ΑΡΧΙΚΗ

Πολυθεΐα και μυστηριακές λατρείες

 

Μέγας Αθανάσιος. Κατά ειδώλων. § 10. Πολυθεΐα και μυστηριακές λατρείες.

 

Μπορείτε να διαβάσετε και υπόλοιπα κεφάλαια του βιβλίου εδώ: Μέγας Αθανάσιος. Κατά ειδώλων.


10. Αυτή η συνήθεια δεν είναι νέα, ούτε άρχισε από την σύγκλητο [1] των Ρωμαίων, αλλ’ εξ αρχής γινόταν και μελετιόταν με σκοπό την επινόηση των ειδώλων. Διότι και οι παλαιότερα διαβόητοι θεοί των Ελλήνων Ζευς [2], Ποσειδών [3], Απόλλων [4], Ηφαιστος [5], Ερμής [6], και εκ των θηλέων Ήρα [7], Δήμητρα [8], Αθηνά [9], Άρτεμις [10], αποφασίσθηκε να λέγονται θεοί κατόπιν διαταγής του Θησέως [11], περί του οποίου διηγούνται οι Έλληνες.

Και αυτοί μεν οι οποίοι εξέδωσαν διαταγές αποθνήσκουν ως άνθρωποι και θρηνούνται. Αυτοί δε περί των οποίων εξέδωσαν διαταγή προσκυνούνται ως θεοί. Ω πόσο μεγάλη αντινομία και παραφροσύνη! Ενώ γνωρίζουν αυτόν που εξέδωσε την διαταγή, προτιμούν αυτούς που υπήρξαν το αντικείμενο της διαταγής.

Και μακάρι να έμενε μέχρι των αρρένων η ειδωλομανία τους και να μη καταβίβαζαν μέχρι των θηλέων το θείο όνομα. Διότι και τις γυναίκες, με τις οποίες δεν είναι ασφαλές ν’ αποφασίζει κανείς από κοινού, τις λατρεύουν και τις προσκυνούν με τιμή που αρμόζει εις τον Θεό. Αυτές είναι οι της διαταγής του Θησέως, περί των οποίων προηγουμένως είπαμε.

Επίσης εις τους Αιγυπτίους είναι η Ίσις, η Κόρη [12], η Νεώτερη [13], και σε άλλους η Αφροδίτη [14]. Νομίζω δε ότι είναι απρεπές ακόμη και να αναφέρουμε τα ονόματα των άλλων, διότι είναι γεμάτα αίσχος. 

Διότι όχι μόνο κατά την αρχαιότητα, αλλά και κατά την εποχή μας, πολλοί που έχασαν φίλτατα πρόσωπα, αδελφούς και συγγενείς και γυναίκες, και πολλές που έχασαν τους άνδρες τους, αυτούς που η φύση τους απέδειξε όλους ανθρώπους θνητούς, αυτούς και αυτές από το πολύ πένθος τους, τους ζωγράφισαν [15] και τους παρέστησαν με γλυπτά και τους προσέφεραν θυσίες.

Αυτούς οι μετέπειτα λόγω της τέχνης του έργου και της επιτηδειότητας του τεχνίτη τους λάτρευσαν ως θεούς, πάσχοντας ένα πράγμα αφύσικο. Αυτούς λοιπόν τους οποίους οι γονείς τους θρήνησαν, διότι δεν ήταν θεοί (διότι δεν θα τους θρηνούσαν ως χαμένους, εάν ακριβώς γνώριζαν ότι είναι θεοί· άλλως τε και επειδή πίστευαν ότι αυτοί όχι μόνο δεν είναι θεοί, αλλ’ ούτε καν υπάρχουν, τους αναπαρέστησαν με εικόνα, ώστε βλέποντας την μορφή στην εικόνα να παρηγορούνται που δεν υπάρχουν πλέον), σ’ αυτούς όμως οι ανόητοι προσεύχονται σαν σε θεούς και τους περιβάλλουν με την τιμή η οποία αρμόζει στον αληθινό Θεό.

Έτσι στην Αίγυπτο ακόμη και τώρα τελείται ο θρήνος για την απώλεια του Όσιρη, του Ώρου, του Τυφώνα [16], και των άλλων. Και οι χάλκινοι λέβητες στην Δωδώνη [17] και οι κορύβαντες [18] στην Κρήτη αποδεικνύουν, ότι ο Δίας δεν είναι θεός αλλά άνθρωπος και ότι γεννήθηκε και αυτός από πατέρα ο οποίος έτρωγε ωμά κρέατα [19].

