ΑΡΧΙΚΗ

Δ΄. ΛΟΓΟΣ ΣΤΟ ΑΓΙΟ ΣΑΒΒΑΤΟ

 

Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός: Δ΄. Λόγος στο Άγιο Σάββατο.

 

«Ποιος μπορεί να μιλήσει για τα έργα της δύναμης του Κυρίου και να κάνει ν’ ακουστούν οι ύμνοι που του αρμόζουν;» (Ψαλμ. 105, 2). Ποιος θα περιγράψει το αχανές πέλαγος της αγαθότητας του; Ποιος θα πει την απεριόριστη αγάπη προς τους δούλους του; Ποιος τη συγκατάβαση του που υπερβαίνει το νου; Ποιος θα πει την ευσπλαχνία του προς εμάς και την ανείπωτη κηδεμονία που πηγάζει απ’ αυτήν;

Δεν υπάρχει κανένας ακόμα κι αν μιλά τις γλώσσες των αγγέλων και των ανθρώπων, ούτε κι αν έχει συγκεντρώσει μέσα του όλη την ανθρώπινη γνώση. Γιατί, αν και είναι πρόθυμο το πνεύμα, όμως η γλώσσα είναι αδύναμη να μιλήσει και ο νους θολός για να κατανοήσει. Είναι ομολογουμένως μεγάλο το μυστήριο της θείας οικονομίας, που δεν το χωράει ο νους, αλλά η πίστη μόνο μπορεί να το χωρέσει, και χρειάζεται αγνότητα ψυχής συνοδευόμενη από φόβο και πόθο Θεού.

Γιατί δεν είναι δυνατό να επιτύχουμε αλλιώς την κάθαρση της ψυχής, παρά μόνο με θείο φόβο και έρωτα. Ούτε επίσης είναι δυνατό να δεχτούμε το θείο φωτισμό, αν δεν καθαρθεί προηγουμένως η οπτική δύναμη της ψυχής. Γιατί το Θείο είναι απρόσιτο για τους βέβηλους και μόνο όσοι έχουν καθαρή καρδιά θα δουν τον Θεό, όπως είπε ο Χριστός η όντως αλήθεια (Ματθ. 5,8).

Αλλά και κατά τη Θεοφάνεια που έγινε παλαιά στον Μωυσή στη βάτο παίρνει εντολή να βγάλει πρώτα το υπόδημα κι έτσι να πλησιάσει στο σύμβολο που έβλεπε (Εξ. 3,2). Η αφαίρεση των υποδημάτων δηλώνει την απόθεση των νεκρών και χαμαίζηλων εννοιών (Γρηγ. Λόγος Β΄ Στο Πάσχα). Κι όταν πάλι κάπνιζε το όρος Σινά κατά τη θεία νομοδοσία, δεν ανέβαιναν όλοι, αλλά η άνοδος όσων ανέβαιναν ρυθμιζόταν σχετικά με την κάθαρση. Αν λοιπόν στα σύμβολα είχε νομοθετηθεί η κάθαρση από κάθε ρύπο, πόσο καθαροί και θεοειδείς πρέπει να μένουν όσοι μέλλουν να πλησιάσουν τα αληθινά και πρωτότυπα;

Ας καθαίρουμε λοιπόν τους εαυτούς μας, αδελφοί, από κάθε γήινο φρόνημα και κάθε φροντίδα και κάθε βιοτική θόλωση, για να δεχτούμε ολόφωτες τις φωτοειδείς μαρμαρυγές του θείου Λόγου και να θρέψουμε τις ψυχές μας με τον πνευματικό άρτο, την τροφή των αγγέλων. Και μπαίνοντας μέσα στα άδυτα, να κατανοήσουμε με καθαρότητα τα θεία πάθη του απαθούς, τα σωτήρια για όλο τον κόσμο.

Σήμερα αποκαλύπτεται το μυστήριο το κρυμμένο από αιώνες· σήμερα φτάνει στο τέλος της η ολοκλήρωση της θείας οικονομίας· σήμερα προστίθεται η κορωνίδα της σάρκωσης του Θείου Λόγου· σήμερα γίνεται φανερή σ’ όλους η άβυσσος της θείας αγάπης. Γιατί τόσο πολύ αγάπησε ο Θεός Λόγος τον κόσμο, ώστε με την ευδοκία του Πατέρα να κατεβεί για να σαρκωθεί (Ιω. 3, 16), να φορέσει ο άυλος το βάρος της υλικής σάρκας και, αφού δεχτεί τα πάθη, γι’ αυτόν που από τη φύση του τα υποφέρει και γίνει πάθος με το θάνατο του, να ντύσει με την απάθεια εμάς τους παθητούς.

Από δω προέρχεται η πείνα και η δίψα και ο ύπνος και η κόπωση και η λύπη και η αγωνία και η δειλία, δηλαδή η ουσιαστική άφεση της ζωής. Από δω ο σταυρός και το πάθος και ο θάνατος, από τη δική μας φύση. Αυτά είναι τα φυσικά γι’ αυτήν πάθη, τ’ αδιάβλητα πάθη της σύνθεσης μου. Γιατί τα πάθη αυτά δεν αρνήθηκε να τα δοκιμάσει, ώστε, αφού κινηθούν και μέσα σ’ αυτόν και υποδουλωθούν από αυτόν, να γίνουν και από εμάς υποχείρια.

Ο Χριστός είναι επάνω στο σταυρό· ας συναχθούμε και ας γίνουμε κοινωνοί των παθημάτων του, για να γίνουμε κοινωνοί και της δόξας του (Α΄ Κορ. 2, 7. Β΄ Πετρ. 1, 4). Ο Χριστός είναι ανάμεσα στους νεκρούς ας νεκρωθούμε για την αμαρτία, για να ζήσουμε με δικαιοσύνη. Ο Χριστός τυλίγεται μέσα στα σπάργανα και σε καθαρά σεντόνια· ας απαλλαγούμε από τις φασκιές της αμαρτίας κι ας ντυθούμε τη θεία αίγλη. Ο Χριστός βρίσκεται στο καινό [=καινούργιο] τάφο, ας καθαρίσουμε τους εαυτούς μας από την παλαιά ζύμη κι ας γίνουμε νέο φύραμα, για να γίνουμε κατοικία του Χριστού (Α΄ Κορ. 5, 7).

Ο Χριστός είναι στον άδη· ας συγκατεβούμε μαζί του στην ταπείνωση που ανεβάζει στο ύψος, για να συναναστηθούμε μαζί του και να συνυψωθούμε και να συνδοξαστούμε, βλέποντας πάντοτε τον Θεό και βλεπόμενοι από αυτόν. Δεχθείτε την ελευθερία, όσοι την περιμένετε εδώ και αιώνες· οι φυλακισμένοι, βγείτε από τη φυλακή· όσοι ήσαστε στο σκότος, βγείτε στο φως (Ησ. 49, 9)· οι αιχμάλωτοι ελευθερωθείτε (Ησ. 41, 1)· οι τυφλοί, ξαναδείτε ξύπνα, Αδάμ, που κοιμάσαι και αναστήσου από τους νεκρούς.

Γιατί φανερώθηκε ο Χριστός, η ανάσταση μας (Εξ. 5,14). Αλλά, αν νομίζετε, ας αρχίσουμε το λόγο μας από παλαιότερα, γιατί έτσι θα γίνει και σαφέστερος και πιο πειστικός και θα βαδίσει από ομαλό δρόμο. Ευχηθείτε να μου δοθεί ο θείος φωτισμός του αγίου Πνεύματος, που χωρίς αυτόν οι σοφοί γίνονται ανόητοι, ενώ μαζί μ’ αυτόν οι αγράμματοι γίνονται πιο σοφοί από τους σοφότατους.

Ο Θεός είναι αίτιος όλων και ο ίδιος δεν προέρχεται από κάτι, και γι’ αυτό είναι και αγέννητος. Έχει μέσα του Λόγο ενυπόστατο, συναΐδιο, που γεννιέται από αυτόν χωρίς ροή κι έξω απ’ το χρόνο και που δεν χωρίζεται ποτέ από τον Πατέρα. Είναι τέλειος Θεός, όμοιος σε όλα μ’ αυτόν που τον γέννησε, εκτός από το ότι δεν γεννήθηκε, όμοιος στην ουσία και στη δύναμη, στη βούληση και στην ενέργεια, στη βασιλεία και στην κυριότητα. Δεν είναι χωρίς αίτιο, αφού προέρχεται από τον Πατέρα. Δεν έχει κάποια χρονική αρχή γιατί δεν υπήρχε κάποτε ο Πατέρας, χωρίς να υπήρχε ο Υιός.

Γιατί ο Πατέρας είναι Πατέρας του Υιού και δε θα είναι Πατέρας αν δεν υπάρχει ο Υιός, που έχει την ύπαρξη του μαζί με τον Πατέρα και γεννιέται από αυτόν αδιαστάτως και που μένει μέσα του χωρίς να εξέρχεται, που είναι η σοφία εκείνου που τον γέννησε και δύναμη ενυπόστατη, Θεός από τη φύση του, ομοούσιος με τον Πατέρα, και που δεν γνωρίζεται χωρίς το Πνεύμα.

Γιατί και το Πνεύμα το άγιο εκπορεύεται από τον Πατέρα και είναι ομοδύναμο, με τον ίδιο σκοπό και τις ίδιες ενέργειες και την ίδια δύναμη, συναΐδιο, ενυπόστατο, που προέρχεται από τον Πατέρα όχι υικώς, αλλά με εκπόρευση. Είναι άλλος αυτός ο τρόπος της ύπαρξης, θεϊκός κι ακατανόητος. Είναι όμοιο σε όλα με τον Πατέρα και τον Υιό, αγαθό, ηγεμονικό, Κύριο, δημιουργό, Θεός εκ φύσεως, ομοούσιο με τον Πατέρα και τον Υιό, συμβασιλεύει, συνδοξάζεται και συμπροσκυνείται μαζί τους από όλη την κτίση.

Αυτό είναι εκείνο που εμείς λατρεύουμε: Πατέρας, γεννήτορας του Υιού, αγέννητος, γιατί δεν προέρχεται από κανένα· Υιός, γέννημα του Πατέρα, αφού έχει γεννηθεί από αυτόν· Πνεύμα άγιο, του Θεού και Πατέρα, επειδή εκπορεύεται από αυτόν· λέγεται Πνεύμα και του Υιού, επειδή φανερώνεται και μεταδίδεται από αυτόν στην κτίση, αλλά δεν έχει από αυτόν την ύπαρξη του.

Είναι ένας Θεός, επειδή είναι μία θεότητα, μία δύναμη, μία ουσία, μία βούληση, μία ενέργεια, αμέριστη σε μερισμένες και χωριστές υποστάσεις, δηλαδή στις ιδιότητες της ύπαρξης. Γιατί μόνος ο Πατέρας έχει το αγέννητο, μόνος ο Υιός το ότι γεννήθηκε από τον Πατέρα χωρίς αρχή και χρόνο αλλά αΐδια, και μόνο το Πνεύμα εκπορεύεται χωρίς χρόνο και αΐδια. Μία τριάδα, απλή, ασύνθετη, ουσία άπειρη, φως ακατάληπτο, δύναμη απεριόριστη, πέλαγος αγαθότητας, ένας Θεός που δοξολογείται αμέριστα σε τρεις τέλειες υποστάσεις.

