Τὸ δὲ ἅγιον Πνεῦμα βάνει εἰς πρᾶξιν τὴν ἄπειρόν του ἀγαθότητα καὶ συνέργειαν, διὰ νὰ σὲ γεμίσῃ ἀπὸ οὐράνια χαρίσματα, καὶ ἐὰν τοῦ δώσῃς εἴσοδον εἰς τὴν καρδίαν σου, ὄχι μόνον σοῦ χαρίζει τὰ πλούτη του, ἀλλὰ σοῦ χαρίζει ἀκόμη καὶ τὸν ἑαυτόν του καὶ ἔρχεται καὶ κατοικεῖ μέσα εἰς τὴν καρδίαν σου, μὲ μίαν μερικὴν καὶ ἐξαίρετον παρουσίαν του, διὰ νὰ σὲ κυβερνᾷ, διὰ νὰ σὲ διαφεντεύῃ καὶ νὰ σὲ διευθύνῃ εἰς τὸ τέλος τῆς σωτηρίας σου. Καὶ διὰ ταύτην τὴν ἀφορμήν θέλει νὰ ὀνομάζεται καὶ αὐτὸ Πνεῦμα σωτηρίας· «Διὰ τὸν φόβον σου, Κύριε, ἐν γαστρὶ ἐλάβομεν καὶ ὠδινήσαμεν καὶ ἐτέκομεν πνεῦμα σωτηρίας». (Ἡσαΐου κς’. 18).

Ὤ παράδοξον ἄκουσμα! Ὅλη ἡ Ἁγία Τριὰς βάλλεται εἰς τὸ νὰ ἐπιτελέσῃ τὴν ἰδικήν σου σωτηρίαν, ὦ ἄνθρωπε. Διότι, ὅσον μεγάλον εἶναι τὸ ἔργον τῆς δημιουργίας σου, τόσον μεγάλον καὶ οὐδαμῶς μικρότερον εἶναι καὶ τὸ ἔργον τῆς σωτηρίας σου. Επειδὴ μιᾶς καὶ τῆς αὐτῆς παντοδυναμίας εἶναι ἀποτέλεσμα, καὶ τὸ νὰ σὲ φέρῃ ἐκ τοῦ μὴ ὄντος εἰς τὸ εἶναι καὶ τὸ νὰ σὲ φυλάξῃ ὁλόκληρον εἰς αὐτὸ τὸ εἶναι καὶ νὰ σὲ σώσῃ.

Καὶ διὰ νὰ εἰποῦμεν καθολικῶς, ὅλον τὸ τέλος καὶ τῆς φύσεως καὶ τῆς χάριτος καὶ τῆς πίστεως δὲν ἐστάθη ἄλλο, παρὰ ἡ σωτηρία τῆς ἰδικῆς σου ψυχῆς, κατὰ τὸν κορυφαῖον Ἀπόστολον «κομιζόμενοι τὸ τέλος τῆς πίστεως ἡμῶν σωτηρίαν ψυχῶν» (Α΄ Κορινθ. α’. 9)

Λοιπόν, ὤ πόσον τυφλὸς θέλεις εἶσαι ἀδελφέ, ἀνίσως δὲν βλέπῃς πόσον πολύτιμος εἶναι ἡ σωτηρία τῆς ψυχῆς σου, διά τὴν ὁποίαν ἔκαμε καὶ κάμνει τόσα ὁ Θεὸς διὰ νὰ τὴν σώσῃ! Ὅθεν τώρα ὅπου τὸ ἐγνώρισες, πῶς εἶναι δυνατὸν νἀ βαρεθῇς εἰς τὸ νὰ μεταχειρισθῇς ταύταις ταῖς ὀλίγαις ἡμέραις ὅπου ἔμειναν τῆς ζωῆς σου, διὰ νὰ φέρῃς εἰς καλὴν κατάστασιν τέτοιαν ἀπειροτίμητον πραγματείαν, καθὼς εἶναι ἡ σωτηρία σου; «Ἰδοὺ νῦν καιρὸς εὐπρόσδεκτος, ἰδού νῦν ἡμέρα σωτηρίας», (Β Κορ, ς’. 2.)

Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ μὴ συλλογισθῇς μὲ τὸν νοῦν σου καὶ νὰ μὴ φροντίσῃς δι’ ἐκεῖνο ὅπου ὁ Θεὸς ἐσυλλογίσθη καὶ ἐφρόντισε πρὶν καταβολῆς κόσμου; πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ ἀμελήσῃς εἰς τὸ νὰ μεταχειρισθῇς καθὼς πρέπει τοῦτον τὸν καιρόν καὶ ταύτην τὴν ὀλίγην ἄδειαν ὅπου ἔχεις, ἡ ὁποία ἠμπορεῖ νὰ εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ δραστικώτατα μέσα, ὅπου ἡτοίμασεν ὁ Θεὸς διὰ νὰ σὲ σώσῃ καὶ νὰ σὲ κάμῃ ἰδικόν του;