Και το αξιοθαύμαστο μάλιστα είναι ότι ο πιο σοφός των Ελλήνων, ο Πλάτων, ο οποίος καυχήθηκε πολύ για τους στοχασμούς του περί Θεού, και αυτός μαζί με τον Σωκράτη κατεβαίνει στον Πειραιά, για να προσκυνήσει την Άρτεμη [20], έργο της ανθρώπινης τέχνης.


1. «Ρωμαίων βουλή» η σύγκλητος.

2. Ζευς· ο αρχηγός των θεών των Ελλήνων και όλου του ειδωλολατρικού κόσμου των ελληνιστικών χρόνων. 

3. Ποσειδών· ο θεός της θαλάσσης, αδελφός του Διός. 

4. Απόλλων· ο θεός ήλιος· υιός του Διός και της Λητούς εκ μοιχείας.

5. Ήφαιστος· ο θεός του πυρός και της σιδηρουργικής τέχνης, χωλός· υιός του Διός και της Ήρας. 

6. Ερμής· ένας εκ των δώδεκα θεών του Ολύμπου· περί αυτού λέχθηκε και προηγουμένως. 

7. Ήρα η θεά σύζυγος· αδελφή και σύζυγος του Διός. 

8. Δήμητρα η θεά της γεωργίας· αδελφή και ερωμένη του Διός. 

9. Αθηνά· η θεά του πολέμου, των γραμμάτων και του φωτός· θυγατέρα του Διός εκ μοιχείας. 

10. Άρτεμις· θεά του κυνηγίου και της πανίδας. Ενίοτε υποκαθιστά την  ̓Αφροδίτη και είχε παρόμοια λατρεία. Στην μυθολογία αναφέρεται ως δίδυμη αδελφή του Απόλλωνος, κόρη του Διός και της Λητούς εκ μοιχείας. Όμηρ. ύμν. εις ΄Αρτεμιν, 1-9. Απολλοδώρου, Βιβλ. 1, 4, 1. 

11. Θησεύς. Ο γνωστός ήρωας και βασιλιάς των Αθήνας. Αν και τα σχετικά με το πρόσωπο του είναι θρύλοι, όμως το πρόσωπο του και το όνομα είναι ιστορικά. 

12. Κόρη λεγόταν ή Περσεφόνη, θυγατέρα της Δήμητρας και του Διός εκ μοιχείας. Εμυθεύετο ότι με την βοήθεια του Διός την απήγαγε ο αδελφός του Διός και θεός του άδη Πλούτων ή Άδης, η δε μητέρα της την αναζητούσε. Όταν την βρήκε στον άδη συμφώνησε επί τέσσερεις μήνες να παραμένει στον άδη και επί οκτώ να ανέρχεται στην γη πλησίον της Δήμητρας. Είναι η θεά της αναβλαστήσεως της χλωρίδας κατά την άνοιξη. Λατρευόταν με όργια. Αυτής λατρεία ήταν και τα Ελευσίνια μυστήρια. Η υπόθεση του μύθου τους και η λατρεία τους και ο συμβολισμός τους ήταν όμοια με της Ίσιδος και του Όσιρη. Γι’ αυτό κατά τους ελληνιστικούς χρόνους ταυτίστηκαν η Ίσις και η Κόρη. Ησιόδου, Θεογ. 912-4. Όμηρ. ύμν. εις Δήμητραν, 1-495 (όλος)· Απολλοδώρου, Βιβλ. 1, 5, 1-3. 

13. Νεώτερη. Άλλο όνομα της Ίσιδας και Κόρης. Μόνο στον Αθανάσιο σώζεται. Στον υπ’ αριθμό 1380 πάπυρο της Αιγυπτιακής πόλης Οξυρύγχου, ο οποίος γράφτηκε κατά τον Β’ αιώνα μ.Χ. αναφέρεται το όνομα αυτό σε θετικό βαθμό, «Νέα». Ο πάπυρος περιέχει απαρίθμηση εκατοντάδων ονομάτων της Ίσιδας. Λέει δε ότι η Ίσις λέγεται «… Εν Μετηλείτη Κόρη εν Κυκλάσι νήσοις τριφυής ΄Αρτεμις, εν Πάθμω Νέα, εν Πάφω Αγνή, Δία, Ηπία, …» (στίχ. 71-72, 84-86). 

14. Αφροδίτη πολλάκις ταυτιζόταν με την Ίσιδα, την Άρτεμη, την Κόρη, κλπ. Στην πραγματικότητα συνέβαινε το εξής. Οι ειδωλολάτρες είχαν κυρίως μίαν θήλεια θεά, προσωποποίηση αφ’ ενός μεν της γενετήσιας ορμής και απολαύσεως, αφ’ ετέρου δε της κατά την άνοιξη αναζωογονήσεως και γονιμοποιήσεως των φυτών και των ζώων, καθώς και της ιδέας της αναστάσεως ή διαιωνίσεως· διότι στην αναβλάστηση και την φυσική γέννηση του ανθρώπου έβλεπαν την διαιώνιση και το αντίδοτο του θανάτου.