Αυτός έκανε τους αγγέλους από το μηδέν, τον ουρανό, τη γη και όλα όσα περιέχουν αυτά· το αιθέριο πυρ και την άβυσσο των νερών τον αέρα, το ταμείο της αναπνοής και το ολοδιάφανο όχημα του φωτός, πόλο δεύτερο που στηρίζεται στο νερό, μεταίχμιο των νερών του ουρανού και της αβύσσου, που του έδωσε και τ’ όνομα ουρανού (Γεν. 1, 7) τον ήλιο που λάμπει, τον εργάτη το διπλοπόρευτο της ημέρας και της νύχτας, που πυρπολεί τα πάντα με τις απαστράπτουσες μαρμαρυγές του.

Τη σελήνη που καταφωτίζει τη νύχτα και συγκερνά τη φλόγωση της ηλιακής λάμψης· αυτά τα άστρα τα κοσμήματα του στερεώματος και όλα τα επίγεια· τα κάθε λογής άνθη και πολυχρήσιμα, που δίνουν τους σπόρους για τα χόρτα, τα καρποφόρα δέντρα, τα ωραιότατα στολίδια της γης.

Τις κάθε λογής κατηγορίες των ζώων, τα κήτη τα πελώρια και θαυμαστά που κολυμπούν· τα διάφορα είδη των ερπετών, τα φτερωτά πουλιά, που γεννήθηκαν από τα νερά, πετούν όμως στον αέρα και ζουν πάνω στη γη καθώς και άλλα ζώα από τη γη και ατίθασα θηρία και ομάδες ζώων εξημερωμένων. Όλα μαζί είναι απόδειξη της μεγαλουργίας του [Θεού] και τροφή εκείνου που θα πλαθόταν σύμφωνα με τη θεία εικόνα [του ανθρώπου].

Τελευταίο απ’ όλα έκανε, σαν κάποιο βασιλιά, το πολυθρύλητο ζώο, τον άνθρωπο, που τον τίμησε με το ίδιο του το χέρι, συγκροτώντας το σώμα του από τη γη και δημιουργώντας την ψυχή του με το θείο και ζωοποιό εμφύσημα* (εννοώντας με αυτό το άγιο Πνεύμα, το ζωοποιό και δημιουργό και τελειοποιό και που αγιάζει τα σύμπαντα), που δεν προϋπήρχε και έπειτα την έκλεισε στο σώμα (μακριά το κακόηχο και η ατοπία της φλυαρίας του Ωριγένη), αλλά που τη συγκρότησε από το μη είναι μέσα στη σύνθετη διάπλαση μας.

* Γρηγορίου. Νύσσης, Περί κατασκευής του ανθρώπου· Γρηγορίου του Θεολόγου, Λόγος Β΄ Στο Πάσχα.

Αυτόν λοιπόν, αυτόν τον άνθρωπο, που σύμφωνα με την εικόνα του, τον κατασκεύασε νοερό μαζί και λογικό, να φέρει πνεύμα ζωής, τον κάνει κοινωνό της χάριτος του και πολιούχο του παραδείσου που φύτεψε στις ανατολές. Γιατί Εδέμ ονομάζουν οι Εβραίοι την τρυφή· του χάρισε βιωτή μακάρια, πανόλβια, απαλλαγμένη από κάθε μέριμνα, ξεκούραστη, απ’ όπου δραπέτευε κάθε οδύνη, λύπη και στεναγμός. Σαν κάποιος άλλος άγγελος επάνω στη γη υμνούσε τον Θεό που τον είχε πλάσει, εμφορούμενος από θείες έννοιες και μέσω όλης της κτίσης οδηγούνταν προς τον γενεσιουργό της, που γι’ αυτό και είχε πλαστουργηθεί. Αν πει κανένας, νομίζω, πως τούτο είναι το ξύλο της ζωής ολόκληρο και πλήρες, αδιαίρετο και που προκαλεί μόνη τη μέθεξη του καλού κατά τρόπο πνευματικής ανύψωσης, δε θα κάνει λάθος.

Δεν άντεξε όμως ο εφευρέτης της κακίας, ο πατέρας του ψεύδους, το φίδι ο διάβολος ο δημιουργός του φθόνου, να βλέπει τον άνθρωπο να χαίρεται μέσα σε τόση αφθονία αγαθών. Του επιτίθεται λοιπόν, επιδιώκοντας να του στερήσει τα αγαθά. Υποκρίνεται εύνοια, τον ανατρέπει όμως εξαπατώντας τον και τον ρίχνει κάτω πτώμα, πιο θλιβερό από όλα τα πτώματα. Και προσέχετε ποιο ήταν το δόλωμα.

Ποιο είναι το πιο υψηλό από όλα; Ποιο είναι το μόνο υψηλότερο; Είναι φανερό πως είναι ο Θεός, ο επέκεινα όλων και αίτιος όλων. Ποιο λοιπόν άλλο είναι πιο αγαπητό από τον Θεό; Δεν υπάρχει τίποτε. Εξαπατώντας τον άνθρωπο με αυτή την επιθυμία, τον πείθει να γευτεί το ξύλο της γνώσης, αφού πρώτα λεηλάτησε την γυναικεία απλότητα. Είναι στη φύση της κακίας να παίρνει το προκάλυμμα του καλού· καλύπτει δηλαδή τα αίσχη της με τη αρετή. Τη λαίμαργη γεύση του ξύλου αυτού ο παντογνώστης την απαγόρευσε για το συμφέρον του Αδάμ.

Γιατί του είπε· «θα δοκιμάσεις και θα φας από κάθε δέντρο του παραδείσου· από το δέντρο όμως της γνώσης του καλού και του κακού, από αυτό δεν θα φάτε, κι ούτε καν θα το αγγίξετε τη μέρα που θα φάτε από αυτό, θα πεθάνετε δίχως άλλο» (Γεν. 2, 16 3, 3). Αν θελήσεις να εννοήσεις κι ένα δέντρο που είχε φυτευτεί για έλεγχο και δοκιμή της υπακοής και της παρακοής του και γι’ αυτό ονομάστηκε δέντρο της γνώσης του καλού και του κακού, ή δέντρο που παρέχει γνωστική ικανότητα σ’ αυτούς που κοινωνούν από τη φύση του, δε θα κάνεις λάθος στο ορθό.

Η γεύση του δέντρου αυτού ήταν ανώφελη πριν από την τελείωση. Γιατί όταν γεύτηκε ένιωσε πως ήταν γυμνός κι αναζητούσε να σκεπαστεί κι απασχολούνταν και ανησυχούσε για την επιμέλεια του σώματος του, εγκαταλείποντας την κατανόηση του θείου, κι έτσι απογυμνώνεται από τη χάρη και ντύνεται τη φθορά και στρέφεται προς τη γη και γίνεται εξόριστος του παραδείσου και καταδικάζεται σε ιδρώτα και κόπους και θάνατο. Δεν είναι του δέντρου γέννημα ο θάνατος (Σοφ. Σολ. 1, 13), γιατί δεν έκανε ο Θεός το θάνατο, αλλά η παράβαση είναι που επισύρει το θάνατο. Από αυτό πήρε άδεια η αμαρτία και με υποδουλώνει τον τρισάθλιο και προκαλεί μέσα μου κάθε είδους κακία και σαν αλάτι αλατίζοντας και κάνοντας νόστιμο το φαγητό, με παραδίδει σε θάνατο.

Τι λοιπόν; Ο από τη φύση του συμπαθής, αυτός που μας έδωσε το είναι και μας χάρισε το ευ είναι, παρέβλεψε για το ίδιο του το πλάσμα το εξαιρετικά τιμημένο, το προσφιλέστατο που βασανιζόταν τόσο σκληρά; Καθόλου. Αλλά, για να χρησιμοποιήσω τα λόγια του αποστόλου (Εβρ. 1, 1), «αφού ο Θεός τα παλιά χρόνια μίλησε στους προπάτορες πολλές φορές και με ποικίλους τρόπους μέσω των προφητών, σ’ αυτούς εδώ τους έσχατους καιρούς μίλησε σ’ εμάς μέσω του Υιού» του μονογενούς και ομοούσιου, που έστειλε στον κόσμο για να επαναφέρει τον πλανημένο άνθρωπο στην αρχαία του μακαριότητα.

Και τι γίνεται; Ω μέγεθος αγαθότητας. Τα άσμιχτα σμίγουν τα υπερφυσικά παίρνουν φυσική ύπαρξη «όσα δεν είδαν μάτια κι αυτιά δεν άκουσαν και δεν ανέβηκαν στην καρδιά του ανθρώπου» (Ησ. 64, 4. Α΄ Κορ. 2, 9), τώρα τα βλέπουμε και τ’ ακούμε και τα λέμε και τα πιστεύουμε. Ποιο είναι αυτό; Ο Υιός του Θεού και Θεός γίνεται Υιός του ανθρώπου, μεσίτης Θεού και ανθρώπων. Χωρίς να χάσει την ιδιότητα του Θεού, μένοντας άτρεπτος, ούτε προσχηματίστηκε το να είναι άνθρωπος. Γιατί είναι αψευδής και κάθε δόλος και απάτη είναι τελείως ξένα στη θεία αγαθή θέληση· αλλά έγινε αληθινά άνθρωπος στη φύση, χωρίς καμιά τροπή και σύγχυση, για να χαρίζει αληθινά στη φύση μας τη σωτηρία.

Είναι λοιπόν τέλειος Θεός, γιατί σ’ αυτόν κατοικεί σωματικά όλο το πλήρωμα της θεότητας (Κολ. 2, 6)· και τέλειος άνθρωπος, για να σώσει ολόκληρο τον άνθρωπο γιατί ότι δεν προσλαμβάνεται μένει αθεράπευτο. Είναι ένας και ο αυτός με δύο τέλειες φύσεις, χωρίς να τον διακρίνει καμιά διαίρεση της μιας από την άλλη.

Κατά την υπόσταση ταυτίζεται με την ίδια του τη σάρκα, ενώ κατά τη φύση με τον Πατέρα και το Πνεύμα ως Θεός ομοούσιος, και μ’ εμάς πάλι ως άνθρωπος που έγινε συμφυής και ομόφυλος, έχοντας όλη την ουσία του πρώτου Αδάμ, από όσα δηλαδή προέρχεται ο άνθρωπος και από όσα σύγκειται και όσα είναι ο άνθρωπος, ήτοι σώμα θνητό και ψυχή νοερή και αθάνατη, λογική, αυτεξούσια, που θέλει και ενεργεί· γιατί το ζώο που στερείται ένα από όλα αυτά δεν είναι άνθρωπος.

Από την αγία Παρθένο πήρε σάρκα εμψυχωμένη με ψυχή λογική και νοερή και αφού ενώθηκε μ’ αυτήν, με την υπόσταση του και κυοφορήθηκε έγινε Θεός ένσαρκος, ένας Υιός και Χριστός και Κύριος, κι έκανε Θεοτόκο εκείνη που τον γέννησε.