Ἐλθὲ λοιπὸν εἰς τὸν ἑαυτόν σου, ἀγαπητέ· ξύπνησε ὅλας σου τὰς ἐπιθυμίας καὶ μεταχειρίσου τοῦτον τὸν καιρὸν τῆς ζωῆς σου διὰ νὰ βάλῃς εἰς ἀσφάλειαν τὴν ψυχήν σου. Καὶ ἄλλο τι νὰ μὴν ἐρωτᾷς, μηδὲ ἄλλο νὰ λέγῃς, πάρεξ ἐκεῖνο τὸ τοῦ νομικοῦ· «Τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω;» (Λουκ. ι’. 25). Τί νὰ κάμω διὰ νὰ σωθῶ; ὅτι τοῦτο εἶναι τὸ ἀναγκαῖον εἰς ἐμέ· τοῦτο εἶναι τὸ ὠφέλιμον εἰς ἐμέ· καὶ χωρὶς αὐτὸ ὅλα εἶναι μάταια, ὅλα βλαβερά, ὅλα ἀνωφελῆ εἰς ἐμέ.

Θαύμασε εἰς τὴν ἀγνωσίαν ὅπου ἕως τώρα εὑρίσκεσο καὶ μεῖνε ἐκστατικός, πὼς ἔως τῆς σήμερον ἐφρόντισες τόσον ὀλίγον δι’ἐκεῖνο μόνον ὅπου ἔπρεπε νὰ βάλῃς κάθε σου ἐπιμέλειαν καὶ προθυμίαν· φρῖξον διὰ τὸν κίνδυνον εἰς τὸν ὁποῖον ἔβαλες τόσαις φοραῖς τὴν σωτηρίαν σου.

Εὐχαρίστησε τὸν Κύριον, ὅστις διὰ τὴν ἄκραν του ἀγαθότητα σὲ ὑπέμεινε τόσον καιρόν, ἐν ἀμελείᾳ τῆς σωτηρίας σου διάγοντα, καὶ δὲν ἄφησε τὸν ἑαυτόν του νὰ νικηθῇ ἀπὸ τὴν πονηρίαν σου καὶ νὰ κόψῃ τὴν τοιαύτην μοχθηρὰν καὶ ἠμελημένην ζωήν σου. Καὶ παρακάλεσε τον νὰ θελήσῃ νὰ τελειώσῃ τὸ ἔργον ὅπου ἄρχισε καὶ νὰ σὲ βάλῃ μὲ τὴν δραστικὴν χάριν του εἰς τὴν στράταν τῆς ζωῆς ἐκείνης, ἡ ὁποία ἀσφαλῶς καταντᾷ εἰς τὴν σωτηρίαν· «καὶ ἡσυχάσει εἰς τὸ σωτήριον Κυρίου». (Θρῆν. Ἱερεμ. γ’. 26.)


[1] Ὅτι ἄναρχος ἅμα καὶ ἀτελεύτητός ἐστιν ἡ τοῦ Θεοῦ Πρόνοια, μαρτυροῦσιν οἱ πνευματοκίνητοι Θεολόγοι· ὅ τε γὰρ θεῖος Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης, ὁ τῶν Θεολόγων ἐξοχώτατος, οὕτω φησίν· «ὁ μὲν οὖν κρατήρ, περιφερὴς ὥν καὶ ἀναπεπταμένος, σύμβολον ἔστω τῆς ἀνηπλωμένης ἅμα, καὶ ἐπὶ πάντα περιπορευομένης ἀνάρχου καὶ ἀτελευτήτου τῶν ὅλων Προνοίας». [Ο κρατήρας, λοιπόν, σαν στρογγυλός και ανοικτός που είναι, πρέπει να είναι σύμβολο της άναρχης και ατελεύτητης πρόνοιας των όλων, που διαπλώνεται και διαπερνά τα πάντα] (Ἐπιστολ. πρὸς Τίτον). Ὁ δὲ θεοφόρος Μάξιμος σχολιάζων τὸ ρητὸν τοῦτο λέγει· «Καὶ ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ ἀνάρχως προῦπῆρχε πάσης κτίσεως. Προνοίας γὰρ θείας ἦν, ἤτοι προεννοήσεως, τό βούλεοθαι παραγαγεῖν κτίσιν, τὴν ἀπολαύσουσαν τῆς προνοητικῆς αὐτοῦ ἀγαθότητος» [Και η Πρόνοια του Θεού ανάρχως προϋπήρχε κάθε κτίσεως. Διότι ήταν αποτέλεσμα της Προνοίας του Θεού, δηλαδή προεννοήσεως, το να θέλει να δημιουργήσει την κτίση, που απολαμβάνει της προνοητικής αγαθότητας του Θεού]. Καὶ ὁ Μέγας τῆς Θεσσαλονίκης Γρηγόριος λέγει, ὅτι «Προνοίας ἐδεῖτο τὰ ὄντα, ὥστε κατά τὸν δέοντα ταῦτα γενέσθαι καιρόν» [τα όντα είχαν ανάγκη από την Πρόνοια, για να δημιουργηθούν κατά τον κατάλληλο καιρό].

[2] Ἄριστα ὁ ἱερός Αὐγουστῖνος περὶ τῆς ἀποστολῆς ταύτης τῶν ἀγγέλων λέγει· «οὗτοί εἰσιν οἱ μακάριοι πολῖται τῆς ἄνω πόλεως Ἱερουσαλήμ, ἥτις μήτηρ ἡμῶν ἐστιν ἄνω, ἀποστελλόμενοι διὰ τοὺς μέλλοντας κληρονομεῖν σωτηρίαν, ὥστε αὐτοὺς ῥύεσθαι καὶ φυλάσσειν ἐν πάσαις ταῖς ὁδοῖς αὑτῶν, ἐνισχύειν τε καὶ διδάσκειν καὶ τὰς εὐχὰς τῶν υἱῶν σου προσφέρειν ἐνώπιον τῆς δόξης τῆς μεγαλειότητός σου· ἀγαπῶσι γὰρ τοὺς πολίτας αὐτῶν, δι’ ὧν ἀποπληρωθῆναι προσδοκῶσι τὸ ἐκ τοῦ πτώματος αὐτῶν σχίσμα» [Αυτοί είναι οι μακάριοι πολίτες της άνω Πόλεως Ιερουσαλήμ, η οποία είναι μητέρα μας στους ουρανούς, στελλόμενοι για υπηρεσία όλων εκείνων που πρόκειται να σωθούν, ώστε να τους τακτοποιούν στο κάθε τι, να τους φυλάσσουν σε όλες τους τις πορείες, να τους ενισχύουν και να τους διδάσκουν και τις ευχές τους να τις προσφέρουν μπροστά στην δόξα της μεγαλειότητάς σου γιατί αγαπούν τους πολίτες τους, μέσα από τους οποίους έλπίζουν ότι θα συμπληρωθή το σχίσμα, που δημιουργήθηκε από την πτώση]. (Εὐχῇ ε΄. ἤ παρ’ ἄλλ. κη΄. ἐρωτικῇ). Καὶ πάλιν «βοηθοῦσι τοῖς πονοῦσι σκέπουσι τοὺς ἀναπαυομένους, παρορμῶσι τοὺς μαχομένους, στεφανοῦσι τοὺς νικῶντας, συγχαίρουσι τοῖς χαίρουσιν ἐπὶ σοί, συμπάσχουσι τοῖς πάσχουσιν ὑπέρ σοῦ» [Βοηθούν όσους κοπιάζουν, σκεπάζουν όσους αναπαύονται, δίνουν θάρρος σε όσους αγωνίζονται, στεφανώνουν τους νικητές, χαίρονται με όσους χαίρονται εξ αιτίας σου, πάσχουν με όσους πάσχουν για χάρη σου].

[3] Περὶ τοῦ ὀνόματος τοῦ Ἰησοῦ ὅρα πλατύτερον εἰς τόν γ΄. Συλλογισμὸν τῆς Μελέτης εἰς τὴν Περιτομήν.


Β΄. Τί ἔπαθεν ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς δι’ αὐτήν.

Συλλογίσου, ἀδελφέ, πόσα ἔπαθεν ὁ Κύριος διὰ τὴν ἰδικήν σου σωτηρίαν· ὅστις δὲν εὐχαριστήθη νὰ ἐξοδεύσῃ μόνον τὰ ἔργα Του καὶ τὰ ἀγαθά Του, ἀλλὰ ἠθέλησεν ἀκόμη νὰ μεταχειρισθῇ καὶ τοὺς ἰδίους του πόνους καὶ πάθη καὶ θάνατόν Του, διὰ νὰ ἐξαγοράσῃ τὴν σωτηρίαν σου. Καὶ μὲ τὰ ἀγαθὰ μὲν ὅπου ἐχάρισε διὰ νὰ εὕρῃς τὴν σωτηρίαν σου, ἔδειξε πῶς προκρίνει τὴν σωτηρίαν σου καλλίτερα ἀπὸ τὰ ἀγαθά Του. Μὲ τοὺς πόνους δὲ καὶ τὰ πάθη καὶ τὸν θάνατον ὅπου ὑπέμεινεν, ἔδειξε πῶς σχεδὸν προκρίνει τὴν σωτηρίαν σου, καλλίτερα ἀπὸ τὸν ἴδιον ἑαυτόν Του.

Καὶ ἀντὶ νὰ ἐκδικήσῃ τὴν τιμὴν καὶ ἀγάπην τῆς θεότητός Του, καὶ νὰ τιμωρήσῃ ἐσένα τὸν ἀποστάτην ὅπου τόσον ἀναίσχυντα τὴν ὕβρισες μὲ τὰς ἁμαρτίας σου, Αὐτὸς ἐκαταφρόνησε τὴν τιμὴν καὶ ἀγάπην ἐκείνης, καὶ ἀπέθανε διὰ τὴν τιμὴν καὶ ἀγάπην σοῦ τοῦ ἀποστάτου καὶ ὑβριστοῦ της. Καὶ τί λέγω μόνον ὅτι ἐκαταφρόνησε διὰ σὲ τὴν τιμὴν τῆς θεότητός Του; ἄν ἦτο δυνατόν, ἐπεθύμει νὰ πάθῃ καὶ κατὰ τὴν θεότητά Του, μόνον διὰ νὰ σὲ σώσῃ.

Ἀλλ’ ἐπειδὴ τοῦτο εἶναι πράγμα κατὰ φύσιν ἀδύνατον, διὰ τοῦτο ἐμεταχειρίσθη ἐκεῖνο τὸ θαυμάσιον ἐφεύρημα καὶ ἥνωσε μὲ τὸν ἑαυτόν Του τὴν ἀνθρωπότητα, διὰ νὰ ὑποφέρῃ εἰς αὐτὴν τόσα πάθη, καὶ μὲ τόσην ὑπερβολήν, ὅπου ἔγινεν ἀπὸ κεφαλῆς ἔως ποδῶν ὅλος μία πληγή, καὶ ἐδοκίμασε πόνους περισσοτέρους ἀπὸ ὅλους τούς ἀνθρώπους· καθὼς λέγει περὶ αὐτοῦ ὁ προφήτης Ἠσαΐας· «ἄνθρωπος ἐν πληγῇ ὤν, καὶ εἰδὼς φέρειν μαλακίαν (νγ’ 3).

Αὐτὸς ἔπαθε κατὰ τὰ ὑπάρχοντα, διότι ἐγεννήθη πτωχικὰ μέσα εἰς ἕνα σπήλαιον· ἔζησε πτωχικά, διότι δὲν εἶχεν οὐδὲ παραμικρὰν κατοικίαν διὰ νὰ κλίνῃ τὴν κεφαλήν του· «αἱ ἀλώπεκες φωλεοὺς ἔχουσι καὶ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ κατασκηνώσεις· ὁ δὲ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἔχει ποῦ τὴν κεφαλὴν κλίνῃ» (Ματθ. η’. 20) καὶ ἀπέθανεν εἰς ἐσχάτην πτωχείαν διότι δὲν εἶχεν οὐδὲ ἕνα τρίπηχυν τόπον εἰς τὸ νὰ ἐνταφιασθῇ.

Ἔπαθε κατὰ τὴν τιμήν, διότι ὑπέμεινε βαρύταταις βλασφημίες, διότι ἐπέρασε μίαν ζωήν γεμάτην ἀπὸ καταφρόνεσες καὶ διότι τὴν ἐτελείωσε μὲ ἕνα θάνατον τὸν πλέον ἄτιμον ὅπου ἠμποροῦσε τότε νὰ δοθῇ εἰς τὸν κόσμον τοῦτον· «ὑπήκοος γενόμενος μέχρι θανάτου, θανάτου δὲ σταυροῦ»· (Φιλιπ. β’. 8)

Ἔπαθε κατὰ τὸ σώμα διότι ὑπέφερε πόνους ἀνεικάστους καὶ διά τὴν λεπτότητα τῶν θείων μελῶν Του, καὶ διὰ τὴν αὐστηρότητα των βασάνων Του, καὶ διά τὴν σκληρότητα τῶν βασανιστῶν Του, εἰς τρόπον ὅπου ἔβγαλεν ἐμπράκτως ἀπὸ ὅλας του τὰς φλέβας τόσον πλῆθος αἷμα ὅπου ἐβράχη ἡ γῆ.

Ἔπαθε κατὰ τὴν ψυχήν, διότι τόσην μεγάλην λύπην καὶ ἀγωνίαν ἐδοκίμασεν, ὅπου αὐτὴ μόνη ἦτο ἀρκετὴ διὰ νὰ Τὸν θανατώσῃ. «Περίλυπός ἐστιν ἡ ψυχή μου ἔως θανάτου». (Ματθ. κς’. 38).

Καὶ διὰ νὰ εἰπῶ μὲ συντομίαν, αὐτὸς ἔγεινεν ὡσὰν ἕνα πέλαγος βασάνων, μόνον διὰ νὰ σβύσῃ ἐκείνας τὰς φλόγας τῆς κολάσεως ὅπου ἐσὺ ἄναψες μὲ τὰς ἁμαρτίας σου, καὶ οὕτω νὰ σὲ ἀναβιβάσῃ σεσωσμένον εἰς τὸν οὐρανόν [4].

Τώρα στοχάσου ἀδελφέ, ὅτι ἀνίσως ὁ Κύριος ἡμῶν ἤθελεν ἐξαγοράσει τὴν σωτηρίαν σου μὲ μίαν ζωὴν γεμάτη ἀπὸ τρυφάς, τοῦτο μόνον ἔπρεπε νὰ εἶναι ἀρκετὸν διὰ νὰ σὲ κάμῃ νὰ γνωρίσῃς πόσον μέγα, πόσον πολύτιμον καὶ πόσον πολυωφελὲς εἶναι τὸ ἔργον τῆς σωτηρίας σου.

Ἀφ’ οὗ δὲ αὐτὸς τὴν ἐξηγόρασε μὲ μίαν τόσον πολυπαθεστάτην ζωήν, καὶ μὲ ἕνα θάνατον γεμᾶτον ἀπὸ ταπείνωσιν, ἀπὸ ἀτιμίαν καὶ ἀπὸ πάθη τόσα πολλά, ὅσα κανένας ἄλλος ποτὲ δὲν ἐδοκίμασεν εἰς τὸν κόσμον, στοχάσου πλέον, ἀγαπητέ, πόσον πολύτιμος εἶναι ἡ σωτηρία σου! καὶ πόσον θέλεις μείνει ἀναπολόγητος, ἀνίσως καὶ ἐσὺ δὲν τὸ γνωρίσῃς!

Καὶ τὸ πιστεύεις ἐσὺ ποτὲ ἀδελφέ, πῶς ἡ αἰώνιος σοφία τοῦ Θεοῦ, ἤθελε διαλέξει μέσα καὶ ὄργανα τόσον θαυμαστὰ καὶ παράδοξα διὰ νὰ σὲ σώσῃ, ἀνίσως καὶ ἡ σωτηρία σου ἦτον ὀλίγης τιμῆς καὶ ὀλίγης ὠφελείας; Καὶ τί ἠδύνατο νὰ κάμῃ ὁ Θεὸς περισσότερον ἐὰν καθ’ ὑπόθεσιν ἤθελε νὰ κερδίσῃ αὐτὴν τὴν ἰδίαν Θεότητά Του, παρὰ νὰ δώσῃ δι’ αὐτὴν τὴν πλέον τιμιωτέραν ἀπὸ ὅλας τὰς ζωὰς ὁποίαν δηλαδή ἔδωκε καὶ διὰ τὴν σωτηρίαν τὴν ἰδικήν σου;

Τώρα λοιπόν, ἀδελφέ, τί ἄλλο ἤθελεν εἶναι πλέον τερατῶδες, ὡσὰν τὸ νὰ βλέπῃ τινάς, τὸν μὲν Ἰησοῦν Χριστὸν νὰ χύνῃ ὅλον Του τὸ πανάγιον αἷμα διὰ τὴν ἰδικήν σου σωτηρίαν, ἐσένα δέ, ὅπου εἶναι ἡ σωτηρία ἰδική σου, νὰ μὴ θέλῃς νὰ μεταχειρισθῇς εἰς ταύταις ταῖς ὀλίγαις ἡμέραις ὅπου ἔμειναν τῆς ζωῆς σου ὅλην σου τὴν ἐπιμέλειαν καὶ προθυμίαν διὰ τὴν σωτηρίαν σου; καθὼς σοῦ παραγγέλλει ὁ Παῦλος «ἆρα οὖν, ὡς καιρὸν ἔχομεν ἐργαζόμεθα τὸ ἀγαθόν» (Γαλ. στ’. 10).  Κατὰ ἀλήθειαν, ἀνίσως καὶ σὺ τώρα δὲν φρίξῃς δι’ αὐτὴν τὴν ἀμέλειάν σου, βέβαια θέλεις φρίξει ἐμπρὸς εἰς τὸ φοβερὸν κριτήριον τοῦ Θεοῦ, ὅταν ἰδῇς τὰ πράγματα καθὼς εἶναι τῇ ὰληθείᾳ.

Ὅθεν αἰσχύνθητι διὰ τὴν ἀσύνετον καὶ ἁμαρτωλὴν ζωὴν ὅπου ἔζησες ἔως τώρα. Ἀποφάσισε νὰ νίκησῃς ὅλα τὰ πάθη, καὶ ταῖς κακαῖς ὀρέξεις ὅπου σὲ πολεμοῦν, εἰς τοῦτον τὸν ὀλίγον καιρὸν τῆς ζωῆς σου. Καὶ ἐὰν ἕως τώρα ἐλογίασες τὴν ὑπόθεσιν τῆς σωτηρίας σου ὡς ἕνα οὐτιδανὸν καὶ ἀξιοκαταφρόνητον πρᾶγμα, παρακάλεσε θερμῶς τὸν Κύριον νὰ σὲ φωτίσῃ, νὰ ἀρχίσῃς εἰς τὸ ὑπόλοιπον τῆς ζωῆς σου νὰ τὴν μεταχειρίζεσαι μὲ μεγάλην ἐπιμέλειαν, ὡς μίαν ἀκροτάτην ἀπὸ ὅλας τὰς ἄλλας σου ὑποθέσεις διότι τῆς σωτηρίας σου ταύτης, τὸ μὲν χάσιμον εἶναι ἀδιόρθωτον, ἡ δέ ἀπόκτησις αὐτῆς εἶναι τόσον δύσκολος καὶ ἀβέβαιος [5] εἰς τρόπον ὅπου ὅταν ἐσὺ νομίζῃς πῶς τὴν ἀπέκτησες, αὐτὴ ἀκόμη εἶναι μακράν ἀπὸ λόγου σου, ὡς λέγει ὁ Ἡσαΐας· «οὐκ ἔστι σωτηρία· μακρὰν ἀφέστηκεν ἀφ’ ἡμῶν» (νθ’ 11).