Αυτή η θεότητα λατρευόταν πάντοτε με πορνικά όργια, ιδίως κατά την άνοιξη. Αυτών των λατρειών κατάλοιπα είναι τα καρναβάλια. Συνήθως αυτής της θεότητας υπήρχε και ένας εραστής ή απαγωγέας ή δολοφόνος. Όταν μία τέτοια λατρεία αντικαθίστατο από άλλη νεώτερη με χειρότερα όργια, η παλαιά θήλεια θεά λάμβανε άλλες ιδιότητες (Άρτεμις, Διώνη, Περσεφόνη, κλπ.).

Όταν κατά τους αλεξανδρινούς και ρωμαϊκούς χρόνους πολλά κρατίδια αποτέλεσαν ένα κράτος, οι θεότητες αυτές ταυτίστηκαν και τα πολλά πρώην κύρια ονόματα έγιναν επίθετα μιας θεάς. Έτσι ταυτίστηκαν Αστάρτη, Φοίβη, Άρτεμις, Αφροδίτη, Κυβέλη, Ρέα, Ίσις, Venus, Περσεφόνη, Δήμητρα, κλπ. 

15. Με δύο τρόπους παρίσταναν οι ειδωλολάτρες τα είδωλα τους, με εικόνες και αγάλματα. Τα αγάλματα ήταν ξύλινα, μετάλλινα, λίθινα, κέρινα, κεραμικά. Οι εικόνες ήταν ζωγραφιστές και κατά τους αλεξανδρινούς χρόνους ψηφιδωτές. Διασώθηκαν ελάχιστες ζωγραφιστές, λόγω του ότι είναι εύφθαρτες, περισσότερες ψηφιδωτές, και πολύ περισσότερα αγάλματα. 

16. Όπως η Δημήτρα, η Περσεφάνη η Κόρη, ο Πλούτων και ο Τριπτόλεμος αποτελούσαν ένα μύθο εν Ελλάδι, έτσι τον αντίστοιχο μύθο εν Αίγυπτω αποτελούσαν ο Όσιρις, η Ίσις, ο Ώρος, και ο Τυφών ή Σέθ. Ο Τυφών είναι ο δολοφόνος του Όσιρη. Στα σχετικά μυστήρια των λατρειών αυτών προηγούνταν των πορνικών οργίων θρήνοι για τον θεό που πέθανε ή απήχθη ή δολοφονήθηκε. Έπειτα ακολουθούσαν τα όργια για να προκαλέσουν ή εορτάσουν την σπορά, γονιμοποίηση, αναβλάστηση, αναβίωση του αποθανόντος θεού. Αυτοί οι θεοί λέγονταν και χθόνιοι νεκρικοί, νέρθεν, κλπ. Αυτούς τους οργιαστικούς επιταφίους θρήνους εννοεί ο Μέγας Αθανάσιος με την φράση του «ο περί Οσίρεως και Ώρου και Τυφώνος και των άλλων θρήνος». 

17. «Τα εν Δωδώνη χαλκεία». Η Δωδώνη της Ηπείρου ήταν πανάρχαιο και προελληνικό κέντρο λατρείας του Διός. Γι’ αυτό το εκεί μαντείο και ο ναός λέγονταν «Ζευς πελασγικός». Οι ιερείς του ασκούσαν ως αρετές την αλουσία και την χαμευνία [=το να κοιμάται κανείς καταγής]. Γι’ αυτό από τον Όμηρο λέγονται «υποφήται ανιπτόποδες χαμαιεύναι».

Ένας από τους τρόπους με τους οποίους μάντευαν οι ιερείς του Δωδωναίου Διός ήταν και ο εξής. Υπήρχε στον ναό ένα χάλκινο άγαλμα παιδιού επί χαλκίνου κίονος και με χάλκινο αλυσιδωτό μαστίγιο, το οποίο άγγιζε ένα χάλκινο λέβητα. Με το φύσημα του ανέμου το μαστίγιο κροτάλιζε επί του λέβητος, και οι κροταλισμοί ερμηνεύονταν ως χρησμοί. Αυτό το χάλκινο σύμπλεγμα λέει ο Αθανάσιος «τα εν Δωδώνη χαλκεία».

Το είχαν αφιερώσει δε οι Κερκυραίοι. Δια τούτο οι αρχαίοι είχαν τις παροιμίας «Κορκυραίων μάστιξ» ή «Δωδωναίον χαλκείον» για τον φλύαρο άνθρωπο. Διότι το μαντείο έκανε «χρυσές δουλειές», έλεγε πολλά. Ομήρου Ιλιάς Π 233-5. Ησιόδου, Αποσπ. 240 319. Στράβων, Γεωγρ. 7, 7, 12 (και εκ του Ζ’ 1-3). Μενάνδρου, Αυλητρίς, απόσπ. 60. Ιουστίνος, Απολ. 1, 18, 34. Κλήμης Αλεξανδρεύς, Προτρ., 2 ΒΕΠ 7, 23.

Ο Μέγας Αθανάσιος αναφέρει τα χαλκεία της Δωδώνης μαζί με τους θρήνους του Όσιρη και τους εν Κρήτη Κορύβαντες ως ταυτόσημα παραδείγματα. Εννοεί ότι ο εν Δωδώνη Ζευς λατρευόταν ως θεός χθόνιος και νεκρός, τα δε χαλκεία συμβόλιζαν τον θρήνο για τον θάνατο του. 

18. «Οι εν Κρήτη κορύβαντες». Ο Κορύβας εμυθολογείτο ως υιός της Κυβέλης από τον Δία ή Απόλλωνα ή Ιασίωνα. Οι οπαδοί του λέγονταν και αυτοί κορύβαντες. Κατά τους ιστορικούς χρόνους οι κορύβαντες ήταν εν Φρυγία, εν Κρήτη και αλλού ιερείς της Κυβέλης ή του χθονίου και νεκρού Διός. Η λατρεία τους ήταν οργιαστικοί ένοπλοι χοροί με κραυγές και μεταλλικούς κρότους και ανηθικότητες. Ήταν το αντίστοιχο των μαινάδων.

Υπάρχει και ρήμα «κορυβαντιώ» = χορεύω όπως οι κορύβαντες. Κατάλοιπα των κορυβάντων ή αντιστοίχων εκδηλώσεων είναι οι δερβίσηδες του μωαμεθανισμού και ο σημερινός έξαλλος χορός με την έξαλλη μουσική των πολιτισμένων χωρών. Διόδωρος Σικ., Ιστ. βιβλ. 5, 49, 2-3. Απολλόδωρος, Βιβλ. 1, 3, 4. Στράβων, Γεωγρ. 10, 3, 19. Κλήμης Αλεξανδρεύς, Προτρ., 2 ΒΕΠ 7, 25-26. Και η λατρεία των κορυβάντων, όπως και ο θρήνος του Όσιρη και τα εν Δωδώνη χαλκεία, ήταν λατρεία θρηνητική νεκρού θεού. 

19. «Εκ πατρός ωμοβόρου». Ο πατήρ του Διός Κρόνος έτρωγε τα τέκνα του. Περί αυτού του μύθου θα λεχθεί κατωτέρω. 

20. Η Πολιτεία του Πλάτωνος αρχίζει με τους εξής λόγους· «Κατέβην χθες εις Πειραιά μετά Γλαύκωνος τουΑρίστωνος προσευξόμενός τε τη θεώ και άμα την εορτή βουλόμενος θεάσασθαι». Πλάτωνος, Πολ., 1 (3272). Ομιλεί ο Σωκράτης· η θεός που αναφέρεται είναι η Άρτεμις. Ο Γλαύκων είναι αδελφός του Πλάτωνος. Προφανώς ο Μ.  ̓Αθανάσιος έχει υπ’ όψιν του διαφορετική γραφή χειρογράφου «Πλάτωνος» (αντί Γλαύκωνος).

Ο Μέγας Αθανάσιος όπως και ο Χρυσόστομος, περιφρονούσε τον Σωκράτη και τον Πλάτωνα. Αντίθετα οι άλλοι Αλεξανδρινοί, Κλήμης, Ωριγένης, κλπ., τους αγαπούσαν και τους εκτιμούσαν πολύ. 


Αθανάσιου Αλεξανδρείας του Μεγάλου, Άπαντα τα έργα. 1. Απολογητικά. Λόγος Α΄. Κατά ειδώλων.
Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας (ΕΠΕ). Πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς». Θεσσαλονίκη, 1973

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Το πρωτάκουστο και παράδοξο είναι, όταν τα ίδια τα όπλα των εχθρών οδηγούνται σαν πολεμικές μηχανές εναντίον τους 5

  Η Ιερωσύνη-  ο Γάμος - το  Ευχέλαιο Απαντήσεις σε ερωτήματα δογματικά  Ανδρέα Θεοδώρου, εκδ. Αποστολικής Διακονίας, 1997, σελ. 172-1...

Δημοφιλείς αναρτήσεις