Αν δεν ήταν ένας στην υπόσταση, πως «έγινε ο Λόγος σάρκα»; Μ΄ αυτό δηλώνει το άγιο Πνεύμα όχι ότι ο Λόγος μεταβλήθηκε σε σάρκα (Ιω. 1, 14), αλλά ότι ενώθηκε με τη σάρκα κατά την υπόσταση. Ή πως «ο μονογενής Υιός, που ήταν μέσα στους κόλπους του Πατέρα», λέει, «το εξήγησε» (Ιω. 1, 18); Ο άνθρωπος που έβλεπαν αυτός το εξήγησε· αυτός, αν δεν ήταν και Θεός, πως θα πιστευτεί ότι είναι στους κόλπους του Πατέρα; Ή πως λέει, «κανένας δεν ανέβηκε στον ουρανό, παρά αυτός που κατέβηκε από τον ουρανό, ο Υιός του ανθρώπου που είναι στον ουρανό» (Ιω. 3, 15);

Δεν είχε ακόμα ανεβεί σωματικά στον ουρανό, πράγμα που και μετά την ανάσταση του είπε· «δεν ανέβηκα ακόμα στον Πατέρα μου» (Ιω. 20, 17). Ή πως «αυτός που κατέβηκε είναι κι αυτός που ανέβηκε» (Εφ. 4, 10); Κατέβηκε κατά τη θεότητα όχι τοπικά, αλλά κατά συγκατάβαση, ενώ ανέβηκε σωματικά, όντας ένας ο ίδιος Θεός και άνθρωπος. Ή πως αυτός που μιλάει και φαίνεται ως άνθρωπος λέει, «εγώ και ο Πατέρας μου είμαστε ένα» (Ιω. 10, 30); Γιατί δεν είναι εύκολο ένας απλός άνθρωπος να πει τέτοιους λόγους, αν δεν είναι Θεός ομοούσιος με τον Πατέρα.

Κι αν δεν αποτελούνταν από δύο φύσεις, πως θα ήταν ταυτόχρονα ο ίδιος θνητός κι αθάνατος, κτιστός κι άκτιστος, όρατός και αόρατος, τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος; Γιατί αυτά δεν μπορεί να είναι ιδιώματα μιας φύσης. Δεν είναι δηλαδή κατά φύση ίδιο το κτιστό με το άκτιστο, ούτε το θνητό με το αθάνατο, ούτε το ορατό με το αόρατο, ούτε το θείο με το ανθρώπινο.

Αλλά πως θα μπορούσε ο Χριστός να είναι και μιας σύνθετης φύσης, εάν θεωρείται ο Πατέρας και το Πνεύμα με μία απλή φύση; Πώς θα είναι ομοούσιος με τον Πατέρα και μ’ εμάς κατά την ίδια φύση, αν δεν θεωρήσει κανένας ομοούσιο μ’ εμάς και τον Πατέρα; Πράγμα που είναι τερατοδέστερο από κάθε έννοια. Και πως λέει και ο ίδιος, «όποιος είδε εμένα, έχει δει και τον Πατέρα μου» (Ιω. 14, 9), και αλλού, «γιατί θέλετε να με σκοτώσετε, ένα άνθρωπο που σας είπα την αλήθεια» (Ιω. 8, 40); Γιατί, όποιος τον βλέπει σαν άνθρωπο μόνο, δεν έχει δει τον Θεό και Πατέρα.

Αν πάλι ισχυριστούμε ότι έχει μία ενέργεια, που θα τοποθετήσουμε το σωματικό βάδισμα, το κόψιμο του ψωμιού, τον προφορικό λόγο και τα όμοια, πράγματα που δεν είναι της θείας φύσης ενέργειες, αλλά της ανθρώπινης; Γιατί αυτά δεν ήταν φαινομενικά, αλλά γίνονταν αληθινά ως ενέργειες της φύσης του.

Κι αν ως προς την ανθρώπινη φύση τον θεωρήσουμε άμοιρο από φυσικό και αυτεξούσιο θέλημα, που θα τοποθετήσουμε τη φυσική έφεση της τροφής και των άλλων, εννοώ του ύπνου, της πόσης και των όμοιων; Γιατί αυτά κινούμενα από το φυσικό νόμο, οδηγούν την άλογη ψυχή στην αναγκαστική εκπλήρωση τους. Γι’ αυτό και την όρεξη την συνοδεύει η ορμή για την πράξη· η φύση δηλαδή ωθεί τα άλογα, γι’ αυτό είναι και ανεύθυνα και δεν υπόκεινται σε κανενός είδους τιμωρία.

Όποια όμως διαθέτουν λόγο, με την αυτεξούσια κίνηση τους οδηγούν μάλλον τη φύση, έχοντας στην εξουσία τους το να ακολουθούν ή να συγκρατούν την επιθυμία. Γιατί η θέληση είναι επιθυμία φυσική, λογική και αυτεξούσια. Τα λέω αυτά για όσους φυλάνε τους κανόνες της φύσεως, γιατί όσοι έχουν ορμήσει από απροσεξία τους στο παρά φύση, άγονται μάλλον από τη φύση παρά οδηγούν αυτήν, έχοντας αποκτήσει τη συνήθεια των παθών σαν δεσποτική εξουσία.

Και με ποιο θέλημα του θα πούμε πως όταν πήγε στο σπίτι θέλοντας να μην το αντιληφθεί κανένας δεν μπόρεσε να διαφύγει την προσοχή τους (Μάρκ. 7, 24); Γιατί το θείο θέλημα είναι σ’ όλους φανερό πως είναι παντοδύναμο, ενώ το ανθρώπινο είναι ασφαλώς ασθενές και αδρανές. Πώς πάλι, παραβλέποντας το δικό του θέλημα, ευχόταν να εκπληρωθεί το θέλημα του Πατέρα; Ποιας φύσης γνώρισμα είναι η προσευχή; Της κτιστής βέβαια. Αυτής λοιπόν είναι και το θέλημα που παραβλέπεται. Έτσι, ένας είναι ο Χριστός, Υιός και Κύριος, με δύο τέλειες φύσεις και με τα φυσικά ιδιώματα τους, που αδιαίρετα μαζί κι ασύγχυτα θέλει κι ενεργεί τις ενέργειες κάθε μιας φύσης με την κοινωνία και της άλλης, σύμφωνα με την ασύγχυτη περιχώρηση των φύσεων του της μιας με την άλλη· είναι ο ένας της αγίας Τριάδος, ο Υιός του Θεού, που έγινε για χάρη μας και Υιός του ανθρώπου.

Επειδή δηλαδή ο θάνατος ήρθε μέσω ανθρώπου, έπρεπε μέσου ανθρώπου να δωρηθεί και η ανάσταση (Α΄ Κορ. 15, 21). Επειδή ψυχή νοερή με αυτεξούσιο θέλημα έκανε την παράβαση, έπρεπε επίσης ψυχή νοερή με φυσικό και αυτεξούσιο θέλημα να πραγματοποιήσει την υπακοή του Δημιουργού και να επανέλθει  σωτηρία με όσα ο θάνατος εξοστράκισε τη ζωή, για να μη νομίσει ο θάνατος ότι ο άνθρωπος τυραννείται.

Ποιο είναι λοιπόν το αποτέλεσμα αυτού; Δελεάζοντας τον άνθρωπο με την ελπίδα της θεότητας, δελεάζεται από το προπέτασμα της σάρκας και δοκιμάζοντας ο θάνατος το αναμάρτητο σώμα, ένιωσε ναυτία και εξέμεσε ο άθλιος όλη την τροφή που είχε στα σπλάχνα του. Αφού δηλαδή δέχτηκε όλα τα δικά μας γνωρίσματα για χάρη μας ο Θεός Λόγος που μας δημιούργησε κι αφού έλαβε πείρα όλων των δικών μας παθών, όμοια με εμάς αλλά χωρίς την αμαρτία (Εβρ. 4, 15), αφού εκπλήρωσε το νόμο και αποδείχτηκε ως μόνος αναμάρτητος ανάμεσα στους ανθρώπους (και γι’ αυτό άλλωστε δεν ήταν υπεύθυνος για θάνατο), κι αφού έκανε με τα θαύματα του γνωστή τη δύναμη της θείας ουσίας του, έρχεται τέλος θεληματικά για χάρη μας προς το πάθος το σωτήριο όλου του κόσμου και προσφέρει τον εαυτό του, γινόμενος για χάρη μας κατάρα (Γαλ. 3, 13), χωρίς βέβαια να ήταν καθόλου κατάρα, αλλά μάλλον ευλογία και αγιασμός· αλλά αναδεχόμενος τη δική μας κατάρα σταυρώνεται για μας και πεθαίνει και ενταφιάζεται.

Γιατί λέει ή Γραφή, «είναι καταραμένος όποιος κρεμιέται επάνω σε ξύλο» (Δευτ. 2, 23). «Είσαι γη και στη γη θα καταλήξεις» (Γεν. 3, 19), είπε ο Θεός στον Αδάμ. Γίνεται λοιπόν για χάρη μας κατάρα, για ν’ απολαύσουμε εμείς την ευλογία. Γιατί λέει· «όσοι τον δέχτηκαν, τους έδωσε την εξουσία να γίνουν τέκνα Θεού» (Ιω. 1, 12), όσοι πιστεύουν σ’ αυτόν.

Ω μέγεθος θαύματος. «Αυτός που ποιμαίνει τον Ισραήλ» (Ψαλμ. 79, 1) ως προαιώνιος Θεός, αυτός παραδίδεται στο θάνατο ως άνθρωπος από Ισραηλιτικό χέρι. «Αυτός που οδηγεί τον Ισραήλ σαν πρόβατο» (Ψαλμ. 79, 1), οδηγήθηκε στη θυσία σαν αρνί άκακο και προβάλλει ξύλο ζωής κατά του ξύλου της γεύσης και με τη γεύση της χολής ανάμικτης με το ξίδι, εξοστρακισε τη νόσο που πρόσβαλε την ανθρώπινη φύση με τη γλυκιά βρώση. «Αυτός που κάθεται πάνω στα Χερουβίμ» (Ψαλμ. 79,2) ως Θεός, κρέμεται πάνω στον σταυρό ως υπόδικος, ενώ αυτός είναι η ζωή των ανθρώπων, που οι θεοκτόνοι δεν την πίστεψαν, επειδή την είδαν κρεμασμένη πάνω στο ξύλο.

Γιατί «έκλεισαν τα μάτια τους και βαριάκουσαν με τα αυτιά τους» (Ησ. 6, 9· 10). Αυτός που με τα χέρια του πλαστούργησε τον άνθρωπο, άπλωσε ανοιχτά όλη μέρα τ’ άχραντα χέρια του προς ένα λαό ανυπάκουο και όλο αντιλογία (Ησ. 65, 2) και παραθέτει την ψυχή του στις πατρικές παλάμες (Λουκά 23, 46). Με τη λόγχη σχίζεται η πλευρά (Ιω. 19, 34) εκείνου που δημιούργησε την Εύα από την πλευρά του Αδάμ (Γεν. 2, 22), και πηγάζει θείο αίμα και νερό, πιοτό αθανασίας και βάπτισμα αναπλάσεως. Γι’ αυτό ένιωσε ντροπή ο ήλιος μη αντέχοντας να βλέπει τον νοητό ήλιο της δικαιοσύνης να περιπαίζεται.

Σαλευόταν η γη, καθώς την έρανε το δεσποτικό αίμα, αποτινάζοντας το ρύπο των ειδωλικών αιμάτων και σκιρτώντας ολόχαρη για την κάθαρση. Οι νεκροί έβγαιναν από τα μνήματα τους, προδηλώνοντας την έγερση εκείνου που γινόταν νεκρός για χάρη μας. Έσβηνε ο ήλιος και πάλι έβγαινε συμπληρώνοντας το τριήμερο αριθμητικά του Κυρίου. Σκιζόταν το καταπέτασμα του ναού αγγέλλοντας καθαρά την είσοδο στα άδυτα και τη φανέρωση των κρυμμένων. Γιατί ο ληστής έμελλε να περπατήσει τον παράδεισο και τον άνθρωπο που τον σκότωναν ως κακούργο, θα τον πίστευε ως Θεό και θα τον προσκυνούσε όλη η κτίση. Γιατί είναι Θεός πραγματικά· και το γήινο σώμα και που αποτελούνταν από χώμα θα γινόταν ψηλότερο από τους ουρανούς και θα καθόταν μαζί με το Θεό· και τέλος θα έλαμπε η επίγνωση της αγίας και μακάριας και πολυύμνητης Τριάδος.

Αυτός που εμφύσησε στον Αδάμ πνεύμα ζωής και τον έκανε ψυχή ζώσα (Γεν. 2, 7), νεκρός, χωρίς πνοή τοποθετείται στο μνημείο. Αυτός που κατάκρινε τον άνθρωπο για τη στροφή του στη γη (Γεν. 3, 19), συναριθμείται με τους λησμονημένους μέσα στη γη. Συντρίβονται οι χάλκινες πύλες (Ψαλμ. 106, 16) και λυγίζουν τα σιδερένια μάνταλα βγήκαν απ’ τους αρμούς τους οι αιώνιες πύλες κι έφριξε ο φύλακας τους και φάνηκαν τα θεμέλια της οικουμένης. Λογαριάστηκε μαζί με τους νεκρούς ο ελεύθερος από την αμαρτία και κείτεται τυλιγμένος στα σάβανα αυτός που έλυσε τα σάβανα του Λαζάρου (Ιω. 6, 44), για να λύσει από τα δεσμά του τον άνθρωπο που είχε νεκρωθεί εξαιτίας της αμαρτίας/ες κι ήταν δεμένος σφιχτά από τα πλοκάμια της και να τον αφήσει ελεύθερο. Τώρα ο βασιλιάς της δόξας (Ψαλμ. 23, 7) κατέβηκε στον τύραννο, ο δυνατός στον πόλεμο (Ψαλμ. 23, 8), που οι έξοδοι του σ’ εμάς γίνονται από το άκρο του ουρανού, αυτός που περπάτησε ως γίγας το δρόμο της ζωής. Συμπλέκεται μ’ αυτόν σαν άνθρωπος ασθενής και δεσμεύει τον ισχυρό σαν το στρουθίο, αφού αποδείχτηκαν ανίκανοι οι δορυφόροι του μπροστά στην αυτοδύναμη θεότητα και διαρπάζει τα σκεύη του (Ματθ. 12, 29), ανεβάζοντας επάνω δίκαια όσα εκείνος είχε άδικα κατεβάσει.

Τώρα ο Λόγος κατεβαίνει προς τον δράκοντα, τον Λεβιαθάν, τον αποστάτη (Ησ. 27, 1) (ο Λεβιαθάν εξηγείται δράκοντας), «τον μεγάλο νου των Ασσυρίων», εννοώ τις αντίθετες δυνάμεις, που έχει τη φωλιά του στην καρδιά της γης (Ησ. 19, 3). Τον σέρνει με το αγκίστρι της θεότητας (Ιώβ 40, 14· 20), το κρυμμένο μέσα στο σώμα, όπως κρύβεται το σκουλήκι, κι όποιους μπόρεσε τόσο οικτρά να καταπιεί τον αναγκάζει να τους εμέσει και αποστέλλει άδειον αυτόν που κόμπαζε για τα πλούτη του (Ιω. 20, 16).

Το παιδί που γεννήθηκε και δόθηκε σ’ εμάς (Ησ. 9, 6) κατεβαίνοντας στην τρώγλη όπου ζουν οι ασπίδες, πνίγει και σκοτώνει κι αφανίζει τον αγέρωχο και υπερήφανο. Τώρα ο άδης έγινε ουρανός, τα καταχθόνια ξεχειλίζουν από φως (Ησ. 9, 2) και το σκότος που καταδιώκει τους ανθρώπους τώρα εξορίζεται το ίδιο (Ησ. 9, 2) και οι τυφλοί δέχονται το φως τους. Γιατί για όσους κάθονταν στο σκότος και στη σκιά του θανάτου ανέτειλε ανατολή από τον ουρανό (Λουκά 1, 78· 79). Αυτά οι προφήτες και οι πατριάρχες και οι δίκαιοι τα προτύπωναν και τα προέλεγαν με σαφήνεια.

Ρίχνεται ο δίκαιος στα δεσμά ως δυσκολομεταχείριστος*.

* Ο λόγος εδώ είναι συμπίλημα από διάφορα χωρία του Ησ. 3, 10-11.

Γιατί διατύπωσαν κατά του εαυτού τους βουλή ολέθρια όσοι λεηλατούσαν το λαό του Κυρίου και διατάρασσαν τους δρόμους που περπατούσαν. «Αλίμονο στην ψυχή τους! Θα τους συμβούν συμφορές ανάλογα με τα έργα τους», λέει ο Ησαΐας για μας όμως η πράξη σταματά τον πόνο και θεραπεύει τις οδύνες. «Προσφέρω την πλάτη μου στο μαστίγιο και το πρόσωπό μου σε ραπίσματα» (Ησ. 50, 6) και ανέχομαι την ντροπή των εμπτυσμών, είπε αυτός που μιλά με το στόμα του Ησαΐα.

Γι’ αυτό δεν θα ντραπεί το πλαστούργημα των χεριών μου ούτε θα αισχυνθεί. Γιατί δεν θεώρησα ότι είχα από υφαρπαγή την ισότητα μου με τον Θεό, αλλά, επειδή ήμουν Θεός ομοούσιος με τον Πατέρα, άφησα τον εαυτό μου να κατεβεί στην κένωση και δέχομαι την ταπείνωση του θανάτου, αφού έτσι ευδόκησε ο Πατέρας (Φιλ. 2, 5-8). Γιατί θέλω όσα θέλει, αφού από τη φύση μου είμαι συνθελητής του και κοινωνός της θεότητας.

Και εγώ ο Ύψιστος υψώνομαι και μ’ εμένα δοξάζεται η ανθρωπότητα (γιατί έτσι εκπληρώνω την πατρική αγάπη), ώστε δικαιωμένα με το δικό μου αίμα και πετυχαίνοντας με το δικό μου θάνατο την συμφιλίωση τους με τον Πατέρα μου να ζουν στη ζωή και ν’ αναπαυθούν κάτω από τις φτερούγες μου τα πρόβατα που εγώ φυλάω.

Ας τα φέρουμε στο νου μας εμείς που δεν τα είδαμε κι ας πιστέψουμε ακούγοντας αυτούς που ευαγγελίζονται την ειρήνη. Γιατί σ’ εμάς φανερώνεται ο βραχίονας του Θεού, η παντουργός δύναμη του (Ησ. 55, 1). Αν τα κατανοήσουμε θα δοξαστούμε και θα δοξαστούμε υπερβολικά, καθρεφτίζοντας μέσα στην ευτέλεια μας (Α΄ Κορ. 13, 12) τη δόξα του Κυρίου και κατανοώντας μέσα στην άδοξη όψη μας την πάνω από το νου ωραιότητα.

Γιατί, αν και έπαθε από αδυναμία, αλλά ζει με τη δύναμη του Θεού (Α΄ Κορ. 13, 4). Αν και τον βλέπουμε κρεμασμένο πάνω στο ξύλο να χάνεται δίχως κάλλος και δόξα περισσότερο από όλους τους υιούς των ανθρώπων, όμως αυτός είναι το απαύγασμα της δόξας, που βλέποντας το η γη ντράπηκε και πένθησε. Αυτός ανέβασε τις αμαρτίες μου στο σταυρό και πόνεσε το δικό μας χτύπημα και για μας νιώθει οδύνη και υποφέρει χτυπήματα και πόνο και κακώσεις, που αποτελούν το αντίτιμο της ειρήνης μας.

Επειδή δηλαδή σαν πρόβατα πλανηθήκαμε ξεκλίνοντας από το δρόμο του Κυρίου και βαδίζοντας τη δική μας πορεία, από ευσπλαχνία έχει παραδοθεί για τις αμαρτίες μας. Δε φιλονικεί, δεν φωνάζει, αφήνοντας μας παράδειγμα, και οδηγείται για χάρη μας στο θάνατο αδιαμαρτύρητα σαν πρόβατο. «Θα δείτε», λέει ο Μωυσής, «κρεμασμένη τη ζωή σας απέναντι σας και δε θα πιστέψετε στη ζωή σας» (Δευτ. 28, 66). Ο θεοπάτωρ Δαβίδ ή μάλλον μέσω του Δαβίδ ο Κύριος του Δαβίδ διακηρύσσοντας από πρώτα το πάθος του και τη γεννήτρια της ζωής ταφή του έλεγε «μοιράστηκαν μεταξύ τους τα φορέματα μου κι έβαλαν ένα – ένα σ’ αυτά κλήρο» (Ψαλμ. 11, 19).

Αυτός που έντυσε τους προπάτορες του ανθρώπινου γένους με δερμάτινους χιτώνες, γυμνώνεται με τη θέληση του για τη σταύρωση, ώστε, γυμνώνοντας μας από τη θνητότητα μας, να μας ντύσει με την ομορφιά της αφθαρσίας, και μοιράζει με κλήρο τη φορεσιά του στους στρατιώτες. Γιατί επρόκειτο, όταν θα έφευγε από τους θνητούς, ν’ αποστείλει στα έθνη τους μαθητές που είχε διαλέξει ο ίδιος και να γίνει ο ίδιος ένδυμα των πιστών. Γιατί λέει «όσοι βαφτιστήκατε στ’ όνομα του Χριστού, ντυθήκατε το Χριστό» (Γαλ. 3, 27).

Ο Νώε όταν κλεινόταν στην κιβωτό κι έσωζε με το ξύλο τα σπέρματα του δεύτερου κόσμου, γινόμενος πάλι αρχή του ανθρώπινου γένους, προτύπωνε τον Χριστό που ενταφιαζόταν εκούσια, που καθάρισε την αμαρτία με το ανάμικτο αίμα με νερό που ανάβλυσε από την πλευρά του και που έσωσε με το ξύλο του σταυρού όλο το γένος μας κι έγινε αρχηγός κι οδηγός κοινού βίου και νέας πολιτείας.

Ο Αβραάμ ο μέγας πατριάρχης (Γεν. 11, 1) οδηγώντας στην ολοκαύτωση τον Ισαάκ, που του είχε δοθεί από υπόσχεση και στον οποίον έγιναν οι υποσχέσεις, προανήγγελλε φανερά τη σφαγή του Κυρίου. Κι ο Ισαάκ βέβαια χαρίζεται στον πατέρα του ζωντανός από τον Θεό, ενώ ένα αρνί που είχαν μπλεχτεί τα κέρατα του σ’ ένα θάμνο Σαβέκ αντικατέστησε το σφάγιο. Και γίνεται το διπλό μυστήριο, του κριαριού και του Ισαάκ αληθινός τύπος του Χριστού του Θεού μας (Γεν. 22, 1).

Γιατί ο Χριστός είναι διπλός και σύνθετος, Θεός και άνθρωπος ο ίδιος, αφού ως προς τη φύση έμεινε απαθής Υιός του Θεού και Θεός· αυτός όμως, ως άνθρωπος που έγινε πάνω από τον άνθρωπο, προσέφερε τον εαυτό του στον Πατέρα για χάρη του κόσμου, όπως το άγνωστο σφάγιο στο θάμνο Σαβέκ, δηλαδή στο ξύλο της άφεσης. Γιατί Σαβέκ ερμηνεύεται άφεση.

Με ποιο σκοπό έγιναν οι τρεις μεζούρες του κρυμμένου σιμιγδαλιού (Γεν. 18, 6); Δεν υπαινίσσεται με σαφήνεια την τριήμερη ταφή του άρτου της ζωής; Και τι σημαίνει ο λάκκος πρώτα του Ιωσήφ και η φυλάκισή του έπειτα (Γεν. 32, 50); Δεν φανερώνει ολοκάθαρα τον τάφο και τη φρουρά πάνω σ’ αυτόν; «Με έβαλαν», λέει, «στα βάθη, μέσα σε λάκκο, στα σκοτεινά και στη σκιά του θανάτου» (Ψαλμ. 87, 7). Και τι συμβόλιζε πάλι ο Μωυσής ο θεόπτης και νομοθέτης; Κρυμμένος μέσα στο καλάθι, δεν παραδινόταν στο θάνατο και δεν τον έσωζε απ’ αυτόν η κόρη του βασιλιά (Εξ. 2, 1);

Έτσι και ο Χριστός καλύπτεται μέσα στον τάφο γίνεται σωματικά νεκρός κι από τη θεότητα του που βασιλεύει σ’ όλη την κτίση επαναφέρεται πάλι στη ζωή. Δεν είναι πάλι ο ίδιος ο Μωυσής που χτυπά με το ραβδί του τη θάλασσα και με το διπλό χτύπημα, το κατακόρυφο κι οριζόντιο, δεν προμηνύει το σχήμα του σταυρού (Εξ. 19, 27), και κατεβαίνει στο βυθό δείχνοντας την κάθοδο του Σωτήρα στον άδη και θανατώνει τον διώκτη του Φαραώ σώζοντας τον Ισραήλ; Γιατί και ο Χριστός θανάτωσε το θάνατο και σώζει όλους όσοι πιστεύουν σ’ αυτόν. Και με την έκταση των χεριών, τρέποντας σε φυγή τους Αμαληκίτες (Εξ. 17, 11) και αναδεικνύοντας τροπαιοφόρους τους Ισραηλίτες, προεικονίζει το ίδιο το μυστήριο του Σωτήρα.

Μου προκαλεί έκσταση και το παράδοξο μυστήριο του μάννα (Εξ. 17, 12). Όπως αυτό μπορούσε να διατηρηθεί μόνο το Σάββατο, έτσι κι ο Ιησούς, ο Θεός μου, και που για μένα έγινε άνθρωπος, όλος γλυκύτητα και όλος επιθυμία, κατά το τέλος της Παρασκευής καλύπτεται μέσα στον τάφο. Αλλά και τον Ιωνά δεν τον ανακήρυξε ως τύπο του ο ίδιος ο Κύριος; Γιατί λέει, «όπως ο Ιωνάς έμεινε μέσα στην κοιλιά του κήτους τρεις ημέρες και τρεις νύχτες, έτσι πρέπει και ο Υιός του ανθρώπου να μείνει μέσα στα σπλάγχνα της γης τρεις ημέρες και τρεις νύχτες» (Ματθ. 12, 40).

Αλλά θα πει κάποιος, αν τον εκούσιο θάνατo του τον υπέμεινε την Παρασκευή και την μία του Σαββάτου αναστήθηκε, πως θα διασωθεί η παραμονή του στα σπλάχνα της γης τρεις νύχτες; Όμως αυτό μας λέει ο θείος Μωυσής ότι «ο Θεός κάλεσε το φως ημέρα και το σκοτάδι το ονόμασε νύχτα» (Γεν. 1, 5). Όταν λοιπόν κρεμάστηκε ο Κύριος στον τίμιο σταυρό, έγινε σκοτάδι σ’ όλη την οικουμένη (Ματθ. 27, 45) και δεν ήταν ένα νέφος που είχε μπει μπροστά και σκέπασε το φέγγος του ήλιου και ούτε παρεμβαλλόταν το σώμα της σελήνης σαν κάποιο διάφραγμα εμποδίζοντας να φτάσει η λάμψη του έως εμάς (γιατί έτσι λένε οι ειδικοί σ’ αυτά πως γίνονται οι ηλιακές εκλείψεις), αλλά είχε βουλιάξει στο σκοτάδι όλη η γη· πιο σκοτεινό από το ψηλαφητό σκοτάδι της αιγυπτιακής πληγής.

Γιατί η ίδια η πηγαία φωτιστική δύναμη του ήλιου είχε χαθεί. Έπρεπε δηλαδή να πενθήσει όλη η κτίση τον σωματικό θάνατο του Δημιουργού. Γι’ αυτό κι ο προφήτης λέει· «θα βασιλέψει ο ήλιος το μεσημέρι και το φως θα σκοτεινιάσει κατά τη διάρκεια της ημέρας» (Αμώς 8, 9). Κι άλλος πάλι προφήτης λέει· «την ημέρα εκείνη δε θα υπάρχει φως. Δε θα είναι ημέρα ούτε νύχτα, αλλά το φως θα ’ρθεί προς το βράδυ» (Ζαχ. 14, 6· 7).

Μέσα σ’ αυτό λοιπόν το σκοτάδι η θεϊκή και πανάγια ψυχή, χωρισμένη από το ιερό και ζωοποιό σώμα, επισκέφτηκε τα σπλάχνα της γης, γεγονός που θεωρείται νύχτα. Έπειτα, μετά το σκότος δημιουργείται πάλι πρόχειρα από τον δημιουργό μια ημέρα, καθώς ξαναμπήκε ο ήλιος στη συνηθισμένη του τροχιά. Γι’ αυτό και ο προφήτης προείπε ότι το φως θα ’ρθεί προς το βράδυ. Έπειτα ήρθε η πριν από το Σάββατο νύχτα και στη συνέχεια το Σάββατο και η ημέρα πριν από τη μία των Σαββάτων και τέλος, η ίδια η λαμπρή και φωτοφόρος ημέρα της Κυριακής, κατά την οποία το άκτιστο φως ανεβαίνει σωματικά από τον τάφο, σαν νυμφίος ωραίος από την ομορφιά της ανάστασης. Το τέλος δηλαδή των Σαββάτων, που ο Ευαγγελιστής το ονομάζει «οψέ Σαββάτων», γίνεται αρχή της μιας των Σαββάτων. Έτσι μετριούνται και βγαίνουν ξεκάθαρα τρεις ημέρες και άλλες τόσες νύχτες. Αλλά ας ξαναγυρίσουμε στο σημείο απ’ όπου κάναμε την παρέκβαση.

Πεθαίνει και κατεβαίνει στο χώμα αυτός που έπλασε από χώμα τον άνθρωπο και αίρεται η ζωή του από τη γη. Γιατί αποθέτει τα γήινα, εννοώ όχι το σώμα, αλλά τις ιδιότητες του σώματος, ύπνο, κόπο, πείνα, δίψα, τομή και ροή. Γιατί αυτά παρεισέφρησαν στη ζωή μας από την παρακοή. Και η ταφή του γίνεται με ειρήνη, που την πέτυχε για μας με τη σταύρωση και την ταφή, αφού ένωσε τα χωρισμένα κι αφού καθυπόταξε τον αποστάτη άνθρωπο στον πλάστη του.

Γι’ αυτό και ο πονηροί αντί να ταφούν όπως εκείνος, παραδόθηκαν στον όλεθρο· οι Ιουδαίοι δηλαδή μετά την εκπόρθηση του ναού και της πόλης οδηγούνται αιχμαλωτισμένοι από τους εχθρούς και δεν επιστρέφουν πια στα δικά τους μέρη, επειδή τους είχε εγκαταλείψει η θεία βοήθεια μετά από αυτόν τον λόγο του Κυρίου· «να, αφήνεται η εστία σας έρημη» (Ματθ. 13, 38)· οι δαίμονες πάλι, αφού τους αφαιρέθηκε η τυραννική και αλαζονική εξουσία, που οι κακοί κακώς άσκησαν εις βάρος μας, έγιναν υποχείριοι στα πιο χειρότερα πάθη.

Ενώ αυτός κληρονόμησε τη λεία των πονηρών, τους νεκρούς δηλαδή των αιώνων, απαλλάσσοντας όσους κατέχονταν από το ζυγό της αμαρτίας. Με το να συγκαταλεχθεί δηλαδή με τους άνομους, φύτεψε την ευνομία, ενώ των ανυπάκουων το σπέρμα οδηγήθηκε στην απώλεια, τις γιορτές τους τις μετέβαλε σε πένθος και από ύμνους αντήχησαν θρήνοι. Για μας όμως ανέτειλε από το σκοτάδι φως κι από το μνήμα βγήκε ή ζωή κι από τον άδη πηγάζει η ανάσταση, η χαρά, η φαιδρότητα, η αγαλλίαση.

Δεν είναι άτοπο, χρησιμοποιώντας τους ευαγγελικούς λόγους, ν’ αντλήσουμε τον πλούτο που κρύβουν. Λένε οι μαθητές που με τη χάρη του Πνεύματος διηγήθηκαν τα θεία και που έχουν μέσα τους τον Χριστό να μιλάει· «όταν σουρούπωσε, ήρθε ένας άνθρωπος πλούσιος από την Αριμαθαία, που ονομαζόταν Ιωσήφ, βουλευτής επίσημος, άνθρωπος καλός και δίκαιος, που κι αυτός ήταν μαθητής του Ιησού και δεχόταν το κήρυγμα της βασιλείας του Θεού και την περίμενε». «Αυτός δεν ενέκρινε την πράξη τους, αλλά κρυβόταν από φόβο των Ιουδαίων. Πήρε όμως το θάρρος και πηγαίνοντας στον Πιλάτο ζήτησε το σώμα του Ιησού» (Ματθ. 27, 57. Μάρκ. 15, 42. Λουκά 23, 50-52).

Ω μακάριος άνθρωπος, άξιος να τον θυμάται κανείς! Αληθινά λέει ο Κύριος· «κάθε δέντρο αναγνωρίζεται από τους καρπούς του» (Ματθ. 7, 16· 17). Επειδή ήταν αγαθός και δίκαιος δεν συμφωνούσε με τη σκέψη και τις πράξεις τους. Ήταν αληθινά αυτός μακάριος άνθρωπος όπως λέει ο θεηγόρος Δαβίδ (Ψαλμ. 1, 1). Γιατί «δεν πήρε μέρος σε σύναξη ασεβών, ούτε φρύαξε στέκοντας στο δρόμο των ασεβών και δεν κάθισε σε θρόνο ανάμεσα σε αμαρτωλούς δικαστές (Ψαλμ. 1, 1) κατά του Κυρίου και κατά του Χριστού του μετέχοντας στα σχέδια ανόμων ανθρώπων (Ψαλμ. 2, 1). Δεν είπε «εμπρός πάρε τον και σταύρωσε τον» (Ιω. 19, 15). Δεν φώναξε μαζί με τους άθλιους, επισύροντας επάνω του κι επάνω στους απογόνους του την τιμωρία για το αθώο και θείο αίμα.

Αλλά η θέληση του ήταν στο νόμο του Κυρίου και στο νόμο του έπεφτε και σηκωνόταν και πάντα τον μελετούσε καταρδεύοντας τη διάνοια του με τα θεόβρυτα νάματα του Πνεύματος. Είχε γίνει μαθητής του καλού δασκάλου κι ακολούθησε πιστά τα βήματα του. Ω, άνθρωπος πλούσιος στην προαίρεση! ω, σοφός έμπορος, που με τον επίγειο πλούτο άρπαξε τον ουράνιο κι έκρυψε μέσα του το θησαυρό της ζωής!

«Και ο Πιλάτος», λέει, «θαύμασε που είχε κιόλας πεθάνει» (Μάρκ. 15, 44). Θαύμασε πως πέθανε η ζωή, πως παρέδωσε την πνοή του, ο ταμίας της πνοής των ανθρώπων. Μάλιστα, Πιλάτε, έχει πεθάνει, αλλά με τη θέληση του. Γιατί «έχει την εξουσία να δώσει την ψυχή του και έχει την εξουσία να την ξαναπάρει» (Ιω. 10, 18). Ναι, πέθανε, για να λαφυραγωγήσει το θάνατο, για να δώσει ζωή στο σφιχτοδεμένο με τα δεσμά, για να γίνει πρωτότοκος από τους νεκρούς και να πηγάσει την ανάσταση στους νεκρούς και να καταπιεί η ζωή το θνητό» (Β΄ Κορ. 5, 4).

Χαρίζει λοιπόν το σώμα στον Ιωσήφ. Ω ακράτητη τόλμη κι ω θάρρος, που κυοφόρησε η πίστη κι ο θείος πόθος. Οι μαθητές, αν και έλαβαν τα θεία χαρίσματα, περιορίζονται και κρύβονται από το φόβο, και εσύ ποθείς να πάρεις τον νεκρό και πολύ γρήγορα μιμήθηκες τον οδηγό σου και Κύριο. Γιατί με τη θέληση σου παρέδωσες την ψυχή σου στο θάνατο. Δεν άντεξες να βλέπεις γυμνό το άγιο σώμα του Κυρίου που ενώθηκε σε μια υπόσταση με τη θεότητα. Άγγιξες τον θείο άνθρακα, που τον απλό τύπο του δεν μπόρεσαν ν’ αγγίξουν τα Σεραφίμ.

Ω χέρια μακάρια και πανόλβιες παλάμες που κρατήσατε το θείο σώμα και το τυλίξατε με καθαρό σεντόνι και πανάκριβα μύρα. Γιατί λέει, «έτσι συνηθίζουν οι Ιουδαίοι να κάνουν την ταφή. Και υπήρχε», λέει, «στον τόπο όπου σταυρώθηκε ένας κήπος και μέσα στον κήπο μνήμα καινούργιο, όπου δεν είχε ταφεί κανένας ακόμα. Εκεί λοιπόν, επειδή οι Ιουδαίοι είχαν την Παρασκευή και το μνημείο ήταν κενό, έβαλαν τον Ιησού» (Ιω. 19. 40-42)· ήταν σκαμμένο στο βράχο· κύλησε στην πόρτα ένα τεράστιο πέτρα και έφυγε» (Ματθ. 27, 60).

Λέγεται Παρασκευή, σαν μια προετοιμασία για την ανάπαυση του Σαββάτου. Το Σάββατο απαιτούσε αργία και ο Θεός είχε ορίσει για τους Εβραίους να μην ασχολούνται με καμιά εργασία. Για μας όμως το θείο πάθος έγινε Παρασκευή για την κατάπαυση από την αμαρτία και των πονηρών έργων της. Τυλίγεται λοιπόν σε σινδόνι καθαρό ο μόνος καθαρός κι αμόλυντος, αυτός που πληροί τον ουρανό με τα σύννεφα και «περιβάλλεται σαν φόρεμα του το φως» (Ψαλμ. 103, 2), που έχει τον ουρανό θρόνο του και υποπόδιο του τη γη, που γεμίζει και βάζει τα όρια του κόσμου, ο μόνος απερίγραπτος Θεός, που κλείνει στην παλάμη του την κτίση, περιορίζεται σωματικά μέσα στον τάφο.

Στον ουρανό οι δυνάμεις τον προσκυνούν ως Θεό μαζί με τον Πατέρα του και το Πνεύμα, και αυτός σαν άνθρωπος κείτεται στο μνήμα σωματικά παραμένοντας ψυχικά στους μυχούς του άδη και δίνοντας στο ληστή είσοδο στον παράδεισο, έχοντας πάντα παρούσα την απερίγραπτη θεότητα του. Γιατί, αν και χωρίστηκε η ιερή ψυχή του από το ζωοποιό και άχραντο σώμα του, αλλά μετά τη σύλληψη του Λόγου μέσα στα σπλάχνα της αγίας Παρθένου και Θεοτόκου Μαρίας, με καθ’ υπόσταση αδιάσπαστη ένωση των δύο φύσεων, εννοώ της ψυχής και του σώματος, η θεότητα του Λόγου έμεινε αδιάσπαστη.

Και έτσι παρέμεινε και κατά το θάνατό του μία η υπόσταση του Χριστού, και μέσα στην υπόσταση του Θεού Λόγου υπήρχαν και η ψυχή και το σώμα, και μετά το θάνατο πάλι είχαν την ίδια υπόσταση. Γι’ αυτό «θα λυγίσουν τα γόνατα τους όλα τα επουράνια και επίγεια και καταχθόνια όντα και κάθε γλώσσα θα ομολογήσει ότι είναι Κύριος ο Ιησούς Χριστός προς δόξα του Πατέρα» (Φιλ. 2, 10-11).

Γιατί όμως τον τοποθετούν σε καινούργιο μνημείο, όπου δεν είχε ακόμα τοποθετηθεί άλλος νεκρός; Εγώ νομίζω, για να μη θεωρηθεί ότι πρόκειται για την ανάσταση κάποιου από τους παλαιούς νεκρούς. Γιατί ήταν έτοιμοι για τη διάπραξη του κακού εκείνοι που φθονούσαν τη σωτηρία τους και ήταν πανέτοιμοι για την απιστία. Για να φανεί λοιπόν ολότελα φανερή και πασίδηλη η ανάσταση του Κυρίου, ενταφιάζεται μόνος μέσα στο καινό [=καινούργιο] και στο κενό μνημείο αυτός, η πνευματική πέτρα της ζωής, που έπιναν οι αχάριστοι από αυτήν όταν τους ακολουθούσε. Ο λίθος ο ακρογωνιαίος και που δεν λατομήθηκε από χέρι, καλύπτεται μέσα σε λαξευμένη πέτρα. Γιατί οι εύθραυστες ψυχές, που ρέπουν εύκολα προς τις ηδονές, δεν αντέχουν να δεχτούν το θείο λόγο, ενώ οι περισσότερο στερεές διάκεινται με ανδρεία προς την αρετή.

«Την επόμενη μέρα», λέει, «που ήταν μετά την Παρασκευή, μαζεύτηκαν οι αρχιερείς και οι Φαρισαίοι στον Πιλάτο και του είπαν» (Ματθ. 27, 62). Πάλι μαζεύτηκε το συνέδριο της παρανομίας, εκείνοι που σκότωναν τους προφήτες και λιθοβολούσαν τους απεσταλμένους σ’ αυτούς, εκείνοι που κατέτρωγαν κυριολεκτικά τον αμπελώνα του Κυρίου, εννοώ τον Ισραηλιτικό λαό, και μαζί με τους δούλους θανάτωσαν σκληρά τον κληρονόμο Υιό. Γιατί δεν κατάλαβαν πως θα είναι κληρονόμος όλης της κτίσης, επειδή ήταν άνθρωπος. «Αν το αντιλαμβάνονταν δε θα σταύρωναν τον Κύριο της δόξας» (Α΄ Κορ. 2, 8).

Και τι λένε στον Πιλάτο; «Κύριε, θυμηθήκαμε ότι εκείνος ο απατεώνας είπε όσο ζούσε ακόμα· Μετά από τρεις ημέρες ανασταίνομαι» (Ματθ. 27, 63). Να η συνηθισμένη παρανομία των ειδωλολατρών. Εκείνον που είχε συνθηκολογήσει με την πλάνη, τον δούλο της αμαρτίας τον ονομάζουν κύριο οι λαοπλάνοι και της απάτης κοινωνοί, ενώ το Σωτήρα και Κύριο των όλων, την πραγματική αλήθεια, «τη σοφία και δύναμη του Πατέρα» (Α΄ Κορ. 1, 24), το αληθινό φως που φωτίζει κάθε άνθρωπο που έρχεται στον κόσμο, τον αποκαλούν «πλάνο».

Γιατί λέτε «όσο ζούσε ακόμα» προηγουμένως; Δεν ζει μετά το θάνατο αυτός που είναι της ζωής η αιτία σε όσους ζουν και η αιτία της ύπαρξης σε όσους υπάρχουν; Ήταν βέβαια ανάμεσα στους νεκρούς, αλλά ήταν ζωντανός ως ελεύθερος. Δεν ακούσατε ποτέ τον Κύριο να λέει στον προφήτη Ιωνά ότι, «τρεις μέρες ακόμα, και η Νινευή θα καταστραφεί» (Ιωνάς 3, 4); Γιατί θα αφανιστεί η πλάνη, όταν ο Κύριος θα βγει την τρίτη ημέρα από το μνήμα και θα φυτευτεί στη θέση της ή δικαιοσύνη και η αλήθεια.

«Πρόσταξε λοιπόν», λένε, «να ασφαλιστεί ο τάφος ως την τρίτη ημέρα» (Ματθ. 27, 64). Γιατί, δυστυχισμένοι, ταράζεστε μάταια; Γιατί νιώθετε φόβο, εκεί όπου ο φόβος δεν έχει θέση; Δε θα περιορίσει η σφραγίδα τον απεριόριστο. Αν οι σφραγίδες του λάκκου δεν εμπόδιζαν την είσοδο στον Αββακούμ, δεν θα άλλαζε την πορεία του Δανιήλ, του προφήτη και υπηρέτη του Θεού (Δαν. Βηλ και Δράκων 32-38). Πώς θα μπορέσουν οι σφραγίδες να κρατήσουν τον Κύριο όλων; Αλλά είναι πραγματικά τυφλή η κακία και βγαίνει εύκολα από το δρόμο της. «Μήπως έρθουν οι μαθητές του και τον κλέψουν και πούνε στο λαό ότι αναστήθηκε από τους νεκρούς· και θα είναι η τελευταία πλάνη χειρότερη απ’ την πρώτη» (Ματθ. 27, 64).

Ποιος κλέβει, ανόητοι, νεκρό; Ενδεχομένως τα ρούχα των πεθαμένων να τα κλέβουν οι τυμβωρύχοι, ποιος όμως έκλεψε ποτέ νεκρό; Για τι, αν δεν αναστηθεί και διαψευσθεί η πρόρρηση του για την έγερσή του πως θα τον πάρουν μάταια οι μαθητές του; Γιατί κάθε νεκρός βγαίνει από τη μνήμη των θνητών (Ψαλμ. 30, 13), είπε η Γραφή. Αν είναι απατεώνας, πως δε θα λησμονηθεί ακόμα περισσότερο; Και πως θα επισύρουν στον εαυτό τους θανάτους και κάθε είδους θλίψεις και πλήθος κακών, όπως κι επέσυραν, κλέβοντας έναν πλάνο νεκρό; Πραγματικά αποκαλύπτετε την πλάνη που σκέπτεστε με τα αληθινά.

Αλλά ο Πιλάτος τους λέει· «πάρτε τη φρουρά, πηγαίνετε και ασφαλίστε τον όπως νομίζετε. Πήγαν αυτοί κι ασφάλισαν τον τάφο· σφράγισαν την πέτρα κι άφησαν εκεί τη φρουρά» (Ματθ. 27, 65· 66). Αποφεύγει ο Πιλάτος την επικοινωνία με τους θεοκτόνους, έχοντας υπόψη ότι δεν του βρήκε καμιά κατηγορία και όλη αυτή την παρανομία την αποδίδει σ’ αυτούς. «Ασφαλίστε», λέει, «τον τάφο όπως εσείς ξέρετε». Ας μη σας απομένει καμμία αντίρρηση για την ανάσταση, παρέδωσα στα χέρια σας τη σφραγίδα και τη φρουρά. Αν δεν αποδειχθούν λοιπόν αληθινές, όπως λέτε εσείς, οι προρρήσεις του πλάνου για την έκβαση της ανάστασης θα έχετε φοβερές δικαιολογίες και ψεύτικες τερατολογίες να πείτε. Τώρα τα πράγματα στέκονται στην κόψη του ξυραφιού. «Τώρα είναι ώρα της κρίσης» (Ιω. 12, 31), όπως είπε ο ίδιος. Γιατί, αν αυτός σηκωθεί και υψωθεί από τη γη, εσείς οι άρχοντες θ’ αποβληθείτε κι εκείνος θα τους ελκύσει όλους κοντά του. Αυτά είναι τα λόγια του Πιλάτου. Αλλά οι αδιάντροποι και αχάριστοι Ιουδαίοι ορμούν σαν σκυλιά στον τάφο και βάζουν σφραγίδες στην πέτρα. Κείτεται λοιπόν στον τάφο νεκρός και τον φυλάνε οι φρουροί και οι σφραγίδες, αυτός που έκτισε και σφράγισε την άβυσσο· αυτός που έβαλε την άμμο όριο της θάλασσας, αναπαύθηκε σαν το λιοντάρι, κοιμήθηκε σαν λιονταρόπουλο (Γεν. 49, 9), σαν βασιλιάς που τον φυλάνε όταν κοιμάται. Ποιος θα τον σηκώσει; «Τώρα θ’ αναστηθώ» (Ψαλμ. 11, 6), λέει ο Κύριος, τώρα θα υψωθώ, τώρα θα δοξαστώ· τώρα θα δείτε και θα καταλάβετε.

Αλλά οι γυναίκες φλογισμένες με την ολόθερμη αγάπη του Δασκάλου, βλέποντας όλα τούτα απερικάλυπτα και έχοντας σφοδρή επιθυμία να προκινδυνέψουν για χάρη του Κυρίου, νίκησαν το θάρρος των αποστόλων, μη δεχόμενες να ηττηθούν. Άρα «εκεί που πλεόνασε η αμαρτία, υπερπερίσσεψε η χάρη» (Ρωμ. 5, 20). Έπρεπε λοιπόν όσα διακόνησαν το θάνατο, αυτά να υπηρετήσουν και την ανάσταση.

Για ποιο λόγο όμως κρύβονται οι Απόστολοι; Έπρεπε να προφυλαχτούν οι πιστότατοι μάρτυρες της θείας οικονομίας, για να γίνουν κήρυκες στα έθνη, επειδή στάθηκαν αυτόπτες και υπηρέτες των θείων μυστηρίων.

Και γιατί επιτρέπεται να πέσει ο Πέτρος στην άρνηση, ενώ ήταν ζηλωτής και αυστηρός φύλακας των καλών; Έμελλε ν’ αναλάβει αυτός τα πηδάλια της Εκκλησίας. Για να είναι λοιπόν συγχωρητικός σ’ όσους επιστρέφουν από την παράβαση τους, του παραχωρείται προνοητικά να ολισθήσει στην άρνηση, διδασκόμενος από το δικό του ολίσθημα να συγχωρεί τους άλλους.

Οι γυναίκες όμως, πλημμυρισμένες από το μύρο της θείας χάριτος και ελκύοντας με τον πόθο τους τον Χριστό, που είναι το χυμένο μύρο, για την ανακαίνιση μας, αυτόν που κενώθηκε θεϊκά και έχρισε και που σωματικά χρίσθηκε και εκείνος (γιατί και εκείνο που έχρισε κι αυτό που χρίσθηκε συνέπεσαν για να συμπληρώσουν ένα πρόσωπο και μια υπόσταση), αυτόν λοιπόν κυνηγώντας αδιάκοπα με την αγάπη τους κι ακολουθώντας δρομαία κι ασταμάτητα την οσμή των μύρων του, άλλα μύρα αγοράζουν πάλι και βιάζονται να πάνε στον τάφο. Γι’ αυτό και πρώτες βλέπουν την ανάσταση, επιμετρώντας τους ο δίκαιος κριτής τη χάρη ανάλογη με την προθυμία τους.

Ας γίνουμε λοιπόν κι εμείς όμοιοι με τους σοφούς υπηρέτες που περιμένουν να’ ρθεί ο κύριος του σπιτιού· όσοι λάβαμε το τάλαντο, ας το πολλαπλασιάσουμε με όλη μας τη δύναμη, για να επιτύχουμε ως αγαθοί δούλοι και οικονόμοι πιστοί τη χαρά του Κυρίου. Και τάλαντο νομίζω πως είναι κάθε χάρισμα που παραχωρείται στους ανθρώπους από τη θεία αγαθότητα. Δεν υπάρχει λοιπόν κανένας που να είναι τελείως αμέτοχος από θεία δώρα, αλλά ο ένας είναι κατάλληλος γι’ αυτήν την αρετή, ο άλλος για περισσότερη, ο τρίτος για μικρότερες αρετές· ο ένας για υψηλές και έξοχες αρετές και ο άλλος για ταπεινές και χαμηλότερες.

Ο Θεός έδωσε στον καθένα ένα μέτρο πίστης. «Οι δυνατοί θα εξεταστούν ανάλογα της δύναμης τους» (Σοφ. Σολ. 6, 6) και «σ’ όποιον δόθηκε πολύ, θα απαιτηθεί πολύ από αυτόν» (Λουκά 12, 48). Η απαίτηση για τον καθένα γίνεται κατά το μέτρο της δύναμης που τον παραχώρησε ο Θεός. Κι’ αυτός που δίνει γνωρίζει σε ποιον δίνει κι όλα είναι «γυμνά και φανερά μπροστά στα μάτια του» (Εβρ. 4, 13).

Ας βιαστούμε λοιπόν να πολλαπλασιάσουμε το τάλαντο μας με όση δύναμη έχουμε. Όποιος έλαβε πέντε, ας αποδώσει σ’ εκείνον που του τα έδωσε άλλα πέντε· ας επιστρέψει δύο όποιος έλαβε δύο. Ας απλώσει χέρι έμπρακτα ελεητικό σε όσους έχουν ανάγκη από έλεος και υποφέρουν από το φορτίο της πενίας, όποιος δέχτηκε τη χάρη από τον Κύριο του· ας τρέφει ο άλλος με το λόγο όσους λιώνουν από την [πνευματική] πείνα κι έχουν στεγνώσει από τον καύσωνα της απιστίας. Ας αποκτήσουμε φίλους από τον άδικο πλούτο (Λουκά 16, 9) κι ας χορτάσουμε τους φτωχούς, ώστε σαν ρήτορες που μπορούν εύκολα να πλησιάσουν, να μιλήσουν για χάρη μας μπροστά στο φρικτό δικαστήριο.

Ας φιλοξενήσουμε άστεγους, ας ντύσουμε γυμνούς, ας επισκεφθούμε ασθενείς, ας βαδίσουμε πρόθυμα προς τους φυλακισμένους, ας απλώσουμε το χέρι μας σε όσους αντιμετωπίζουν στενοχώριες και λύπες. Ας πονέσουμε μαζί τους, ας χύσουμε δάκρυα συμπάθειας, γιατί αυτά θα σβήσουν την ατελείωτη φωτιά της γέεννας. Αν αυτά τα πράξουμε με διψασμένη γι’ αυτόν καρδιά, θα πει και σ’ εμάς ο Κύριος «ελάτε οι ευλογημένοι του Πατέρα μου, κληρονομήστε τη βασιλεία που έχει ετοιμαστεί για σας» (Ματθ. 25, 34).

Όσοι έχουμε προσκληθεί ας φορέσουμε λαμπρό φόρεμα γάμου, για να λάβουμε μέρος στο θείο γάμο και, αφού θεωρηθούμε άξιοι για το κάλεσμα, ας πάρουμε μερίδιο από το μόσχο το σιτευτό κι ας φάμε κι εμείς από τον αμνό του Πάσχα, ας πιούμε από το νέο κρασί του αμπελιού, τώρα βέβαια σάρκα Θεού από σιτάρι και αίμα Θεού από κρασί που με την επίκληση του ιερέα μεταβάλλεται αληθινά και με τρόπο άρρητο.

Γιατί αυτός που μας υποσχέθηκε δεν ψεύδεται. Ας φάμε κι ας πιούμε με καθαρή συνείδηση κι ας καθαρθούμε με αυτά εφτά φορές όπως το χρυσάφι, ξεπλένοντας την κίβδηλη αμαρτία και κληροδοτούμενοι την αφθαρσία, ας ενωθούμε με τον Θεό κι ας θεωθούμε, τρυφή μεγάλη ας μας γίνει η μέθεξη του, όταν ηχήσει η σάλπιγγα του κι αναστηθούν οι νεκροί, όταν καθίσουν στο δικαστήριο την ημέρα που όρισε ο Θεός, για να κρίνει με δικαιοσύνη την οικουμένη.

Όταν θα πάρουν όλα την αποκατάσταση που τους αρμόζει χωρίς ν’ απομένει καμιά περαιτέρω αποκατάσταση. Όταν η φωτιά θα τρώει χωρίς να καταδαπανά τους εχθρούς, ενώ τους δίκαιους θα τους υποδεχτούν οι κατοικίες οι ετοιμασμένες πριν από τους αιώνες και ο κόλπος του Αβραάμ, ο από τους κόλπους του Αβραάμ, εννοώ, σαρκωμένος Θεός Λόγος και Κύριος. Όταν θα γκρεμιστεί η γη των ασεβών και θα τους υποδεχτεί ο ζόφος και η μαύρη φλόγα που έθρεψαν για τον εαυτό τους, και το σκουλήκι το ακοίμητο θα τους κατατρώει και το κλάμα μαζί με το χτύπημα των δοντιών.

Ενώ τους ευθείς στην καρδιά και που έχουν πίστη αδιάβλητη θα τους δεχθεί λαμπρούς, που θα λάμπουν όπως ο ήλιος, η γη των πράων (Ματθ. 5, 5)· όταν από τις παρθένες οι μωρές θα ταραχτούν μέσα στην αφροσύνη τους αναζητώντας σε ακατάλληλο καιρό τα κατάλληλα για τον καιρό και θέλοντας ν’ ανάψουν τις λαμπάδες τους που έσβησαν με ξένο λάδι για τις οποίες ο νυμφώνας θα αποκλειστεί, ενώ θ’ αντηχήσει από μέσα σκληρή η φωνή του αδέκαστου κριτή· «δε σας γνωρίζω» (Ματθ. 25, 1-12).

Πού είναι το ίδιο σαν να λέει δε σας αγαπώ γιατί δεν αγαπήσατε τους αδελφούς μου, ούτε τους δείξατε σημάδια της αγάπης ούτε νιώσατε γι’ αυτούς ευσπλαχνία. Γι’ αυτό «θα είναι ανελέητη η κρίση, γι’ αυτόν που δε θα δείξει έλεος» (Ιακ. 2, 13). Γιατί εμένα τον φίλο των πασχόντων τίποτε άλλο δε με ικανοποιεί όσο ή ευσπλαχνία. Τίποτε δε συγκινεί την καρδιά μου τόσο, όσο ο έλεος. Γιατί θέλω ευσπλαχνία και όχι θυσία! (Ωσηέ 6, 6. Ματθ. 4, 18). Δεν ανοίξατε για όσους έχουν ανάγκη τη θύρα της ευσπλαχνίας, κι εγώ δε θα σας ανοίξω την είσοδο των βασιλείων μου.

Αυτές είναι οι καλλιέργειες των ανόητων. Ενώ οι φρόνιμες παρθένες ετοιμάστηκαν και δεν ταράχτηκαν. Αφού δηλαδή γέμισαν τις λαμπάδες τους με όλα τα είδη των αρετών και αφού τις πότισαν άφθονα με το λάδι της ευσπλαχνίας τους και αφού τις άναψαν με τη φωτιστική φλόγα της ορθής πίστης, προϋπαντώντας γεμάτες χαρά τον νυμφίο στο μέσο της νύχτας, στήνουν το χορό τους μέσα στο νυμφώνα και απολαμβάνουν τη χαρά του, ενωμένες πάντοτε νοερά με τον άχραντο και αξιωμένες να συνομιλούν καθαρά με τον καθαρό.

Κι εσείς λοιπόν, ω θείο και ιερό ποίμνιο του μεγάλου ποιμένα και ιερέα και θύματος, λαέ περιούσιε, βασίλειο ιεράτευμα (Α΄ Πέτρ. 2, 9), εσείς που στολιστήκατε με το κοινό όνομα του χριστιανού) ως δούλοι του Χριστού, ενθυμούμενοι τα πάθη του και τους λόγους και τις πράξεις του, ας τηρούμε τις ζωηφόρες εντολές του. Γιατί είπε· «πιστεύετε στο Θεό και πιστεύετε σ’ εμένα» (Ιω. 14, 1), και ότι «ο Πατέρας μου θα σας στείλει άλλον Παράκλητο, το Πνεύμα της αληθείας, που εκπορεύεται από τον Πατέρα» (Ιω. 14, 16). Πιστεύοντας λοιπόν, ας τον αγαπήσουμε με όλη την ψυχή μας. Γιατί λέει, «όποιος αγαπά εμένα, θα δεχτεί την αγάπη του Πατέρα μου και θα τον αγαπήσω κι εγώ και θα του φανερώσω τον εαυτό μου» (Ιω. 14, 21).

Ας μισήσουμε λοιπόν τους εχθρούς του. «Όποιος δεν ομολογεί τον Χριστό ως Υιό του Θεού και Κύριο, είναι αντίχριστος (Α΄ Iω. 4, 3). Αν πει κάποιος ότι ο Χριστός είναι δούλος, ας κλείσουμε τ’ αυτιά μας, ξέροντας ότι ψεύδεται και δεν υπάρχει σ’ αυτόν αλήθεια. Ας δεχτούμε τον ονειδισμό του σαν διάδημα δόξας. Γιατί λέει· «είστε μακάριοι όταν σας περιγελάσουν και σας καταδιώξουν και εκσφενδονίσουν κάθε κακό λόγο εναντίον σας εξαιτίας μου. Χαίρετε κι αγαλλιάσθε γιατί ο μισθός σας θα είναι μεγάλος στον ουρανό» (Ματθ. 5, 11· 12). Έτσι θ’ αποφύγουμε την ανοησία των μωρών και θα γίνουμε ζηλωτές της σοφίας των φρόνιμων παρθένων.

Ας ετοιμαστούμε και για την ανάσταση του Κυρίου από τους νεκρούς. Ας μην ετοιμάσουμε τα κατάλληλα για την τροφή της κοιλιάς. Ας μη φορέσουμε στο σώμα το ένα φόρεμα πάνω στο άλλο, ούτε την πολυτέλεια των μυρωδικών, όχι μέθη και κραιπάλη και τα ασελγή πλαγιάσματα που είναι συνδεδεμένα μαζί τους. Ας μην εξουδενώσουμε τους φτωχούς, ας μην εξάψουμε την όρεξη για κενή δόξα και πετάξουμε τα χαλινάρια που σωφρονίζουν την επιθυμία.

Ας μη γίνουμε άλογα, που είναι ξέφρενα για τα θηλυκά, και παραβαίνοντας την τάξη κάνουμε σα λυσσασμένοι για συζύγους άλλων· ας μη σπείρουμε στη σάρκα τις φλόγες της φωτιάς· ας μην απατηθούμε από το ακάθαρτο δόλωμα του χρυσού, του αργύρου και των πολύτιμων λίθων. Ας μην είναι γεμάτο το τραπέζι μας κι ερεθίζει το άγριο σκουλήκι της γέεννας, ενώ άλλοι πεινούν. Γιατί, να, ο Νυμφίος ανασταίνεται. Να, ο βασιλιάς των βασιλιάδων βγαίνει από τον τάφο. 

Ας ετοιμαστούμε για να μη στερηθούμε τη χαρά. Ας γίνουμε έμπειροι τραπεζίτες κι ας διακρίνουμε το καλύτερο από το χειρότερο και το ένα ας το κάψουμε με τη φωτιά του θείου ζήλου και έρωτα, ενώ το άλλο ας το εναποθέσουμε στα ταμεία μας. Ας περιορίσουμε τον θυμό και την επιθυμία· ας μαράνουμε την όρεξη της κοιλιάς· ας ζωστούμε τη σωφροσύνη με την εγκράτεια μας και την ταπεινή καρδιά. Την έπαρση ας την κατανικήσουμε με την ταπείνωση και τη μνήμη του θανάτου· ας γίνουμε τα πάντα στους πάντες· ας υποφέρουμε τα περιπαίγματα με γενναιότητα αν αδικούμαστε, ας μας χαροποιεί η ελπίδα. Γιατί το σχήμα του κόσμου τούτου περνά (Α΄ Κορ. 7, 31) κι αφήνει πίσω ότι βλέπουμε τώρα.

Προ πάντων ας επικρατεί σ’ εμάς αυτή η σκέψη, όπως και στον Χριστό (Φιλ. 2, 5), ότι, ενώ ήμαστε εχθροί του, μας αγάπησε, κι αφού μας αγάπησε μας ελέησε, κι αφού μας ελέησε ταπείνωσε τον εαυτό του, κι αφού ταπεινώθηκε μας έσωσε. Γιατί από την αγάπη προέρχεται το έλεος, από το έλεος η ταπείνωση, από την ταπείνωση η σωτηρία και η ύψωση. Αν συμπεριφερθούμε μ’ αυτόν τον τρόπο, όσο ζούμε εδώ θα ελευθερωθούμε από τα λυπηρά που μας ταλαιπωρούν. Αν απορρίψουμε το ζυγό των παθών, θ’ αποτινάξουμε και το ζυγό των τυράννων.

Κι όπως μετά τα καλύτερα ήρθαν τα λυπηρά, έτσι και μετά τα λυπηρά θα επιστρέψουν τα χαρμόσυνα· θα απολαύσουμε την αρχαία παρρησία και θα εορτάσουμε αγνά στο όνομα του Κυρίου του Θεού μας την εορτή της εξόδου· θ’ απαλλαγούμε από τη βλάσφημη φωνή που σηκώνεται κατά του πλάστη μας και θα επικρατήσει ειρήνη στην Εκκλησία. Έπειτα με χαρούμενες λαμπάδες θα υποδεχτούμε λαμπρά τον νικητή του θανάτου, τον άνθρωπο νυμφίο, και θα δεχτεί κι εμάς ο αγνός νυμφώνας και με ακάλυπτο πρόσωπο θα δούμε τη δόξα του Κυρίου και θα κατατρυφήσουμε την ωραιότητα του, μαζί με τον οποίο στον Πατέρα και το άγιο Πνεύμα ανήκει η δόξα, η τιμή, η προσκύνηση και η μεγαλοπρέπεια, και τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.


ΕΠΕ (Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας)
Ιωάννη του Δαμασκηνού. Άπαντα τα έργα, 9. Ομιλίες – Αγιολογικά – Ευχές. Β΄ Λόγος. Στην ξηρανθείσα συκή και την παραβολή του αμπελώνος.
Πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς», Θεσσαλονίκη 1991.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Άγιος Αθανάσιος ο Πάριος: Άγιος Μάρκος ο Ευγενικός. (Ο Αντίπαπας) – Σκοπός συγγραφής του έργου.

  Άγιος Μάρκος ο Ευγενικός. (Ο Αντίπαπας). Η δράση και το εγκώμιο του, γραμμένα από τον Άγιο Αθανάσιο τον Πάριο. Ο ΑΝΤΙΠΑΠΑΣ

Δημοφιλείς αναρτήσεις