[4] Καὶ μή νομίσης, ἀγαπητέ, ὅτι ὁ Χριστὸς ἔπαθε καὶ ἀπέθανε μόνον κοινῶς δι’ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, καὶ ὅχι διὰ λόγου σου· ἐπειδή καὶ ἡ ἀγάπη τοῦ γλυκυτάτου Ἰησοῦ, ἐστάθη τόσον μεγάλη καὶ ὑπερβολική, ὅπου ἦτο καὶ εἶναι ἕτοιμος νὰ πάθῃ καὶ νὰ ἀποθάνῃ καὶ διὰ τὸν καθ’ ἕνα ἄνθρωπον χωριστά· καὶ τοῦτο δηλοῖ ὁ μὲν Ἀπόστολος Παῦλος ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος, λέγων· «ὃ δὲ νῦν ζῶ ἐν σαρκί, ἐν πίστει ζῶ τῇ τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀγαπήσαντός με καὶ παραδόντος ἑαυτὸν ὑπὲρ ἐμοῦ». (Γαλ. β’. 20.) Βλέπεις τί λέγει; Πῶς ὁ Χριστὸς παρέδωκεν εἰς θάνατον τὸν ἑαυτὸν Του, ὅχι μόνον ὑπὲρ πάντων, ἀλλὰ καὶ ὑπὲρ Αὐτοῦ; Δηλοῖ δὲ τοῦτο καὶ ὁ θεῖος Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης, ἐν τῇ πρὸς Δημόφιλον ἐπιστολῇ, εἰς τὴν ὁποίαν ἀναφέρων διὰ τὸν ἅγιον Κάρπον, προσθέτει ὅτι ὁ Χριστός φανερωθεὶς ἐν ὁπτασίᾳ εἰς αὐτόν, καὶ ἔχων ἀπλωμένην τὴν δεξιάν Του χεῖρα πρὸς αὐτόν, τοῦ εἶπε ταῦτα τὰ λόγια. «Παῖε κατ’ ἐμοῦ λοιπόν· ἔτοιμος γάρ εἰμι καὶ αὔθις ὑπέρ ἀνθρώπων ἀνασωζομένων παθεῖν, καὶ προσφιλές μοι τοῦτο, μὴ ἄλλων ἀμαρτανόντων ἀνθρώπων» [Κτύπα εναντίον μου, γιατί είμαι έτοιμος και πάλι να πεθάνω γι’ ανθρώπους, που θέλουν να σωθούν, και αυτό μου είναι αγαπητό, αν δεν υπάρχουν άλλοι άνθρωποι να αμαρτάνουν]. Ὅθεν ὅσον χρέος ἔχουν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εἰς τὸν Ἰησοῦν Χριστόν, διότι ὑπέρ αὐτῶν ἀπέθανε, τόσον χρέος πρέπει νὰ ἔχης καὶ σὺ ἀδελφὲ εἰς Αὐτόν, διότι τόσην ἀγάπην ἔδειξεν εἰς σέ, ὡσάν νὰ ἤσουν μόνος ἐσὺ εἰς τόν κόσμον.

[5] Ὅρα εἰς τὴν ὑποσημείωσιν τῆς πρώτης Ἐξετάσεως διὰ ποίας αἰτίας εἶναι δύσκολος ἡ σωτηρία.


Γ΄. Τί πρέπει νὰ κάμνῃ καὶ νὰ παθαίνῃ ὁ ἄνθρωπος δι’ αὐτήν.

Συλλογίσου πόσα ἔκαμες ἐσὺ, καὶ πόσα ἔπαθες διὰ τὴν σωτηρίαν σου· ἐσὺ ἠξεύρεις καλώτατα πῶς μὲ τὴν φύλαξιν των ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ ἔχεις νὰ κερδίσῃς τὴν αἰώνιον ζωὴν καὶ τὸν παράδεισον, ὡς λέγει ὁ Κύριος· «εἰ θέλεις εἰσελθεῖν εἰς τὴν ζωὴν, τήρησον τὰς ἐντολάς». (Ματθ. ιθ’ 12). Ἠξεύρεις πῶς χωρίς μεγάλην βίαν δὲν ἠμπορεῖ τινὰς νὰ ἀποκτήσῃ τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν. «Ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν βιάζεται καὶ βιασταὶ ἁρπάζουσιν αὐτήν» (Ματθ. ια’ 12).

Καὶ λοιπὸν πόσον ἠγωνίσθης ἐσὺ ἕως τώρα διά νὰ φυλάξῃς τὰς θείας ἐντολάς; Πόσα ἔπαθες διὰ νὰ ἀποκτήσης τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν; Ποιές ἀναπαύσεις ὑστερήθης; Ποῖα σου πάθη ἐνίκησες; Ἄχ ἀδελφέ!

Ἐγὼ νομίζω πῶς ἐσὺ ἔκαμες καὶ ἔπαθες ἀσυγκρίτως περισσότερον διὰ νὰ κολάσῃς τὴν ψυχήν σου, παρὰ διὰ νὰ τὴν σώσῃς καὶ πῶς ἐσὺ εἶσαι ἕνας ἀπὸ ἐκείνους ὅπου ἀγωνίζονται ὄχι διὰ νὰ κάμουν τὸ καλόν, ἀλλὰ διὰ νὰ κάμουν τὸ κακόν, καθὼς λέγει ὁ προφήτης Ἱερεμίας· «Σοφοί εἰσι τοῦ κακοποιῆσαι, τὸ δὲ καλῶς ποιῆσαι οὐκ ἐπέγνωσαν» (δ’ 22) καὶ ὁ Σολομὼν «ἐν τῇ κακία ἡμῶν κατεδαπανήθημεν» (Σοφ. ε’ 13).

Εγὼ νομίζω πῶς ἐσὺ μὲ τὸν μισὸν μόνον κόπον ὅπου ἔκαμες διὰ τὰ ἀχαλίνωτα πάθη σου ἠμποροῦσες νὰ φέρῃς εἰς καλὴν κατάστασιν τὴν ψυχήν σου. Λοιπὸν ἐσὺ ὅπου ἐστάθης τόσον πρόθυμος καὶ ἀνδρεῖος διὰ νὰ κολάσῃς τὴν ψυχήν σου, πῶς τώρα δὲν ἔχεις ὑπομονὴν νὰ κάμῃς κανένα ἔργον ἄξιον διὰ νὰ τὴν σώσῃς;

Ξύπνησε, ἀγαπητέ, ἀπὸ ἕνα τόσον ὀλέθριον ὕπνον, καὶ ἀπὸ μίαν τόσον ψυχοβλαβῆ ἀμέλειαν, καθὼς ὁ Παῦλος σοὶ παραγγέλλει. «Καὶ τοῦτο εἰδότες τὸν καιρόν, ὅτι ὥρα ἡμᾶς ἤδη ἐξ ὕπνου ἐγερθῆναι» (Ρωμ. ιγ’. 11). Ξύπνησε καὶ ἄρχισε νὰ ζῇς μίαν ζωὴν ἀξίαν τῆς Χριστιανικῆς σου πίστεως, ἔχοντας ὅλους τοὺς ἄλλους σου σκοποὺς ἕνα παίγνιον, ἐμπρὸς εἰς τὸν σκοπὸν τῆς σωτηρίας σου, διότι αὐτὸς μόνος σοῦ χρειάζεται, καὶ αὐτὸς μόνος σὲ συμφέρει, ὡς λέγει ὁ Κύριος. «Ἑνὸς δέ ἐστι χρεία» (Λουκ. ι’. 42.)

Ὅθεν διόρισε μίαν ὥραν τῆς ἡμέρας, ἤ τὸ πρωί, ἤ τὸ ἑσπέρας, διὰ νὰ βάλῃς εἰς πρᾶξιν τοῦτο τὸ μέγα ἔργον τῆς σωτηρίας σου, καὶ διὰ νὰ γυμνάζεσαι πνευματικῶς, μελετῶντας μὲν ἐκεῖνα ὅπου φέρουν εἰς τὴν καρδίαν σου φόβον, ἀποχὴν τοῦ κακοῦ, κατάνυξιν, μετάνοιαν, καὶ πόθον των μελλόντων ἀγαθῶν.

ξετάζοντας δὲ τὰς ἁμαρτίας ὅπου ἔκαμες καὶ τά πάθη ὅπου σὲ πολεμοῦν, διὰ νὰ ζητήσῃς ἀπὸ τὸν Θεὸν τὴν συγχώρησίν τους, καὶ διὰ νὰ μάθῃς καὶ ἐσὺ νὰ τὰ πολεμῇς.

Καὶ τελευταῖον ἀναγινώσκοντας ἐκείνας τάς ἀναγνώσεις ὅπου σὲ διδάσκουν πὼς νὰ ἀποκτήσῃς τὰς ἀρετάς, καὶ πὼς νὰ φύγῃς τὰ ἐμπόδια ὅπου εὑρίσκεις εἰς τὴν ἀπόκτησίν τους. Τοῦτο δὲ ὅπου σοῦ λέγω, πρέπει νὰ τὸ κάμνῃς μάλιστα εἰς τάς τέσσαρας νηστείας τοῦ χρόνου, καὶ ἐξαιρέτως εἰς τὴν μεγάλην τεσσαρακοστὴν διὰ τὸ ἥσυχον τοῦ καιροῦ.

Διότι φθάνει σε, ἀδελφέ, φθάνει ὁ καιρὸς ὅπου ἐξόδευσες εἰς τὸ νὰ κάμνῃς τὰ θελήματά σου καὶ τά ἔργα τῶν ἐθνικῶν, ὡς λέγει ὁ θεῖος Πέτρος «Ἀρκετὸς ὑμῖν ὁ παρεληλυθὼς χρόνος τοῦ βίου, τὸ θέλημα τῶν ἐθνῶν κατεργάσασθαι» (α’. Πέτρ. δ’. 3). Καὶ τώρα μεταχειρίσου τὸν ἐπίλοιπον καιρὸν τῆς ζωῆς σου εἰς τὸ ἔργον τῆς σωτηρίας σου· μὴν εἰπῇς καὶ ἐσὺ ἐκεῖνο ὅπου εἶπον οἱ Ἰουδαῖοι «Οὐχ’ ἦκεν ὁ καιρὸς τοῦ οἰκοδομῆσαι τὸν οἶκον Κυρίου» (Ἀγγ. α’. 2).

Διότι, ποῖος ἠξεύρει, μήπως αὐτὴ ἡ διορισμένη ὥρα καὶ αὐτὴ ἡ ὀλίγη ἡσυχία ὅπου λαμβάνεις, εἶναι τὸ μέσον ἐκεῖνο ὅπου ἐδιὰλεξεν ὁ Θεός, πρὶν καταβολῆς κόσμου, διὰ νὰ ἐκτελέσῃ μὲ αὐτὸ τὴν σωτηρίαν σου; Τίς ἠξεύρει, μήπως εἶναι εἰς αὐτὴν προσηλωμένος ὁ προορισμός σου; Τίς ἠξεύρει μήπως αὐτὴ ἡ ὀλίγη ὥρα ἔχει νὰ εἶναι ὁ καιρὸς ἐκεῖνος ὁ εὐπρόσδεκτος, ὅπου ἔχει νὰ σοῦ ἀκούσῃ ὁ Κύριος καὶ νὰ σοῦ εἰπῇ· «Καιρῷ δεκτῷ ἐπήκουσά σου, καὶ ἐν ἡμέρᾳ σωτηρίας ἐβοήθησά σοι»; ( Ἠσαΐου μθ’. 8).

Διὰ νὰ σοῦ εὐκολύνωμεν δὲ τὸν τρόπον εἰς τὸ νὰ κάμνῃς τὴν πνευματικὴν αὐτὴν γύμνασιν, ἰδοὺ ὅπου διὰ χάριν σου καταστρώνομεν ἐδῶ εἰς τὸ παρὸν βιβλίον τὰς μελέτας ταύτας καὶ ἐξετάσεις, καὶ ἀναγνώσεις, ἐν εἴδει πνευματικῶν Γυμνασμάτων.

Ἀποφάσισε λοιπόν, ἀδελφέ, νὰ γυμνάζεσαι ἀπὸ τώρα καὶ ὕστερα εἰς αὐτὰ καὶ μὲ κάθε σου προθυμίαν καὶ προσοχὴν μελέτα, ἐξέταζε, καὶ ἀναγίνωσκέ τα, καὶ ὅσον δύνασαι βάζε τα καὶ εἰς ἔργον, διότι ἐλπίζω πὼς θέλεις βγάλει ἀπὸ αὐτὰ καρπὸν πνευματικὸν καὶ θέλεις κερδίσει τὸν σκοπὸν ἐκεῖνον καὶ τὸ τέλος, διὰ τὸ ὁποῖον ἐπαρακινήθημεν νὰ σοῦ τὰ συνθέσωμεν.

Τοῦτο δὲ εἶναι ἡ τελεία μὲν ἀποχὴ τῶν κακῶν, ἡ τελεία δὲ ἀπόκτησις τῶν ἀρετῶν, τὸ μῖσος τῆς παρούσης ζωῆς καὶ ἡ ἐπιθυμία τῆς μελλούσης, ὁ φόβος τῶν ἀπειλῶν καὶ ὁ πόθος τῶν ἐπαγγελιῶν· Καὶ τέλος, ἡ ἐκ τούτων γενομένη σωτηρία σου· ὅθεν ἀπόβαλε ὅλους ἐκείνους τοὺς λογισμούς, ὅπου σὲ ἐμποδίζουν ἀπὸ τοῦτο τὸ ψυχωφελέστατον ἔργον, καὶ φύλαττε ἀπαρασάλευτα μὲ κάθε αὐστηρότητα τὴν ὥραν ἐκείνην καὶ τὴν ἡσυχίαν ὅπου ἐδιόρισες εἰς τὸ νὰ γυμνάζεσαι, φανέρωσε καθαρὰ καὶ ὅλους τοὺς λογισμούς σου εἰς τὸν πνευματικόν σου πατέρα.

Ἔκλεξε ἁγίους ὑπερασπιστές σου, καὶ ἀφιερώσου εἰς αὐτούς· καὶ τέλος πάντων, ἄν ἴσως διὰ δυστυχίαν σου εὑρεθῇς μὲ καμμίαν ἁμαρτίαν θανάσιμον, σπούδασε τὸ γρηγορώτερον νὰ τὴν ἐξομολογηθῇς καὶ νὰ τὴν ἐξαλείψῃς μὲ μίαν ἀληθινὴν μετάνοιαν διὰ νὰ δυνηθῇς νὰ σηκώσῃς ἀπὸ λόγου σου αὐτὸ τὸ μεγαλύτερον ἀπὸ ὅλα τὰ ἐμπόδια, καὶ οὕτω νὰ γίνῃς ἄξιος διὰ νὰ λάβῃς θείαν χάριν.

Ἀπὸ ὅλας αὐτὰς τὰς ἐπιμελείας ὅπου σοῦ εἶπα δὲν εἶναι καμμία περιττή· καὶ φρόντισε διὰ νὰ μὴ περνᾷς ματαίως αὐτὰς τὰς τόσον πολυτίμους ἡμέρας τῶν πνευματικῶν γυμνασμάτων σου. Επειδή, καὶ ἡ θεία χάρις προέρχεται ἀπὸ τὸν Θεόν, τὸν δωτῆρα παντὸς ἀγαθοῦ, ὅμως Αὐτὸς ἔχει συνήθειαν νὰ τὴν δίδῃ κατὰ τὸ μέτρον, ὅπου ἡμεῖς εἴμεθα προετοιμασμένοι διὰ νὰ τὴν δεχθῶμεν, καθώς τὸ λέγει ὁ ἴδιος διὰ τοῦ προφήτου «Ἐπιστρέψατε πρός με καὶ ἐπιστραφήσομαι πρὸς ὑμᾶς, λέγει Κύριος τῶν δυνάμεων» (Ζαχ. Α’. 3)

ΠΗΓΗ : https://greekdownloads.wordpress.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Για την αδυναμία του αυτεξουσίου του ανθρώπου.

  Ελληνική Πατρολογία Αββάς Κασσιανός ο Ρωμαίος. (Γ΄ Συνομιλία με τον αββά Χαιρήμονα). 10. Για την αδυναμία του ...

Δημοφιλείς αναρτήσεις