ΑΡΧΙΚΗ

Άγιος Γρηγόριος Νύσσης: Στην προσευχή. Λόγος Β΄. Πάτερ ἡμῶν, ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς.

 ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΥΣ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΤΕΣ ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΑΚΟΛΟΥΘΟΥΣ ΑΥΤΩΝ ΠΟΥ ΣΥΜΠΡΟΣΕΥΧΟΝΤΑΙ  ΚΑΙ ΣΥΛΛΕΙΤΟΥΡΓΟΥΝ ΜΕ ΑΥΤΟΥΣ .


Στην προσευχή

ΛΟΓΟΣ Β΄

«Πάτερ ἡμῶν, ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς»

 

Όταν ο μεγάλος Μωυσής οδηγούσε τον Ισραηλιτικό λαό στη διδασκαλία που του δόθηκε επάνω στο όρος, δεν τους έκρινε άξιους για τη φανέρωση του Θεού, προτού νομοθετήσει την κάθαρση του λαού με αγνεία και ραντισμό (Εξ. 19, 15 έ). Αλλ’ ούτε έτσι αντιμετώπισαν με θάρρος τη φανέρωση της θείας δύναμης· ένιωσαν κατάπληξη από όλα όσα έβλεπαν, τη φωτιά, το σκότος, τον καπνό, τις σάλπιγγες. Κι όταν γύρισε πάλι σ’ αυτούς, είχαν την αξίωση να γίνει ο νομοθέτης μεσίτης στο θέλημα του Θεού, γιατί δεν άντεχε η δύναμη τους να πλησιάσουν τον Θεό και να δεχτούν τη θεία φανέρωση.

Ο δικός μας όμως νομοθέτης και Κύριος μας Ιησούς Χριστός, οδηγώντας μας στη θεία χάρη δε μας παρουσιάζει με τον λόγο του το όρος Σινά σκεπασμένο με το γνόφο, τυλιγμένο στη φωτιά και στους καπνούς, ούτε τους ήχους των σαλπίγγων, που αντηχούσαν ακατανόητα και απειλητικά, ούτε καθαρίζοντας την ψυχή μας από το ρύπο με αγνείες τριών ημερών και με νερό, ούτε, αφήνοντας στους πρόποδες του όρους όλη την Εκκλησία, χαρίζει σ’ έναν μονάχα την άνοδο στην κορυφή του βουνού, την τυλιγμένη με το γνόφο που έκρυβε τη δόξα του Θεού.

Αλλά πρώτα αντί στο βουνό οδηγεί στον ίδιο τον ουρανό, αφού με την αρετή τον έκανε βατό στους ανθρώπους. Έπειτα, δε μάς αξιώνει μόνο να βλέπουμε τη θεία δύναμη, αλλά μας κάνει κοινωνούς της και κατά κάποιο τρόπο κάνει συγγενείς με τη ανώτερη φύση όσους πλησιάζουν. Ούτε κρύβει μέσα στο γνόφο την υπέρτερη δόξα, ώστε να μην μπορούν να τη δουν εύκολα όσοι την αναζητούν, αλλά καταφώτισε το γνόφο με το άπλετο φως της διδασκαλίας κι έκανε την άφραστη δόξα να φαίνεται στη λαμπρή αιθρία της καθαρής καρδιάς.

Και το νερό για το ράντισμα δε μας το δίνει από πηγές ξένες, αλλά μας χαρίζει το νερό που αναβλύζει από μέσα μας, είτε εννοεί κανένας τις πηγές των ματιών είτε την καθαρή συναίσθηση της καρδιάς, απαγορεύοντας με το νόμο του όχι κάποια ιλύ από τη νόμιμη συνεύρεση των συζύγων, αλλά κάθε υλική και εμπαθή διάθεση, φέρνοντάς μας έτσι με την προσευχή κοντά στον Θεό. Αυτή είναι η σημασία των λέξεων· δεν διδασκόμαστε κάποιους φθόγγους που εκφωνούνται με κάποιες συλλαβές, αλλά τον τρόπο της ανάβασης στον Θεό που κατορθώνεται με ουράνια πολιτεία.

Και μπορούμε να κατανοήσουμε τη θεία μυσταγωγία από τα ίδια τα λόγια της προσευχής. «Όταν προσεύχεστε», λέει δεν είπε όταν εύχεστε αλλά «όταν προσεύχεστε» (Ματθ. 6, 7), επειδή πρέπει να έχει προκατορθωθεί το περιεχόμενο της ευχής πριν πλησιάσουμε τον Θεό με την προσευχή. Ποια είναι η διαφορά στο σημαινόμενο των δύο αυτών λέξεων; Η ευχή είναι υπόσχεση, τάξιμο για κάτι που αφιερώνουμε από ευσέβεια, ενώ η προσευχή είναι αίτηση αγαθού, που απευθύνεται στον Θεό ικετευτικά.

Επειδή λοιπόν έχουμε ανάγκη από παρρησία, όταν πλησιάζουμε τον Θεό παρακαλώντας γι’ αυτά που μας ωφελούν, υποχρεωτικά η ευχή θα προηγηθεί, ώστε, αφού εκτελέσουμε ό,τι οφείλουμε εμείς, έτσι με θάρρος να διατυπώσουμε την αξίωση να λάβουμε ό,τι πρέπει να μας δώσει ο Θεός. Γι’ αυτό λέει ο προφήτης «θα σου αποδώσω τις υποσχέσεις μου που διατύπωσαν τα χείλη μου» (Ψαλμ. 65, 13), και «υποσχεθείτε και αποδώστε τις υποσχέσεις σας στον Κύριο και Θεό μας» (Ψαλμ. 75, 12).

Σε πολλά σημεία της Γραφής μπορούμε να διατυπώσουμε αυτή τη σημασία της ευχής, ώστε να καταλάβουμε ότι η ευχή, όπως είπαμε, είναι υπόσχεση για προσφορά κάποιου δώρου· ενώ η προσευχή σημαίνει την προσέλευση στον Θεό μετά την εκπλήρωση της υπόσχεσης μας. Μας διδάσκει λοιπόν ο λόγος να μη ζητούμε κάτι από τον Θεό προτού του ανταποδώσουμε το δώρο μας για ό,τι μας έχει χαρίσει. Πρώτα πρέπει να υποσχεθούμε κι έπειτα να προσευχηθούμε, όπως δηλαδή αν πει κάποιος ότι η σπορά προηγείται από τη σοδειά.

Επομένως πρέπει πριν από την ευχή να ρίξουμε τους σπόρους κι όταν έτσι αυξηθούν τα φύτρα να καρπωθούμε με την προσευχή τη χάρη, παίρνοντας την ως ανταμοιβή. Επειδή λοιπόν δε θα γίνει η συνάντηση με παρρησία, αν η προσέλευση δεν γίνει έπειτα από υπόσχεση που θα προηγηθεί και προσφορά δώρων, υποχρεωτικά η ευχή υπόσχεση θα προηγηθεί από την προσευχή. Επειδή λοιπόν αυτό έχει κατορθωθεί ήδη, γι’ αυτό ο Κύριος λέει προς τους μαθητές του «όταν προσεύχεστε, να λέτε Πάτερ ἡμῶν, ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς» (Ματθ. 6, 9). «Ποιος θα μου δώσει φτερά περιστεριού», λέει σ’ ένα ψαλμό του ο μεγάλος Δαβίδ (Ψαλμ. 54, 7).

Θα τολμήσω να πω κι εγώ τον ίδιο λόγο. Ποιος θα μου δώσει εκείνα τα φτερά, για να μπορέσω να πετάξω με το νου μου στο ύψος των μεγαλεπήβολων λόγων, ώστε να εγκαταλείψω ολόκληρη τη γη, να διασχίσω όλο τον ενδιάμεσα απλωμένο αέρα, να εννοήσω την ομορφιά του αιθέρα, να φτάσω στ’ άστρα και ν’ αντικρύσω όλη την τάξη που επικρατεί σ’ αυτά, να μη σταθώ όμως ούτε σ’ αυτά, αλλά να περάσω κι ανάμεσα τους και να βγω έξω από όλα όσα κινούνται και μεταβάλλονται και να βρεθώ στην ακίνητη φύση, την αμετακίνητη δύναμη, την εγκατεστημένη από τον εαυτό της, αυτή που κυβερνά τα πάντα όπως θέλει, όσα βρίσκονται μέσα στο είναι κι εξαρτώνται από το άφραστο θέλημα της θείας σοφίας, ώστε, φεύγοντας νοερά μακριά από όσα αλλοιώνονται και μεταβάλλονται, με αμετάβλητη και σταθερή ψυχική κατάσταση να οικειωθώ με τη θέληση μου πρωτύτερα τον αμετάβλητο και αναλλοίωτο, κι έτσι έπειτα να τον επικαλεστώ με το πολύ οικείο όνομα και να του πω «Πατέρα»;

Τι λογής ψυχή χρειάζεται αυτός που μιλάει! Πόση παρρησία! Πόση συναίσθηση, ώστε, αφού εννοήσει, όσο γίνεται, τον Θεό από τις ονομασίες που επινοούνται γι’ αυτόν, οδηγούμενος στη συνειδητοποίηση της άφραστης δόξας του και μαθαίνοντας ότι η θεία φύση, ό,τι κι αν είναι καθ’ εαυτή, είναι αγαθότητα, αγιασμός, αγαλλίαση, δύναμη, δόξα, καθαρότητα, αϊδιότητα, πάντοτε η ίδια σ’ όλα αυτά με τον ίδιο τρόπο, και όσα άλλα παρόμοια νοούμε για τη θεία φύση, και, αφού τα κατανοήσει αυτά μέσω της αγίας Γραφής κι από τους δικούς του συλλογισμούς, να τολμήσει έπειτα να βγάλει τη φωνή αυτή και να τον ονομάσει αυτόν Πατέρα του; Είναι φανερό πως, αν έχει κάποιο μυαλό, δε θα τολμήσει ν’ απευθύνει στον Θεό αυτό το όνομα και να πει «Πατέρα», αν δε βλέπει τα ίδια και στον εαυτό του.

Γιατί πατέρας της πονηρής πράξης δεν είναι φυσικό να γίνει αυτός που είναι στην ουσία του αγαθός, ούτε ο άγιος εκείνου που έχει βεβηλώσει τη ζωή του· ούτε ο αναλλοίωτος εκείνου που μεταβάλλεται· ούτε εκείνου που κυριεύθηκε από την αμαρτία ο Πατέρας της ζωής· ούτε ο καθαρός και άσπιλος εκείνων που ασχημονούν μέσα στα πάθη της ατιμίας· ούτε τού πλεονέκτη ο ευεργέτης· ούτε όποιων γενικά βρίσκονται σ’ ένα κακό εκείνος που τον σκεφτόμαστε μέσα σε κάθε αγαθό.

Πράγματι αν κάποιος, βλέποντας τον εαυτό του ότι έχει ακόμα ανάγκη από καθαρμό κι έχει τη συναίσθηση ότι ή συνείδηση του είναι αμαρτωλή, γεμάτη κηλίδες και πονηρά εγκαύματα, εισέρχεται αυτός, πριν καθαριστεί από τέτοια και τόσα κακά, στη συγγένεια του Θεού και λέει αυτός ο άδικος ‘‘Πατέρα’’ τον δίκαιο, ο ακάθαρτος τον καθαρό, τα λόγια αυτά είναι ύβρη και χλευασμός, αν ονομάζει τον Θεό πατέρα της ίδιας του της κακίας. Γιατί η λέξη Πατέρας σημαίνει την αιτία εκείνου που έλαβε ύπαρξη από αυτόν.

Όποιος λοιπόν έχει ένοχη συνείδηση, αν λέει Πατέρα του τον Θεό, δεν κάνει τίποτε άλλο, παρά τον κατηγορεί ότι είναι των δικών αμαρτιών αρχηγός και αίτιος. Όμως «δεν έχει καμιά σχέση το φως με το σκότος» (Ματθ. 7, 18), λέει ο Απόστολος, αλλά το φως προσοικειώνεται στο φως και το δίκαιο στο δίκαιο και το καλό στο καλό και το άφθαρτο στο άφθαρτο, ενώ τα αντίθετα συγγενεύουν με τα συγγενή τους. Γιατί «δεν μπορεί το χρήσιμο δέντρο να παράγει άχρηστους καρπούς» (Ιω. 6 , 44).

Αν λοιπόν κάποιος που έχει σκληρή καρδιά, όπως λέει η Γραφή, κι επιζητεί το ψέμα, έχει το θράσος να πει τα λόγια της προσευχής, ας ξέρει ότι δεν καλεί πατέρα του τον επουράνιο, αλλά τον καταχθόνιο, που και ο ίδιος είναι ψεύτης και πατέρας γίνεται του ψεύδους που υπάρχει στον καθένα, εκείνος είναι αμαρτία και πατέρας της αμαρτίας (Iω 6, 44). Γι’ αυτό όσους έχουν εμπαθή ψυχή ο Απόστολος τους αποκαλεί «τέκνα της οργής» (Εφ. 11, 3) κι όποιος απομακρύνθηκε από τη ζωή ονομάζεται «υιός της απώλειας» (Ιω. 17, 12). Και κάποιος μαλθακός και θηλυπρεπής ονομάστηκε υιός κοριτσιών που λιποτάκτησαν.

Και αντίθετα επίσης όποιοι έχουν λαμπρή συνείδηση, ονομάζονται «υιοί φωτός και ημέρας» (Εφ. 5, 8) και άλλοι «υιοί δυνάμεως» όσοι τόνωσαν τον εαυτό τους με τη θεία ισχύ. Όταν λοιπόν ο Κύριος μας διδάσκει να λέμε τον Θεό «Πατέρα», έχω τη γνώμη ότι δεν κάνει τίποτε άλλο από το να νομοθετεί τον υψηλό κι ανώτερο βίο. Δεν μας διδάσκει βέβαια η αλήθεια να λέμε ψέματα, ώστε να λέμε αυτό που δεν είμαστε και να ονομάζουμε τον εαυτό μας ό,τι δεν είμαστε από τη φύση μας.

Αλλά όταν λέμε Πατέρα μας τον άφθαρτο και δίκαιο και αγαθό, να επαληθεύουμε τη συγγένεια μας με το βίο μας. Βλέπεις πόση προετοιμασία έχουμε ανάγκη, τι είδους ζωή, πόση και ποια προθυμία θέλει, ώστε, αφού υψωθεί η συνείδηση μας σε τέτοιο βαθμό παρρησίας, να τολμήσει να πει τον Θεό «Πατέρα»;

Αν όμως κυνηγάς τα χρήματα, αν είσαι βουτηγμένος στη βιωτική απάτη ή επιζητείς τη δόξα των ανθρώπων, αν είσαι σκλάβος στις εμπαθέστερες επιθυμίες και πάρεις έπειτα στο στόμα σου αυτό τον λόγο της προσευχής. τι νομίζεις ότι θα πει αυτός που βλέπει τη ζωή σου και γνωρίζει την προσευχή; Εγώ νομίζω πως ακούω κάτι τέτοιους λόγους, σαν να λέει ο Θεός σ’ αυτόν:

Αποκαλείς «Πατέρα» εσύ με τη διεφθαρμένη ζωή τον Πατέρα της αφθαρσίας; Γιατί μολύνεις με τη ρυπαρή φωνή σου το άχραντο όνομα; Γιατί αποδίδεις ψευδώς τη λέξη; Γιατί περιβάλλεις με ύβρεις την αμόλυντη φύση; Αν ήσουν παιδί δικό μου, τα δικά μου αγαθά έπρεπε να χαρακτήριζαν και τη δική σου ζωή. Δεν αναγνωρίζω σ’ εσένα την εικόνα της φύσης μου. Τα γνωρίσματα μας προέρχονται από τα αντίθετα. Ποια σχέση υπάρχει ανάμεσα στο φως και στο σκοτάδι; Ποια συγγένεια ανάμεσα στη ζωή και στο θάνατο; Ποια σχέση του καθαρού στη φύση με τον ακάθαρτο;

Είναι μεγάλη η απόσταση ανάμεσα στον ευεργέτη και τον πλεονέκτη. Ασυμβίβαστη η αντίθεση του ελεήμονα και του ανελέητου. Άλλος είναι ο πατέρας των κακών σου· γιατί τα δικά μου γεννήματα τα στολίζουν τ’ αγαθά του Πατέρα μου· παιδί τού εύσπλαχνου είναι ο εύσπλαχνος, και τού καθαρού ο καθαρός, η φθορά είναι ξένη από τον άφθαρτο, και γενικά, ο αγαθός από τον αγαθό και ο δίκαιος από το δίκαιο. Εσείς όμως δεν ξέρω από που κατάγεστε. Επομένως είναι επικίνδυνο, πριν καθαρίσεις καλά τη ζωή σου, να τολμήσεις να κάνεις αυτήν την προσευχή, να ονομάσεις τον Θεό «Πατέρα σου».

Ας ακούσουμε όμως πάλι τα λόγια της προσευχής, μήπως και κατανοήσουμε το κρυμμένο τους νόημα με τη συνεχή επανάληψη. «Πάτερ ἡμῶν, ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς». Το ότι πρέπει να οικειοποιηθούμε τον Θεό με την ενάρετη ζωή μας, το εξετάσαμε όσο πρέπει με όσα είπαμε προηγουμένως. Αλλά και κάποιο βαθύτερο νόημα νομίζω υποδηλώνει ο λόγος· αυτά δηλαδή μας υπενθυμίζουν την πατρίδα από την οποία εξοριστήκαμε και την ευγένεια την οποία χάσαμε.

Γιατί στην παραβολή του νέου που έφυγε από την πατρική εστία και παραδόθηκε μόνος του στη ζωή των χοίρων, ο Λόγος δείχνει την ανθρώπινη αθλιότητα, περιλαμβάνοντας σε μια διήγηση την αποσκίρτησή του και την ασωτία. Δεν τον επαναφέρει στην αρχική καλοτυχία του, πριν αποκτήσει συναίσθηση της τωρινής συμφοράς του, έρθει στον εαυτό του και μελετήσει τα λόγια της μεταμέλειας του. Αυτά θα συμφωνούσαν κάπως με τα λόγια της προσευχής. Εκεί είπε· «Πατέρα, αμάρτησα στον ουρανό και σ’ εσένα» (Λουκά 15, 21).

Δεν θα πρόσθετε στην εξομολόγηση του την αμαρτία του προς τον ουρανό, αν δεν πίστευε ότι πατρίδα του είναι ο ουρανός, που έσφαλλε εγκαταλείποντας τον. Γι’ αυτό η μελέτη της εξομολόγησης αυτής κάνει εύκολα ευμενή σ’ αυτόν τον Πατέρα του, ώστε και να τρέξει σ’ αυτόν και να κρεμαστεί στον τράχηλο του φιλώντας τον (πράγμα που σημαίνει τον λογικό ζυγό, που με το στόμα επιβλήθηκε στον άνθρωπο με την παράδοση του Ευαγγελίου, που ξεντύθηκε τον πρώτο ζυγό της εντολής κι αποτίναξε το νόμο που τον φύλαγε), και να τον περιβάλει με τη στολή, όχι καμιά άλλη, αλλά την πρώτη, που την έχασε εξαιτίας της παρακοής και είδε τον εαυτό του γυμνό (Γεν. 3, 10 ) ευθύς μόλις δοκίμασε τ’ απαγορευμένα.

Το δαχτυλίδι στο χέρι με το ανάγλυφο της σφενδόνης υποδηλώνει το ξανακέρδισμα της εικόνας. Ασφαλίζει ακόμη και τα πόδια με τα υποδήματα, για να μη δεχτεί το δάγκωμα πλησιάζοντας με γυμνή φτέρνα το κεφάλι του φιδιού. Όπως λοιπόν εκεί, για να εκδηλωθεί στο νέο η φιλανθρωπία του πατέρα του, έγινε αιτία η επιστροφή του στην πατρική εστία (και είναι αυτή ο ουρανός, στον οποίο αμάρτησε λέει στον Πατέρα), έτσι κι εδώ, νομίζω ότι, διδάσκοντας σε ο Κύριος να επικαλείσαι τον ουράνιο Πατέρα, σου υπενθυμίζει την αγαθή πατρίδα, ώστε, ισχυροποιώντας μέσα σου την επιθυμία των καλών, να σε σταθεροποιήσει στο δρόμο που θα σε επαναφέρει πάλι στην πατρίδα.

Και δρόμος που να ανεβάζει την ανθρώπινη φύση στον ουρανό δεν είναι άλλος κανένας, παρά φυγή και απομάκρυνση από τις γήινες κακίες. Και τρόπος αποφυγής των κακών δε νομίζω πως υπάρχει άλλος, εκτός από την ομοίωση με τον Θεό. Και η ομοίωση με τον Θεό είναι το να γίνει κανείς δίκαιος και όσιος και αγαθός και τα όμοια. Αυτών τα χαρακτηριστικά αν εντυπώσει ανάγλυφα κανένας, όσο γίνεται, μέσα του, αυτόματα και χωρίς κόπο από την επίγεια ζωή θα μεταστεί στην ουράνια χώρα.

Γιατί ή διάσταση ανάμεσα στο θείο και το ανθρώπινο δεν είναι τοπική, ώστε να χρειαστούμε κάποιο τέχνασμα ή κάποια επινόηση για να μεταφέρουμε το βαρύ και πυκνό και χωμάτινο τούτο σαρκίο στην ασώματη και νοερή ζωή. Η αρετή είναι χωρισμένη από το κακό νοητά και απόκειται στην προαίρεση του ανθρώπου, όπου κλίνει η επιθυμία του, εκείνο να προτιμήσει. Επειδή λοιπόν δεν ακολουθεί κανένας κόπος την εκλογή του αγαθού (ενώ την εκλογή την ακολουθεί και η επιτυχία όσων διάλεξε κάποιος) έχεις την ελευθερία να βρεθείς στον ουρανό αμέσως μόλις βάλεις τον Θεό στη σκέψη σου.

Αν δηλαδή, όπως λέει ο εκκλησιαστής, «ο Θεός είναι στον ουρανό» (Εκκλ. 5, 1) και συ, κατά τον προφήτη, προσκολλήθηκες στο Θεό (Ψαλμ. 72, 28), είναι απόλυτη ανάγκη όποιος έχει συνενωθεί με τον Θεό να βρίσκεται όπου είναι ο Θεός. Ορίζοντας σου λοιπόν στην προσευχή σου ν’ αποκαλείς δικό σου τον Θεό, δε σε διατάζει τίποτε άλλο, παρά με την θεοπρεπή πολιτεία σου να γίνεις όμοιος με τον ουράνιο Πατέρα, όπως αλλού το βεβαιώνει αυτό και πιο φανερά λέγοντας «γίνεστε τέλειοι, όπως τέλειος είναι και ο Πατέρας σας ο ουράνιος» (Ματθ. 5, 48).

Αν λοιπόν καταλάβαμε το νόημα αυτής της προσευχής, είναι καιρός να ετοιμάσουμε τις ψυχές μας, ώστε να τολμήσουν κάποτε να πάρουν στο στόμα τους τις λέξεις αυτές και να πουν με παρρησία «Πάτερ ἡμῶν, ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς». Όπως είναι δηλαδή φανερά τα γνωρίσματα της ομοιότητας μας με τον Θεό, με τα οποία μπορεί να γίνει κανένας παιδί του Θεού (γιατί λέει «σε όσους τον δέχτηκαν έδωσε το δικαίωμα να γίνουν παιδιά του Θεού»· και δέχεται κανένας μέσα του τον Θεό, αν πραγματοποιήσει την τελειότητα στο αγαθό), έτσι έχει και η σφραγίδα του κακού κάποια δικά της σημεία, που όποιος τα έχει δεν μπορεί να γίνει υιός του Θεού, επειδή έχει την εικόνα της αντίθετης φύσης.

Θέλεις να μάθεις τα γνωρίσματα της σφραγίδας του πονηρού; Είναι ο φθόνος, το μίσος, η διαβολή, η έπαρση, η πλεονεξία, η εμπαθής επιθυμία, η αρρώστια της μανίας με τη δόξα. Αυτά και τα παρόμοια είναι που χαρακτηρίζουν τη μορφή του αντιπάλου μας. Αυτός λοιπόν που η ψυχή του έχει καεί από τέτοιες κηλίδες, αν καλέσει πατέρα, αυτόν ποιος πατέρας θα τον ακούσει; Αυτός φυσικά που είναι συγγενής μ’ αυτόν που τον κάλεσε κι αυτός δεν είναι ο ουράνιος, αλλά ο καταχθόνιος. Γιατί όποιου έχει τα σημεία, αυτός θα καταλάβει οπωσδήποτε τη συγγένεια του μαζί του. Επομένως του πονηρού ανθρώπου η προσευχή, όσο βρίσκεται μέσα στην κακία του, γίνεται επίκληση του διαβόλου.

Όποιος όμως έχει απομακρυνθεί από την κακία και ζει με αγαθότητα, αυτός θα φωνάξει τον αγαθό Πατέρα. Όταν λοιπόν προσερχόμαστε στο Θεό, ας εξετάσουμε πρώτα τη ζωή μας, αν έχουμε κάτι που ν’ αξίζει τη θεία συγγένεια, κι έτσι ας τολμήσουμε έπειτα τον λόγο αυτόν. Γιατί αυτός που μας όρισε να τον ονομάζουμε «Πατέρα», δε μας παραχώρησε την άδεια να ψευδόμαστε. Αυτός λοιπόν που έζησε αντάξια της θεϊκής ευγένειας, αυτός ατενίζει ορθά προς την ουράνια πόλη και ονομάζει Πατέρα το Βασιλιά των ουρανών και πατρίδα του την ουράνια μακαριότητα.

Πού οδηγεί ο σκοπός της συμβουλής; Να σκεφτόμαστε τα άνω, όπου είναι ο Θεός. Εκεί να βάλουμε το θεμέλιο λίθο του σπιτιού μας. Εκεί ν’ αποθέσουμε τους θησαυρούς μας κι εκεί να μεταφέρουμε την καρδιά μας. Γιατί όπου είναι ο θησαυρός, εκεί είναι και η καρδιά (Ματθ. 6, 21). Να ατενίζουμε παντοτινά την πατρική ομορφιά και σύμφωνα μ’ αυτό να καλλωπίζουμε την ψυχή μας. Γιατί λέει η Γραφή: «δεν υπάρχει μεροληψία στον Θεό» (Ρωμ. 2, 11). Ας λείψει κι από τη μορφή σου η ακαθαρσία αυτή.

Το θείο είναι καθαρό από φθόνο και κάθε κηλίδα εμπαθή. Να μην κηλιδώσουν μήτε εσένα αυτά τα πάθη, ούτε ο φθόνος ούτε η έπαρση ούτε κανένα άλλο από όσα μολύνουν το θεόμορφο κάλλος. Αν είσαι τέτοιος, λάβε το θάρρος να καλέσεις τον Θεό με το όνομα που του πρέπει και να ονομάσεις «Πατέρα σου» τον Κύριο του παντός. Θα σε κοιτάζει με μάτια πατρικά, θα σε ντύσει με τη θεία φορεσιά, θα σε στολίσει με το δαχτυλίδι, θα εφοδιάσει τα πόδια σου με υποδήματα για την πορεία προς τα άνω και θα σε εγκαταστήσει στην ουράνια πατρίδα σου, με τη χάρη του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, στον οποίο πρέπει η δόξα και η δύναμη στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.


ΕΠΕ (Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας)
Γρηγορίου Νύσσης. Άπαντα τα Έργα. 8.
εκδ. Γρηγόριος ο Παλαμάς, Θεσσαλονίκη 1989

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις