Τοῦ Ἀδαμάντιου Τσακίρογλου
Οἱ Ψαλμοὶ τοῦ Δαβὶδ εἶναι ἴσως τὸ σημαντικότερο βιβλίο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Ὁ προφητάναξ Δαβὶδ προφήτευσε μὲ τοὺς ψαλμοὺς ὅλους τοὺς χρόνους καὶ μὲ ὅλους τοὺς τρόπους. Γι’ αὐτὸ καὶ οἱ ψαλμοὶ εἶναι πάντοτε ἐπίκαιροι καὶ ἀπαραίτητοι γιὰ τὸν Χριστιανό. Λέγει περὶ αὐτῶν ὁ μακαριστὸς π. Ἀθανάσιος Μυτηλιναῖος: «Μάλιστα λέγεται ὅτι τό τί εἶναι τό Ψαλτήρι θά μποροῦσε νά ἐκφραστεῖ μέ δυό μόνο λέξεις: εἶναι ὁ Θεός καί ὁ ἄνθρωπος! Καί αὐτό γιατί ἐκεῖ μιλάει ὁ Θεός μέ ἕναν τρόπο ἔντονο· ἀλλά καί ὁ ἄνθρωπος μιλάει πρός τόν Θεό μέ ἕναν τρόπο πολλές φορές δραματικό. Γιά παράδειγμα, λέει ὁ Θεός: «πρόσχες μοι», πρόσεξέ με· κατά τόν ἴδιο τρόπο καί ὁ ἄνθρωπος λέει πρός τόν Θεό: «ἐνώτισε», ἄκουσέ με, βάλε καλά τά αὐτιά Σου νά μ’ ἀκούσεις. Γίνεται δηλαδή ἕνα εἶδος πάλης ἀνάμεσα στόν ἄνθρωπο καί τόν Θεό. Τό Ψαλτήρι θά λέγαμε πώς εἶναι τό πιό δυνατό βιβλίο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης...
Τό Ψαλτήρι, ὅπως σᾶς εἶπα, εἶναι τό βασικότερο βιβλίο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, γιατί ἐπιπλέον περιέχει μέσα του κάθε πτυχή τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς! Ἄν θά ἀνοίξει κανείς τό Ψαλτήρι, θά βρεῖ τόν ἑαυτό του. Ὁ μέγας Ἀθανάσιος λέει ὅτι σ’ ὅποια κατάσταση καί νά βρίσκεται ὁ ἄνθρωπος, θλιμμένη ἤ χαρούμενη, σέ ἀπόγνωση ἤ σ’ ἐνθουσιασμό ἤ σέ ἀπορία ἤ σέ ὁποιαδήποτε ἄλλη κατάσταση κι ἄν βρίσκεται, τό Ψαλτήρι ἔρχεται νά τοῦ ἀπαντήσει, ἔρχεται νά ταυτιστεῖ μέ τή δική του ψυχολογική κατάσταση, γιατί ἁπλούστατα γράφτηκε κάτω ἀπό ποικίλες ψυχολογικές συνθῆκες. Καί γι’ αὐτό εἶναι ἕνα βιβλίο ἰδιαίτερα κατάλληλο γιά ὅλους, προσαρμόζεται πραγματικά σέ κάθε ἀνθρώπινη ψυχή! Ἔτσι, τό Ψαλτήρι, ἐκτός ἀπό τό ὅτι περιέχει ψυχολογικές καταστάσεις πού ἀνταποκρίνονται στήν ἀνθρώπινη ψυχή, ἔχει καί κάτι ἄλλο: περιέχει πλούσια θεολογία, εἶναι γεμᾶτο ἀπό χριστολογία» (’’ΕΠΙΛΟΓΗ ΨΑΛΜΩΝ” Τόμος α΄. Ἱερὰ Μονὴ Κομνηνείου, Κοιμήσεως Θεοτόκου και Αγίου Δημητρίου).
Οἱ Οἰκουμενιστὲς γνωρίζουν καὶ προβάλλουν ἐπιφανειακὰ τοὺς ψαλμούς, δείχνοντας ὡς προβατόσχημοι λύκοι μία ψευδοευσέβεια καὶ προτρέπουν τοὺς πιστοὺς νὰ τοὺς διαβάζουν. Κυριολεκτικὰ ὅμως τοὺς ἀρνοῦνται, τοὺς ἀφαιροῦν συχνὰ ἀπὸ τὴν Θεία Λειτουργία καὶ διαστρεβλώνουν ἢ ἀποκρύπτουν τὸ νόημά τους καὶ τὴν ἑρμηνεία τους ἀπὸ τοὺς Πατέρες. Ἁρκεῖ ὅμως ὁ πρῶτος ψαλμὸς καὶ δὴ οἱ δύο πρῶτοι στίχοι γιὰ νὰ ἀποτινάξουν τὴν δορὰ τοῦ προβάτου καὶ νὰ ἀποδείξουν τὴν αἱρετικὴ στάση καὶ τὴν ψευδοευσέβεια τῶν Οἰκουμενιστῶν (ἀλλὰ καὶ τῶν ὑποτιθέμενων ἀντιοικουμενιστῶν, ποὺ κοινωνοῦν μαζί τους):
«Μακάριος ἀνήρ, ὃς οὐκ ἐπορεύθη ἐν βουλῇ ἀσεβῶν καὶ ἐν ὁδῷ ἁμαρτωλῶν οὐκ ἔστη καὶ ἐπὶ καθέδρᾳ λοιμῶν οὐκ ἐκάθισεν.
ἀλλ᾿ ἤ ἐν τῷ νόμῳ Κυρίου τὸ θέλημα αὐτοῦ, καὶ ἐν τῷ νόμῳ αὐτοῦ μελετήσει ἡμέρας καὶ νυκτός».
Ὁ στάρετς τῆς Ὅπτινα Ὅσιος Νεκτάριος, ἑρμήνευσε ἀκολούθως τὰ λόγια τοῦ πρώτου ψαλμοῦ "Μακάριος ἀνήρ..." ὡς ἑξῆς: "Αὐτὸς ὁ ψαλμός κατὰ γράμμα σημαίνει πὼς ἕνας ἄνθρωπος εἶναι μακάριος καὶ εὐλογημένος, ὅταν ἀποφεύγη τὶς ἀσεβεῖς καὶ ἁμαρτωλές συναθροίσεις καὶ δὲν λαμβάνει μέρος σὲ αἱρετικές ἤ ἀντιεκκλησιαστικές διδασκαλίες».
Καὶ ὁ μακαριστὸς Τρεμπέλας σημείωνε: «Μακάριος καὶ πανευτυχὴς εἶναι ὁ ἄνθρωπος, ποὺ δὲν ἐπῆγε ποτὲ εἰς συνέδριον καὶ σύσκεψιν ἀσεβῶν, ὅπου θὰ ἐπηρεάζετο ἀπὸ τὰς ἰδέας των καὶ τὰ φρονήματά των, καὶ δὲν ἐστάθη εἰς δρόμον ἁμαρτωλῶν, ὅπου θὰ παρεσύρετο ἀπὸ τὰς κακὰς πράξεις καὶ συνηθείας των, καὶ δὲν ἐκάθισεν ἐκεῖ, ὅπου ἐπιμένουν ἀμετανοήτως νὰ κάθηνται διεφθαρμένοι καὶ φθοροποιοὶ ἄνθρωποι καὶ ὅπου θὰ μετεδίδετο καὶ εἰς αὐτὸν τὸ ψυχοφθόρον καὶ ὀλέθριον μόλυσμά των. Ἀλλ’ ἐντρύφημα καὶ ἀπόλαυσίν του ἔχει μόνον τὸν νόμον τοῦ Κυρίου καὶ μὲ τόσον πόθον εἶναι προσκολλημένος εἰς αὐτόν, ὥστε ὁ νοῦς του στρέφεται πάντοτε εἰς τὸν νόμον τοῦ Θεοῦ καὶ αὐτὸν νύκτα καὶ ἡμέραν μελετᾷ» (Τὸ Ψαλτήριον τοῦ Προφήτου καὶ Βασιλέως Δαυΐδ, μετὰ συντόμου ἑρμηνείας ὑπὸ Παν. Ν. Τρεμπέλα, Ἔκδοσις εἰκοστὴ ὀγδόη. Ἀδελφότης Θεολόγων «Ὁ Σωτήρ» Ἀθῆναι 2009).
Εἶναι ξεκάθαρες οἱ δύο παραπάνω ἑρμηνεῖες, ἑνὸς Ἁγίου καὶ ἑνὸς ἀναγνωρισμένου θεολόγου: Δὲν νοεῖται γιὰ εὐσεβῆ καὶ συνειδητοποιημένο πιστὸ Χριστιανὸ νὰ συμμετέχει σὲ συνέδρια ἢ συναθροίσεις (πόσο μᾶλλον σὲ συμπροσευχές) μὲ αἱρετικούς. Ὅποιος τό κάνει, δηλαδὴ οἱ Οἰκουμενιστές (κι ὅσοι ἀπὸ ἀδιαφορία γιὰ τὴν πίστη, συμμετέχουν), δὲν εἶναι οὔτε μακάριος οὔτε εὐσεβῆς. Ἐπιπλέον εἶναι ξεκάθαρο, ὅτι ὁ λόγος εἶναι καὶ πάλι περὶ ψυχοφθόρου καὶ ὀλέθριου μολυσμοῦ μέσῳ τῆς κοινωνίας μὲ κάθε εἴδους ἀσεβῆ, ἰδίως δὲ μὲ τοὺς ἀσεβεῖς αἱρετικούς. Τί ἔχουν νὰ ποῦν γι’ αὐτὰ οἱ γνωστοὶ ἀντιοικουμενιστὲς καὶ τὰ πειθήνια ὄργανά τους, πού –ἂν καὶ θεολόγοι σὲ σχέση μὲ μᾶς τοὺς ἀπλοὺς λαϊκούς– ἀρνοῦνται τὴν ὕπαρξη μολυσμοῦ καί –παρόλο ποὺ ἑρμηνεύουν σωστὰ τὸν ψαλμό– μὲ τὶς πράξεις τους τὸν ἀρνοῦνται συμμετέχοντας στὰ συνέδρια τῶν ἀσεβῶν καὶ κοινωνοῦντες μὲ αὐτούς;
Ἂς συνεχίσουμε τὴν ἑρμηνεία τῶν δύο πρώτων στίχων διαβάζοντας τὰ σχετικὰ μὲ αὐτοὺς ἀπὸ τὸν Ζηγαβηνό, ὅπως μᾶς τὰ μετέφερε ὁ ἅγ. Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης: «Τὸ ὄνομα, λοιπόν, μακάριος, ὅπως λέει ὁ Μ. Βασίλειος, εἶναι ἕνας καρπὸς καὶ ἀποτέλεσμα τελειότητας τῆς ἀρετῆς δηλώνει δὲ ἐκεῖνον ποὺ δὲν ἔχει καμία φθορὰ καὶ θάνατο. Μακάριος δηλαδὴ θέλει νὰ πῆ ἐκεῖνος ποὺ δὲν φθείρεται καὶ δὲν πεθαίνει (σσ. οἱ Οἰκουμενιστὲς δηλ. ποὺ δὲν εἶναι μακάριοι μιᾶς καὶ συμμετέχουν σὲ καθέδρες λοιμῶν καὶ πορεύονται σὲ βουλὴ ἀσεβῶν φθείρονται καὶ πεθαίνουν πνευματικά)... “πρόσεξε τὴν ἀκρίβεια τῶν λεγομένων δὲν εἶπε “ὅς οὐ πορεύεται ἐν βουλῇ ἀσεβῶν” ἀλλ’ “ὅς οὐκ ἐπορεύθη” διότι ὅποιος ἀκόμη εἶναι ἐν ζωῇ, δὲν εἶναι μακαριστός, γιὰ τὸ ἀβέβαιο τῆς ἐκβάσεως... (σσ. δηλ. γιὰ τὴν ἐκπλήρωση τοῦ λόγου δὲν ἁρκεῖ μόνο ἡ ὁμολογία ἀλλὰ καὶ ἡ διατήρησή της μέχρι τέλους χωρὶς σχίσματα καὶ παρασυναγωγές). Διότι ὁ λόγος δὲν μακαρίζει αὐτοὺς ποὺ πορεύθηκαν ἐκεῖ, ἀλλὰ θέτει τοὺς μακαρισμοὺς σὲ ἐκείνους ποὺ πορεύονται πρὸς τὰ ἐκεῖ”... Ἐπειδὴ ὅμως ἀσεβὴς εἶναι ὁ ἄθεος ἢ ὁ πολύθεος... λοιμὸς δὲ ὀνομάζεται ἐκεῖνος ποὺ δὲν εἶναι μόνο ἁμαρτωλὸς ἀλλὰ καὶ ἄλλους διαφθείρει καὶ μεταδίδει σὲ αὐτοὺς τὴν ἁμαρτία, ὅπως καὶ ὁ πανουκλιασμένος μεταδίνει στοὺς ἄλλους τὴν πανούκλα (σσ. πάλι ὁ μολυσμός)... Μακάριος, λέει, εἶναι ἐκεῖνος ὁ Χριστιανὸς ὁ ὁποῖος ὄχι μόνο δὲν ἐπικοινώνησε μὲ τοὺς προαναφερθέντες ἀσεβεῖς καὶ ἁμαρτωλοὺς καὶ λοιμούς, ἀλλὰ καὶ ἐκτὸς αὐτὰ συνάρμοσε τὸ θέλημά του στὸν νόμο τοῦ Κυρίου καὶ ἐκεῖνα μόνο θέλει καὶ ἀγαπᾶ, ὅσα προστάζει ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ» (Μον. Εὐθ. Ζυγαβηνοῦ, ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου·"Ἑρμηνεία εἰς τοὺς ΡΝ (150) ψαλμούς τοῦ προφητάνακτος Δαβίδ. Β΄ ἔκδ. Βελτιωμένη, Νέα Σκήτη Ἅγιον Ὄρος, 2017 σελ. 54-56).
Ἡ παραπάνω ἑρμηνεία γίνεται ἀκόμα πιὸ κατανοητή, ἂν προσθέσουμε καὶ τὴν ἀντίστοιχη τοῦ καθηγητοῦ Βασιλείου Βέλλα (1902-1969), ὁ ὁποῖος ἂν καὶ ἑρμήνευσε στὴν σωστὴ κατεύθυνση, συμμετεῖχε παρόλα αὐτὰ στὸ Π.Σ.Ε. καὶ σὲ κάθε οἰκουμενιστικὴ δραστηριότητα ἀποδεικνύοντας πῶς οἱ οἰκουμενιστὲς ἄλλα λέγουν καὶ ἄλλα πράττουν καὶ πῶς προβάλλουν τὴν ψευδοευσέβεια:
«Στχ. 1. Από του πρώτου στίχου καθορίζεται σαφώς το όλον θέμα του ψαλμού, ο μακαρισμός του ευσεβούς ανθρώπου, του οποίου η ευσέβεια χαρακτηρίζεται κατ’ αρνητικόν και θετικόν τρόπον. Ευσεβής είναι εκείνος, όστις δέν πορεύεται κατά την βουλήν, τας σκέψεις, τας επιθυμίας των ασεβών, δέν βαδίζει την οδόν των αμαρτωλών και δέν κάθηται, δέν παρευρίσκεται, εις τον τόπον, όπου συναθροίζονται οι φθοροποιοί (=λοιμοί) άνθρωποι, οι χλευασταί κατά το εβραἵκόν κείμενον. εν άλλαις λέξεσι, δέν μετέχει των συσκέψεων των κακών τούτων ανθρώπων. Τα τρία ρήματα «επορεύθη -έστη- εκάθισε», κατά κλίμακα διατεταγμένα, δεικνύουν τρία στάδια της ανθρωπίνης ενεργείας. Μακάριος κατά τον ποιητήν είναι εκείνος, όστις ουδεμίαν επικοινωνίαν έχει μετά των ανθρώπων, τους οποίους διά τριών λέξεων χαρακτηρίζει ως «ασεβείς, αμαρτωλούς, λοιμούς» (χλευαστάς). Οι ασεβείς ούτοι, ώς εκ του όλου ψαλμού φαίνεται, είναι εκείνοι, οι οποίοι δέν μελέτων τον Νόμον, αλλά ελευθεριώτερον προς αυτόν εφέροντο και εχλεύαζον είτε τους προσκεκολλημένους εις την μελέτην και το γράμμα του Νόμου, είτε την πίστιν της ανταποδόσεως του καλού και του κακού, την οποίαν εν τοις επομένοις στίχοις αναπτύσσει ο ποιητής. Πρόκειται δε κατά πάσαν πιθανότητα περί ανθρώπων Ιουδαίων, διότι ο Εθνικός κόσμος εθεωρείτο πάντοτε ασεβής ως μή αποδεχόμενος την Ισραηλ. θρησκείαν και τον Νόμον. Τοιούτου είδους ασεβείς και χλευασταί Ιουδαίοι δέν θα έλειπον από κάθε εποχήν (σσ. σήμερα εἶναι οἱ ἀσεβεῖς καὶ χλευασταὶ Οἰκουμενιστές). Αλλά το αξιοσημείωτον είναι, ότι οι τοιούτοι ασεβείς παρουσιάζονται εν τω ημετέρω ψαλμώ συσκεπτόμενοι, συνερχόμενοι και αποτελούντες ιδίαν τάξιν, ίσως συλλόγους (σσ. ὅπως σήμερα οἱ οἰκουμενιστές μεταπατερικοί, ἐκσυγχρονιστές, πατριαρχικοί, καὶ οἱ ψευτοσύνοδοί τους). Τούτο, εν συνδυασμώ προς τον επόμενον στίχον, όστις μας φέρει εις βραδυτέρους χρόνους, μας παρέχει ίσως την ένδειξιν να αναζητήσωμεν τους ασεβείς τούτους μεταξύ εκείνων των Ιουδαίων των Ελληνιστικών χρόνων, οι οποίοι, υπό του Ελληνικού πνεύματος και του πολιτισμού θιγέντες, ελευθεριώτερον πως εφέροντο προς τον Ισραηλιτικόν Νόμον, γενόμενοι ούτω πρόδρομοι των μετά ταύτα Ελληνιστών Ιουδαίων, οι οποίοι εζήτουν να φέρουν εις επαφήν την Ισραηλιτικήν Θρησκείαν προς την Ελληνικήν φιλοσοφίαν (σσ. ἀλήθεια ποιά ἡ διαφορὰ μὲ τοὺς σημερινοὺς Οἰκουμενιστές; ἀπολύτως καμία).
Στχ. 2. εν τω στίχω τούτω χαρακτηρίζεται θετικώς η ευσέβεια. εν αντιθέσει προς τους ανωτέρω ασεβείς, του ευσεβούς η θέλησις, η επιθυμία, η ευχαρίστησις κατά το Εβραικόν, είναι ο Νόμος. Χαρά του και τέρψις είναι ο Νόμος (σσ. ὅπου Νόμος σήμερα ἡ Ἱερὰ Παράδοση, τὰ δόγματα καὶ οἱ Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἡ διδασκαλία τῶν Πατέρων)... Πέραν του Νόμου ουδέν ο ευσεβής θέλει να γνωρίζη... ο Ιουδαισμός πάντοτε μέν, ιδία όμως κατά τους Ελληνιστικούς χρόνους, αντιμετώπιζε τον κίνδυνον της φυλετικής αυτού αφομοιώσεως και κατ’ ακολουθίαν, και της απωλείας ή τουλάχιστον παραφθοράς της θρησκείας αυτού. ο κίνδυνος δε ούτος κατέστη απειλητικώτερος μετά την επιστροφήν εκ της Βαβυλωνίου αιχμαλωσίας και ιδία κατά τους Ελληνιστικούς χρόνους, οπότε η μεγάλη αφομοιωτική δύναμις του Ελληνικού πολιτισμού ήρχισε γοργά να μεταμορφώνη την όψιν της Ανατολής και να επιδρά και επ’ αυτών των Ιουδαίων, δημιουργούσα τους ασεβείς του ημετέρου ψαλμού (σσ. ὅπως ἡ παγκοσμιοποίηση καὶ ἡ Νέα τάξη Πραγμάτων δημιούργησε τὸν Οἰκουμενισμό). Κατά των τοιούτων εξωτερικών εχθρών αμύνεται ο Ιουδαϊσμός προς διάσωσιν της φυλετικής οντότητος... Βεβαίως, η θρησκεία των χρόνων τούτων είναι θρησκεία του Νόμου, δημιουργούσα τον τύπον, τον προσκεκολλημένον εις τους εξωτερικούς τύπους, αλλά διά της τοιαύτης θρησκείας εσώθη η φυλετική υπόστασις των Ιουδαίων και μετ’ αυτής ολόκληρος η πνευματική κληρονομιά των. Μακαρισμόν του ευσεβούς έχει και ο Ιερεμίας 17,5 έξ., αλλά κατά τον Προφήτην τούτον, ευσεβής είναι ο έχων πίστιν και πεποίθησιν εις τον Θεόν και ασεβής ο πεποιθώς επί τας ανθρωπίνους δυνάμεις (Βασιλείου Βέλλα: «ΕΚΛΕΚΤΟΙ ΨΑΛΜΟΙ», (Εισαγωγή–Κείμενον–Ερμηνεία) Εκδόσεις: Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος. Τρίτη Έκδοσις, Αθήναι 1996, Ψαλμός 1ος)
Δὲν γίνεται, λοιπόν, νὰ διαβάζουμε τὸν πρῶτο ψαλμό καὶ νὰ πράττουμε τὰ ἀντίθετα ἀπὸ αὐτὰ ποὺ λέει, ὅπως κάνουν οἱ Οἰκουμενιστές. Οὔτε νὰ κηρύττουμε τὸν πρῶτο ψαλμό, ἀλλὰ νὰ συγκοινωνοῦμε καὶ νὰ συμπράττουμε μὲ αὐτοὺς ποὺ ἀρνοῦνται τὸ κήρυγμα αὐτό, ὅπως κάνουν οἱ ὑποτιθέμενοι ἀντιοικουμενιστές.
Ἕνα εἶναι ὅμως ξεκάθαρο: Οἱ Οἰκουμενιστὲς ὡς ἀσεβεῖς πορεύονται ἐν βουλῇ ἀσεβῶν καὶ κάθονται ἐπὶ καθέδρα λοιμῶν. Ὅποιος τοὺς ἀκολουθεῖ στερεῖται τοῦ μακαρισμοῦ τοῦ Δαβίδ.
Ἀδαμάντιος Τσακίρογλου
Βίντεο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου